Κακουρής Αδάμος ν. Επάρχου Αμμοχώστου και Άλλης (2004) 1 ΑΑΔ 8

(2004) 1 ΑΑΔ 8

[*8]20 Ιανουαρίου, 2004

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΗ ΜΕ ΤΗΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΑΝΑΚΗΡΥΞΗ/ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΕΠΙΛΑΧΟΝΤΩΝ ΩΣ

ΜΕΛΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΑΡΑΛΙΜΝΙΟΥ

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28, 31, 35, 66 ΚΑΙ 73 ΤΟΥ

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΟ ΝΟΜΟ 111/85 ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ

ΚΑΙ ΙΣΧΥΕΙ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΙΣ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΠΟΥ

ΚΥΡΩΣΕ Η ΚΥΠΡΟΣ, ΤΟ ΣΧΕΤΙΚΟ ΔΙΑΔ. ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ

ΑΡ. 2/81 ΚΑΙ ΤΗ ΣΥΜΦΥΤΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΜΕΤΑΞΥ:

ΑΔΑΜΟΥ ΚΑΚΟΥΡΗ,

Αιτητή,

v.

1. ΕΠΑΡΧΟΥ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ, ΕΦΟΡΟΥ  ΕΚΛΟΓΗΣ ΜΕΛΩΝ               ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΣΥΜΒΟΥΛΙΩΝ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ,

2. ΕΥΤΥΧΙΑΣ ΜΑΡΚΟΥΛΛΗ-ΓΟΥΜΕΝΟΥ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Εκλογική Αίτηση Αρ. 5/2002)

 

Δήμοι ― Άρθρο 16(2)(β) του περί Δήμων Νόμου 111/85, όπως τροποποιήθηκε ― Καθιερώνει το ασυμβίβαστο της κατοχής του αξιώματος του δημοτικού συμβούλου και του εκπαιδευτικού από άτομα που είναι ενταγμένα στη δημόσια εκπαίδευση ― Το ασυμβίβαστο κατοχής δύο ή περισσοτέρων θέσεων ή αξιωμάτων στο πεδίο της δημόσιας λειτουργίας της Πολιτείας ανάγεται στην αρχή της διάκρισης των εξουσιών, στην οποία θεμελιώνεται το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Συνταγματικότητα νόμων ― Νόμοι οι οποίοι θεσπίζονται από το Νομοθετικό Σώμα, τεκμαίρεται ότι συνάδουν προς το Σύνταγμα εκτός αν καταδειχθεί το αντίθετο με βεβαιότητα ― Εφαρ[*9]μοστέες αρχές αναφορικά με τον έλεγχο της συνταγματικότητας νόμων.

Λέξεις και Φράσεις ― “Εκπαιδευτικός” στο Άρθρο 16(2)(β) του περί Δήμων Νόμου 111/85, όπως τροποποιήθηκε ― Περιλαμβάνει κάθε δάσκαλο και καθηγητή που υπηρετεί στη δημόσια εκπαίδευση.

Λέξεις και Φράσεις ― “Νομιμότητα” ― Φέρει την έννοια της νόμω κρατούσας πολιτείας που θέτει το νόμο υπεράνω όλων.

Λέξεις και Φράσεις ― “Δημοκρατία” ― Υποδηλώνει το δημοκρατικό πολίτευμα, σημαίνουσα πτυχή του οποίου είναι το δικαίωμα του ψηφίζειν, που συνιστά θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα.

Ο αιτητής, ο οποίος είναι καθηγητής, έθεσε υποψηφιότητα με το συνδυασμό του Δημοκρατικού Συναγερμού (ΔΗ.ΣΥ.) και εξασφάλισε μια από τις πέντε θέσεις δημοτικού Συμβούλου στο Δήμο Παραλιμνίου που προσκυρώθηκαν στο ΔΗ.ΣΥ.  Αρνήθηκε, όμως, να παραιτηθεί από τη θέση του εκπαιδευτικού, καθιστώντας νομικά ανέφικτη την ανακήρυξή του σε δημοτικό σύμβουλο. Ο Έφορος Εκλογής διαπίστωσε το αδύνατο της κατάληψης της θέσης δημοτικού συμβούλου από τον αιτητή, και ανακήρυξε την επιλαχούσα υποψήφιο του ΔΗ.ΣΥ. σε δημοτικό σύμβουλο του Δήμου Παραλιμνίου.

Με την παρούσα εκλογική αίτηση, ο αιτητής επιζητεί την ακύρωση της απόφασης του Εφόρου, αναφορικά μόνο με το δικό του αποκλεισμό, ως αντισυνταγματικής, και, παράλληλα, την ακύρωση της ανακήρυξης της επιλαχούσας, καθ’ ης η αίτηση 2, ως δημοτικού συμβούλου. Έρεισμα για τη δεύτερη θεραπεία προβάλλεται, εκτός από την αντισυνταγματικότητα της απόφασης, και η αντίθεσή της προς τη λαϊκή επιθυμία.

Το Ανώτατο Δικαστήριο κατέληξε, για διαφορετικούς λόγους, σε ομόφωνη απόφαση ως προς το αποτέλεσμα.  Οι λόγοι, στους οποίους στοιχειοθετείται η απόφαση εκτίθενται:

α) Στην απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου με την οποία συμφωνούν οι Δικαστές Κωνσταντινίδης, Καλλής και Κραμβής.

β) Στην απόφαση του Αρτεμίδη, Δ.· και

γ)  Στην απόφαση του Νικολάου, Δ., με την οποία συμφωνούν οι Δικαστές Αρτέμης, Νικολαΐδης, Κρονίδης, Ηλιάδης, Γαβριηλίδης, Χατζηχαμπής και Αρέστης.

Αποφασίστηκε ότι:

[*10]

Α. Υπό Πική, Π., συμφωνούντων και των Δικαστών Κωνσταντινίδη, Καλλή και Κραμβή:

     Το Άρθρο 16(2)(β) του περί Δήμων Νόμου του 1985 (Ν. 111/85), (όπως τροποποιήθηκε από το Άρθρο 6 του Ν. 25/86, και το Άρθρο 4 του Ν. 40(Ι)/92), (ο «Νόμος») απαγορεύει την ανάληψη του αιρετού αξιώματος του δημοτικού συμβούλου από άτομα που κατέχουν ορισμένες θέσεις στο δημόσιο, μεταξύ των οποίων και τη θέση του εκπαιδευτικού.  Δεν απαγορεύει, όμως, τη διεκδίκηση του αξιώματος από τα άτομα αυτά, πλην καθιστά προϋπόθεση για την ανάληψή του την πρότερη παραίτησή τους από τη θέση που κατέχουν.

Διαπιστώνεται ότι:

1.  Ο αιτητής δεν προσβάλλει την απόφαση του Εφόρου, ως αντιβαίνουσα προς το Νόμο, ο οποίος διέπει τα της εκλογής των μελών δημοτικών συμβουλίων.

2.  Κανένας από τους λόγους που προβάλλονται, δεν αποτελεί βάσιμο λόγο για τον οποίο η εκλογή των μελών του δημοτικού συμβουλίου μπορεί να ακυρωθεί βάσει του Άρθρου 58 του περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων, Νόμου του 1979, (Ν. 72/79) – (βλ. Άρθρο 31 του Νόμου, που καθιστά εφαρμοστέες και σε δημοτικές εκλογές τις σχετικές διατάξεις του Ν. 72/79).

3.  Εάν οι διατάξεις του Άρθρου 16(2)(β) του Νόμου, αντίκεινται προς το Σύνταγμα, η διαπίστωση αυτή θα έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια την ακύρωση της εκλογής στην ολότητά της. Αυτό αποκαλύπτει την υφέρπουσα αντινομία μεταξύ των θεραπειών που ζητούνται από τον αιτητή και της βάσης, στην οποία αυτές θεμελιώνονται.

Νόμοι, οι οποίοι θεσπίζονται από το Νομοθετικό Σώμα, τεκμαίρεται ότι συνάδουν με το Σύνταγμα, εκτός αν καταδειχθεί το αντίθετο με βεβαιότητα.

Στην εκλογική αίτηση δεν τίθεται θέμα αντισυνταγματικότητας του Άρθρου 16(2)(β) του Νόμου.  Ούτε στην αγόρευση του αιτητή προσδιορίζεται θέμα συνταγματικότητας του σχετικού άρθρου του Νόμου ή οιασδήποτε των προνοιών του.  Ο μόνος ισχυρισμός ο οποίος γίνεται, εντοπίζεται στην εισήγηση ότι η απόφαση της Ολομέλειας στην «...... Pavlou v. Returning Officer and Others (1987) 1 C.L.R. 252 δεν είναι ορθό και/ή διακρίνεται .......».  Στην υπόθεση εκείνη αποφασίστηκε ότι το Άρθρο 16(2)(β) δεν αντίκειται προς το Σύνταγμα.

[*11]

Εάν κριθεί ότι η απόφαση στερείται νομικού ερείσματος, τότε θα εξεταστεί κατά πόσο στοιχειοθετείται λόγος, βάσει του Άρθρου 58 του Ν. 72/79 για την ακύρωση του αποκλεισμού του αιτητή από τη θέση του δημοτικού συμβούλου και, παράλληλα, λόγος για την ακύρωση της ανακήρυξης της αντικαταστάτριάς του ως δημοτικού συμβούλου.

Η απόφαση του Εφόρου προσβάλλεται ως αντινομική προς:

α) Τις πρόνοιες του Συντάγματος. Όμως δεν προσδιορίζεται καμμιά διάταξη του Συντάγματος, προς την οποία να αντίκειται η απόφαση του Εφόρου ή την οποία να παραβιάζει.  Αντίθετα, η απόφαση συνάδει με το πνεύμα του Συντάγματος, το οποίο καθιερώνει το ασυμβίβαστο κατοχής των αιρετών αξιωμάτων της Εκτελεστικής και Νομοθετικής Εξουσίας, τα οποία πραγματεύεται, με την κατοχή άλλων θέσεων στο δημόσιο.

β) Τις πρόνοιες Διεθνών Συμβάσεων.  Όμως δεν καθορίζονται ποίες είναι οι πρόνοιες των Διεθνών Συμβάσεων, προς τις οποίες η απόφαση του Εφόρου προσκρούει.

γ)  Τη νομολογία.  Η απόφαση του Εφόρου είναι καθ’ όλα σύμφωνη με τη νομολογία.  Η απόφαση της Ολομέλειας στην Pavlou v. Returning Officer & Others (ανωτέρω) παρέχει, κατά πάντα έρεισμα στην απόφαση του Εφόρου και δεν έχει προταχθεί κανένα επιχείρημα που θα δικαιολογούσε απόκλιση από το λόγο της.

δ) Τις αρχές της Δημοκρατίας και της Νομιμότητας.

Η εισήγηση του συνηγόρου του αιτητή ότι ο όρος “εκπαιδευτικός” δεν αναφέρεται στους δασκάλους και καθηγητές που υπηρετούν σε δημόσια σχολεία αλλά σε μέλη της δημόσιας υπηρεσίας, με την έννοια που ενέχει ο όρος στο Άρθρο 122 του Συντάγματος, δεν ευσταθεί. Ο όρος “εκπαιδευτικός” στο πλαίσιο του Άρθρου 16(2)(β) του Νόμου, περιλαμβάνει κάθε δάσκαλο και καθηγητή που υπηρετεί στη δημόσια εκπαίδευση.

Στην προκείμενη περίπτωση, η απόφαση του Εφόρου είναι σύμφωνη με το νόμο, εκπληροί τις επιταγές του Άρθρου 16(2)(β) του Νόμου.

Το Άρθρο 16(2)(β) του Νόμου, που θεσπίστηκε στο πλαίσιο του Συντάγματος, αποτελεί την πλέον αυθεντική έκφραση του δημοκρατικού λόγου για την εκλογή των αρχόντων της τοπικής διοίκησης.

Β.  Υπό Αρτεμίδη, Δ.:

1.  Στο νέο Σύνταγμα της Ελλάδος γίνεται πρόνοια στο Άρθρο 56 ώστε [*12]έμμισθοι δημόσιοι λειτουργοί και υπάλληλοι, που απαριθμούνται στο άρθρο, να μη δικαιούνται να ανακηρυχθούν καν υποψήφιοι, και βεβαίως μήτε να εκλεγούν βουλευτές, αν δεν παραιτηθούν πριν από την ανακήρυξη τους ως υποψηφίων από την ασυμβίβαστη θέση που κατέχουν.  Ενώ το επόμενο Άρθρο 57, καθορίζει το ασυμβίβαστο του καθήκοντος βουλευτή με δραστηριότητες που αναφέρονται στο άρθρο.

     Παρόμοια διάταξη, με αναφορά στην υποψηφιότητα, δεν υπάρχει στο δικό μας Σύνταγμα στα σχετικά Άρθρα 70 και 71.

     Ενδέχεται το πνεύμα νομοθετικών διατάξεων του Συντάγματός μας, να εμπεριέχει και την ανάλογη, ομολογουμένως ρητή διάταξη, στο Σύνταγμα της Ελλάδας που παρατίθεται ανωτέρω.

Γ.  Υπό Νικολάου Δ., συμφωνούντων και των Δικαστών Αρτέμη, Νικολαΐδη, Κρονίδη, Ηλιάδη, Γαβριηλίδη, Χατζηχαμπή και Αρέστη:

1.  Ο όρος “εκπαιδευτικός” στο πλαίσιο του Άρθρου 16(2)(β) του νόμου περιλαμβάνει κάθε δάσκαλο και καθηγητή που υπηρετεί στη δημόσια εκπαίδευση.  Επομένως η εν λόγω νομοθετική διάταξη δεν επέτρεπε την ανάληψη από τον αιτητή του αξιώματος μέλους Δημοτικού Συμβουλίου εφόσον αυτός δεν είχε παραιτηθεί προηγουμένως από τη θέση του εκπαιδευτικού που κατείχε.

2.  Ο συνήγορος του αιτητή έκαμε στην αγόρευσή του εισηγήσεις αναφορικά: (α) με την Pavlou v. Returning Officer & Others (ανωτέρω) και (β) με το Άρθρο 31 του Συντάγματος και τις Διεθνείς Συμβάσεις.  Δεν παρέχεται όμως δυνατότητα να τεθεί με τις αγορεύσεις το αναγκαίο έρεισμα για εξέταση των εν λόγω θεμάτων.

3.  Το Άρθρο 16(2)(β) του Νόμου, η συνταγματικότητα του οποίου δεν προσβάλλεται, καθιστούσε αναπόφευκτη την απόφαση του Εφόρου. Δεν μπορεί να είναι αντισυνταγματική μια απόφαση που υπαγορεύεται από Νόμο που θεωρείται συνταγματικός.

4.  Το θέμα των αρχών της Δημοκρατίας, εξαντλείται με την παραπομπή στο Σύνταγμα που τις ενσωματώνει και στο Νόμο που συνάδει.

Η εκλογική αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες υποθέσεις:

The Board for Registration of Architects & Civil Engineers v. Kyriakides [*13](1966) 3 C.L.R. 640,

The Improvement Board of Eylenja v. Constantinou (1967) 1 C.L.R. 167,

Ρ.Ι.Κ. ν. Καραγιώργη κ.ά. (1991) 3 Α.Α.Δ. 159,

Δημοκρατία ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 3) (1992) 3 Α.Α.Δ. 458,

Μιχαήλ Θεοδοσίου Λτδ ν. Δήμου Λεμεσού (1993) 3 Α.Α.Δ. 25,

Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 3) (1994) 3 Α.Α.Δ. 93,

Pavlou v. Returning Officer a.o. (1987) 1 C.L.R. 252,

Μαυρογένης ν. Βουλής κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315,

President of the Republic v. House of Representatives (1985) 3 C.L.R. 2165.

Εκλογική Αίτηση.

Εκλογική αίτηση του αιτητή, εκπαιδευτικού, ο οποίος, αφού έθεσε υποψηφιότητα, εξασφάλισε μια από τις πέντε θέσεις δημοτικού συμβούλου οι οποίες προσκυρώθηκαν στο ΔΗ.ΣΥ. κατά της απόφασης με την οποία ο Έφορος Εκλογής διαπίστωσε την αδυναμία κατάληψης της θέσης από τον αιτητή λόγω της άρνησης παραίτησής του από τη θέση του εκπαιδευτικού και της ανακήρυξης της επιλαχούσας υποψηφίου του ΔΗ.ΣΥ. για το αξίωμα αυτό.

Α. Σ. Αγγελίδης με Σ. Α. Αγγελίδη, για τον Αιτητή.

Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Καθ’ ου η αίτηση 1.

Καμιά εμφάνιση για την Καθ’ ης η αίτηση 2.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Είμεθα ομόφωνοι ως προς το αποτέλεσμα. Η εκλογική αίτηση αποτυγχάνει. Οι λόγοι, στους οποίους στοιχειοθετείται η απόφασή μας, εκτίθενται:-

(α)   Στην απόφασή μου, με την οποία συμφωνούν οι Δικαστές Κωνσταντινίδης, Καλλής και Κραμβής.

[*14](β)       Στην απόφαση του Αρτεμίδη, Δ.· και

(γ)   Στην απόφαση του Νικολάου, Δ., με την οποία συμφωνούν οι Δικαστές Αρτέμης, Νικολαΐδης, Κρονίδης, Ηλιάδης, Γαβριηλίδης, Χατζηχαμπής και Αρέστης.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Το Άρθρο 16(2)(β) του περί Δήμων Νόμου του 1985 (Ν. 111/85), (όπως τροποποιήθηκε από το Άρθρο 6 του Ν. 25/86, και το Άρθρο 4 του Ν. 40(Ι)/92), (ο «Νόμος»), απαγορεύει την ανάληψη του αιρετού αξιώματος του δημοτικού συμβούλου από άτομα που κατέχουν ορισμένες θέσεις στο δημόσιο, μεταξύ των οποίων και τη θέση εκπαιδευτικού.  Δεν απαγορεύει, όμως, τη διεκδίκηση του αξιώματος από τα άτομα αυτά. πλην καθιστά προϋπόθεση για την ανάληψή του την πρότερη παραίτησή τους από τη θέση που κατέχουν.  Ό,τι καθιερώνει ο Νόμος είναι το ασυμβίβαστο της κατοχής των δύο θέσεων ή, ακριβέστερα, της κατοχής του αξιώματος του δημοτικού συμβούλου και του εκπαιδευτικού από άτομα που είναι ενταγμένα στη δημόσια εκπαίδευση.

Ο Αδάμος Κακουρής, ο αιτητής, καθηγητής, μέλος της εκπαιδευτικής υπηρεσίας της Δημοκρατίας, έθεσε υποψηφιότητα με το συνδυασμό του Δημοκρατικού Συναγερμού (ΔΗ.ΣΥ.), για ανάδειξή του στο αξίωμα του δημοτικού συμβούλου στο Δήμο Παραλιμνίου. Ως αποτέλεσμα των σταυρών προτίμησης που συγκέντρωσε, εξασφάλισε μία από τις πέντε θέσεις δημοτικού συμβούλου που προσκυρώθηκαν στο ΔΗ.ΣΥ.  Αρνήθηκε, όμως, να παραιτηθεί από τη θέση του εκπαιδευτικού, καθιστώντας νομικά ανέφικτη την ανακήρυξή του σε δημοτικό σύμβουλο. Τούτου δοθέντος, ο Έφορος Εκλογής διαπίστωσε το αδύνατο της κατάληψης της θέσης του δημοτικού συμβούλου από τον αιτητή, με επακόλουθο την ανακήρυξη της επιλαχούσας υποψηφίου του ΔΗ.ΣΥ. για το ίδιο αξίωμα, της έκτης στη σειρά προτιμήσεων των ψηφοφόρων του κόμματος, η οποία δεν είχε κώλυμα να το αναλάβει.   

Με την παρούσα εκλογική αίτηση, ο αιτητής επιζητεί την ακύρωση της απόφασης του Εφόρου αναφορικά με τον ίδιο, ως αντισυνταγματικής, και, παράλληλα, την ακύρωση της ανακήρυξης της επιλαχούσας, της καθ’ ης η αίτηση 2, ως δημοτικού συμβούλου.  Έρεισμα για τη δεύτερη θεραπεία προβάλλεται, εκτός από την αντισυνταγματικότητα της απόφασης, και η αντίθεσή της προς τη «λαϊκή επιθυμία». 

Το αιτιολογικό, στο οποίο θεμελιώνεται η αίτηση, απαντάται στην παράγραφο 5 αυτής, όπου προβάλλεται η θέση ότι η απόφαση του Εφόρου αντίκειται «... στις αρχές της Δημοκρατίας και Νομιμότητας και/ή στις πρόνοιες του Συντάγματος, Διεθνών Συμβάσεων που κυρώθηκαν διά Νόμου ή προς τη Νομολογία, αλλά και αντίθετα προς τη λαϊκή βούληση που εκφράσθηκε συγκεκριμένα.».

Ο αιτητής δεν προσβάλλει την απόφαση του Εφόρου, ως αντιβαίνουσα προς το Νόμο ο οποίος διέπει τα της εκλογής των μελών δημοτικών συμβουλίων. Η άλλη διαπίστωση είναι ότι κανένας από τους λόγους, που προβάλλονται από τον αιτητή προς ακύρωση των δύο συναφών αποφάσεων του Εφόρου, δεν αποτελεί βάσιμο λόγο για τον οποίο η εκλογή των μελών του δημοτικού συμβουλίου μπορεί να ακυρωθεί, εν όλω ή εν μέρει, βάσει του Άρθρου 58 του περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων, Νόμου του 1979, (Ν. 72/79)* – (βλ. Άρθρο 31 του Νόμου, που καθιστά εφαρμοστέες και σε δημοτικές εκλογές τις σχετικές διατάξεις του Ν. 72/79).  Πρέπει, επίσης, να επισημάνουμε ότι ο κ. Κακουρής δεν επιδιώκει την ακύρωση καθ’ ολοκληρίαν της εκλογής που διεξήχθη για την ανάδειξη μελών του Δημοτικού Συμβουλίου Παραλιμνίου αλλά μόνο το δικό του αποκλεισμό και την ανακήρυξη της αντικαταστάτριάς του στη θέση του.  Αιωρείται το ερώτημα: Εάν οι διατάξεις του Άρθρου 16(2)(β) του Νόμου αντίκεινται προς το Σύνταγμα, η διαπίστωση αυτή δε θα έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια την ακύρωση της εκλογής στην ολότητά της;  Η απάντηση στο ερώτημα είναι καταφατική, εφόσον ο Νόμος, ως έχει, ουσιαστικά αποκλείει τη διεκδίκηση του αξιώματος του δημοτικού συμβούλου από άτομα τα οποία κατέχουν θέση ασυμβίβαστη προς αυτό.  Ομιλούμε περί αποκλεισμού, γιατί δημότες, που ανήκουν σ’ εκείνη την κατηγορία ατόμων, δε θα υποβάλλουν υποψηφιότητα, εφόσον δεν έχουν πρόθεση να εγκαταλείψουν το αξίωμα το οποίο κατέχουν, για να αναλάβουν τη θέση του δημοτικού συμβούλου.  Η υπόδειξη αυτή γίνεται προς αποκάλυψη της υφέρπουσας αντινομίας μεταξύ των θεραπειών που ζητούνται από τον αιτητή και της βάσης, στην οποία αυτές θεμελιώνονται. 

Δικαιολογείται να επαναλάβουμε ότι αντικείμενο της προσβολής με την εκλογική αίτηση είναι η απόφαση του Εφόρου, για λόγο ο οποίος δεν καθορίζεται ως λόγος ακύρωσης βάσει του Άρθρου 58 του Ν. 72/79.  Νόμοι, οι οποίοι θεσπίζονται από το Νομοθετικό Σώμα, τεκμαίρεται ότι συνάδουν προς το Σύνταγμα.  Επενεργεί υπέρ τους το τεκμήριο της συνταγματικότητας, εκτός αν καταδειχθεί το αντίθετο με βεβαιότητα - (βλ. The Board for Registration of [*16]Architects & Civil Engineers v. Christodoulos Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640 και πολλές μεταγενέστερες αποφάσεις, στις οποίες επαναλαμβάνεται η ίδια αρχή). Η συνταγματικότητα των νόμων δεν ελέγχεται ούτε περιστασιακά ούτε συμπτωματικά.  Απαιτείται ο επακριβής προσδιορισμός του τιθέμενου ζητήματος της αντισυνταγματικότητας  νόμου, με αναφορά στα άρθρα του Συντάγματος στα οποία προσκρούει, ή στην παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών – (βλ., μεταξύ άλλων, The Improvement Board of Eylenja v. Andreas Constantinou (1967) 1 C.L.R. 167· Ρ.Ι.Κ. ν. Καραγιώργη & Άλλων (1991) 3 Α.Α.Δ. 159· Δημοκρατία ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ.3) (1992) 3 Α.Α.Δ. 458· Μιχαήλ Θεοδοσίου Λτδ. ν. Δήμου Λ/σού (1993) 3 Α.Α.Δ. 25· Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ.3) (1994) 3 Α.Α.Δ. 93).

Στην εκλογική αίτηση δεν τίθεται θέμα αντισυνταγματικότητας του Άρθρου 16(2)(β) του Νόμου.  Ούτε στην αγόρευση του αιτητή (γραπτή και συμπληρωματικά προφορική), στην οποία προβάλλεται η επιχειρηματολογία υπέρ των αιτημάτων του, προσδιορίζεται θέμα συνταγματικότητας του σχετικού άρθρου του Νόμου ή οιασδήποτε των προνοιών του.  Ο μόνος ισχυρισμός ο οποίος γίνεται, που αντανακλαστικά άπτεται της συνταγματικότητας των σχετικών διατάξεων του Νόμου, εντοπίζεται στην εισήγηση ότι η απόφαση της Ολομέλειας στην «... Pavlou v. Returning Officer and Others 1987 1 C.L.R. 252 δεν είναι ορθό δίκαιο και/ή διακρίνεται ...».  Στην υπόθεση εκείνη αποφασίστηκε ότι το Άρθρο 16(2)(β) δεν αντίκειται προς το Σύνταγμα· συγκεκριμένα προς το Άρθρο 28 του Συντάγματος, με αναφορά προς το οποίο προσβλήθηκε η συνταγματικότητά του.  Απορριπτέος κρίθηκε, επίσης, ο ισχυρισμός ότι η διάταξη αυτή του Νόμου προσκρούει στο Άρθρο 25 του Συμφώνου περί Αστικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων, των Ηνωμένων Εθνών, που κυρώθηκε με το Ν. 14/69.   

Το Άρθρο 57(1) του Ν. 72/79 ορίζει ότι παν θέμα, ως προς το δικαίωμα προσώπου να γίνει ή να παραμείνει βουλευτής, αναφέρεται στο Εκλογοδικείο και εκδικάζεται από αυτό οριστικά και αμετάκλητα, σύμφωνα με τον εκάστοτε ισχύοντα Διαδικαστικό Κανονισμό.  Θα στρέψουμε την προσοχή μας τώρα στους συγκεκριμένους λόγους που, κατά τον αιτητή, στερούν την απόφαση του Εφόρου νομικής υπόστασης.  Εάν κριθεί ότι η απόφαση στερείται νομικού ερείσματος, τότε θα εξεταστεί κατά πόσο στοιχειοθετείται λόγος, βάσει του Άρθρου 58 του Ν. 72/79, για την ακύρωση του αποκλεισμού του αιτητή από τη θέση του δημοτικού συμβούλου και, παράλληλα, λόγος για την ακύρωση της ανακήρυξης της αντικαταστάτριάς του ως [*17]δημοτικού συμβούλου.  Οι λόγοι, που καθιστούν επισφαλή την απόφαση του Εφόρου, προσδιορίζονται στην παράγραφο 5 της εκλογικής αίτησης, ως έχουμε αναφέρει, και επεξηγούνται στις παραγράφους 6 και 7, που ακολουθούν.  Τις παραθέτουμε:-

«6.  Σε ένα ευνομούμενο Δημοκρατικό Κράτος, η επιλογή του λαού σε ψήφους και σταυρούς προτίμησης πρέπει να είναι σεβαστή και να τυγχάνει έμπρακτης εφαρμογής από κάθε όργανο, ή πολίτη ή ένωση προσώπων ή αρχή.

7.  Το εγειρόμενο θέμα αφορά την αντισυνταγματική και εκτός πάσης εκλογικής διαδικασίας και εκλογικού αποτελέσματος σημερινή σύνθεση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Παραλιμνίου που ήδη λειτουργεί αντίθετα με την κατά το Σύνταγμα διατυπωθείσα γνώμη του εκλογικού σώματος του συγκεκριμένου Δήμου.»

Η απόφαση του Εφόρου προσβάλλεται ως αντινομική προς:-

(α)   Τις πρόνοιες του Συντάγματος.

(β)   Τις πρόνοιες Διεθνών Συμβάσεων.

(γ)   Τη νομολογία· και

(δ)   Τις αρχές της Δημοκρατίας και της Νομιμότητας.

Α. Οι πρόνοιες του Συντάγματος:

Δεν προσδιορίζεται καμιά διάταξη του Συντάγματος, προς την οποία η απόφαση του Εφόρου να αντίκειται, ή την οποία να παραβιάζει. Αντίθετα, η απόφαση συνάδει με το πνεύμα του Συντάγματος, το οποίο καθιερώνει το ασυμβίβαστο κατοχής των αιρετών αξιωμάτων της Εκτελεστικής και Νομοθετικής Εξουσίας, τα οποία πραγματεύεται, με την κατοχή άλλων θέσεων στο δημόσιο – (βλ. Άρθρο 41, αναφορικά με τα αξιώματα του Προέδρου και Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, Άρθρο 59.2, αναφορικά με το αξίωμα του Υπουργού, Άρθρο 70, αναφορικά με το αξίωμα του Βουλευτή, και Άρθρο 101, αναφορικά με το αξίωμα μέλους της Κοινοτικής Συνέλευσης).

Το ασυμβίβαστο κατοχής δύο ή περισσοτέρων θέσεων ή αξιωμάτων στο πεδίο της δημόσιας λειτουργίας της Πολιτείας ανάγεται στην αρχή της διάκρισης των εξουσιών, στην οποία θεμελιώνεται το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Δε θα επεκταθούμε σε εξήγηση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, που έχει μακρά ιστορία* και απώτερο λόγο την ισορροπία και συμμετρία στη διακυβέρνηση της χώρας. Σημειώνουμε μόνο ότι το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας εδράζεται στη θεσμική και λειτουργική διάκριση των εξουσιών, ως εξηγείται σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, μερικές των οποίων μνημονεύουμε στην υποσημείωση που παρατίθεται**.

Β. Κυρωθείσες Διεθνείς Συμβάσεις:

Ποίες είναι οι πρόνοιες των Διεθνών Συμβάσεων, προς τις οποίες η απόφαση του Εφόρου προσκρούει, δεν καθορίζονται.  Ούτε έχουμε υπόψη μας διάταξη Διεθνούς Συμφώνου ή Σύμβασης, που αποτελεί μέρος του ημεδαπού δικαίου, η οποία να αποκλείει την καθιέρωση του ασυμβίβαστου μεταξύ της κατοχής δύο ή περισσοτέρων θέσεων του δημοσίου.  Ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός του αιτητή παραμένει αιωρούμενος στο κενό που προβάλλεται.

Γ.  Νομολογία:

Αντίθετα προς τον ισχυρισμό του αιτητή, η απόφαση του Εφόρου, όχι μόνο δεν αντιφάσκει προς τη νομολογία, αλλά είναι καθ’ όλα σύμφωνη με αυτή.  Η απόφαση της Ολομέλειας στην Pavlou v. Returning Officer & Others, (ανωτέρω), παρέχει, κατά πάντα, έρεισμα στην απόφαση του Εφόρου.

Η αόριστα προβληθείσα θέση του αιτητή - ότι η Pavlou δεν αποτελεί καλό δίκαιο - δεν τεκμηριώνεται. Κανένα επιχείρημα δεν έχει προταχθεί, που θα μπορούσε να δικαιολογήσει απόκλιση από το λόγο της Pavlou – (βλ., μεταξύ άλλων, Μαυρογένης ν. Βουλής κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315).

Στην προφορική του αγόρευση, ο κ. Αγγελίδης πρόβαλε και έτερο λόγο, μη στοιχειοθετημένο στην αίτηση, που, κατά την εισήγησή του, πλήττει το βάσιμο της απόφασης του Εφόρου.  Υπέβαλε ότι ο όρος «εκπαιδευτικός» δεν αναφέρεται στους δασκάλους και καθηγητές που υπηρετούν στα δημόσια σχολεία αλλά σε μέλη της δημόσιας υπηρεσίας, με την έννοια που ενέχει ο όρος στο Άρθρο 122 του Συντάγματος, που υπηρετούν στο συσταθέν, βάσει του περί Μεταβιβάσεως της Ασκήσεως των Αρμοδιοτήτων της Ελληνικής Κοινοτι[*19]κής Συνελεύσεως και περί Υπουργείου Παιδείας Νόμου του 1965, (Ν. 12/65), Υπουργείο Παιδείας. Ο όρος «εκπαιδευτικός», στο πλαίσιο του Άρθρου 16(2)(β) του Νόμου, περιλαμβάνει κάθε δάσκαλο και καθηγητή που υπηρετεί στη δημόσια εκπαίδευση.  Πρόκειται για έμμισθους εκπαιδευτικούς του δημοσίου. Αντίλογος ως προς τη γραμματική ερμηνεία του όρου «εκπαιδευτικός» στο νομοθετικό κείμενο, όπου απαντάται, δύσκολα μπορεί να προβληθεί. Έρεισμα για τις θέσεις του κ. Αγγελίδη αντλήθηκε από τις συνταγματικές διατάξεις που διαχωρίζουν τη δημόσια από την εκπαιδευτική υπηρεσία, η αρμοδιότητα για τη στελέχωση και λειτουργία της οποίας ανήκε, βάσει του Συντάγματος, στις Κοινοτικές Συνελεύσεις - (βλ. Άρθρο 87(β) του Συντάγματος).  Η διάκριση μεταξύ δημόσιας και εκπαιδευτικής υπηρεσίας δεν αμβλύνεται, όπως εισηγήθηκε ο κ. Αγγελίδης, από το γεγονός της αυτοδιάλυσης της Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης και, συνακόλουθα, της ανάληψης των εξουσιών και αρμοδιοτήτων της, κατά το δίκαιο της ανάγκης, από τη Νομοθετική και Εκτελεστική Εξουσία, ανάλογα με τη φύση τους.

Αχρείαστη είναι οποιαδήποτε αναδρομή στην ανάληψη των εξουσιών και αρμοδιοτήτων της Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης από τα αντίστοιχα όργανα της Κεντρικής Κυβέρνησης, προς πλήρωση του κενού που προέκυψε.  Ούτε υφίσταται χρεία να αναφερθούμε στο υποκατάστατο νομικό καθεστώς, που δημιουργήθηκε για τη διασφάλιση της λειτουργίας της δημόσιας εκπαίδευσης. Προς τούτο, παραπέμπω στις αποφάσεις που εκδόθηκαν, μαζί και στη δική μου, στην Pres. of Republic v. House of R/ntatives (1985) 3 C.L.R. 2165.

Το τεθέν ζήτημα δεν αλλοιώνει την ουσία του θέματος που εγείρεται, το οποίο εστιάζεται στην ερμηνεία του όρου «έμμισθος εκπαιδευτικός» στο Άρθρο 16(2)(β) του Νόμου, και που, εμφανώς, περιλαμβάνει κάθε άτομο που υπηρετεί στη δημόσια εκπαίδευση. Ο καθορισμός των προσόντων για την ανάληψη των καθηκόντων δημοτικού συμβούλου ανάγεται στη Νομοθετική Εξουσία. Το Άρθρο 16(2)(β) του Νόμου αποτελεί έκφραση της άσκησης των εξουσιών της Βουλής στο πεδίο που εξετάζουμε.

Δ.  Δημοκρατία και Νομιμότητα:

Η «νομιμότητα» με μικρό ή με μεγάλο «ν» στοιχειοθετείται από τις επιταγές του νόμου, ως ο όρος υποδηλώνει και η ιστορία της καθιέρωσης του νόμου ως της υπέρτατης αρχής αποκαλύπτει. Φέρει ο όρος «νομιμότητα» την έννοια της νόμω κρατούσας πολιτείας, που θέτει το νόμο υπεράνω όλων.   

Στην προκείμενη περίπτωση, η απόφαση του Εφόρου είναι σύμφωνη με το νόμο· εκπληροί τις επιταγές του Άρθρου 16(2)(β) του Νόμου.

Ο όρος «δημοκρατία» υποδηλώνει το δημοκρατικό πολίτευμα, σημαίνουσα πτυχή του οποίου είναι το δικαίωμα του ψηφίζειν, που συνιστά θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα.  Στην Κύπρο το ψηφίζειν σε εκλογές για την ανάδειξη των αρχών της Δημοκρατίας κατοχυρώνεται ως ατομικό δικαίωμα από το Άρθρο 31 του Συντάγματος. Τελεί, όμως, το δικαίωμα υπό την αίρεση των προνοιών του Συντάγματος και των εκλογικών νόμων, που θεσπίζονται στο πλαίσιό του.  Αξίζει να σημειώσουμε ότι το δικαίωμα του εκλέγεσθαι δεν είναι ταυτόσημο με το δικαίωμα του εκλέγειν.

Τόσο στο σύγχρονο κόσμο όσο και κατά τη γένεση της δημοκρατίας στην αρχαία Ελλάδα, το δημοκρατικό πολίτευμα ήταν συνυφασμένο με την αρχή του κράτους δικαίου. Όπως στις πόλεις της αρχαίας Ιωνίας, όπου η δημοκρατία πήρε μορφή και έκφραση, έτσι και στην αρχαία Αθήνα, όπου πήρε την κλασσική της μορφή, το δημοκρατικό πολίτευμα ήταν θεμελιωμένο στην ισονομία, που υπαγόρευε την εξασφάλιση των προϋποθέσεων εκείνων (ίσων ευκαιριών στον πολίτη για συμμετοχή στα κοινά), που θα καθιστούσαν αποτελεσματική την έκφραση της βούλησης  του δήμου.  Υπέρτατη αρχή λειτουργίας του πολιτεύματος ήταν ο νόμος, γνωστός στην αρχαία Αθήνα ως «δεσπότης νόμος*».  Και στα σύγχρονα πολιτεύματα ο νόμος αποτελεί την υπέρτατη αρχή διακυβέρνησης της χώρας ή, ακριβέστερα, την αρχή διακυβέρνησης της χώρας.

Και στη δική μας περίπτωση, το Άρθρο 16(2)(β) του Νόμου, που θεσπίστηκε στο πλαίσιο του Συντάγματος, αποτελεί την πλέον αυθεντική έκφραση του δημοκρατικού λόγου για την εκλογή των αρχόντων της τοπικής διοίκησης. Ο Έφορος Εκλογής δεν απέστη από τη δημοκρατία.  Αντίθετα, έδωσε έκφραση στις ρήσεις της, στο νόμο, που διαγράφει τους κανόνες λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος.  Εκείνος που αντινομεί είναι ο αιτητής, ο οποίος, ενώ έθεσε υποψηφιότητα κατ’ επίκληση των προνοιών του Νόμου, επιζητεί την κατάλυσή του, ώστε να καταστεί δυνατή η κατάκτηση από αυτό του αξιώματος του δημοτικού συμβούλου.

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.:  Συμφωνώ με την κατάληξη στην απόφαση [*21]του Προέδρου του Δικαστηρίου.  Θέλω μόνο να σταθώ για να σχολιάσω με λίγα λόγια το περιεχόμενο της παραγράφου 5 της αίτησης, όπου και βασίζεται η εισήγηση πως η απόφαση του Εφόρου αντίκειται «στις αρχές της Δημοκρατίας και Νομιμότητας και/ή στις πρόνοιες του Συντάγματος, Διεθνών Συμβάσεων που κυρώθηκαν δια Νόμου ή προς τη Νομολογία, αλλά και αντίθετα προς τη λαϊκή βούληση που εκφράσθηκε συγκεκριμένα.»

Γίνεται δηλαδή επίκληση των αρχών της δημοκρατίας, της νομιμότητας, προνοιών του συντάγματος και διεθνών συμβάσεων που κύρωσε η χώρα μας, για να υποστηριχθεί το δικαίωμα του αιτητή να είναι αιρετός δημοτικός σύμβουλος και ταυτόχρονα εκπαιδευτικός.  Να υποδείξω πως στο νέο Σύνταγμα της Ελλάδος, δημοκρατικής βέβαια χώρας και μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γίνεται πρόνοια στο άρθρο 56 ώστε έμμισθοι δημόσιοι λειτουργοί και υπάλληλοι, που απαριθμούνται στο άρθρο, να μη δικαιούνται να ανακηρυχθούν καν υποψήφιοι, και βεβαίως μήτε να εκλεγούν βουλευτές,  αν δεν παραιτηθούν πριν από την ανακήρυξη τους ως υποψηφίων από την ασυμβίβαστη θέση που κατέχουν.  Παραθέτω πιο κάτω ολόκληρη την πρώτη παράγραφο του άρθρου.  Ακολουθούν και άλλες παράγραφοι, οι πρόνοιες των οποίων καλύπτουν άλλες ιδιότητες πολιτών, όπου και ρυθμίζεται το δικαίωμα υποβολής υποψηφιότητας και εκλογής ως βουλευτής.  Ενώ το επόμενο άρθρο, 57, καθορίζει το ασυμβίβαστο του καθήκοντος βουλευτή με δραστηριότητες που αναφέρονται στο άρθρο.

Άρθρο 56.1 «Έμμισθοι δημόσιοι λειτουργοί και υπάλληλοι, άλλοι υπάλληλοι του Δημοσίου, υπηρετούντες στις ένοπλες δυνάμεις και στα σώματα ασφαλείας, υπάλληλοι οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, αιρετά μονοπρόσωπα όργανα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, διοικητές, υποδιοικητές ή πρόεδροι διοικητικών συμβουλίων ή διευθύνοντες ή εντεταλμένοι σύμβουλοι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή κρατικών νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου ή δημόσιων επιχειρήσεων ή επιχειρήσεων τη διοίκηση των οποίων ορίζει άμεσα ή έμμεσα το Δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχος ή επιχειρήσεων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης δεν μπορούν να ανακηρυχθούν υποψήφιοι ούτε να εκλεγούν βουλευτές, αν δεν παραιτηθούν πριν από την ανακήρυξή τους ως υποψηφίων.  Η παραίτηση συντελείται με μόνη τη γραπτή υποβολή της.  Αποκλείεται η επάνοδος στην ενεργό υπηρεσία των στρατιωτικών που παραιτούνται.  Τα ανώτερα αιρετά μονοπρόσωπα όργανα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης δεύτερου βαθμού δεν μπορούν να ανακηρυχθούν υποψήφιοι ούτε να εκλεγούν βουλευτές κατά τη διάρκεια της θητείας για την οποία εξελέγησαν, ακόμη και αν παραιτηθούν.»

Παρόμοια ρητή διάταξη, με αναφορά στην υποψηφιότητα, δεν υπάρχει στο δικό μας Σύνταγμα στα σχετικά άρθρα 70 και 101. Δεν επιθυμώ να εκφράσω οποιαδήποτε άποψη αντίθετη με υπάρχουσα νομολογία και το Νόμο που ρυθμίζει την περίπτωση πολιτών που εμπίπτουν στις πιο πάνω πρόνοιες, ώστε να δικαιούνται να είναι υποψήφιοι και να εκπέσει η ασυμβίβαστη ιδιότητα τους με αυτή του βουλευτή, μόνον εφόσον εκλεγούν και επιλέξουν τη βουλευτική έδρα.

Έχω εν προκειμένω την ταπεινή γνώμη πως ενδέχεται το πνεύμα των νομοθετικών διατάξεων του συντάγματος μας να εμπεριέχει και την ανάλογη, ομολογουμένως ρητή διάταξη, στο Σύνταγμα της Ελλάδας, που παραθέτω πιο πάνω.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Με αυτή την απόφαση συμφωνούν και οι Δικαστές Π. Αρτέμης, Φρ. Νικολαΐδης, Μ. Κρονίδης, Τ. Ηλιάδης, Ρ. Γαβριηλίδης, Δ. Χατζηχαμπής και Γ. Αρέστης.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.:  Συμφωνούμε με την κατάληξη του Πική, Π., ότι η Εκλογική Αίτηση πρέπει να απορριφθεί με έξοδα.  Συμμεριζόμαστε την άποψη, όπως την εξηγεί στην απόφασή του, ότι «ο όρος εκπαιδευτικός, στο πλαίσιο του Άρθρου 16(2)(β) του νόμου περιλαμβάνει κάθε δάσκαλο και καθηγητή που υπηρετεί στη δημόσια εκπαίδευση».  Επομένως, η εν λόγω νομοθετική διάταξη* δεν επέτρεπε την ανάληψη από τον αιτητή του αξιώματος μέλους Δημοτικού Συμβουλίου εφόσον αυτός δεν είχε προηγουμένως παραιτηθεί από τη θέση εκπαιδευτικού την οποία κατείχε. 

Παρόλον που ζήτημα ερμηνείας του Άρθρου 16(2)(β) δεν τέθηκε με την Εκλογική Αίτηση, εντούτοις συζητήθηκε.  Κι αυτό προφανώς σαν βάση για εξέταση του αιτητικού, που είναι:

«....... όπως το Εκλογοδικείο κηρύξει και/ή αποφασίσει ότι:

α.  Η απόφαση του καθ’ ου η αίτηση 1 που γνωστοποιήθηκε την 31.12.2001 (Παραρτ. Α) είναι αντισυνταγματική και άκυρη εξ’ υπαρχής και ότι ο αιτητής δικαιούται να κατέχει το αξίωμα του Δημοτικού Συμβούλου όπως η ψήφος των Δημοτών τον ανάδειξε.

β.  Η συγκεκριμένη επιλαχούσα (καθ’ ης η αίτηση 2) αντισυνταγματικά ανακηρύχθηκε από τον καθ’ ου η αίτηση 1 ως Δημοτικός Σύμβουλος αφού δεν πήρε τόσους ψήφους που να της επιτρέπουν τούτο κατά τη λαϊκή επιθυμία.»

Και ενώ με την Εκλογική Αίτηση δεν τέθηκε προς εξέταση ζήτημα συνταγματικότητας του Νόμου, εντούτοις ο συνήγορος του αιτητή εισηγήθηκε στην αγόρευση του ότι η Pavlou v. Returning Officer and Others (1987) 1 C.L.R. 252, στην οποία η εν λόγω νομοθετική διάταξη κρίθηκε συνταγματική, «... δεν είναι ορθό δίκαιο και/ή διακρίνεται ...».  Δεν παρέχεται όμως δυνατότητα να τεθεί με τις αγορεύσεις το αναγκαίο έρεισμα για εξέταση του θέματος.  Το ίδιο ισχύει και για την περαιτέρω εισήγηση στην αγόρευση, ότι παραβιάστηκε το Άρθρο 31* του Συντάγματος όπως και Διεθνείς Συμβάσεις – γίνεται αναφορά στο Άρθρο 3** του 1ου Πρωτοκόλλου  της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου – που «καθιέρωσαν το δικαίωμα του πολίτη να ψηφίζει».  Παρατηρούμε πάντως πως άλλο είναι το δικαίωμα ψήφου και άλλο το δικαίωμα του εκλέγεσθαι.

Επισημαίνουμε ότι το παράπονο που διατυπώνεται με την Εκλογική Αίτηση αφορά μόνο στην απόφαση του Εφόρου να ανακηρύξει δημοτικό σύμβουλο στο Δήμο Παραλιμνίου την επιλαχούσα στην εκλογή αντί τον αιτητή ο οποίος είχε πλειοψηφήσει.  Προβάλλεται  ως προς αυτό – παράγραφος 5 της Εκλογικής Αίτησης – ότι το υπό αναφορά αποτέλεσμα επήλθε «.... αντίθετα στις αρχές της Δημοκρατίας και Νομιμότητας και/ή στις πρόνοιες του Συντάγματος, Διε[*24]θνών Συμβάσεων που κυρώθηκαν διά Νόμου ή προς τη Νομολογία, αλλά και αντίθετα προς τη λαϊκή βούληση που εκφράσθηκε συγκεκριμένα».  Με αυτή τη γενικότητα δεν παρέχεται νομικό έρεισμα για δικαστική εξέταση οποιουδήποτε συγκεκριμένου ζητήματος.

Το Άρθρο 16(2)(β) του Νόμου, η συνταγματικότητα του οποίου δεν προσβάλλεται, καθιστούσε αναπόφευκτη την απόφαση του Εφόρου.  Δεν μπορεί να είναι αντισυνταγματική μια απόφαση που υπαγορεύεται από Νόμο που θεωρείται συνταγματικός.  Τέλος, ως προς την επίκληση των αρχών της Δημοκρατίας, το θέμα κατά την άποψη μας εξαντλείται με την παραπομπή στο Σύνταγμα που τις ενσωματώνει και στο Νόμο που συνάδει.  

Η Εκλογική Αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.

Η Εκλογική Αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο