(2003) 1 ΑΑΔ 1486
[*1486]23 Οκτωβρίου, 2003
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
POLYTROPO ADVERTISING LIMITED,
Εφεσείοντες,
ν.
ADBOARD LTD,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11422)
Έφεση — Έφεση εναντίον ακυρώσεως προσωρινού διατάγματος εκδοθέντος με μονομερή αίτηση — Ένας από τους λόγους ακυρώσεως του προσωρινού διατάγματος δεν είχε εφεσιβληθεί —Κρίθηκε ότι η έφεση κατέστη αλυσιτελής έστω και αν οι προβληθέντες λόγοι έφεσης ήθελαν αποφασισθεί υπέρ των εφεσειόντων.
Οι εφεσείοντες-ενάγοντες (οι εφεσείοντες) καταχώρησαν αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων-εναγομένων 1 (οι εφεσίβλητοι) και των Δήμων Γερμασόγειας, Λεμεσού και Κάτω Πολεμιδίων (οι εναγόμενοι 2, 3 και 4 αντίστοιχα) με την οποία ζητούσαν τις πιο κάτω θεραπείες:
1. Αποζημιώσεις για ζημιά που τους προκαλούσαν από την ανοχή και/ή αδράνεια τους να άρουν την παράνομη εγκατάσταση διαφημιστικών πινακίδων από την εναγόμενη 1 στα αντίστοιχα δημοτικά τους όρια.
2. Αποζημιώσεις εναντίον των εναγομένων 1 για πρόκληση ζημιάς στην ενάγουσα ως αποτέλεσμα της παράνομης δραστηριοποίησης στον τομέα της εξωτερικής διαφήμισης εντός των δημοτικών ορίων των εναγομένων 2, 3 και 4.
3. Διαταγή του Δικαστηρίου με την οποία να διατάσσεται η εναγόμενη 1 να αφαιρέσει από τα δημοτικά όρια των εναγομένων 2, 3 και 4 τις παράνομες πινακίδες εξωτερικής διαφήμισης.
Οι εφεσείοντες εξασφάλισαν μετά από μονομερή αίτηση προσωρινό απαγορευτικό διάταγμα με το οποίο απαγορευόταν στους [*1487]εφεσίβλητους η τοποθέτηση και/ή η εκμετάλλευση διαφημιστικών πινακίδων εντός των πιο πάνω δημοτικών ορίων. Οι εφεσίβλητοι έφεραν ένσταση στη συνέχιση της ισχύος του προσωρινού διατάγματος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε το προσωρινό διάταγμα λόγω της αναίρεσης των ισχυρισμών των εφεσειόντων που σχετίζονταν με το κατεπείγον του θέματος.
Με την έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί μη απόδειξης της “κατεπείγουσας φύσης της έκδοσης μονομερώς του υπό κρίση διατάγματος” καθώς και της κατάληξης περί μη στοιχειοθέτησης των πρώτων δύο προϋποθέσεων του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60) για την ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση και δυνατότητα να δικαιούνται σε θεραπεία.
Οι εφεσίβλητοι υπέβαλαν ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί δημιουργίας παραπλανητικής εικόνας από τους εφεσείοντες αναφορικά με το ζήτημα του κατεπείγοντος της έκδοσης του προσωρινού διατάγματος, η οποία αποτέλεσε ένα από τους λόγους ακύρωσης του, δεν έχει εφεσιβληθεί. Επομένως η αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
Αποφασίστηκε ότι:
Τα όσα ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο για δημιουργία παραπλανητικής εικόνας αποτελούν αυτοτελή λόγο ακύρωσης. Επομένως έπρεπε να είχαν εφεσιβληθεί. Η μη προσβολή τους με έφεση τα αφήνει άθικτα με συνέπεια να καθίσταται αλυσιτελής η έφεση έστω και αν οι προβληθέντες δύο λόγοι της έφεσης ήθελαν αποφασισθεί υπέρ των εφεσειόντων.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τους ενάγοντες κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 26/6/02 (Αρ. Αγωγής 3223/02) με την οποία ακύρωσε το προσωρινό διάταγμα το οποίο είχε εκδοθεί προς όφελός τους και με το οποίο απαγορεύετο στους εναγόμενους να τοποθετούν παράνομες διαφημιστικές πινακίδες στα όρια των Δήμων Γερμασόγειας, Λεμεσού και Κάτω Πολεμιδιών.
Στ. Αμερικάνος για Γ. Γιάγκου, για τους Εφεσείοντες.
[*1488]Ν. Γεωργιάδης, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Στις 8.5.2002 οι εφεσείοντες-ενάγοντες (οι εφεσείοντες) κατεχώρησαν εναντίον των εφεσιβλήτων-εναγομένων 1 (οι εφεσίβλητοι) και των Δήμων Γερμασόγειας, Λεμεσού και Κάτω Πολεμιδίων (οι εναγόμενοι 2, 3 και 4 αντίστοιχα) αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) με την οποία ζητούσαν τις πιο κάτω θεραπείες:
«1. Αποζημιώσεις εναντίον ενός εκάστου των εναγομένων αρ. 2, 3 και 4 κεχωρισμένως για ζημιά που προκαλούν στην ενάγουσα από την ανοχή και/ή την αδράνεια τους να άρουν την παράνομη εγκατάσταση διαφημιστικών πινακίδων από την εναγόμενη αρ. 1 στα αντίστοιχα δημοτικά τους όρια κατά παράβαση εκ του νόμου καθήκοντος τους αλλά και κατά παράβαση συμβατικών υποχρεώσεων τους προς την ενάγουσα.
2. Αποζημιώσεις εναντίον των εναγομένων αρ. 1 για ζημιά που προκαλούν στην ενάγουσα ως αποτέλεσμα παράνομης δραστηριοποίησης στον τομέα της εξωτερικής διαφήμισης εντός των δημοτικών ορίων των εναγομένων αρ. 2, 3 και 4 και του εξ αυτού αθέμιτου ανταγωνισμού των εργασιών της ενάγουσας.
3. Διαταγή του Δικαστηρίου με την οποία να διατάσσεται η εναγόμενη αρ. 1 να αφαιρέσει από τα δημοτικά όρια των εναγομένων αρ. 2, 3 και 4 τις παράνομες πινακίδες εξωτερικής διαφήμισης που έχει εγκαταστήσει σε δημόσιους ή ιδιωτικούς χώρους χωρίς άδεια.»
Ύστερα από μονομερή αίτηση των εφεσειόντων της ίδιας ημερομηνίας το Πρωτόδικο Δικαστήριο χορήγησε προσωρινό απαγορευτικό διάταγμα με το οποίο απαγορευόταν στους εφεσίβλητους «προσωπικά και/ή δια των υπαλλήλων και/ή αντιπροσώπων των από του να τοποθετούν και/ή εκμεταλλεύονται διαφημιστικές πινακίδες απέχοντας από την τοποθέτηση και/ή επίδειξη οποιωνδήποτε νέων διαφημιστικών μηνυμάτων εντός των δημοτικών ορίων Λεμεσού, Γερμασόγειας και Κάτω Πολεμιδιών χωρίς προηγούμενη άδεια των εν λόγω Δήμων».
[*1489]Η μονομερής αίτηση υποστηριζόταν από ένορκη δήλωση στην οποία οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι ασχολούνται με την εξωτερική διαφήμιση και ότι την ίδια εργασία διεξάγουν και οι εφεσίβλητοι. Ισχυρίσθηκαν, επίσης, ότι δυνάμει συμβάσεων με τους εναγόμενους Δήμους οι εφεσείοντες απέκτησαν δικαίωμα εγκατάστασης διαφημιστικών πινακίδων σε δημόσιους χώρους εντός των ορίων των εναγόμενων Δήμων. Περαιτέρω ισχυρίσθηκαν ότι οι εφεσίβλητοι εγκατέστησαν εντός των δημοτικών ορίων των πιο πάνω Δήμων παράνομα και χωρίς την άδεια τους διάφορες διαφημιστικές πινακίδες τύπου “Pisa”. Τέλος οι εφεσείοντες ισχυρίσθηκαν ότι η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος είναι επείγουσα γιατί αφ΄ ενός δεν είναι δυνατό να αποτιμηθεί σε χρήμα η ζημιά τους από τις παράνομες ενέργειες των εφεσιβλήτων και γιατί οι εφεσείοντες υπόκεινται σε αθέμιτο συναγωνισμό από τους εφεσίβλητους.
Σε συμπληρωματική ένορκη δήλωση τους και σε σχέση με το κατεπείγον του θέματος οι εφεσείοντες πρόσθεσαν, ανάμεσα σ΄ άλλα, ότι το αιτούμενο διάταγμα είναι κατεπείγον να εκδοθεί γιατί πέραν των λόγων που αναφέρονται στην αρχική ένορκη δήλωση «η τυχόν συνέχιση της διαφήμισης από την εναγομένη 1 επί των πινακίδων που τοποθέτησε παράνομα εντός των δημοτικών ορίων των εναγομένων 2, 3 και 4, επηρεάζει σημαντικά τις εργασίες της ενάγουσας που αφορούν όχι μόνο την διαφήμιση επί διαφημιστικών πινακίδων της που βρίσκονται στις εν λόγω περιοχές, αλλά σε όλες τις διαφημιστικές της πινακίδες σε παγκύπρια βάση».
Οι εφεσίβλητοι έφεραν ένσταση στη συνέχιση της ισχύος του προσωρινού διατάγματος και κατεχώρισαν σχετική ειδοποίηση. Ισχυρίσθηκαν, ανάμεσα σ’ άλλα, ότι το διάταγμα εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση εξουσίας εφόσον δεν είχε αποδειχθεί το κατεπείγον του αιτήματος ή άλλης ιδιαίτερης περίστασης. Επίσης, ισχυρίσθηκαν ότι οι εφεσείοντες δεν έχουν προβεί σε πλήρη και αληθή αποκάλυψη όλων των ουσιωδών στοιχείων που σχετίζονται με την αίτηση, γιατί έχουν αποκρύψει εσκεμμένα από το Δικαστήριο ουσιώδη γεγονότα και το παραπλάνησαν.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι εφεσείοντες «έμαθαν ότι οι επίδικες πινακίδες» - των εφεσιβλήτων – ήταν παράνομες στις αρχές Απριλίου του έτους 2002. Υπέδειξε ότι καμιά εξήγηση δεν προσφέρθηκε στην ένορκη δήλωση των εφεσειόντων για την καθυστέρηση του ενός περίπου μηνός που είχε μεσολαβήσει από την πληροφόρηση των εφεσειόντων μέχρι την καταχώριση της μονομερούς αίτησης – την 8.5.2002. Υπέδειξε, επίσης, ότι ο ενόρκως δηλών δεν είχε προσφέρει καμιά εξήγηση γιατί δεν θα έπρεπε να δοθεί [*1490]η ευκαιρία στους εφεσίβλητους να ακουστούν πριν εκδοθεί το διάταγμα και τί ήταν που προσέδωσε στην αίτηση την υφή της κατεπείγουσας ένα μήνα περίπου μετά την ισχυριζόμενη πληροφόρηση των εφεσειόντων ώστε να μην υπήρχε χρόνος να ακουστούν οι εφεσίβλητοι πριν την έκδοση του διατάγματος.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε το προσωρινό διάταγμα λόγω της αναίρεσης των ισχυρισμών των εφεσειόντων που σχετίζονταν με το κατεπείγον του θέματος. Έθεσε το θέμα ως εξής: «Δεδομένης δε της ανεξήγητης καθυστέρησης των εναγόντων να αποταθούν στο Δικαστήριο για θεραπεία ευθύς αμέσως όταν πληροφορήθηκαν για τις ‘παράνομες’ πινακίδες των εναγομένων 1, ο ισχυρισμός του ενόρκως δηλούντα κ. Δημητρίου ότι η έκδοση του διατάγματος ήταν κατεπείγουσα για τους λόγους που αναφέρει, αναιρείται και το προσωρινό διάταγμα θα πρέπει ν’ ακυρωθεί».
Στη συνέχεια το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι σύμφωνα με την αναντίλεκτη μαρτυρία που παρουσίασαν οι εφεσίβλητοι κάποια διαφημιστικά μηνύματα είχαν επιδειχθεί για περίοδο 15 ημερών μόνο από τις 26.1.02. «Επομένως – συνέχισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο - δημιουργείται η εικόνα ότι οι ενάγοντες γνώριζαν τουλάχιστον από το τέλος Ιανουαρίου αρχές Φεβρουαρίου ότι οι εν λόγω πινακίδες ανήκαν στους εναγομένους 1». Κατά συνέπεια – κατέληξε – «εγείρεται εύλογα και το ερώτημα, γιατί πέρασαν άλλοι τρεις μήνες για να διαπιστώσουν οι ενάγοντες ότι οι πινακίδες ήταν παράνομες όπως ισχυρίζονται δεδομένης και της μονοπωλιακής τους θέσης στους εναγόμενους Δήμους».
Ακολούθως το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο τρόπος παρουσίασης των φωτογραφιών στις ένορκες δηλώσεις των εφεσειόντων, στις οποίες η έκδοση του επίδικου διατάγματος παρουσιάζετο ως ζήτημα κατεπείγον και χωρίς αναφορά στην ημερομηνία που λήφθηκαν, δημιουργεί παραπλανητική εικόνα ότι λήφθηκαν αμέσως πριν την καταχώριση της αίτησης. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ως εξής:
«Υπό το φως των πιο πάνω ερωτημάτων και θέσεων των εναγομένων 1, ο γενικός ισχυρισμός των εναγόντων ότι οι ενάγοντες πληροφορήθηκαν ότι οι πινακίδες των εναγομένων ήταν παράνομες στις αρχές Απριλίου, κρίνεται ανεπαρκής.
Και για τους πιο πάνω λόγους κρίνω ότι το προσωρινό διάταγμα πρέπει να ακυρωθεί.»
[*1491]Αφού αναφέρθηκε στις σχετικές πρόνοιες του περί Εκθέσεων Διαφημίσεων (Έλεγχος) Νόμου, Κεφ. 50, έκρινε ότι το ο Νόμος εκείνος δεν γεννά καμιά αιτία αγωγής υπέρ των εφεσειόντων. Κατά συνέπεια – κατέληξε – δεν στοιχειοθετούνται οι πρώτες δύο προϋποθέσεις του αρ. 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν 14/60) για την ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση και δυνατότητα να δικαιούνται σε θεραπεία.
Η έφεση.
Με την έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της κατάληξης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου περί μη απόδειξης της «κατεπείγουσας φύσης της έκδοσης μονομερώς του υπό κρίση διατάγματος» καθώς και της κατάληξης περί μη στοιχειοθέτησης των πρώτων δύο προϋποθέσεων του πιο πάνω αρ. 32 του Νόμου 14/60.
Ο κ. Γεωργιάδης, εκ μέρους των εφεσιβλήτων, υπέβαλε ότι το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου περί δημιουργίας παραπλανητικής εικόνας από τους εφεσείοντες, η οποία αποτέλεσε ένα από τους λόγους ακύρωσης του προσωρινού διατάγματος δεν έχει εφεσιβληθεί. Επομένως η έφεση πρέπει να απορριφθεί.
Επί του προκειμένου ο κ. Αμερικάνος, εκ μέρους των εφεσειόντων, υπέβαλε ότι τα όσα σχετικά ανέφερε το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν συνιστούν αυτοτελή λόγο ακύρωσης αλλά ένα πρόσθετο επιχείρημα του Δικαστηρίου.
Έχουμε εξετάσει προσεκτικά το σχετικό απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης (έχει παρατεθεί στις σελ. 4-5, πιο πάνω). Έχουμε την άποψη πως τα όσα ανέφερε το Πρωτόδικο Δικαστήριο για δημιουργία παραπλανητικής εικόνας αποτελούν αυτοτελή λόγο ακύρωσης. Επομένως έπρεπε να είχαν εφεσιβληθεί. Η μη προσβολή τους με έφεση τα αφήνει άθικτα με συνέπεια να καθίσταται αλυσιτελής η έφεση έστω και αν οι προβληθέντες δύο λόγοι της έφεσης ήθελαν αποφασισθεί υπέρ των εφεσειόντων. Επομένως η διατύπωση άποψης επί των δύο προβληθέντων λόγων της έφεσης καθίσταται ακαδημαϊκό εγχείρημα, πλην όμως τα δικαστήρια δεν συνηθίζουν να αποφαίνονται επί ακαδημαϊκών θεμάτων.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο