Χατζηβασιλείου Χριστόδουλος ν. White Knight Holdings Ltd (2004) 1 ΑΑΔ 203

(2004) 1 ΑΑΔ 203

[*203]23 Ιανουαρίου, 2004

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΝΟΜΟ, ΚΕΦ. 113

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,

Εφεσείων-Ενάγων,

ν.

WHITE KNIGHT HOLDINGS LTD.,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11503)

 

Χρηματιστήριο ― Υποχρέωση εταιρείας για επιστροφή των χρημάτων ή του ανταλλάγματος προς τους δικαιούχους βάσει του περί Επιστροφής Χρημάτων σε Επενδυτές Νόμου του 2002 (Ν. 168(Ι)/2002), ο Νόμος, (Άρθρο 3) ― Κατά πόσο το Άρθρο 198 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 υπεισέρχεται και είναι σχετικό προς το θέμα επιστροφής χρημάτων ως ορίζει ο Νόμος.

Πολιτική Δικονομία ― Ενδιάμεσο απαγορευτικό διάταγμα ex parte ― Ο περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμος Κεφ. 6, Άρθρο 9 ― Μόνο όπου συντρέχουν λόγοι που εξ αντικειμένου καθιστούν αδύνατη τη γνωστοποίηση του αιτήματος στον αντίδικο, μπορεί να δικαιολογηθεί η παρέκβαση από τα θέσμια της δικαίας δίκης και να χορηγηθεί θεραπεία χωρίς να ακουστεί η άλλη πλευρά ― Προϋποθέσεις έκδοσης ενδιάμεσου απαγορευτικού διατάγματος ex parte ― Ο περί Δικαστηρίων Νόμος του 1960 (Ν. 14/60), Άρθρο 32.

Ο εφεσείων, μέτοχος της εφεσίβλητης εταιρείας (η εταιρεία), η οποία επρόκειτο να εισαχθεί στο Χρηματιστήριο αλλά δεν εισήχθη, με αίτηση διά κλήσεως (εναρκτήριο) απευθυνόμενη προς την εταιρεία, αξίωσε:

α) Την παρεμπόδιση της γενικής συνέλευσης των μελών της εταιρείας η οποία συγκλήθηκε προς εξέταση του τρόπου εκπλήρωσης των υποχρεώσεων της εταιρείας για επιστροφή χρημάτων που εισέπραξε για την παροχή τίτλων μετοχών οι οποίοι τελικά δεν εισήχθηκαν στο [*204]Χρηματιστήριο μέχρι την 31η Ιανουαρίου 2003, βάσει του περί Επιστροφής Χρημάτων σε Επενδυτές Νόμου του 2002 (Ν. 168(Ι)/2002), ο Νόμος, (Άρθρο 3), και

β) Τη χορήγηση άδειας για τη σύγκληση των μετόχων, που δικαιούνται επιστροφής χρημάτων τους σε άλλη ημερομηνία και σε άλλο ξενοδοχείο.

Παράλληλα με μονομερή αίτησή του ο εφεσείων ζήτησε ενδιάμεσο διάταγμα με το οποίο να απαγορεύεται η σύγκληση της συνέλευσης που ήταν προγραμματισμένη αργότερα την ημέρα εκείνη.

Ο εφεσείων επικαλέστηκε τις διατάξεις του Άρθρου 198 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 που διαγράφουν τη διαδικασία για το συμβιβασμό ή το διακανονισμό απαιτήσεων μεταξύ μελών ή πιστωτών της εταιρείας αφενός και της εταιρείας αφετέρου.  Κατά τον εφεσείοντα οι διατάξεις του άρθρου αυτού καθιστούσαν παράνομη τη συγκρότηση της γενικής συνέλευσης των μελών, την οποία εξομοίωνε με συνέλευση σκοπούσα στο διακανονισμό ή στο συμβιβασμό των απαιτήσεων μελών και πιστωτών της εταιρείας.

Οι εφεσίβλητοι, σε γνώση των οποίων το διάβημα του εφεσείοντος περιήλθε συμπτωματικά, έφεραν ένσταση υποστηρίζοντας ότι ο Νόμος επιβάλλει υποχρέωση επιστροφής των χρημάτων που λήφθηκαν για σκοπό, ο οποίος ματαιώθηκε.

Το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση για προσωρινό διάταγμα επειδή δεν είχε αποδειχθεί επείγουσα ανάγκη για παρέμβαση του Δικαστηρίου.  Το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα και επειδή απουσίαζαν δύο από τις τρεις προϋποθέσεις για την παροχή ενδιάμεσης θεραπείας ήτοι η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση και η πιθανότητα επιτυχίας.  Το Άρθρο 198 του Κεφ. 113, είναι άσχετο προς την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της εταιρείας να επιστρέψει χρήματα στους επενδυτές τα οποία λήφθηκαν για συγκεκριμένο σκοπό που δεν πραγματοποιήθηκε.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση.

Αποφασίστηκε ότι:

Η επιστροφή των χρημάτων ή του ανταλλάγματος που επιβάλλει ο Νόμος δεν αποτελεί διακανονισμό ή συμβιβασμό υποχρεώσεων της εταιρείας προς μέλη ή πιστωτές της. Πρόκειται για υποχρέωση της εταιρείας η οποία πηγάζει από το Νόμο.  Η γενική συνέλευση που συγκλήθηκε είχε ως αντικείμενο την εξέταση τρόπων προς εκπλήρωση της υπο[*205]χρέωσης αυτής και όχι το διακανονισμό ή το συμβιβασμό των απαιτήσεων των δικαιούχων.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Odysseos v. Pieris Estates a.o. (1982) 1 C.L.R. 557.

Έφεση.

Έφεση από τον ενάγοντα-μέλος της εναγόμενης εταιρείας κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 11/10/02 (Αρ. Αγωγής 477//02) με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για ενδιάμεσο διάταγμα με το οποίο να απαγορεύεται η σύγκληση της προγραματισθείσας γενικής συνέλευσης των μελών της εταιρείας προς το σκοπό αντιμετώπισης των υποχρεώσεων της.

Αντ. Ανδρέου, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Πελίδης, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π..

ΠΙΚΗΣ, Π.: Βάσει του περί Επιστροφής Χρημάτων σε Επενδυτές Νόμου του 2002 (Ν.168(1)/2002), o Νόμος, (Άρθρο 3), εκδότης μετοχών ο οποίος εισέπραξε χρήματα ή άλλα ανταλλάγματα για την παροχή ή με την υπόσχεση παροχής τίτλων μετοχών με την προοπτική, ή παριστάνοντας ότι οι τίτλοι θα εισαχθούν στο Χρηματιστήριο, υποχρεούται όπως επιστρέψει τα χρήματα που εισέπραξε ή το αντάλλαγμα που πήρε με τόκο εφόσον:  (α)  Τα χρήματα ή το αντάλλαγμα λήφθηκαν πριν την 1η Μαρτίου 2002,  και,  (β) Οι τίτλοι δεν εισήχθησαν στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου μέχρι την 31η  Ιανουαρίου 2003.

Η εταιρεία «White Knight Holdings Limited», παρείχε τίτλους μετοχών με την προοπτική εισαγωγής της στο Χρηματιστήριο, πλην ο σκοπός δεν επετεύχθη μέσα στην καθορισθείσα προθεσμία, οπόταν ανέκυψε υποχρέωση επιστροφής των χρημάτων μέχρι την 31η Ιανουαρίου 2003.  Αυτή άλλωστε ήταν και η αξίωση των επηρεαζομένων μετόχων της εταιρείας.  Προς το σκοπό αντιμετώπισης της υπο[*206]χρέωσης, οι εφεσίβλητοι συγκάλεσαν γενική συνέλευση των μελών προς εξέταση του τρόπου εκπλήρωσης των υποχρεώσεων της εταιρείας. Η συνέλευση ορίστηκε την 3η Οκτωβρίου 2002, στο ξενοδοχείο «Κλεοπάτρα» στη Λευκωσία.  Ειδοποίηση προς τούτο στάληκε σ’ όλα τα μέλη της εταιρείας, μεταξύ των οποίων και στον εφεσείοντα, την 9η Σεπτεμβρίου 2002.  Σε γνώση του περιήλθε, ως ισχυρίζεται, στις 27 Σεπτεμβρίου 2002. 

Λίγες ώρες πριν τη συγκρότηση της συνέλευσης την 3η Οκτωβρίου 2003, ο εφεσείων, με αίτησή του διά κλήσεως (εναρκτήριο), απευθυνόμενη προς στους εφεσίβλητους, αξίωσε: (α) Την πορεμπόδιση της συνέλευσης ως παράνομης, και (β) Τη χορήγηση άδειας για τη σύγκληση των μετόχων, που δικαιούνται επιστροφής των χρημάτων τους, σε διαφορετική ημερομηνία και σε άλλο ξενοδοχείο.

Παράλληλα με τη μονομερή αίτησή του ο εφεσείων ζήτησε κατ’ επίκληση του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν.14/60), ενδιάμεσο διάταγμα με το οποίο να απαγορεύεται η σύγκληση της συνέλευσης που ήταν προγραμματισμένη αργότερα την ημέρα εκείνη. 

Προς νομική στήριξη των αιτημάτων του ο εφεσείων επικαλέστηκε τις διατάξεις του άρθρου 198 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, που  διαγράφουν τη διαδικασία για το συμβιβασμό ή το διακανονισμό απαιτήσεων μεταξύ μελών ή πιστωτών της εταιρείας αφενός και της εταιρείας αφετέρου.  Κατά τον εφεσείοντα, οι διατάξεις του άρθρου αυτού καθιστούσαν παράνομη τη συγκρότηση της γενικής συνέλευσης των μελών, την οποία εξομοιώνει με συνέλευση σκοπούσα στο διακανονισμό ή στο συμβιβασμό των απαιτήσεων μελών και πιστωτών της εταιρείας.

Οι εφεσίβλητοι, σε γνώση των οποίων το διάβημα του εφεσείοντος περιήλθε συμπτωματικά, έσπευσαν στο Δικαστήριο και έφεραν ένσταση στην παροχή της ζητούμενης θεραπείας.  Κατά τους εφεσίβλητους ο Νόμος, δεν συναρτά την εκπλήρωση της υποχρέωσης επιστροφής των χρημάτων στους δικαιούχους με οιανδήποτε συγκεκριμένη διαδικασία, ούτε η εκπλήρωση της υποχρέωσης που θέτει συνιστά μορφή συμβιβασμού ή διακανονισμού υποχρεώσεων της εταιρείας προς μέλη ή πιστωτές της εταιρείας·  θέση η οποία φαίνεται να συνάδει με τις σχετικές διατάξεις του Νόμου.  Ο Νόμος επιβάλλει υποχρέωση για την επιστροφή των χρημάτων ή του καταβληθέντος ανταλλάγματος στους επενδυτές άνευ όρων.  Επιβάλλεται υποχρέωση επιστροφής των χρημάτων που λήφθηκαν για σκοπό, ο οποίος ματαιώθηκε.  

Το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση για προσωρινό διάταγμα [*207]αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο για τη συγκρότηση της συνέλευσης, η οποία καθώς φαίνεται πραγματοποιήθηκε στην  καθορισθείσα ημερομηνία, ώρα και τόπο.

Στο αιτιολογικό της απόφασης του Δικαστηρίου που δόθηκε αργότερα, εξηγούνται οι λόγοι που οδήγησαν στην απόρριψη του αιτήματος για έκδοση προσωρινού απαγορευτικού διατάγματος. Ως πρώτος λόγος παρατίθεται η απουσία επείγουσας ανάγκης για παρέμβαση του Δικαστηρίου.  Το άρθρο  9, του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, ορίζει και η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου βεβαιώνει, ότι μόνο όπου συντρέχουν λόγοι που εξ αντικειμένου καθιστούν αδύνατη τη γνωστοποίηση του αιτήματος στον αντίδικο, μπορεί να δικαιολογηθεί η παρέκβαση από τα θέσμια της δικαίας δίκης και να χορηγηθεί θεραπεία χωρίς να ακουστεί η άλλη πλευρά. 

Σύμφωνα με τον εφεσείοντα, η σύγκληση της γενικής συνέλευσης περιήλθε σε γνώση του στις 27 Σεπτεμβρίου 2002, και όχι την ημέρα υποβολής του αιτήματος, ώστε να δικαιολογείται ο χαρακτηρισμός του μέτρου ως επείγοντος ζητήματος.  Η αδράνεια του εφεσείοντος να ζητήσει θεραπεία μόλις τα κρίσιμα γεγονότα περιήλθαν σε γνώση του αναιρεί το κατεπείγον του αιτήματος.  Κατεπείγον θεωρείται ζήτημα, το οποίο περιέρχεται σε γνώση του προσφεύγοντος σε χρόνο που δεν του παρέχεται η δυνατότητα κίνησης των νενομισμένων διαδικασιών προς γνωστοποίηση του αιτήματος του στον αντίδικό του και εξασφάλιση του δικαιώματος του δευτέρου να ακουστεί. Ο εφεσείων υποστηρίζει ότι στην προκείμενη υπόθεση συντρέχουν ιδιαίτερα περιστατικά που δικαιολογούν εξαίρεση από τον κανόνα. Τέτοια περιστατικά είναι δύσκολο να εντοπιστούν και κανένα δεν έχει προβληθεί που θα μπορούσε να δικαιολογήσει  τέτοια εξαίρεση.

Λόγοι, συνυφασμένοι με την πεμπτουσία της απονομής της δικαιοσύνης, επιβάλλουν την παροχή ευκαιρίας ακρόασης στον αντίδικο,  πριν το δικαστήριο επιληφθεί θέματος που επηρεάζει τα δικαιώματα ή τα κατά νόμο συμφέροντά του.  Η παροχή θεραπείας ερήμην του αντιδίκου αποτελεί εξαιρετικό μέτρο το οποίο μπορεί να αναζητηθεί μόνον, εφόσον εξ αντικειμένου δεν παρέχεται άλλο μέσο προστασίας των δικαιωμάτων του αιτούντος.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα και για λόγους ουσίας.  Σύμφωνα με την  απόφασή του, η κυρίως αίτηση δεν θέτει αφ’ εαυτής σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση, ούτε ο αιτητής (εφεσείων) έχει πιθανότητα επιτυχίας.  Απουσιάζουν σωρευτικά δύο από τις [*208]τρεις αυτοτελείς προϋποθέσεις για την παροχή ενδιάμεσης θεραπείας, ως διαγιγνώσκονται στην Odysseos v. Pieris Estates and Others (1982) 1 C.L.R. 557,  στην οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο παραπέμπει. Το άρθρο 198 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, είναι άσχετο προς την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της εταιρείας να επιστρέψει χρήματα στους επενδυτές τα οποία λήφθηκαν για συγκεκριμένο σκοπό που δεν πραγματοποιήθηκε.

Αυτό που ενοχλεί, σύμφωνα με τον κ. Ανδρέου και συνάμα αποτέλεσε το κίνητρο για την προώθηση της έφεσης, η οποία κατά τα άλλα έχασε τη σημασία της, είναι η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το άρθρο 198 δεν υπεισέρχεται και είναι άσχετο προς το θέμα της επιστροφής χρημάτων ως ορίζει ο Νόμος.  Όντως είναι άσχετο.  Η  επιστροφή των χρημάτων ή του ανταλλάγματος που επιβάλλει ο Νόμος δεν αποτελεί διακανονισμό ή συμβιβασμό υποχρεώσεων της εταιρείας προς μέλη ή πιστωτές της.  Πρόκειται για υποχρέωση της εταιρείας η οποία πηγάζει από το Νόμο.  Η γενική συνέλευση που συγκλήθηκε είχε ως αντικείμενο την εξέταση τρόπων προς εκπλήρωση της υποχρέωσης  αυτής και όχι το διακανονισμό ή το συμβιβασμό των απαιτήσεων των δικαιούχων.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο