Harvest Capital Management Ltd ν. Γεώργιου Ταμάσιου (2003) 1 ΑΑΔ 1683

(2003) 1 ΑΑΔ 1683

[*1683]26 Νοεμβρίου, 2003

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ/στές]

HARVEST CAPITAL MANAGEMENT LTD,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι 1,

v.

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΑΜΑΣΙΟΥ,

Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.

(Πoλιτική Έφεση Αρ. 11192)

 

Χρηματιστήριο ― Οι περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμοι του 1993 έως (αρ. 4) του 2000, όπως τροποποιήθηκαν με το Νόμο 42(1)/2000 ― Ερμηνεία του Άρθρου 3(3) του Νόμου 42(1)/2000 ― Με τις πρόνοιες της επιφύλαξης του Άρθρου 3(3) παρέχεται μόνο η δυνατότητα παράτασης στο χρόνο επιστροφής των εισπραχθέντων ποσών και όχι στο χρόνο έγερσης του δικαιώματος του αγοραστή να ζητήσει πίσω τα χρήματά του ― Συνταγματικότητα του Άρθρου 3(3) του Νόμου 42(1)/2000 ― Κατά πόσο το εν λόγω άρθρο αντίκειται προς τα Άρθρα 23 και 26 του Συντάγματος και είναι ως εκ τούτου αντισυνταγματικό.

Συμβάσεις ― Προσφορά από ενδιαφερόμενο αγοραστή για αγορά μετοχών με ιδιωτική τοποθέτηση σε δημόσια εταιρεία η οποία επροτίθετο να εισάξει τους τίτλους των μετοχών της στο Χρηματιστήριο ― Κατά πόσο δημιουργήθηκε έγκυρη σύμβαση με την αποδοχή της προσφοράς ή με την έκδοση και παράδοση των τίτλων στον αγοραστή ― Κατά πόσο η έκδοση των τίτλων σε μεταγενέστερο στάδιο επηρέαζε τη συνομολόγηση της σύμβασης.

Στις αρχές του 2000, ο εφεσίβλητος-ενάγων ζήτησε να αγοράσει 10.000 μετοχές με ιδιωτική τοποθέτηση από την εφεσείουσα εταιρεία (η εταιρεία), εναγόμενη 1 (η οποία επροτίθετο να εισάξει τους τίτλους μετοχών της στο Χ.Α.Κ.) και πλήρωσε με επιταγή το αντίτιμο των £5.000 σε διαταγή της εταιρείας, ποσό το οποίο η τελευταία εισέπραξε.  Οι εναγόμενοι 2 και 3 ήταν Διοικητικοί Σύμβουλοι της εταιρείας.

Στις 29.5.00 η εταιρεία του απέστειλε επιστολή, με την οποία τον [*1684]πληροφορούσε ότι η αίτηση του για παραχώρηση των μετοχών εγκρίθηκε και ότι του παραχωρήθηκαν και 2.000 δικαιώματα αγοράς μετοχών.

Στις 27.7.00, αφού μέχρι τότε οι μετοχές της εταιρείας δεν είχαν εισαχθεί στο Χρηματιστήριο, ο εφεσίβλητος-ενάγων ζήτησε επιστροφή των χρημάτων του πλέον νόμιμους τόκους, η εταιρεία όμως δεν συμμορφώθηκε.  Απάντησε σ’ αυτόν πληροφορώντας τον ότι στις 9.2.00 είχε υποβάλει αίτηση για εισαγωγή των τίτλων της στο Χ.Α.Κ. και ανέμενε την έγκρισή της.  Επίσης, επισύναψε επιστολή του Συμβουλίου του Χ.Α.Κ. ημερομηνίας 28.7.00, με την οποία δόθηκε δίμηνη παράταση στην εταιρεία αναφορικά με την επιστροφή εισπραχθέντων χρημάτων από επενδυτές με βάση την επιφύλαξη του Άρθρου 3(3) των Περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμων του 1993 έως (αρ. 4) του 2000, όπως τροποποιήθηκαν με το Νόμο 42(1)/2000 στις 7.4.00.

Στις 12.9.00 η εταιρεία πληροφόρησε τον εφεσίβλητο-ενάγοντα ότι εντός των προσεχών ημερών θα εισήγοντο στο Χ.Α.Κ. οι μετοχές της, και εσώκλεισε πιστοποιητικό μετοχών και δικαιωμάτων αγοράς που είχαν παραχωρηθεί στον εφεσίβλητο.  Τελικά, στις 18.9.00, ανακοίνωσε επίσημα πως η αίτησή της για εισαγωγή των τίτλων έγινε αποδεκτή και στις 25.9.00 άρχισε η διαπραγμάτευσή τους.  Στις 2.10.00 ο εφεσίβλητος-ενάγων επέστρεψε στην εταιρεία τους τίτλους και την επόμενη καταχώρησε αγωγή αξιώνοντας το ποσό των £5.000 πλέον τόκους και έξοδα που είχε καταβάλει για την απόκτηση μετοχών της εταιρείας, με την προοπτική εισαγωγής τους στο Χρηματιστήριο.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την αξίωση του εφεσίβλητου-ενάγοντα εναντίον της εταιρείας και εξέδωσε απόφαση υπέρ του, απορρίπτοντας την αξίωσή του εναντίον των εναγομένων 2 και 3.

Στην έφεση εγείρονται τρία θέματα για απόφαση:

1) Το πρώτο σχετίζεται με το αν υπήρχε έγκυρη σύμβαση κατά τον ουσιώδη χρόνο που αφορά την αγωγή ή αν τέτοια σύμβαση συνομολογήθηκε μεταγενέστερα, ώστε να εδίδετο το δικαίωμα στον εφεσίβλητο-ενάγοντα να αποσύρει την προσφορά του για αγορά μετοχών πριν την αποδοχή της και τη συνομολόγηση της σύμβασης.

     Αποφασίστηκε ότι η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η σύμβαση συνομολογήθηκε όταν εκδόθηκαν οι τίτλοι και παραδόθηκαν στον εφεσίβλητο-ενάγοντα, δεν ευσταθεί.  Η σύμβαση συνομολογήθηκε στις 29.5.00, η δε έκδοση των τίτλων σε μεταγενέστερο στάδιο δεν επηρέαζε την πιο πάνω συνομολόγηση της συμφωνίας.

Τούτου δοθέντος, το Εφετείο προχώρησε και εξέτασε τα άλλα δύο θέ[*1685]ματα που εγείρονται και που είναι τα ακόλουθα:

2) Η ορθή ερμηνεία του Άρθρου 3(3) του Νόμου 42(1)/00.

3) Η συνταγματικότητα του Άρθρου 3(3), έχοντας υπόψη τις πρόνοιες των Άρθρων 23 και 26 του Συντάγματος.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η ερμηνεία που δόθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στις πρόνοιες του Άρθρου 3(3) ήταν ορθή.  Έτσι οποιαδήποτε παράταση δόθηκε αφορούσε το χρόνο επιστροφής των χρημάτων και η κατά τη δοθείσα παράταση εισδοχή των μετοχών της εταιρείας στο Χρηματιστήριο δεν μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την αναίρεση του δικαιώματος του εφεσίβλητου-ενάγοντα να απαιτήσει την επιστροφή των χρημάτων του.

2.  Το τι έχει γίνει με την επίδικη νομοθεσία είναι η ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ συμβαλλομένων, αποκλείοντας έτσι εφαρμογή των προνοιών του Άρθρου 23 του Συντάγματος, έστω και αν εν πάση περιπτώσει θα μπορούσε να λεχθεί, αν είχε εφαρμογή το Άρθρο αυτό, ότι οι πρόνοιες του Άρθρου 3(3) τέθηκαν για προστασία των δικαιωμάτων τρίτων, όπως επιτρέπεται από την παράγραφο 3 του πιο πάνω Άρθρου του Συντάγματος.

3.  Εκείνο που έχει κάμει η νομοθετική εξουσία ήταν να ρυθμίσει θέματα που αφορούν τις συμβατικές υποχρεώσεις των πολιτών και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επενέβη καθ’ οιονδήποτε τρόπο στο δικαίωμα του συμβάλλεσθαι ελευθέρως, το οποίο κατοχυρώνεται με το Άρθρο 26 του Συντάγματος.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα

υπέρ του εφεσίβλητου-ενάγοντα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Χριστοδουλίδης κ.ά. ν. Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου, Προσφυγή 603/01, ημερ. 31.5.02,

Chimonides v. Manglis (1967) 1 C.L.R. 125,

Loizou v. Poullis (1969) 1 C.L.R. 17,

Eureka Ltd v. Police (1979) 2 C.L.R. 165,

[*1686]

Republic v. Menelaou (1983) 3 C.L.R. 417,

Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1997) 3 Α.Α.Δ. 36,

Καναρά ν. Πρωτοπαπά (1999) 1 Α.Α.Δ. 801,

Home Building and Loan Association v. John H. Blaisdell [1933] 290 U.S. 398,

Stephenson v. Binford, 287 U.S. 251.

Έφεση.

Έφεση από την εναγόμενη εταιρεία 1 κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 13/9/01 (Αγωγή Αρ. 9829/02) με την οποία αποδέχθηκε την αξίωση του ενάγοντα εναντίον της για επιστροφή σ’ αυτόν των χρημάτων τα οποία κατέβαλε, δηλαδή ποσού £5.000 πλέον τόκους και έξοδα, για την απόκτηση μετοχών της εταιρείας με την προοπτική εισαγωγής τους στο Χρηματιστήριο.

Γ. Κορφιώτης, για τους Εφεσείοντες-Εναγόμενους 1.

Α. Παναγιώτου, για τον Εφεσίβλητο-Ενάγοντα.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Π. Αρτέμης, Δ..

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.:  Με την έφεση αυτή προσβάλλεται η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, σε αγωγή στην οποία ο εφεσίβλητος-ενάγων αξίωνε από την εφεσείουσα εταιρεία, εναγόμενη 1 και από τους εναγομένους 2 και 3, που ήταν Διοικητικοί της Σύμβουλοι, το ποσό των £5.000 πλέον τόκους και έξοδα, που είχε καταβάλει για την απόκτηση μετοχών της εταιρείας, με την προοπτική εισαγωγής τους στο Χρηματιστήριο.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αποδεχθεί την αξίωση του εφεσίβλητου-ενάγοντα εναντίον της εφεσείουσας εταιρείας και εξέδωσε απόφαση υπέρ του, απορρίπτοντας την αξίωση εναντίον των εναγομένων 2 και 3.

[*1687]

Στις αρχές του 2000, η εταιρεία έκαμε γνωστό στο κοινό πως επροτίθετο να εισαγάγει τους τίτλους μετοχών της στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου. Ο εφεσίβλητος-ενάγων, όταν έμαθε ότι η εταιρεία διέθετε μετοχές της με ιδιωτική τοποθέτηση, ενδιαφέρθηκε και εκδήλωσε αυτό το ενδιαφέρον του.  Ζήτησε 10.000 μετοχές, συμπλήρωσε σχετικά έντυπα και πλήρωσε το αντίτιμο των £5.000 την ίδια μέρα με επιταγή σε διαταγή της εταιρείας, ποσό το οποίο εισέπραξε η τελευταία. 

Στις 29.5.00 η εφεσείουσα εταιρεία του απέστειλε επιστολή, με την οποία τον πληροφορούσε ότι η αίτησή του για παραχώρηση των μετοχών εγκρίθηκε και ότι του παραχωρήθηκαν και 2.000 δικαιώματα αγοράς μετοχών.

Επικαλούμενος τη σχετική νομοθεσία, αφού μέχρι τότε οι μετοχές της εταιρείας δεν είχαν εισαχθεί στο Χρηματιστήριο, ο εφεσίβλητος-ενάγων, με συστημένη επιστολή, στις 27.7.00 ζήτησε επιστροφή των χρημάτων του πλέον νόμιμους τόκους, κάτι με το οποίο η εταιρεία δε συμμορφώθηκε.  Απάντησε σ’  αυτόν πληροφορώντας τον ότι στις 9.2.00 είχε υποβάλει αίτηση για εισαγωγή των τίτλων της στο Χ.Α.Κ. και ανέμενε την έγκρισή της.  Επίσης, επισύναψε επιστολή του Συμβουλίου του Χ.Α.Κ., ημερομηνίας 28.7.00, με την οποία δόθηκε παράταση δύο μηνών στην εταιρεία όσον αφορούσε την επιστροφή εισπραχθέντων χρημάτων από επενδυτές, με βάση την επιφύλαξη του άρθρο 3(3) των Περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμων του 1993 έως (αρ.4) του 2000, όπως τροποποιήθηκαν με το Νόμο 42(Ι)/2000 στις 7.4.00. 

Στις 12.9.00, η εφεσείουσα-εναγόμενη εταιρεία πληροφόρησε τον εφεσίβλητο-ενάγοντα ότι εντός των προσεχών ημερών θα εισήγοντο στο Χ.Α.Κ. οι μετοχές της, και εσώκλεισε πιστοποιητικό των μετοχών και δικαιωμάτων αγοράς που είχαν παραχωρηθεί στον εφεσίβλητο.  Τελικά, στις 18.9.00, ανακοίνωσε επίσημα πως η αίτησή της για εισαγωγή των τίτλων της έγινε αποδεκτή και στις 25.9.00 άρχισε η διαπραγμάτευσή τους.  Στις 2.10.00 ο εφεσίβλητος-ενάγων, με επιστολή του δικηγόρου του, επέστρεψε στην εταιρεία τους τίτλους και την επόμενη καταχώρησε την αγωγή, με την οποία αξίωνε όπως πιο πάνω αναφέραμε.

Βασικά εγείρονται τρία θέματα για απόφαση με την έφεση αυτή:

(1)  Το πρώτο σχετίζεται με το αν υπήρχε έγκυρη σύμβαση κατά τον ουσιώδη χρόνο που αφορά την αγωγή ή αν η τέτοια σύμβαση [*1688]συνομολογήθηκε σε μεταγενέστερο στάδιο, ώστε να εδίδετο το δικαίωμα στον εφεσίβλητο-ενάγοντα να αποσύρει την προσφορά του για αγορά μετοχών πριν την αποδοχή της και τη συνομολόγηση της σύμβασης. 

Κρίνουμε πως η θέση του Δικαστηρίου ότι η σύμβαση συνομολογήθηκε και υλοποιήθηκε όταν εκδόθηκαν οι τίτλοι και παραδόθηκαν στον εφεσίβλητο-ενάγοντα, δεν ευσταθεί. Ο εφεσίβλητος-ενάγων είχε ζητήσει την παραχώρηση σ’ αυτόν των μετοχών με ιδιωτική τοποθέτηση, όταν δε με την επιστολή της στις 29.5.00 η εφεσείουσα-εναγόμενη εταιρεία αποδέχθηκε την πρότασή του, δημιουργήθηκε έγκυρη σύμβαση η δε έκδοση των τίτλων σε μεταγενέστερο στάδιο δεν επηρέαζε την πιο πάνω συνομολόγηση της συμφωνίας. 

Τούτου δοθέντος, θα προχωρήσουμε τώρα να εξετάσουμε τα άλλα δύο θέματα που εγείρονται, που είναι τα ακόλουθα:

(2) Η ορθή ερμηνεία του άρθρου 3(3) του Νόμου 42(Ι)/00.

(3) Η συνταγματικότητα του άρθρου 3(3), έχοντας υπόψη τις πρόνοιες των Άρθρων 23 και 26 του Συντάγματος.

Ας σημειωθεί στο στάδιο αυτό πως η παράταση που δόθηκε στην εταιρεία για πληρωμή των επενδυτών παραχωρήθηκε στις 28.7.00 ενώ το αίτημα για επιστροφή των χρημάτων του εφεσίβλητου-ενάγοντα είχε ήδη υποβληθεί στις 27.7.00, δηλαδή πριν την παράταση.  Επίσης σημειώνεται πως ο τροποποιητικός νόμος που εισήγαγε την επίδικη πρόνοια στους βασικούς νόμους τέθηκε σε ισχύ στις 7.4.00, δηλαδή πριν τη συνομολόγηση της σύμβασης μεταξύ των διαδίκων, που έγινε όπως αναφέραμε πιο πάνω, με την αποδοχή της προσφοράς του  εφεσίβλητου  από την εταιρεία στις 29.5.00.

Θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε τα εγειρόμενα θέματα ερμηνείας και συνταγματικότητας, κρίνοντας κατά πόσο η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε αυτά ήταν ορθή ή εσφαλμένη.

Αναφορικά με την ερμηνεία του άρθρου 3(3), το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ως ορθή τη θέση ότι, με τις πρόνοιες της επιφύλαξης, διδόταν μόνο δυνατότητα παράτασης στο χρόνο επιστροφής των εισπραχθέντων ποσών και όχι στο χρόνο έγερσης του δικαιώματος του αγοραστή να ζητήσει και να πάρει πίσω τα χρήματά του. 

Το σχετικό άρθρο προνοεί τα ακόλουθα:

[*1689]«Οποιοσδήποτε εκδότης ή εταιρεία ή μέλος συμβουλίου εταιρείας ή πρόσωπο έχει εισπράξει οποιοδήποτε ποσό ή αντάλλαγμα από πώληση ή προσφορά προς πώληση ή από αποδοχή προσφοράς για αγορά τίτλων για λογαριασμό υφιστάμενης ή υπό ίδρυση εταιρείας πριν από την έναρξη ισχύος του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (Τροποποιητικού) (Αρ. 4) Νόμου του 2000, με την προοπτική ή και με παραστάσεις εισαγωγής των εν λόγω τίτλων στο Χρηματιστήριο, υποχρεούται εάν οι σχετικοί τίτλοι δεν εισαχθούν για οποιοδήποτε λόγο στο Χρηματιστήριο εντός τριών μηνών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για εισαγωγή τους στο Χρηματιστήριο, ή νωρίτερα σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης, και εφόσον το ζητήσει εγγράφως ο ενδιαφερόμενος αγοραστής, να επιστρέψει τα εισπραχθέντα ποσά ή ανταλλάγματα σ΄αυτούς που τα κατέβαλαν εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία που ο ενδιαφερόμενος αγοραστής ήθελα ζητήσει επιστροφή του χρηματικού ποσού ή του ανταλλάγματος που κατέβαλε με τόκο 6% υπολογιζόμενο από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, ταυτόχρονα με την επιστροφή των σχετικών τίτλων:

Νοείται ότι εφόσον το Συμβούλιο διαπιστώσει ότι η υπό εξέταση αίτηση είναι δεόντως και επαρκώς στοιχειοθετημένη και τεκμηριωμένη σύμφωνα με τους χρηματιστηριακούς κανονισμούς και ότι δεν υπάρχει εκ πρώτης όψεως ουσιώδες εμπόδιο για μη έγκριση της αίτησης και ότι η καθυστέρηση για έγκριση δεν οφείλεται στον αιτητή, δύναται να παρέχει λογική παράταση χρόνου στον αιτητή όσον αφορά την επιστροφή των εισπραχθέντων ποσών.»

Σύμφωνη με την απόφαση  του πρωτόδικου Δικαστηρίου και την ερμηνεία που έδωσε στο άρθρο 3(3), είναι και η απόφαση του Κωνσταντινίδη, Δ., στην υπόθεση Χριστοδουλίδης κ.ά. ν. Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, Προσφυγή 603/01, ημερ. 31.5.02, στην οποία γίνεται μια ανάλυση των προνοιών του πιο πάνω άρθρου με την ακόλουθη κατάληξη:

«Με την πάροδο των τριών μηνών, υπό τους όρους του άρθρου 3(3) γεννάται δικαίωμα του ενδιαφερομένου αγοραστή και αντίστοιχη υποχρέωση για επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν.  Αυτή η προθεσμία των τριών μηνών δεν παρατείνεται και έχουμε δει πώς στην περίπτωση της βασικής διάταξης του άρθρου 58Α, η υποχρέωση επιστροφής επιβάλλεται χωρίς άλλα. Αρκεί η μη εισαγωγή ή η μη έκδοση των τίτλων στους τρεις μήνες, για οποιοδήποτε λόγο. Χωρίς δηλαδή αναζητήσεις σε σχέση [*1690]με την αιτία ή την ευθύνη για αυτήν.

Η επιφύλαξη του άρθρου 3(3) θεσπίζει τη δυνατότητα λογικής παράτασης μόνο σε σχέση με «την επιστροφή των εισπραχθέντων ποσών». Βεβαίως, περιλαμβάνεται στους όρους της επιφύλαξης και το ότι «δεν υπάρχει εκ πρώτης όψεως ουσιώδες εμπόδιο για την έγκριση της αίτησης», εννοείται για εισαγωγή των τίτλων και θα ήταν λογικό να θεωρηθεί πώς η διαφαινόμενη δυνατότητα εισαγωγής των τίτλων, η οποία και θα αναιρούσε εν τέλει και την υποχρέωση επιστροφής των ποσών, προσδιορίζεται ως συναφής παράμετρος.  Αυτό, όμως, κατά το μέγιστο.  Δεν παρέχει εν λευκώ εξουσία ουσιαστικά για αλλοίωση, κατά εξουδετέρωση του Νόμου, της προθεσμίας των τριών μηνών με την πάροδο της οποίας, εφόσον για οποιοδήποτε λόγο δεν εισάχθηκαν οι τίτλοι στο Χρηματιστήριο, γεννάται η υποχρέωση επιστροφής των ποσών.  Αυτή η υποχρέωση επέρχεται εντός δέκα ημερών από την αξίωσή τους και η έννοια του «λογικού» της παράτασης αναφορικά με την επιστροφή των χρημάτων, ελέγχεται κατά περιεχόμενο από τις πρόνοιες της βασικής διάταξης του άρθρου 3(3) ως προς τις προθεσμίες. Επομένως, βρίσκεται εκτός των πλαισίων της νομοθετικής εξουσιοδότησης ή χορήγηση παράτασης που επάγεται αναμονή και, βεβαίως, παγοποίηση των δικαιωμάτων που ήδη τελειώθηκαν για όσο προβλέπεται ότι θα χρειαστεί για την έγκριση της αίτησης εισαγωγής στο Χρηματιστήριο. Δεν αναιρεί η επιφύλαξη τη βασική πρόνοια ως προς τις προθεσμίες και δεν μπορεί να είναι λογική η παράταση που υπερβαίνει ακόμα και την προθεσμία των τριών μηνών από την πάροδο της οποίας εξαρτάται η γέννηση του δικαιώματος.  Εάν ήθελε ο Νόμος άλλη λύση, θα αναφερόταν σε δυνατότητα παράτασης της προθεσμίας των τριών μηνών, έστω με την εξάρτηση της περιόδου της παράτασης από την προβλεπόμενη ημερομηνία εισαγωγής των τίτλων.  Αν εισήγαγε δε ο Νόμος τέτοια εξάρτηση δεν θα είχε και θέση η απαίτηση να είναι «λογική» η παράταση.»

Έχοντας υπόψη και υιοθετώντας τα πιο πάνω ως ορθά, καταλήγουμε πως η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του προκειμένου, καθώς και η ερμηνεία που δόθηκε στις πρόνοιες του άρθρου 3(3) ήταν  ορθή. Έτσι, οποιαδήποτε παράταση δόθηκε αφορούσε το χρόνο επιστροφής των χρημάτων και η κατά τη δοθείσα παράταση εισδοχή των μετοχών της εταιρείας στο Χρηματιστήριο δεν μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την αναίρεση του δικαιώματος του εφεσίβλητου-ενάγοντα να απαιτήσει την επιστροφή των χρημάτων του. 

[*1691]Θα προχωρήσουμε τώρα να εξετάσουμε το θέμα της συνταγματικότητας.

Τέθηκε υπό κρίση ενώπιον μας η συνταγματικότητα των προνοιών του άρθρου 3(3), καθόσον κατά την εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου της εφεσείουσας, οι πρόνοιες του άρθρου αυτού είναι αντίθετες με τις πρόνοιες των Άρθρων 23 και 26 του Συντάγματος.

Το Άρθρο 23 διασφαλίζει το δικαίωμα του πολίτη να αποκτά, να κατέχει, να διαθέτει, κ.λ.π., κινητή και ακίνητη ιδιοκτησία και να απαιτεί το σεβασμό του δικαιώματος αυτού. Προβλέπεται δε ότι η στέρηση ή περιορισμός τέτοιου δικαιώματος μπορεί μόνο να επιβληθεί όπως προβλέπεται στο Άρθρο αυτό του Συντάγματος, που μεταξύ άλλων είναι με βάση την προαγωγή της δημόσιας ωφέλειας ή την προστασία των δικαιωμάτων τρίτων.  Μελετώντας τις 11 παραγράφους του Άρθρου αυτού, κατά την άποψη μας, είναι προφανές ότι με τις πρόνοιές του,  προστατεύονται τα περιουσιακά δικαιώματα του ατόμου από αυθαίρετες επεμβάσεις της κρατικής εξουσίας.  Αναγνωρίζοντας το πιο πάνω αποτέλεσμα των προνοιών του Άρθρου 23 του Συντάγματος, στη Chimonides v. Manglis (1967) 1 C.L.R. 125 αποφασίστηκε πως το Άρθρο 23 δεν έχει εφαρμογή σε νομοθετικές πρόνοιες που απλώς ρυθμίζουν περιουσιακά αστικά δικαιώματα μεταξύ των μερών και όπου οι περιορισμοί δεν επιβάλλονται προς το συμφέρον της πολιτείας ή ενός δημόσιου σώματος.  Κρίνουμε πως και στην παρούσα περίπτωση, το τι έχει γίνει με την επίδικη νομοθεσία είναι η ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ συμβαλλομένων, αποκλείοντας έτσι εφαρμογή των προνοιών του Άρθρου 23, έστω και αν εν πάση περιπτώσει θα μπορούσε να λεχθεί, αν είχε εφαρμογή το Άρθρο αυτό, ότι οι πρόνοιες του άρθρου 3(3) τέθηκαν για προστασία των δικαιωμάτων τρίτων, όπως επιτρέπεται από την παράγραφο 3 του πιο πάνω Άρθρου του Συντάγματος. 

Το Άρθρο 26 του Συντάγματος προστατεύει το δικαίωμα του συμβάλλεσθαι και προνοεί τα ακόλουθα στην παράγραφο 1:

«Έκαστος έχει το δικαίωμα του συμβάλλεσθαι ελευθέρως.  Τούτο υπόκειται εις όρους, περιορισμούς ή δεσμεύσεις τιθεμένους επί τη βάσει των γενικών αρχών του δικαίου των συμβάσεων.  Νόμος θέλει προβλέψει δια την πρόληψιν εκμεταλλεύσεως υπό προσώπων, άτινα διαθέτουσιν ιδιάζουσαν οικονομικήν ισχύν.»

Στην υπόθεση Chimonides (πιο πάνω) αποφασίστηκε κατά πλειοψηφία, πως το άρθρο αυτό αναφέρεται μόνο στο δικαίωμα κα[*1692]ταρτισμού της σύμβασης και δεν καλύπτει περαιτέρω την επέκταση του μέχρι και την εκτέλεσή της.  Η αρχή αυτή ακολουθήθηκε σε μεταγενέστερες αποφάσεις, αλλά και αμφισβητήθηκε μέχρι σημείου που σήμερα υπάρχει ασάφεια επί του θέματος (δέστε Loizou ν. Poullis (1969) 1 C.L.R. 17, Eureka Ltd v. Police (1979) 2 C.L.R. 165, Republic v. Menelaou (1983) 3 C.L.R. 417, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής Αντιπροσώπων (1997) 3 A.A.Δ. 36 και Καναρά ν. Πρωτοπαπά (1999) 1 Α.Α.Δ. 801).

Εν πάση περιπτώσει, όπως έχει λεχθεί και στην Chimonides (πιο πάνω), είναι επιτρεπτές νομοθετικές πρόνοιες και ρυθμίσεις που σκοπό έχουν την προστασία του δημόσιου συμφέροντος, των κοινωνικών και οικονομικών συμφερόντων, καθώς και την προστασία του κοινού και των πολιτών.  Το ίδιο το άρθρο προνοεί για την πρόληψη εκμετάλλευσης από πρόσωπα που διαθέτουν ιδιάζουσα οικονομική ισχύ, κάτι που κατά την άποψη μας θα είχε απόλυτη εφαρμογή στην περίπτωση μας, όπου και ο ίδιος ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας στην ενώπιον μας προφορική αγόρευσή του αναφέρθηκε εκτενώς στα προβλήματα και τις καταστάσεις που δημιουργήθηκαν με την εισδοχή  εταιρειών στο Χ.Α.Κ. κατά την ουσιώδη περίοδο. Εν πάση όμως περιπτώσει, στην υπόθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου των Η.Π.Α. Home Building and Loan Association v. John H. Blaisdell [1933] 290 U.S. 398 στη σελ. 434 λέχθηκε, σε μετάφραση: «η Πολιτεία επίσης εξακολουθεί να έχει εξουσία να διασφαλίζει τα ζωτικά συμφέροντα του λαού της.  Δεν έχει σημασία αν νομοθεσία κατάλληλη που εξυπηρετεί το σκοπό αυτό ‘έχει το αποτέλεσμα τροποποίησης ή κατάργησης συμβάσεων που βρίσκονται ήδη σε ισχύ, Stephenson v. Binford, 287 U.S. 251, 276’».

Στην παρούσα περίπτωση είναι προφανές απ΄όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν μας, πως η προοπτική εισδοχής των μετοχών της εφεσείουσας εταιρείας στο Χρηματιστήριο ήταν ο ουσιαστικός παράγοντας που ώθησε τον εφεσίβλητο-ενάγοντα να επενδύσει σε μετοχές της εταιρείας.  Ήταν δε λογικό, υπό τις περιστάσεις, να αναμένεται η εισδοχή των μετοχών στο Χρηματιστήριο εντός εύλογου χρόνου. Το τι καθόρισε η νομοθετική εξουσία, εν όψει των προβλημάτων που δημιουργήθηκαν γενικά, ήταν να καθορίσει ποιος ήταν αυτός ο εύλογος χρόνος και περαιτέρω να δώσει το δικαίωμα στον επενδυτή να μπορεί να θεωρήσει στην ουσία ως τερματισθείσα τη σύμβασή του με την εταιρεία και να απαιτήσει επιστροφή των πληρωθέντων χρημάτων του, όπου υπάρχει υπέρβαση του εύλογου αυτού χρόνου, δίδοντας και δικαίωμα στην εταιρεία να επιτύχει παράταση  του χρόνου επιστροφής των χρημάτων, αναλόγως με τις [*1693]περιβάλλουσες συνθήκες. Δεν έχει, κατά την άποψη μας, κάμει τίποτε άλλο η νομοθετική εξουσία παρά να ρυθμίσει θέματα που αφορούν τις συμβατικές υποχρεώσεις των πολιτών και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επενέβη καθ΄οιονδήποτε τρόπο στο δικαίωμα του συμβάλλεσθαι ελευθέρως.  Αλλά έστω και αν αυτό εθεωρείτο επέμβαση, τότε η επέμβαση αυτή εδικαιολογείτο πλήρως κάτω από τις συνθήκες και σύμφωνα με τις νομικές αρχές και αυθεντίες, στις οποίες μόλις έχουμε αναφερθεί.

Κατά συνέπεια και κάτω από το φως των όσων έχουμε προαναφέρει, απορρίπτουμε την έφεση στην ολότητά της και επιδικάζουμε έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου-ενάγοντα.

Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου-ενάγοντα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο