Στυλιανίδης Στέλιος ν. British American Insurance Co. Ltd (2003) 1 ΑΑΔ 1772

(2003) 1 ΑΑΔ 1772

[*1772]9 Δεκεμβρίου, 2003

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗΣ,

Εφεσείων,

ν.

BRITISH AMERICAN INSURANCE CO LTD,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11262)

 

Συμβάσεις ― Δεσμευτικότητα σύμβασης ― Η πρόθεση δημιουργίας έννομης σχέσης συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για τον καταρτισμό δεσμευτικής σύμβασης ― Η ανυπαρξία αυτής της πρόθεσης είναι στοιχείο το οποίο μπορεί να διαφανεί είτε εξυπακουόμενα, είτε με ρητή εκδήλωση της από τους συμβαλλομένους ― Συμφωνία η οποία υπόκειται σε καταρτισμό σύμβασης (“subject to contract”), δεν αποτελεί νομικά δεσμευτική συμφωνία.

Οι εφεσίβλητοι είναι εταιρεία εγγεγραμμένη στις Μπαχάμες με κύρια απασχόληση ασφαλιστικές εργασίες σε πολλές χώρες του κόσμου συμπεριλαμβανομένης και της Κύπρου. Ο εφεσείων εργοδοτήθηκε από τους εφεσίβλητους από το 1969 μέχρι το 1985, φθάνοντας μέχρι τη σημαντική θέση του Περιφερειακού Διευθυντή για τη Μεσόγειο.  Οι υπηρεσίες του εφεσείοντος τερματίστηκαν από τις 23.9.85.  Ο εφεσείων επικαλείται τη σύναψη συμφωνίας με τους εφεσίβλητους η οποία είχε γίνει κατά τον Ιούνιο 1985, συμφωνία την οποία δεν τήρησαν οι εφεσίβλητοι.  Ισχυρίζεται ότι μεταξύ 1983 και 1984 έγιναν διαβήματα μεταξύ των διαδίκων για σύσταση εταιρείας στην Κύπρο προς την οποία να μεταβιβάσουν τις ασφαλιστικές τους εργασίες. Ιδρύθηκε προς τούτο η εταιρεία British American Insurance Company (MED) Ltd, με κυριότερο μέτοχο και διευθύνοντα σύμβουλο τον εφεσείοντα.  Κατά τον Ιούνιο 1985 οι διάδικοι συμφώνησαν, όπως παραχωρηθεί στον εφεσείοντα προνόμιο και/ή εκλογή να έχει δικαίωμα συμμετοχής του σε ποσοστό 30% σε οποιαδήποτε ασφαλιστική εταιρεία στην Κύπρο, την οποία θα ενέγραφαν οι εφεσίβλητοι.  Συμφωνήθηκε περαιτέρω ότι σε περίπτωση που δεν προσέφεραν το εν λόγω προνόμιο στον εφεσείοντα, θα τον αποζημίωναν με ποσοστό 300% επί του τρεχούμενου χρονιαίου [*1773]μισθού του.  Την ίδια υποχρέωση συμφωνήθηκε ότι την είχαν οι εφεσίβλητοι και σε περίπτωση πώλησης των εργασιών τους στην Κύπρο σε τρίτους.

Κατά το 1985, όταν τερματίστηκε η εργοδοσία του, ο μισθός και άλλα οφελήματα τα οποία είχε ο εφεσείων συμποσούνταν σε Λ.Κ.24.273,87.  Επειδή δε στις 28.7.94 οι εφεσίβλητοι συμφώνησαν με την Metropolitan Insurance Ltd όπως πωλήσουν τις εργασίες τους στην Κύπρο, χωρίς να παράσχουν το προαναφερθέν προνόμιο στον εφεσείοντα, αυτός επικαλούμενος τη συμφωνία του Ιουνίου 1985, ζητά αποζημιώσεις ίσες προς το 300% των ετήσιων απολαβών του, ήτοι Λ.Κ.72.821,00 (3 Χ Λ.Κ.24.273,87).

Σύμφωνα με τη μαρτυρία του εφεσείοντος, τον Μάϊο του 1985 ο εφεσείων έκαμε μια συμφωνία με τους εφεσίβλητους.  Η συμφωνία εκείνη ενσωματώθηκε σε επιστολή ημερ. 3.6.85 (Τεκ. 1).  Με αυτή την επιστολή ο εφεσείων εκαλείτο να καταδείξει την αποδοχή του στους όρους της συμφωνίας, υπογράφοντας συνημμένο αντίγραφο και επιστρέφοντας το στο διευθυντή.

Βασιζόμενος στις πρόνοιες της συμφωνίας (Τεκ. 1), ο εφεσείων διεκδίκησε τότε εκείνο στο οποίο εδικαιούτο στον όρο 5, δηλαδή το ποσό των Λ.Κ.72,821,00 λόγω του ότι στερήθηκε να έχει δικαίωμα συμμετοχής σε ασφαλιστική εταιρεία στην Κύπρο η οποία θα αναλάμβανε τις ασφαλιστικές δραστηριότητες των εφεσιβλήτων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσείοντος σύμφωνα με την οποία ο ίδιος πράγματι υπέγραψε το αντίγραφο της επιστολής - Τεκ. 1 - και το παρέδωσε στο διευθυντή κ. Van Zanden.  Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε τα στοιχεία που θα έπρεπε να αποδειχθούν για να επιτύχει η αξίωση του εφεσείοντος και που ήταν:

α) Η ύπαρξη τελικής και δεσμευτικής συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων με όρους οι οποίοι ενσωματώθηκαν στην επιστολή - Τεκ. 1.

β) Η παράβαση του όρου 5 της συμφωνίας εκείνης με τη μη αποζημίωση του ενάγοντα μετά τη σύναψη της συμφωνίας μεταξύ εναγομένης και Metropolitan.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, παρόλο που είχε υπογραφεί από τον ενάγοντα η επιστολή η οποία περιείχε τα σημεία εκείνα, δεν είχε δημιουργηθεί δεσμευτική συμφωνία μεταξύ των διαδίκων.  Έκρινε επίσης ότι «δεν επεσυνέβη εκείνο το γεγονός που προβλεπόταν στη συμ[*1774]φωνία που θα ενεργοποιούσε την υποχρέωση της εναγομένης να προσφέρει δικαίωμα συμμετοχής στον ενάγοντα στην νέα αυτή εταιρεία.  Ούτε βέβαια και ενεργοποιήθηκε η υποχρέωση της για καταβολή αποζημίωσης στον ενάγοντα επειδή δεν του πρόσφερε αυτό το δικαίωμα».

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση αμφισβητώντας την ορθότητα του συμπεράσματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου με το οποίο κρίθηκε ότι δεν είχε δημιουργηθεί δεσμευτική συμφωνία μεταξύ των μερών.

Αποφασίστηκε ότι:

Το εκκαλούμενο συμπέρασμα βρίσκει έρεισμα στη νομολογία και δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης του Εφετείου προς ανατροπή του.  Είναι πρόδηλο από το λεκτικό της πιο πάνω παραγράφου 5 ότι ο καταρτισμός άλλης νομικά ισχυρής συμφωνίας αποτελούσε αναγκαία προϋπόθεση για τη δημιουργία δεσμευτικής συμφωνίας.  Πρόθεση των εφεσιβλήτων, όπως διατυπώθηκε στο Τεκ. 1 – η οποία έγινε δεκτή και από τον εφεσείοντα – ήταν η ενσωμάτωση των συμφωνηθέντων σε μια νομικά ισχυρή συμφωνία.  Ορθά λοιπόν κρίθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν είχε δημιουργηθεί έγκυρη συμφωνία. 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Winn v. Bull [1877] 7 Ch. D. 29,

Chilling-worth v. Esche [1924] 1 Ch. 97,

Alpenstow Ltd a.o. v. Regalian Properties PLC [1985] 2 All E.R. 545.

Έφεση.

Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 21/11/01 (Αρ. Αγωγής 9478/94) με την οποία απέρριψε την αξίωσή του για αποζημιώσεις ύψους Λ.Κ.72.821,- λόγω τερματισμού των υπηρεσιών του το 1985 από την υπηρεσία της εφεσίβλητης εταιρείας ως Περιφερειακού Γενικού Διευθυντή της για τη Μεσόγειο, αφού έκρινε ότι ουδέποτε υπογράφτηκε οποιαδήποτε δεσμευτική μεταξύ τους συμφωνία περί αποζημίωσης του ενάγοντα.

Χρ. Κιτρομηλίδης, για τον Εφεσείοντα.

Ν. Κλεάνθους, για τους Εφεσίβλητους.

[*1775]

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.Η αξίωση:

Με την αγωγή του ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ο εφεσείων αξίωσε από τους εφεσίβλητους ποσό της τάξεως των Λ.Κ.72.821,00 «οφειλόμενον υπό της εναγομένης δυνάμει γραπτής και/ή προφορικής συμφωνίας γενομένης κατά ή περί τον Ιούνιο 1985».

Οι έγγραφες προτάσεις.

(α)   Η έκθεση απαιτήσεως.

Οι εφεσίβλητοι είναι εταιρεία εγγεγραμμένη στις Μπαχάμες.  Ασχολούνται κυρίως με ασφαλιστικές εργασίες, σε πολλές χώρες του κόσμου και για σειρά ετών και στην Κύπρο. Ο εφεσείων, ο οποίος είναι πρόσωπο με πολυετή πείρα στον ασφαλιστικό τομέα, απασχολήθηκε στην εργοδοσία των εφεσιβλήτων από το 1969 μέχρι το 1985, υπηρετώντας σε διάφορες θέσεις και φθάνοντας μέχρι τη σημαντική θέση του Περιφερειακού Γενικού Διευθυντή για τη Μεσόγειο.  Οι υπηρεσίες του εφεσείοντος τερματίστηκαν από τις 23.9.85 με απόφαση του Συμβουλίου των εφεσιβλήτων.  Ο εφεσείων επικαλείται τη σύναψη συμφωνίας με τους εφεσίβλητους η οποία είχε γίνει πριν από τον τερματισμό των υπηρεσιών του, κατά τον Ιούνιο 1985, συμφωνία την οποία δεν τήρησαν οι εφεσίβλητοι.  Ισχυρίζεται ότι μεταξύ 1983 και 1984 έγιναν διάφορα διαβήματα σε συνεργασία εφεσείοντος και εφεσιβλήτων προς το σκοπό υλοποίησης πρόθεσης των εφεσιβλήτων να συστήσουν εταιρεία στην Κύπρο προς την οποία να μεταβιβάσουν τις ασφαλιστικές της εργασίες. Ιδρύθηκε προς τούτο η εταιρεία British American Insurance Company (M E D) Ltd, με κυριότερο μέτοχο και διευθύνοντα σύμβουλο τον εφεσείοντα. Κατά τον Ιούνιο του 1985 ο εφεσείων και οι εφεσίβλητοι συμφώνησαν, όπως παραχωρηθεί στον εφεσείοντα το προνόμιο και/ή εκλογή να έχει δικαίωμα συμμετοχής του σε ποσοστό 30% σε οποιαδήποτε ασφαλιστική εταιρεία στην Κύπρο, την οποία θα ενέγραφαν ή δημιουργούσαν οι εφεσίβλητοι. Το προνόμιο αυτό θα έπαυε να είχε ισχύ εάν ο εφεσείων εγκατέλειπε ο ίδιος θεληματικά την εργασία του, ή εσυνταξιοδοτείτο, ή απολυόταν λόγω ανέντιμης πράξης ή συμπεριφοράς του.  Περαιτέρω, συμφωνήθηκε ότι οι εφε[*1776]σίβλητοι θα είχαν το δικαίωμα να μην προσφέρουν το προνόμιο αυτό στον εφεσείοντα, οπότε σ’ αυτή την περίπτωση θα τον αποζημίωναν με ποσοστό 300%, επί του τρεχούμενου χρονιαίου μισθού του.  Την ίδια υποχρέωση να αποζημιώσουν τον εφεσείοντα, συμφωνήθηκε ότι την είχαν οι εφεσίβλητοι και σε περίπτωση παύσεως των εργασιών τους στην Κύπρο για οποιονδήποτε λόγο και σε περίπτωση πώλησης των εργασιών τους στην Κύπρο σε τρίτους.

Κατά το 1985 ότε και τερματίστηκε η εργοδοσία του, ο μισθός και άλλα οφελήματα τα οποία είχε ο εφεσείων συμποσούνταν σε Λ.Κ.24.273,87.  Επειδή δε στις 28.7.94 οι εφεσίβλητοι συμφώνησαν με την Metropolitan Insurance Ltd όπως πωλήσουν τις εργασίες τους στην Κύπρο, χωρίς να παράσχουν το προαναφερθέν προνόμιο στον εφεσείοντα, αυτός επικαλούμενος τη συμφωνία του Ιουνίου 1985, ζητά αποζημιώσεις ίσες προς το 300% των ετήσιων απολαβών του, ήτοι Λ.Κ.72.821,00 (3 Χ Λ.Κ.24.273,87).

(β)   Η έκθεση υπερασπίσεως.

Οι εφεσίβλητοι ισχυρίσθηκαν ότι και με βάση την συμφωνία που επικαλείται ο εφεσείων, αυτός δεν δικαιούται σε οτιδήποτε, αφού οι εφεσίβλητοι δεν συνέστησαν τοπική εταιρεία αλλά πώλησαν τις εργασίες τους στην Metropolitan Insurance Co. Ltd.

Η μαρτυρία.

Η υπόθεση του εφεσείοντος βασίσθηκε κυρίως επί της δικής του μαρτυρίας.  Τη μεταφέρουμε:

Τον Μάιο του 1985 ο εφεσείων έκαμε μια συμφωνία με τους εφεσίβλητους. Η συμφωνία εκείνη ενσωματώθηκε σε επιστολή ημερ. 3.6.85 (Τεκ. 1). Με αυτή την επιστολή ο εφεσείων εκαλείτο να καταδείξει την αποδοχή του στους όρους της συμφωνίας, υπογράφοντας συνημμένο αντίγραφο και επιστρέφοντας το στο διευθυντή κ. Van Zanden. Επειδή ο κ. Van Zanden θα επισκεπτόταν, όπως ο ίδιος ανέφερε, την Κύπρο στις 24 Ιουνίου, ο εφεσείων ανέμενε και όταν ήρθε ο κ. Van Zanden του παράδοσε υπογεγραμμένη την επιστολή-συμφωνία.  Αργότερα κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης του κ. Van Zanden στην Κύπρο στις 24.9.85 με επιστολή των εφεσιβλήτων τερματίστηκαν οι υπηρεσίες του εφεσείοντα, με ισχύ από την προηγούμενη μέρα, και του προσφερόταν κάποια αποζημίωση.  Όπως αργότερα  προέκυψε, οι εφεσίβλητοι πώλησαν όλο το πελατολόγιο τους στην Κύπρο, στην ασφαλιστική εταιρεία Metropolitan, στις 28.7.94 και θυγατρική εταιρεία των εφεσιβλήτων πήρε το 13% [*1777]του μετοχικού κεφαλαίου της Metropolitan.

Βασιζόμενος στις πρόνοιες της συμφωνίας (Τεκ. 1), ο εφεσείων διεκδίκησε τότε εκείνο στο οποίο εδικαιούτο στον όρο 5, αφού οι άλλοι όροι 1-4 είχαν ήδη ικανοποιηθεί.  Διεκδίκησε δηλαδή ποσό ίσο προς 300% των ετήσιων απολαβών του, ήτοι Λ.Κ.72.821,00 λόγω του ότι στερήθηκε το δικαίωμα συμμετοχής σε ασφαλιστική εταιρεία στην Κύπρο η οποία θα αναλάμβανε τις ασφαλιστικές δραστηριότητες των εφεσιβλήτων.

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας – Ευρήματα και συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσείοντος σύμφωνα με την οποία «ο ίδιος πράγματι υπέγραψε το αντίγραφο της επιστολής – Τεκ. 1 – και το παρέδωσε στον κ. Van Zanden όταν αυτός μετά από λίγες μέρες επισκέφθηκε την Κύπρο».  Ακολούθως το Πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε τα στοιχεία τα οποία θα έπρεπε να αποδειχθούν για να επιτύχει η διεκδίκηση του εφεσείοντος.  Αυτά ήταν τα εξής:

(α)       Η ύπαρξη τελικής και δεσμευτικής συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων με  όρους οι οποίοι ενσωματώθηκαν στην επιστολή – Τεκ. 1.

(β)       Η παράβαση του όρου 5 της συμφωνίας εκείνης με την μη αποζημίωση του ενάγοντα μετά την σύναψη της συμφωνίας μεταξύ εναγομένης και Metropolitan.

Στη συνέχεια το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε το κείμενο της παραγ. 5 του Τεκ. 1 το οποίο έχει ως εξής:

“5. BA will give you first option to participate in any insurance company BA forms in Cyprus. This option will be limited to 30% of the equity and will expire on the earlier of:

a) Your voluntary resignation from BA

b) Your normal retirement date

c) Your date of dismissal if caused by dishonest acts by you.

BA will have the right not to offer the option to you, but will then compensate you with 300% of your then current annual salary. This agreement would need to be put into a legal agreement.

[*1778]

Stelios, I believe this to be an extremely fair package and I hope you agree.

Please indicate your acceptance of it by signing the enclosed copy and returning it to me.”

Σε μετάφραση:

«Η ΒΑ θα σου δώσει πρώτο προνόμιο συμμετοχής σε οποιαδήποτε ασφαλιστική εταιρεία που θα ενέγραφε στην Κύπρο.  Το προνόμιο αυτό θα περιορισθεί σε συμμετοχή σε ποσοστό 30% και θα έπαυε να έχει ισχύ:

(α) Αν παραιτηθείς ο ίδιος θεληματικά από την ΒΑ.

(β) Κατά την κανονική ημερομηνία αφυπηρέτησης σου.

(γ) Κατά την  ημερομηνία απόλυσης σου λόγω ανέντιμων πράξεων σου.

Η ΒΑ θα έχει το δικαίωμα να μη σου προσφέρει το προνόμιο,  πλην όμως σ’ αυτή την περίπτωση θα σε αποζημιώσει με ποσοστό 300% επί του κατά τον κρίσιμο χρόνο τρεχούμενου ετήσιου μισθού σου.  Αυτή η συμφωνία θα χρειασθεί να τεθεί σε μια νομική συμφωνία.

Στέλιο πιστεύω ότι αυτό είναι ένα πολύ δίκαιο πακέτο και ελπίζω ότι συμφωνείς.

Παρακαλώ να υποδείξεις ότι το αποδέχεσαι με το να υπογράψεις το επισυνημμένο αντίγραφο και να μου το επιστρέψεις.»

Όπως έχει ήδη υποδειχθεί (βλ. σελ. 5, πιο πάνω) το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο εφεσείων υπέγραψε το αντίγραφο της επιστολής – Τεκ. 1 – και το παρέδωσε στον κ. Van Zanden.  Ωστόσο έθεσε το ερώτημα κατά πόσο «ακόμα και με την υπογραφή από τον ενάγοντα, της επιστολής που  περιείχε τα σημεία εκείνα, δημιουργήθηκε δεσμευτική συμφωνία μεταξύ των διαδίκων».  Έκρινε ότι δεν έχει δημιουργηθεί δεσμευτική συμφωνία μεταξύ των διαδίκων.  Έθεσε το θέμα ως εξής:

«... το σημείο 5, όπου εκτίθεται η επίδικη συμφωνία την  οποία επικαλείται ο ενάγων, τελειώνει με την εξής πρόνοια:

‘This agreement would need to be put into a legal agreement.’

[*1779]

Κατά την άποψή μου, η κατακλείδα αυτή η οποία προστέθηκε στο σημείο 5 της επιστολής, εφ’ εαυτής ανατρέπει την οποιαδήποτε άποψη περί δημιουργίας δεσμευτικής συμφωνίας με το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής, ή ακόμα και με την προσυπογραφή της από τον ενάγοντα.  Όπως είναι φανερό, αυτό το οποίο υπόσχετο η εναγομένη και αποδεχόταν ο ενάγων αναφορικά με αποζημίωση του, υπόκειτο σε όρο, και τελούσε υπό την αίρεση καταρτισμού συμφωνίας με νομική ισχύ (legal agreement).  Αυτού του είδους οι αιρέσεις, σύμφωνα με τη νομολογία και τις αυθεντίες εξουδετερώνουν την πιθανότητα ύπαρξης πρόθεσης δημιουργίας έννομης σχέσης (intention to create legal relations)».

Επί του προκειμένου το Πρωτόδικο Δικαστήριο άντλησε καθοδήγηση από τη νομολογία όπως αυτή αναλύεται στο σύγγραμμα Chitty on Contracts, 27η εκ., παραγ. 2-105.  Σημείωσε τα εξής:

«Προκύπτει από τη νομολογία ότι μια συμφωνία, έστω και αν υποστηρίζεται από αντιπαροχή, δεν είναι δεσμευτική σύμβαση εάν έγινε χωρίς την πρόθεση δημιουργίας έννομης σχέσης.  Η ανυπαρξία δε αυτής της πρόθεσης, είναι στοιχείο το οποίο μπορεί να διαφανεί είτε εξυπακουόμενα, είτε με ρητή εκδήλωση της από τους συμβαλλομένους.  Όπως αναφέρεται και στην παρα. 2-107 του ανωτέρω συγγράμματος, συχνά συμφωνίες π.χ. για πώληση γης γίνονται αλλ’ υπόκεινται σε καταρτισμό σύμβασης (“Subject to contract”).  Αυτές οι λέξεις, εξουδετερώνουν την ύπαρξη πρόθεσης ως προς το συμβάλλεσθαι, έτσι ώστε τα μέρη να μη δεσμεύονται κανονικά, μέχρις ότου ετοιμασθούν επίσημες συμβάσεις.  Το εάν και κατά πόσο μια φράση που χρησιμοποιείται έχει αυτό το αποτέλεσμα, είναι θέμα ερμηνείας.  Στην Αγγλική υπόθεση Winn v. Bull [1877] 7 Ch. D. 29 είχε συμφωνηθεί η ενοικίαση οικίας για συγκεκριμένη χρονική περίοδο και  για καθορισμένο ενοίκιο πλην όμως υπόκειτο στην ετοιμασία και έγκριση επίσημης σύμβασης.  Αποφασίστηκε ότι με αυτό τον τρόπο δεν υπήρχε ισχυρή σύμβαση.  Όπως λέχθηκε από τον Jessel M.R. στη σελ. 32:

‘It comes, therefore, to this, that where you have a proposal of agreement made in writing expressed to be subject to a formal contract being prepared, it means what it says:  it is subject to and is dependant upon a formal contract being prepared.’

Άλλες παρόμοιες περιπτώσεις οι οποίες μνημονεύονται στο [*1780]σύγγραμμα Chitty on Contracts (ανωτέρω) παρα. 2-084 είναι και οι ακόλουθες: 

Συμφωνία για την αγορά ακινήτου ‘Subject to formal contract to be prepared …’ (Chilling- worth v. Esche [1924] 1 Ch. 97).

Συμφωνία για αγορά οικίας ‘subject to formal contract to be prepared by the vendors solicitor if the vendors shall so require (Riley v. Troll [1953] 1 All E.R. 966).

Σε κάθε μια από αυτές τις περιπτώσεις, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι η συμφωνία δεν δημιούργησε έννομες υποχρεώσεις.  Κατά τον ίδιο τρόπο, συμφωνία πληρωμής αμοιβής σε κτηματομεσίτη αποφασίστηκε ότι δεν ήταν νομικά δεσμευτική, όταν αυτή λέχθηκε ότι υπόκειτο σε σύμβαση (Subject to contract): Roland Preston & Partners v. Markheath Securities [1988] 2 E.G.L.R. 23

Αφού αναφέρθηκε στα γεγονότα που συνθέτουν την επίδικη συμφωνία και στην πιο πάνω παραγ. 5 της επιστολής – Τεκ. 1 – το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ως εξής:

«Ειδικώτερα δε, καθόσον αφορά στην παράγραφο – σημείο 5 της επιστολής, είναι φανερό, ότι σ’ αυτήν εκτίθενται οι πιο βασικοί όροι, υποχρεώσεις και προϋποθέσεις μιας προτεινόμενης συμφωνίας αποζημίωσης του ενάγοντα, προς τους οποίους εκφράζεται η ελπίδα ότι αυτός θα συμφωνούσε. Δεν μπορεί όμως καθόλου να παραγνωριστεί ότι το ίδιο πρόσωπο το οποίο προτείνει συμφωνία σε αυτές τις γραμμές, προσθέτει τις λέξεις: ‘This agreement would need to by put into a legal agreement’. Τονίζονται ιδιαίτερα οι  λέξεις ‘… would need to be put’ και ‘legal agreement’.  Με τις δεύτερες καθαρά δίδεται το μήνυμα ότι η συμφωνία εκείνη ως είχε και αν ακόμα γινόταν δεκτή, δεν θα ήταν νομικά ισχυρή (legal agreement).  Θα έπρεπε να γίνει άλλη, νομικά ισχυρή συμφωνία.  Με τη χρήση δε των πρώτων λέξεων ‘would need to be put …’ τονίζεται ότι είναι αναγκαία προϋπόθεση και όχι απλή επιθυμία η προτίμηση, ο καταρτισμός νομικά δεσμευτικής συμφωνίας.  Με δεδομένο δε ότι ουδέποτε ετοιμάστηκε και υπογράφηκε μετέπειτα, τέτοια συμφωνία, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η όποια συμφωνία μεταξύ των διαδίκων, παρέμεινε ανίσχυρη και ατελής.  Επομένως ο ενάγων δεν  θα μπορούσε να διεκδικήσει οποιαδήποτε δικαιώματα στη βάση της.»

[*1781]

Παρά την πιο πάνω κατάληξη του το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε και την δεύτερη προϋπόθεση επιτυχίας της αγωγής:  Κατά  πόσο δηλαδή οι εφεσίβλητοι έχουν παραβεί την συμφωνία ενώ θα έπρεπε να αποζημιώσουν τον εφεσείοντα με ποσό τριπλάσιο του ετήσιου μισθού του.  Έκρινε ότι «δεν επεσυνέβη εκείνο το γεγονός που προβλεπόταν στη συμφωνία που θα ενεργοποιούσε την υποχρέωση της εναγομένης να προσφέρει δικαίωμα συμμετοχής στον ενάγοντα στην νέα αυτή εταιρεία.  Ούτε βέβαια και ενεργοποιήθηκε η υποχρέωση της για καταβολή αποζημίωσης στον ενάγοντα επειδή δεν του πρόσφερε αυτό το δικαίωμα».

Η έφεση

Έχουν προβληθεί λόγοι έφεσης σε σχέση με τα δύο πιο πάνω συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Με τον ένα από αυτούς αμφισβητείται η ορθότητα του συμπεράσματος του Πρωτόδικου Δικαστηρίου με το οποίο κρίθηκε ότι δεν είχε δημιουργηθεί δεσμευτική συμφωνία μεταξύ των μερών.

Ο κ. Κιτρομηλίδης, εκ μέρους του εφεσείοντος, υπέβαλε ότι από το περιεχόμενο της επιστολής – Τεκ. 1 – φαίνεται καθαρά ότι σ΄ αυτήν εκτίθενται με λεπτομέρεια οι συμφωνηθείσες πρόνοιες ενός σχεδίου αποζημίωσης του Αιτητή.  “The compensation plan which you and I discussed has been approved with minor modifications.  For clarity let me spell it out”.

Μετά την έκθεση των συμφωνηθέντων σημείων – συνέχισε ο κ. Κιτρομηλίδης – αναφέρονται επί λέξει τα ακόλουθα:  «Stelios, I believe this to be an extremely fair package and I hope you agree. Please indicate your acceptance of it by signing the enclosed copy and returning it to me.».

Το Δικαστήριο – συμπλήρωσε – με εύρημα αποφαίνεται ότι αυτό το σχέδιο αποζημίωσης του εφεσείοντα προσυπεγράφη από τον εφεσείοντα και επεστράφη στους εφεσίβλητους. Μετά την υπογραφή του τίποτε άλλο δεν απαιτείτο να γίνει. Συνεφωνήθησαν και γραπτώς οι όροι του σχεδίου σε περίπτωση που για οποιονδήποτε λόγο ο εφεσείων θα απολύετο από την εταιρεία των εφεσιβλήτων.

Σύμφωνα με τον κ. Κιτρομηλίδη δια να καταστεί το προτεινόμενο σχέδιο τελεσίδικο το μόνο που απαιτείτο ήτο η προσυπογραφή του από τον εφεσείοντα, κάτι που έγινε.  Τίποτε άλλο δεν απαιτείτο.  Η θέση του Δικαστηρίου ότι δια να είναι δεσμευτικό το σχέδιο απο[*1782]ζημίωσης θα έπρεπε να συναφθεί άλλη νομική συμφωνία είναι εσφαλμένη.  Τυχόν τέτοια συμφωνία τίποτε δεν θα πρόσθετε στην εγκυρότητα του σχεδίου αποζημίωσης.

Δεδομένου του ευρήματος του Δικαστηρίου – κατέληξε ο κ. Κιτρομηλίδης – ότι το σχέδιο αποζημίωσης με την  υπογραφή του από τον εφεσείοντα κατέστη τελεσίδικο, το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο ο εφεσείων δικαιούται με βάση τα πραγματικά γεγονότα αποζημίωση ύψους τριών ετησίων μισθών.

Τα συμπεράσματα μας.

Στην Winn v. Bull (πιο πάνω) στην οποία έχει αναφερθεί το Πρωτόδικο Δικαστήριο τα μέρη υπέγραψαν συμφωνία για ενοικίαση κατοικίας για περίοδο 7 ετών.  Στο τέλος της συμφωνίας υπήρχε η εξής πρόταση:  “This agreement is made subject to the preparation and approval of a formal contract” (η συμφωνία αυτή γίνεται τηρουμένης της ετοιμασίας και έγκρισης τυπικού εγγράφου).  Κρίθηκε ότι δεν υπήρχε δεσμευτική συμφωνία.

Στην Chilling-Worth v. Esche (πιο πάνω) με έγγραφο ημερ. 10.7.1922 οι αγοραστές συμφώνησαν να αγοράσουν ορισμένα κτήματα από τον πωλητή «subject to a proper contract to be prepared by the vendor’s solicitors» (τηρουμένου κατάλληλου εγγράφου που θα ετοιμασθεί από τους δικηγόρους του πωλητή) και αναγνώρισαν ότι πλήρωσαν ποσό £240 ως προκαταβολή και μερική πληρωμή του τιμήματος αγοράς. Οι αγοραστές υπέγραψαν το έγγραφο και ο πωλητής υπέγραψε απόδειξη για την προκαταβολή επιβεβαιώνοντας την πώληση.  Μεταγενέστερα  ετοιμάσθηκε κατάλληλο έγγραφο από τους δικήγορους του πωλητή αλλά οι αγοραστές αρνήθηκαν να το υπογράψουν και αξίωσαν την επιστροφή της προκαταβολής.

Κρίθηκε ότι δεν είχε δημιουργηθεί δεσμευτική συμφωνία. Ο Warrington L.J. παρατήρησε τα εξής στη σελ. 109:

«Ούτε η πληρωμή της προκαταβολής ούτε η αναφορά στο έγγραφο ότι ήταν συμφωνία πώλησης είναι αρκετή να μεταβάλει την εκ πρώτης όψεως έννοια του εγγράφου ημερ. 10.7.1922.  Είναι αδιαμφισβήτητο αφ’ ότου εκδόθηκε η απόφαση του Sir George Jessel στην Winn v. Bull 7 Ch.D. 29 ότι οι λέξεις ‘τηρουμένης της ετοιμασίας και έγκρισης τυπικής συμφωνίας’ σε ένα έγγραφο εμπόδιζαν το έγγραφο από του να θεωρηθεί ως τελική συμφωνία της οποίας μπορεί να διαταχθεί ειδική εκτέλεση.»*.

Στην ίδια υπόθεση ο Sargant L.J. υπέδειξε (στη σελ 114) ότι οι λέξεις «subject to contract» ή «subject to formal contract» έχουν αποκτήσει μια καθορισμένη και εξακριβωμένη νομική έννοια.  Αποτελούν τις κατάλληλες λέξεις για την εισαγωγή όρου και χρειάζεται μια πολύ ισχυρή και εξαιρετική περίπτωση για να εκτοπισθεί αυτή η σαφής εκ πρώτης όψεως έννοια.**

Οι πιο πάνω παρατηρήσεις έχουν τύχει εφαρμογής στην Alpenstow Ltd and Another v. Regalian Properties PLC [1985] 2 All E.R. 545, 551.

Παρατηρούμε ότι τα έγγραφα που είχαν υπογραφεί στις πιο πάνω δύο υποθέσεις περιλάμβαναν περισσότερα χαρακτηριστικά μιας συμφωνίας παρά το επίδικο έγγραφο.

Έχουμε εξετάσει προσεκτικά την εκκαλούμενη απόφαση σε συνάρτηση με τα επιχειρήματα του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντος.  Έχουμε την άποψη πως το θέμα διέπεται από τη νομολογία στην οποία έχει αναφερθεί το Πρωτόδικο Δικαστήριο.  Επομένως το εκκαλούμενο συμπέρασμα βρίσκει έρεισμα στη νομολογία και δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης μας.  Είναι πρόδηλο από το λεκτικό της πιο πάνω παραγ. 5 ότι ο καταρτισμός άλλης νομικά ισχυρής συμφωνίας αποτελούσε αναγκαία προϋπόθεση για τη δημιουργία δεσμευτικής συμφωνίας.  Πρόθεση των εφεσιβλήτων, όπως διατυπώθηκε στο Τεκ. 1 – η οποία έγινε δεκτή και από τον εφεσείοντα – ήταν η ενσωμάτωση των συμφωνηθέντων σε μια νομικά ισχυρή συμφωνία.  Ορθά λοιπόν κρίθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν είχε δημιουργηθεί έγκυρη συμφωνία.  Έπεται πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης μας δεν παρίσταται ανάγκη να εξετάσουμε το δεύτερο λόγο της έφεσης ο οποίος σχετίζεται με την παραβίαση της παραγ. 5 της επιστολής – Τεκ. 1.

[*1784]

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

H�έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο