Sir Rentals Co. Ltd ν. Κυριάκου Χαραλάμπους και Άλλου (2003) 1 ΑΑΔ 1498

(2003) 1 ΑΑΔ 1498

[*1498]23 Οκτωβρίου, 2003

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

SIR RENTALS CO. LTD,

Εφεσείοντες-Ενάγοντες,

ν.

ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

Εφεσιβλήτου-Εναγόμενου,

ν.

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΑΥΡΟΓΙΩΡΚΗ,

Εφεσιβλήτου-Τριτοδιάδικου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11453)

 

Αμέλεια — Τροχαίο ατύχημα — Καθήκον επιμέλειας ακολουθούντος οδηγού — Το κατά πόσο ο οδηγός που ακολουθεί έχει εκπληρώσει την υποχρέωσή του για τήρηση ασφαλούς απόστασης από προπορευόμενο όχημα είναι θέμα πραγματικό σε κάθε περίπτωση.

Αμέλεια — Τροχαίο ατύχημα — Επιμερισμός ευθύνης — Κυνηγετικός σκύλος πήδηξε στο δρόμο από το διπλοκάμπινο όχημα του τριτοδιαδίκου με αποτέλεσμα το εξ αντιθέτου επερχόμενο όχημα του εναγομένου, για να αποφύγει σύγκρουση με προπορευόμενο όχημα που χρησιμοποίησε τα φρένα του για να αποφύγει το σκύλο, να εισέλθει εντός της αντίθετης λωρίδας κυκλοφορίας και να συγκρουστεί με το όχημα του ενάγοντος — Διαπίστωση πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εναγόμενος δεν ήταν υπεύθυνος αμέλειας — Εφετείο παραμέρισε την απόφαση και επιμέρισε την ευθύνη κατά 70% στον τριτοδιάδικο και 30% στον εναγόμενο.

Στις 7.1.1995 ο εφεσίβλητος-εναγόμενος οδηγούσε το ημιφορτηγό του όχημα με αριθμό εγγραφής QB228 στον κύριο δρόμο Πάφου-Λεμεσού στο χωριό Κολώνη με κατεύθυνση την Πάφο.  Ακολουθούσε προπορευόμενο όχημα με αριθμό εγγραφής VB772 από απόσταση 10 μ. περίπου και με ταχύτητα περί τα 40 χ.α.ω. Από την αντίθετη κατεύθυνση [*1499]οδηγείτο το διπλοκάμπινο όχημα του τριτοδιαδίκου με αριθμό εγγραφής YL293 στην κάσια του οποίου ο τριτοδιάδικος μετέφερε κυνηγετικό σκύλο χωρίς να τον έχει δεμένο. Όταν σε κάποιο σημείο ο σκύλος του τριτοδιαδίκου πήδηξε στο δρόμο ο οδηγός του αυτοκινήτου VB772 αναγκάστηκε να σταματήσει τόσο απότομα ώστε ο εφεσίβλητος-εναγόμενος αναγκάστηκε, για να αποφύγει τη σύγκρουση να στρίψει δεξιά εισερχόμενος σχεδόν κάθετα εντός της αντίθετης λωρίδας κυκλοφορίας και να συγκρουστεί με το όχημα των εφεσειόντων-εναγόντων με αριθμό εγγραφής ΖΑΑS465 με αποτέλεσμα την πρόκληση ζημιάς σ’ αυτό.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, υπό τις περιστάσεις, η συμπεριφορά του εφεσίβλητου-εναγόμενου δεν υπολείπετο από τη συμπεριφορά ενός λογικού οδηγού.  Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι αιτία του ατυχήματος ήταν η παράλειψη του τριτοδιαδίκου να μεριμνήσει ότι υπό οποιεσδήποτε συνθήκες ο σκύλος του θα παρέμενε στο αυτοκίνητο ακόμη και να ήταν δεμένος, και η είσοδος του σκύλου στο δρόμο.

Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης του το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή των εφεσειόντων-εναγόντων εναντίον του εφεσίβλητου-εναγομένου και επεδίκασε εναντίον τους “τόσο τα έξοδα του εναγομένου όσο και τα έξοδα του τριτοδιαδίκου όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή”.

Οι εφεσείοντες-ενάγοντες αμφισβήτησαν κατ’ έφεση την ορθότητα της απόφασης.  Υποστήριξαν ότι είναι νομικά αστήρικτη και μη βασιζόμενη στη Νομολογία.  Ακόμη ότι το σχετικό συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν συνάδει με τα περιστατικά και γεγονότα της υπόθεσης “διότι εάν ο εναγόμενος διατηρούσε την κανονική απόσταση από το προπορευόμενο αυτοκίνητο, όπως προνοείται από τους Κανονισμούς Τροχαίας και τη Νομολογία θα ηδύνατο έγκαιρα να σταματήσει το αυτοκίνητό του όταν μπροστά από το προπορευόμενο αυτοκίνητο ξεπετάχτηκε ο σκύλος”.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Σύμφωνα με τις αρχές που καθιερώθηκαν στην Brown and Lynn v. Western Scottish Motor Traction Co. Ltd [1945] S.C. 31, Ct. of Sess. και υιοθετήθηκαν στη Scott v. Warren [1974] R.T.R. 104 Div. Ct και στην Antoniou v. Police (1976) 2 C.L.R. 140, ο εφεσίβλητος παρέβη την υποχρέωση που είχε να κρατεί, στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό, τέτοια απόσταση από το προπορευόμενο όχημα, και να οδηγεί με τέτοιο τρόπο, ο οποίος θα του επέτρεπε να αντιμε[*1500]τωπίσει με επιτυχία οποιοδήποτε έκτακτο τροχαίο περιστατικό το οποίο ήταν εύλογα προβλεπτό.  Το εύλογα προβλεπτό τροχαίο περιστατικό δεν περιορίζεται στο επίδικο περιστατικό – την ξαφνική εμφάνιση του σκύλου.  Περιλαμβάνει οποιοδήποτε κίνδυνο του οποίου η εμφάνιση στο συγκεκριμένο δρόμο είναι εύλογα προβλεπτή.  Στην παρούσα υπόθεση η εμφάνιση κάποιου κινδύνου σε ένα τέτοιο δρόμο ήταν εύλογα προβλεπτή.  Υπό το φως των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης η απόσταση των 10 μ. περίπου που χώριζε το όχημα του εφεσίβλητου από το προπορευόμενο όχημα δεν ήταν ασφαλής.  Ο εφεσίβλητος είχε ενεργήσει με αμέλεια και η περί του αντιθέτου κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου κρίνεται εσφαλμένη.

2.  Η ευθύνη για το δυστύχημα επιμερίζεται μεταξύ του εφεσίβλητου και του τριτοδιάδικου σε ποσοστό 30% στον εφεσίβλητο και σε ποσοστό 70% στον τριτοδιάδικο. Έπεται πως η συνεισφορά του τριτοδιάδικου ανέρχεται σε ποσοστό 70%. 

Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Εκδίδεται απόφαση υπέρ των εφεσειόντων-εναγόντων και εναντίον του εφεσίβλητου-εναγομένου για ποσό £3.050 (συμφωνηθείσες αποζημιώσεις και εκτιμητικά έξοδα) πλέον τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας και της έφεσης πλέον τόκο προς 8% από την καταχώρηση της αγωγής.

Περαιτέρω αποφασίζεται όπως ο τριτοδιάδικος πληρώσει στον εφεσίβλητο-εναγόμενο: (α) ποσό £2.135.- σαν συνεισφορά πλέον τον αναλογούντα τόκο, (β) τα έξοδα που θα κληθεί ο εφεσίβλητος-εναγόμενος να πληρώσει στους εφεσείοντες-ενάγοντες, (γ) τα έξοδα του εφεσίβλητου-εναγομένου για την υπεράσπιση της αγωγής και της έφεσης και (δ) τα έξοδα του εφεσίβλητου-εναγομένου της διαδικασίας τριτοδιαδίκου, στη βάση ποσοστού 70%.

Η έφεση επιτράπηκε. Εκδόθηκε απόφαση ως ανωτέρω.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Mouharem a.o. v. Pavlides (1983) 1 C.L.R. 526,

Brown and Lynn v. Western Scottish Motor Traction Co. Ltd [1945] S.C. 31, Ct. of Sess.,

Scott v. Warren [1974] R.T.R. 104 Div. Ct.,

Antoniou v. Police (1976) 2 C.L.R. 140,

[*1501]Γενικός Εισαγγελέας ν. Μαυροφτή (2001) 2 A.A.Δ. 130,

Κωνσταντινίδης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 190.

Έφεση.

Έφεση από τους ενάγοντες κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου που δόθηκε στις 7/6/02 (Αρ. Αγωγής 1522/96) με την οποία έκρινε ότι οι ενέργειες του τριτοδιάδικου αποτέλεσαν την αιτία του επίδικου δυστυχήματος και απέρριψε την αγωγή τους εναντίον του εναγόμενου ως υπεύθυνου οποιασδήποτε αμέλειας.

Λ. Γεωργίου, για τους Εφεσείοντες-Ενάγοντες.

Στ. Ερωτοκρίτου, για τον Εφεσίβλητο-Εναγόμενο.

Κ. Πετρίδου, για Αγ. Κακογιάννη, για τον Εφεσίβλητο-Τριτοδιάδικο.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.:  Η παρούσα διαδικασία πηγάζει από τροχαίο ατύχημα το οποίο επεσυνέβη στον κύριο δρόμο Πάφου-Λεμεσού.   Το αυτοκίνητο των εφεσειόντων με αρ. ΖΑΑS465, το οποίο οδηγείτο από κάποιο Άγγλο τουρίστα ονόματι Steward Prelote προς την κατεύθυνση της Λεμεσού, συγκρούστηκε με το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου-εναγομένου (ο εφεσίβλητος) με αρ. QB228 το οποίο οδηγείτο προς την κατεύθυνση της Πάφου.

Αποτελούσε κοινό έδαφος ότι η σύγκρουση έλαβε χώραν τη στιγμή που ο οδηγός του οχήματος με αρ. εγγραφής VB772 που προπορευόταν του οχήματος του εφεσιβλήτου έκαμε χρήση των φρένων του για να αποφύγει τον σκύλο ο οποίος είχε πηδήξει από την «κάσια» του οχήματος YL293 το οποίο οδηγείτο από το Γεώργιο Μαυρογιωρκή.  Στην προσπάθεια του  να αποφύγει το προπορευόμενο όχημα ο εφεσίβλητος συγκρούστηκε με το όχημα του εφεσείοντα.

Με την έκθεση υπεράσπισης του ο εφεσίβλητος ισχυρίσθηκε ότι το επίδικο τροχαίο ατύχημα «οφείλετο στην αποκλειστική και/ή συντρέχουσα αμέλεια και/ή παράβαση των νόμιμων καθηκόντων του [*1502]εν λόγω Γεώργιου Μαυρογιωρκή, οδηγού και ιδιοκτήτη του οχήματος με αρ. YL293 το οποίο μετέφερε επικίνδυνο φορτίο».  Για το λόγο αυτό ο εφεσίβλητος κίνησε διαδικασία τριτοδιαδίκου και πρόσθεσε τον Γεώργιο Μαυρογιωρκή ως τριτοδιάδικο. Με την έκθεση απαιτήσεως του εναντίον του τριτοδιάδικου ο εφεσίβλητος ζήτησε «συνεισφορά και/ή αποζημιώσεις αναλόγως του καθορισμού ευθύνης για οποιοδήποτε ποσό ήθελεν τυχόν επιδικαστεί υπέρ των εναγόντων και εναντίον του εναγομένου».

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ύστερα από αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας, διαπίστωσε ότι «τα ουσιαστικά γεγονότα της υπόθεσης» είναι τα ακόλουθα:

«Κατά την 7.1.1995 ο εναγόμενος οδηγούσε το ημιφορτηγό όχημα του με αριθμό εγγραφής QB228 στον κύριο δρόμο Πάφου-Λεμεσού στο χωριό Κολώνη της Πάφου με κατεύθυνση την Πάφο.  Ακολουθούσε το όχημα του Μ.Υ.1 με αριθμό εγγραφής VB772 από απόσταση 10 μ. περίπου.  Η ταχύτητα του ήταν περί τα 40 χ.α.ω.. Από την αντίθετη κατεύθυνση οδηγείτο το διπλοκάμπινο όχημα του τριτοδιάδικου με αριθμό εγγραφής YL293 στο πίσω μέρος του οποίου (στην κάσια) ο τριτοδιάδικος μετέφερε τον κυνηγετικό του σκύλο χωρίς να τον έχει δεμένο.  Ο σκύλος ήταν πιο ψηλός από τα κάγκελα του οχήματος.

Ο εν λόγω δρόμος στο επίδικο σημείο ήταν στροφή με περιορισμένη ορατότητα.

Όταν σε κάποιο σημείο ο σκύλος του τριτοδιάδικου πήδηξε στο δρόμο, ο Μ.Υ.1 αναγκάστηκε να σταματήσει το όχημα του, το οποίο οδηγείτο με ταχύτητα περί τα 40 χ.α.ω., τόσο απότομα ώστε ο εναγόμενος να αναγκαστεί ενστικτωδώς να ασκήσει επίσης το σύστημα πεδήσεως του οχήματος του και για να αποφύγει τυχόν σύγκρουση με το προπορευόμενο όχημα να στρίψει προς τα δεξιά εισερχόμενος σχεδόν κάθετα εντός της αντίθετης λωρίδας κυκλοφορίας.  Όλα έγιναν σε δευτερόλεπτα.

Ο εναγόμενος δεν είχε δεί το σκύλο όταν πήδηξε από το όχημα από το σημείο στο οποίο βρισκόταν ούτε μπορούσε να δει το όχημα των εναγόντων το οποίο οδηγείτο από την αντίθετη προς αυτόν κατεύθυνση ακολουθώντας το όχημα του τριτοδιαδίκου.

Αποτέλεσμα της εισόδου του οχήματος του εναγομένου στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας ήταν η σύγκρουση αυτού με το όχημα των εναγόντων με αρ. εγγραφής ZAAS465 και συνέπεια της [*1503]σύγκρουσης ήταν η πρόκληση ζημιάς σ’ αυτό.»

Ακολούθως το Πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με τη νομική πτυχή του θέματος. Υπέδειξε ότι «από τη στιγμή που μόνος εναγόμενος είναι ο εναγόμενος και ο τριτοδιάδικος δεν κατέστη εναγόμενος από τους ενάγοντες τότε αυτό συνεπάγεται ότι για να δικαιούνται σε απόφαση οι ενάγοντες θα πρέπει να φανεί αμέλεια στο πρόσωπο του εναγομένου (βλ. Mouharem and another v. Pavlides (1983) 1 C.L.R. 526, Halsbury’s Laws of England, 3rd ed., Vol. 37, p. 136, para. 245)”. Σημείωσε ότι το ζητούμενο είναι κατά πόσο με βάση τα πιο πάνω ευρήματα του διαπιστώνεται αμέλεια εκ μέρους του εφεσίβλητου. Έκρινε ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε ενεργήσει με αμέλεια.  Έθεσε το θέμα ως εξής:

«Με βάση τα πιο πάνω θεωρώ ότι υπό τας περιστάσεις ως διαπιστώνονται στα ευρήματα μου ο εναγόμενος δεν υπολείπεται σε οτιδήποτε στη συμπεριφορά του είτε αναφορικά με την απόσταση από το προπορευόμενο όχημα είτε αναφορικά με τις υπόλοιπες του ενέργειες, από τη συμπεριφορά ενός λογικού συνετού οδηγού. Το δε ενδεχόμενο η αντίδραση του, υπό το βάρος της αγωνίας της στιγμής και τιθέμενος αντιμέτωπος με απρόβλεπτο κίνδυνο, να ήταν λανθασμένη θεωρώ ότι υπό τας περιστάσεις δεν του προσδίδει οποιαδήποτε αμέλεια.

.......................................................................................................

Όσον αφορά τον τριτοδιάδικο (ως κύριος ζώου) είναι φανερό ότι με βάση το άρθρο 51(2) (γ) του Κεφ. 148 υπείχε υποχρέωση μη επίδειξης αμέλειας έναντι των κυρίων οιασδήποτε ιδιοκτησίας τελούσης τοσούτον εγγύς προς το ζώο.

Είχε δε υποχρέωση να μεριμνήσει ότι υπό οποιεσδήποτε συνθήκες ο σκύλος του θα παρέμενε στο αυτοκίνητο ακόμη και να ήταν δεμένος.  Αντ’ αυτού μετέφερε το σκύλο του μη δεμένο και ενώ αυτός ήταν πιο ψηλός από τα κάγκελα του οχήματος του με αποτέλεσμα να συμβούν όσα αναφέρονται ανωτέρω.

Διαπιστώνω ότι η παράλειψη αυτή του τριτοδιαδίκου και η είσοδος του σκύλου ως ανωτέρω αποτέλεσαν την αιτία του επίδικου δυστυχήματος.

Συνεπώς κρίνω ότι υπό τας περιστάσεις η διαδικασία εναντίον του τριτοδιάδικου ήταν αναπόφευκτη.

[*1504].......................................................................................................

Καταλήγοντας, με βάση όλα τα πιο πάνω θεωρώ ότι η παρούσα αγωγή εναντίον του εναγομένου δεν θα πρέπει να έχει επιτυχή κατάληξη.»

Εν όψει της πιο πάνω κατάληξης του το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή εναντίον του εφεσίβλητου και επεδίκασε εναντίον του εφεσείοντος «τόσο τα έξοδα του εναγομένου όσο και τα έξοδα του τριτοδιάδικου όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή».

Η έφεση.

Με την παρούσα έφεση αμφισβητήθηκε η ορθότητα της απόφασης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου «να μην εύρει τον εναγόμενο υπεύθυνο αμέλειας και να απορρίψει την αγωγή διότι ούτος ενήργησε υπό το βάρος της αγωνίας της στιγμής». Υποστηρίχθηκε ότι η απόφαση είναι εντελώς λανθασμένη, νομικά αστήρικτη και μη βασιζόμενη στη Νομολογία. Υποστηρίχθηκε, επίσης, ότι το σχετικό συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν συνάδει με τα περιστατικά και γεγονότα της υπόθεσης «διότι εάν ο εναγόμενος διατηρούσε την κανονική απόσταση από το προπορευόμενο αυτοκίνητο, όπως προνοείται από τους Κανονισμούς Τροχαίας και τη Νομολογία θα ηδύνατο έγκαιρα να σταματήσει το αυτοκίνητο του όταν μπροστά από το προπορευόμενο αυτοκίνητο ξεπετάχτηκε ο σκύλος».

Η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσίβλητου υπέβαλε ότι στην υπό κρίση υπόθεση η οδήγηση του οχήματος του εφεσίβλητου που ακολουθούσε το προπορευόμενο του όχημα με την ταχύτητα των 40 χ.α.ω. και την απόσταση από αυτό των 10 μ. περίπου κανένα κίνδυνο περιείχε και τίποτε δεν προμήνυε.   Δεν υπήρχε τίποτε – συνέχισε η ευπαίδευτη συνήγορος – που να καθιστά προβλεπτό ότι ο προπορευόμενος οδηγός ξαφνικά και χωρίς λόγο, απροειδοποίητα θα σταματούσε απότομα ή ότι ο σκύλος θα πηδούσε μπροστά από το όχημα του προπορευόμενου οδηγού.

Σημειώνουμε ότι δεν έχει καταχωρηθεί περίγραμμα αγόρευσης εκ μέρους του τριτοδιάδικου.

Στην Brown and Lynn v. Western Scottish Motor Traction Co. Ltd [1945] S.C. 31, Ct. of Sess. ο Lord Cooper καθόρισε ως εξής το επίπεδο επιμέλειας που πρέπει να τηρείται από τον ακολου[*1505]θούντα οδηγό:

«The distance which should separate two vehicles travelling one behind the other must depend upon many variable factors - their speed, the nature of the locality, the other traffic present or to be expected, the opportunity available to the following driver of commanding a view ahead of the leading vehicle, the distance within which the following vehicle can be pulled up, and many other things.  The following driver is, in my view, bound, so far as reasonably possible, to take up such a position, and to drive in such a fashion, as will enable him to deal successfully with all traffic exigencies reasonably to be anticipated:  but whether he has fulfilled this duty must in every case be a question of fact, just as it is a question of fact whether, on any emergency disclosing itself, the following driver acted with the alertness, skill and judgment reasonably to be expected in the circumstances.”

Σε μετάφραση:

“Η απόσταση που πρέπει να χωρίζει δύο οχήματα που οδηγούνται το ένα πίσω από το άλλο πρέπει να εξαρτάται από πολλούς μεταβλητούς παράγοντες - την ταχύτητα τους, τη φύση της περιοχής, την υπόλοιπη τροχαία που βρίσκεται στην περιοχή ή αναμένεται να βρεθεί, την ευκαιρία που έχει ο ακολουθών οδηγός να έχει ορατότητα μπροστά από το προπορευόμενο όχημα, την απόσταση εντός της οποίας το όχημα που ακολουθεί μπορεί να σταματήσει, και πολλά άλλα ζητήματα. Ο ακολουθών οδηγός υπέχει, κατά την άποψη μου, υποχρέωση στο βαθμό που αυτό είναι εύλογα δυνατό, να λαμβάνει τέτοια θέση, και να οδηγεί με τέτοιο τρόπο, έτσι ώστε να του παρέχεται η δυνατότητα να αντιμετωπίζει με επιτυχία όλες τις ανάγκες της τροχαίας οι οποίες εύλογα μπορούν να προβλεφθούν:  Ωστόσο το κατά πόσο έχει εκπληρώσει αυτή την υποχρέωση πρέπει σε κάθε περίπτωση να είναι θέμα πραγματικό, ακριβώς  όπως είναι θέμα πραγματικό το κατά πόσο, σε οποιαδήποτε έκτακτη ανάγκη που παρουσιάζεται, ο ακολουθών οδηγός ενήργησε με την ετοιμότητα, δεξιοτεχνία και κρίση που εύλογα αναμένεται υπό τις περιστάσεις”.

Η απόφαση στην Brown and Lynn (πιο πάνω) υιοθετήθηκε στην Scott v. Warren [1974] R.T.R. 104 Div. Ct. και στην Antoniou v. Police (1976) 2 C.L.R. 140, 143, 144.

Στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Μαυροφτή (2001) 2 Α.Α.Δ. 130, ο εφεσίβλητος οδηγούσε επί του αυτοκινητό[*1506]δρομου Λευκωσίας - Λεμεσού με κατεύθυνση τη Λευκωσία.   Μπροστά ήταν το αυτοκίνητο YS955, πίσω του το αυτοκίνητο ΡΑ772, πίσω από το ΡΑ772 ήταν το αυτοκίνητο CAN445, και πιο πίσω το ΡΡ180 με οδηγό τον εφεσίβλητο.  Κάποια στιγμή ο οδηγός του YS955 σταμάτησε το αυτοκίνητό του, πίσω του σταμάτησε το ΡΑ772 και πιο πίσω σε απόσταση 3 μ. περίπου το CAN445. Ο εφεσίβλητος συγκρούστηκε με το αυτοκίνητο CAN445.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχε αποδειχθεί η κατηγορία της αμελούς οδήγησης γιατί το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος συγκρούστηκε με το προπορευόμενο όχημα «από μόνο του δεν είναι αρκετό για να στοιχειοθετηθεί η κατηγορία».

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας άσκησε έφεση κατά της αθωωτικής απόφασης.  Το Εφετείο, μετά από επισκόπηση της σχετικής με τα επίπεδα προσοχής που πρέπει να τηρούνται από τον ακολουθούντα οδηγό νομολογίας (βλ. Brown and Lynn, πιο πάνω, Scott , πιο πάνω, Antoniou, πιο πάνω και Κωνσταντινίδης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 190), έθεσε το θέμα ως εξής:

«Η ορθή νομική θέση είναι εκείνη που έχει διατυπωθεί στην απόφαση του Lord Cooper στην Brown and Lynn (πιο πάνω) και υιοθετήθηκε στην Antoniou (πιο πάνω). Επαναλαμβάνουμε ότι το κατά πόσο ο οδηγός που ακολουθεί έχει εκπληρώσει την υποχρέωση του είναι θέμα πραγματικό. Το θέμα είναι θέμα βαθμού στην κάθε περίπτωση.

Στην παρούσα υπόθεση ο εφεσίβλητος οδηγούσε σε υπεραστικό δρόμο με απεριόριστη ορατότητα. Ακολουθούσε αριθμό προπορευόμενων οχημάτων. Είχε υποχρέωση στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό να κρατεί τέτοια απόσταση από το προπορευόμενο όχημα, και να οδηγεί με τέτοιο τρόπο, ο οποίος θα του επέτρεπε να αντιμετωπίσει με επιτυχία οποιοδήποτε έκτακτο τροχαίο περιστατικό το οποίο ήταν εύλογα προβλεπτό.  Η εμφάνιση κάποιου κινδύνου σε ένα υπεραστικό δρόμο, ιδίως κοντά σε παρόδους με πρόσβαση στον υπεραστικό δρόμο - όπως ήταν εδώ η περίπτωση - ήταν εύλογα προβλεπτή. Έπεται πως ο εφεσίβλητος είχε υποχρέωση να τηρεί τέτοια απόσταση από το προπορευόμενο όχημα και να οδηγεί με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να σταματήσει με ασφάλεια στην περίπτωση εμφάνισης οποιουδήποτε κινδύνου.  Παρεμβάλλουμε ότι τα προπορευόμενα του εφεσίβλητου αυτοκίνητα αντελήφθηκαν έγκαιρα τον κίνδυνο και έλαβαν αποτελεσματικά μέτρα για να τον αποφύγουν. Όπως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα ο εφεσίβλητος δεν έχει εκπληρώσει την πιο πάνω υπο[*1507]χρέωση του.  Ακολουθεί πως η συμπεριφορά του συνιστούσε αμελή οδήγηση.  Η απόδειξη που προσάχθηκε ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δικαιολογεί την καταδίκη του εφεσίβλητου για αμελή οδήγηση πέρα από κάθε λογική αμφιβολία.  Η περί του αντιθέτου κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου κρίνεται εσφαλμένη.»

Στην παρούσα υπόθεση ο εφεσίβλητος οδηγούσε το όχημα του σε υπεραστικό δρόμο ο οποίος ενώνει δύο πόλεις σε σημείο του που βρίσκεται εντός κατοικημένης περιοχής – στο χωριό Κολώνη της Πάφου.  Ακολουθούσε προπορευόμενο όχημα.  Είχε την υποχρέωση που έχει προσδιορισθεί από την πιο πάνω σχετική Νομολογία.  Να κρατεί, στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό, τέτοια απόσταση από το προπορευόμενο όχημα, και να οδηγεί με τέτοιο τρόπο, ο οποίος θα του επέτρεπε να αντιμετωπίσει με επιτυχία οποιοδήποτε έκτακτο τροχαίο περιστατικό το οποίο ήταν εύλογα προβλεπτό. Τονίζουμε ότι εύλογα προβλεπτό τροχαίο περιστατικό δεν περιορίζεται στο επίδικο περιστατικό – την ξαφνική εμφάνιση του σκύλου.  Περιλαμβάνει οποιοδήποτε κίνδυνο του οποίου η εμφάνιση στο συγκεκριμένο δρόμο είναι εύλογα προβλεπτή.

Έχουμε την άποψη πως η εμφάνιση κάποιου κινδύνου σε ένα τέτοιο δρόμο ήταν εύλογα προβλεπτή.  Όπως έχουμε υποδείξει ο εφεσίβλητος οδηγούσε σε υπεραστικό δρόμο ο οποίος στο σημείο εκείνο διέσχιζε κατοικημένη περιοχή.  Επομένως μπορούσε να δημιουργηθεί κίνδυνος τόσο από οχήματα όσο και από πεζούς ή και από άλλες αιτίες.  Έπεται πως ο εφεσίβλητος είχε υποχρέωση να τηρεί τέτοια απόσταση από το προπορευόμενο όχημα και να οδηγεί με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να σταματήσει με ασφάλεια στην περίπτωση εμφάνισης κάποιου κινδύνου. Υπό το φως των γεγονότων που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση η απόσταση των 10μ. περίπου που χώριζε το όχημα του εφεσίβλητου από το προπορευόμενο όχημα δεν ήταν ασφαλής.  Δεν του παρείχε τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει με επιτυχία όλες τις ανάγκες της τροχαίας που εύλογα μπορούν να προβλεφθούν.  Τα γεγονότα απέδειξαν ότι ο εφεσίβλητος δεν έχει εκπληρώσει την πιο πάνω υποχρέωση του ακολουθούντος οδηγού. Έπεται πως έχει ενεργήσει με αμέλεια και η περί του αντιθέτου κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου κρίνεται εσφαλμένη.

Εν όψει του πιο πάνω συμπεράσματος μας καθίσταται επιβεβλημένος ο καταμερισμός της ευθύνης μεταξύ του εφεσίβλητου και του τριτοδιάδικου. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει προσδιορίσει το βαθμό και τους λόγους της αμέλειας του τριτοδιάδικου (βλ. σελ. 4, [*1508]πιο πάνω).  Συμφωνούμε με την προσέγγιση του και την υιοθετούμε.  Αφού ελάβαμε υπόψη τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης θεωρούμε ότι ο βαθμός αμέλειας του τριτοδιάδικου είναι κατά πολύ ψηλότερος εκείνου του εφεσίβλητου.  Η αμέλεια του ήταν η γενεσιουργός αιτία της επίδικης σύγκρουσης.  Επιμερίζουμε την ευθύνη για το δυστύχημα σε ποσοστό 30% στον εφεσίβλητο και σε ποσοστό 70% στον τριτοδιάδικο.  Έπεται πως η συνεισφορά του τριτοδιάδικου ανέρχεται σε ποσοστό 70%.

Οι αποζημιώσεις έχουν συμφωνηθεί από τους διαδίκους και έχουν γίνει δεκτές από το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Ανέρχονται στο ποσό των £3.000.- πλέον £50.- εκτιμητικά έξοδα.

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Εκδίδεται απόφαση υπέρ των εφεσειόντων-εναγόντων και εναντίον του εφεσίβλητου-εναγομένου για ποσό £3.050.- πλέον τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας και της έφεσης, πλέον τόκο προς 8% από την ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής.

Περαιτέρω επιδικάζουμε όπως ο τριτοδιάδικος πληρώσει στον εφεσίβλητο-εναγόμενο:

(α)       Ποσό £2.135.- σαν συνεισφορά, πλέον τον αναλογούντα τόκο.

(β)       70% των εξόδων που θα κληθεί (ο εφεσίβλητος-εναγόμενος) να πληρώσει στους εφεσείοντες-ενάγοντες.

(γ)        70% των εξόδων του εφεσίβλητου-εναγομένου για την υπεράσπιση της αγωγής και της έφεσης.

(δ)       70% των εξόδων του εφεσίβλητου-εναγομένου της διαδικασίας τριτοδιαδίκου (βλ. Atkins Encyclopaedia of Court Forms in Civil Proceedings, Τόμος 37, σελ. 316, 317 και 371).

Η έφεση επιτρέπεται. Εκδίδεται απόφαση ως ανωτέρω.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο