Γιαβρή Στέλλα και Άλλη ν. Σταύρου Πάσιου (2004) 1 ΑΑΔ 125

(2004) 1 ΑΑΔ 125

[*125]23 Ιανουαρίου, 2004

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

1. ΣΤΕΛΛΑ ΓΙΑΒΡΗ,

2. ΛΟΥΚΙΑ ΠΑΝΑΓΗ,

Εφεσείουσες-Ενάγουσες 1 και 3,

ν.

ΣΤΑΥΡΟΥ ΠΑΣΙΟΥ,

Εφεσιβλήτου-Εναγομένου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11368)

 

Αστικά αδικήματα ― Ιδιωτική οχληρία ― Νόμιμο δικαίωμα για έγερση αγωγής τόσο από τον ιδιοκτήτη όσο και από τον κάτοχο της περιουσίας η οποία επηρεάζεται από την οχληρία.

Αποφάσεις και διατάγματα ― Απαγορευτικά διατάγματα ― Δικαιοδοσία έκδοσης απαγορευτικών και προστατευτικών διαταγμάτων ― Άρθρο 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν.14/60) ― Διακριτική ευχέρεια ― Εφαρμοστέες αρχές ― Οχληρία ― Έκδοση απαγορευτικού διατάγματος για προστασία των δικαιωμάτων του προσφεύγοντος από μελλοντικές παραβιάσεις.

Αγωγή ― Αστικά αδικήματα ― Η αγωγή είναι το μέσο προστασίας των δικαιωμάτων του ατόμου ― Το κριτήριο αποδοχής ή απορρίψεως της αγωγής έγκειται στην απόδειξη ή μη παραβιάσεως νομίμου δικαιώματος και όχι στα κίνητρα του ενάγοντος.

Ο εφεσίβλητος είναι ενοικιαστής καταστήματος που λειτουργεί ως καθαριστήριο στο ισόγειο τριώροφης οικοδομής η οποία ανήκει στην εφεσείουσα 1.  Η εφεσείουσα 1 καθώς και η μητέρα της, η εφεσείουσα 2, διαμένουν σε ξεχωριστά διαμερίσματα τα οποία βρίσκονται πάνω από το κατάστημα.  Οι εφεσείουσες με κοινή αγωγή, ενήγαγαν τον εφεσίβλητο για οχληρία η οποία όπως ισχυρίζονταν, προκαλείτο από αναθυμιάσεις, θόρυβο και κραδασμούς κατά τη λειτουργία του καθαριστηρίου.  Ζήτησαν επίσης την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος για άρση της οχληρίας.

[*126]Ο εφεσίβλητος στην ανταπαίτησή του αξίωσε την έκδοση προστατευτικού διατάγματος προς την εφεσείουσα 1, με το οποίο να διατάσσεται να επιτρέψει την τοποθέτηση σωλήνων και μηχανισμού αποπομπής των αερίων στο κτίριο και οροφή.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή παρόλον που διαπίστωσε την ύπαρξη οχληρίας προκαλούμενης από τις αναθυμιάσεις, το θόρυβο και τους κραδασμούς που προκαλεί η λειτουργία του.  Αρνήθηκε και την παροχή απαγορευτικού διατάγματος για εξάλειψη της οχληρίας επειδή η εφεσείουσα 1 είχε αρνηθεί στον εφεσίβλητο να επεκτείνει τις διασωληνώσεις, προς διοχέτευση των αναθυμιάσεων στο υπόλοιπο μέρος του κτιρίου και την εγκατάσταση μηχανισμού αποπομπής των αναθυμιάσεων στην οροφή του, ώστε αυτές να εκπέμπονται ψηλότερα στην ατμόσφαιρα και να παύσουν να αποτελούν πηγή οχληρίας γι’ αυτή.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα της εφεσείουσας 1 για απαγορευτικό διάταγμα με το ακόλουθο σκεπτικό:  Η έκδοση τέτοιου διατάγματος αποτελεί θεραπεία του δικαίου της επιείκειας και ως εκ τούτου η χορήγησή του ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.  Το γεγονός αυτό συναρτά την παροχή του διατάγματος με το επίπεδο συμπεριφοράς που απαιτούν οι αρχές της επιείκειας (“A plaintiff who seeks equitable relief must be prepared to act fairly towards the defendant” και “He who comes to equity must come with clean hands”), τις οποίες με τη συμπεριφορά της παραβίασε η εφεσείουσα 1.  Το Δικαστήριο απέρριψε επίσης απαίτηση της εφεσείουσας 1 για τη μετακίνηση παραπήγματος, το οποίο ο εφεσίβλητος παραδέχθηκε ότι εγκατέστησε στην αυλή πίσω από το κατάστημά του.  Λόγος της απόρριψης ήταν η παροχή εξουσιοδότησης από τον σύζυγο της εφεσείουσας 1 προς τον εφεσίβλητο να προβεί στην εγκατάσταση του εν λόγω παραπήγματος.  Το Δικαστήριο απέρριψε και την ανταπαίτηση του εφεσίβλητου.

Με την έφεση προσβάλλεται το βάθρο της πρωτόδικης απόφασης αναφορικά με την απόρριψη των απαιτήσεων των εφεσειουσών.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Δεν υπάρχει αρχή δικαίου (της επιείκειας ή του κοινού δικαίου) που να επιβάλλει την παροχή συνδρομής στον αστικά παρανομούντα να άρει την αδικοπραγία σε βάρος του ενάγοντος.

2.  Η απόρριψη της ανταπαίτησης σηματοδοτεί τόσο την απουσία δικαιώματος εκ μέρους του εφεσίβλητου να αξιώσει τη χρήση του ακινήτου για τους προαναφερθέντες σκοπούς, όσο και την απουσία υποχρέωσης εκ μέρους της εφεσείουσας 1 να το επιτρέψει.

3.  Η εφεσείουσα 2 ενομιμοποιείτο να εγείρει την αγωγή ως κάτοχος [*127]διαμερίσματος που επηρεάζετο από την οχληρία.  Το δικαίωμα κατοχής και χρήσης του διαμερίσματος στο οποίο διέμενε η εφεσείουσα 2, δεν στοιχειοθετήθηκε από τη δικογραφία.  Αντίθετα έγινε δεκτό από τον εφεσίβλητο και αποκαλύφθηκε από τη μαρτυρία.  Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί του αντιθέτου στερείται ερείσματος.

4.  Η διακριτική ευχέρεια η οποία παρέχεται στο Δικαστήριο για την έκδοση ή μη απαγορευτικού διατάγματος ασκείται δικαστικά με κύριο έρεισμα το σκοπό για τον οποίο επιζητείται η θεραπεία.  Εφόσον αντικείμενο του διατάγματος είναι η προστασία έναντι συνεχιζόμενης παραβίασης των δικαιωμάτων του ενάγοντος, η έκδοση απαγορευτικού διατάγματος αποτελεί το φυσικό επακόλουθο.  Μπορεί το Δικαστήριο να αρνηθεί την έκδοση διατάγματος εφόσον ο ενάγων μπορεί να αποκατασταθεί με άλλη μορφής θεραπεία.  Η έκδοση απαγορευτικού διατάγματος θεωρείται, εκ πρώτης όψεως, η πρέπουσα θεραπεία προς προστασία των δικαιωμάτων του προσφεύγοντος από μελλοντικές παραβιάσεις, ως η περίπτωση της οχληρίας.

5.  Η άρνηση του διατάγματος ισοδυναμεί στην παρούσα περίπτωση με την παραχώρηση άδειας στον εφεσίβλητο να αδικοπραγεί σε βάρος των εφεσειουσών.

6.  Αναφορικά με το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο θόρυβος και οι κραδασμοί μειώθηκαν μετά την έγερση της αγωγής, δεν έχει προταχθεί οποιοσδήποτε βάσιμος λόγος που θα μπορούσε να δικαιολογήσει ανατροπή του.  Δεν υφίσταται ανάγκη προς προστασία των δικαιωμάτων των εφεσειουσών από αυτή την πλευρά λειτουργίας του ατμοκαθαριστηρίου.

7.  Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ιδιοκτήτρια συναίνεσε στην άδεια που παρασχέθηκε στον εφεσίβλητο αναφορικά με το παράπηγμα στηρίζεται από τη μαρτυρία για την εγκατάσταση και τη μακρά χρήση του χωρίς διαμαρτυρία.

Δικαιολογείται η έκδοση απαγορευτικού διατάγματος με σαφείς όρους που να εμποδίζουν την προκαλούμενη από τις αναθυμιάσεις οχληρία.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα εναντίον του εφεσίβλητου πρωτοδίκως και κατ’ έφεση. Διατάχθηκε η έκδοση απαγορευτικού διατάγματος ως ανωτέρω.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

[*128]Christofides a.o. v. Matheos Armefti (1967) 1 C.L.R. 20,

Μυλωνά ν. Μυλωνά (Αρ. 1) (2003) 1 Α..Α.Δ. 381,

Stylianou v. Papacleovoulou (1982) 1 C.L.R. 542,

Wakeham v. Wood [1982] 43 P. & C.R. 40,

Sampson v. Hodson-Pressinger [1981] 3 All E.R. 710,

Oxy Electric Ltd v. Zainuddin [1991] 1 W.L.R. 115,

Elliott v. Islington London Borough Council [1991] 1 E.G.L.R. 167.

Έφεση.

Έφεση από τις ενάγουσες κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 6/3/02 (Αρ. Αγωγής 2696/97) με την οποία απέρριψε την αγωγή τους κατά του εναγόμενου για οχληρία η οποία εκπήγαζε από τη λειτουργία του ατμοκαθαριστηρίου το οποίο λειτουργούσε στο υποστατικό στο οποίο διέμεναν και αρνήθηκε την παροχή απαγορευτικού διατάγματος προς εξάλειψη της οχληρίας.

Λ. Κληρίδης, για τις Eφεσείουσες.

Ε. Μυριανθέας, για τον Eφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π..

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Οι εφεσείουσες, θυγατέρα και μητέρα, αντίστοιχα, διαμένουν σε ξεχωριστά διαμερίσματα κτιρίου, που ανήκει στην πρώτη. Κατ’ αρχάς, η τριώροφη οικοδομή, αποτελούμενη από τρία καταστήματα και τέσσερα διαμερίσματα ανήκε στη μητέρα.  Μεταβιβάστηκε στην κόρη το 1993.

Με κοινή αγωγή, οι εφεσείουσες ενήγαγαν τον εφεσίβλητο, τον ενοικιαστή ενός των καταστημάτων για οχληρία, εκπηγάζουσα από τη λειτουργία του ατμοκαθαριστηρίου, το οποίο λειτουργεί στο υποστατικό που ενοικιάζει.    

[*129]Το δικάσαν Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή παρόλο που διαπίστωσε την ύπαρξη οχληρίας προκαλούμενης από:  (α) τις αναθυμιάσεις που εκπέμπει το ατμοκαθαριστήριο, και (β) το θόρυβο και τους κραδασμούς που προκαλεί η λειτουργία του.  Αρνήθηκε την παροχή απαγορευτικού διατάγματος, το οποίο θα εξάλειφε την οχληρία και θα επέτρεπε την ανενόχλητη χρήση και απόλαυση των διαμερισμάτων από τις εφεσείουσες. 

Ο λόγος για τον οποίο το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα για έκδοση απαγορευτικού διατάγματος συναρτάται, όσον αφορά την εφεσείουσα 1, με τη συμπεριφορά της και ειδικά με την άρνησή της να επιτρέψει στον εφεσίβλητο να επεκτείνει τις διασωληνώσεις, προς διοχέτευση των αναθυμιάσεων στο υπόλοιπο μέρος του κτιρίου και την εγκατάσταση μηχανισμού αποπομπής των αναθυμιάσεων στην οροφή του, ώστε οι αναθυμιάσεις να εκπέμπονται ψηλότερα στην ατμόσφαιρα και να παύσουν να αποτελούν πηγή οχληρίας γι αυτή.  Το Δικαστήριο θεώρησε την άρνηση της εφεσείουσας 1 να συγκατανεύσει στη διάθεση της περιουσίας της για το σκοπό αυτό μεμπτή, παρά την απουσία οποιασδήποτε νομικής υποχρέωσης εκ μέρους της να παράσχει τέτοιο δικαίωμα στον εφεσίβλητο.  Η αξίωση του εφεσίβλητου την οποία ήγειρε με ανταπαίτηση για την έκδοση προστακτικού διατάγματος προς την εφεσείουσα 1, με το οποίο να διατάσσεται να επιτρέψει την εγκατάσταση σωλήνων και την τοποθέτηση του μηχανισμού αποπομπής των αερίων στο κτίριο και οροφή, απορρίφθηκε.  Η απόρριψη της ανταπαίτησης σηματοδοτεί τόσο την απουσία δικαιώματος εκ μέρους του εφεσίβλητου να αξιώσει τη χρήση του ακινήτου για τους προαναφερθέντες σκοπούς, όσο και την απουσία υποχρέωσης εκ μέρους της εφεσείουσας 1 να το επιτρέψει.

Αναφορικά με το θόρυβο και τους κραδασμούς το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η λειτουργία του ατμοκαθαριστηρίου προκαλούσε θόρυβο και κραδασμούς που συνιστούσαν οχληρία, παρεμβαίνουσα στη χρήση των διαμερισμάτων των εφεσειουσών για μεγάλο χρονικό διάστημα πριν την έγερση της αγωγής και για ορισμένο χρονικό διάστημα μετά την καταχώρησή της. Ο θόρυβος και οι κραδασμοί ελέγχθηκαν και η έντασή τους μειώθηκε με την εγκατάσταση νέων μηχανημάτων ώστε η λειτουργία του ατμοκαθαριστηρίου, εξ  αυτού του λόγου, να παύσει να αποτελεί οχληρία.  Τεκμηριώθηκε όμως και σε σχέση με το θόρυβο και τον κραδασμό το αστικό δικαίωμα της ιδιωτικής οχληρίας.

Η άρνηση της εφεσείουσας 1, να επιτρέψει τη μετατόπιση του συστήματος αποπομπής των αναθυμιάσεων, προς άρση της οχληρίας, [*130]δεν αφορούσε την εφεσείουσα 2, ή το δικαίωμά της να τύχει προστασίας έναντι της οχληρίας που προκαλούσε ο εφεσίβλητος.  Στην περίπτωσή της, απορρίφθηκε η αγωγή, μαζί και η αξίωσή της για την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος, για το λόγο ότι οι συνθήκες, κάτω από τις οποίες κατείχε το διαμέρισμα, δεν της παρείχαν δικαίωμα να εγείρει αγωγή για οχληρία. Δεν είχε, σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, δικαίωμα κατοχής του ακινήτου, του διαμερίσματος στο οποίο διέμενε,  που αποτελεί προϋπόθεση για την αναζήτηση θεραπείας προς προστασία από ιδιωτική οχληρία.  Παραπέμπει προς τούτο (το πρωτόδικο Δικαστήριο), στην Andreas Christofides and Another v. Matheos Armefti (1967) 1 C.L.R. 20.  Στην απόφαση εκείνη αντανακλάται η αρχή του αγγλικού κοινού δικαίου, βάσει της οποίας συμπλέκεται το δικαίωμα αγωγής για ιδιωτική οχληρία με το δικαίωμα του ενάγοντος για δικαιωματική κατοχή του ακινήτου. Πρόσωπο, το οποίο διαμένει σε κατοικία με την άδεια του κατόχου, δεν νομιμοποιείται στην αναζήτηση θεραπείας για προστασία από οχληρία την οποία προκαλεί τρίτος.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η εφεσείουσα 2, μη ούσα ιδιοκτήτρια ή ενοικιάστρια του διαμερίσματος, δεν είχε δικαίωμα αγωγής για οχληρία κατά του εφεσίβλητου.  Το δικαίωμα κατοχής και χρήσης του διαμερίσματος στο οποίο διέμενε η εφεσείουσα 2, δεν στοιχειοθετήθηκε ως επίδικο θέμα στη δικογραφία.  Αντίθετα έγινε δεχτό από τον εφεσίβλητο ότι η εφεσείουσα 2 διαμένει στο διαμέρισμα και, ως η μαρτυρία αποκάλυψε, αυτή ήταν πάντοτε κάτοχος του διαμερίσματος πριν και μετά τη μεταβίβαση της ιδιοκτησίας του στη θυγατέρα της. Ο όρος «διαμένω» υποδηλώνει την κατοχή της συγκεκριμένης κατοικίας για χρονικό διάστημα, ενέχει δε τη σημασία  του σπιτιού του διαμένοντος.  (Βλ. «Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας», Γ. Μπαμπινιώτη  - Έκδοση 1998, σελ. 494.)

Δεν αμφισβητήθηκε με την υπεράσπιση ότι το διαμέρισμα συνιστά τον τόπο διαμονής της εφεσείουσας 2.  Τοιουτοτρόπως το δικαίωμα κατοχής του διαμερίσματος από την εφεσείουσα 2, δεν ήταν επίδικο θέμα·  ούτε τέθηκε υπό αμφισβήτηση το παραδεχτό της απαίτησής της με αναφορά στους όρους διαμονής της στο ακίνητο.  Εξ ου και καμιά μαρτυρία δε δόθηκε επί του προκειμένου.  Μπορεί ευθέως να λεχθεί ότι η απόφαση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου περί του αντιθέτου στερείται ερείσματος.

Η εφεσείουσα 1 συνένωσε στην αγωγή της και απαίτηση για τη μετακίνηση παραπήγματος, το οποίο ο εφεσίβλητος παραδέχθηκε ότι εγκατέστησε στην αυλή πίσω από το κατάστημά του, ως πράξη επέμβασης στην ακίνητη ιδιοκτησία της.  Το Δικαστήριο έκρινε ότι η [*131]εφεσείουσα 1 κωλυόταν να προβάλει τέτοια απαίτηση, ενόψει του γεγονότος ότι ο σύζυγος της εξουσιοδότησε, σε κάποιο χρονικό σημείο στο απώτερο παρελθόν (στις αρχές της δεκαετίας του 80, μετά την ενοικίαση του καταστήματος), τον εφεσίβλητο να προβεί στην εγκατάσταση του παραπήγματος, παρόλο που η ενοικίαση δεν παρείχε τέτοιο δικαίωμα. 

Με την έφεση προσβάλλεται το βάθρο της πρωτόδικης απόφασης αναφορικά με την απόρριψη κάθε μιας των απαιτήσεων των εφεσειουσών ως πραγματικά ανυπόστατο και νομικά εσφαλμένο.  Η διαπίστωσή μας, ότι η εφεσείουσα 2 ενομιμοποιείτο στην έγερση αγωγής για οχληρία και ότι το βάθρο της αγωγής της ήταν στέρεο, αφήνει ανοιχτό το πεδίο για την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος, με το οποίο να εμποδίζεται η εκπομπή αναθυμιάσεων από τη λειτουργία του ατμοκαθαριστηρίου ώστε να επηρεάζεται η άνετη χρήση του διαμερίσματος στο οποίο διαμένει.

Οι λόγοι, για τους οποίους το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα της εφεσείουσας 1, για απαγορευτικό διάταγμα παρεμποδίζον τη συνέχιση της οχληρίας από τον εφεσίβλητο, συνοψίζονται ως εξής:-

(α) Η έκδοση απαγορευτικού διατάγματος αποτελεί θεραπεία του δικαίου της επιείκειας και ως εκ τούτου η χορήγησή του ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Το γεγονός αυτό συναρτά την παροχή του με το επίπεδο εκείνο συμπεριφοράς, που απαιτούν οι αρχές της επιείκειας.  Σύμφωνα με την πρωτόδικο Δικαστή, η εφεσείουσα 1 παραβίασε δύο αρχές ή αξιώματα της επιείκειας, που την αποκλείουν από την αναζήτηση της θεραπείας του απαγορευτικού διατάγματος. Πρώτο, την αρχή ότι “... a plaintiff who seeks equitable relief must be prepared to act fairly towards the defendant.”  - ελεύθερη ελληνική μετάφραση -  «... ενάγων, ο οποίος επιζητεί θεραπεία της επιείκειας, πρέπει να είναι έτοιμος να ενεργήσει με δίκαιο τρόπο προς τον εναγόμενο.». Ο λόγος, για τον οποίο η εφεσείουσα 1 ασέβησε προς την αρχή αυτή, εντοπίζεται στο ότι δεν επέτρεψε στον εφεσίβλητο να εγκαταστήσει στο ακίνητό της  τις διασωληνώσεις και εγκαταστάσεις που θα της επέτρεπαν να θεραπεύσει την οχληρία.  Υποχρέωση να πράξει τοιούτον τι η εφεσείουσα 1 δεν είχε.  Ούτε ο εφεσίβλητος  είχε δικαίωμα να το απαιτήσει ως προκύπτει από την απόρριψη της ανταπαίτησής του.

Ερωτάται: Πού εντοπίζεται το άδικο της συμπεριφοράς της εφεσείουσας 1, που να της στερεί το δικαίωμα θεραπείας έναντι της αδικοπραγίας του εφεσίβλητου; Υπάρχει αρχή του δικαίου (της επιεί[*132]κειας ή του κοινού δικαίου) που να επιβάλλει την παροχή συνδρομής στον αστικά παρανομούντα να άρει την αδικοπραγία σε βάρος του ενάγοντος;  Τέτοια αρχή δεν εντοπίζεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ούτε και υπάρχει.

Το δεύτερο αξίωμα ή κανόνας της επιείκειας που η εφεσείουσα 1 παραβίασε, ως εκθέτει το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι εκείνο που ορίζει:  «He who comes to equity must come with clean hands.»  - Ελληνική μετάφραση ελεύθερη - «Ο προσερχόμενος στην επιείκεια πρέπει να έρχεται με καθαρά χέρια.».  Καμιά πράξη της εφεσείουσας 1 δεν εξειδικεύεται που να μολύνει τα χέρια της.  Και σε σχέση με αυτή την αρχή παρατίθεται η άρνηση της εφεσείουσας 1, να επιτρέψει τη χρήση του ακινήτου της προς υποβοήθηση  του εφεσίβλητου να άρει την οχληρία, ως πράξη αντινομική προς τη δικαιοσύνη.  Τοιουτοτρόπως η μη παραχώρηση δικαιώματος στον εφεσίβλητο, που η εφεσείουσα δεν είχε υποχρέωση να του παράσχει, στιγματίζεται ως άδικη πράξη.  Το άλλο, που καθιστά τη συμπεριφορά της εφεσείουσας 1 μεμπτή, προκύπτει από το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι πραγματικός σκοπός της αγωγής της εφεσείουσας 1 ήταν η έξωση του εφεσίβλητου και όχι η προστασία των δικαιωμάτων της από την οχληρία που προκαλείται.  Πρόκειται για παράδοξη θέση.  Στη νόμω κρατούσα τάξη, η αγωγή είναι το μέσο της προστασίας των δικαιωμάτων του ατόμου.  Άλλα κριτήρια δεν υπεισέρχονται στην κρίση της αγωγής του εκτός από την απόδειξη παραβίασης δικαιώματος.  Τα κίνητρα για την προσφυγή στο δικαστήριο συναρτώνται με τα δικαιώματα τα οποία προσβάλλονται. Οποιαδήποτε άλλη έρευνα θα παρενέβαλλε εξωγενείς παράγοντες στην κρίση των δικαιωμάτων του διαδίκου, που αποτελεί το αντικείμενο της δίκης.  Τα κίνητρα για την έγερση αγωγής θα καθίσταντο νέο ανεξάρτητο κριτήριο για την επιτυχία της. κριτήριο ανεξάρτητο από τα δικαιώματα του διαδίκου, που η δικαστική διαδικασία προόρισθαι να περιφρουρήσει.

Στην υπόθεση Μυλωνά ν. Μυλωνά (Αρ.1) (2003) 1 Α.Α.Δ. 381 το Οικογενειακό Δικαστήριο έψεξε τον προσφεύγοντα για την καθυστέρησή του να προσφύγει στο δικαστήριο, παρόλο που κίνησε την αγωγή του μέσα στην προθεσμία που έθετε ο νόμος. απέδωσε την καθυστέρησή του σε υστεροβουλία εκ μέρους του.  Οι παρατηρήσεις του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου επί του θέματος, στο απόσπασμα που ακολουθεί, είναι αποκαλυπτικές της σωστής τάξης πραγμάτων:

«Καταρχή ο χρόνος άσκησης δικαιώματος μέσα στην προθεσμία που τάσσει ο Νόμος δεν αποτελεί επίδικο θέμα της δίκης.  Το [*133]αντίθετο θα μείωνε τη δραστικότητα του δικαιώματος. Ό,τι γίνεται δικαιωματικά φέρει τη σφραγίδα του Δικαίου.  Ο χρόνος άσκησης δικαιώματος θα μπορούσε να καταστεί κρίσιμο ζήτημα μόνο όπου συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την προβολή κωλύματος (estoppel) κατά το δίκαιο της επιείκειας.»

Στην παρούσα υπόθεση τίποτε δεν έπραξε η εφεσείουσα 1,  που να απεμπολεί τα δικαιώματά της να ζητήσει θεραπεία για την προστασία των τρωθέντων δικαιωμάτων της ή να παρεμβάλει εμπόδιο στην προβολή τους ενώπιον της Δικαιοσύνης. Τα κίνητρα της για την αναζήτηση προστασίας των δικαιωμάτων της δεν ελέγχονται από το Δικαστήριο, ούτε αποτελούν θέμα προς διερεύνηση.  Τίποτε δεν έπραξε η εφεσείουσα 1, που να μολύνει την άσκηση των δικαιωμάτων της με αδικία. Η άρνηση της να συγκατατεθεί στην εγκατάσταση μηχανισμών αποπομπής αναθυμιάσεων στην οροφή του κτιρίου της, ήταν απόρροια των δικαιωμάτων της. Καμιά υποχρέωση δεν είχε να παραχωρήσει δικαιώματα στον εφεσίβλητο στα οποία δεν εδικαιούτο. ούτε είχε υποχρέωση να συνδράμει στην άρση της οχληρίας.  Ήταν καθήκον του εφεσίβλητου να την άρει και δικαίωμα της εφεσείουσας 1 να ζητήσει έννομη προστασία κατά της συνέχισής της.

Η συμπεριφορά του ενάγοντος μπορεί να παρεμβάλει εμπόδια στην αναζήτηση δικαστικής θεραπείας προς προστασία των δικαιωμάτων του, μόνο όπου αυτή καθιστά άδικη την επίκληση τους.  Πότε παρεμβάλλεται δικαιϊκό κώλυμα (equitable estoppel) στην προβολή των δικαιωμάτων ατόμου για την παροχή προστασίας, εξηγείται σε έκταση στην Stylianou v. Papacleovoulou (1982) 1 C.L.R. 542.  

Το πρωτόδικο Δικαστήριο συνάρτησε την άρνησή του να εκδώσει απαγορευτικό διάταγμα το οποίο να εμποδίζει τον εφεσίβλητο να προκαλεί οχληρία, με το γεγονός ότι αποτελεί θεραπεία του δικαίου της επιείκειας, η παροχή της οποίας ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου. Είναι γεγονός ότι απαγορευτικά, όπως και προστακτικά διατάγματα, αποτελούσαν θεραπείες του δικαίου της επιείκειας, η παροχή των οποίων επεκτάθηκε ιστορικά σ’ όλα τα δικαστήρια, με τη συνένωση των δύο κλάδων της Αγγλικής Δικαιοσύνης που επιτεύχθηκε με τη θέσπιση των περί Δικαιοσύνης Νόμων, (Judicature Acts) του 1973 και 1875.  Όπως είχα την ευκαιρία να παρατηρήσω σε άλλο πλαίσιο:

«Συμπλέχθηκε το δίκαιο σε κοινό ιστό, μειώνοντας τη σημασία της δυαδικότητας των πηγών του αγγλικού δικαίου.  Έκτοτε, ο δικαστικός λόγος περιστρέφεται γύρω από το δίκαιο της χώρας. Η ενοποίηση των δικαστηρίων και των δικαιοδοσιών τους προσέδωσε νέα δυναμική στο αγγλικό δίκαιο, όπως επιμαρτυρεί η νομολογία των αγγλικών δικαστηρίων του 21ου αιώνα.  Η επίδραση των αρχών της επιείκειας στην εξέλιξη του αγγλικού δικαίου υπήρξε μεγάλη.»

Η συνένωση των δύο κλάδων του Αγγλικού δικαίου αντανακλάται και στο Κυπριακό δίκαιο.  (Βλ. Άρθρο 29.1(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60.) Η ενοποίηση επήλθε και ως προς τα θεραπευτικά μέσα.  Παρασχέθηκε σε κάθε πολιτικό δικαστήριο δικαιοδοσία έκδοσης απαγορευτικών και προστακτικών διαταγμάτων. Στην περίπτωση της Κύπρου το θέμα ρυθμίζεται από το Άρθρο 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν. 14/60).  Η διακριτική ευχέρεια η οποία παρέχεται για την έκδοση ή μη απαγορευτικού διατάγματος, ασκείται δικαστικά με κύριο έρεισμα το σκοπό για τον οποίο επιζητείται η θεραπεία. Εφόσον αντικείμενο του διατάγματος είναι η προστασία έναντι συνεχιζόμενης παραβίασης των δικαιωμάτων του ενάγοντος, η έκδοση απαγορευτικού διατάγματος αποτελεί το φυσικό επακόλουθο.  Μπορεί το δικαστήριο να αρνηθεί την έκδοση διατάγματος, εφόσον άλλης μορφής προστασία γνωστή στο δίκαιο, ως οι αποζημιώσεις, μπορεί να αποκαταστήσει τον ενάγοντα. Η έκδοση απαγορευτικού διατάγματος θεωρείται, εκ πρώτης όψεως, η πρέπουσα θεραπεία προς προστασία των δικαιωμάτων του προσφεύγοντος από μελλοντικές παραβιάσεις, ως η περίπτωση της οχληρίας.*

Η παρούσα υπόθεση συνιστούσε κλασσική περίπτωση παροχής απαγορευτικού διατάγματος, για την προστασία των δικαιωμάτων των εφεσειουσών από την οχληρία που προκαλούσε η λειτουργία του ατμοκαθαριστηρίου.  Η άρνηση του διατάγματος ισοδυναμεί με την παραχώρηση άδειας στον εφεσίβλητο να αδικοπραγεί σε βάρος των εφεσειουσών.   

Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο θόρυβος και οι κραδασμοί, που προκαλεί η λειτουργία του ατμοκαθαριστηρίου, περιορίστηκαν μετά την έγερση της αγωγής, σε βαθμό που να παύσουν να αποτελούν εστία οχληρίας.  Το εύρημα αυτό προσβάλλεται, χωρίς όμως να προταχθεί οποιοσδήποτε βάσιμος λόγος, που θα μπορούσε να δικαιολογήσει ανατροπή του επί του προκειμένου.  Δεν υφίσταται ανάγκη προς προστασία των δικαιωμάτων των εφεσειουσών από αυτή την πλευρά λειτουργίας του ατμοκαθαριστη[*135]ρίου. 

Τέλος, το παράπηγμα το οποίο ο εφεσίβλητος εγκατέστησε λίγο μετά την ενοικίαση του καταστήματος και έκτοτε χρησιμοποιεί για τις ανάγκες του ατμοκαθαριστηρίου του στην περιουσία της εφεσείουσας 1, (και πρότερα της εφεσείουσας 2), στήθηκε με τη σύμφωνο γνώμη του συζύγου της εφεσείουσας 1. Το ίδιο άτομο είχε διαπραγματευθεί την ενοικίαση του καταστήματος στον εφεσίβλητο.  Παρόλο που απουσιάζει θετική μαρτυρία ότι ο σύζυγος ενεργούσε εκ μέρους της ιδιοκτήτριας (της εφεσείουσας 2 τότε), η εγκατάσταση και η μακρά χρήση του παραπήγματος χωρίς διαμαρτυρία από αυτή προσδίδει έρεισμα στο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η ιδιοκτήτρια συναίνεσε στην άδεια που παρασχέθηκε στον εφεσίβλητο για την εγκατάσταση του παραπήγματος.  Κρίνουμε ότι, επ’ αυτού του σημείου, δε χωρεί επέμβαση στο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Δικαιολογείται η έκδοση απαγορευτικού διατάγματος με σαφείς όρους που να εμποδίζουν την προκαλούμενη από τις αναθυμιάσεις οχληρία.

Η έφεση επιτυγχάνει.  Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.   Υποκαθίσταται με απόφαση βάσει της οποίας γίνεται δεχτή η αγωγή εκατέρας των εφεσειουσών για οχληρία.  Εκδίδεται απαγορευτικό διάταγμα υπέρ εκατέρας των εφεσειουσών, με το οποίο απαγορεύεται στον εφεσίβλητο Σταύρο Πάσιου, υπαλλήλους ή αντιπροσώπους του, από του να λειτουργούν το ατμοκαθαριστήριο με τρόπο που να εκπέμπει αναθυμιάσεις.

Ο εφεσίβλητος θα υποστεί τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας όπως και τα έξοδα της έφεσης.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα εναντίον του εφεσίβλητου πρωτοδίκως και κατ’ έφεση. Διατάχθηκε η έκδοση απαγορευτικού διατάγματος ως ανωτέρω.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο