Πιριλλής Θεόδωρος και Άλλοι ν. Ελευθέριου Κουή (2004) 1 ΑΑΔ 136

(2004) 1 ΑΑΔ 136

[*136]23 Ιανουαρίου, 2004

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

1. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΠΙΡΙΛΛΗΣ,

2. THEODOROS PIRILLIS ENTERPRISES LTD,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι 1&2,

ν.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΚΟΥΗ,

Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11387)

 

Αγωγή ― Παράγωγη ή/και αντιπροσωπευτική αγωγή (derivative action) ― Ένας εκ των δύο ισότιμων μετόχων εταιρείας (η εταιρεία) ήγειρε παράγωγη αγωγή εκ μέρους της εταιρείας και εναντίον (α) του άλλου μετόχου της εταρείας (β) εταιρείας που ανήκε στον άλλο μέτοχο και (γ) της εταιρείας, επιδιώκοντας την προστασία των συμφερόντων της ― Η αγωγή συνιστούσε το ορθό δικονομικό μέτρο ― Η επίδικη υπόθεση δεν αφορούσε καταπίεση της μειοψηφίας από την πλειοψηφία ώστε να τυγχάνουν εφαρμογής τα Άρθρα 202 και 211 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, όπου η ορθή διαδικασία είναι η καταχώρηση αίτησης ― Ούτε σημειώθηκε παραβίαση του κανόνα στη Foss v. Harbottle σύμφωνα με τον οποίο ο ορθός ενάγων σε υπόθεση η οποία αφορά αδίκημα το οποίο κατ’ ισχυρισμό διαπράχθηκε εναντίον εταιρείας είναι, κατά κύριο λόγο, η εταιρεία και όχι οποιοσδήποτε μέτοχος ή μέτοχοι εταιρείας ― Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο ενάγων δεν θα μπορούσε να ενεργοποιήσει τον εταιρικό μηχανισμό για να κινήσει την αγωγή ήταν ορθή ενόψει της άρνησης του εναγομένου να συνεννοηθεί μαζί του και του αδιεξόδου στο οποίο είχαν φθάσει τα πράγματα.

Αποζημιώσεις ― Παραδειγματικές ή τιμωρητικές αποζημιώσεις ― Είναι ορθό να ζητούνται ειδικά στην έκθεση απαιτήσεως σε ειδική παράγραφο των θεραπειών ώστε να γνωρίζει και η άλλη πλευρά το μέγεθος και το είδος της απαίτησης που έχει να αντιμετωπίσει ― Οι περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης δικαιολογούσαν την επιδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων υπέρ του ενάγοντος.

Ευρήματα Δικαστηρίου ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Η αξιολόγηση της [*137]αξιοπιστίας μαρτύρων ανήκει κατ’ εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο ― Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του.

Ο εφεσίβλητος, μέτοχος της εταιρείας Kouis & Pirillis Ltd (εναγόμενης 3 - η εταιρεία) ήγειρε παράγωγη αγωγή (derivative action) εκ μέρους της εταιρείας.  Με την εν λόγω αγωγή επεδίωξε προστασία των συμφερόντων της εταιρείας αξιώνοντας, μεταξύ άλλων γενικές και/ή τιμωρητικές και/ή αυξημένες αποζημιώσεις εναντίον, του μεν εφεσείοντος 1 για παράβαση των καθηκόντων του έναντι της εταιρείας, του δε εφεσείοντος 1 και της εφεσείουσας 2 για συνωμοσία προς απάτη και/ή απάτη της εταιρείας και/ή οικειοποίηση των περιουσιακών της στοιχείων και/ή παράνομη επέμβαση στην περιουσία της.

Ο εφεσίβλητος κατέθεσε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στις 14.3.1996 ίδρυσαν την εταιρεία με τον εφεσείοντα 1 δίνοντας τα περιουσιακά τους στοιχεία έναντι 500 μετοχών ο καθένας.  Η εταιρεία αντικατέστησε προηγούμενο μεταξύ τους άτυπο συνεταιρισμό, σε ισότιμη βάση, στα πλαίσια του οποίου ασκούσαν επιχείρηση κρεοπωλείου και εμπορίας κρεάτων.  Η επιχείρηση του κρεοπωλείου διεξαγόταν εντός της υπεραγοράς “Κόκκινος” στο Παραλίμνι.  Διευθυντές της εταιρείας ήταν ο εφεσίβλητος και ο εφεσείων 1, ενώ γραμματέας ήταν ο εφεσίβλητος.  Μερικούς μήνες μετά την ίδρυση της εταιρείας δημιουργήθηκαν προβλήματα εξ υπαιτιότητος της συμπεριφοράς του εφεσείοντος 1, η οποία έδειχνε, κατά τον εφεσίβλητο, ότι πρόθεση του εφεσείοντος 1 ήταν να τον εκδιώξει από την επιχείρηση.  Ο εφεσίβλητος, λόγω της πίεσης που δεχόταν από τον εφεσείοντα 1, πήρε ένα μήνα άδεια για να ηρεμήσουν τα πνεύματα και να καταστεί δυνατή η εξεύρεση κάποιας λύσης.  Καθ’ όλη τη διάρκεια της όξυνσης των σχέσεων η σύγκλιση του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας ήταν αδύνατη αφού οι συνεταίροι δεν μιλούσαν καν μεταξύ τους.  Μερικές μέρες μετά την απομάκρυνση του από το κρεοπωλείο ο εφεσίβλητος αντιλήφθηκε ότι ο εφεσείων 1 άρχισε να πωλεί κρέατα μόνος του χρησιμοποιώντας ως όχημα την εφεσίβλητη υπ’ αρ. 2, εταιρεία η οποία ανήκε μετοχικά στον ίδιο, οικειοποιούμενος τον εξοπλισμό, την εμπορική εύνοια και το ενεργητικό της εταιρείας.

Η υπεράσπιση του εφεσείοντος 1, όπως αυτή παρουσιάστηκε στη μαρτυρία του ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου έθεσε τα πράγματα πολύ διαφορετικά.  Υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι ο εφεσίβλητος επιθυμούσε να πωλήσει το μερίδιο του στην εταιρεία, οι προσπάθειες του δεν καρποφόρησαν, οπόταν, αποφάσισαν από κοινού να σταματήσουν τις περαιτέρω εργασίες της εταιρείας.  Επειδή, όμως, εν τέλει, ο εφεσί[*138]βλητος αποχώρησε, αποφάσισε να παραμείνει στο κρεοπωλείο μέχρι να πωλήσει όλο το εμπόρευμα ώστε να μην ζημιώσει.  Ακολούθως αφού μίλησε με τον Κόκκινο ένοιωθε υποχρεωμένος, μετά από παράκλησή του, να παραμείνει στο κρεοπωλείο, δεδομένου ότι πλησίαζαν και οι γιορτές του Πάσχα.  Γι’ αυτό εξαναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει την εφεσείουσα 2, δική του εταιρεία η οποία ασχολείτο με την είσπραξη ενοικίων, επειδή ο εφεσίβλητος, με τη συμπεριφορά του, κατέστησε τη λειτουργία της μεταξύ τους εταιρείας προβληματική και ανέφικτη.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε ως αληθή την μαρτυρία του εφεσίβλητου και εξέδωσε απόφαση για το ποσό των £90.000, που αντιπροσώπευε την αξία της εταιρείας κατά τον κρίσιμο χρόνο, υπέρ της εταιρείας και εναντίον των εφεσειόντων 1 και 2 πλέον νόμιμο τόκο από 3.12.1997, ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής.  Περαιτέρω επιδίκασε υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον των εφεσειόντων 1 και 2 το ποσό των £5.000 τιμωρητικές αποζημιώσεις.  Πλέον έξοδα.

Οι εφεσείοντες αμφισβητούν για τους ακόλουθους λόγους την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.

1.  Το ορθό δικονομικό μέτρο δεν ήταν η αγωγή, αλλά αίτηση βάσει του Άρθρου 202 ή του Άρθρου 211 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113.

2.  Η επιδίκαση προς όφελος του εφεσίβλητου τιμωρητικών αποζημιώσεων είναι εσφαλμένη.  Επιπρόσθετα εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη την ύπαρξη εμπορικής εύνοιας της εταιρείας καθότι “εμπορική εύνοια είχε η υπεραγορά Κόκκινου και όχι το κρεοπωλείο των διαδίκων που ούτε καν δική του είσοδο δεν είχε”.

3.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου ως αξιόπιστη.

4.  Λανθασμένα το Δικαστήριο απένειμε αποζημιώσεις στην εναγομένη 3 διότι:

     Η εναγόμενη 3 δεν εξήντλησε τις μεθόδους που προνοεί το Κεφ. 113 για την προστασία των μετόχων και (β) ουδείς των μετόχων επικαλέστηκε με σωστή διαδικασία την προστασία του Κεφ. 113.

5.  Η εκδίκαση της αγωγής ήταν λανθασμένη γιατί παραβιάζει τον κανόνα Foss v. Harbottle, σύμφωνα με τον οποίο ο ορθός ενάγων σε υπόθεση η οποία αφορά αδίκημα το οποίο κατ’ ισχυρισμό διαπράχθηκε εναντίον εταιρείας είναι, κατά κύριο λόγο, η εταιρεία και όχι οποιοσδήποτε μέτοχος ή μέτοχοι της εταιρείας.

[*139]

6.  Ο τίτλος της αγωγής είναι λανθασμένος διότι: (α) Ουσιαστικά εγείρεται εκ μέρους της εναγομένης 3 ανκαι η ορθή διατύπωση του τίτλου θα ήταν ως ενάγουσα.

7.  Υπήρξε δυσμενής διάκριση στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Υ.2 (συγγενή του εφεσείοντος-εναγομένου) σε συσχετισμό με την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Ε. 3 (πατέρα του ενάγοντος).

Οι νομικές αρχές που ανέπτυξε και εφάρμοσε το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την έφεση, προκύπτουν ικανοποιητικά από την πιο πάνω περιληπτική σημείωση.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Foss v. Harbottle [1843] 2 Hare 461.

Έφεση.

Έφεση από τους εναγόμενους 1 και 2 κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας που δόθηκε στις 18/4/02 (Αρ. Αγωγής 1623/97) με την οποία αποδέχθηκε την παράγωγη αγωγή (derivative action) την οποία ήγειρε ο εναγόμενος-μέτοχος της εταρείας-εναγόμενης 3 - προς προάσπιση των συμφερόντων της επιδίκασε υπέρ αυτής ποσό £90.000 ως αντιπροσωπευτικό της αξίας της εταιρείας κατά τον κρίσιμο χρόνο και αφού έκρινε ότι ο εφεσείων 1 συνέχιζε την επιχείρηση παράνομα και κατά δόλιο τρόπο επιδίκασε υπέρ του ενάγοντα και εναντίον των εναγομένων £5.000,- ως τιμωρητικές αποζημιώσεις.

Α. Παπαχαραλάμπους, για τους Εφεσείοντες.

Δ. Παπαδόπουλος, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης Δ..

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Με παράγωγη αγωγή (derivative action) την οποία ήγειρε εκ μέρους της εταιρείας Kouis & Pirillis Butchery Ltd [*140](εναγόμενης 3 – η εταιρεία) ο εφεσίβλητος, μέτοχος της εταιρείας, επεδίωξε την προστασία των συμφερόντων της αξιώνοντας, μεταξύ άλλων, γενικές και/ή τιμωρητικές και/ή αυξημένες αποζημιώσεις εναντίον, του μεν εφεσίβλητου 1 για παράβαση των καθηκόντων του έναντι της εταιρείας, του δε εφεσείοντος 1 και της εφεσείουσας 2 για συνομωσία προς απάτη και/ή απάτη της εταιρείας και/ή οικειοποίηση των περιουσιακών της στοιχείων και/ή παράνομη επέμβαση στην περιουσία της.

Η υπόθεση του εφεσίβλητου, όπως αυτή παρουσιάστηκε με τη μαρτυρία του ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, είχε, συνοπτικά, ως εξής:

Ο εφεσίβλητος είναι συγγενής με τον εφεσείοντα 1. Περί τον Οκτώβριο του 1993 ο εφεσείων 1 έπεισε τον εφεσίβλητο να αναλάβουν, στα πλαίσια άτυπου συνεταιρισμού, σε ισότιμη βάση, την επιχείρηση του κρεοπωλείου σε χώρο εντός της υπεραγοράς “Κόκκινος” στο Παραλίμνι, αντί μηνιαίου ενοικίου £300. Άρχισαν εργασίες την 1.11.1993, αφού, στο μεσοδιάστημα, βρήκαν τους προμηθευτές του κρέατος και συμπλήρωσαν τον εξοπλισμό, εφόσον ήδη υπήρχε, στο χώρο του κρεοπωλείου, ψυγείο, ταμειακή και ζυγιστική μηχανή, πριόνι κλπ. Συμφώνησαν να λαμβάνουν μηνιαίο μισθό £500 ο καθένας και να μοιράζονται εξίσου τα κέρδη.

Επειδή οι δουλειές πήγαιναν καλά, κατά το Μάρτιο του 1994, ο εφεσίβλητος και ο εφεσείων 1 ενοικίασαν και άλλο χώρο - εργαστήριο, εκτός της υπεραγοράς, στη λεωφόρο Πρωταρά, τον οποίο και εξόπλισαν πλήρως για την αποθήκευση και προετοιμασία κρεάτων. Ασχολούνταν έτσι, εκτός από το λιανικό εμπόριο, και με χονδρικές πωλήσεις σε εστιατόρια και ξενοδοχεία. Ο εφεσίβλητος ο οποίος, σε αντίθεση με τον εφεσείοντα 1, δεν είχε προηγούμενη πείρα ως κρεοπώλης, μέσα σε δύο περίπου μήνες, εξοικειώθηκε πλήρως με την εργασία.

Περί τον Ιανουάριο του 1996 ο εφεσείων 1 πρότεινε στον εφεσίβλητο να θέσουν τη συνεργασία τους σε οργανωμένη βάση, με την ίδρυση εταιρείας η οποία θα αναλάμβανε τις μέχρι τότε δραστηριότητές τους, αυτοί δε θα έπαιρναν σε αντάλλαγμα ανάλογο αριθμό μετοχών. Ο εφεσίβλητος δέχθηκε την εισήγηση και, έτσι, στις 14.3.1996, ίδρυσαν την εταιρεία δίνοντας τα περιουσιακά τους στοιχεία έναντι 500 μετοχών ο καθένας και λειτουργώντας τον κοινό τους λογαριασμό στην Τράπεζα, χωρίς να αλλάξουν την ονομασία του, για τους εταιρικούς σκοπούς. Τα τιμολόγια και οι αποδείξεις εκδίδονταν επ’ονόματι της εταιρείας, οι δε επιταγές στο όνομα της [*141]εταιρείας και, γενικά, οι εισπράξεις κατατίθεντο στον εν λόγω λογαριασμό. Ταυτόχρονα, ο μηνιαίος μισθός τους αυξήθηκε στις £600. Διευθυντές της εταιρείας ήταν ο εφεσίβλητος και ο εφεσείων 1, ενώ γραμματέας ήταν ο εφεσίβλητος.

Μερικούς μήνες μετά την ίδρυση της εταιρείας, περί το τέλος του 1996 αρχές του 1997, ο εφεσείων 1 άρχισε να δημιουργεί προβλήματα στις σχέσεις του με τον εφεσίβλητο, συμπεριφερόμενος αυταρχικά και προσβάλλοντάς τον ως άσχετο, συμπεριφορά η οποία προκαλούσε προβλήματα στο χώρο εργασίας της εταιρείας. Ως εκ τούτου, ο εφεσίβλητος προσπάθησε να αγοράσει το μερίδιο του εφεσείοντος 1 ή να του πωλήσει το δικό του. Απέτυχε, όμως, επειδή ο εφεσείων 1 δεν ήθελε ούτε να αγοράσει ούτε να πωλήσει. Ταυτόχρονα, αρνείτο να δεχθεί άλλο άτομο, όπως κάποιο Σκάγια, ως συνέταιρο σε αντικατάσταση του εφεσιβλήτου. Η συμπεριφορά αυτή έδειχνε, κατά τον εφεσίβλητο, ότι πρόθεση του εφεσείοντος 1 ήταν να τον εκδιώξει από την επιχείρηση.

Περί τις 14.4.1997 ο εφεσίβλητος, λόγω της πίεσης την οποία δεχόταν από τον εφεσείοντα 1, πήρε ένα μήνα άδεια από την εργασία του για να ηρεμήσουν τα πνεύματα και καταστεί δυνατή η εξεύρεση κάποιας λύσης στα προβλήματα μεταξύ του και του εφεσείοντος 1. Καθ’ όλη την περίοδο της όξυνσης των σχέσεων η σύγκλιση του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας ήταν αδύνατη αφού οι συνέταιροι δεν μιλούσαν καν μεταξύ τους.

Μερικές μέρες μετά την απομάκρυνσή του από το κρεοπωλείο, ο εφεσίβλητος αντιλήφθηκε ότι ο εφεσείων 1 άρχισε να πωλεί κρέατα μόνος του χρησιμοποιώντας ως όχημα την εφεσίβλητη υπ΄αρ. 2, εταιρεία η οποία ανήκε μετοχικά στον ίδιο, οικειοποιούμενος τον εξοπλισμό, την εμπορική εύνοια και το ενεργητικό της εταιρείας.

Προς υποστήριξη της υπόθεσής του, ο εφεσίβλητος κάλεσε και δύο μάρτυρες. Τον πατέρα του Γ. Κουή και τον Π. Πολυβίου, Chartered Accountant.

Ο Γ. Κουής κατέθεσε ότι, στην προσπάθειά του να διευθετήσει τη διαφορά η οποία προέκυψε μεταξύ του εφεσιβλήτου και του εφεσείοντος 1, συναντήθηκε με τον εφεσείοντα 1 και του εισηγήθηκε να πληρώσει ο εφεσίβλητος £40.000 για να αγοράσει το μερίδιό του στην εταιρεία ή να του πωλήσει το δικό του μερίδιο έναντι £35.000. Η απάντηση ήταν, όπως είπε, “Ούτε αγοράζω ούτε πουλώ, είναι δικά μου.”

[*142]Ο Π. Πολυβίου έδωσε μαρτυρία, ως εμπειρογνώμονας, αναφορικά με την αξία της εταιρείας. Η κατάληξή του ήταν ότι το ποσό των £122.000 αντιπροσώπευε εύλογα την αξία ολόκληρου του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας, ήτοι το ποσό το οποίο θα εισπραττόταν από την εταιρεία αν αυτή επωλείτο, στις 31.3.1997, σε πρόθυμο αγοραστή από πρόθυμο πωλητή.

Η υπεράσπιση του εφεσείοντος 1, όπως αυτή παρουσιάστηκε με τη μαρτυρία του ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, έθεσε τα πράγματα πολύ διαφορετικά. Ιδιαίτερα, ως προς το τι συνέβη μερικούς μήνες μετά την ίδρυση της εταιρείας. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του, στις αρχές του 1997, και επειδή ο εφεσίβλητος δεν ήθελε να συνεχίζουν τις χονδρικές πωλήσεις, αποφάσισαν να κλείσουν το κατάστημα στη λεωφόρο Πρωταρά. Ο κοινός φίλος τους Δ. Σκάγιας, ο οποίος κάποτε τους βοηθούσε στο κρεοπωλείο, ενδιαφέρθηκε να αγοράσει το κατάστημα, οπότε ο εφεσίβλητος ανέλαβε να διαπραγματευθεί μαζί του. Ο εφεσίβλητος, όμως, μετά από κάποια συνάντηση που είχε με τον Σκάγια, του πρότεινε, αντί να του πωλήσουν το κατάστημα-κρεοπωλείο, να του πωλήσει το δικό του μερίδιο στην εταιρεία. Τελικά ο Σκάγιας αρνήθηκε να γίνει συνεταίρος, ενώ ο ίδιος απέρριψε πρόταση από τον πατέρα του εφεσιβλήτου να πωλήσει το μερίδιό του στον εφεσίβλητο διότι δεν ήθελε ούτε να πωλήσει ούτε να αγοράσει. Μέχρι τις αρχές του Απριλίου 1997, ο εφεσίβλητος βοηθούσε στο κρεοπωλείο. Όταν, όμως, δεν καρποφόρησαν οι προσπάθειές του να πωλήσει το μερίδιό του, το Σάββατο 12.4.1997, έδιωξε από το κρεοπωλείο κάποια υπάλληλο, ονόματι Φεβρούλα, διότι, όπως είπε, έτσι ήθελε. Την επόμενη Δευτέρα ο εφεσίβλητος δεν παρουσιάστηκε στο κρεοπωλείο. Αργότερα, στις 23.4.1997, ο εφεσίβλητος δεν εμφανίσθηκε γιατί ήταν ασθενής. Στη συνέχεια, και παρά την περί αντιθέτου επιθυμία του, εφόσον ο εφεσίβλητος δεν μπορούσε να πωλήσει το μερίδιό του στην εταιρεία, αποφάσισαν, από κοινού, να σταματήσουν τις περαιτέρω εργασίες της εταιρείας. Ενημέρωσαν, μάλιστα, και κάποιους από τους προμηθευτές. Επειδή, όμως, εν τέλει, ο εφεσίβλητος αποχώρησε, ο ίδιος δε βρέθηκε προ διλήμματος, εφόσον δεν μπορούσε ούτε να παραγγείλει ούτε να πληρώσει οτιδήποτε από μόνος του, ο δε εφεσίβλητος αρνήθηκε να προσυπογράψει ακόμη και κάποια επιταγή προς όφελος προμηθευτή τους, αποφάσισε να παραμείνει στο κρεοπωλείο μέχρι να πωλήσει όλο το εμπόρευμα ώστε να μην ζημιώσει. Έτσι και έγινε. Ακολούθως, αφού μίλησε με τον Κόκκινο, ένιωσε υποχρεωμένος, μετά από παράκλησή του, να παραμείνει στο κρεοπωλείο, δεδομένου ότι πλησίαζαν και οι γιορτές του Πάσχα. Συνακόλουθα, χρησιμοποίησε για τον κύκλο εργασιών του κρεοπωλείου την εφεσείουσα 2, δική του εταιρεία, η οποία, όπως ανέφερε, ασχολείτο με την είσπραξη ενοικίων από ακίνητα και από [*143]την οποία έπαιρνε £700 μηνιαίο μισθό. Με άλλα λόγια, εξαναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει την εφεσείουσα 2 επειδή ο εφεσίβλητος, με την όλη συμπεριφορά του, κατέστησε τη λειτουργία της μεταξύ τους εταιρείας προβληματική και ανέφικτη. Σε ερώτηση, κατά την αντεξέταση, γιατί δεν επιδίωξε, προτού χρησιμοποιήσει την εφεσείουσα 2, να συναντήσει τον εφεσίβλητο για να διευθετήσουν μεταξύ τους τα λογιστικά της εταιρείας, απάντησε ότι “δεν το έκοψε ο νους του” και ότι είχε δείξει την αγάπη του προς τον εφεσίβλητο για τρία χρόνια και δεν τον ήθελε να αποχωρήσει.

Προς υποστήριξη της υπεράσπισής του, ο εφεσείων 1 κάλεσε και επτά μάρτυρες. Τους Α. Κόκκινο, έναν από τους ιδιοκτήτες της υπεραγοράς “Κόκκινος”, Δ. Σκάγια, Β. Σάββα, Λογιστή, Γ. Κίττο, Ελεγκτή της εταιρείας, Σ. Σοφοκλέους, Fellow Chartered Accountant, και Α. Ευαγγελίδη, χοιροτρόφο.

Ο Σ. Σοφοκλέους έδωσε μαρτυρία, ως εμπειρογνώμων, αναφορικά με την αξία της εταιρείας. Η κατάληξή του ήταν ότι η εταιρεία είχε αξία περίπου £10.000.

Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την εκατέρωθεν μαρτυρία, έκρινε, για τους λόγους που εξήγησε σε έκταση, ότι η αλήθεια λέχθηκε από την πλευρά του εφεσιβλήτου, τόσο επί των γεγονότων τα οποία περιέβαλλαν τη διαφορά μεταξύ των διαδίκων όσο και από πλευράς εμπειρογνωμόνων. Στη συνέχεια, και αφού σημείωσε ότι τόσο ο εμπειρογνώμων Π. Πολυβίου, εκ μέρους του εφεσιβλήτου, όσο και ο εμπειρογνώμων Σ. Σοφοκλέους, εκ μέρους των εφεσειόντων, “προσπάθησαν, σε ένα βαθμό, να βοηθήσουν τους εκατέρωθεν πελάτες τους”, έκρινε ότι πιο αντικειμενική και πλησιέστερη προς την αλήθεια ήταν η έκθεση και η μαρτυρία του εμπειρογνώμονα του εφεσιβλήτου. Αφού δε κατέληξε ότι η αξία της εταιρείας ήταν, κατά τον κρίσιμο χρόνο, £90.000, εξέδωσε απόφαση υπέρ της εταιρείας-εναγομένης 3 και εναντίον των εφεσειόντων 1 και 2, για το εν λόγω ποσό, πλέον νόμιμο τόκο από 3.12.1997, ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής. Περαιτέρω, έχοντας υπόψη τη δόλια συμπεριφορά του εφεσείοντος 1, τη συνέχιση της επιχείρησης κατά παράνομο τρόπο και τη διοχέτευση των εργασιών της εταιρείας στην εφεσείουσα 2, επιδίκασε υπέρ του εφεσιβλήτου και εναντίον των εφεσειόντων 1 και 2 το ποσό των £5.000 τιμωρητικές αποζημιώσεις. Πλέον έξοδα.

Με την έφεση αμφισβητείται, για σειρά λόγων, η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.

[*144]Ο πρώτος λόγος έφεσης εγκαταλείφθηκε.

Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι ότι το ορθό δικονομικό μέτρο δεν ήταν η αγωγή, αλλά αίτηση βάσει του άρθρου 202 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, ότι, δηλαδή, οι υποθέσεις της εταιρείας διεξάγονταν κατά τρόπο καταπιεστικό έναντι του εφεσιβλήτου, ή αίτηση βάσει του άρθρου 211 του ίδιου Νόμου, ότι, δηλαδή, ήταν ορθό και δίκαιο να διαλυθεί η εταιρεία επειδή οι εργασίες της διεξάγονταν κατά τρόπο καταπιεστικό για τη μειοψηφία.

Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Το άρθρο 202 αναφέρεται στις περιπτώσεις όπου υπάρχει καταπίεση της μειοψηφίας από την εταιρεία η οποία ενεργεί μέσω της πλειοψηφίας. Δεν αναφέρεται στις περιπτώσεις, όπως η επίδικη, όπου παραπονούμενη δεν είναι η μειοψηφία, τα δικαιώματα της οποίας κατ’ ισχυρισμό καταπιέζονται από την εταιρεία, αλλά αυτή τούτη η εταιρεία η οποία, κατ’ ισχυρισμό, αποστερήθηκε παράνομα της περιουσίας της. Είναι γι’ αυτό, άλλωστε, το λόγο που η διαδικασία του άρθρου 202 στρέφεται εναντίον της εταιρείας, εφόσον είναι αυτή η οποία, μέσω της πλειοψηφίας, καταπιέζει τη μειοψηφία, και όχι υπέρ αυτής, με σκοπό να προστατευθεί από τις, κατ’ ισχυρισμό, παράνομες σε βάρος της πράξεις εκείνων οι οποίοι ασκούν τον έλεγχό της. Εξάλλου, σε αίτηση βάσει του άρθρου 202, αλλά και του άρθρου 211, δεν θα μπορούσε να περιληφθεί, ως καθ’ ου η αίτηση, τρίτο πρόσωπο, ήτοι η εφεσείουσα 2, ως όχημα απάτης (fraud vehicle).

Όσον αφορά τον ισχυρισμό του δικηγόρου των εφεσειόντων, ότι ο όρος παράγωγη αγωγή χρησιμοποιήθηκε μόνο στις αγορεύσεις, παρατηρούμε ότι αυτός δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε τόσο στο κλητήριο ένταλμα (order 2 rule 1) όσο και στην έκθεση απαίτησης. Στη γενική οπισθογράφηση του κλητηρίου εντάλματος αναφέρεται ότι “Η αγωγή αυτή εγείρεται από τον Ενάγοντα υπό την ιδιότητα του ως μετόχου της Εναγομένης υπ.αρ.3 σαν εκπροσωπευτική των συμφερόντων της (Derivative action)”. Στην πρώτη δε παράγραφο της έκθεσης απαίτησης αναφέρεται ότι “Η παρούσα αγωγή εγείρεται από μέρους του Ενάγοντα εκ μέρους της Εναγομένης υπ.αρ.3 σαν παράγωγη ή/και εκπροσωπευτική αγωγή (derivative action) για προστασία των συμφερόντων της καθότι η μετοχική δομή και το ιδιοκτησιακό καθεστώς της Εναγόμενης υπ.αρ.3...............”.

Ο τρίτος λόγος έφεσης επικεντρώθηκε στην εισήγηση ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε προς όφελος του εφεσιβλήτου τιμωρητικές αποζημιώσεις εκ £Κ5.000 καθότι (α) η έκθεση [*145]απαίτησης του εφεσιβλήτου δεν περιλάμβανε γεγονότα τα οποία να δικαιολογούν την επιδίκαση τέτοιων αποζημιώσεων και (β) “η κρινόμενη υπόθεση δεν είναι αξιοκατάκριτη σε βαθμό που να επισύρει τιμωρία από Πολιτικό Δικαστήριο”. Επιπρόσθετα, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη την ύπαρξη εμπορικής εύνοιας της εταιρείας καθότι “εμπορική εύνοια είχε η υπεραγορά Κόκκινου και όχι το κρεοπωλείο των διαδίκων που ούτε καν δική του είσοδο δεν είχε”.

Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος.

Όσον αφορά το περιεχόμενο της έκθεσης απαίτησης του εφεσιβλήτου σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με το οποίο και συμφωνούμε:

“Οι παραδειγματικές αποζημιώσεις είναι ορθό να ζητούνται ειδικά στην έκθεση απαίτησης, όπως έγινε εδώ, αν και κατά το Δικαστήριο έπρεπε να ζητηθούν ξέχωρα σε ειδική παράγραφο των θεραπειών, παρόλο που σύμφωνα με την απόφαση Kennedy Hotels Ltd. v. Indjirdjian [1992] 1 Α.Α.Δ. 400, δεν είναι αναγκαίο να δικογραφούνται με την προϋπόθεση βεβαίως ότι τα γεγονότα της αγωγής είναι τέτοια που δικαιολογούν την απόδοση της θεραπείας. Πάντοτε, βεβαίως, είναι καλύτερο και πιο ορθό από πλευράς δικογράφησης να ζητούνται ώστε να γνωρίζει και η άλλη πλευρά το μέγεθος και το είδος της απαίτησης που έχει να αντιμετωπίσει.”

Όσον αφορά το κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο εδικαιολογείτο, υπό τις περιστάσεις, να επιδικάσει τιμωρητικές αποζημιώσεις υπέρ του εφεσιβλήτου, κρίνουμε ότι πολύ ορθά επιδικάστηκαν τιμωρητικές αποζημιώσεις εφόσον, σύμφωνα με τη μαρτυρία, ο εφεσείων 1 συμπεριφέρθηκε με πλήρη αδιαφορία για τα δικαιώματα του εφεσιβλήτου, ενήργησε με σκοπό τη διάρρηξη εταιρικής σχέσης μαζί του, διοχέτευσε, με παράνομο τρόπο, τις εργασίες της εταιρείας στην εφεσείουσα 2 με σκοπό την επίτευξη κέρδους για την εφεσείουσα 2 και, κατ΄επέκταση, για τον εαυτό του, πράγμα το οποίο και πέτυχε.

Τέλος, όσον αφορά το θέμα της εμπορικής εύνοιας, παρατηρούμε ότι η εμπορική εύνοια της εταιρείας, ως κρεοπωλείου, δεν συνδεόταν αποκλειστικά με την υπεραγορά Κόκκινος. Η εταιρεία διέθετε και το κατάστημα στη λεωφόρο Πρωταρά από το οποίο διαφάνηκε ότι αντλούσε μεγάλα κέρδη λόγω των χονδρικών πωλήσεων προς μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες ή εστιατόρια.

[*146]

Ο τέταρτος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσιβλήτου ως αξιόπιστη.

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει για να ανατρέψει ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων είναι γνωστές. Το ζήτημα της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο.  Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του. Έχουμε μελετήσει τα διάφορα σημεία της μαρτυρίας του εφεσιβλήτου στα οποία μας παρέπεμψε ο δικηγόρος των εφεσειόντων. Δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι δικαιολογείται η επέμβασή μας. Άλλωστε, όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, τα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης, τα οποία και αποτέλεσαν τη βάση της αγωγής, δεν αμφισβητήθηκαν. Ήταν παραδεκτό ότι υπήρχε εταιρεία στην οποία ο εφεσείων 1 και ο εφεσίβλητος ήσαν μέτοχοι κατά 50% ο καθένας και, ταυτόχρονα, διευθυντές, και ότι, πριν την ίδρυση της εταιρείας, λειτούργησε μεταξύ τους άτυπος συνεταιρισμός. Ήταν, επίσης, παραδεκτό ότι η εταιρεία ασχολείτο με την επιχείρηση κρεοπωλείου λιανικής πώλησης εντός της υπεραγοράς Κόκκινος στο Παραλίμνι και χονδρικής και λιανικής πώλησης σε κατάστημα στη λεωφόρο Πρωταρά. Ήταν, τέλος, παραδεκτό ότι, μερικές μέρες μετά τις 14.4.1997, χωρίς την έγκριση του εφεσιβλήτου, ο εφεσείων 1 άρχισε να πωλεί κρέατα μόνος του χρησιμοποιώντας ως όχημα την εφεσίβλητη υπ΄αρ. 2, εταιρεία η οποία ανήκε μετοχικά στον ίδιο. Αυτά και μόνο τα παραδεκτά γεγονότα ήσαν αρκετά για να αποδειχθεί ότι οι εφεσείοντες οικειοποιήθηκαν παράνομα την επιχείρηση της εταιρείας και ότι ο εφεσείων 1, ως διευθυντής της εταιρείας, παρέβηκε τα καθήκοντά του έναντι της εταιρείας τόσο βάσει του κοινοδικαίου (καθήκοντα εμπιστοσύνης) όσο και βάσει του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113.

Ο πέμπτος λόγος έφεσης εγκαταλείφθηκε.

Ο έκτος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του ΜΥ2 Α. Κόκκινου, ενός των ιδιοκτητών της υπεραγοράς Κόκκινος, διότι “η αντικειμενικότητα του μάρτυρα υποστηρίκτηκε από τον ενάγοντα που τον χαρακτήρισε έντιμο και άνθρωπο που κρατά το λόγο του.”.

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Η άποψη του εφεσιβλήτου για το χαρακτήρα, την εντιμότητα και το “λόγο” του Α. Κόκκινου ασφα[*147]λώς δεν εδέσμευε το δικαστήριο στην κρίση του ως προς την αξιοπιστία του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξήγησε με λεπτομέρεια γιατί δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία του και δεν βλέπουμε γιατί να επέμβουμε.

Ο έβδομος και ο όγδοος λόγος έφεσης εγκαταλείφθηκαν.

Ο ένατος λόγος έφεσης είναι ότι “Λανθασμένα το Δικαστήριο απένειμε αποζημιώσεις στην εναγομένη 3 διότι: (α) Η εναγομένη 3 δεν εξήντλησε τις μεθόδους που προνοεί το Κεφ.113 για τη προστασία των μετόχων και (β) ουδείς των μετόχων επικαλέστηκε με σωστή διαδικασία την προστασία του Κεφ. 113.” Ο λόγος αυτός είναι συναφής με το δεύτερο και δέκατο λόγο έφεσης. Καλύπτεται με τα όσα αναφέραμε σχετικά με το δεύτερο λόγο έφεσης και τα όσα θα αναφέρουμε σχετικά με το δέκατο λόγο έφεσης.

Ο δέκατος λόγος έφεσης είναι ότι “η εκδίκαση της αγωγής ήταν λανθασμένη γιατί παραβιάζει τον κανόνα Foss v. Harbottlle”. Σύμφωνα με το δικηγόρο των εφεσειόντων, εάν ήθελε κριθεί ότι το ορθό δικονομικό μέτρο ήταν η αγωγή, αντί αίτησης βάσει του άρθρου 202 ή του άρθρου 211 του Κεφ. 113, τότε η αγωγή θάπρεπε να εγερθεί από την εταιρεία κατ’ εφαρμογή του κανόνα στην υπόθεση Foss v. Harbottle [1843] 2 Hare 461 σύμφωνα με τον οποίο ο ορθός ενάγων σε υπόθεση η οποία αφορά αδίκημα το οποίο κατ’ ισχυρισμό διαπράχθηκε εναντίον εταιρείας είναι, κατά κύριο λόγο, η εταιρεία και όχι οποιοσδήποτε μέτοχος ή μέτοχοι της εταιρείας.

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Εφόσον, στην προκείμενη περίπτωση, οι μόνοι διευθυντές και μόνοι μέτοχοι της εταιρείας ήσαν μόνο δύο, ο εφεσείων 1 και ο εφεσίβλητος, με μετοχικό συμφέρον 50% ο καθένας, και, επομένως, ο εφεσείων 1 ως, κατά τον εφεσίβλητο, ο αδικοπραγήσας κατά της εταιρείας, μπορούσε να ματαιώσει οποιαδήποτε απόφαση προς έγερση αγωγής εναντίον του, από την εταιρεία, ορθά ηγέρθη παράγωγη αγωγή από τον εφεσίβλητο. Το κριτήριο είναι κατά πόσο, ως είχαν τα πράγματα, η εταιρεία μπορούσε η ίδια να ενεργήσει ή όχι προς προστασία των συμφερόντων της. Το ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση προσεγγίζει ορθά το ζήτημα το οποίο προκύπτει από τον κανόνα στη Foss v. Harbottle και το υιοθετούμε:

“Οι περισσότερες υποθέσεις σχετίζονται με τη δυνατότητα ελέγχου ή την κατοχή άμεσα ή έμμεσα της πλειοψηφίας των μετοχών, αλλά μέσα από τις αποφάσεις θεωρείται ολοένα και πιο πολύ αποδεκτό ότι θα ήταν δίκαιο να επιτρέπεται η παράγωγη [*148]αγωγή και σε άλλες περιπτώσεις, όπου το γενικότερο συμφέρον της δικαιοσύνης το καθιστά επάναγκες, ακόμη και όπου οι αδικοπραγήσαντες διοικητικοί σύμβουλοι κατέχουν λιγότερο από το ήμισυ των μετοχών. Στον Palmer’s 20ή Έκδ. Σελ. 502, αναγνωρίζεται η δυνατότητα ύπαρξης περιπτώσεων όπου αν και η αδικοπραξία μπορεί να μην θεωρείται δόλος ή να ενεργοποιείται η νομοθετικά κατοχυρωμένη προστασία της μειονότητας, εν τούτοις το Δικαστήριο μπορεί να αποδεχθεί και περαιτέρω εξαιρέσεις του κανόνα στην Foss v. Harbottle [1843] 2 Hare 461, όπως λέχθηκε και από τον Jessel M.R. στην Russel v. Wakefield Waterworks Co. [1875] L.R.20 Eq. 474. Στην Καναδική υπόθεση Glass v. Atkin [1967] 65 D.R.L. 2d 501, θεωρήθηκε ότι σε μια εταιρεία που τα μετοχικά συμφέροντα ήσαν ίσα κατά 50% σε κάθε κατηγορία μετόχων, οι ενάγοντες οι οποίοι κατείχαν το 50% μπορούσαν να εγείρουν παράγωγη αγωγή διότι ο εναγόμενος και η σύζυγος του, που μαζί κατείχαν το άλλο 50% μπορούσαν αποτελεσματικά να εμποδίσουν τη γενική συνέλευση από του να περάσει ψήφισμα προς έγερση αγωγής.

Ακριβώς και εδώ παρόλο που ο ενάγων δεν κατέχει τη μειοψηφία των μετοχών, ενώ η πλειονότητα της νομολογίας εμπεριέχει αυτό ακριβώς το στοιχείο, αλλά είναι μετοχικά ισότιμος με τον εναγόμενο, έχει το δικαίωμα να εγείρει παράγωγη αγωγή εφόσον δεν θα μπορούσε να ενεργοποιήσει τον εταιρικό μηχανισμό για να κινήσει την αγωγή. Αυτό κατέστη πρόδηλο και αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου από την ολότητα της μαρτυρίας, την όλη συμπεριφορά του εναγομένου και την ουσιαστική άρνηση του να συνεννοηθεί με τον ενάγοντα, γεγονός που ήταν ηλίου φαεινότερον με δηλώσεις όπως ότι «δεν το έκοψε ο νους του» να επικοινωνήσει μ’ αυτόν για τα λογιστικά και άλλα θέματα της εταιρείας και ότι ούτε αγόραζε ούτε πωλούσε ούτε ήθελε άλλο συνέταιρο. Ο ενάγων επίσης κρίνεται και γίνεται σχετικό εύρημα, βρέθηκε προ πραγματικής αδυναμίας εφόσον τα πράγματα είχαν φθάσει ήδη σε αδιέξοδο ενώ φοβόταν ουσιαστικά και τον ενάγοντα.”

Ο ενδέκατος λόγος έφεσης είναι διατυπωμένος ως εξής: “Ο τίτλος της αγωγής είναι λανθασμένος διότι: (α) Ουσιαστικά η αγωγή εγείρεται εκ μέρους της Εναγομένης 3 άνκαι η ορθή διατύπωση του τίτλου θα ήταν ως Ενάγουσα.” Δεν ακολουθεί οτιδήποτε ως (β).

Αυτό το λόγο δεν θα τον εξετάσουμε διότι δεν εγέρθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου είτε στα δικόγραφα είτε άλλως πως. Για πρώτη φορά εγέρθηκε στην έφεση.

[*149]Ο δωδέκατος και τελευταίος λόγος έφεσης είναι ότι “Το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο μάρτυς εναγομένων αρ. 2 Αντωνάκης Κόκκινος είναι δεύτερος εξάδελφος του εναγομένου 1 αποτελεί δυσμενή διάκριση και τούτο γιατί για τον ενάγοντα δεν έγινε καμία αναφορά ότι λήφθηκε υπόψη ότι ο μάρτυς ενάγοντος αρ. 3 Γεώργιος Κουής ήτο πατέρας του Ενάγοντα.” Σύμφωνα με το δικηγόρο των εφεσειόντων το πρωτόδικο Δικαστήριο “με τον τρόπο που προέβη στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Ε.3 (πατέρα του ενάγοντα), σε συσχετισμό με την εκ μέρους του αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Υ.2 (συγγενή του εφεσείοντα-εναγομένου) καταδεικνύει ότι υπήρξε δυσμενής διάκριση εις βάρος των εφεσειόντων καθότι η συγγένεια του ΜΥ2 με τον εναγόμενο φαίνεται ότι έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του και δη στην αμφισβήτηση της αξιοπιστίας του.”

Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε το Μ.Υ.2 Α. Κόκκινο ως αναξιόπιστο μάρτυρα, όχι γιατί ήταν συγγενής του εφεσείοντος 1, αλλά για τους λόγους τους οποίους εξήγησε με λεπτομέρεια και οι οποίοι ανάγονταν στο περιεχόμενο της μαρτυρίας του και όχι στη συγγένειά του με τον εφεσείοντα 1. Η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη συγγένεια του εφεσείοντος 1 έγινε απλά ως επεξήγηση του λόγου για τον οποίο ο Α. Κόκκινος έδωσε ψευδή μαρτυρία υπέρ του εφεσείοντος 1.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων και υπέρ του εφεσιβλήτου.

Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο