Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου και Άλλοι ν. Rawnsello Trading Company Ltd (2003) 1 ΑΑΔ 1570

(2003) 1 ΑΑΔ 1570

[*1570]7 Νοεμβρίου, 2003

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

(Εφεσείοντες στην Πολιτική Έφεση Αρ. 10919),

AMERICAN HOME ASSURANCE CO LTD,

(Εφεσείοντες στην Πολιτική Έφεση Αρ. 10922),

CYBARCO COMPANY LTD,

(Εφεσείοντες στην Πολιτική Έφεση Αρ. 10923),

v.

RAWNSELLO TRADING COMPANY LTD,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 10919, 10922, 10923)

 

Αποζημιώσεις ― Αγωγή για αποζημιώσεις για αμέλεια κατά την εκσκαφή αυλακιού, μέσω του οποίου, τα νερά ξαφνικής νεροποντής εισέρρευσαν στο υπόγειο του καταστήματος των εναγόντων προκαλώντας σημαντικές ζημιές στα εμπορεύματα και τον εξοπλισμό ― Επιδίκαση αποζημιώσεων εναντίον των εργολάβων του έργου, του Δήμου Λευκωσίας, εργοδότη του έργου (ως εκ προστήσεως υπεύθυνου για τις ενέργειες των εργολάβων) και της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου ― Η υπεράσπιση ότι η ζημιά προκλήθηκε από θεομηνία / act of God δεν έγινε αποδεκτή.

Αστικά αδικήματα ― Ιδιωτική οχληρία ― Διάκριση μεταξύ της ιδιωτικής οχληρίας του Άρθρου 46 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148 και του αστικού αδικήματος της Rylands v. Fletcher ― H “κατά συνήθεια” (habitually) παρέμβαση είναι ένα από τα συστατικά στοιχεία του Άρθρου 46 όπως και του αστικού αδικήματος της ιδιωτικής οχληρίας κατά το αγγλικό Κοινοδίκαιο.

Πολιτική Δικονομία ― Περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες ― Αν δεν ζητηθούν λεπτομέρειες είναι δυνατό να προσαχθεί μαρτυρία για απόδειξη ενός γενικού ισχυρισμού ― Όπου ο διάδικος παραλείπει να υποβάλει αίτηση για λεπτομέρειες θεωρείται ότι παραιτείται του αιτήματός του.

[*1571]Αστικά αδικήματα ― Αμέλεια ― Συναδικοπραγούντες (joint tortfeasors) ― Καθορισμός αποζημιώσεων μεταξύ συναδικοπραγούντων στη βάση της Δ.10, θ.12(1) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, κατ’ έφεση.

Ασφάλιση ― Ασφαλιστικό συμβόλαιο ― Ασφαλιζόμενη περιουσία συνολικά μεγαλύτερης αξίας από το ασφαλιζόμενο ποσό ― Καταμερισμός της ζημίας μεταξύ ασφαλισθέντος και ασφαλιστικής εταιρείας ― Επιδίκαση αποζημιώσεων εναντίον ασφαλιστικής εταιρείας για απώλεια εμπορευμάτων και καταστροφή εξοπλισμού καταστήματος λόγω πλήμμυρας ― Κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε την ορθή μέθοδο υπολογισμού του πληρωτέου από τους ασφαλιστές ποσού ― Κατά πόσο: (α) οι ασφαλιζόμενοι παραβίασαν το ασφαλιστικό συμβόλαιο λόγω ισχυριζόμενης απόκρυψης της πραγματικής αξίας των εμπορευμάτων και (β) οι ασφαλιστές δεν ήταν υπόλογοι για αποζημιώσεις δυνάμει του ασφαλιστικού εγγράφου, στην περίπτωση επιδίκασης αποζημιώσεων και εναντίον των συνεναγομένων τους για τη ζημιά που προκλήθηκε από την πλήμμυρα.

Αμέλεια ― Καθήκον επιμέλειας ατόμων τα οποία έχουν αποκλειστικά τον έλεγχο (sole management and control) για την εκτέλεση συγκεκριμένης εργασίας ― Το καθήκον επιμέλειας όπως και το αστικό αδίκημα της αμέλειας δεν εξετάζονται αφηρημένα αλλά σε συνάρτηση προς το συγκεκριμένο πρόσωπο που την επικαλείται και με αναφορά στην πράξη ή παράλειψη που κατ’ ισχυρισμό προκάλεσε τη ζημιά.

Οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες κίνησαν αγωγή για αποζημιώσεις για αμέλεια και/ή παράβαση νομίμου καθήκοντος και/ή οχληρία κατά την εκσκαφή αυλακιού από την εταιρεία Cybarco Ltd (εφεσείουσα στην Π.Ε. 10923, εναγόμενη 2) με εκ προστήσεως συνυπεύθυνο το Δήμο Λευκωσίας (εναγόμενο 3) εργοδότη του έργου, επειδή η εκτέλεση των εργασιών γινόταν υπό τις οδηγίες και την έγκριση των τεχνικών του, με αποτέλεσμα, λόγω ξαφνικής νεροποντής, να πλημμυρίσει το υπόγειο του καταστήματος υφασμάτων των εφεσιβλήτων-εναγόντων και να προκληθούν ζημιές σε ρολά υφασμάτων που ήταν φυλαγμένα στο υπόγειο καθώς και στον εξοπλισμό του καταστήματος. Η αγωγή εστρέφετο επίσης εναντίον της Α.Η.Κ. (εφεσείουσας στην Π.Ε. 10919, εναγομένης 4) γιατί ανέχθηκαν τη διάνοιξη ορύγματος διά του οποίου διήρχοντο υπόγεια καλώδια της Αρχής μέσω του οποίου τα νερά διέρρευσαν στο υπόγειο και οι υπάλληλοι της οποίας έδιδαν εις τους εργολάβους έγκριση για την πορεία των εργασιών.  Η αγωγή εστρέφετο επίσης εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας (εναγομένου 5) αλλά η διαδικασία διεκόπη σε κάποιο στάδιο και η αγωγή απερρίφθη.  Στην αγωγή προσετέθη ως εναγόμενη 1 η ασφαλιστική εταιρεία American Home Assurance Co. Ltd (εφεσείουσα στην Π.Ε. 10922) για παράβαση συμ[*1572]βατικής υποχρεώσεως για καταβολή αποζημιώσεων σύμφωνα με ασφαλιστήριο συμβόλαιο. 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε αποζημιώσεις για αμέλεια εναντίον των εναγομένων 2, 3, 4 (Cybarco, Δήμος Λευκωσίας και Α.Η.Κ.) ως επίσης και αποζημιώσεις εις βάρος των εναγομένων 1 (American Home Assurance Co. Ltd) για παράβαση συμβατικής υποχρέωσης για καταβολή αποζημιώσεων σύμφωνα με ασφαλιστήριο συμβόλαιο.  Η κατάληξη του Δικαστηρίου αναφορικά με τη συμβατική ευθύνη των ασφαλιστών έναντι των εφεσιβλήτων, ήταν ότι αυτοί ευθύνονται να αποκαταστήσουν μέρος της απώλειας (ζημιάς των εφεσιβλήτων). Αναφορικά με τους εναγομένους 2, 3, 4 το Δικαστήριο δεν προώθησε την προβλεπόμενη από τη Δ.10 κ.12(1)(2) διαδικασία για συνεισφορά και έκρινε ότι η ευθύνη των εν λόγω συναδικοπραγούντων, εναγομενων 2, 3, 4 ήτο ενιαία και αλληλέγγυα και ενόψει τούτου δεν προέβη σε οποιαδήποτε διακήρυξη συνεισφοράς ποσοστών ή ποσών μεταξύ των εναγομένων.  Την απόφαση εφεσίβαλαν η εταιρεία Cybarco Ltd (εφεσείουσα στην Π.Ε. 10923, εναγομένη 2) η Α.Η.Κ. (εφεσείουσα στην Π.Ε. 10919, εναγομένη 4) και η Ασφαλιστική Εταιρεία American Home Assurance Co Ltd (εφεσείουσα στην Π.Ε. 10922).

Οι εφεσίβλητοι, Rawnsello Trading Co Ltd, καταχώρησαν αντέφεση και αμφισβήτησαν την ορθότητα της απόφασης για τη μη επιδίκαση αποζημίωσης για τα ενοίκια της αποθήκης που ενοικίασαν για την αποθήκευση των εμπορευμάτων που είχαν καταστραφεί μέχρι τη δίκη.  Αμφισβήτησαν επίσης την ορθότητα της απόφασης που αφορά στην απόρριψη της αξίωσης τους για επιδίκαση τόκου υπό μορφή αποζημιώσεων.

Αποφασίστηκε ότι:

Α.  Εφέσεις

1.  Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Cybarco Ltd, (εφεσείουσα στην Π.Ε. 10923, εναγόμενη 2) ήταν ένοχη για αμέλεια, επειδή εξετέλεσε τις εργασίες που της είχαν ανατεθεί σε δημόσιο χώρο, χωρίς τη δέουσα προσοχή και φροντίδα και δημιουργώντας κίνδυνο με την παράλειψη να λάβει οποιαδήποτε προφυλακτικά ή προστατευτικά μέτρα για το ενδεχόμενο συλλογής ομβρίων υδάτων ή/και διαρροής των στα υποστατικά προς τα οποία κατευθυνόταν η εκσκαφή στην οποία προέβησαν είναι ορθή.

2.  Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Α.Η.Κ. (εφεσειουσα στην Π.Ε. 10919, εναγόμενη 4) ήταν ένοχη για αμέλεια επειδή [*1573]δεν μερίμνησε με την άσκηση ελέγχου και λήψη οποιωνδήποτε προφυλακτικών ή προστατευτικών μέτρων στα καλώδια και τις διασωληνώσεις τους για αποφυγή πρόκλησης κινδύνου ζημιάς σε ιδιωτικές περιουσίες είναι επίσης ορθή. 

3.  Η διαπίστωση ότι οι εφεσείοντες Cybarco Ltd και Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου υπήρξαν ταυτόχρονα ένοχοι και του αστικού αδικήματος της οχληρίας είναι εσφαλμένη, ενόψει απουσίας συστατικού στοιχείου του αστικού αδικήματος της ιδιωτικής οχληρίας, ήτοι του στοιχείου της «κατά συνήθεια» (habitually) παρέμβασης.

4.  Το φαινόμενο της βαριάς βροχόπτωσης κατά το χρόνο που συνέβηκε, δεν ήταν για τα δεδομένα της Κύπρου ασυνήθιστο και ορθά δεν έγινε αποδεκτή η υπεράσπιση της θεομηνίας / act of God που πρόβαλαν οι εφεσείοντες.

5.  Η διαπίστωση του δικάσαντος Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες δεν ακολούθησαν τη διαδικασία της Δ.10, θ.12(1) είναι εσφαλμένη.  Στο φάκελο της υπόθεσης υπήρχε σχετική ειδοποίηση για συνεισφορά η οποία εκδόθηκε και επιδόθηκε στη ΑΗΚ συμφώνως των προνοιών της πιο πάνω Διαταγής.  Ενόψει της ενώπιον του Εφετείου ύπαρξης όλων των γεγονότων και στοιχείων τα οποία συγκροτούν το υπόβαθρο στη βάση του οποίου μπορεί να ενεργήσει προς ό,τι προβλέπει η Δ.10, θ.12(1), η ευθύνη ενός εκάστου των συναδικοπραγούντων Cybarco Ltd και Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου καθορίζεται κατά 50% αντίστοιχα.  Οι εφέσεις 10919 και 10923, επί αυτού του σημείου, γίνονται αποδεκτές.  Η εκ προστήσεως ευθύνη του Δήμου Λευκωσίας όπως έχει καθοριστεί πρωτοδίκως παραμένει αναλλοίωτη.

6.  Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην αγωγή των εφεσιβλήτων εναντίον της ασφαλιστικής εταιρείας American Home Assurance Co. Ltd, η οποία εφεσιβάλλεται με την Π.Ε. 10922, είναι ορθή.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά χρησιμοποίησε την παραδεκτή μέθοδο υπολογισμού της αναλογούσας αποζημίωσης που επιδικάστηκε σε βάρος των εφεσειόντων.

Β.  Αντέφεση

1.  Η χρονική περίοδος των τεσσάρων μηνών για την οποία επιδικάστηκε αποζημίωση για ενοίκια που πληρώθηκαν, ήταν αρκετή υπό τις περιστάσεις αφού κάλυπτε ένα εύλογο χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια του οποίου, μπορούσαν να γίνουν επιθεωρήσεις των υφασμάτων, δειγματοληψίες, καταμετρήσεις και οτιδήποτε ανα[*1574]γκαίο για τον υπολογισμό της ζημιάς ή τους σκοπούς της δίκης.

2.  Για ό,τι αφορά το θέμα του τόκου, είναι ορθή η προσέγγιση του δικάσαντος δικαστηρίου.  Ο τόκος (νόμιμος) που έχει επιδικαστεί συνιστά δίκαιη μορφή αποζημίωσης της χρηματικής απώλειας που έχουν υποστεί οι εφεσίβλητοι.

Η έφεση 10922 απορρίφθηκε με έξοδα. Οι εφέσεις 10919 και 10923 επιτράπηκαν μερικώς και αντιστοίχως επιδικάσθηκε υπέρ των εφεσειόντων το 25% των εξόδων της έφεσης. Η αντέφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Paikkos v. Kontemeniotis (1989) 1 C.L.R. 50,

Pemberton a.o. v. Bright a.o. [1960] 1 All E.R. 793,

Municipality of Nicosia a.o. v. Kythreotis (1983) 1 C.L.R. 154,

Μακρίδης ν. Dharaghii κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1013,

Λαππάς ν. Παφίτη κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 832,

Baldwins Ltd v. Halifax Corp. [1916] 85 K.J.K.B. 1769,

Hurdman v. North Eastern Ry [1878] 3 C.P.D. 168,

Leakey v. National Trust [1980] 1 All E.R. 17,

Rylands v. Fletcher [1868] LR 3 HL 330,

Cunard v. Antifyre Ltd [1933] 1 KB 551,

Κουρσουμά ν. Κοσμά (1991) 1 Α.Α.Δ. 973,

Παναγή κ.ά. ν. Κακόψιτου κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 839.

Εφέσεις.

Εφέσεις από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 8/9/00 (Αρ. Αγωγής 11030/92) με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή των εναγόντων-[*1575]εμπόρων υφασμάτων με την οποία διεκδίκησαν αποζημιώσεις από πέντε εναγόμενους για τις ζημιές τις οποίες υπέστησαν ρολά υφασμάτων τους φυλαγμένα σε υπόγειο κατάστημά τους από νερά βροχής τα οποία εισέρευσαν στο υπόγειο στις 16/6/92.

Θ. Ιωαννίδης, για τους Εφεσείοντες στην Πολιτική Έφεση Αρ. 10919.

Κ. Κνώφος για Κ. Δημητριάδη, για τους Εφεσείοντες, στην Πολιτική Έφεση Αρ. 10922.

Χ. Αρτέμης και Μ. Αναστασιάδης, για τους Εφεσείοντες, στην Πολιτική Έφεση Αρ. 10923.

Στ. Ερωτοκρίτου, για τους εφεσίβλητους, στις Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 10919, 10922 & 10923.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι Rawnsello Trading Company Ltd, ασχολούνται με το εμπόριο υφασμάτων ποιότητας και διατηρούν κατάστημα με υπόγειο στη γωνιά των οδών Λήδρας και Απόλλωνος στη Λευκωσία.

Λόγω ξαφνικής νεροποντής που ξέσπασε στις 16.6.92 εισέρευσαν νερά της βροχής στο υπόγειο των εφεσιβλήτων με αποτέλεσμα να προκληθούν ζημιές στα ρολά των υφασμάτων που ήταν φυλαγμένα στο υπόγειο. Κατ’ εκείνη τη χρονική περίοδο ήταν ακόμα σε εξέλιξη τα έργα της πεζοδρομοποίησης των οδών Λήδρας και Ονασαγόρου καθώς και παρόδων των εν λόγω οδών. Έξω από το κατάστημα των εφεσίβλητων, υπήρχε ανοικτό όρυγμα που είχε ανοιχθεί στα πλαίσια εκτέλεσης των πιο πάνω έργων. Τα νερά της βροχής γέμισαν το όρυγμα και από εκεί, μέσω αγωγού μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος με καλώδιο που βρίσκονταν στο βάθος του ορύγματος, εισέρευσαν στο υπόγειο των εφεσιβλήτων.

Για τη ζημιά που υπέστησαν οι εφεσίβλητοι κίνησαν αγωγή εναντίον πέντε εναγομένων από τους οποίους διεκδίκησαν αποζημιώσεις για διαφορετικές για τον καθένα αιτίες. Από τους American Home Assurance Co Ltd., εφεσείοντες στην έφεση αρ. 10922, απαίτησαν αποζημιώσεις για παράβαση του μεταξύ τους ασφαλιστικού [*1576]συμβολαίου λόγω άρνησης των ασφαλιστών να καλύψουν τη ζημιά.

Οι εφεσίβλητοι απαίτησαν αποζημιώσεις από τους εργολάβους του έργου Cybarco Co Ltd, εφεσειόντων στην έφεση αρ. 10923 τους οποίους θεώρησαν υπεύθυνους για τη ζημιά λόγω αμέλειας και/ή παράβασης νόμιμων καθηκόντων επειδή προκάλεσαν και/ή ανέχθηκαν τη διάνοιξη του ορύγματος κατά τρόπο που επέτρεπε την εισροή των νερών της βροχής στο υπόγειο.

Συνυπεύθυνο για τις πράξεις και/ή παραλείψεις της Cybarco Co Ltd θεώρησαν και το Δήμο Λευκωσίας, εργοδότη του έργου, επειδή η εκτέλεση των εργασιών γινόταν υπό τις οδηγίες και την έγκριση των τεχνικών του.

Αναφορικά με την Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου, εφεσειόντων στην έφεση αρ. 10919, οι εφεσίβλητοι ισχυρίστηκαν ότι έφερε την ευθύνη ανανέωσης και επανατοποθέτησης των υπόγειων καλωδίων τα οποία, αποτελούσαν δική της περιουσία και έδιδε στους εργολάβους έγκριση για την πορεία των εργασιών.

Η αγωγή εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας, εναγομένων 5 επί του κλητηρίου εντάλματος, διακόπηκε σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας και απορρίφθηκε.

Κατόπιν ακρόασης, όλοι οι εφεσείοντες αλλά και ο Δήμος Λευκωσίας, ο οποίος δεν εφεσιβάλλει την πρωτόδικη απόφαση, κρίθηκαν υπεύθυνοι, ο καθένας για διαφορετική αιτία, για τη ζημιά που υπέστησαν οι εφεσίβλητοι και επιδικάστηκαν εναντίον τους αποζημιώσεις, τόκοι και έξοδα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, προέβη σε σειρά διαπιστώσεων επί γεγονότων οι οποίες, σύμφωνα με σχετική ταξινόμηση, ανάγονται σε μαρτυρία η οποία δεν έχει αμφισβητηθεί και είναι αξιόπιστη καθώς και σε μαρτυρία διϊστάμενη που έχει αξιολογηθεί και κρίθηκε αξιόπιστη. Οι διαπιστώσεις που αναφέρονται στη μαρτυρία που δεν έχει αμφισβητηθεί συνοψίζονται στην εκκαλούμενη απόφαση ως ακολούθως:

«(α)            Οτι τα έργα πεζοδρομοποίησης, μεταξύ άλλων και μέρους της οδού Απόλλωνος έξω από τα υποστατικά της ενάγουσας, ανέλαβε η εναγόμενη 2 εταιρεία κατόπιν σύμβασης με τον εναγόμενο 3, Δήμο Λευκωσίας.

 (β) Ότι τα κατασκευαστικά έργα που ανέλαβε να εκτελέσει η [*1577]εναγόμενη 2 περιλάμβαναν και την ανόρυξη αυλακιών για σκοπούς τοποθέτησης ή αντικατάστασης ηλεκτρικών καλωδίων από την εναγόμενη 4 – ΑΗΚ, με βάση όρους και προδιαγραφές οι οποίες περιλαμβάνονταν στο έγγραφο «Bills of Quantities” (Τεκμήριο 29).

 (γ) Οτι στο πλαίσιο αυτών των καθηκόντων της η εναγόμενη 2 προέβηκε στην εκσκαφή αυλακιού στην οδό Απόλλωνος κάθετα προς το κτίριο των υποστατικών της ενάγουσας βάθους 60 cm και πλάτους 70 cm.

 (δ) Οτι στο βάθος του αυλακιού και κατά μήκος του υπήρχε καλώδιο της ΑΗΚ το οποίο μέσω σωλήνα ο οποίος διεσταύρωνε τη γη κάτω από το πεζοδρόμιο, κατευθυνόταν κάθετα προς το κτίριο και κατέληγε στο υπόγειο της πολυκατοικίας όπου η ενάγουσα φύλαττε ρολά υφασμάτων.

 (ε) Στις 16.6.92 το αυλάκι εκείνο ήταν ανοικτό και δεν είχαν γίνει σ’ αυτό οποιεσδήποτε εργασίες από την ΑΗΚ από την ημέρα ανόρυξής του.

(στ) Το μεσημέρι της ημέρας εκείνης ξέσπασε καλοκαιρινή μπόρα με βροχόπτωση 17.4 χλστ. ενώ ο μέσος όρος της βροχόπτωσης για μήνα Ιούνιο τα προηγούμενα 8 χρόνια ήταν σχεδόν μηδενικά εκτός από το 1983 που ήταν 9,6 χλστ.

 (ζ) Λόγω της βροχόπτωσης μεγάλες ποσότητες ομβρίων υδάτων γέμισαν το ανοικτό αυλάκι και μέσω κενού, το οποίο υπήρχε μεταξύ του ηλεκτροφόρου καλωδίου της ΑΗΚ και της εξωτερικής περιμέτρου της σωλήνας μέσω της οποίας κατευθυνόταν στο υπόγειο της ενάγουσας εισήλθαν σ’ αυτό.

Διϊστάμενη ήταν η μαρτυρία ως προς τα εξής θέματα:

(α) Πότε, πριν από τη νεροποντή της 16.6.92, είχε εκσκαφεί το αυλάκι από τον εργολάβο, Cybarco Co Ltd.

(β) Κατά πόσο ειδοποιήθηκε η ΑΗΚ είτε από τον εργολάβο είτε από το Δήμο Λευκωσίας να αρχίσει εργασίες στο αυλάκι. και αν η απάντηση είναι θετική πότε δόθηκε η ειδοποίηση.

(γ) Με ποιο τρόπο αποσφραγίστηκε το διάκενο μεταξύ της εξωτερικής περιμέτρου της σωλήνας και του καλωδίου της ΑΗΚ μέσω της οποίας εισέρευσαν τα νερά στο υπόγειο.

[*1578]

Αναφορικά με το πρώτο ζήτημα, πειστικά έχει διαπιστωθεί ότι το αυλάκι ανοίχθηκε από τον εργολάβο Cybarco Co Ltd, ένα περίπου μήνα πριν από τη νεροποντή στις 16.6.92. Σε σχέση με το δεύτερο ζήτημα, το Δικαστήριο, κατόπιν ενδελεχούς αξιολόγησης της μαρτυρίας, διαπίστωσε ότι η ΑΗΚ ως εποπτεύουσα καθημερινά την περιοχή, γνώριζε ότι το αυλάκι ήταν ανοικτό περίπου από τις 15.5.92 και ότι κατά το χρονικό αυτό διάστημα, ασχολείτο με την τοποθέτηση καλωδίων σε άλλους δρόμους μέχρι να έλθει η σειρά του αυλακιού έξω από το κατάστημα των εφεσιβλήτων για να τοποθετηθούν και σ’ αυτό νέα καλώδια. Καθ’ όσον αφορά τον τρόπο αποσφράγισης του σωλήνα μέσα από τον οποίο περνούσε το καλώδιο της ΑΗΚ, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αποσφράγιση συνέβηκε κατά τη διαδικασία εκσκαφής του αυλακιού από το προσωπικό της Cybarco Co Ltd. Της τελευταίας αυτής διαπίστωσης, προηγήθηκαν οι πιο κάτω επιμέρους διαπιστώσεις:

(α)   Ότι κανένας άλλος δεν προέβηκε σε εκσκαφές ή οποιαδήποτε άλλη εργασία στο συγκεκριμένο αυλάκι.

(β)   Ότι ο σωλήνας εκείνος πρέπει να ήταν σφραγισμένος πριν την ανόρυξη, τόσο λόγω παλιάς πρακτικής που ακολουθείται όσο και διότι βρέθηκαν επιτόπου τα υπολείμματα άσπρου ασβεστοκονιάματος με το οποίο σφραγίστηκε ο σωλήνας όπως αυτό επιβεβαιώνεται και από τις φωτογραφίες τεκμήρια 19(4) και (6).

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά στην Εκθεση Απαίτησης, ορθά προσδιόρισε ότι υπήρχαν κατ’ ουσία, τρεις βάσεις/αιτίες αγωγής ήτοι, αμέλεια, παράβαση νόμιμων καθηκόντων και οχληρία που αφορούσαν τους εναγόμενους, Cybarco Ltd και Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου.

Τα γεγονότα της υπόθεσης, στοιχειοθετημένα πλέον στη βάση των διαπιστώσεων που προαναφέραμε, υπάχθηκαν στο νόμο και ακολούθησε η εξαγωγή συμπερασμάτων.

Στη Cybarco Ltd καταλογίστηκε αμέλεια για τους πιο κάτω λόγους:

«α.  Πρόσωπα τα οποία βρίσκονταν στην εργοδοσία της, κατά την εκσκαφή του αυλακιού που οδηγούσε προς την πλευρά του ακινήτου των εναγόντων, προκάλεσαν ζημιά στο αποφραγμένο μα ασβεστοκονίαμα στόμιο του σωλήνα απ’ όπου [*1579]περνούσε ηλεκτροφόρο καλώδιο και λόγω αυτού δημιουργήθηκε διάκενο μεταξύ καλωδίου και εξωτερικής περιμέτρου του σωλήνα.

 β.  Μετά την εκσκαφή του αύλακα δεν ειδοποίησαν αμέσως και εν πάση περιπτώσει δεν προέβηκαν σε κανένα συντονισμό ή συγχρονισμό με την ΑΗΚ έτσι ώστε ο χρόνος μεταξύ εκσκαφής και νέας καλωδίωσης να ήταν ο μικρότερος δυνατός.

 γ.  Με κανένα τρόπο δεν προστάτευσαν είτε το βυθό του αυλακιού είτε την ανοικτή του επιφάνεια παρ’ όλον ότι για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα παρατηρείτο αδράνεια οποιασδήποτε εργασίας σ’ αυτόν.

 δ.  Γενικά, η εναγομένη 2 εξετέλεσε τις εργασίες που της είχαν ανατεθεί σε δημόσιο χώρο έξω από ιδιωτικές περιουσίες, χωρίς τη δέουσα προσοχή και φροντίδα, και δημιουργώντας κίνδυνο με την παράλειψη της να λάβει οποιαδήποτε προφυλακτικά ή προστατευτικά μέτρα για το ενδεχόμενο συλλογής ομβρίων υδάτων ή και διαρροής τους στα υποστατικά προς τα οποία κατευθυνόταν η εκσκαφή στην οποία προέβηκαν.»

Στην Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου καταλογίστηκε αμέλεια για τους πιο κάτω λόγους:

«α.  Σε καμιά ενέργεια προέβηκε έτσι ώστε να συντονίσει ή να συγχρονίσει τις εργασίες τις οποίες θα είχε να εκτελέσει στο αυλάκι εκείνο με την εναγομένη 2 έτσι ώστε να μειωνόταν στο ελάχιστο ο χρόνος κατά τον οποίο θα βρισκόταν το έργο έκθετο στα στοιχεία της φύσης.

 β.  Σε καμιά επιθεώρηση προέβηκε στα αποκαλυφθέντα μετά την εκσκαφή καλώδια που οδηγούσαν σε ιδιωτικές περιουσίες ώστε να βεβαιωθεί ότι η εκσκαφή δεν προκάλεσε οποιαδήποτε ζημιά είτε στα καλώδια είτε στη μόνωση ή σφράγισή τους.

 γ.  Για ένα περίπου ολόκληρο μήνα απέτυχε να προβεί σε οποιαδήποτε εργασία στο αυλάκι εκείνο άνκαι ήταν εμφανές και γνωστό σ’ αυτή ότι ήταν ήδη έτοιμο για τέτοια εργασία.

 δ.  Ενώ γνώριζε και τον επακριβή τόπο διασωλήνωσης των καλωδίων της αλλά και την επακριβή κατεύθυνση τους σε ιδιω[*1580]τικές περιουσίες, μετά την εγνωσμένη αποκάλυψη τους από την εναγομένη 2, σε καμιά ενέργεια προέβηκε ώστε να αποφευχθεί οποιοσδήποτε κίνδυνος από την αφύλακτη τώρα είσοδο σωλήνας και καλωδίου εντός των περιουσιών αυτών.

 ε.  Γενικά δεν μερίμνησε με την άσκηση ελέγχου και λήψη οποιωνδήποτε προφυλακτικών ή προστατευτικών μέτρων στα καλώδια και τις διασωληνώσεις τους για την αποφυγή πρόκλησης οποιουδήποτε κινδύνου ζημιάς στις ιδιωτικές περιουσίες στις οποίες γνώριζε ότι κατευθύνονταν και ιδιαίτερα κινδύνου από τη συλλογή και ενδεχόμενη διαρροή ομβρίων υδάτων.»

Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής, διαπίστωσε στη συνέχεια ότι η παράλειψη από πλευράς Cybarco Ltd και Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, να εκτελέσουν το οφειλόμενο καθήκον επιμέλειας και αποφυγής δημιουργίας κινδύνου ζημιάς, εκτεινόταν και κάλυπτε τους ενάγοντες, εφόσον το υποστατικό τους, εφαπτόταν του χώρου όπου οι εν λόγω εναγόμενοι εκτελούσαν ή έπρεπε να εκτελέσουν εργασίες. Όσον αφορά το οφειλόμενο καθήκον επιμέλειας προς τους ενάγοντες, κρίθηκε πως ήταν εύλογα προβλεπτό ότι οι συγκεκριμένοι ενάγοντες ήταν πρόσωπα που μπορούσαν  ενδεχομένως να επηρεαστούν από τις εργασίες των πιο πάνω εναγομένων. Για ό,τι αφορά στην αποφυγή πρόκλησης της ζημιάς, διαπιστώθηκε ότι το είδος της ζημιάς που προκλήθηκε ένεκα των πράξεων και/ή παραλείψεων των εναγομένων, ήταν επίσης προβλεπτό και συνεπώς δεν ήταν μια απομακρυσμένη πιθανότητα. Δεν διέφυγε της προσοχής του πρωτόδικου Δικαστή ότι η βροχή της 16.6.92 ήταν ασυνήθιστα βαριά και ότι στατιστικά, τέτοια βροχόπτωση κατά το μήνα Ιούνιο είναι απίθανη. Ωστόσο, κρίθηκε πως αυτό δεν μπορούσε να απαλλάξει τους εναγόμενους από την ευθύνη λήψης προστατευτικών μέτρων έναντι αυτού του ενδεχομένου όταν μάλιστα η παράλειψη συνεχιζόταν για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Για τους πιο πάνω λόγους και με αναφορά στο σύγγραμμα Clerk & Lindsell on Torts, 16th ed. para. 25-12, 25-13 κρίθηκε πως δεν μπορούσε να τύχει εφαρμογής η υπεράσπιση της θεομηνίας (Act of God) που πρόβαλαν οι εναγόμενοι.

Παρά το γεγονός ότι οι πράξεις και παραλείψεις της Cybarco Ltd και της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου δεν καλύπτονται από το αστικό αδίκημα της Ιδιωτικής Οχληρίας (άρθρο 46 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148) κυρίως γιατί δεν υπήρξε «κατά συνήθεια» («habitually») παρέμβαση στην εύλογη χρήση του ακινή[*1581]του των εναγόντων εντούτοις, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ερμηνεύοντας διασταλτικά την πιο πάνω διάταξη, παρατήρησε ότι ο περί Αστικών Αδικημάτων Νόμος δεν είναι εξαντλητικός και δεν προβλέπει για όλα τα αγώγιμα δικαιώματα. Με αναφορά στην Paikkos v. Kontemeniotis (1989) 1 C.L.R. 50 πρόσθεσε συναφώς ότι ο νόμος δεν στόχευε στη δημιουργία στεγανών στον καθορισμό των αστικών αδικημάτων ούτε και στον αποκλεισμό του Κοινοδικαίου. Η κατάληξη επί του θέματος είναι ότι οι πιο πάνω εναγόμενοι με τις πράξεις και παραλείψεις τους δημιούργησαν μια δυνητική οχληρία η οποία, κατέστη πραγματική και αγώγιμη όταν τα νερά εισήλθαν στο υπόγειο των εναγόντων και το πλημμύρισαν. Αναφορά επί του προκειμένου έγινε στην Pemberton and another v. Bright and others [1960] 1 All E.R. 793.

Ο Δήμος Λευκωσίας, κρίθηκε εκ προστήσεως υπεύθυνος για τις ενέργειες της Cybarco Ltd και/ή λόγω της συνεργασίας του με αυτή αναφορικά με την εκτέλεση του έργου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ανέλυσε το θέμα της ευθύνης του εργοδότη όταν ο εργοδότης, έχει εκ του νόμου ή μέσω του κοινοδικαίου, υποχρέωση εκτέλεσης συγκεκριμένου καθήκοντος και για την εκτέλεση του εν λόγω καθήκοντος, συμβάλλεται με ανεξάρτητο εργολάβο. Επί του θέματος έγινε αναφορά στον περί Δήμων Νόμο αρ. 111/85 – άρθρα 3(1) και 84 στα συγγράμματα Charlsworth on Negligence, 4th ed., para. 178, Clark & Lindsell (ανωτέρω), “Employers Liability” του Munkman, 6η έκδοση, σελ. 186-188 και στην Municipality of Nicosia and Another v. Kythreotis (1983) 1 C.L.R. 154. Εδώ, ο Δήμος Λευκωσίας είχε την ευθύνη επίβλεψης, επιθεώρησης και έγκρισης των εργασιών η εκτέλεση των οποίων αποτελούσε δική του ευθύνη με δικαίωμα ανάθεσης σε τρίτους. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο προσδιόρισε ότι ορισμένες από αυτές τις εργασίες, ως εκ της φύσεως τους, εμπεριείχαν εύλογα προβλεπτούς και ιδιάζοντες κινδύνους ακόμα και προβλεπτό κίνδυνο πρόκλησης οχληρίας σε παρακείμενες οικοδομές προς τις οποίες κατευθύνονταν έργα όπως τα αυλάκια, σωληνώσεις, καλώδια, νερά κλπ.

Κατόπιν των πιο πάνω διαπιστώσεων αναφορικά με το θέμα της ευθύνης, το Δικαστήριο θεώρησε τη Cybarco Ltd, το Δήμο Λευκωσίας και την Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ως συναδικοπραγήσαντες (joint tort feasors). Στη συνέχεια, η προσοχή επικεντρώθηκε στο ζήτημα του καθορισμού ποσοστών συνεισφοράς ή αποζημίωσης μεταξύ των συναδικοπραγούντων. Εγινε προς τούτο αναφορά στην Μακρίδης ν. Dharaghii κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1013 από την οποία και η πιο κάτω περικοπή για ό,τι αφορά το καθήκον του Δικαστηρίου:

[*1582]“.... Αποφασίζει το ποσοστό της ευθύνης μεταξύ εναγομένων από τη μια, και ενάγοντα από την άλλη και μειώνει το ποσό των αποζημιώσεων ανάλογα με το ποσοστό της συντρέχουσας αμέλειας του ενάγοντα. Εάν επιδόθηκαν ειδοποιήσεις με βάση το άρθρο 64 και τη Δ.10 θ. 12(1) των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, προχωρεί στον καταμερισμό της ευθύνης και στον καθορισμό του ποσοστού της συνεισφοράς ή αποζημίωσης μεταξύ των εναγομένων. ..................»

Το Δικαστήριο, προφανώς λόγω αβλεψίας, εξέλαβε ότι κανένας από τους εναγόμενους δεν ενδιαφέρθηκε να προωθήσει την προβλεπόμενη στη Διαταγή 10 κ. 12(1)(2) διαδικασία για συνεισφορά και έτσι, κρίθηκε πως η ευθύνη όλων των συναδικοπραγούντων είναι ενιαία και αλληλέγγυα και ενόψει τούτου, δεν προέβη σε οποιαδήποτε διακήρυξη συνεισφοράς ποσοστών ή ποσών μεταξύ των εναγομένων. Ομως, επί αυτού του θέματος θα επανέλθουμε αργότερα.

Κατόπιν των πιο πάνω διαπιστώσεων αναφορικά με το θέμα της ευθύνης, το Δικαστήριο εξέτασε την απαίτηση των εφεσιβλήτων εναντίον της American Home Assurance Co στη βάση του ασφαλιστικού συμβολαίου δυνάμει του οποίου ήταν ασφαλισμένο το εμπόρευμα των εφεσιβλήτων για ποσό £200.000 και τα έπιπλα και εξοπλισμός για ποσό £15.000. Η κάλυψη, αφορούσε μεταξύ άλλων, ζημιά από πλημμύρα. Η άρνηση της ασφαλιστικής εταιρείας να καλύψει οποιαδήποτε ζημιά των εφεσιβλήτων, οφειλόταν στην κατ’ ισχυρισμό μη αποκάλυψη από τους εφεσίβλητους της πραγματικής αξίας της ασφαλιστέας περιουσίας καθώς και στις κατ’ ισχυρισμό παραβάσεις όρων του ασφαλιστικού συμβολαίου και συναφών προνοιών ασφάλισης. Οι ασφαλιστές, πρόβαλαν εν προκειμένω το επιχείρημα ότι εφόσον οι εφεσίβλητοι διεκδικούσαν αποζημιώσεις πέραν των £500.000, αυτό σήμαινε πως δεν αποκάλυψαν με την πρόταση ασφάλισης την πραγματική αξία των εμπορευμάτων η οποία, δηλώθηκε στις £200.000. Ισχυρίστηκαν ότι επρόκειτο για παράλειψη συνεπαγόμενη ακυρότητα του συμβολαίου. Διαζευκτικά ισχυρίστηκαν πως σε περίπτωση που θα καταλογιζόταν σ’ αυτούς συμβατική ευθύνη, αυτή δεν θα έπρεπε να ήταν πέραν του 25% της δηλωθείσας αξίας £250.000 των εμπορευμάτων.

Τέλος, οι ασφαλιστές εισηγήθηκαν πως σε περίπτωση που θα επιδικάζονταν αποζημιώσεις εναντίον των λοιπών εναγομένων δεν θα έπρεπε να επιδικασθούν αποζημιώσεις και εναντίον τους γιατί σε αντίθετη περίπτωση οι ενάγοντες θα αποκόμιζαν κέρδος.

Η απάντηση στα πιο πάνω επιχειρήματα/ισχυρισμούς που δόθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν ότι η σύμβαση ασφάλισης δεν [*1583]ακυρώθηκε από κανένα κατά την περίοδο της ισχύος της και ούτε ηγέρθη τέτοιο αίτημα υπό μορφή θεραπείας ή δήλωσης ή άλλως πως στα πλαίσια της αγωγής.

Καθ’ όσον αφορά το θέμα του ύψους της δηλωθείσας αξίας των εμπορευμάτων και της πραγματικής τους αξίας το Δικαστήριο παρέπεμψε στον όρο 17 του Ασφαλιστικού Συμβολαίου που προβλέπει:

“17. If the property hereby insured shall, at the breaking out of any fire be collectively of greater value than the sum insured thereon, then the insured shall be considered as being his own insurer for the difference and shall bear a reasonable proportion of the loss accordingly. Every item, if more than one, of the policy shall be separately subject to this condition.”

Το Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη τις προσθήκες του ασφαλιστικού συμβολαίου, θεώρησε πως η ασφαλιστική κάλυψη εκτεινόταν και σε ζημιές από πλημμύρα και ότι ο όρος 17 του συμβολαίου (ανωτέρω), ετύγχανε εν προκειμένω εφαρμογής. Και, καθώς αναφέρεται στην εκκαλούμενη απόφαση, εκεί όπου καταδεικνύεται πως η ασφαλιζόμενη περιουσία είναι συνολικά μεγαλύτερης αξίας από το ασφαλιζόμενο ποσό, τότε ο ασφαλιζόμενος θα θεωρείται σαν ασφαλιστής του εαυτού του σε σχέση με τη διαφορά και θα επιβαρύνεται με ανάλογο ποσοστό της απώλειας. Το Δικαστήριο, με αναφορά στο σύγγραμμα E.R. Hardy Ivamy “General Principles of Insurance Law”, 4th ed., para. 538, προσδιόρισε τη συμφωνία ως Average Policy και ότι συνεπώς σε περίπτωση μερικής απώλειας των ασφαλισμένων αντικειμένων, ο ασφαλιζόμενος δεν δύναται να εισπράξει ολόκληρο το ποσό της απώλειας εντός των ορίων της συμφωνίας, παρά μόνο τέτοια αναλογία του όσο αντιστοιχεί το ασφαλιζόμενο ποσό στην πλήρη αξία του αντικειμένου κατά το χρόνο εκείνο. Σχετική ήταν και η αναφορά στο σύγγραμμα MacGillivray & Parkington on Insurance Law, 6th ed., para. 2001. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε ο πρωτόδικος Δικαστής επί του προκειμένου είναι ότι σε παρόμοιες περιπτώσεις, ο ασφαλιστής δεν πληρώνει ολόκληρο το ποσό του συμβολαίου αλλά μέρος του. Ο καθορισμός του πληρωτέου ποσού επιτυγχάνεται αφού πολλαπλασιαστεί το ασφαλισμένο ποσό με το ποσό της αξίας της απώλειας  και διαιρεθεί με το ποσό της πραγματικής αξίας των εμπορευμάτων κατά το ατύχημα ήτοι:

ασφαλιζόμενο ποσό Χ ποσό ασφάλειας

________________________________

[*1584]πραγματική αξία εμπορευμάτων κατά το ατύχημα

Η εισήγηση του δικηγόρου των ασφαλιστών ότι δεν πρέπει να επιδικασθεί κανένα ποσό εναντίον των πελατών του αν εκδοθεί απόφαση εναντίον των άλλων εναγομένων κρίθηκε ότι εστερείτο ερείσματος και ότι η επίλυση αυτού του θέματος αποτελούσε υπό τις περιστάσεις παρεπόμενο της απόφασης, και ότι εν πάση περιπτώσει, θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο διευθετήσεων κλπ μεταξύ των διαδίκων.

Καθόσον αφορά το δικαίωμα του ασφαλιστή για αποκατάσταση, έγινε συνοπτική αναφορά στο σύγγραμμα MacGillivray & Parkington (ανωτέρω) paras 1861 και 1896 η δε κατάληξη, αναφορικά με τη συμβατική ευθύνη των ασφαλιστών έναντι των εφεσίβλητων, ήταν ότι αυτοί ευθύνονται να αποκαταστήσουν μέρος της απώλειας (ζημιάς των εφεσιβλήτων).

Κατά την έναρξη της ακρόασης, οι εφεσείοντες δήλωσαν παραδοχή του πιο κάτω γεγονότος:

«........ κατά την 16.6.02 η αξία (cost price) των επίδικων αντικειμένων, δηλαδή των επίδικων υφασμάτων, ήτο £255.516,44.»

Η πιο πάνω δήλωση, συνοδεύτηκε με την κατάθεση τιμολογίων προς τεκμηρίωση των κατά καιρούς αγορών των υφασμάτων από τους εφεσίβλητους μεταξύ 1984-1992 σε διάφορες τιμές, το σύνολο των οποίων, ανερχόταν  στο παραδεκτό ποσό των £255.516,44.

Μετά την πιο πάνω δήλωση, προστέθηκε από τους συνηγόρους ότι «..... παραμένουν σαν επίδικα το ζήτημα της ευθύνης, καθώς και ο βαθμός και η έκταση της ισχυριζόμενης ζημιάς.»

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ύστερα από ενδελεχή ανάλυση και εκτίμηση της μαρτυρίας, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ζημιά που υπέστησαν τα επηρεασθέντα από την πλημμύρα υφάσματα ποιότητας των εφεσιβλήτων ήταν τέτοια, που καθιστούσε την αποκατάστασή τους αδύνατη, την περίσωση επί μέρους τεμαχίων τους προβληματική και απρόσφορη,  τη δε εμπορευσιμότητα τους, στην κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει, μάταιη. Ενόψει τούτων, κρίθηκε ότι η έκταση της ζημιάς ήταν ολοκληρωτική, ισοδυναμούσα με ολική απώλεια της αξίας τους. Εδώ, το Δικαστήριο θεώρησε πως το στάδιο ήταν κατάλληλο να υπενθυμίσει την δήλωση του παραδεκτού γεγονότος ότι δηλαδή, «κατά την 16.6.92 η αξία (cost price) των επίδικων υφασμάτων ήταν £255.516,44» και στη συνέχεια να εξηγή[*1585]σει το νόημα της δήλωσης, ότι δηλαδή, η αξία των επίδικων υφασμάτων ήταν τόση (£255.516,44) κατά την 16.6.92. Το δε «κόστος», στα πλαίσια της πιο πάνω δήλωσης, ερμηνεύθηκε ως «ο αριθμός ο οποίος χρησιμοποιείται έτσι ώστε συγκριτικά με την τιμή στην οποία πωλήθηκε ένα προϊόν να εξευρεθεί το κέρδος και κανένας δεν επιχειρεί να εξεύρει αξία άλλη παρά εκείνη την οποία στοίχισε.»

Ο πρωτόδικος Δικαστής, κατ’ εφαρμογή των κανόνων υπολογισμού της πληρωτέας αποζημίωσης που προηγουμένως παρέθεσε στην εκκαλούμενη απόφαση, καθόρισε την αποζημίωση στην οποία εδικαιούντο υπό τις περιστάσεις οι εφεσίβλητοι.

Η εναλλακτική μέθοδος υπολογισμού της αποζημίωσης που τελικά επιδικάστηκε υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των ασφαλιστών παρατίθεται:

(Α) Ασφαλιζόμενο ποσό  Χ  ποσό απώλειας

Αξία εμπορευμάτων

ήτοι:

£200.000 Χ £255.516  :  £316.914 = £161.252

(£316.914 = £255.516 αξία καταστραφέντων πλέον

£61.398 αξία μη καταστραφέντων)

άλλος τρόπος

(Β)  Δήλωσαν οι ασφαλιζόμενοι :  £200.000

                            Προηγούμενη αξία:                 £316.914

Άρα:

Δήλωσαν μόνο το 63.1% της πραγματικής αξίας. Η ζημιά ήταν £255,516 άρα, ο ασφαλιστής θα πληρώσει το 63.1% των £255,516 δηλαδή £161.252.

Οι ασφαλιστές καταδικάστηκαν επίσης στην καταβολή αποζημίωσης  στους εφεσείοντες για μέρος του εξοπλισμού που καταστράφηκε ύψους £597 πλέον νόμιμο τόκο επί του συνόλου εκ £161.849 και έξοδα στην κλίμακα του ποσού της απόφασης.

Υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των λοιπών εναγομένων (Cybarco Ltd, Δήμου Λευκωσίας και Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου) [*1586]εκδόθηκε απόφαση για ποσό £259.093 ήτοι:

(α)   £255.516 για τα καταστραφέντα εμπορεύματα.

(β)   £3.097 για καταστραφέντα εξοπλισμό.

(γ)   £480 για έξοδα αποθήκευσης.

(δ)   Τόκοι και έξοδα.

Η απόφαση για τα πιο πάνω ποσά, σύνολο £259.093, τόκους και έξοδα, εκδόθηκε αλληλέγγυα και/ή ξεχωριστά εναντίον των πιο πάνω εναγομένων και επίσης αλληλέγγυα και/ή ξεχωριστά με την ασφαλιστική εταιρεία μέχρι του ύψους του ποσού, τόκων και εξόδων που επιδικάστηκαν εναντίον της.

Η έφεση αρ. 10923 της Cybarco Ltd

Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι τα συμπεράσματα και διαπιστώσεις του δικάσαντος Δικαστηρίου που άπτονται της ευθύνης των πιο πάνω εφεσειόντων, και ιδιαίτερα η διαπίστωση ότι αυτοί επέδειξαν αμέλεια, είναι αυθαίρετα, εσφαλμένα ή/και δεν δικαιολογούνται. Λέγουν συναφώς πως δεν αποδείχθηκε ότι ήταν αυτοί που προκάλεσαν ζημιά στο αποφραγμένο στόμιο του σωλήνα από τον οποίο πέρασε το νερό της βροχής στο υπόγειο των εφεσιβλήτων και ότι, σύμφωνα με την αδιαμφισβήτητη μαρτυρία, αυτοί δεν είχαν δικαίωμα να σηκώσουν τις πλάκες της ΑΗΚ που κάλυπταν τα καλώδιά της ή να ελέγξουν κάτω από αυτές και όντως δεν ήλεγξαν ούτε και επενέβησαν. Επεται, πως δεν ήταν δυνατό να γνωρίζουν ότι υπήρχαν σωλήνες που οδηγούσαν στο υπόγειο των εφεσιβλήτων. Θεωρούν επίσης ως εσφαλμένη τη διαπίστωση ότι ο γύψος που σφράγιζε το στόμιο του σωλήνα καταστράφηκε από αυτούς κατά την εκτέλεση των εργασιών τους εφόσον, καθώς λέγουν, ο σωλήνας και το καλώδιο βρίσκονταν κάτω από τις πλάκες της ΑΗΚ τις οποίες ουδέποτε μετακίνησαν. Καθόσον αφορά την ευθύνη που το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλόγισε εναντίον τους λόγω της παράλειψής τους να ειδοποιήσουν την ΑΗΚ ότι το αυλάκι ήταν έτοιμο, οι εφεσείοντες λέγουν ότι η συγκεκριμένη παράλειψη ήταν χωρίς οποιαδήποτε σημασία εφόσον, σύμφωνα με σχετική διαπίστωση, η ΑΗΚ γνώριζε, ότι το αυλάκι ήταν έτοιμο και βρισκόταν στη διάθεση της για διεξαγωγή σε σχέση με αυτό, των δικών της εργασιών. Επομένως, υποβάλλουν οι εφεσείοντες, η προαναφερθείσα «παράλειψη» δεν συνιστούσε δική τους αμέλεια ή ζημιογόνο αιτία. Λέγουν επίσης πως δεν ήταν λογικά προβλεπτό ότι θα υπήρχε κίνδυνος νεροποντής τέτοιου βαθμού που θα δικαιολογούσε τη λήψη οποιωνδήποτε προστατευτικών μέτρων και ότι οι αυθεντίες στις οποίες αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο σχετικά με τη συσσώρευση του νερού δεν αφορούν [*1587]την παρούσα περίπτωση.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, διαπίστωσε ότι εκτός από τους εφεσείοντες, Cybarco Ltd, κανένας άλλος δεν διενήργησε εκσκαφές ή οποιαδήποτε άλλη εργασία στο συγκεκριμένο αυλάκι μέχρι την ημέρα που ξέσπασε η νεροποντή. Διαπιστώθηκε επίσης ότι ο σωλήνας από τον οποίο πέρασαν τα νερά στο υπόγειο των εφεσιβλήτων πρέπει να ήταν σφραγισμένος πριν από την ανόρυξη. Η τελευταία διαπίστωση, είχε ως έρεισμα δύο στοιχεία. την παλαιά πρακτική που ακολουθείτο σε παρόμοιες περιπτώσεις και τα υπολείμματα του άσπρου ασβεστοκονιάματος που σφράγιζαν το στόμιο του σωλήνα και βρέθηκαν επί τόπου. Με βάση λοιπόν τις πιο πάνω διαπιστώσεις πάνω στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων (on the balance of probabilities), το Δικαστήριο, κατέληξε στο ορθό και λογικό συμπέρασμα ότι η αποσφράγιση του σωλήνα, επεσυνέβη κατά τη διαδικασία εκσκαφής του αυλακιού από το προσωπικό της Cybarco Ltd χωρίς αυτό να γίνει αντιληπτό από κανένα ή χωρίς να δοθεί σ’ αυτό το γεγονός οποιαδήποτε σημασία.

Οι εφεσείοντες δεν ισχυρίσθηκαν στην υπεράσπισή τους ότι αποσπάστηκε ο γύψος από το στόμιο του σωλήνα είτε λόγω φυσικής φθοράς ή από άλλη αιτία. Η εισήγηση ότι οι πλάκες κάτω από τις οποίες βρισκόταν ο σωλήνας ενδεχομένως να μετακινήθηκαν λόγω καθίζησης τους εξαιτίας της βροχής ή και από τρίτους είναι ατεκμηρίωτη. Η μαρτυρία του πολιτικού μηχανικού των εφεσειόντων κ. Χρ. Χρυσοστόμου, αποκαλύπτει ότι ο ίδιος γνώριζε ότι κάτω από τις πλάκες υπήρχε καλώδιο, μαρτυρία που αφήνει μετέωρη την περί του αντιθέτου εισήγηση των εφεσειόντων. Η αδιαφορία που επέδειξαν οι εφεσείοντες έναντι των εφεσιβλήτων, εμμέσως πλην σαφώς, συνάγεται και από  τη μαρτυρία του κ. Χρ. Χρυσοστόμου ο οποίος, όφειλε να ερευνήσει για να πληροφορηθεί το μέρος του κτιρίου στο οποίο κατευθυνόταν ο σωλήνας της ΑΗΚ που βρισκόταν κάτω από τις πλάκες του συγκεκριμένου αυλακιού. Το σχετικό μέρος της μαρτυρίας του κ. Χρυσοστόμου παρατίθεται:

«Ε. Πότε τον ειδοποιήσατε τον μηχανικό του Δημαρχείου;

  Α. 15.5 που τελείωσα τον ειδοποίησα ότι έχω τελειώσει και μπορεί να ειδοποιήσει την Α.Η.Κ. για να τοποθετήσει τα καλώδια της.

  Ε. Πότε εσείς περιμένατε λογικά να έρθει η Α.Η.Κ.;

  Α.  Την επομένη ή σε δύο μέρες έπρεπε να έρθει.

  Ε. Τί εκάμετε όταν είδατε ότι η Α.Η.Κ. δεν ήρθε ούτε την επομένη ούτε την μεθεπομένη; Διότι μέχρι τις 16.6. δεν ήρθε που έγινε η πλημμύρα.

[*1588]  Α. Η Α.Η.Κ. ήρθε και έβαζε καλώδια στους διπλανούς δρόμους αλλά στο συγκεκριμένο σημείο δεν τοποθέτησε το καλώδιο της.

   Ε. Τί εκάμετε εσείς τότε που επί 4 σχεδόν εβδομάδες το χαντάκι έμενε ανοικτό; Εσείς τι εκάμετε όταν είδετε ότι η Α.Η.Κ. δεν ερχόταν;

  Α. Εγώ ασχολούμουν βασικά με τις άλλες εργασίες στους άλλους δρόμους, αλλά φυσικά ερώτησα και γιατί το καθυστερούν το σημείο εκείνο.

  Ε. Ποιον ερώτησες;

  Α. Τον μηχανικό του Δημαρχείου.

  Ε. Τί σας είπε ο μηχανικός του Δημαρχείου;

  Α. Μου είπε ότι το καθυστερεί γιατί έχει κάποια προβλήματα η Α.Η.Κ.

  Ε. Επομένως γνωρίζετε ότι κατευθύνετο αυτό το καλώδιο σε κάποιο διάστημα υπόγεια της πολυκατοικίας προτού βγει πάνω. Ετσι είναι;

  Α. Δεν ήταν η δουλειά μου να ελέγξω την πολυκατοικία πού καταλήγει. ............»

Με δεδομένη πλέον την ορθότητα της διαπίστωσης ότι οι πλάκες της ΑΗΚ άνωθεν του σωλήνα μετακινήθηκαν από τους εφεσείοντες Cybarco Ltd και ότι ο γύψος που σφράγιζε το στόμιο του σωλήνα αποσπάστηκε από τη θέση του κατά τη διαδικασία εκσκαφής του αυλακιού από τους εν λόγω εφεσείοντες χωρίς την επέμβαση άλλων στο αυλάκι θα δούμε ότι στο σύγγραμμα Clerk & Lindsell on Torts, 16η έκδ., παρ. 10-137 κάτω από τον τίτλο “Sole management and control” αναφέρονται τα εξής:

“................. Exclusiveness of the defendant’s control depends on the probability of outside interference. Where the facts show that it is improbable that an unauthorised person had, or could have, interfered with the thing that caused the injury, the defendant will be regarded as being in exclusive control.”

H Cybarco Ltd, ως έχουσα αποκλειστικά τον έλεγχο των εργασιών εκσκαφής του αυλακιού, όφειλε να μεριμνήσει τόσο για τον εντοπισμό ζημιών που ενδεχομένως προκλήθηκαν κατά την εκτέλεση των εργασιών εκσκαφής όσο και για την αποκατάστασή τους προς αποτροπή πιθανού κινδύνου πρόκλησης ζημιάς σε τρίτους. Σύμφωνα με την αξιόπιστη μαρτυρία του πραγματογνώμονα κ. Μ. Baldwin, η πλημμύρα στο υπόγειο των εφεσιβλήτων θα αποφευγόταν αν επανασφραγιζόταν το στόμιο του σωλήνα  και δεν αφηνόταν ακάλυπτο το αυλάκι. Το καθήκον επιμέλειας όπως και το αστι[*1589]κό αδίκημα της αμέλειας δεν εξετάζονται αφηρημένα αλλά σε συνάρτηση προς το συγκεκριμένο πρόσωπο που την επικαλείται και με αναφορά στην πράξη ή παράλειψη που κατ’ ισχυρισμό προκάλεσε τη ζημιά. Βλ. Λαππάς ν. Παφίτης κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 832.

Με δεδομένο το γεγονός ότι η ζημιά στην περιουσία των εφεσιβλήτων προκλήθηκε από τα νερά της βροχής που εισέρευσαν στο υπόγειο κάτω από τις συνθήκες που έχουν διαπιστωθεί, θεωρούμε πως  δεν ήταν άσχετη η αναφορά στις νομικές αυθεντίες Baldwins Ltd v. Halifax Corp. [1916] 85 K.J.K.B. 1769 και Hurdman v. North Eastern Ry [1878] 3 C.P.D. 168 που παρέθεσε ο πρωτόδικος Δικαστής, όπως εσφαλμένα εισηγούνται οι εφεσείοντες.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιόν του αξιόπιστη μαρτυρία, που δεν αμφισβητήθηκε από κανένα διάδικο, ότι κατά την περίοδο του καλοκαιριού ξεσπούν στην Κύπρο μικρής διάρκειας τοπικές βροχές οι οποίες ενίοτε παρουσιάζουν φαινόμενο βαριάς βροχόπτωσης. Το φαινόμενο δεν ήταν για τα δεδομένα της Κύπρου ασυνήθιστο και ορθά δεν έγινε αποδεκτή η υπεράσπιση της θεομηνίας/act of God που πρόβαλαν οι εφεσείοντες.  Η ουσία αυτής της υπεράσπισης είναι ότι επενήργησαν δυνάμεις της φύσης για τις οποίες καμιά ανθρώπινη πρόβλεψη θα μπορούσε να προνοήσει και για την οποία η γνώση δεν επιβάλλει υποχρέωση αναγνώρισης αυτής της πιθανότητας. Εδώ, το ενδεχόμενο της έντονης βροχόπτωσης ήταν προβλέψιμο εφόσον, σύμφωνα με τη μαρτυρία, ένα τέτοιο καιρικό φαινόμενο δεν είναι ασυνήθιστο στην Κύπρο. Οι εφεσείοντες δεν έλαβαν υπόψη το δυνητικό αυτό κίνδυνο ο οποίος, κατά τον κρίσιμο χρόνο κατέστη πραγματικός σε σχέση πάντοτε με την περιουσία των εφεσιβλήτων. Η παράλειψη των εφεσειόντων να λάβουν τα αναγκαία προληπτικά μέτρα προστασίας της περιουσίας των εφεσιβλήτων έναντι προβλεπτού κινδύνου συνιστούσε βάσιμο λόγο καταλογισμού ευθύνης εναντίον τους. Το καθήκον επιμέλειας προσδιορίζεται σε συνάρτηση προς τους συγκεκριμένους κατόχους, εδώ της Cybarco Ltd και της ΑΗΚ καθώς και στα διαθέσιμα μέσα. Στην προκείμενη περίπτωση η σφράγιση του σωλήνα ήταν, σύμφωνα με τη μαρτυρία, διαδικασία πέντε λεπτών που αν γινόταν πριν από τη νεροποντή θα αποφευγόταν η ζημιά. Βλ. Leakey v. National Trust [1980] 1 All E.R. 17.

Η διαπίστωση ότι οι εφεσείοντες υπήρξαν ταυτόχρονα ένοχοι και του αστικού αδικήματος της ιδιωτικής οχληρίας είναι εσφαλμένη. Το στοιχείο της «κατά συνήθεια» (habitually) παρέμβασης αποτελεί την ειδοποιό διαφορά μεταξύ της ιδιωτικής οχληρίας του άρθρου 46 και του αστικού αδικήματος της Rylands v. Fletcher [*1590][1868] LR 3 HL 330 η οποία, αποτέλεσε έρεισμα του σκεπτικού της εκκαλούμενης απόφασης επί του συγκεκριμένου θέματος.  Η «κατά συνήθεια» (habitually) παρέμβαση είναι ένα από τα συστατικά στοιχεία του άρθρου 46 όπως και του αστικού αδικήματος της ιδιωτικής οχληρίας κατά αγγλικό κοινοδίκαιο. Βλ. Cunard v. Antifyre Ltd [1933] 1 KB 551. Στην υπό κρίση υπόθεση αυτό το στοιχείο της κατά συνήθεια παρέμβασης νομίζουμε ότι ελλείπει παντελώς και συνεπώς δεν υπήρχαν υπό τις περιστάσεις περιθώρια διασταλτικής ερμηνείας προς θεμελίωση ιδιωτικής οχληρίας.

Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης αναφορικά με το ύψος της ζημιάς των εφεσιβλήτων όπως και τη δική τους υποχρέωση για αποζημίωση. Λέγουν συναφώς ότι η αξία των εμπορευμάτων που ήταν στο υπόγειο, συμφωνήθηκε στο ποσό που έχει καθοριστεί από το Δικαστήριο, πλην όμως δεν είχε συμφωνηθεί ότι καταστράφηκαν όλα αυτά τα εμπορεύματα από την πλημμύρα. Και εφόσον δεν έγινε τέτοια συμφωνία, εισηγούνται πως η μόνη ορθή μαρτυρία ως προς το ύψος της ζημιάς είναι οι λογαριασμοί που οι εφεσίβλητοι υπέβαλαν στον Εφορο Φόρου Εισοδήματος και κατατέθηκαν από τους ίδιους τους εφεσίβλητους ως τεκμήρια.

Η αξία (cost price) των επίδικων εμπορευμάτων στις 16.6.1992 συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων και έγινε η σχετική δήλωση η οποία έχει καταγραφεί στα πρακτικά της διαδικασίας.

Η συμφωνηθείσα αξία των επίδικων υφασμάτων, αποτέλεσε αντικείμενο έφεσης. Βλ. Cybarco Ltd κ.ά. ν. Rawnsello Trading Co Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 726. Στα πλαίσια εκείνης της έφεσης ο τότε δικηγόρος των εφεσειόντων δεχόταν στην αγόρευσή του ότι τα επηρεασθέντα υφάσματα των εφεσιβλήτων ήταν αξίας £255.516 και ότι οι εφεσείοντες είχαν στα χέρια τους αντίγραφα των οικονομικών καταστάσεων των εφεσιβλήτων πριν από τη δήλωση της 10.11.97. Κρίθηκε από το Εφετείο ότι:

«............ Ως αποτέλεσμα της συμφωνίας που επιτεύχθηκε, η αξία των εμπορευμάτων, τα οποία ευρίσκοντο στα υποστατικά των εφεσιβλήτων κατά τον κρίσιμο χρόνο, κατέστη παραδεκτό γεγονός και έπαυσε να αποτελεί σημείο αντιδικίας.»

Με δεδομένο πλέον το γεγονός ότι η αξία κτήσης (cost price) των υφασμάτων στις 16.6.92 ήταν £255.514 και δεδομένης της διαπίστωσης ότι η καταστροφή τους ήταν ολοκληρωτική, θεωρούμε ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε το ποσό των £255.514 συμ[*1591]φώνως και κατ’ εφαρμογή του δόγματος Restitutio in Integrum.

Η διαπίστωση του δικάσαντος δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες δεν ακολούθησαν τη διαδικασία της Δ.10 κ. 12(1) είναι πράγματι εσφαλμένη.  Κατόπιν ελέγχου, εντοπίσαμε στο φάκελο της υπόθεσης σχετική ειδοποίηση για συνεισφορά η οποία εκδόθηκε και επιδόθηκε στην ΑΗΚ συμφώνως των προνοιών της πιο πάνω Διαταγής. Ενόψει της διαπίστωσης, προκύπτει ανάγκη συμπλήρωσης του κενού. Ως προς το τί πρέπει να γίνει αυτό θα το δούμε κατά το στάδιο εξέτασης της έφεσης της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου όπου εγείρεται και εκεί το ίδιο ζήτημα.

Η έφεση αρ. 10919 της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (ΑΗΚ)

Η ΑΗΚ εισηγείται ότι οι πράξεις και παραλείψεις στις οποίες αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο προκειμένου να της καταλογίσει αμέλεια δεν εκτίθενται στα δικόγραφα των εφεσιβλήτων και ως εκ τούτου, η εκκαλούμενη απόφαση είναι νομικά τρωτή ως μη συνάδουσα με τις πρόνοιες της Δ.19 θ. 4 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και τη σχετική επί του θέματος νομολογία.

Στη σελίδα 1579 (ανωτέρω) παραθέσαμε τους λόγους για τους οποίους η ΑΗΚ κρίθηκε υπεύθυνη για αμέλεια. Για να διαπιστώσουμε το βάσιμο του παραπόνου των εφεσειόντων ανατρέξαμε στην Εκθεση Απαίτησης των εφεσιβλήτων. Διαπιστώσαμε ότι οι διάφοροι ισχυρισμοί επί γεγονότων στη βάση των οποίων στοιχειοθετήθηκε η αμέλεια χαρακτηρίζονται από κάποια γενικότητα στη διατύπωση, με την έννοια ότι δεν εκτίθενται πλήρως οι λεπτομέρειες. Ωστόσο, οι σχετικοί ισχυρισμοί στην Εκθεση Απαίτησης προσδιορίζουν ικανοποιητικά τη φύση των πράξεων και/ή παραλείψεων της ΑΗΚ στη βάση των οποίων στοιχειοθετήθηκε η αμέλεια. Οι εφεσείοντες είχαν τη δικονομική ευχέρεια να ζητήσουν λεπτομέρειες αλλά δεν το έπραξαν. Το Δικαστήριο, ήταν υπό τις περιστάσεις υποχρεωμένο να αποδεχτεί την εισαγωγή μαρτυρίας για τα επί μέρους γεγονότα προς απόδειξη των γενικών ισχυρισμών, που καθώς αναφέραμε, προσδιόριζαν ικανοποιητικά τη φύση των πράξεων και/ή παραλείψεών της ΑΗΚ που συνιστούσαν κατά τους εφεσίβλητους αμέλεια ως την αιτία του ζημιογόνου γεγονότος.

Στην Κουρσουμά ν. Κοσμά (1991) 1 Α.Α.Δ. 973 έχει αποφασιστεί ότι αν δεν ζητηθούν λεπτομέρειες είναι δυνατό να προσαχθεί μαρτυρία για απόδειξη ενός γενικού ισχυρισμού και όπου ο διάδικος παραλείπει να υποβάλει αίτηση για λεπτομέρειες θεωρείται ότι παραιτείται του αιτήματος του. Βλ. επίσης Παναγή κ.ά. ν. Κακόψι[*1592]του κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 839. Εκτενές απόσπασμα από την Κουρσουμά ν. Κοσμά (ανωτέρω) παραθέτουμε στη συνέχεια:

«Και με την υπόθεση ότι ο εφεσείων θα έπρεπε να είχε συμπεριλάβει λεπτομέρειες της κατ’ ισχυρισμόν αμέλειας του εφεσίβλητου, το ζήτημα είχε οριστικά χάσει την όποια σημασία του εξαιτίας των χειρισμών του εφεσίβλητου και της στάσης του μέχρι και το τέλος της δίκης. Ο Εφεσίβλητος κάθε άλλο παρά αισθάνθηκε πως χρειάζονταν οποιεσδήποτε λεπτομέρειες. Καταχώρισε την υπεράσπιση του ειδικά αρνούμενος ότι υπήρξε αμελής και έδωσε την εκδοχή του ως προς την εξέλιξη των γεγονότων. Ηταν έξω από κάθε λογική στο τέλος της ακρόασης και αφού προσάχθηκε μαρτυρία και από τις δύο πλευρές χωρίς οποιαδήποτε ένσταση, να προβάλλει τον όψιμο ισχυρισμό ότι βρέθηκε μπροστά σε οποιαδήποτε έκπληξη είτε ότι επηρεάστηκε με οποιοδήποτε τρόπο επειδή η έκθεση απαιτήσεως δεν περιείχε λεπτομέρειες. Πολύ λιγότερο να αξιώνει την απόρριψη της αγωγής για το λόγο αυτό. Υπάρχουν στη νομολογία περιπτώσεις που ανάλογοι χειρισμοί διαδίκου θεωρήθηκαν ότι δεν άφηναν περιθώρια για εκ των υστέρων εισήγηση πως οι γραπτές προτάσεις δεν περιείχαν, όχι απλώς λεπτομέρειες αλλά και συγκεκριμένο επίδικο θέμα. (Βλ. Tomlinson v. L.M.S. Ry Co [1944] 1 All ER 537, Evripides K. Manoli v. Kypros Evripidou (1968) 1 C.L.R. 90, Tessi Christodoulou v. Nicos Savva Menicou and others (1966) 1 C.L.R. 17, Makri v. Makris & others (1984) 1 C.L.R. 642).

Όμως είναι και ειδικά θεμελιωμένο ότι ο διάδικος που παραλείπει να υποβάλει αίτηση για λεπτομέρειες θεωρείται ότι έχει παραιτηθεί από αυτές έτσι που να μη μπορεί κατά τη δίκη να αποκλείσει την εισαγωγή μαρτυρίας προς υποστήριξη κάποιου γενικού ισχυρισμού. (Βλ. Dean and Chapter of Chester v. Smelting Corporation Ltd [1902] W.N. 5-85 L.T. 67, Bullen and Leake (ανωτέρω) σελ. 114, Annual Practice 1958, σελ. 460, Annual Practice 1988, Τόμος Ι, σελ. 287.»

Οι εφεσίβλητοι, χωρίς ένσταση από πλευράς εφεσειόντων προσκόμισαν μαρτυρία προς απόδειξη των ισχυρισμών τους. Στην εξέλιξη της διαδικασίας, οι εφεσείοντες προσκόμισαν και αυτοί μαρτυρία αναφορικά με τα καθήκοντά τους και τις εργασίες που εκτελούσαν στο επίδικο σημείο.  Θεωρούμε ότι οι χειρισμοί στους οποίους προέβησαν οι εφεσείοντες καθόλα τα στάδια της διαδικασίας, καθιστούν ανεδαφικό το όψιμο παράπονό τους ότι δεν υπήρξε συμμόρφωση στις πρόνοιες της Διαταγής 19 θ. 4 των Κανόνων Πολι[*1593]τικής Δικονομίας. Όπως εξελίχθηκε η διαδικασία δεν προκύπτει ότι επηρεάστηκε καθ’ οιονδήποτε τρόπο η υπεράσπισή τους ούτε και βρέθηκαν ποτέ προ εκπλήξεως ή σε μειονεκτική θέση.

Το παράπονο των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εκτίμησε τη μαρτυρία στο σύνολό της και αυθαίρετα προσδιόρισε την ευθύνη τους χωρίς αποδεκτή ή οποιαδήποτε αιτιολογία και/ή αντίθετα προς τις πρόνοιες του άρθρου 30.2 του Συντάγματος και τη νομολογία δεν ευσταθεί. Οι λόγοι για τους οποίους το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλόγισε αμέλεια στους εφεσείοντες, προσδιορίζονται με σαφήνεια στην εκκαλούμενη απόφαση ενώ οι σχετικές επί του προκειμένου διαπιστώσεις συνάδουν με την προσαχθείσα μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη.

Καθόσον αφορά το θέμα της αποζημίωσης σε συνάρτηση προς την αξία των εμπορευμάτων που θίγουν και εδώ οι εφεσείοντες, θεωρούμε πως θα ήταν αχρείαστο να επαναλάβουμε ό,τι επί αυτού έχουμε ήδη αναφέρει στα πλαίσια της προηγούμενης έφεσης εφόσον ισχύουν και εδώ τα ίδια αναλόγως.

Έχουμε ήδη αναφέρει ότι η λόγω αβλεψίας παράλειψη του δικάσαντος δικαστηρίου να ακολουθήσει τη διαδικασία της Δ.10 θ. 12(1) μολονότι υπήρχε η δικονομική προϋπόθεση, αποτελεί το αντικείμενο λόγου έφεσης και στην υπό κρίση έφεση της ΑΗΚ. Το στάδιο είναι τώρα κατάλληλο για να διαπιστωθεί κατά πόσο υπάρχει το αναγκαίο πραγματικό υπόβαθρο στη βάση του οποίου να καθίσταται εφικτή η συμπλήρωση του κενού από το ίδιο το Εφετείο αντί παραπομπής της υπόθεσης στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Ενώπιόν μας βρίσκονται όλα τα στοιχεία και γεγονότα τα οποία με πληρότητα συγκροτούν το υπόβαθρο στη βάση του οποίου, μπορούμε να ενεργήσουμε προς ό,τι προβλέπει η Δ.10 θ. 12(1) των κανονισμών. Συνεκτιμώντας τις εκατέρωθεν πράξεις και/ή παραλείψεις των εφεσειόντων, Cybarco Ltd και Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου οι οποίες, σύμφωνα με την ορθή διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου, αποτέλεσαν τη γενεσιουργό αιτία της ζημιάς και σε συνάρτηση προς το αντίστοιχο καθήκον των συναδικοπραγησάντων για επιμέλεια και προστασία της περιουσίας των εφεσίβλητων, καταλήγουμε ότι οι εν λόγω συναδικοπραγήσαντες βαρύνονται με ίσο ποσοστό ευθύνης. Καθώς είναι αυτονόητο, η εκ προστήσεως ευθύνη του Δήμου Λευκωσίας όπως έχει πρωτοδίκως καθοριστεί παραμένει αναλλοίωτη.

Η έφεση αρ. 10922 της American Home Assurance Co Ltd.

Οι πιο πάνω εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτό[*1594]δικης απόφασης με ένα και μόνο λόγο έφεσης ότι:

«Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα εξέδωσε απόφαση υπέρ των Εναγόντων και εναντίον των Εναγομένων αρ. 1 για £161.849 πλέον τόκους και έξοδα αλληλέγγυα και/ή ξεχωριστά με τους υπόλοιπους εναγόμενους.»

Η εισήγηση των εφεσειόντων είναι ότι εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση εναντίον των συναδικοπραγησάντων εναγομένων 2, 3 και 4 για ολόκληρη τη ζημιά των εφεσιβλήτων (£259.093) λανθασμένα επιδίκασε και εναντίον τους αποζημιώσεις για το ποσό των £161.849 δυνάμει του ασφαλιστηρίου συμβολαίου. Λέγουν επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ακολούθησε λανθασμένους υπολογισμούς και/ή μεθόδους υπολογισμού της ευθύνης των ασφαλιστών σε περίπτωση που ο ασφαλισμένος είναι συνασφαλιστής του ιδίου κινδύνου.

Οι μαθηματικοί υπολογισμοί έγιναν με βάση τα στοιχεία που έχουν δηλωθεί και αποδειχθεί με τη μαρτυρία η οποία κρίθηκε αξιόπιστη. Η ασφαλιστική κάλυψη του εμπορεύματος ήταν για το ποσό των £200.000 και το συνολικό απόθεμα του εμπορεύματος κατά το χρόνο επέλευσης του κινδύνου ήταν £316.914. Το εμπόρευμα που καταστράφηκε ήταν αξίας £255.516. Με βάση τα πιο πάνω δεδομένα ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο χρησιμοποίησε την παραδεκτή μέθοδο υπολογισμού της αναλογούσας αποζημίωσης που επιδικάστηκε σε βάρος των εφεσειόντων.

Ο ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένη μέθοδο υπολογισμού του πληρωτέου από τους ασφαλιστές ποσού κλπ, στερείται αιτιολογίας. Οι εφεσείοντες δεν υποδεικνύουν το συγκεκριμένο λάθος ούτε αναφέρουν ποια θα ήταν, κατά τη γνώμη τους, η σωστή μέθοδος/τρόπος υπολογισμού του πληρωτέου ποσού.

Η αντέφεση της Rawnsello Trading Co Ltd.

Οι εφεσίβλητοι, Rawnsello Trading Co Ltd αμφισβητούν την ορθότητα της απόφασης για τη μη επιδίκαση αποζημίωσης για τα ενοίκια της αποθήκης που ενοικίασαν για την αποθήκευση των εμπορευμάτων που είχαν καταστραφεί μέχρι τη δίκη. Αμφισβητούν επίσης την ορθότητα της απόφασης που αφορά στην απόρριψη της αξίωσης τους για επιδίκαση τόκου υπό μορφή αποζημιώσεων.

Καθόσον αφορά το θέμα των ενοικίων, έχουμε την άποψη πως η χρονική περίοδος των τεσσάρων μηνών για την οποία επιδικάστηκε [*1595]αποζημίωση για ενοίκια που πληρώθηκαν, ήταν αρκετή υπό τις περιστάσεις αφού κάλυπτε ένα εύλογο χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια του οποίου, μπορούσαν να γίνουν επιθεωρήσεις των υφασμάτων, δειγματοληψίες, καταμετρήσεις και ο,τιδήποτε αναγκαίο για τον υπολογισμό της ζημιάς ή τους σκοπούς της δίκης. Σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο θεωρούμε πως δεν ήταν δικαιολογημένη η αποθήκευση των υφασμάτων για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.

Για ό,τι αφορά το θέμα του τόκου, θεωρούμε ορθή την προσέγγιση του δικάσαντος δικαστηρίου. Ο τόκος (νόμιμος) που έχει επιδικαστεί συνιστά δίκαιη μορφή αποζημίωσης της χρηματικής απώλειας που έχουν υποστεί οι εφεσίβλητοι.

Κατόπιν των ανωτέρω, η εκκαλούμενη απόφαση κατά την έκταση που αυτή αφορά το θέμα του επιμερισμού της ευθύνης σε συνάρτηση προς την παράλειψη εφαρμογής των προνοιών της Δ.10 θ. 12(1) παραμερίζεται. Εκδίδεται απόφαση με την οποία η ευθύνη για την πρόκληση του επίδικου ζημιογόνου γεγονότος καταμερίζεται μεταξύ της Cybarco Ltd και της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου κατά 50% αντίστοιχα. Η εκ προστήσεως ευθύνη του Δήμου Λευκωσίας όπως έχει πρωτοδίκως καθοριστεί παραμένει αναλλοίωτη. Ακολουθεί ότι η συνεισφορά στις αποζημιώσεις των πιο πάνω συναδικοπραγησάντων καθορίζεται ως ανάλογη προς το ποσοστό ευθύνης που έχει επιμεριστεί.

Κατόπιν των ανωτέρω και για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί η έφεση της American Home Assurance Ltd αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.

Οι εφέσεις της Cybarco Ltd και της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου επιτυγχάνουν μερικώς και αντιστοίχως επιδικάζεται υπέρ τους το 25% των εξόδων της έφεσης.

Η αντέφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση 10922 απορρίπτεται με έξοδα. Οι εφέσεις 10919 και 10923 επιτρέπονται μερικώς και αντιστοίχως επιδικάζεται υπέρ των εφεσειόντων το 25% των εξόδων της έφεσης.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο