(2003) 1 ΑΑΔ 1460
[*1460]23 Οκτωβρίου, 2003
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΧΑΡΗΣ ΧΑΡΙΛΑΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
ΝΙΚΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11331)
Αμέλεια — Τροχαίο ατύχημα — Επιμερισμός ευθύνης — Αυτοκίνητο, επιχειρώντας στροφή δεξιά από λεωφόρο σε πάροδο νότια της λεωφόρου κτύπησε πεζό ο οποίος διασταύρωνε την πάροδο από το ανατολικό πεζοδρόμιο για να μεταβεί σε νησίδα από μπετόν στο κέντρο του δρόμου, σε απόσταση ενός μέτρου από τη νησίδα — Απόδοση ευθύνης για πρόκληση του ατυχήματος σε ποσοστό 25% στον πεζό και σε 75% στον οδηγό του αυτοκινήτου — Αποφασίστηκε κατ’ έφεση ότι αποκλειστική ευθύνη για το ατύχημα είχε ο οδηγός του αυτοκινήτου.
Αποζημιώσεις — Γενικές αποζημιώσεις — Σωματικές βλάβες — Ενάγων 28 ετών κατά τον τραυματισμό του, είχε υποστεί, μεταξύ άλλων τραυμάτων, και σοβαρό κάταγμα του έξω κνημιαίου κονδύλου της δεξιάς κνήμης με μόνιμα κατάλοιπα πόνους κατά το γονάτισμα και το ανέβασμα σκάλων και τη δημιουργία οστεοαρθρίτιδας στο γόνατο που θα επιδεινώνεται με την πάροδο του χρόνου — Είχε υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση για τοποθέτηση δύο βίδων στο πόδι του και θα πρέπει να υποβληθεί σε νέα εγχείρηση για την αφαίρεσή τους — Επιδικασθείσες γενικές αποζημιώσεις £8.000 — Κρίθηκαν έκδηλα ανεπαρκείς και αυξήθηκαν σε £12.000 κατ’ έφεση.
Αμέλεια — Τροχαίο ατύχημα — Συντρέχουσα αμέλεια — Πότε ένα άτομο ευθύνεται για συντρέχουσα αμέλεια.
Αμέλεια — Επιμερισμός ευθύνης — Παράγοντες επιμερισμού, το μεμπτό της διαγωγής κρινόμενο υπό το πρίσμα του καθήκοντος επιμέλειας και της ζημιάς η οποία προκύπτει.
Αμέλεια — Επιμερισμός ευθύνης — Αποτελεί έργο του πρωτόδικου [*1461]Δικαστηρίου — Προϋποθέσεις επέμβασης Εφετείου.
Αποζημιώσεις — Αστικά αδικήματα — Στόχος αποζημιώσεων — Εφαρμοστέες αρχές — Τάση να ακολουθείται ανοδική πορεία — Προηγούμενες αποφάσεις παρέχουν καθοδήγηση στον καθορισμό αποζημιώσεων.
Στις 23.7.1996 ο εφεσείων-ενάγων τραυματίστηκε σε τροχαίο ατύχημα στη Λεμεσό στη συμβολή της Λεωφ. Μακαρίου Γ΄ - Οδού Πάφου και της οδού Μισιαούλη και Καβάζογλου. Ο εφεσείων είναι υπάλληλος της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου και ευρισκόταν στο συγκεκριμένο σημείο σε εντεταγμένη υπηρεσία. Το ατύχημα συνέβηκε όταν ξεκίνησε από το ανατολικό πεζοδρόμιο της Μισιαούλη και Καβάζογλου νότια της λεωφόρου για να μεταβεί στη νησίδα από μπετόν που βρισκόταν στο κέντρο της οδού Μισιαούλη και Καβάζογλου και στο τέλος του “αλτ” με τη λεωφόρο. Ενώ βρισκόταν σε απόσταση ενός περίπου μέτρου από τη νησίδα κτυπήθηκε από το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου-εναγόμενου το οποίο βρισκόταν σταματημένο στα φώτα της διασταύρωσης και ξεκίνησε να στρίψει δεξιά στην οδό Μισιαούλη και Καβάζογλου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιμέρισε την ευθύνη σε ποσοστό 75% για τον εφεσίβλητο και σε ποσοστό 25% για τον εφεσείοντα.
Συνεπεία του τροχαίου ατυχήματος ο εφεσείων είχε υποστεί σοβαρούς τραυματισμούς με σοβαρότερο – και που άφησε τα ουσιαστικότερα κατάλοιπα – το κάταγμα του έξω κνημιαίου κονδύλου της δεξιάς κνήμης. Υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση έξι ημέρες μετά και τοποθετήθηκαν στο πόδι του δύο βίδες. Η κινητικότητα του γονάτου επανήλθε πλήρως. Υπάρχει χειρουργική ουλή στην εξωτερική επιφάνεια του γονάτου και θα πρέπει να υποστεί νέα εγχείρηση για την αφαίρεση των υλικών από το πόδι του. Εξακολουθεί να έχει πόνους όταν γονατά και κατά το ανεβοκατέβασμα σκάλων. Στο γόνατο του έχει εκδηλωθεί μετατραυματική οστεοαρθρίτιδα τα αποτελέσματα της οποίας θα επιδεινώνονται με την πάροδο του χρόνου. Το νεαρό της ηλικίας του είναι αρνητικός παράγοντας γιατί με τα χρόνια η κατάσταση αυτή θα χειροτερεύει.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε στον εφεσείοντα £8.000.- γενικές αποζημιώσεις. Του επεδίκασε επίσης ποσό £1.150.- αποζημιώσεις για απώλεια απολαβών, £380.- ως έξοδα μελλοντικής εγχείρησης και £20.- ιατρικά έξοδα.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση τόσο αναφορικά με τον [*1462]επιμερισμό ευθύνης όσο και αναφορικά με το ύψος των γενικών αποζημιώσεων.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντος υποστήριξε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει αρκούντως υπόψη ότι ο εφεσείων “ολοκλήρωσε το διασταύρωμα του δρόμου και ότι δεν ήταν προβλεπτή λογικά η πορεία του αυτοκινήτου”. Εκείνο που είχε να αντιμετωπίσει ο εφεσείων ήταν ένα αυτοκίνητο που λογικά θα τον προσπερνούσε από πίσω. Δεν ήταν δυνατό να προβλέψει ένας λογικός άνθρωπος ότι ο εφεσίβλητος θα οδηγούσε προς την κεντρική νησίδα αντίθετα με την επιτρεπόμενη πορεία του.
Αναφορικά με τις γενικές αποζημιώσεις ο δικηγόρος του εφεσείοντος υποστήριξε ότι το επιδικασθέν ποσό είναι υπερβολικά χαμηλό.
Αποφασίστηκε ότι:
Α. Επιμερισμός ευθύνης.
1. Ένας ευθύνεται για συντρέχουσα αμέλεια εάν όφειλε εύλογα να είχε προβλέψει ότι θα μπορούσε να ζημιωθεί αν δεν ενεργούσε όπως ένας λογικός άνθρωπος. Ένας ενάγοντας δεν είναι συνήθως υπόχρεος να προβλέψει ότι ένας άλλος μπορεί να είναι αμελής εκτός αν η πείρα δείχνει μια συγκεκριμένη αμέλεια να είναι συνηθισμένη κάτω από τις περιστάσεις.
2. Ο καταμερισμός της ευθύνης συναρτάται με δύο παράγοντες, το μεμπτό της διαγωγής (blameworthiness) κρινόμενο υπό το πρίσμα του καθήκοντος επιμέλειας, και την αιτιώδη σχέση μεταξύ της παραβίασης του καθήκοντος επιμέλειας και της ζημιάς η οποία προκύπτει (causative potency).
3. Δυνητικά, η αμέλεια του οδηγού αυτοκινήτου έχει μεγαλύτερες επιπτώσεις από την αμέλεια του πεζού ή του ποδηλατιστή. Ενώ η ευθύνη του οδηγού αυτοκινήτου και του πεζού μπορεί να είναι ίση σε έκταση, η δυνατότητα πρόκλησης ζημιάς είναι πολύ μεγαλύτερη στην περίπτωση του αυτοκινητιστή.
4. Η ευθύνη επιμερίζεται κάτω από το πρίσμα της κοινής λογικής και της καθημερινής εμπειρίας. Οι εκατέρωθεν παραλείψεις συνεκτιμούνται όχι μικροσκοπικά αλλά από την πλατιά γωνιά του μέσου συνετού πολίτη.
5. Ο καταμερισμός ευθύνης αποτελεί έργο του Πρωτόδικου Δικαστη[*1463]ρίου. Επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται μόνο εφόσον καταδεικνύεται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο είτε εφάρμοσε εσφαλμένη αρχή δικαίου είτε παραγνώρισε ουσιώδες γεγονός ή παράγοντα έτσι ώστε να προκύπτει έκδηλο σφάλμα.
Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη τους πιο κάτω ουσιώδεις παράγοντες:
α. Ότι ο εφεσείων-πεζός είχε διανύσει σχεδόν ολόκληρη την απόσταση των 10-11 μ. και ήταν έτοιμος σχεδόν να ανεβεί στη νησίδα.
β. Ότι το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου ήταν ακινητοποιημένο και ξεκίνησε για να στρίψει προς τα δεξιά μετά που ο εφεσείων είχε αρχίσει να διασταυρώνει την οδό Μισιαούλη και Καβάζογλου.
γ. Ότι ο εφεσίβλητος είχε διανύσει απόσταση 23-25 μ. μέχρι τη σύγκρουση.
δ. Ότι η πορεία του οχήματος του εφεσίβλητου ήταν ανορθόδοξη υπό την έννοια ότι διαπραγματεύθηκε πολύ στενά τη στροφή προς τα δεξιά.
Υπό το φως των πιο πάνω παραγόντων οι οποίοι δεν έχουν ληφθεί δεόντως υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο εφεσείων δεν φέρει οποιαδήποτε ευθύνη για το ατύχημα. Μοναδική αιτία του ατυχήματος ήταν ο ανορθόδοξος τρόπος με τον οποίο ο εφεσίβλητος διαπραγματεύθηκε τη στροφή προς τα δεξιά και η έλλειψη παρατηρητικότητας που τον συνόδευε.
Β. Αποζημιώσεις
1. Έχει νομολογηθεί ότι σκοπός της επιδίκασης αποζημιώσεων είναι να δοθεί στον ενάγοντα αποζημίωση για τη ζημιά, απώλεια ή βλάβη που έχει υποστεί.
2. Η αποζημίωση για αστικά αδικήματα δεν έχει σκοπό την τιμωρία αλλά την αποκατάσταση. Αυτή τούτη η ατέλεια του χρήματος ως μέσον για αποκατάσταση, δεν πρέπει να επενεργεί προς επαύξηση των αποζημιώσεων.
3. Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει επιδείξει μια σταθερή άνοδο του επιπέδου των γενικών αποζημιώσεων. Έχει τονίσει [*1464]την ανάγκη για μια πιο δίκαιη και φιλελεύθερη αποτίμηση του ανθρώπινου πόνου και των πολλαπλών στερήσεων που προκαλούν οι αναπηρίες στα θύματα της αμέλειας. Προηγούμενες αποφάσεις δεν αποτελούν δεσμευτικό προηγούμενο υπό την έννοια της αρχής του stare decisis αλλά παρέχουν καθοδήγηση. Πρέπει, επίσης, να λαμβάνεται υπόψη η συνεχής μείωση της αξίας του χρήματος.
4. Το Εφετείο δεν δικαιολογείται να επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου όσον αφορά τις αποζημιώσεις, εκτός αν πεισθεί είτε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ενήργησε με βάση λανθασμένες νομικές αρχές, είτε ότι το ποσό των αποζημιώσεων είναι τόσο έκδηλα υπερβολικό ή τόσο έκδηλα ανεπαρκές ούτως ώστε να καθίσταται παντελώς λανθασμένος ο υπολογισμός των αποζημιώσεων των οποίων δικαιούται ο ενάγων.
Στην παρούσα υπόθεση δεν έχει δοθεί η δέουσα βαρύτητα στην ηλικία του εφεσείοντα σε συνάρτηση με την εμφάνιση της οστεοαρθρίτιδας η οποία θα τον συνοδεύει σε όλη του τη ζωή. Επίσης δεν έχει δοθεί η δέουσα βαρύτητα στο γεγονός της νέας εγχείρησης.
Λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών παραγόντων, το επιδικασθέν ποσό των £8.000.- είναι έκδηλα ανεπαρκές και πρέπει να αντικατασταθεί με το ποσό των £12.000.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Επιδικάζεται στον εφεσείοντα ποσό £12.000.- ως γενικές αποζημιώσεις πλέον ποσό £1.550 για απώλεια απολαβών, έξοδα μελλοντικής εγχείρησης και ιατρικά έξοδα. Περαιτέρω επιδικάζεται τόκος προς 8% ετησίως από την ημέρα καταχώρησης της αγωγής.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Βλάσιος ν. Αντωνίου (1990) 1 Α.Α.Δ. 815,
Panayiotou v. Mavrou (1970) 1 C.L.R. 215,
Αλεξάνδρου κ.ά. ν. Λεβέντης κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 420,
Μαυρίδης ν. Dharaghji (1990) 1 A.A.Δ. 1013,
Χαραλάμπους ν. Στυλιανού (1991) 1 Α.Α.Δ. 284,
Βελάρης ν. Ηροδότου (1991) 1 Α.Α.Δ. 881,
[*1465]
Γεωργίου ν. Παναγιωτίδη κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 80,
Bullows v. Νεοφύτου κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 41,
Νικολάου κ.ά. ν. Γεωργίου (1993) 1 Α.Α.Δ. 938,
Ιορδάνου κ.ά. ν. Κυριάκου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 1364,
Χριστοδούλου ν. Γρηγορίου (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 178,
Charalambous v. Kassapis (1988) 1 C.L.R. 25,
Polycarpou v. Adamou (1989) 1 C.L.R. 727,
Γεωργίου κ.ά. ν. Πιερίδη (1997) 1 Α.Α.Δ. 1194,
Christodoulou v. Angeli (1968) 1 C.L.R. 338,
Kyriacou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172,
Ομήρου ν. Παναγίδου, Πολιτική Έφεση 11014, ημερ. 9.7.2002,
Quintas v. National Smelting Co. Ltd [1961] 1 All E.R. 630,
Brown v. Thompson [1968] 2 All E.R. 708,
Paraskevaides (Overseas) Ltd a.o. v. Christofi (1982) 1 C.L.R. 789,
Μαυροπετρή ν. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66,
Παναγή ν. Θεοδώρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 1303,
Ηρακλέους ν. Πίτρου (1994) 1 Α.Α.Δ. 239,
Παναγιώτου ν. Φραγκέσκου κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 687,
Μαΐττα ν. Γεωργίου κ.ά., Πολιτική Έφεση 8499, ημερ. 9.1.99,
Βρυωνίδης ν. Σωφρονίου (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 1181,
Ioannou v. Howard (1966) 1 C.L.R. 45,
Antoniou v. Iordanous a.o. (1976) 1 C.L.R. 341,
[*1466]
Φοινικαρίδης κ.ά. ν. Γεωργίου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 475,
Κωνσταντίνου ν. Σταύρου (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 453,
Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 396.
Έφεση.
Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 11/2/02 (Αρ. Αγωγής 3281/98), με την οποία έκρινε ότι αυτός, ως πεζός ο οποίος κτυπήθηκε από το αυτοκίνητο του εναγομένου ενώ διασταύρωνε κεντρική λεωφόρο της Λεμεσού, έφερε ευθύνη συντρέχουσας αμέλειας για τη δική του ασφάλεια την οποία καθόρισε σε 25%.
Κ. Μελάς, για τον Εφεσείοντα.
Γ. Χριστοδούλου, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων-ενάγων (ο εφεσείων) είναι υπάλληλος της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου. Στις 23.7.1996 ευρισκόταν σε εντεταλμένη υπηρεσία μαζί με τον Προϊστάμενο του στη συμβολή της Λεωφ. Αρχ. Μακαρίου Γ΄ - Οδού Πάφου και της οδού Μισιαούλη και Καβάζογλου στη Λεμεσό. Άνοιγαν φρεάτια με καλώδια. Σε κάποια στιγμή ξεκίνησε από το ανατολικό πεζοδρόμιο της οδού Μισιαούλη και Καβάζογλου νότια της λεωφόρου για να μεταβεί στη νησίδα από μπετόν που βρισκόταν στο κέντρο της οδού Μισιαούλη και Καβάζογλου και στο τέλος του «αλτ» με τη λεωφόρο. Ενώ βρισκόταν σε απόσταση ενός περίπου μέτρου από τη νησίδα κτυπήθηκε από το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου-εναγομένου (ο εφεσίβλητος) το οποίο βρισκόταν σταματημένο στα φώτα της διασταύρωσης και ξεκίνησε να στρίψει δεξιά στην οδό Μισιαούλη και Καβάζογλου.
Η σκηνή του δυστυχήματος.
Η Λεωφ. Αρχ. Μακαρίου Γ΄ και η οδός Πάφου που συνιστά [*1467]προέκταση της είναι δρόμος διπλής κατεύθυνσης. Συναντάται με την οδό Μισιαούλη και Καβάζογλου σε συμβολή ταφ με την οδό κάθετη στην νότια πλευρά της λεωφόρου. Στο σημείο τούτο αλλάζει το όνομα της λεωφόρου και γίνεται οδός Πάφου προς δυσμάς. Η συμβολή ελέγχεται από φώτα τροχαίας.
Οδηγώντας κάποιος στην οδό Πάφου προς ανατολάς, έχει δύο επιλογές. Είτε να κρατήσει την αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας και να κινηθεί ευθεία στην λεωφόρο Αρχ. Μακαρίου Γ΄, είτε να πάρει την κεντρική λωρίδα κυκλοφορίας και να στρίψει δεξιά στην οδό Μισιαούλη και Καβάζογλου.
Η οδός Μισιαούλη και Καβάζογλου είναι πλατύς δρόμος. Στο τέλος του αλτ με την λεωφόρο έχει μια τριγωνική μικρή νησίδα από μπετόν.
Οι διαπιστώσεις του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ύστερα από αξιολόγηση της μαρτυρίας, διαπίστωσε τα εξής:
Καθ’ ον χρόνο τα φώτα στην οδό Πάφου ήσαν κόκκινα και το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου βρισκόταν ακινητοποιημένο εν αναμονή στην δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας η οποία χρησιμοποιείται από τους οδηγούς που πρόθεση έχουν να στρίψουν δεξιά στην οδό Μισιαούλη και Καβάζογλου, ο εφεσείων άρχισε να διασταυρώνει την οδό Μισιαούλη και Καβάζογλου από ανατολάς προς δυσμάς με πρόθεση να πάει στην νησίδα στο κέντρο της οδού αυτής. Καθώς εβάδιζε για να καλύψει αυτή την απόσταση που φαίνεται να ήταν γύρω στα 10-11 μ., το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου εκκίνησε με πορεία ευθεία και δεξιά για να εισέλθει στην οδό Μισιαούλη και Καβάζογλου. Δεν αποδείχθηκε πως ο εφεσίβλητος κινήθηκε με αυτό τον τρόπο, κατά παράβαση των φώτων τροχαίας.
Ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν υπήρχε μαρτυρία «σε ποιό σημείο της ασφάλτου βρισκόταν» ο εφεσείων όταν ξεκίνησε το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου. Με βάση το σημείο όπου το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου κτύπησε τον εφεσείοντα το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα πως ο πεζός εφεσείων είχε διανύσει σχεδόν ολόκληρη την απόσταση των 10-11 μ. και ήταν έτοιμος σχεδόν να ανέβει στη νησίδα «ενώ το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου απόσταση που μόνο στο περίπου μπορεί να υπολογιστεί στα 23-25 μ.».
[*1468]Ακολούθως το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο εφεσίβλητος φέρει ευθύνη για την πρόκληση του επίδικου δυστυχήματος. Έθεσε το θέμα ως εξής:
«Όταν ο εναγόμενος εκκινούσε, ο ενάγοντας διασταύρωνε ήδη τον δρόμο που ο εναγόμενος είχε πρόθεση να χρησιμοποιήσει. Μπορούσε και όφειλε να τον είχε δει και να ενεργήσει ανάλογα για να μη τον κτυπήσει. Δεν τον πρόσεξε στο στάδιο εκείνο. Τον αντιλήφθηκε σε χρόνο μεταγενέστερο, σε κάποιο χρονικό σημείο πριν αντιδράσει και εφαρμόσει τα φρένα του. Η εφαρμογή των φρένων δεν έχει άλλη λογική εξήγηση από το ότι ήταν μια προσπάθεια να μη κτυπήσει στον πεζό. Κάποια απόσταση σκέψεως προηγουμένως, είναι εύρημα μου, πως τον αντιλήφθηκε. Τα αποτελέσματα ομιλούν αφ’ εαυτών. Όταν τον αντιλήφθηκε ήταν πλέον αργά και το δυστύχημα δεν αποφεύχθηκε. Η αμέλεια του εναγομένου συνίσταται στο ότι δεν είχε τη δέουσα παρατηρητικότητα στον δρόμο και απέτυχε να αντιληφθεί ενωρίτερα τον ενάγοντα πεζό που διασταύρωνε. Φέρει συνεπώς ευθύνη για την πρόκληση του επίδικου δυστυχήματος.»
Η συντρέχουσα αμέλεια του εφεσείοντος.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με το θέμα της συντρέχουσας αμέλειας του εφεσείοντος. Υπέδειξε ότι ο εφεσείων δεν είδε το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου να εκκινά ούτε το παρακολούθησε στα αρχικά στάδια της πορείας του. Δεν το αντιλήφθηκε, μετά που το είδε ακινητοποιημένο εν αναμονή στα φώτα της οδού Πάφου, παρά μόνο όταν έφθασε σε απόσταση περί τα 2 μ. από κοντά του. Ο εφεσείων – συνέχισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο – είχε τη δυνατότητα και όφειλε να παρακολουθεί τις κινήσεις των αυτοκινήτων στο δρόμο ιδιαίτερα αυτών που πρόθεση είχαν να διαβούν από την οδό Μισιαούλη και Καβάζογλου την οποία ο ίδιος επιχειρούσε να διασταυρώσει. Ο λόγος που δεν είδε ενωρίτερα το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου είναι γιατί δεν είχε τη δέουσα παρατηρητικότητα.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείων «υπήρξε αμελής για τη δική του ασφάλεια». και ότι η αμέλεια του αυτή είχε αιτιώδη συνάφεια με την πρόκληση του δυστυχήματος. Κατέληξε ως εξής:
«Ανεξαρτήτως του ότι η πορεία του οχήματος του εναγομένου ήταν ανορθόδοξη, υπό την ένοια ότι διαπραγματεύτηκε πολύ στενά την στροφή του προς τα δεξιά προς την οδό Μισιαούλη [*1469]και Καβάζογλου, ο ενάγοντας θα μπορούσε αν έβλεπε ενωρίτερα το αυτοκίνητο του εναγομένου να λάβει μέτρα προς αποφυγή του δυστυχήματος. Ανάλογα σε ποιό σημείο ήταν, να σταματήσει ή να κάμει κάποια βήματα προς τα πίσω ώστε να του δώσει χώρο να περάσει από μπροστά του ή να τρέξει ή να πηδήξει προς τη νησίδα ώστε να το αποφύγει αφήνοντας το να περάσει πίσω του. Υπέχει, συνεπώς και αυτός συντρέχουσας αμέλειας για την πρόκληση του επίδικου δυστυχήματος.»
Ο καταμερισμός της ευθύνης.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι δεσπόζον χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου ήταν ακόμη ακινητοποιημένο όταν ο πεζός, εφεσείων, άρχισε την πορεία του για να διασταυρώσει. Δεν πρόκειται – συνέχισε – για τη συνήθη περίπτωση όπου το τροχοφόρο προσεγγίζει με κεκτημένη ταχύτητα και ο πεζός εισέρχεται στον δρόμο. Στην προκειμένη περίπτωση – συμπλήρωσε - ο εφεσίβλητος είχε το αυτοκίνητο του ακινητοποιημένο. Αν είχε τη δέουσα παρατηρητικότητα, θα έβλεπε τον εφεσείοντα που άρχισε να διασταυρώνει πριν ακόμη ο ίδιος ξεκινήσει. Είναι βέβαιον πως το δυστύχημα θα αποφεύγετο αν είχε την δέουσα παρατηρητικότητα. Η αμέλεια του ήταν μεγάλη.
Σύμφωνα με το Πρωτόδικο Δικαστήριο ο εφεσείων «υπέχει συντρέχουσας αμέλειας». Αυτή του η αμέλεια για τη δική του ασφάλεια εκδηλώθηκε αφ’ ότου κατέβηκε στην άσφαλτο. Πριν ξεκινήσει είχε κοιτάξει στον δρόμο. Το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου ήταν ακινητοποιημένο. «Καθώς διασταύρωνε, κατέστηκε αμελής για τη δική του ασφάλεια καθότι έπρεπε να διατηρεί παρατήρηση προς το ακινητοποιημένο αυτοκίνητο του εναγομένου. Αν το έπραττε, θα μπορούσε να ενεργήσει όπως εξήγησα πιο πάνω».
Η «αμέλεια του εναγομένου» - κατέληξε – «ήταν καταφανώς σοβαρότερη από την αμέλεια που επέδειξε ο ενάγοντας για τη δική του ασφάλεια». Την καθόρισε στο 75% και του πεζού στο 25%.
Οι αποζημιώσεις.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε τα εξής:
«Συνεπεία του επιδίκου τροχαίου δυστυχήματος ο ενάγοντας υπέστηκε σοβαρούς τραυματισμούς. Σοβαρότερος, οδυνηρότερος και που άφησε τα ουσιαστικότερα κατάλοιπα ήταν ο τραυματισμός του κάτω δεξιού του άκρου. Υπέστηκε κάταγμα του [*1470]έξω κνημιαίου κονδύλου της δεξιάς κνήμης. Χειρουργήθηκε έξι ημέρες μετά και τοποθετήθησαν στο πόδι του δύο βίδες. Το πόδι του ακινητοποιήθηκε στον γύψο. Παρέμεινε στο Νοσοκομείο για δύο εβδομάδες. Η ανάρρωση του ήταν σταθερή και η κινητικότητα του γονάτου επανήλθε πλήρως.
Υπάρχει χειρουργική ουλή 15 εκ. στην εξωτερική επιφάνεια του γονάτου και θα πρέπει να υποστεί νέα εγχείρηση για την αφαίρεση των υλικών από το πόδι του, κάτι που θα έπρεπε ήδη να είχε γίνει.
Εξακολουθεί να έχει πόνους όταν γονατά και όταν ανεβαίνει και κατεβαίνει σκάλες. Αυτά τα προβλήματα είχαν φθήνουσα ένταση φαίνεται όμως να έχει παραμείνει κάποιος βαθμός μόνιμης πλέον κατάστασης. Το σοβαρότερο ζήτημα σήμερα αφορά τη διαπίστωση οστεοαρθρίτιδας στο γόνατο. Το γόνατο του ενάγοντος έχει υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη και τα αποτελέσματα της οστεοαρθρίτιδας θα επιδεινώνονται με την πάροδο του χρόνου. Το νεαρό της ηλικίας του είναι παράγοντας αρνητικός γιατί με τα χρόνια η κατάσταση αυτή θα χειροτερεύει.
.......................................................................................................
Η διαπίστωση οστεοαρθρίτιδας ανατρέπει τη συνεχή καλυτέρευση της κατάστασης του οπόταν τα προβλήματα από την εκδήλωση της και οι αυξανόμενες επιπτώσεις τους στο μέλλον είναι ότι πιο ανησυχητικό για τον νεαρό ενάγοντα.
Ο τραυματισμός στην σπονδυλική του στήλη και οι όσες ενοχλήσεις έχει από καιρού εις καιρόν είναι δευτερεύουσας πλέον σημασίας.
Κατά κύριο λόγο οι πόνοι και η ταλαιπωρία του προήλθαν από τον τραυματισμό του στο πόδι και εκεί εστιάζεται το πρόβλημα που θα τον ακολουθεί στη ζωή του συνεπεία της εκδηλούμενης μετατραυματικής οστεοαρθρίτιδας.»
Ακολούθως το Πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε στον εφεσείοντα ποσό της τάξεως των £8.000.- με τη μορφή γενικών αποζημιώσεων. Έλαβε υπόψη τον πόνο και την ταλαιπωρία που είχε υποστεί, τις ενοχλήσεις που συνεχίζει να έχει, την περαιτέρω ταλαιπωρία που θα υποστεί στην εγχείρηση που θα υποβληθεί για την αφαίρεση των βίδων από το πόδι του, και την οστεοαρθρίτιδα στο γόνατο του με «ότι συνεπάγεται για την ποιότητα της ζωής του νεαρού αυτού στο [*1471]μέλλον». Επεδίκασε, επίσης, ποσό £1.150.- ως απώλεια απολαβών, £380.- ως έξοδα μελλοντικής εγχείρισης και £20.- ιατρικά έξοδα.
Η έφεση.
Με τον πρώτο λόγο της έφεσης ο εφεσείων έχει αμφισβητήσει την ορθότητα του καταμερισμού της ευθύνης. Ο κ. Μελάς, εκ μέρους του εφεσείοντος, υποστήριξε ότι το σχετικό συμπέρασμα του δεν συνάδει με τη μαρτυρία και τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Αποδόθηκαν – συνέχισε – στον εφεσείοντα καθήκοντα «που δεν έπρεπε να αποδοθούν ή δεν είχε ή δεν μπορούσε να έχει». Το Πρωτόδικο Δικαστήριο – συμπλήρωσε ο κ. Μελάς – παρέλειψε να λάβει αρκούντως υπόψη ότι ο εφεσείων «ολοκλήρωσε το διασταύρωμα του δρόμου και ότι δεν ήταν προβλεπτή λογικά η πορεία του αυτοκινήτου». Έκρινε μικροσκοπικά τις κινήσεις των διαδίκων, παραβλέποντας την πραγματικότητα και την ουσία. Εκείνο που είχε να αντιμετωπίσει ο εφεσείων ήταν ένα αυτοκίνητο που λογικά θα τον προσπερνούσε από πίσω. Δεν ήταν δυνατό – κατέληξε ο κ. Μελάς – να προβλέψει ένας λογικός άνθρωπος ότι ο εφεσίβλητος θα οδηγούσε προς την κεντρική νησίδα αντίθετα με την επιτρεπόμενη πορεία του.
Ένας ευθύνεται για συντρέχουσα αμέλεια εάν όφειλε εύλογα να είχε προβλέψει ότι θα μπορούσε να ζημιωθεί αν δεν ενεργούσε όπως ένας λογικός άνθρωπος. Ένας ενάγοντας δεν είναι συνήθως υπόχρεος να προβλέψει ότι ένα άλλο πρόσωπο μπορεί να είναι αμελές εκτός αν η πείρα δείχνει μια συγκεκριμένη αμέλεια να είναι συνηθισμένη κάτω από τις περιστάσεις (βλ. Βλάσιος ν. Αντωνίου (1990) 1 Α.Α.Δ. 815, 818 (απόφαση Α. Λοΐζου, Π.) και Panayiotou v. Mavrou (1970) 1 C.L.R. 215, 219).
Ο καταμερισμός της ευθύνης συναρτάται με δύο παράγοντες· το μεμπτό της διαγωγής (blameworthiness) κρινόμενο υπό το πρίσμα του καθήκοντος επιμέλειας, και την αιτιώδη σχέση μεταξύ της παραβίασης του καθήκοντος επιμέλειας και της ζημιάς η οποία προκύπτει (causative potency) (Βλ. Αλεξάνδρου κ.ά. ν. Λεβέντης κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 420, 426 (απόφαση Πική, Π.), Μαυρίδης ν. Dharaghji (1990) 1 Α.Α.Δ. 1013, Χαραλάμπους ν. Στυλιανού (1991) 1 Α.Α.Δ. 284, Βελάρης ν. Ηροδότου (1991) 1 Α.Α.Δ. 881, Γεωργίου ν. Παναγιωτίδη κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 80, Bullows v. Νεοφύτου κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 41 και Νικολάου κ.ά. ν. Γεωργίου (1993) 1 Α.Α.Δ. 938, 945).
Δυνητικά, η αμέλεια του οδηγού αυτοκινήτου έχει μεγαλύτερες [*1472]επιπτώσεις από την αμέλεια του πεζού ή του ποδηλατιστή. Ενώ η ευθύνη του οδηγού αυτοκινήτου και του πεζού μπορεί να είναι ίση σε έκταση, η δυνατότητα πρόκλησης ζημιάς είναι πολύ μεγαλύτερη στην περίπτωση του αυτοκινητιστή (Βλ. Αλεξάνδρου, πιο πάνω, και Ιορδάνου κ.ά. ν. Κυριάκου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 1364, 1369).
Η ευθύνη επιμερίζεται κάτω από το πρίσμα της κοινής λογικής και της καθημερινής εμπειρίας. Οι εκατέρωθεν παραλείψεις συνεκτιμούνται όχι μικροσκοπικά αλλά από την πλατιά γωνιά του μέσου συνετού πολίτη (Βλ. Χριστοδούλου ν. Γρηγορίου (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 178, 183-184 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε), Βελάρης (πιο πάνω), Charalambous v. Kassapis (1988) 1 C.L.R. 25 και Polycarpou v. Adamou (1989) 1 C.L.R. 727).
Ο καταμερισμός ευθύνης αποτελεί έργο του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται μόνο εφόσον καταδεικνύεται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο είτε εφάρμοσε εσφαλμένη αρχή δικαίου είτε παραγνώρισε ουσιώδες γεγονός ή παράγοντα έτσι ώστε να προκύπτει έκδηλο σφάλμα (Βλ. Γεωργίου κ.α. ν. Πιερίδη (1997) 1 Α.Α.Δ. 1194, 1197 (απόφαση Νικολάου, Δ.), Christodoulou v. Angeli (1968) 1 C.L.R. 338, 345, 346, Kyriacou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172, Ομήρου ν. Παναγίδου, Πολιτική Έφεση 11014, 9.7.2002, Quintas v. National Smelting Co. Ltd [1961] 1 All E.R. 630 και Brown v. Thompson [1968] 2 All E.R. 708).
Έχουμε την άποψη πως στην παρούσα υπόθεση το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη τους πιο κάτω ουσιώδεις παράγοντες:
(α) Ότι ο εφεσείων-πεζός είχε διανύσει σχεδόν ολόκληρη την απόσταση των 10-11 μ. και ήταν έτοιμος σχεδόν να ανεβεί στη νησίδα.
(β) Ότι το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου ήταν ακινητοποιημένο και ξεκίνησε για να στρίψει προς τα δεξιά μετά που ο εφεσείων είχε αρχίσει να διασταυρώνει την οδό Μισιαούλη και Καβάζογλου.
(γ) Ότι ο εφεσίβλητος είχε διανύσει απόσταση 23-25 μ. μέχρι τη σύγκρουση.
(δ) Ότι η πορεία του οχήματος του εφεσίβλητου ήταν ανορθόδοξη υπό την έννοια ότι διαπραγματεύθηκε πολύ στενά τη στροφή προς τα δεξιά.
[*1473]
Υπό το φως των πιο πάνω παραγόντων οι οποίοι δεν έχουν ληφθεί δεόντως υπόψη από το Πρωτόδικο Δικαστήριο θεωρούμε ότι ο εφεσείων δεν φέρει οποιαδήποτε ευθύνη για το δυστύχημα. Έπεται πως ο καταμερισμός της ευθύνης από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν εσφαλμένος και πρέπει να παραμερισθεί. Η πείρα δεν δείχνει ότι η διαπιστωθείσα αμέλεια του εφεσίβλητου ήταν συνηθισμένη. Επομένως ο εφεσείων δεν είχε υποχρέωση να λάβει οποιεσδήποτε προφυλάξεις. Υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης ο εφεσείων δεν είχε την υποχρέωση να τηρεί την παρατηρητικότητα που υποδεικνύει το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Η δε συμπεριφορά του έχει αξιολογηθεί μικροσκοπικά και όχι από την πλατιά γωνία του μέσου συνετού πολίτη (Βλ. Χριστοδούλου, πιο πάνω). Μοναδική αιτία του δυστυχήματος ήταν ο ανορθόδοξος τρόπος με τον οποίο ο εφεσίβλητος διαπραγματεύθηκε την στροφή προς τα δεξιά και η έλλειψη παρατηρητικότητας που τον συνόδευε.
Με το δεύτερο λόγο της έφεσης έχει προσβληθεί το ύψος των γενικών αποζημιώσεων. Ο κ. Μελάς υποστήριξε ότι το ποσό των £8.000.- είναι υπερβολικά χαμηλό. Σύμφωνα με τον κ. Μελά δεν λήφθηκαν επαρκώς υπόψη ο σοβαρός τραυματισμός του εφεσείοντα, η ηλικία του και ο πόνος και η ταλαιπωρία που έχει υποστεί. Επίσης δεν λήφθηκαν υπόψη οι μόνιμες αλλαγές που επέφερε στον τρόπο ζωής του ο σοβαρός τραυματισμός και ότι θα υποφέρει από τα κατάλοιπα του τραυματισμού του «εφ’ όρου ζωής».
Έχει νομολογηθεί ότι σκοπός της επιδίκασης αποζημιώσεων είναι να δοθεί στον ενάγοντα αποζημίωση για την ζημιά, απώλεια ή βλάβη που έχει υποστεί. Οι αρχές που διέπουν τον προσδιορισμό των αποζημιώσεων συνοψίζονται στην απόφαση του Πική, Δ. - όπως ήταν τότε - στην Paraskevaides (Overseas) Ltd and Another v. Christofi (1982) 1 C.L.R. 789, 793. Παραθέτουμε σε μετάφραση το σχετικό απόσπασμα:
“Στόχος των αποζημιώσεων που επιδικάζονται είναι να αποδοθεί δικαιοσύνη στην απώλεια και στη ζημιά του διαδίκου που τραυματίστηκε χωρίς να εναποτίθεται υπέρμετρο βάρος πάνω στον αδικοπραγούντα. (Βλ. Fletcher v. Autocar Transporters Ltd [1968] 1 All E.R. 726, Constantinou v. Salahouris (1969) 1 C.L.R. 416). Με άλλες λέξεις, το ποσό που επιδικάζεται πρέπει να είναι κοινωνικά αποδεκτό. Συνεπώς, η κοινωνική δεοντολογία κατά τον ουσιώδη χρόνο είναι σε κάθε περίπτωση παράγοντας σχετικός προς το έργο μας ειδικά σε σχέση με μη χρηματική απώλεια. Η χρηματική ζημιά, ως περισσότερο επιδεκτική μα[*1474]θηματικού υπολογισμού εξαρτάται λιγότερο από κοινωνικά κριτήρια. Στόχος του εγχειρήματος είναι η κατάληξη, στο τέλος της πορείας, σε αριθμό που είναι δίκαιος και εύλογος κάτω από τις περιστάσεις της υπόθεσης.”
(Βλ. και Fysco Constructing Co. Ltd v. Γεωργίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1014, 1028 και Μιχαήλ κ.ά. ν. Φίλιος Γ. Συκοπετρίτης Λτδ. κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 1049).
Η αποζημίωση για αστικά αδικήματα δεν έχει σκοπό την τιμωρία αλλά την αποκατάσταση. Αυτή τούτη η ατέλεια του χρήματος ως μέσου για αποκατάσταση, δεν πρέπει να επενεργεί προς επαύξηση των αποζημιώσεων (Βλ. Μαυροπετρή ν. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66, 74).
Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει επιδείξει μια σταθερή άνοδο του επιπέδου των γενικών αποζημιώσεων. Έχει τονίσει την ανάγκη για μια πιο δίκαιη και φιλελεύθερη αποτίμηση του ανθρώπινου πόνου και των πολλαπλών στερήσεων που προκαλούν οι αναπηρίες στα θύματα της αμέλειας (Βλ. Ioannou and Paraskevaides (Overseas) (πιο πάνω), Παναγή ν. Θεοδώρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 1303, Ηρακλέους ν. Πίτρου (1994) 1 Α.Α.Δ. 239, Παναγιώτου ν. Φραγκέσκου κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 687, Μαϊττα ν. Γεωργίου κ.ά., Πολιτική Έφεση 8499, 9.1.99 και Βρυωνίδης ν. Σωφρονίου (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 1181). Προηγούμενες αποφάσεις δεν αποτελούν δεσμευτικό προηγούμενο υπό την έννοια της αρχής του stare decisis αλλά παρέχουν καθοδήγηση (βλ. Παναγή, πιο πάνω). Πρέπει, επίσης, να λαμβάνεται υπόψη η συνεχής μείωση της αξία του χρήματος.
Πρέπει να λεχθεί ότι το Εφετείο δεν δικαιολογείται να επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου όσον αφορά τις αποζημιώσεις, εκτός αν πεισθεί είτε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ενήργησε με βάση λανθασμένες νομικές αρχές, είτε ότι το ποσό των αποζημιώσεων είναι τόσο έκδηλα υπερβολικό ή τόσο έκδηλα ανεπαρκές ούτως ώστε να καθίσταται παντελώς λανθασμένος ο υπολογισμός των αποζημιώσεων των οποίων δικαιούται ο ενάγων (βλ. Ioannou v. Howard (1966) 1 C.L.R. 45, Antoniou v. Iordanous and Another (1976) 1 C.L.R. 341, Φοινικαρίδης κ.ά. ν. Γεωργίου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 475, Κωνσταντίνου ν. Σταύρου (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 453, Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1(A) A.A.Δ. 396 και Παναγιώτου ν. Φραγκέσκου κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 687).
Στην παρούσα υπόθεση ο εφεσείων ήταν 28 ετών κατά το χρόνο [*1475]του τραυματισμού του – το έτος 1996 – και 34 ετών κατά το χρόνο έκδοσης της εκκαλούμενης απόφασης. Έχει υποστεί σοβαρούς τραυματισμούς. Εξακολουθεί να έχει μόνιμα κατάλοιπα. Δίνουμε ιδιαίτερη βαρύτητα στην οστεοαρθρίτιδα η οποία θα επιδεινώνεται με την πάροδο του χρόνου. Δίνουμε, επίσης, βαρύτητα στο γεγονός της νέας εγχείρισης που θα υποστεί ο εφεσείων για αφαίρεση των υλικών από το πόδι του. Έχουμε την άποψη πως δεν έχει δοθεί η δέουσα βαρύτητα στην ηλικία του εφεσείοντα σε συνάρτηση με την εμφάνιση της οστεοαρθρίτιδας η οποία θα το συνοδεύει σε όλη του τη ζωή. Επίσης δεν έχει δοθεί η δέουσα βαρύτητα στο γεγονός της νέας εγχείρισης.
Λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών παραγόντων και των στοιχείων που έχουμε προσδιορίσει πιο πάνω θεωρούμε ότι το επιδικασθέν ποσό των £8.000.- είναι έκδηλα ανεπαρκές για να μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί δίκαιη και εύλογη αποζημίωση για τις κακώσεις που έχει υποστεί ο εφεσείων και για τα κατάλοιπα των κακώσεων που θα τον συνοδεύουν μόνιμα. Το ποσό των £8.000.- πρέπει να αντικατασταθεί με το ποσό των £12.000.-
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Επιδικάζεται στον εφεσείοντα ποσό £12.000.- ως γενικές αποζημιώσεις πλέον ποσό £1.550.- για απώλεια απολαβών, έξοδα μελλοντικής εγχείρισης και ιατρικά έξοδα. Περαιτέρω επιδικάζεται τόκος προς 8% ετησίως από την ημέρα καταχώρισης της αγωγής.
Η�έφεση επιτρέπεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο