Πεγιώτης Τάσος ν. Χριστάκη Κωμοδρόμου (2003) 1 ΑΑΔ 1601

(2003) 1 ΑΑΔ 1601

[*1601]7 Νοεμβρίου, 2003

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΤΑΣΟΣ ΠΕΓΙΩΤΗΣ,

Εφεσείων,

ν.

ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΥ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11421)

 

Πολιτική Δικονομία ― Απόφαση που λήφθηκε ερήμην εναγομένου ― Αίτηση για παραμερισμό της ― Διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Απόρριψη αίτησης - παρά τη διαπίστωση ύπαρξης συζητήσιμης υπεράσπισης - λόγω της καθυστέρησης στην υποβολή της ― Κατά πόσο η παράλειψη αιτιολόγησης της καθυστέρησης εκ μέρους του εναγομένου να αποταθεί στο Δικαστήριο για παραμερισμό ερήμην απόφασης εναντίον του, συνιστά αυτοτελή λόγο για την απόρριψη της αίτησης ― Κατά πόσο η εξόφληση από τον εναγόμενο χρέους προκύπτοντος από ερήμην απόφαση εναντίον του, παρεμβάλλει κώλυμα στην υποβολή αιτήματος για τον παραμερισμό της.

Πολιτική Δικονομία ― Παρατυπία ― Δυνατότητα θεραπείας της ― Δ.64 του περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροπ.) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1995 ― Διάδικος ο οπoίος λαμβάνει μέτρα σε διαδικασία αποποιείται του δικαιώματος να εγείρει θέμα παρέκκλισης από τoυς Θεσμούς.

Ο εφεσίβλητος-ενάγων (ο εφεσίβλητος) εξασφάλισε απόφαση εναντίον του εφεσείοντος-εναγομένου (ο εφεσείων), για ποσό £3.000,00 ισάξιο επιταγής που του έδωσε ο εφεσείων, η οποία δεν εξαργυρώθηκε.  Η αγωγή καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου στις 5 Μαρτίου, 2001 και επιδόθηκε στον εφεσείοντα στις 10 Απριλίου 2001.  Στον τίτλο της αγωγής αναγράφηκε ότι αυτή ηγέρθη ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.  Στις 30 Απριλίου, 2001, εκδόθηκε απόφαση εναντίον του εφεσείοντος, λόγω της παράλειψής του να εμφανιστεί.  Το γεγονός αυτό δεν περιήλθε σε γνώση του εφεσείοντος, ο οποίος στις 9 Μαίου, 2001, καταχώρησε εμφάνιση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας.

Το Δικαστήριο απέρριψε αίτημα του εφεσείοντος το οποίο υποβλή[*1602]θηκε στις 17 Ιουλίου, 2001, για παραμερισμό της απόφασης η οποία είχε εκδοθεί εναντίον του παρόλον ότι διαπίστωσε ότι ο εφεσείων είχε συζητήσιμη υπεράσπιση. Η απόρριψη του αιτήματος έγινε λόγω της καθυστέρησης στην υποβολή του.

Στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτησή του, ο εφεσείων δεν ανέφερε πότε περιήλθε στη γνώση του η έκδοση της απόφασης εναντίον του.  Ανέφερε μόνο ότι μετά τη γνωστοποίηση του γεγονότος αυτού και πριν την υποβολή της αίτησης για παραμερισμό της απόφασης, ο ίδιος κατέβαλε το εξ αποφάσεως χρέος του.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση.  Ο εφεσίβλητος καταχώρησε ειδοποίηση, εν είδει αντέφεσης, δοθείσα κάτω από τη Δ.35, θ.10, των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας υποστηρίζοντας ότι:

1.  Η αίτηση δεν ανέφερε τις πρόνοιες των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που παρείχαν έρεισμα για το αίτημα, και

2.  Η καταβολή του εξ αποφάσεως χρέους απόσβεσε την απαίτησή του.

Αποφασίστηκε ότι:

Έφεση:

1.  Η αιτιολόγηση οποιασδήποτε καθυστέρησης εκ μέρους του εναγομένου να αποταθεί στο Δικαστήριο για παραμερισμό απόφασης που εκδίδεται στην απουσία του, είναι επιβεβλημένη.  Όμως τέτοια παράλειψη δεν συνιστά αυτοτελή ή ανεξάρτητο λόγο για την απόρριψη αίτησης για παραμερισμό εκδοθείσας απόφασης, όπου ο εξαιτούμενος τον παραμερισμό της αποκαλύπτει συζητήσιμη υπεράσπιση.  Η καθυστέρηση μπορεί να αποτελέσει αφ’ εαυτής λόγο για απόρριψη αίτησης για παραμερισμό της απόφασης όταν προσλαμβάνει τη μορφή καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας.

2.  Το γεγονός ότι ο εφεσείων ανταποκρίθηκε στη διαταγή του Δικαστηρίου και αποπλήρωσε το χρέος του, δεν μπορεί με κανένα μέτρο να παρεμβάλλει κώλυμα στην προώθηση του αιτήματός του για τον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης, όπως υποστήριξε ο εφεσίβλητος.  Αντίθετα, τέτοια ενέργεια τείνει να υπογραμμίσει την προσήλωσή του στα δικαστικά θέσμια.

3.  Ο χρόνος που παρήλθε από την έκδοση της απόφασης μέχρι την υποβολή της αίτησης για παραμερισμό της, δεν είναι τόσο μακρύς που να υποδηλώνει αφ’ εαυτού καταφρόνηση της διαδικασίας.  Το γε[*1603]γονός ότι ο εφεσείων κατέβαλε το εξ αποφάσεως χρέος του, όταν πληροφορήθηκε ότι εκδόθηκε απόφαση εναντίον του, τείνει να καταδείξει ότι η όποια καθυστέρηση εκ μέρους του να κινήσει τους μηχανισμούς για υπεράσπιση των δικαιωμάτων του δεν είχε ως σκοπό τη χρήση των διαδικασιών ως μέσο αναστολής εκπλήρωσης των υποχρεώσεών του.  Το άλλο γεγονός, το οποίο δεν μπορεί να παραγνωρισθεί είναι ότι ο εφεσίβλητος κίνησε το μηχανισμό για την έκδοση απόφασης χωρίς να προβεί προηγουμένως στην τροποποίηση του Κλητηρίου Εντάλματος, ως προς το δικαστήριο ενώπιον του οποίου η υπόθεση είχε αχθεί.

4.  Ενόψει των ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι η πρωτόδικη απόφαση λήφθηκε κάτω από εσφαλμένη εκτίμηση και εφαρμογή των αρχών που διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.

Αντέφεση:

1.  Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η παρέκκλιση από τους θεσμούς θεραπεύεται με τη Δ.64 των Θεσμών, ως αυτή αναμορφώθηκε από το Διαδικαστικό Κανονισμό του 1995, είναι ορθή.

2.  Η εξόφληση από τον εναγόμενο χρέους, προκύπτοντος από απόφαση δοθείσα ερήμην του, δεν παρεμβάλλει κώλυμα στην υποβολή αιτήματος για τον παραμερισμό της.  Αντίθετα, υποδηλώνει σεβασμό προς τη δικαστική διαδικασία.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα. Η αντέφεση απορρίφθηκε με έξοδα. Η υπόθεση επαναφέρθηκε στο πινάκιο των εκκρεμουσών υποθέσεων του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της δίκης.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204,

Milouca Motor Tr. Ltd v. Κούρτη (1997) 1 Α.Α.Δ. 941,

Mine & Quarry Serv. Ltd v. Γεωργίου (1993) 1 Α.Α.Δ. 26,

Μαχλουζαρίδης ν. Ιωαννίδη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 965,

Wunderlich κ.ά. ν. Παναγιώτου (1999) 1 Α.Α.Δ. 366,

[*1604]Γιαννή ν. Αν. Έφ. Μηχαν. Οχημάτων κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 334,

Δημοκρατία ν. Lion Insur. Agency Ltd (1995) 3 A.A.Δ. 338,

P. Georghiou (Catering) Ltd v. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 323,

Boyle v. Sacker [1888] 39 Ch. D. 249,

C. A. Fry v. Moore [1889] 23 Q.B.D. 395(A),

Carmel Exporters (Sales) Ltd v. Sea Land Services Inc [1981] 1 W.L.R. 1068,

Leal v. Dunlop Bio - Processes International Ltd [1984] 1 W.L.R. 874.

Έφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου που δόθηκε στις 28/3/02 (Αρ. Αγωγής 734/01), με την οποία απορρίφθηκε αίτημά του για παραμερισμό της ερήμην του εκδοθείσας απόφασης για οφειλόμενο ποσό £3.000, ισάξιο επιταγής την οποία του εξέδωσε ο ενάγων και η οποία δεν πληρώθηκε.

Σ. Νικολάου για Α. Παπαχαραλάμπους, για τον Εφεσείοντα.

Ντ. Παπαδόπουλος, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Πρόεδρος Γ.Μ. Πικής.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Ο εφεσίβλητος (ενάγων) ενήγαγε τον εφεσείοντα (εναγόμενο), αξιώνοντας από αυτό ποσό £3.000,00, ισάξιο επιταγής που του έδωσε ο αντίδικος του, η οποία δεν εξαργυρώθηκε.  Η αγωγή κινήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, πλην στον τίτλο της αναγράφηκε ότι αυτή ηγέρθη ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.  Η αγωγή καταχωρίστηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου στις 5 Μαρτίου, 2001, και επιδόθηκε στον εφεσείοντα στις 10 Απριλίου, 2001.  Στις 30 Απριλίου, 2001, μετά από αίτηση του εφεσίβλητου, εκδόθηκε απόφαση εναντίον του εφεσείοντος, λόγω της παράλειψής του να εμφανιστεί.  Το γεγονός αυτό δεν περιήλθε σε γνώση του εφεσείοντος, ο οποίος στις 9 Μαΐου, 2001, καταχώρισε εμφάνιση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκω[*1605]σίας, ενώπιον του οποίου η αγωγή ηγέρθη, ως υποδήλωνε το ειδικά οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα.

Όταν ο εφεσείων πληροφορήθηκε ότι εκδόθηκε απόφαση εναντίον του από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, υπέβαλε αίτημα για παραμερισμό της.  Στην ένορκη ομολογία του, που υποστηρίζει το αίτημα, δεν αναγράφεται πότε έμαθε για το αποτέλεσμα της αγωγής.  Ό,τι συνάγεται, είναι πως τέτοια γνώση λήφθηκε πριν τη 17η Ιουλίου, 2001, που υπέβαλε την αίτησή του. 

Ούτε στην ένορκη ομολογία, η οποία υποστηρίζει την ένσταση του εφεσίβλητου, παρέχεται πληροφόρηση για το πότε ο εφεσείων κατέστη γνώστης του γεγονότος ότι εκδόθηκε απόφαση εναντίον του. Ό,τι αναφέρεται σ’ αυτή, είναι πως, μετά τη γνωστοποίηση του γεγονότος στον εφεσείοντα και πριν την υποβολή του αιτήματος για παραμερισμό της απόφασης, ο εφεσείων κατέβαλε το εξ αποφάσεως χρέος του.  Αυτό, κατά τον εφεσίβλητο, παρεμβάλλει εμπόδιο στην προώθηση του αιτήματός του. Στην ίδια ένορκη ομολογία, ο εφεσίβλητος αντικρούει το παραδεκτό της υπεράσπισης του εφεσείοντος, την οποία προβάλλει στην ένορκη ομολογία που συνοδεύει την αίτησή του. 

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου διαπίστωσε ότι ο εφεσείων αποκάλυψε συζητήσιμη υπεράσπιση στην ένορκή του ομολογία.  Παρά ταύτα, απέρριψε το αίτημά του, λόγω της καθυστέρησης στην υποβολή του.  Την απόφασή του βασίζει στις αρχές που διέπουν τη διακριτική του ευχέρεια να παραμερίσει απόφαση εκδοθείσα ερήμην του εναγομένου, ως αυτές διαγράφονται στις αποφάσεις στη Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204 και στη Milouca Motor Tr. Ltd v. Κούρτη (1997) 1 Α.Α.Δ. 941

Το Δικαστήριο επεσήμανε ότι ο εφεσείων:-

«Δεν αναφέρεται καν στον χρόνον πληροφόρησης της έκδοσης της απόφασης.  Σε ποιο χρόνον αποφάσισεν την καταχώρηση της παρούσας.  Αντί αυτού η ενέργεια εκ μέρους του ήταν η εξόφληση της απόφασης χωρίς να καθορίζεται πότε πώς και γιατί και η μετά από αυτήν παρούσα αίτηση.»

Αποτελεί γεγονός ότι απαιτείται η αιτιολόγηση οποιασδήποτε καθυστέρησης εκ μέρους του εναγομένου να αποταθεί στο Δικαστήριο για παραμερισμό απόφασης που εκδίδεται στην απουσία του - (βλ, μεταξύ άλλων, Mine & Quarry Serv. Ltd v. Γεωργίου (1993) 1 Α.Α.Δ. 26).  Δε συνιστά, όμως, τέτοια παράλειψη αυτοτελή ή ανε[*1606]ξάρτητο  λόγο για την απόρριψη αίτησης για παραμερισμό εκδοθείσας απόφασης, όπου ο εξαιτούμενος τον παραμερισμό της αποκαλύπτει συζητήσιμη υπεράσπιση.  Η καθυστέρηση μπορεί να αποτελέσει, αφ’ εαυτής, λόγο για παραμερισμό της απόφασης, όταν καθάπτεται της δικαστικής διαδικασίας. προσλαμβάνουσα μορφή καταφρόνησής της. Αυτό ειπώθηκε στη Phylactou v. Michael, (ανωτέρω), όπου τονίστηκε, μεταξύ άλλων:- (σελ. 210)

“The effect of the case law is that the Court must not be astute to unseat a party from his right to be heard in his cause, so long as he discloses merits.”  

(Ελληνική μετάφραση, ελεύθερη)

«Το απαύγασμα της νομολογίας κατατείνει στο ότι το Δικαστήριο δεν πρέπει να επιδεικνύει υπέρμετρο ζήλο στην αποστέρηση του δικαιώματος του διαδίκου να ακουστεί στην υπόθεσή του, νοουμένου ότι αποκαλύπτει υπεράσπιση.»)   

Το γεγονός ότι ο εφεσείων ανταποκρίθηκε στη διαταγή του Δικαστηρίου και αποπλήρωσε το χρέος του, δεν μπορεί με κανένα μέτρο να παρεμβάλλει κώλυμα στην προώθηση του αιτήματός του για τον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης.  Αντίθετα, τέτοια ενέργεια τείνει να υπογραμμίσει την προσήλωσή του στα δικαστικά θέσμια.

Η αίτηση για παραμερισμό της απόφασης υποβλήθηκε στις 17 Ιουλίου, 2001.  Ο χρόνος που παρήλθε από την έκδοσή της είναι μακρύς, όχι όμως σε βαθμό που να υποδηλώνει, αφ’ εαυτού, καταφρόνηση της διαδικασίας.  Το γεγονός ότι ο εφεσείων κατέβαλε το εξ αποφάσεως χρέος του, όταν πληροφορήθηκε ότι εκδόθηκε απόφαση εναντίον του, τείνει να καταδείξει ότι η όποια καθυστέρηση εκ μέρους του να κινήσει τους μηχανισμούς για υπεράσπιση των δικαιωμάτων του δεν είχε ως σκοπό τη χρήση των διαδικασιών ως μέσο αναστολής εκπλήρωσης των υποχρεώσεών του.  Το άλλο γεγονός, το οποίο δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε, είναι ότι ο εφεσίβλητος κίνησε το μηχανισμό για την έκδοση απόφασης, χωρίς την πρότερη τροποποίηση του Κλητηρίου Εντάλματος, ως προς το δικαστήριο ενώπιον του οποίου η υπόθεση είχε αχθεί. 

Υπό το φως των όσων έχουμε εκθέσει, διαπιστώνουμε ότι η πρωτόδικη απόφαση λήφθηκε κάτω από εσφαλμένη εκτίμηση και εφαρμογή των αρχών που διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, ώστε να ανατρέπεται το βάθρο της.  Παραμερίζοντας την απόφαση, απόκειται σε μας να καθορίσουμε την τύχη του αι[*1607]τήματος, απόφαση όχι δύσκολη, ενόψει του ότι αποκαλύφθηκε υπεράσπιση εκ μέρους του αιτούντος τον παραμερισμό εναγομένου και του ότι ο χρόνος, ο οποίος μεσολάβησε μέχρι την κίνηση του μηχανισμού για τον παραμερισμό της απόφασης, δεν ήταν υπέρμετρος, σε βαθμό κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας. 

ΑΝΤΕΦΕΣΗ

Με ειδοποίηση, εν είδει αντέφεσης, δοθείσα κάτω από τη Δ.35, θ.10,  των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ο εφεσίβλητος πρόβαλε δύο λόγους, για τους οποίους η αίτηση του εφεσείοντος ήταν απορριπτέα:-

1.   Δεν καθόρισε στην αίτησή του τις πρόνοιες των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, που παρείχαν έρεισμα στο αίτημα. και

2.   Η καταβολή του εξ αποφάσεως χρέους απόσβεσε την απαίτησή του.

Στην επίλυση του πρώτου ζητήματος, το πρωτόδικο Δικαστήριο αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της απόφασής του, για να καταλήξει ότι:-

(α)  Η αρχή που υιοθετήθηκε στη Μαχλουζαρίδης ν. Ιωαννίδη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 965, 970, και σε προγενέστερες αποφάσεις, απώλεσε τη δραστικότητά της, υπό το πρίσμα της Δ.64 των Θεσμών, ως αυτή αναμορφώθηκε από το Διαδικαστικό Κανονισμό του 1995.  Παρέχεται δυνατότητα θεραπείας παρεκκλίσεων από θεσμικές διατάξεις, ως διαπιστώνει υπό το φως της μεταγενέστερης νομολογίας.

(β)  Ο καθ’ ου η αίτηση αποποιείται του δικαιώματος να εγείρει θέμα παρέκκλισης από τους Θεσμούς στη διαμόρφωση αιτήματος, εφόσον λαμβάνει μέτρα στη διαδικασία, ως στην προκείμενη περίπτωση με την υποβολή ένστασης, τα οποία υποδηλώνουν ανοχή της ή συμπόρευση με αυτή.  Αναφορά γίνεται στις Wunderlich κ.ά. ν. Παναγιώτου (1999) 1 Α.Α.Δ. 366· Γιαννή ν. Αν. Έφ. Μηχαν. Οχημάτων κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 334· Δημοκρατία ν. Lion Insur. Agency Ltd. (1995) 3 Α.Α.Δ. 338, 340. P. Georghiou (Catering) Ltd ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 323· (απόφαση Ολομέλειας). Γίνεται αναφορά και στις αγγλικές αποφάσεις Boyle v. Sacker [1888] 39 Ch. D. 249. C.A Fry v. Moore [1889] 23 Q.B.D. 395 (A). Carmel Exporters [*1608](Sales) Ltd v. Sea Land Services Inc [1981] 1 W.L.R. 1068, 1079· Leal v. Dunlop Bio - Processes International Ltd [1984] 1 W.L.R. 874, 881, καθώς επίσης και στο Supreme Court Practice (1999) σελ. 10.    

Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του θέματος είναι σωστή και δε χωρεί επέμβαση σ’ αυτή.

Ως προς το δεύτερο ζήτημα, το οποίο εγείρεται, έχουμε ήδη υποδείξει ότι η εξόφληση από τον εναγόμενο χρέους, προκύπτοντος από απόφαση δοθείσα ερήμην του, δεν παρεμβάλλει κώλυμα στην υποβολή αιτήματος για τον παραμερισμό της.  Αντίθετα, υποδηλώνει σεβασμό προς τη δικαστική διαδικασία.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.

Η αντέφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Η υπόθεση επαναφέρεται στο πινάκιο των εκκρεμουσών υποθέσεων του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου. 

Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της δίκης. 

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα. Η εντέφεση απορρίπτεται με έξοδα. Η�υπόθεση επαναφέρεται στο πινάκιο των εκκρεμουσών υποθέσεων του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου.�Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της δίκης.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο