Ζερβός Παναγιώτης ν. Euroinvestment & Finance Ltd (2003) 1 ΑΑΔ 1968

(2003) 1 ΑΑΔ 1968

[*1968]23 Δεκεμβρίου, 2003

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ/στές]

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΖΕΡΒΟΣ,

Εφεσείων-Εναγόμενος,

ν.

EUROINVESTMENT & FINANCE LTD,

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11628)

 

Πολιτική Δικονομία ― Συνοπτική απόφαση ― Εκδίδεται μόνο στις περιπτώσεις όπου έκδηλα καταδεικνύεται πως ο εναγόμενος δεν έχει καμιά υπεράσπιση στην εναντίον του αγωγή.

Στην υπόθεση αυτή, οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες (οι εφεσίβλητοι), δημόσια εταιρεία η οποία έχει άδεια άσκησης τραπεζικών εργασιών από την Κεντρική Τράπεζα, έκαμαν συμβόλαιο με τον εφεσείοντα-εναγόμενο (ο εφεσείων), για την παραχώρηση σ’ αυτόν χρηματικών διευκολύνσεων για την αγορά μετοχών, αξιόγραφων ή άλλων αξιών εισηγμένων στο ΧΑΚ. Οι αξίες αυτές θα εγγράφονταν στο όνομα θυγατρικής εταιρείας των εφεσιβλήτων για την εξασφάλιση των δανείων που θα του παραχωρούνταν.  Η τελευταία θα είχε το δικαίωμα να πωλεί τις αξίες που αγοράστηκαν από τον εφεσείοντα, η δε είσπραξη θα χρησιμοποιείτο για την εξόφληση οποιουδήποτε οφειλόμενου ποσού στους εφεσίβλητους ή αν υπήρχε περίσσευμα θα πιστωνόταν ο λογαριασμός του.  Ο εφεσείων αρνήθηκε να πληρώσει το χρεωστικό υπόλοιπο, £46.228,75, οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν αγωγή εναντίον του και αίτηση για συνοπτική απόφαση δυνάμει της Δ.18 Κ1(α) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.  Στην ένορκη δήλωση για υποστήριξη της ένστασης του ο εφεσείων ισχυρίσθηκε πως η θυγατρική εταιρεία των εφεσιβλήτων καθώς και οι ίδιοι είχαν καταστεί εμπιστευματοδόχοι των αξιών που ανήκαν στον ίδιο, και που ήσαν εγγεγραμμένες στο όνομα της θυγατρικής τους εταιρείας με υποχρέωση να κατέχουν και να διαχειρίζονται τις αξίες κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο.  Και ενώ θα μπορούσαν να πωλήσουν τις μετοχές όταν αυτές είχαν μεγάλη αξία ώστε να εξοφληθεί ή να μειωθεί το χρέος του, τις διέθεσαν όταν η αξία τους ήταν εξευτελιστική με αποτέλεσμα να παραμείνει το χρέος που [*1969]αξίωσαν οι εφεσίβλητοι με την αγωγή τους.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η υπεράσπιση δεν ανέφερε τα γεγονότα εκείνα στα οποία εδράζονται οι ισχυρισμοί που πρόβαλε ο εφεσείων, ούτε και υπήρχε μαρτυρία για διαπίστωση καθήκοντος επιμέλειας από πλευράς των εφεσιβλήτων το οποίο είχε παραβιασθεί που δεν επώλησαν όταν οι τιμές των αξιών ήταν ψηλές.  Το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση συνοπτική εναντίον του εφεσείοντος.

Εναντίον της πιο πάνω απόφασης ο εφεσείων άσκησε την παρούσα έφεση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η ένορκη δήλωση του εφεσείοντος περιείχε τα στοιχεία στα οποία εδράζεται η υπεράσπιση που θέλει να προβάλει, και η υπό αναφορά συνοπτική διαδικασία δεν ήταν η δίκη της υπόθεσης για να προσκομίσει τη μαρτυρία που διέθετε.  Αυτό που αναμενόταν να δείξει ήταν πως έχει υπεράσπιση σε βαθμό που ενδείκνυται να του επιτραπεί το δικαίωμα της προβολής της.  Και βεβαίως, το κατά πόσο νομικά ευσταθεί, θα είναι το αντικείμενο της δίκης.

2.  Η συνοπτική διαδικασία που προβλέπεται στη Δ.18 Κ.1(α) πρέπει να περιορίζεται στις περιπτώσεις όπου έκδηλα καταδεικνύεται πως ο εναγόμενος δεν έχει καμιά υπεράσπιση στην εναντίον του αγωγή.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ’ έφεση.

Έφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο κατά της συνοπτικής απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 13/3/03 (Αρ. Αγωγής 8893/01) με την οποία απέρριψε την ένστασή του και αποδέχθηκε την αίτηση των εναγόντων για ποσό £46.228,75 ως οφειλόμενο προς αυτούς από τον εναγόμενο βάσει συμβολαίου σύμφωνα με το οποίο οι ενάγοντες θα παραχωρούσαν στον εναγόμενο χρηματικές διευκολύνσεις για αγορά μετοχών και άλλων αξιών εισηγμένων στο ΧΑΚ.

Α. Παπαντωνίου, για τον Εφεσείοντα.

Φ. Πελίδης με Γ. Σαζεΐδου, για τους Εφεσίβλητους.

[*1970]

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.:  Στις 13.3.03 Ανώτερος Επαρχιακός Δικαστής του Ε.Δ.Λευκωσίας εξέδωσε με συνοπτική διαδικασία απόφαση εναντίον του εφεσείοντα/εναγόμενου μετά που αποδέκτηκε αίτηση των εφεσιβλήτων/εναγόντων, που έγινε βάσει της Δ.18 Κ.1(α) Οι λεπτομέρειες της απαίτησης, όπως διατυπώνονται στο ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα της αγωγής, καταλαμβάνουν 4 δακτυλογραφημένες σελίδες.  Ο πρωτόδικος δικαστής συνοψίζει ορθά την αιτία αγωγής των εφεσιβλήτων στην αγωγή τους. Είναι δημόσια εταιρεία και έχει άδεια άσκησης τραπεζικών εργασιών από την Κεντρική Τράπεζα, ιδιότητα που αρνείται ο εφεσείων στην έκθεση υπεράσπισης του, αλλά δεν έχει σημασία.  Η εργασία της είναι η χρηματοδότηση επενδύσεων στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (Χ.Α.Κ.). Το επίμαχο συμβόλαιο, που υπεγράφη μεταξύ των διαδίκων, πρόβλεπε πως οι εφεσίβλητοι θα παραχωρούσαν χρηματικές διευκολύνσεις στον εφεσείοντα για να αγοράζει μετοχές, αξιόγραφα ή άλλες αξίες εισηγμένες στο ΧΑΚ, μετά από οδηγίες που ο ίδιος θα έδιδε σε χρηματιστηριακό γραφείο, που θα ενεργούσε για λογαριασμό του. Οι αξίες αυτές θα εγγράφονταν στο όνομα θυγατρικής εταιρείας των εφεσιβλήτων, συγκεκριμένα την Ε.M.F. Investors ltd για την εξασφάλιση των δανείων που θα του παραχωρούνταν.  Η τελευταία θα είχε το δικαίωμα να πωλεί τις αξίες που αγοράστηκαν από τον εφεσείοντα, η δε είσπραξη θα χρησιμοποιείτο για την εξόφληση οποιουδήποτε οφειλόμενου ποσού στην εφεσίβλητη, ή αν υπήρχε περίσσευμα θα πιστωνόταν ο λογαριασμός του.  Υπάρχουν και άλλες λεπτομέρειες στην επίμαχη σύμβαση που δεν χρειάζεται όμως να αναφερθούν. Το αποτέλεσμα της λειτουργίας της συμφωνίας απέβη εις βάρος του εφεσείοντα.  Ο λογαριασμός του παρέμεινε χρεωστικός, μολονότι πωλήθηκαν όλες οι αξίες που κρατούσε η θυγατρική των εφεσειόντων εταιρεία.  Το χρεωστικό υπόλοιπο, £46,228.75, αρνήθηκε ο εφεσείων να το πληρώσει, και ως εκ τούτου καταχωρίστηκε εναντίον του αγωγή, στην οποία εξεδόθη εις βάρος του απόφαση με τη συνοπτική διαδικασία που προβλέπεται στη Δ.18 Κ1(α).

Ο εφεσείων καταχώρισε ένσταση στην αίτηση των εφεσιβλήτων για συνοπτική απόφαση. Στη μακροσκελή ένορκη του δήλωση παραδέχεται την υπογραφή της συμφωνίας και τους όρους που περιέχει. Πρόβαλε όμως τους πιο κάτω ισχυρισμούς ως υπεράσπιση. Λέγει πως υπήρχε απόλυτη συνεργασία μεταξύ της εφεσίβλητης και της θυγατρικής της εταιρείας, στο όνομα της οποίας, [*1971]όπως είπαμε, εγγράφηκαν όλες οι αξίες που αγοράζονταν από τον εφεσείοντα, ενώ το χρηματιστηριακό γραφείο που ενεργούσε εκ μέρους του του το είχαν συστήσει οι εφεσίβλητοι.  Η βασική του θέση, όπως διατυπώνεται στην ένορκη του δήλωση, είναι πως η θυγατρική εταιρεία των εφεσιβλήτων καθώς και οι ίδιοι είχαν καταστεί εμπιστευματοδόχοι των αξιών που ανήκαν στον ίδιο, και που ήσαν εγγεγραμμένες στο όνομα της θυγατρικής τους εταιρείας, με υποχρέωση να κατέχουν και να διαχειρίζονται τις αξίες κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο.  Και ενώ για κάποιο χρονικό διάστημα οι μετοχές είχαν μεγάλη αξία και θα μπορούσαν να πωληθούν ώστε να εξοφληθεί το χρέος του, ή και να μειωθεί, τις διέθεσαν όταν η αξία τους ήταν εξευτελιστική, με αποτέλεσμα να παραμείνει το χρέος που αξίωσαν οι εφεσίβλητοι με την αγωγή τους. 

Ο πρωτόδικος δικαστής εξετάζοντας την υπεράσπιση που πρόβαλε ο εφεσείων, όπως την έχουμε συνοψίσει πιο πάνω, είπε τα εξής:

«Αναφερόμενος στη δημιουργία καταπιστεύματος ή σύμβασης ή καθήκοντος για επιμέλεια δεν αναφέρει τα γεγονότα εκείνα στα οποία εδράζεται οποιαδήποτε από τις πιο πάνω νομικές σχέσεις, η φύση τους και οι όροι λειτουργίας ή εφαρμογής τους. Ειδικότερα, όταν αναφέρεται σε καταπίστευμα δεν αναφέρει τι είδους καταπίστευμα είναι και υπό ποιους όρους θα λειτουργούσε. Επίσης όταν αναφέρεται σε ρητό ή εξυπακουόμενο όρο δεν αναφέρει τα γεγονότα εκείνα από τα οποία θα μπορούσε να διαπιστωθεί η ύπαρξη του ενός ή του άλλου όρου.  Και στο ρητορικό ερώτημα του συνηγόρου ότι αν οι ενάγοντες δεν είναι αμελείς που δεν επώλησαν όταν οι τιμές των αξιών ήταν ψηλές τότε πότε είναι, η απάντηση που πρέπει να δοθεί είναι ότι δεν υπάρχει και πάλιν μαρτυρία για διαπίστωση καθήκοντος επιμέλειας σε τέτοια περίπτωση πολύ δε περισσότερο σε σχέση με την παραβίαση του. Περαιτέρω, διαζευκτικοί είναι οι ισχυρισμοί του εναγομένου και ως προς το πρόσωπο που θεωρεί ότι είναι υπεύθυνο έναντι του. Τέλος, το γεγονός ότι μειώθηκε σταδιακά η αξία των μετοχών, για το οποίο θέμα δεν έχει δοθεί μαρτυρία εν πάση περιπτώσει, έχει την έννοια ότι μειώθηκε η αξία της εξασφάλισης χωρίς αυτό να δημιουργούσε και οποιαδήποτε υποχρέωση των εναγόντων έναντι του εναγομένου την οποία δεν ετήρησαν.»

Κρίνουμε πως η αντιμετώπιση της υπόθεσης από το δικάσαντα δικαστή είναι εσφαλμένη.  Γίνεται συνεχώς αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση πως ο εφεσείων δεν προσκόμισε οποιαδήποτε μαρτυ[*1972]ρία που να αποδεικνύει τα γεγονότα στα οποία εδράζονται οι ισχυρισμοί του, όπως π.χ. η δημιουργία καταπιστεύματος.  Ο εφεσείων όμως στην μακροσκελή ένορκη του δήλωση πρόβαλε στην ουσία μια και μοναδική θέση, που είναι αμιγώς νομικού περιεχομένου. Δέχεται την υπογραφή και το περιεχόμενο της σύμβασης, αλλά ισχυρίζεται πως στη λειτουργία της δημιουργήθηκε αδικαιολόγητα η εις βάρος του κατάσταση.  Εισηγείται πως οι εφεσίβλητοι κατέστησαν εμπιστευματοδόχοι των μετοχών του, που ήσαν επ’ ονόματι της θυγατρικής τους εταιρείας για την εξασφάλιση του χρέους του, και μ’ αυτή την ιδιότητα έπρεπε να ενεργούν με επιμελή τρόπο, κάτι που δεν έγινε. Η ένορκη δήλωση του εφεσείοντα περιείχε τα στοιχεία στα οποία εδράζεται η υπεράσπιση που θέλει να προβάλει, και η υπό αναφορά συνοπτική διαδικασία δεν ήταν η δίκη της υπόθεσης για να προσκομίσει τη μαρτυρία που διέθετε.  Αυτό που αναμενόταν να δείξει ήταν πως έχει υπεράσπιση σε βαθμό που ενδείκνυται να του επιτραπεί το δικαίωμα της προβολής της.  Και βεβαίως, το κατά πόσο νομικά ευσταθεί, θα είναι το αντικείμενο της δίκης.

Έχουμε τη γνώμη πως θα έπρεπε να δοθεί η ευκαιρία στον εφεσείοντα να παρουσιάσει στο Δικαστήριο τη θέση του. Δεν πρόκειται για περίπτωση απλού υπόλοιπου λογαριασμού, για τον οποίο δεν μπορούσε να προβληθεί οποιαδήποτε υπεράσπιση. Να υποδείξουμε αυτό που έχει λεχθεί πολλές φορές, και αποκτά μεγαλύτερη σημασία σήμερα ενόψει της ορθής αντίληψης που έχει επικρατήσει, ως προς τα δικαιώματα δηλαδή που έχει ο διάδικος βάσει των προνοιών του άρθρου 30 του συντάγματος μας και τις ανάλογες διατάξεις της Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η συνοπτική διαδικασία που προβλέπεται στη Δ.18 Κ.1(α) πρέπει να περιορίζεται στις περιπτώσεις όπου έκδηλα καταδεικνύεται πως ο εναγόμενος δεν έχει καμιά υπεράσπιση στην εναντίον του αγωγή.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα στο πρωτόδικο Δικαστήριο και εδώ.  Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Δίδεται άδεια στον εφεσείοντα να προβάλει την υπεράσπιση του στην εναντίον του αγωγή.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ’ έφεση.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο