Παγκυπριακή Ασφαλιστική Λτδ ν. Χρίστου Μηνά (2003) 1 ΑΑΔ 1818

(2003) 1 ΑΑΔ 1818

[*1818]9 Δεκεμβρίου, 2003

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΠΑΓΚΥΠΡΙΑΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΛΤΔ,

Εφεσείουσα,

ν.

ΧΡΙΣΤΟΥ ΜΗΝΑ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11514)

 

Πολιτική Δικονομία ― Προσθήκη διαδίκου ― Διακριτική ευχέρεια ― Δ.9, θ.10 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, η οποία αντιστοιχεί με τη Δ.16, θ.11 των Παλαιών Αγγλικών Διαδικαστικών Κανονισμών ― Εφαρμοστέο κριτήριο για δυνατότητα ανάληψης δικαιοδοσίας δυνάμει της Δ.16, θ.11 για προσθήκη εναγομένου.

Διακριτική ευχέρεια Δικαστηρίου ― Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Οι εφεσείοντες, ασφαλιστική εταιρεία, με αίτηση διά κλήσεως, ζήτησαν διάταγμα του Δικαστηρίου όπως προστεθούν ως εναγόμενοι 2 στην αγωγή υπ’ αρ. 16107/1999 την οποία είχε καταχωρήσει ο εφεσίβλητος εναντίον του εργοληπτικού οίκου Charilaos Apostolides & Co. Ltd (οι εναγόμενοι) ζητώντας αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες που είχε υποστεί σε εργατικό ατύχημα, ενώ εργαζόταν στο εργοτάξιο των εναγομένων.

Στην ένορκη δήλωση τους, η οποία υποστήριζε την αίτησή τους, οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι οι εναγόμενοι ήταν ασφαλισμένοι δυνάμει ασφαλιστηρίου εγγράφου των εφεσειόντων.  Δυνάμει της εν λόγω ασφαλιστικής καλύψεως οι εφεσείοντες είχαν, ανάμεσα σ’ άλλα, τα ακόλουθα δικαιώματα:

«α)  Να αναλάβουν την υπεράσπισιν και/ή να διορίσουν δικηγόρον της αρεσκείας τους εάν εγερθή αγωγή εναντίον του ασφαλιζομένου.

[*1819]β)   Να αρνηθούν ευθύνην εφ’ όσον υποβληθή απαίτησις υπό του ασφαλιζομένου εάν κατά τον χρόνον που επεσυνέβη το δυστύχημα προέβη εις οιανδήποτε παράβασιν του Ασφαλιστηρίου Εγγράφου».

Ο εφεσίβλητος καταχώρησε ένσταση.  Ισχυρίστηκε ότι οι εφεσείοντες δεν νομιμοποιούνται να ζητούν να επέμβουν και να συνενωθούν ως εναγόμενοι 2.  Ισχυρίσθηκε, επίσης, ότι η συμβατική ή και νομική σχέση των εφεσειόντων είναι αποκλειστικά με τους εναγομένους και δύνανται οι εφεσείοντες να υπερασπισθούν στην αγωγή μέσω των εναγομένων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση.

Οι εφεσείοντες υποστήριξαν κατ’ έφεση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στην κατάληξή του ότι δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ των εναγομένων και των εφεσειόντων.  Υποστήριξαν επίσης ότι επληρούντο όλα τα κριτήρια της νομολογίας που καθιστούν αναγκαία την παρέμβαση των εφεσειόντων στη διαδικασία.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η προσθήκη διαδίκου διέπεται από τη Δ.9, θ.10 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.  Η εν λόγω διάταξη αντιστοιχεί στη Δ.16, θ.11 των Παλαιών Διαδικαστικών Κανονισμών.

2.  Οι αρχές οι οποίες προκύπτουν από τη σχετική αγγλική νομολογία είναι οι ακόλουθες:

α.  Το κριτήριο κατά πόσο δυνάμει της Δ.16, θ.11 το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να προσθέσει ως εναγόμενο πρόσωπο το οποίο ο ενάγων δεν επιθυμούσε να εναγάγει είναι το εξής:

     «Μπορεί το διάταγμα το οποίο επιδιώκει ο ενάγων να επηρεάσει άμεσα τον παρεμβαίνοντα στην απόλαυση των νομίμων δικαιωμάτων του».

β.  Οι ασφαλιστές πρέπει να προστεθούν ως εναγόμενοι, εφόσον θα αναλάμβαναν να πληρώσουν οποιεσδήποτε αποζημιώσεις που δυνατό να επιδικάζοντο στον ενάγοντα.

γ.  Δεν μπορεί να εγερθεί διαφορά μεταξύ του ενάγοντα και των ασφαλιστών εκτός μετά από την έκδοση απόφασης σε αγωγή, μεταξύ του ενάγοντα και του εναγομένου, υπέρ του ενάγοντα και τη θεμελίωση δικαιώματος αποζημίωσης από τον εναγόμενο εναντίον των ασφαλιστών. (Carpenter v. Ebblewhite and Others).

     Στην παρούσα υπόθεση οι εφεσείοντες ασφαλιστές δεν προσφέρ[*1820]θηκαν να αναλάβουν οποιαδήποτε ευθύνη ικανοποίησης της απόφασης που θα εκδοθεί εναντίον των εναγομένων.  Αντίθετα καθώς προκύπτει από σχετική επιστολή τους «δεν μπορούν να αναλάβουν την ευθύνη».  Περαιτέρω στο παρόν στάδιο δεν υφίσταται οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ του ενάγοντα και των ασφαλιστών-εφεσειόντων εντός της έννοιας των νομολογηθέντων στην Carpenter (πιο πάνω).

3.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει ασκήσει τη σχετική διακριτική του ευχέρεια με τον ορθό τρόπο και δεν παρέχεται περιθώριο επέμβασης του Εφετείου.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Amon v. Raphael Tuck & Sons Ltd [1956] 1 All E.R. 273,

Dollfus Mieg et Compagnie S.A. v. Bank of England [1950] 2 All E.R. 605,

General Insurance Co. of Cyprus Ltd v. Georghiou a.o. (1963) 2 C.L.R. 117,

Gurtner v. Circuit [1968] 1 All E.R. 328,

Byrne v. Brown [1889] 22 Q.B.D. 657,

Carpenter v. Ebblewhite a.o. [1939] 1 K.B. 347,

Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984,

Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (1992) 1 Α.Α.Δ. 710,

Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954,

Donald Campbell & Co. Ltd v. Pollak [1927] A.C. 732,

Evans v. Bartlam [1937] A.C. 473,

Young v. Thomas [1892] 2 Ch. 234,

Egerton v. Jones [1939] 3 All E.R. 892.

Έφεση.

[*1821]

Έφεση από την εφεσείουσα ασφαλιστική εταιρεία κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 1/11/02 (Αρ. Αγωγής 16107/99) με την οποία απέρριψε την αίτησή της ημερομηνίας 28/3/02, με την οποία ζητούσε Διάταγμα ώστε να προστεθεί ως εναγόμενη 2 στην αγωγή την οποία άσκησε ο εφεσίβλητος για αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες ενώ εργάζετο ως οικοδόμος στο εργοτάξιο των εναγομένων καθώς και Διάταγμα το οποίο να επιτρέπει σ’ αυτή να παρέμβει στη διαδικασία δυνάμει της Δ.9, θ.10 των περι Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.

Μ. Αβρααμίδης για Μ. Πελίδη, για την Εφεσείουσα.

Π. Χ”Παναγιώτου για Α. Μαθηκολώνη, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.:  Ο εφεσίβλητος είναι οικοδόμος.  Κατά τον κρίσιμο χρόνο ήταν εργοδοτούμενος της εταιρείας Charilaos Apostolides & Co. Ltd (οι εναγόμενοι). Στις 2.6.1997 τραυματίσθηκε σε εργατικό ατύχημα ενώ εργαζόταν στο εργοτάξιο των εναγομένων. Το Δεκέμβριο του 1999 καταχώρησε την αγωγή με αρ. 16107/1999 εναντίον των εναγομένων για γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες τις οποίες είχε υποστεί λόγω της αμέλειας των εναγομένων. Η έκθεση απαιτήσεως καταχωρήθηκε στις 17.9.2001.  Στην έκθεση υπερασπίσεως, η οποία καταχωρήθηκε στις 21.9.2001, οι εναγόμενοι ήγειραν τις πιο κάτω δύο προδικαστικές ενστάσεις:

«1. Ο ενάγων κατά ή περί την 9 Οκτωβρίου 1997, εις γλώσσα καταληπτή υπ’ αυτού, υπέγραψε, έναντι εισπραχθέντος υπ΄ αυτού ποσού προς πλήρη εξόφληση όλων των απαιτήσεων του δια υλικές ζημιές και τραυματισμούς εγειρομένων άμεσα ή έμμεσα από ατύχημα ή ασθένεια που έτυχε εις αυτόν, απαλλακτική απόδειξιν των πιθανών ευθυνών των εργοδοτών των εναγομένων.

2. Η παρούσα αγωγή δεν δύναται να προχωρήσει κατ’ αυτών εφ’ όσον ηγέρθη μετά παρέλευση δύο ετών συμφώνως του Άρθρου 19 του Νόμου Υποχρεωτικής Ασφαλίσεως της Ευθύνης των Εργοδοτών του 1989, Νόμος 174/89.»

[*1822]

Σε σχέση με την ουσία της υπόθεσης οι εναγόμενοι αρνήθηκαν ότι ήταν αμελείς. Πρόβαλαν τη θέση ότι ήταν ο ίδιος ο εφεσίβλητος που είχε ενεργήσει αμελώς.

Στις 28.3.2002 η Παγκυπριακή Ασφαλιστική Λίμιτεδ (οι εφεσείοντες) κατεχώρησαν αίτηση δια κλήσεως με την οποία ζητούσαν τις πιο κάτω θεραπείες:

«(α) Διάταγμα του Δικαστηρίου όπως η Παγκυπριακή Ασφαλιστική Λιμιτεδ προστεθεί ως εναγομένη 2 στην παρούσα αγωγή.

 (β)  Διάταγμα του Δικαστηρίου επιτρέπον εις την Παγκυπριακή Ασφαλιστική Λιμιτεδ όπως παρέμβει και λάβει μέρος εις την διαδικασίαν (intervene) υπό τοιούτους όρους ως το Δικαστήριον ήθελε κρίνει πρέπον.»  

Στην ένορκη δήλωση τους, η οποία υποστήριζε την αίτηση τους, οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι οι εναγόμενοι ήταν ασφαλισμένοι δυνάμει ασφαλιστηρίου εγγράφου αρ. 5800023567-2 των εφεσειόντων.  Δυνάμει της εν λόγω ασφαλιστικής καλύψεως οι εφεσείοντες είχαν, ανάμεσα σ’ άλλα, τα πιο κάτω δικαιώματα:

«(α)            Να αναλάβουν την υπεράπισιν και/ή να διορίσουν δικηγόρον της αρεσκείας τους εάν εγερθή αγωγή εναντίον του ασφαλιζομένου.

 (β) Να αρνηθούν ευθύνην εφ’ όσον υποβληθή απαίτησις υπό του ασφαλιζομένου εάν κατά τον χρόνον που επεσυνέβη το δυστύχημα προέβη εις οιανδήποτε παράβασιν του Ασφαλιστηρίου Εγγράφου.»

Ισχυρίστηκαν, επίσης, ότι με επιστολή τους ημερ. 22.3.2000 προς τους εναγομένους οι εφεσείοντες υπέδειξαν ότι οι εναγόμενοι δεν είχαν οποιαδήποτε ευθύνη «για ότι συνέβη» στον εφεσίβλητο.  Υπέδειξαν επίσης ότι στις 9.10.97 οι εναγόμενοι πλήρωσαν στον εφεσίβλητο το ποσό των Λ.Κ.750 προς πλήρη διευθέτηση τυχόν απαίτησης του και στις 6.4.98 οι εφεσείοντες πλήρωσαν προς τους εναγομένους το εν λόγω ποσό.  Αφού αναφέρθηκε στην καταχώρηση της πιο πάνω αγωγής η επιστολή των εφεσειόντων κατέληγε ως εξής:

«Έχοντας τα πιο πάνω υπ’ όψιν και σταθμίζοντας όλα τα δεδομένα, εισηγούμαστε τα ακόλουθα:

Τόσον εσείς όσον και εμείς διατηρούμε την Νομική μας θέση [*1823]που προκύπτει από τις περιστάσεις. Διορίζομεν και οι δύο πλευρές, τόσον εσείς όσον και εμείς τον δικηγόρο μας ώστε και οι δυο μαζί, άνευ βλάβης των δικαιωμάτων μας, να χειριστούν και να υπερασπιστούν την αγωγή για λογαριασμό σας και για λογαριασμό μας.

Είμαστε σίγουροι ότι θα κερδιθεί η αγωγή από εσάς ως εναγομένους πλην όμως λαμβάνοντας υπ’ όψιν τόσον την κλίμακα της αγωγής όσον και το γεγονός ότι έχωμεν από το 1998 ενημερώσει τους αντασφαλιστές μας για την διευθέτηση της υπόθεσης δυστυχώς δεν μπορούμε να αναλάβωμεν την ευθύνη.  Ως εκ τούτου  θα συμμετάσχωμεν στον χειρισμό της αγωγής χωρίς ευθύνη και θα συζητήσωμεν ενδεχομένως το θέμα ξανά σε μεταγενέστερο στάδιο.  Δικηγόρος από δικής μας πλευράς θα είναι ο κ. Μάριος Πελίδης τηλ. 315939 Λευκωσία.»

Σε σχέση με την πιο πάνω επιστολή οι εφεσείοντες ισχυρίσθηκαν ότι οι «εναγόμενοι ουδέν ενδιαφέρον υπέδειξαν και εις ουδέν μέτρον προέβησαν προς υποστήριξη των συμφερόντων των πλην την υπερασπίσεως» η οποία κατεχωρήθη από τους δικηγόρους τους βάσει των όρων του πιο πάνω Ασφαλιστικού Συμβολαίου.

Τέλος ισχυρίσθηκαν ότι «τα οικονομικά και/ή πραγματικά τους συμφέροντα θα επηρεασθούν εάν εκδοθή απόφασις εναντίον των εναγομένων και ότι πιθανόν να κληθούν να καταβάλουν το ποσόν της πιθανής δικαστικής απόφασης χωρίς να έχουν την ευκαιρίαν να υπερασπισθούν τα εν λόγω συμφέροντα τους».

Σημειώνεται ότι στην πιο πάνω ένορκη δήλωση τους οι εφεσείοντες αναφέρονται στο αρ. 19 του περί Υποχρεωτικής Ασφαλίσεως της Ευθύνης των Εργοδοτών Νόμου του 1989 (Ν 174/89) το οποίο προβλέπει:

«Οποιαδήποτε αγωγή για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου πρέπει να εγείρεται εντός δύο (2) ετών από την ημέρα του ατυχήματος.»

Ο εφεσίβλητος κατεχώρησε ένσταση στην πιο πάνω αίτηση.  Ισχυρίστηκε ότι οι εφεσείοντες δεν νομιμοποιούνται «εξ οιασδήποτε αιτίας να ζητούν να επέμβουν και να συνενωθούν ως εναγόμενοι 2».  Ισχυρίσθηκε, επίσης, ότι η συμβατική ή και νομική σχέση των εφεσειόντων είναι αποκλειστικά με τους εναγομένους 1 και δύνανται οι εφεσείοντες να υπερασπισθούν την αγωγή μέσω των εναγομένων 1, όπως άλλωστε αναφερόταν και στην ένορκη δήλωση τους [*1824](βλ. παραγ. 6).

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση.  Έθεσε το θέμα ως εξής:

«Η αρχή που διέπει την προσθήκη ασφαλιστή ως εναγομένου σε αγωγή επί αμέλειας, διατυπώθηκε στην υπόθεση Carpenter v. Ebblewhite [1939] 1 K.B. 347, C.A..  Τέτοια προσθήκη δεν είναι επιτρεπτή όταν δεν υφίσταται διαφορά μεταξύ του ασφαλιστή και άλλων εναγομένων.

Εν προκειμένω δεν αποκαλύπτεται διαφορά μεταξύ των εναγομένων και της αιτήτριας.  Οι εναγόμενοι διόρισαν δικηγόρους τους δικηγόρους της αιτήτριας και πρόβαλαν ως υπεράσπιση τις θέσεις που περιέχονται στην εν λόγω επιστολή της.  Άλλωστε έστω κι αν υπήρχε ενεστώσα διαφορά, δεν θα ασκούσα την ευχέρεια μου υπέρ της παρέμβασης της αιτήτριας.  Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης, ο ενάγοντας, ένας εργαζόμενος με πέντε παιδιά, τραυματίστηκε πολύ σοβαρά σε εργατικό ατύχημα το 1997, ενώ η αγωγή του εκκρεμεί τρία χρόνια.  Αν υπήρχε διαφορά μεταξύ των εναγομένων και των ασφαλιστών τους, ας ελύετο μεταξύ τους χωρίς περιπλοκή και περαιτέρω καθυστέρηση της υπόθεσης του ενάγοντα.»

Η έφεση:

Οι εφεσείοντες υπέβαλαν ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στην κατάληξη του ότι δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ των εναγομένων και των εφεσειόντων.  Στην παρούσα υπόθεση – συνέχισαν – πληρούνται όλα τα κριτήρια και υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις της νομολογίας που καθιστούν αναγκαία την παρέμβαση των εφεσειόντων στη διαδικασία. 

Η προσθήκη διαδίκου διέπεται από την Δ.9  θ.10 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Η τελευταία αντιστοιχεί με την Δ.16  θ.11 των Παλαιών Αγγλικών Διαδικαστικών Κανονισμών.  Ο θ.11 έτυχε ερμηνείας από την Αγγλική νομολογία.  Στην Amon v. Raphael Tuck & Sons Ltd [1956] 1 All E.R. 273 το θέμα τέθηκε ως εξής:

«Το κριτήριο κατά πόσο δυνάμει της Δ.16  θ.11 το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να προσθέσει ως εναγόμενο πρόσωπο το οποίο ο ενάγων δεν επιθυμούσε να εναγάγει ήταν κατά πόσο το διάταγμα το οποίο ο ενάγων επεδίωκε στην αγωγή δυνατόν να επη[*1825]ρέαζε άμεσα τον παρεμβαίνοντα (δηλαδή τον προτεινόμενο διάδικο) με τον περιορισμό των νομίμων δικαιωμάτων των. γιατί ο μόνος λόγος ο οποίος δυνατόν να καθιστά την παρουσία ενός μέρους ενώπιον του Δικαστηρίου αναγκαία για να δυνηθεί το Δικαστήριο να αποφανθεί πλήρως (εντός της έννοιας της Δ.16  θ.11) ήταν ότι θα δεσμεύεται από το αποτέλεσμα της διαδικασίας.»

Προηγουμένως στην Dollfus Mieg et Compagnie S.A. v. Bank of England [1950] 2 All E.R. 605, 611 υιοθετήθηκε το εξής κριτήριο:

«Μπορεί το διάταγμα το οποίο επιδιώκει ο ενάγων να επηρεάσει άμεσα τον παρεμβαίνοντα στην απόλαυση των νομίμων δικαιωμάτων του.»

Σημειώνουμε ότι οι πιο πάνω δύο αποφάσεις έχουν υιοθετηθεί από το δικό μας Εφετείο στην General Insurance Co. of Cyprus Ltd v. Georghiou  and Another (1963) 2 C.L.R. 117.

Στην Gurtner v. Circuit [1968] 1 All E.R. 328 o Lord Denning M.R. επέλεξε να δώσει μια ευρεία ερμηνεία στο σχετικό κανόνα όπως είχε δοθεί και από τον Lord Esher M.R. στην Byrne v. Brown [1889] 22 Q.B.D. 657.  Έθεσε το θέμα ως εξής:

«Μου φαίνεται πως όπου δύο μέρη αντιδικούν σε μια αγωγή και η επίλυση της αντιδικίας θα επηρεάσει άμεσα τα νόμιμα δικαιώματα ή την τζέπη ενός τρίτου προσώπου υπό την έννοια  ότι θα υποχρεωθεί να πληρώσει τον λογαριασμό, τότε το Δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας μπορεί να του επιτρέψει να προστεθεί ως διάδικος υπό τέτοιους όρους ως θεωρεί κατάλληλους.  Πράττοντας ούτω το δικαστήριο επιτυγχάνει τους σκοπούς του Κανόνα.  Καθιστά δυνατό για όλα τα επίδικα θέματα να ‘αποφασισθούν αποτελεσματικά και πλήρως’ ανάμεσα σε όλους εκείνους που ενδιαφέρονται άμεσα για το αποτέλεσμα.»

Στην Gurtner (πιο πάνω) οι ασφαλιστές ζήτησαν να προστεθούν ως εναγόμενοι στην αγωγή.  Το αίτημα τους εγκρίθηκε από τον Master, εφόσον θα αναλάμβαναν να ικανοποιήσουν τις αποζημιώσεις που θα επιδικάζοντο στον ενάγοντα (the Master granted the application on their giving an undertaking to satisfy any damages awarded to the plaintiff). Το Δικαστήριο ανέτρεψε την  απόφαση του Master.  Το Εφετείο έκρινε ότι οι ασφαλιστές πρέπει να προστεθούν [*1826]ως εναγόμενοι, εφόσον θα αναλάμβαναν να πληρώσουν οποιεσδήποτε αποζημιώσεις που δυνατόν να επιδικάζοντο στον ενάγοντα. Ο Lord Denning M.R. έθεσε το θέμα ως εξής στη σελ. 332:

«In my opinion, we should make an order allowing the Motor Insurers’ Bureau to be added as defendants.  They are prepared to undertake to pay any damages that may be awarded. This undertaking should be embodied in the order. On being added, they should be entitled to defend the action and to exercise all the rights of the defendant therein.»

Σε μετάφραση:

«Κατά τη γνώμη μου, θα πρέπει να εκδώσουμε διάταγμα που να επιτρέπει στο Motor Insurers’ Bureau να προστεθούν ως εναγόμενοι.  Είναι έτοιμοι να αναλάβουν να πληρώσουν οποιεσδήποτε αποζημιώσεις που δυνατόν να επιδικασθούν.  Η ανάληψη τέτοιας υποχρέωσης πρέπει να ενσωματωθεί στην απόφαση.  Εφόσον προστεθεί θα πρέπει να δικαιούνται να υπερασπιστούν την αγωγή και να ασκήσουν όλα τα δικαιώματα του εναγομένου.»

Από την απόφαση Gurtner (πιο πάνω) προκύπτει ότι μέρος του λόγου της (ratio) ήταν η ανάληψη υποχρέωσης από τους ασφαλιστές να ικανοποιήσουν την απόφαση που θα εκδοθεί εναντίον του ασφαλιζόμενου. Πρόσθετα καθώς έχει νομολογηθεί (βλ. Carpenter v. Ebblewhite and Others [1939] 1 K.B. 347, 358) δεν μπορεί να εγερθεί διαφορά μεταξύ του ενάγοντα και των ασφαλιστών εκτός μετά από την έκδοση απόφασης σε αγωγή, μεταξύ του ενάγοντα και του εναγομένου, υπέρ του ενάγοντα και τη θεμελίωση δικαιώματος αποζημίωσης από τον εναγόμενο εναντίον των ασφαλιστών.

Η εκκαλούμενη απόφαση έχει εκδοθεί στα πλαίσια άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Εφόσον πρόκειται για απόφαση που απορρέει από άσκηση διακριτικής ευχέρειας επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται: 

(α)       Όπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το Νόμο, όπως όταν διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκηση της εξωγενείς παράγοντες.

(β)       Όπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε πασιφανή αδικία, όπως είναι η περίπτωση στην οποία δε θα μπορούσε να [*1827]προέλθει κανένα δικαστήριο (Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, 988, 989, Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (1992) 1 Α.Α.Δ. 710).

(γ)        Όπου υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου, εφαρμογή λανθασμένων αρχών δικαίου, λήψη υπόψη άσχετων στοιχείων, μη λήψη υπόψη σχετικών στοιχείων (Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954, Donald Campbell & Co. Ltd v. Pollak [1927] A.C. 732, Evans v. Bartlam [1937] A.C. 473, Young v. Thomas [1892] 2 Ch. 234 και Εgerton v. Jones [1939]3 All E.R. 892).

Στην παρούσα υπόθεση οι εφεσείοντες ασφαλιστές δεν προσφέρθηκαν να αναλάβουν οποιαδήποτε ευθύνη ικανοποίησης της απόφασης που θα εκδοθεί εναντίον των εναγομένων.  Αντίθετα καθώς προκύπτει από την πιο πάνω επιστολή τους (βλ. σελ. 4, πιο πάνω) «δεν μπορούν να αναλάβουν την ευθύνη».  Περαιτέρω στο παρόν στάδιο δεν υφίσταται οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ του ενάγοντα και των ασφαλιστών-εφεσειόντων εντός της έννοιας των νομολογηθέντων στην Carpenter (πιο πάνω).

Έχουμε λάβει υπόψη τις πιο πάνω θέσεις της νομολογίας σε συνάρτηση με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.  Έχουμε την άποψη πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει ασκήσει τη σχετική διακριτική του ευχέρεια με τον ορθό τρόπο και δεν παρέχεται περιθώριο επέμβασης μας.  Έπεται πως η έφεση δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται με έξοδα.

Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο