Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Τ.G. & Sons Importing Ltd και Άλλων (2004) 1 ΑΑΔ 180

(2004) 1 ΑΑΔ 180

[*180]23 Ιανουαρίου, 2004

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΛΑΪΚΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΛΤΔ,

Εφεσείοντες,

ν.

1. T.G. & SONS IMPORTING LTD,

2. ΑΝΔΡΕΑ ΛΕΒΕΝΤΗ,

3. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ,

4. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11485)

 

Συμβάσεις ― Συμφωνία εγγύησης για τρεχούμενο τραπεζικό λογαριασμό ― Κατά πόσο εκάλυπτε και μεταγενέστερη συμφωνία παραχώρησης δανείου ― Συνεχής εγγύηση και ειδική (specific) εγγύηση ― Εφαρμοστέα κριτήρια ως προς τον καθορισμό τους ― Γενικώς όπου υπάρχει ασάφεια το Δικαστήριο κλίνει υπέρ της ερμηνείας της εγγύησης ως ειδικής παρά ως συνεχούς κατ’ επίκληση του κανόνα contra preferendum.

Δυνάμει γραπτής συμφωνίας ημερ. 13.4.92 (τεκ. 9) ο εφεσίβλητος 2 είχε εγγυηθεί την πρωτοφειλέτιδα εφεσίβλητη 1 εταιρεία για τρεχούμενο λογαριασμό που της παραχώρησαν από τις 10.4.92 οι εφεσείοντες-ενάγοντες (οι εφεσείοντες).  Στις 24.5.96 υπεγράφη μεταξύ των εφεσειόντων και της εφεσίβλητης 1 συμφωνία δανείου (τεκ. 1) για ποσό £8.200.  Μέρος του ως άνω ποσού ήτοι £8.104,11 χρησιμοποιήθηκε για εξόφληση του υφιστάμενου τρεχούμενου λογαριασμού. Η εφεσίβλητη 1 παρέλειψε να τηρεί το πρόγραμμα αποπληρωμής του δανείου σύμφωνα με τον όρο 2 της συμφωνίας δανείου.  Η τελευταία δόση πληρώθηκε τον Απρίλιο του 1997.

Οι εφεσείοντες αξίωσαν με αγωγή τους εναντίον των εφεσιβλήτων-εναγομένων (οι εφεσίβλητοι) ποσό £8.533,89 υπόλοιπο κεφαλαίου που είχαν δανείσει στην εφεσίβλητη 1 βάσει της συμφωνίας ημερ. 24.5.96 και σε ότι αφορά τους εφεσίβλητους 2, 3 και 4 δυνάμει έγγρα[*181]φης συμφωνίας εγγύησης ημερ. 13.4.92.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η θέση του εφεσίβλητου 2 ως εγγυητή δεν μπορεί να καλύπτει τις υποχρεώσεις της εφεσίβλητης 1 δυνάμει της συμφωνίας δανείου, τεκ. 1.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση υποστηρίζοντας ότι:

α) Δεδομένου του ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η συμφωνία δανείου (τεκ. 1) είναι μια ξεχωριστή συμφωνία ανεξάρτητη από οποιαδήποτε άλλη συναλλαγή των διαδίκων, η συμφωνία εγγύησης (τεκ. 9) κατά την ορθή και δίκαιη ερμηνεία της είναι συνεχής εγγύηση (Continuing Guarantee).

β) Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το αντάλλαγμα της συμφωνίας εγγύησης ήταν ο τρεχούμενος λογαριασμός που παρασχέθηκε στην εφεσίβλητη 1 στις 10.4.92 και ότι η αναφορά στο άρθρο 1 της συμφωνίας εγγύησης σε «παρούσες και μελλοντικές υποχρεώσεις» της εφεσίβλητης 1 θα πρέπει να συνδέεται με τη λειτουργία του τρεχούμενου λογαριασμού, δεν στηρίζεται ερμηνευτικά.

γ)  Το νόημα της συμφωνίας εγγύησης όπως καθορίζεται από το γράμμα της δεν επιδέχεται αμφιβολιών ούτε υπάρχει οποιαδήποτε ασάφεια (ambiguity) στο περιεχόμενο της συμφωνίας εγγύησης που να δικαιολογεί το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η συμφωνία εγγύησης δεν αποτελεί συνεχή εγγύηση ή που να δικαιολογεί την εξέταση των περιβάλλουσων περιστάσεων στις οποίες δόθηκε η εγγύηση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το κατά πόσο σε μια συγκεκριμένη υπόθεση μια εγγύηση είναι συνεχής ή όχι είναι ζήτημα που σχετίζεται με την πρόθεση των μερών όπως εκφράζεται μέσα από το λεκτικό που χρησιμοποίησαν, όπως αυτό γίνεται δίκαια αντιληπτό με την έννοια που έχει χρησιμοποιηθεί και η πρόθεση αυτή διακριβώνεται με τον καλύτερο τρόπο με το να εξετάζεται η σχετική κατάσταση των μερών κατά το χρόνο συγγραφής του εγγράφου. Το θέμα δεν μπορεί να αποφασισθεί με βάση μόνο την απλή ερμηνεία του εγγράφου χωρίς να εξεταστούν οι συνθήκες που το περιβάλλουν για να ανευρεθεί ποιό ήταν το αντικείμενο το οποίο τα μέρη είχαν κατά νουν όταν δόθηκε η εγγύηση.

[*182]2.      Μια ειδική (specific) εγγύηση είναι εκείνη που καλύπτει μια συγκεκριμένη υποχρέωση, ή μια συγκεκριμένη πράξη ή σειρά πράξεων π.χ. τα ποσά που οφείλονται δυνάμει αναγνωρισθείσης σειράς τιμολογίων.  Συνεχής εγγύηση είναι εκείνη που καλύπτει υποχρεώσεις ή πράξεις αποπληρωμής δόσεων οι οποίες συνεχίζουν να λαμβάνουν χώραν μεταξύ του πρωτοφειλέτη και του πιστωτή, όπως τα δάνεια τα οποία είναι πληρωτέα από καιρού εις καιρόν επί τρεχούμενου λογαριασμού μεταξύ προμηθευτή αγαθών και συνήθους αγοραστού ή μεταξύ τραπεζίτη και πελάτη.

3.  Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το αντάλλαγμα της συμφωνίας εγγύησης ήταν ο τρεχούμενος λογαριασμός, έχει σαν βάθρο τη μαρτυρία της υπαλλήλου των εφεσειόντων Μ.Ε. 1. Επομένως οι εφεσείοντες δεν μπορούν να την προσβάλουν επικαλούμενοι θέμα ερμηνείας της σύμβασης εγγύησης.

4.  Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο τρεχούμενος λογαριασμός ξοφλήθηκε με μέρος του ποσού των £8.200, το οποίο η εφεσίβλητη 1 πήρε από τους εφεσείοντες δυνάμει συμφωνίας δανείου ημερ. 24.5.96 (τεκ. 1) δεν έχει εφεσιβληθεί και έχει, επομένως, παραμείνει άτρωτη.

5.  Πρόθεση των μερών, όπως συνάγεται από τις δεσπόζουσες συνθήκες που περιβάλλουν τη δημιουργία της επίδικης εγγύησης, ήταν η παροχή εγγύησης σε σχέση με τον τρεχούμενο λογαριασμό, η δε παροχή δανείου αποτελούσε μια ξεχωριστή συμφωνία που δεν καλύπτετο από τη συμφωνία εγγύησης.

6.  Έστω και αν ήθελε υποτεθεί ότι η εγγύηση ήταν συνεχής αυτή έπαυσε να ισχύει με την αποπληρωμή του τρεχούμενου λογαριασμού, για τον οποίο είχε δοθεί. 

7.  Οι όροι της δανειοδότησης έχουν μεταβληθεί χωρίς τη συγκατάθεση του εγγυητή, αφού στην συμφωνία για την παροχή του τρεχούμενου λογαριασμού σε αντίθεση με τη συμφωνία δανείου, δεν υπήρχε όρος για την αποπληρωμή του με δόσεις. Έπεται πως ορθά κρίθηκε ότι το επίδικο δάνειο δεν καλύπτετο από την εγγύηση.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

[*183]Αναφερόμενες υποθέσεις:

Governor of the Bank of Ireland v. McCabe [1995] 4 J.I. B.L. 9 - 71,

Pauline Burnes v. Trade Credits Ltd [1981] 1 W.L.R. 805.

Έφεση.

Έφεση από την ενάγουσα τράπεζα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 19/7/02 (Αρ. Αγωγής 7141/98) με την οποία απέρριψε την αγωγή τους με την οποία οι εφεσείοντες-ενάγοντες αξίωσαν εναντίον των εφεσιβλήτων-εναγομένων ποσό £8.533,89 υπόλοιπο κεφαλαίου που οι εφεσείοντες δάνεισαν στους εφεσίβλητους 1 βάση έγγραφης συμφωνίας ημερ. 24.5.96 και σε ό,τι αφορά τους εφεσίβλητους 2, 3 και 4 δυνάμει έγγραφης συμφωνίας εγγύησης ημερ. 13.4.94.

Κ. Αδαμίδης με Λ. Κολατσή, για τους Εφεσείοντες.

Δ. Λαμπριανίδης για Γ. Χαραλαμπίδη, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.:  Με αγωγή τους στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) οι εφεσείοντες-ενάγοντες (οι εφεσείοντες) αξίωσαν εναντίον των εφεσίβλητων-εναγομένων (οι εφεσίβλητοι) ποσό £8.533,89 υπόλοιπο κεφαλαίου που οι εφεσείοντες δάνεισαν στους εφεσίβλητους 1 βάση έγγραφης συμφωνίας ημερ. 24.5.96 και σε ότι αφορά τους εφεσίβλητους 2, 3 και 4 δυνάμει έγγραφης συμφωνίας εγγύησης ημερ. 13.4.92. Η αγωγή προχώρησε σε ακρόαση σε σχέση με τον εφεσίβλητο 2. Ύστερα από αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε τα εξής:

Η εφεσίβλητη 1 εταιρεία διατηρούσε με τους εφεσείοντες τον τρεχούμενο λογαριασμό υπ. αρ. 021-11-011185 ο οποίος ανοίχθηκε στις 10.4.92. Ο εφεσίβλητος ήταν εγγυητής του ως άνω λογαριασμού δυνάμει εγγράφου συμφωνίας ημερ. 13.4.92 (τεκ. 9). Στις 24.5.96 υπεγράφη μεταξύ των εφεσειόντων και της εφεσίβλητης 1 συμφωνία δανείου (τεκ. 1) για ποσό £8.200. Μέρος του ως άνω ποσού ήτοι £8.104,11 χρησιμοποιήθηκε για εξόφληση του υφιστάμενου τρεχούμενου λογαριασμού. Η εφεσίβλητη 1 παρέλειψε να τηρεί το πρόγραμμα αποπληρωμής του δανείου σύμφωνα με τον όρο 2* της συμφωνίας δανείου. Η τελευταία δόση πληρώθηκε τον Απρίλιο του 1997.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσο η πιο πάνω συμφωνία εγγύησης ημερ. 13.4.92 (τεκ. 9) καλύπτει και την συμφωνία δανείου (τεκ. 1) ημερ. 24.5.96.  Έκρινε ότι έπρεπε πρώτα να ερμηνεύσει τους επίμαχους όρους της επίδικης συμφωνίας εγγύησης οι οποίοι έχουν ως εξής:

«Σε αντάλλαγμα της συμφωνίας σας να παρέχετε και/ή να συνεχίσετε να παρέχετε Τραπεζικές και/ή πιστωτικές διευκολύνσεις οποιασδήποτε μορφής είτε σε μορφή δανείων οποιασδήποτε φύσεως, είτε σε μορφή τρεχούμενου ή άλλου είδους λογαριασμού και/ή με γραμμάτια ή ομόλογα ή πιστώσεις ή εγγυητικές επιστολές προς τον/την/τους

T.G. AND SON SLIM FAST NUTRITIONAL FOODS LTD

που στη συνέχεια θα ονομάζεται/ονται ο ΠΡΩΤΟΦΕΛΕΙΤΗΣ από Φανερωμένης 13, Ύψωνας, Λεμεσός

προσωπικά και/ή μαζί με οποιοδήποτε πρόσωπο ή πρόσωπα, για οποιοδήποτε χρόνο και με τέτοιους όρους που από καιρό σε καιρό θα αποφασίζετε και/ή σε αντάλλαγμα της συμφωνίας σας να δώσετε και/ή μετά από αίτησή μου να δίνετε στον Πρωτοφειλέτη οποιαδήποτε παράταση χρόνου και είτε για δικές του υποχρεώσεις ή για υποχρεώσεις του βάσει εγγυήσεως ή άλλως πως.

[*185]1.      Εγώ, για μένα, τους διαδόχους, εκδοχείς μου και νόμιμους αντιπροσώπους μου με το έγγραφο αυτό εγγυούμαι όλες τις υποχρεώσεις του Πρωτοφειλέτη σε σας είτε αυτές είναι παρούσες ή μελλοντικές, είτε είναι ή θα γίνουν απαιτητές είτε είναι προσωπικές ή κοινές με οποιοδήποτε πρόσωπο ή πρόσωπα από εγγύηση τρίτου προσώπου ή προσώπων και είτε είναι άμεσες ή έμμεσες.  Αναλαμβάνω δε να σας πληρώσω μόλις μου ζητήσετε οποιοδήποτε ποσό καταστεί πληρωτέο και απαιτητό σε σχέση με τις υποχρεώσεις του Πρωτοφειλέτη ή οποιεσδήποτε από αυτές, συμπεριλαμβανομένων τόκων, τραπεζικών δικαιωμάτων, δικηγορικών και άλλων εξόδων.

2.  Με το έγγραφο αυτό συμφωνώ ότι έχετε την εξουσία, κατά την απόλυτη κρίση σας και χωρίς τη δική μου συγκατάθεση, χωρίς η ευθύνη μου με βάση το έγγραφο αυτό να επηρεάζεται με οποιοδήποτε τρόπο, να ανανεώνετε οποιοδήποτε δάνειο, παρατείνετε, ανανεώνετε, ακυρώνετε ή απαλλάσσετε ολικά ή μερικά Δάνεια, Γραμμάτια, Συναλλαγματικές, Ομόλογα, Υποθήκες και/ή οποιεσδήποτε άλλες επιβαρύνσεις ή εγγυήσεις ή εξασφαλίσεις που δόθηκαν ή θα δοθούν από τον Πρωτοφειλέτη σε σας και είτε από τον ίδιο προσωπικά ή μαζί με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, ή πρόσωπα.  Συμφωνώ ακόμα ότι μπορείτε χωρίς τη συγκατάθεση μου να δίνετε στον Πρωτοφειλέτη παρατάσεις ή να απέχετε να παίρνετε οποιαδήποτε μέτρα εναντίον του ή να προβαίνετε σε συμβιβασμούς με τον Πρωτοφειλέτη ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή πρόσωπα που έχουν ευθύνη σε σχέση με τα Δάνεια, Γραμμάτια, Συναλλαγματικές, Ομόλογα, Υποθήκες, εγγυήσεις, εξασφαλίσεις και/ή οποιεσδήποτε άλλες επιβαρύνσεις ή με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που ευθύνεται απέναντί σας μαζί με τον Πρωτοφειλέτη, σαν Πρωτοφειλέτης, ή εγγυητής, ή με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή πρόσωπα.

   ..................................................................................................

7.  Συμφωνώ ότι η εγγύηση μου αυτή θα είναι μια συνεχής εγγύηση (CONTINUING GUARANTEE) και εξασφάλιση δεσμευτική για μένα και τους αντιπροσώπους μου και δε θα τερματίζεται παρά μόνο αφού παρέλθουν επτά μέρες από τη μέρα που θα ληφθεί από σας γραπτή ειδοποίησή μου με διπλοσυστημένη επιστολή για τον τερματισμό της. Σε περίπτωση θανάτου μου δηλώνω ότι η ευθύνη μου θα εξακολουθεί να υπάρχει αλλά μπορείτε κατά την κρίση σας να θεωρήσετε ότι [*186]έχει τερματισθεί αφού περάσουν επτά μέρες από τη μέρα τερματισμού της από τους διαχειριστές της περιουσίας μου ή εκτελεστές της διαθήκης μου.  Νοείται ότι θα ευθύνομαι πλήρως για όλες τις υποχρεώσεις του Πρωτοφειλέτη που αναλήφθηκαν μέχρι την ημέρα τερματισμού της εγγυήσεως μου με την πάροδο των επτά ημερών από τη λήψη από σας της σχετικής ειδοποιήσεως.»

Ακολούθως το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η ευθύνη του εφεσίβλητου 2 ως εγγυητή δεν μπορεί να επεκτείνεται έτσι ώστε να καλύπτει τις υποχρεώσεις της εφεσίβλητης 1 δυνάμει της συμφωνίας δανείου, τεκ. 1.  Παραθέτουμε το σκεπτικό του:

«Στρεφόμενος στα γεγονότα της υπό εξέταση υπόθεσης, όπως είναι ήδη εύρημά μου η εναγόμενη εταιρεία διατηρούσε τρεχούμενο λογαριασμό, ο οποίος καλύπτετο από τη σύμβαση εγγύησης (τεκ. 8). Ο λογαριασμός αυτός ξοφλήθηκε με μέρος του ποσού των £8.200 το οποίο η εναγόμενη εταιρεία πήρε από τους ενάγοντες δυνάμει της συμφωνίας δανείου (τεκ. 1).

Ήταν η θέση της Μ.Ε.1 ότι το χρέος των εναγομένων παρέμεινε το ίδιο, απλά η τράπεζα το μετέτρεψε σε δάνειο για να δώσει την ευκαιρία στους εναγομένους να το αποπληρώσουν με μηνιαίες δόσεις.

Μελετώντας το περιεχόμενο της επίδικης συμφωνίας δανείου έχω παρατηρήσει ότι πρόκειται για μια ξεχωριστή συμφωνία, ανεξάρτητη από οποιαδήποτε άλλη συναλλαγή των διαδίκων.  Στη συμφωνία αυτή δεν γίνεται πρόνοια σε οποιαδήποτε άλλη δοσοληψία των διαδίκων, ούτε γίνεται λόγος για μετατροπή προγενέστερης συμφωνίας. Κατ’ επέκταση η συμφωνία αυτή δεν μπορεί να επηρεάζεται από τον σκοπό για τον οποίο προορίζετο το ποσό του δανείου και ειδικότερα αν προορίζετο για εξόφληση προϋπάρχουσας οφειλής των εναγομένων. Τα όσα ανέφερε πιο πάνω η Μ.Ε.1 για ισχυριζόμενη μετατροπή του υφιστάμενου χρέους των εναγομένων αντιστρατεύονται το περιεχόμενο του ως άνω εγγράφου και έτσι δεν μπορούν να γίνουν αποδεχτά.  Συνεπώς από τη στιγμή που πρόκειται για μια μεταγενέστερη συμφωνία των διαδίκων με δικούς της όρους, θα εξετάσω κατά πόσο καλύπτεται από την επίδικη σύμβαση εγγύησης.

Έχοντας μελετήσει το περιεχόμενο της ως άνω συμφωνίας εγγύησης, είμαι της άποψης ότι αυτή δεν μπορεί να καλύπτει και την επίδικη συμφωνία δανείου.  Το αντάλλαγμα της συμφωνίας εγ[*187]γύησης ήταν ο τρεχούμενος λογαριασμός, τον οποίο οι ενάγοντες παραχώρησαν προς την εναγόμενη εταιρεία.  Πιστεύω ότι η αναφορά στον όρο 1 της σύμβασης εγγύησης σε παρούσες ή μελλοντικές υποχρεώσεις του πρωτοφειλέτη θα πρέπει να συνδέεται μόνο με τη λειτουργία του τρεχούμενου λογαριασμού.  Ούτε και ο όρος ‘συνεχής εγγύηση’ που αναφέρεται στον όρο 7 της συμφωνίας μπορεί να θεωρηθεί ότι καλύπτει οτιδήποτε πέραν του τρεχούμενου λογαριασμού. Από το περιεχόμενο της συμφωνίας αυτής δεν συνάγεται πρόθεση των διαδίκων ότι η εγγύηση θα καλύπτει και άλλες συμφωνίες ή δοσοληψίες των διαδίκων. Όσον αφορά τους όρους ‘ανανέωση’ και ‘παράταση’ που χρησιμοποιούνται στον όρο 2 της συμφωνίας, από την στιγμή που όπως έχω εύρει η επίδικη συμφωνία δανείου (τεκ. 1) δεν έχει σχέση με οποιαδήποτε παράταση ή ανανέωση, τότε και οι όροι αυτοί δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη στα πλαίσια της επίδικης συμφωνίας δανείου.  Περαιτέρω αξίζει να αναφέρω ότι, από τη στιγμή που σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης Pauline Burnes v. Trade Credits Ltd [1981] 1 W.L.R. 805 η αλλαγή κάποιων όρων της αρχικής συμφωνίας δανείου θεωρήθηκε ότι μπορούσε να επηρεάσει τα συμφέροντα του εγγυητή, πόσο μάλλον θα μπορούσαν τα συμφέροντα του εναγομένου στην υπό εξέταση υπόθεση να μείνουν ανεπηρέαστα εφόσον υπήρξε μια νέα συμφωνία των διαδίκων, μεταγενέστερη της αρχικής.»

Η έφεση.

Η ορθότητα της πιο πάνω κατάληξης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου έχει αμφισβητηθεί από τους εφεσείοντες με την εξής αιτιολογία:

(α) Δεδομένου του ευρήματος του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η συμφωνία δανείου (τεκ. 1) είναι μια ξεχωριστή συμφωνία ανεξάρτητη από οποιαδήποτε άλλη συναλλαγή των διαδίκων η συμφωνία εγγύησης (τεκ. 9) κατά την ορθή και δίκαιη ερμηνεία της είναι συνεχής εγγύηση (Continuing Guarantee).

(β) Το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το αντάλλαγμα της συμφωνίας εγγύησης ήταν ο τρεχούμενος λογαριασμός αρ. 021-11-011185 που παρασχέθηκε στην εφεσίβλητη 1 στις 10.4.92 και ότι η αναφορά στο άρθρο 1 της συμφωνίας εγγύησης σε «παρούσες και μελλοντικές υποχρεώσεις» της εφεσίβλητης 1 θα πρέπει να συνδέεται με τη λειτουργία του αναφερόμενου τρεχούμενου λογαριασμού δεν στηρίζεται ερμηνευτικά.

Ο κ. Αδαμίδης, εκ μέρους των εφεσειόντων, υπέβαλε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά διαπίστωσε ότι η συμφωνία δανείου αποτελούσε μια ξεχωριστή συμφωνία ανεξάρτητη από οποιανδήποτε άλλη συναλλαγή μεταξύ των εφεσειόντων και της εφεσίβλητης 1 και ότι δεν μπορεί να επηρεάζεται από τον σκοπό για τον οποίο προοριζόταν, το ποσό του δανείου, όπως στην προκειμένη περίπτωση για εξόφληση προϋπάρχουσας οφειλής των εφεσιβλήτων 1.  Πλην όμως – συνέχισε ο ευπαίδευτος συνήγορος – προέβηκε σε λανθασμένη ερμηνεία των σχετικών όρων της σύμβασης εγγύησης.

Σύμφωνα με τον κ. Αδαμίδη το αντάλλαγμα για το οποίο υπογράφηκε η συμφωνία εγγύησης αναφέρεται στο προοίμιο της*.  Είναι φανερό – συμπλήρωσε ο κ. Αδαμίδης – από το προοίμιο ότι το αντάλλαγμα της συμφωνίας εγγύησης ήταν η συμφωνία των εφεσειόντων με την εφεσίβλητη 1 να παρέχουν και/ή να συνεχίσουν να παρέχουν σε αυτή διάφορες τραπεζικές και/ή πιστωτικές διευκολύνσεις οποιασδήποτε μορφής συμπεριλαμβανομένων δανείων υπό οποιουσδήποτε όρους που θα αποφάσιζαν οι εφεσείοντες.  Και βέβαια κατά την ορθή και δίκαιη ερμηνεία του προοιμίου της συμφωνίας εγγύησης οι οποιεσδήποτε τέτοιες τραπεζικές και/ή πιστωτικές διευκολύνσεις θα μπορούσαν να αποτελούν ξεχωριστές και ανεξάρτητες μεταξύ τους συναλλαγές.

Περαιτέρω ο κ. Αδαμίδης αναφέρθηκε στην παραγ. 7 της συμφωνίας εγγύησης η οποία αναφέρει ότι η εγγύηση του εφεσίβλητου 2 «θα είναι συνεχής εγγύηση» (continuing guarantee).  Τέλος ο κ. Αδαμίδης αναφέρθηκε στην παραγ. 1 της συμφωνίας εγγύησης στην οποία αναφέρεται ότι ο εφεσίβλητος 2 εγγυάται «όλες τις υποχρεώσεις» της εφεσίβλητης 1 στους εφεσείοντες «είτε αυτές είναι παρούσες ή μελλοντικές» λεκτικό το οποίο σε συνδυασμό με τα πιο πάνω που αναφέρθησαν σε σχέση με το αντάλλαγμα της συμφωνίας εγγύησης, υποστηρίζει τα ακόλουθα:

(α) Ότι η πρόθεση των μερών ήταν όπως η ευθύνη του εφεσίβλητου 2 εκάλυπτε παρούσες και μελλοντικές υποχρεώσεις των εφεσιβλήτων 1.

(β) Ότι οι αναφερόμενες υποχρεώσεις αναφέρονται στις και πηγάζουν από τις οποιεσδήποτε παρούσες και μελλοντικές τραπεζικές και/ή πιστωτικές διευκολύνσεις οποιασδήποτε μορφής που οι εφεσείοντες με βάση το αντάλλαγμα της συμφωνίας εγγύησης μπορούσαν να παρέχουν και/ή να συνεχίσουν να παρέχουν στην εφεσίβλητη 1 και με τέτοιους όρους που από καιρό σε καιρό θα αποφάσιζαν οι εφεσείοντες.

(γ) Ότι οι αναφερόμενες διευκολύνσεις μπορούσαν να αποτελούν ξεχωριστές και ανεξάρτητες μεταξύ τους συναλλαγές.

(δ) Ότι η συμφωνία εγγύησης είναι συνεχής και καλύπτει συμφωνίες δανείου όπως η αναφερόμενη συμφωνία δανείου ημερομηνίας 24.5.1996.

Το νόημα της συμφωνίας εγγύησης – κατέληξε ο κ. Αδαμίδης – όπως καθορίζεται από το γράμμα της δεν επιδέχεται αμφιβολιών και ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε ασάφεια (ambiguity) στο περιεχόμενο της συμφωνίας εγγύησης που να δικαιολογεί το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η συμφωνία εγγύησης δεν αποτελεί συνεχή εγγύηση ή που να δικαιολογεί την εξέταση των περιβάλλουσων περιστάσεων στις οποίες δόθηκε η εγγύηση.

Το κατά πόσο σε μια συγκεκριμένη υπόθεση μια εγγύηση είναι συνεχής ή όχι είναι ζήτημα που σχετίζεται με την πρόθεση των μερών όπως εκφράζεται μέσα από το λεκτικό που χρησιμοποίησαν, όπως αυτό γίνεται δίκαια αντιληπτό με την έννοια που έχει χρησιμοποιηθεί και η πρόθεση αυτή διακριβώνεται με τον καλύτερο τρόπο με το να εξετάζεται η σχετική κατάσταση των μερών κατά το χρόνο συγγραφής του εγγράφου* (βλ. Pollock and Mulla Indian Contract and Specific Relief Acts, 9η εκ., 1972, σελ. 619).  Έχει περαιτέρω νομολογηθεί ότι το θέμα δεν μπορεί να αποφασισθεί με βάση μόνο την απλή ερμηνεία του εγγράφου χωρίς να εξεταστούν οι συνθήκες που το περιβάλλουν για να ανευρεθεί ποιό ήταν το αντικείμενο το οποίο τα μέρη είχαν κατά νούν όταν δόθηκε η εγγύηση** (Hefffield v. Meadows [1869] L.R. 4 C.P. 595, 599). 

Στο σύγγραμμα “Law of Guarantees” 3rd ed. των Geraldine Mary Andrews και Richard Millett σελ. 90 υποδεικνύεται ότι «μια ειδική (specific) εγγύηση είναι εκείνη που καλύπτει μια συγκεκριμένη υποχρέωση, ή μια συγκεκριμένη πράξη ή σειρά πράξεων π.χ. τα ποσά που οφείλονται δυνάμει αναγνωρισθείσης σειράς τιμολογίων.  Συνεχής εγγύηση είναι εκείνη που καλύπτει υποχρεώσεις ή πράξεις αποπληρωμής δόσεων οι οποίες συνεχίζουν να λαμβάνουν χώραν μεταξύ του πρωτοφειλέτη και του  πιστωτή, όπως τα δάνεια τα οποία είναι πληρωτέα από καιρού εις καιρόν επί τρεχούμενου λογαριασμού μεταξύ προμηθευτή αγαθών και συνήθους αγοραστού ή μεταξύ τραπεζίτη και πελάτη.  Υποδεικνύεται, επίσης - στη σελ. 91 – ότι γενικώς όπου υπάρχει ασάφεια το Δικαστήριο κλίνει υπέρ της ερμηνείας της εγγύησης ως ειδικής παρά ως συνεχούς κατ’ επίκληση του κανόνα contra proferentem.  Αναφορικά με την ευχέρεια λήψης υπόψη των συνθηκών που περιβάλλουν την πράξη οι ευπαίδευτοι συγγραφείς παραπέμπουν (βλ. σελ. 91) στην Ιρλανδική υπόθεση Governor of the Bank of Ireland v. McCabe [1995] 4 J.I. B.L. 9-71 στην οποία κρίθηκε ότι η εγγύηση, σε σχέση με δάνειο, η οποία ανέφερε ότι ήταν δεσμευτική ως συνεχής ασφάλεια (continuing security) ήταν ειδική εγγύηση η οποία έπαυσε να ισχύει όταν το δάνειο αποπληρώθηκε στην Τράπεζα.  Τέλος υποδεικνύουν (βλ. σελ. 91) ότι η πρόθεση για δημιουργία συνεχούς εγγύησης μπορεί να συναχθεί απλώς από την αναφορά σε «οποιοδήποτε χρέος» (“any debt”) ή «οποιαδήποτε ποσά χρημάτων» (“any sums of money”) τα οποία παρέχονται στον πρωτοφειλέτη»*.

Οι περιστάσεις που περιβάλλουν τη δημιουργία της επίδικης εγγύησης στην παρούσα υπόθεση είναι οι εξής:

Κατά το χρόνο της δημιουργίας της επίδικης εγγύησης η εφεσίβλητη 1 διατηρούσε τρεχούμενο λογαριασμό με τους εφεσείοντες ο οποίος ανοίχθηκε στις 10.4.92. Με την επίδικη εγγύηση ο εφεσίβλη[*191]τος 2 ήταν εγγυητής του ως άνω λογαριασμού δυνάμει συμφωνίας ημερ. 13.4.92.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το αντάλλαγμα της συμφωνίας εγγύησης ήταν ο τρεχούμενος λογαριασμός τον οποίο οι εφεσείοντες παρεχώρησαν στον εφεσίβλητο 1. Αυτή η διαπίστωση έχει προσβληθεί με την έφεση (βλ. αιτιολογία (β) πιο πάνω) γιατί δεν στηρίζεται ερμηνευτικά.  Παρατηρούμε:

Η σχετική διαπίστωση δεν είναι το αποτέλεσμα ερμηνείας.  Έχει σαν βάθρο της τη μαρτυρία της υπαλλήλου των εφεσειόντων  Μ.Ε. 1 – Ανθής Πεγλίτση (βλ. σελ. 4 της εκκαλούμενης απόφασης).  Επομένως οι εφεσείοντες δεν μπορούν να προσβάλουν την σχετική διαπίστωση επικαλούμενοι θέμα ερμηνείας της σύμβασης εγγύησης.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκαμε και μια δεύτερη διαπίστωση σε σχέση με τον τρεχούμενο λογαριασμό.  Διαπίστωσε ότι αυτός ξοφλήθηκε με μέρος του ποσού των £8.200 το οποίο η εφεσίβλητη 1 πήρε από τους εφεσείοντες δυνάμει της συμφωνίας δανείου ημερ. 24.5.96 (τεκ. 1).  Σημειώνουμε ότι αυτή η διαπίστωση δεν έχει εφεσιβληθεί.  Έχει, επομένως, παραμείνει άτρωτη.

Το εκκαλούμενο συμπέρασμα είχε σαν βάθρο του τη διαπίστωση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το αντάλλαγμα για τη δημιουργία της επίδικης εγγύησης ήταν η παροχή τρεχούμενου λογαριασμού, η οποία – διαπίστωση – βασίσθηκε επί της μαρτυρίας.  Είχε, επίσης, σα βάθρο του τη διαπίστωση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο τρεχούμενος λογαριασμός είχε εξοφληθεί.

Η ύπαρξη του τρεχούμενου λογαριασμού κατά το χρόνο της δημιουργίας της επίδικης συμφωνίας εγγύησης αποτελεί μια από τις δεσπόζουσες συνθήκες που περιβάλλουν τη δημιουργία της. Μπορεί, επομένως, να ληφθεί υπόψη στην ερμηνεία της συμφωνίας εγγύησης.  Έχουμε, επομένως, την άποψη πως πρόθεση των μερών ήταν η παροχή εγγύησης σε σχέση με τον τρεχούμενο λογαριασμό η δε παροχή δανείου αποτελούσε μια ξεχωριστή συμφωνία που δεν καλύπτετο από τη συμφωνία εγγύησης.  Έπεται πως το εκκαλούμενο συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου – ότι η ευθύνη του εναγομένου ως εγγύητη δεν μπορεί να επεκτείνεται έτσι ώστε να καλύπτει τις υποχρεώσεις της εφεσίβλητης 1 δυνάμει της συμφωνίας δανείου (τεκ. 1) – είναι ορθό.  Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Έστω όμως και αν ήθελε υποτεθεί ότι η εγγύηση ήταν συνεχής [*192]αυτή έπαυσε να ισχύει με την αποπληρωμή του τρεχούμενου λογαριασμού, για τον οποίο είχε δοθεί. Αυτό έχει βεβαιωθεί στην Governor of the Bank of Ireland (πιο πάνω).

Υπάρχει και δεύτερος λόγος για τον οποίο η έφεση δεν μπορεί να πετύχει.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στην υπόθεση Pauline Burnes v. Trade Credits Ltd [1981] 1 W.L.R. 805, στην οποία οι εναγόμενοι είχαν εγγυηθεί μέρος του τιμήματος αγοράς ενός ξενοδοχείου.  Το ποσό για το οποίο εδόθη η γραπτή εγγύηση από τους εναγομένους ήταν πληρωτέο στις 12.10.1975 και έφερε τόκο 9%.  Ο όρος 14 της σύμβασης εγγύησης προνοούσε ότι «any further advance or advances by the vendor to the company were to be covered by the guarantee unless the guarantor gave notice that they were not to be so covered» («οποιοδήποτε περαιτέρω δάνειο ή δάνεια από τον πωλητή στην εταιρεία θα καλύπτοντο από την εγγύηση εκτός αν ο εγγυητής έστελλε ειδοποίηση ότι δεν θα καλύπτοντο»). Ο όρος 18 προνοούσε ότι «the guarantor’s consent was not necessary for any grant by the vendor to the company of time or “any other indulgence or consideration» («η συγκατάθεση του εγγυητή δεν ήταν αναγκαία για οποιαδήποτε χορήγηση χρόνου ή οποιαδήποτε ανοχή ή αντιπαροχή από τον πωλητή προς την εταιρεία»).  Στις 25.11.75 οι ενάγοντες, στους οποίους είχε εκχωρηθεί στο μεταξύ η συμφωνία δανείου, μαζί με την αγοράστρια εταιρεία διαφοροποίησαν τους όρους της συμφωνίας δανείου και συγκεκριμένα το ποσοστό επιτοκίου από 9% σε 16% και επίσης παρέτειναν το χρόνο αποπληρωμής χωρίς την συγκατάθεση των εγγυητών.  Το Δικαστήριο κατά την ακρόαση της έφεσης απεφάνθη ότι ο όρος “further advance” στη συμφωνία εγγύησης αναφέρετο σε επιπρόσθετο του αρχικού ποσό υπό μορφή δανείου και δεν κάλυπτε την παράταση προθεσμίας για αποπληρωμή του αρχικού ποσού.  Επίσης το Δικαστήριο βρήκε ότι η συμφωνία για παράταση της προθεσμίας αποπληρωμής, μαζί με την αύξηση του επιτοκίου δεν ενέπιπτε εντός των προνοιών του άρθρου 18 της συμφωνίας εγγύησης καθότι επρόκειτο για αλλαγή των όρων της αρχικής συμφωνίας  “that cannot be regarded as anything but an alteration of what was previously agreed” («η οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί ως οτιδήποτε άλλο παρά ως μεταβολή αυτού που είχε συμφωνηθεί προηγουμένως»).  Κατέληξε συνεπώς ότι απαιτείτο η συγκατάθεση των εγγυητών, έτσι ώστε να δεσμεύονται από τις αλλαγές που έγιναν στο μεταξύ.

Στην παρούσα υπόθεση οι εφεσείοντες στράφηκαν εναντίον του εφεσίβλητου 2 γιατί ο πρωτοφειλέτης παρέλειψε να  συμμορφωθεί με τον όρο 2 της συμφωνίας ημερ. 24.5.1996 (ο όρος 2 έχει παρατε[*193]θεί στη σελ. 184, πιο πάνω).

Δεν υπάρχει οτιδήποτε ενώπιον μας που  να υποδεικνύει ότι στη συμφωνία για την παροχή του τρεχούμενου λογαριασμού υπήρχε όρος για την αποπληρωμή του τρεχούμενου λογαριασμού με δόσεις.  Επομένως όπως και στην υπόθεση Burnes (πιο πάνω) έχουν μεταβληθεί οι όροι της δανειοδότησης χωρίς τη συγκατάθεση του εγγυητή.  Έπεται πως ορθά κρίθηκε ότι το επίδικο δάνειο δεν καλύπτετο από την εγγύηση.

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο