(2004) 1 ΑΑΔ 209
[*209]23 Ιανουαρίου, 2004
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΦΑΕΘΩΝ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΠΑΠΑΚΥΡΙΑΚΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11506)
Δικαστική απόφαση ― Αιτιολογία ― Το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος επιβάλλει την αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων ως συστατικό στοιχείο για την έγκυρη άσκηση της δικαστικής λειτουργίας.
Αποφάσεις και Διατάγματα ― Προσωρινά διατάγματα ― Σε διαδικασία για έκδοσή τους το Δικαστήριο πρέπει να αποφεύγει να καταλήγει σε συμπεράσματα αναφορικά με την πλήρη εξέταση του πραγματικού και νομικού καθεστώτος της υπόθεσης.
Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της οριστικοποίησης προσωρινού διατάγματος το οποίο είχε εξασφαλίσει μετά από μονομερή αίτηση ο εφεσίβλητος-ενάγων εναντίον του εφεσείοντος-εναγομένου 2 και των εναγομένων 1, 3 και 4. Με το εν λόγω διάταγμα απαγορεύετο στον εφεσείοντα, στον εναγόμενο 4 και στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λάρνακας η αποξένωση και/ή εκποίηση ακίνητης περιουσίας που ήταν εγγεγραμμένη επ’ ονόματι του ενάγοντος στο χωριό Κίτι της Επαρχίας Λάρνακας. Η έφεση ασκήθηκε από τον εναγόμενο 2. Ο τελευταίος υποστήριξε ότι η εκκαλούμενη απόφαση δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη επειδή το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβηκε σε εύρημα αναφορικά με ισχυριζόμενη απόκρυψη ουσιώδους γεγονότος από τον εφεσίβλητο κατά την έκδοση του προσωρινού διατάγματος.
Αποφασίστηκε ότι:
Οι προσεγγίσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το θέμα της απόκρυψης γεγονότων και της αξιολόγησης της μαρτυρίας βρίσκονται σε πλήρη ευθυγράμμιση με την επί του προκειμένου νομολογία. Περαιτέρω η αιτιολογία της εκκαλούμενης απόφασης ικανοποιεί τα κριτήρια αιτιολογίας που απαιτούνται από τις περιστάσεις και τη φύση [*210]της διαδικασίας. Έπεται πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Pioneer Candy Ltd v. Tryfon & Sons Ltd (1981) 1 C.L.R. 440,
Louis Vouitton v. Δερμοσάκ Λτδ κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1453,
Δρουσιώτης ν. Ιερωνυμίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 1026,
Psaras a.o. v. Republic (1987) 2 C.L.R. 132,
Εταιρεία Σ. & Γ. Κολοκασίδης Λτδ ν. Κιμωνή (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 132,
Αριστείδου ν. Λοϊζίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 297,
Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263,
T.A. Micrologic Computer Consultants Ltd v. Microsoft Corporation, Πολιτική Έφεση 11159, ημερ. 20.11.2002,
Επίσημος Παραλήπτης κ.ά. ν. Nicantony Trading Co. Ltd (1998) 1 C.L.R. 1653,
Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita Aluminium Co. Ltd κ.ά., Πολιτική Έφεση 11156, ημερ. 19.10.2002.
Έφεση.
Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Επαρχιακού�Δικαστηρίου Λάρνακας που δόθηκε στις 18/10/02 (Αρ. Αγωγής 1324/02) με την οποία οριστικοποιήθηκε το προσωρινό διάταγμα το οποίο εξασφάλισε μετά από μονομερή αίτηση ημερ. 10/4/02 ο ενάγων και με το οποίο απαγορεύετο στον εναγόμενο να αποξενώσει ή εκποιήσει το επίδικο ακίνητο του οποίου την κυριότητα διεκδικούσε ο ενάγων με την πιο πάνω αγωγή.
Μ. Χάσικος με Π. Κυπριανού, για τον Εφεσείοντα.
Α. Μυλωνάς, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
[*211]ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Στις 10.4.2002 ο εφεσίβλητος-ενάγων (ο εφεσίβλητος) κατεχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας την αγωγή με αρ. 1324/2002 με την οποία ζήτησε, ανάμεσα σ΄ άλλα, τις πιο κάτω θεραπείες εναντίον του εφεσείοντος-εναγομένου 2 (ο εφεσείων) και των εναγομένων 1, 3 και 4:
«Α) Διάταγμα ή/και δήλωση ή/και απόφαση του Δικαστηρίου ότι η μεταβίβαση επ’ ονόματι του εναγομένου 2 ημ. 19.10.2000 της ακίνητης περιουσίας που ήταν εγγεγραμμένη επ’ ονόματι του Ενάγοντα με αριθμό εγγραφής 5505, Φ/ΣΧ L/38, Τεμάχιο 731 στο χωριό Κίτι της Επαρχίας Λάρνακας είναι άκυρη εξ υπαρχής λόγω δόλου και /ή πλαστογραφίας και/ή απάτης.
Β) Διάταγμα και/ή απόφαση και/ή δήλωση του Δικαστηρίου ότι το πληρεξούσιο έγγραφο ημ. 13.10.2000 δυνάμει του οποίου έγινε η ανωτέρω αναφερόμενη μεταβίβαση είναι άκυρο εξ υπαρχής ως προϊόν πλαστογραφίας ή/και δόλου ή/και διότι είναι non est factum.
Γ) Διάταγμα ή/και δήλωση ή/και απόφαση του Δικαστηρίου ότι η πιο πάνω αναφερομένη ακίνητη περιουσία παραμένει ιδιοκτησία του ενάγοντα και/ή δια του οποίου να διατάσσει τον Επαρχιακό Κτηματολογικό Λειτουργό Λάρνακας όπως την επανεγράψει στο όνομα του ενάγοντα.»
Ταυτόχρονα, ύστερα από μονομερή αίτηση του ημερ, 10.4.2002 εξασφάλισε προσωρινό διάταγμα που απαγορεύει στον εφεσείοντα, στον εναγόμενο 4 και στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λάρνακας την αποξένωση του πιο πάνω ακινήτου (το επίδικο ακίνητο) και/ή εκποίηση αυτού. Το προσωρινό διάταγμα έγινε επιστρεπτέο σε μελλοντική ημερομηνία. Ο εφεσείων και ο εναγόμενος 4 υπέβαλαν ένσταση. Ύστερα από ακροαματική διαδικασία το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ικανοποιούνται και τα τρία κριτήρια που τίθενται από το αρ. 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60) και οριστικοποίησε το προσωρινό διάταγμα.
Παραθέτουμε τα γεγονότα, που έδωσαν την αφορμή για την επίδικη διαφορά, όπως τα έχει συνοψίσει το Πρωτόδικο Δικαστήριο:
Ο εφεσίβλητος κατοικεί μονίμως στη Ρουμανία από το 1995. Έχει δύο διαβατήρια, Αγγλικό και Κυπριακό. Δεν επισκέφθηκε την [*212]Κύπρο από τις 30.10.95 μέχρι και τις 11.3.02. Το 1988 αγόρασε το επίδικο τεμάχιο γης που βρίσκεται στο χωριό Κίτι της επαρχίας Λάρνακας και το οποίο κατ’ ισχυρισμόν αξίζει σήμερα £150.000.- Ανακάλυψε όμως τον Αύγουστο του 2001 ότι αυτό πωλήθηκε δυνάμει πληρεξουσίου εγγράφου, που φέρεται να είχε ο ίδιος δώσει σε κάποιον Ανδρέα Κανάρη (εναγόμενο 1), τον οποίο είχε γνωρίσει στη Ρουμανία δημιουργώντας μαζί του φιλική σχέση. Ο Κανάρης επιστρέφοντας τον Σεπτέμβριο του 2000 στην Κύπρο από τη Ρουμανία, του είχε ζητήσει στο αεροδρόμιο το ποσό των £500.- το οποίο ο ίδιος προθυμοποιήθηκε να του εμβάσει όχι από χρήματα τα οποία είχε στη Ρουμανία και τα οποία χρειαζόταν, αλλά από λογαριασμό που είχε με τη Σ.Π.Ε. Κοντέας. Προς το σκοπό αυτό του έδωσε μια ιδιόχειρη επιστολή καθώς και την ταυτότητα του, με την ταυτόχρονη υπόσχεση ότι ο Κανάρης θα του την επέστρεφε μόλις επανέρχετο στη Ρουμανία, όπως και έγινε τον Νοέμβριο 2000. Φαίνεται ότι (και αυτός είναι ο βασικός ισχυρισμός του εφεσίβλητου) ο Κανάρης με την χρήση της ταυτότητας του και πλαστογραφώντας την υπογραφή του, κατάρτισε πλαστό πληρεξούσιο έγγραφο για να πωληθεί το επίδικο κτήμα. Αυτό το πληρεξούσιο δήθεν υπεγράφη στις 13.10.00 στη Λευκωσία ενώπιον του πιστοποιούντος υπαλλήλου-εναγομένου 3, κάτι που είναι εντελώς αναληθές δεδομένου ότι την ημέρα εκείνη αλλά και για όλη την προαναφερθείσα περίοδο ο ίδιος βρισκόταν ανελλιπώς στη Ρουμανία. Στη συνέχεια και όπως εκ των υστέρων ανακάλυψε, στις 19.10.00 ο Κανάρης, χρησιμοποιώντας το πληρεξούσιο έγγραφο, μετεβίβασε επ’ ονόματι του εφεσείοντος το επίδικο κτήμα. Το κτήμα πωλήθηκε για £60.000.- αλλά ταυτόχρονα ο εφεσείων το υποθήκευσε προς όφελος της εναγομένης 4 για το ισόποσο. Όλα αυτά ο εφεσίβλητος τα έμαθε όταν ενδιαφέρθηκε τον Αύγουστο 2001 να πωλήσει το κτήμα του ζητώντας τη βοήθεια κάποιου γνωστού του. Δεν κατήγγειλε την υπόθεση αμέσως στην Αστυνομία παρά μόνο στις 11.3.02 όταν επέστρεψε για πρώτη φορά πίσω στην Κύπρο. Είχε, όμως, στο μεταξύ λάβει τηλεφώνημα από τον Κανάρη που τότε ήταν φυλακή, ο οποίος του εξέφρασε τη λύπη του για όσα έγιναν λέγοντας του ότι ο εφεσείων γνώριζε για την πλαστότητα του πληρεξουσίου και ότι θα του το επανέγραφε σύντομα επ’ ονόματι του μόλις ο ίδιος με την αποφυλάκιση του του επέστρεφε τα χρήματα, πράγμα βέβαια που δεν έγινε. Είχε επίσης υποβληθεί σε δύο εγχειρήσεις το Σεπτέμβριο και Δεκέμβριο 2001 αλλά είχε από τον Αύγουστο 2001 δώσει οδηγίες στο δικηγόρο του στην Κύπρο από τη Ρουμανία να προβεί σε όλα τα δέοντα μέτρα ο οποίος όμως του είχε πει ότι θα ήταν καλύτερα να βρισκόταν και ο Κανάρης στην Κύπρο προτού γίνουν οποιεσδήποτε διαδικασίες. Στις 13.3.02 επισκεπτόμενος το επίδικο κτήμα διαπίστωσε την ύπαρξη πινακίδας για την πώληση του και σε τηλεφώνημα που έκαμε ο ίδιος, ανώνυμα όμως, [*213]στον εφεσείοντα, στον αριθμό τηλεφώνου που έφερε η πινακίδα, πληροφορήθηκε ότι το κτήμα πωλείτο για £140.000.-
Η έφεση.
Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης με την οποία έχει οριστικοποιηθεί το προσωρινό διάταγμα. Ασκήθηκε από τον εναγόμενο 2. Ο τελευταίος ισχυρίσθηκε ότι η εκκαλούμενη απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη για τους πιο κάτω λόγους:
1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβηκε σε εύρημα κατά πόσο έχει αποδειχθεί ή όχι η θέση του εφεσείοντος ότι δηλαδή ο εφεσίβλητος απέκρυψε από το Δικαστήριο, κατά το στάδιο της μονομερούς αίτησης του για έκδοση προσωρινού διατάγματος, το ουσιώδες γεγονός ότι ο ίδιος ζήτησε και έλαβε από τον πατέρα του εφεσείοντος, Μιχάλη Μιχαηλίδη, το ποσόν των £500.- δυνάμει της αγοράς του επίδικου κτήματος.
2. Στην απόφαση του, το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αναλύοντας τη θέση του εφεσείοντος περί απόκρυψης από μέρους του εφεσίβλητου του ουσιώδους γεγονότος που αναφέρεται στην πιο πάνω παράγραφο, παραλείπει παντελώς να αξιολογήσει:
(α) τη μαρτυρία του Μιχάλη Μιχαηλίδη σύμφωνα με την οποία, κατά την αποστολή, από μέρους του, των £500 προς τον εφεσίβλητο ο οποίος βρισκόταν στη Ρουμανία, παρών στην τράπεζα απ’ όπου στάληκαν τα χρήματα ήταν και ο εναγόμενος 1, Ανδρέας Κανάρης, και
(β) τη μαρτυρία του Μιχάλη Μιχαηλίδη όσον αφορά το τι ακριβώς διαδραματίστηκε προ και κατά την αποστολή των εν λόγω £500 από τον ίδιο προς τον αιτητή.
Προτού ασχοληθούμε με τις σχετικές εισηγήσεις του εφεσείοντος θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε την προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου επί του θέματος της απόκρυψης γεγονότων:
«Το Δικαστήριο έχει εξετάσει τις εισηγήσεις του κ. Χάσικου αλλά κρίνει ότι δεν υπήρξε απόκρυψη γεγονότων που να δίνει το δικαίωμα ακύρωσης του διατάγματος χωρίς να υπεισέλθει στην ουσία του. Όπου υπήρξε κάποια μη αναφορά γεγονότων σε πλήρη έκταση αυτή με κανένα τρόπο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων που αν τα γνώριζε το Δικαστήριο θα ασκούσε διαφορετικά την διακριτική του ευχέρεια. Να αναφερ[*214]θεί κατ’ αρχάς ότι η εξειδίκευση της απόκρυψης των ουσιωδών γεγονότων κατά τον εναγόμενο 2, εξαντλείται με την παράθεση συγκεκριμένων στοιχείων στην παρ. 30 της ένορκης δήλωσης του πατέρα του Μιχάλη Μιχαηλίδη. Η θεώρηση αυτών των αιτιάσεων, όπως έχουν καταγραφεί, αλλά και έχοντας υπόψη την μαρτυρία που δόθηκε κατά την αντεξέταση, πράγματι αποκαλύπτει ότι το παράπονο του εναγομένου 2 δεν είναι βάσιμο διότι δεν πρόκειται περί απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων αλλά αντίθετα περί μιας εντελώς διαφορετικής εκδοχής από την πλευρά του, η οποία πρέπει βέβαια να παραμείνει να εξεταστεί πλήρως και τελεσιδίκως κατά το στάδιο της ακρόασης της ουσίας της αγωγής. Πρέπει σε αυτό το στάδιο να λεχθεί ότι η μαρτυρία κατά την αντεξέταση που δόθηκε ήταν όντως πολύ διιστάμενη και οι πρωταγωνιστές της υπόθεσης έδωσαν σε θεμελιώδη ζητήματα εντελώς αντίθετες εκδοχές. Αυτό από μόνο του δείχνει ότι η αποκρυστάλλωση των αληθών γεγονότων πρέπει να γίνει μέσα από την πλήρη αντιπαραβολή της μαρτυρίας και την αξιολόγηση της, στο στάδιο της εκδίκασης της ουσίας. Αυτά υπό την αίρεση βέβαια της ανάκλησης ουσιωδών ισχυρισμών του αιτητή κατά την αντεξέταση του, κάτι όμως που δεν συνέβη εδώ.
.........................................................................................................
Το ίδιο μπορεί να θεωρηθεί ότι ισχύει και για τα όσα αναφέρονται στην παρ. 30(α) ότι δηλαδή ο αιτητής κατ’ ισχυρισμόν επικοινώνησε με τον Μιχάλη Μιχαηλίδη και του ζήτησε τα χρήματα του υπολοίπου του τιμήματος της αγοραπωλησίας. Και εδώ υπάρχει ακριβώς διάσταση στις θέσεις των δύο πλευρών και είναι φανερό ότι ο αιτητής δεν μπορούσε καν να αναφέρει κάτι τέτοιο στην μονομερή αίτηση του εφόσον η θέση του (όπως παρουσιάστηκε και μέσα από την αντεξέταση του), ήταν ότι ουδέποτε προέβηκε σε τέτοια ενέργεια.
.........................................................................................................
Η θέση του αιτητή στην αντεξέταση ήταν σαφής ότι ουδέποτε γνώρισε ή μίλησε με τον Μ. Μιχαηλίδη και ούτε βέβαια τον πήρε τηλέφωνο για να ζητήσει ΛΚ500,00. Την σχέση του με τον Κανάρη ο αιτητής δεν παρέλειψε να αποκαλύψει, αλλά δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί απόκρυψη γεγονότων η μη αποκάλυψη της παραλαβής για τον Κανάρη όπως ισχυρίζεται ο αιτητής των ΛΚ500,00 εφόσον κατά την θέση του (και δεν υπάρχει τίποτε στην αποστολή των χρημάτων και την παραλαβή τους Τεκμ. ‘Δ’ που να δείχνει το αντίθετο) ότι τα χρήματα δεν ήσαν για το επίδικο κτήμα, ενώ ταυτόχρονα πολλά άτομα έστελλαν στον Κανά[*215]ρη χρήματα μέσω του, ακόμη και ο ίδιος ο εναγόμενος 2 στις 15/12 και 22/12, χωρίς όμως να αναφέρει οτιδήποτε σχετικό στη δική του ένορκη δήλωση παρόλο που αναφέρει ότι γνώρισε τον αιτητή στην Ρουμανία όπου ο Κανάρης τον σύστησε ως τον γιο του Μιχάλη Μιχαηλίδη. Δέχθηκε, όμως, ο εναγόμενος 2 κατά την αντεξέταση του την αποστολή χρημάτων προς τον Κανάρη μέσω του αιτητή στα μέσα και τέλη Δεκεμβρίου 2000, επιβεβαιώνοντας έτσι την εκδοχή του τελευταίου.»
Ήταν η θέση του κ. Κυπριανού, εκ μέρους του εφεσείοντος, ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε μεν στη θέση του εφεσίβλητου σε σχέση με το ποσό των £500.- αλλά παρέλειψε να «πεί ποιά είναι η δική του – του Δικαστηρίου – θέση». Δεν υπάρχει σαφής θέση ή εύρημα – συνέχισε ο κ. Κυπριανού – «για το ποιού την θέση αποδέχεται και αν, κατ’ επέκταση, υπήρχε απόκρυψη ουσιώδους γεγονότος από τον εφεσίβλητο στην μονομερή του αίτηση. Ήταν, επίσης, η θέση του κ. Κυπριανού ότι η παράλειψη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να αναλύσει σε βάθος και να προβεί σε ξεκάθαρο εύρημα αναφορικά με τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι ο εφεσίβλητος απέκρυψε τα ουσιώδη γεγονότα που συνδέονται με την αποστολή των £500.- καθιστούν την απόφαση του έκδηλα αναιτιολόγητη.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος παρέπεμψε επί του προκειμένου στο αρ. 30.2 του Συντάγματος το οποίο προνοεί ότι «αι αποφάσεις των Δικαστηρίων δέον να είναι ητιολογημέναι και ν’ απαγγέλλονται εν δημοσία συνεδριάσει». Παρέπεμψε, επίσης, στις υποθέσεις Pioneer Candy Ltd v. Tryfon & Sons Ltd (1981) 1 C.L.R. 440 και Louis Vouitton v. Δερμοσάκ Λτδ κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1453, 1465.
Αναφορικά με την αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε τα εξής:
«Το Δικαστήριο στην εξέταση κατά πόσο θα διατηρήσει ή θα ακυρώσει ένα προσωρινό διάταγμα δεν προχωρεί στην κατάληξη συμπερασμάτων αναφορικά με την πλήρη εξέταση είτε του πραγματικού είτε του νομικού καθεστώτος της υπόθεσης δεδομένου ότι, όπως υποδείχθηκε στην υπόθεση Jonitexo v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263, αυτό ανάγεται κατ’ εξοχή στη σφαίρα εξέτασης του Δικαστηρίου κατά την εκδίκαση της ουσίας της ίδιας της αγωγής. Τα ίδια λέχθησαν και πιο πρόσφατα στην υπόθεση Γρηγορίου ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, 269, 270. Βέβαια κάποια αξιολόγηση της προσφερόμενης μαρτυρίας σε σχέση με τη διαπίστωση της ικανοποίησης των τριών κριτηρίων είναι αναγκαία, όπως υπέδειξε και η Odysseos ν. Pieris Estates Ltd [*216](1982) 1 C.L.R. 557, 569, αλλά με κανένα τρόπο δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι τα όσα ακολουθούν αποτελούν την τελεσίδικη κρίση του Δικαστηρίου. Διαπιστώνεται απλώς η παρουσία ή η απουσία οποιουδήποτε θεμελιακού προβλήματος στο πραγματικό ή νομικό υπόβαθρο της αίτησης που θα άφηναν έκδηλα ανικανοποίητα τα τρία κριτήρια.»
Το αρ. 30.2 του Συντάγματος επιβάλλει την αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων ως συστατικό στοιχείο για την έγκυρη άσκηση της δικαστικής λειτουργίας (βλ. Δρουσιώτης ν. Ιερωνυμίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 1026, 1034 – απόφαση Πική, Π., όπως ήταν τότε. Βλ., επίσης, Psaras and Another v. Republic (1987) 2 C.L.R. 132, Εταιρεία Σ. & Γ. Κολοκασίδης Λτδ ν. Κιμωνή (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 132 και Αριστείδου ν. Λοϊζίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 297). Ωστόσο το «τι αποτελεί δέουσα αιτιολογία εις μιαν απόφαση εξαρτάται από τα περιστατικά και τη φύση της υπόθεσης» (Μ.Χ. Δικηγόρος ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου (1993) 1 Α.Α.Δ. 734, 738 – απόφαση Α. Λοΐζου, Π.).
Στην παρούσα υπόθεση επρόκειτο για διαδικασία εκδίκασης αίτησης για προσωρινό διάταγμα. Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας ότι σε τέτοια διαδικασία το Δικαστήριο πρέπει να αποφεύγει να καταλήγει σε συμπεράσματα αναφορικά με την πλήρη εξέταση του πραγματικού και νομικού καθεστώτος της υπόθεσης. Αυτό εναπόκειται στην κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου κατά τη δίκη της ουσίας της υπόθεσης (βλ. Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, 269, 270 – απόφαση Στυλιανίδη, Π., Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263, 267, 268, T.A. Micrologic Computer Cosnsultants Ltd v. Microsoft Corporation, Πολιτική Έφεση 11159/20.11.2002, Επίσημος Παραλήπτης κ.ά. ν. Nicantony Trading Co. Ltd (1998) 1 C.L.R. 1653, Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita Aluminium Co. Ltd κ.ά., Πολιτική Έφεση 11156/19.10.2002 και Copinger and Skone James on Copyright, 12th ed., para. 620, 621).
Έχουμε παραθέσει την προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου που σχετίζεται με το ζήτημα της απόκρυψης γεγονότων (βλ. σελ. 213-214, πιο πάνω) όσο και την προσέγγιση του που σχετίζεται με την αξιολόγηση της μαρτυρίας (βλ. σελ. 215, πιο πάνω). Έχουμε την άποψη πως οι σχετικές προσεγγίσεις του Πρωτόδικου Δικαστηρίου βρίσκονται σε πλήρη ευθυγράμμιση με την επί του προκειμένου νομολογία. Περαιτέρω η αιτιολογία της εκκαλούμενης απόφασης ικανοποιεί τα κριτήρια αιτιολογίας που απαιτούνται από τις περιστάσεις και τη φύση της διαδικασίας. Έπεται πως ο σχετικός λόγος της έφε[*217]σης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο