Α.Η. Δικηγόρος (2004) 1 ΑΑΔ 254

(2004) 1 ΑΑΔ 254

[*254]23 Ιανουαρίου, 2004

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 17(4) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦ. 2,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ Α.Η. ΔΙΚΗΓΟΡΟ,

(Πειθαρχική Έφεση Aρ. 1/2003)

 

Δικηγόροι ― Πειθαρχικά παραπτώματα ― Επιβολή πειθαρχικής ποινής αναστολής άδειας άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος για περίοδο τριών ετών μετά την καταδίκη δικηγόρου από το Κακουργιοδικείο για ποινικά αδικήματα δόλου και ψευδών παραστάσεων τα οποία διαπράχθηκαν στο πλαίσιο της επαγγελματικής σχέσης δικηγόρου και πελάτη ― Άρθρο 17(1) του περί Δικηγόρων Νόμου, Κεφ. 2 ― Εξουσία Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων να επιβάλλει ποινή σε «δικηγόρο» που είναι εγγεγραμμένος στο Μητρώο Δικηγόρων που καταδικάζεται από οποιοδήποτε δικαστήριο.

Δικηγόροι ― Δικηγόρος και πελάτης ― Οι δικηγόροι πρέπει να επιδεικνύουν εντιμότητα στη διαχείριση και διεκπεραίωση των υποθέσεων των πελατών τους.

Δικηγόροι ― Πειθαρχική διαδικασία εναντίον δικηγόρου ― Συνεπάγεται διάγνωση αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του κατηγορουμένου ― Κατά συνέπεια τυγχάνει κατ’ αναλογία εφαρμογής το Άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών το οποίο αντιστοιχεί με το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος.

Δικηγόροι ― Πειθαρχική διαδικασία εναντίον δικηγόρου ― Έφεση εναντίον επιβολής πειθαρχικής ποινής ― Καταχώρηση τροποποιημένων λόγων έφεσης ― Καν. 10 του περί Δικηγόρων (Εφέσεις εις Πειθαρχικάς υποθέσεις) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1980 ― Κατ’ εφαρμογή του, είναι επιτρεπτή η επίκληση του Κανονισμού 24 των περί Ποινικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, ο οποίος επιτρέπει την καταχώρηση τροποποιημένων λόγων έφεσης.

Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του Πειθαρχι[*255]κού Συμβουλίου των Δικηγόρων με την οποία η εφεσείουσα, δικηγόρος εγγεγραμμένη στο Μητρώο Δικηγόρων Κύπρου, καταδικάστηκε για τη διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος και της επιβλήθηκε ποινή αναστολής της ασκήσεως του δικηγορικού επαγγέλματος για περίοδο τριών ετών από τις 14.1.2003.  Η εφεσείουσα είχε καταδικαστεί από το Κακουργιοδικείο σε 4 κατηγορίες για τη διάπραξη των πιο κάτω αδικημάτων, τα οποία κατά τη γνώμη του Πειθαρχικού Συμβουλίου ενείχαν ηθική αισχρότητα, κατά παράβαση του Άρθρου 17(1) του περί Δικηγόρων Νόμου, Κεφ. 2:

1.  Συνωμοσία προς καταδολίευση.

2.  Πρόκληση εκτέλεσης εγγράφου με ψευδείς παραστάσεις.

3.  Ψευδή βεβαίωση σε δήλωση μεταβίβασης ακινήτου.

Η εφεσείουσα διατύπωσε τους ακόλουθους λόγους έφεσης αναφορικά με την καταδίκη της:

α) Όταν διέπραξε τα επίδικα πειθαρχικά παραπτώματα δεν είχε άδεια άσκησης του επαγγέλματος.

β) Όταν διέπραξε τα επίδικα πειθαρχικά αδικήματα δεν ασκούσε το επάγγελμα του δικηγόρου και συνεπώς δεν ήταν μέλος του Δικηγορικού Σώματος.

Ο συνήγορος της εφεσείουσας υποστήριξε πως στην παρούσα περίπτωση δεν ικανοποιούντο οι προϋποθέσεις του Άρθρου 17(1)(β) του Κεφ. 2, το οποίο προβλέπει την επιβολή της πειθαρχικής ποινής της αναστολής της άδειας άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος.

Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης αφορούν το ύψος της εκκαλούμενης ποινής, την καθυστέρηση στην έναρξη της πειθαρχικής διαδικασίας και την καθυστέρηση στην εκδίκαση της πειθαρχικής δίκης.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το Άρθρο 17(1) αναφέρεται σε «δικηγόρο» που καταδικάζεται από οποιοδήποτε δικαστήριο. Αναφέρεται σε «δικηγόρο» και όχι σε «δικηγόρο που ασκεί το επάγγελμα». Εφ’ όσον το Άρθρο 17(1) παρέχει εξουσία στο Πειθαρχικό Συμβούλιο να επιβάλει την εκκαλούμενη ποινή σε «δικηγόρο» και εφόσον η εφεσείουσα ήταν εγγεγραμμένη ως δικηγόρος δυνάμει του Κεφ. 2, το Πειθαρχικό Συμβούλιο είχε εξουσία να της επιβάλει την εκκαλούμενη ποινή.

2.  Η εφεσείουσα διέπραξε τα πειθαρχικά αδικήματα – τα οποία είχαν ως υπόβαθρο τους την καταδίκη της από το Κακουργιοδικείο – ενεργώντας ως αντιπρόσωπος πελατών της.  Η ιδιότητα του αντι[*256]προσώπου επιβάλλει στο δικηγόρο να ενεργεί με ύψιστη εντιμότητα.  Η επίδειξη εντιμότητας στη διαχείριση και διεκπεραίωση των υποθέσεων των πελατών του αποτελεί κυρίαρχο στοιχείο της άσκησης του επαγγέλματός του το οποίο εθεωρείτο πάντοτε ως έντιμο επάγγελμα.  Η συμπεριφορά της εφεσείουσας όχι μόνο ήταν επονείδιστη, δόλια και ασυμβίβαστη προς το επάγγελμα αλλά έπληξε ανεπανόρθωτα την εμπιστοσύνη που πρέπει να υπάρχει μεταξύ δικηγόρου και πελάτη. Η εκκαλούμενη ποινή ήταν μάλλον επιεικής ενόψει της συμπεριφοράς της εφεσείουσας.

3.  Η μη συμπλήρωση της πειθαρχικής δίκης κατά τις ορισθείσες ημερομηνίες οφείλεται αποκλειστικά στην εφεσείουσα η οποία ζητούσε αναβολή για να καταστεί δυνατή η παρουσία του δικηγόρου της.  Επομένως η εφεσείουσα δεν μπορεί να οικοδομήσει επί των δικών της ενεργειών.  Αναφορικά με την καθυστέρηση στην έναρξη της πειθαρχικής διαδικασίας το χρονικό διάστημα των σχεδόν 13 μηνών που είχε διαρρεύσει μετά την απόφαση του Εφετείου στην έφεση της εφεσείουσας εναντίον της καταδίκης της από το Κακουργιοδικείο, δεν είναι τέτοιο που να συνιστά παραβίαση του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του Άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης ή που να δικαιολογεί μείωση της ποινής.  Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Roger Everest v. United Kingdom, απόφαση της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ημερ. 26.11.2001, στην Αίτηση Αρ. 30234/96,

Γαβριηλίδης ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 405.

Πειθαρχική Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα - δικηγόρο κατά της απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων ημερομηνίας 14/1/03, με την οποία βρέθηκε ένοχη για τη διάπραξη πειθαρχικών αδικημάτων και της επιβλήθηκε η ποινή της αναστολής της ασκήσεως του δικηγορικού επαγγέλματος για περίοδο τριών ετών από τις 14.1.2003 σε κάθε μια από τις κατηγορίες, ποινές συντρέχουσες.

Α. Ευτυχίου, για την Εφεσείουσα.

Δ. Κούσιου-Χρυσανδρέα με Μ. Κοντογιώργη, για τους Εφεσί[*257]βλητους.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.:  Η εφεσείουσα είναι εγγεγραμμένη στο μητρώο Δικηγόρων Κύπρου.  Με απόφαση του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, ημερ. 26.1.2001 στην Ποινική Υπόθεση 12041/2000 κρίθηκε ένοχη πάνω σε 4 κατηγορίες για τη διάπραξη των πιο κάτω αδικημάτων:

1.  Συνωμοσία προς καταδολίευση κατά παράβαση του αρ. 302 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (η κατηγορία 1).

2.  Πρόκληση εκτέλεσης εγγράφου με ψευδείς παραστάσεις κατά παράβαση των αρ. 341 και 336 του Κεφ. 154 (η κατηγορία 2).

3.  Ψευδής βεβαίωση σε δήλωση μεταβίβασης ακινήτου κατά  παράβαση του αρ. 49(1)(α) του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Νόμου του 1965 (Ν 9/65) και του αρ. 111 του Κεφ. 154 (οι κατηγορίες 3 και 4).

Την 2.2.2001 το Κακουργιοδικείο της επέβαλε ποινή φυλάκισης 2 ετών στην κάθε μια από τις κατηγορίες 1, 3 και 4 και ποινή φυλάκισης 3 ετών στην κατηγορία 2 – οι ποινές να συντρέχουν.

Με απόφαση του ημερ. 22.10.2002 το Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγόρων αποφάσισε όπως κληθεί η εφεσείουσα να παρουσιαστεί ενώπιον του στις 31 Οκτωβρίου 2002, στις 4.30 μ.μ., για ακρόαση της υπόθεσης της αυτεπάγγελτης καταγγελίας του Συμβουλίου εναντίον της δυνάμει του άρθρου 17(2)(α) των περί Δικηγόρων Νόμων.

Η πιο πάνω απόφαση κοινοποιήθηκε στην εφεσείουσα με επιστολή του Πειθαρχικού Συμβουλίου ημερ. 24.10.2002.  Η εφεσείουσα εμφανίσθηκε ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου κατά την πιο πάνω ημερομηνία – 31.10.2002 - και ζήτησε αναβολή λόγω της απουσίας του δικηγόρου της στο εξωτερικό.  Το αίτημα της εγκρίθηκε και η υπόθεση ορίσθηκε στις 14.11.2002.  Κατά την νέα δικάσιμο ζητήθηκε αναβολή από το δικηγόρο της εφεσείουσας και η υπόθεση ορίσθηκε στις 27.11.2002.  Η νέα δικάσιμος ορίσθηκε στις 10.12.2002 ύστερα από αίτημα της εφεσείουσας λόγω της απουσίας του δικηγόρου της.  Στις 10.12.2002 το Πειθαρχικό Συμβούλιο ανέβαλε την ακρόαση της υπόθεσης για τις 14.1.2003 και ειδοποίησε [*258]σχετικώς την εφεσείουσα με επιστολή του ημερ. 1.9.2002 στην οποία επεσύναψε και το Κατηγορητήριο το οποίο περιλάμβανε 4 κατηγορίες.  Παραθέτουμε την πρώτη κατηγορία:

«Έκθεση Πειθαρχικού Αδικήματος

Πρώτη κατηγορία

Καταδίκη από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας για ποινικό αδίκημα το οποίο, κατά τη γνώμη του Πειθαρχικού Συμβουλίου, ενέχει ηθική αισχρότητα, κατά παράβαση του άρθρου 17(1) του περί Δικηγόρων Νόμου, Κεφ. 2.

Λεπτομέρειες Πειθαρχικού Αδικήματος

Εσύ, η Α.Η., στις 26.1.2001 βρέθηκες ένοχη από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας, το οποίο στις 2.2.2001 σου επέβαλε ποινή φυλάκισης δύο ετών, με την καταδίκη να έχει επικυρωθεί κατ΄ έφεση στις 25.9.2001, για το αδίκημα της συνωμοσίας προς καταδολίευση, κατά παράβαση του άρθρου 302 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154,οι λεπτομέρειες του οποίου φαίνονται στην  πρώτη κατηγορία του συνημμένου κατηγορητηρίου, με το οποίο δικάστηκες στο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας.»

Οι υπόλοιπες τρεις κατηγορίες αναφέρονται στο ίδιο πειθαρχικό αδίκημα πλην όμως οι λεπτομέρειες της κάθε μιας από αυτές αναφέρονται, αντιστοίχως, στην κάθε μια από τις πιο πάνω ποινικές κατηγορίες στις οποίες είχε καταδικασθεί η εφεσείουσα.

Στις 14.1.2003 το Πειθαρχικό Συμβούλιο των Δικηγόρων επέβαλε στην εφεσείουσα την ποινή της αναστολής της ασκήσεως του δικηγορικού επαγγέλματος για περίοδο τριών ετών από τις 14.1.2003 σε κάθε μια από τις κατηγορίες, οι ποινές να συντρέχουν.  Παραθέτουμε το πλήρες κείμενο της απόφασης:

«Πρόεδρος:  κα Ηρακλέους έχουμε ακούσει τα όσα ο ευπαίδευτος συνήγορος σας έχει πει για  μετριασμό της ποινής και έχουμε σταθμίσει τις επιπτώσεις τις οποίες έχει στη μελλοντική σας καριέρα η καταδίκη σας από το Κακουργιοδικείο, έχουμε επίσης σταθμίσει τις  προσωπικές σας περιστάσεις έτσι όπως διαγράφονται μέσα από τα στοιχεία, τα οποία έδωσε στο δικαστήριο ο δικηγόρος σας.  Τα αδικήματα για τα οποία έχετε καταδικασθεί είναι πολύ σοβαρά γιατί ακριβώς θίγουν εκείνη τη βάση πάνω στην οποία στηρίζεται η δικηγορία, δηλαδή της εντιμότητας, η οποία πρέπει να επιδεικνύεται κατά την άσκηση αυτού του επαγ[*259]γέλματος, το οποίο και γι’ αυτό θεωρείται σαν ένα έντιμο επάγγελμα.

Μας έχει προβληματίσει κατά πόσον θα έπρεπε να επιβάλουμε την ποινή της διαγραφής σας από το Μητρώο Δικηγόρων λόγω ακριβώς της σοβαρότητας αυτών των αδικημάτων.  Όμως, λάβαμε υπόψη ότι είσθε δικηγόρος από το 1991 χωρίς να επιδείξετε οποιαδήποτε παραβατική διάθεση, ότι δεν έχετε προηγούμενα είτε ποινικά είτε πειθαρχικές καταδίκες.  Έχουμε επίσης λάβει υπόψη το γεγονός ότι η ποινή της στερητικής ελευθερίας είναι πολύ οδυνηρή για έναν άνθρωπο και ιδιαίτερα για μια γυναίκα, έχουμε λάβει επίσης υπόψη μας το γεγονός ότι η καταδίκη σας θα αποτελέσει και εμπόδιο ουσιαστικό στη μελλοντική άσκηση της δικηγορίας.  Έχουμε λάβει επίσης υπόψη τους μετριαστικούς παράγοντες, τους οποίους ανέφερε ο κ. Ευτυχίου και ενόψει όλων των δεδομένων σας επιβάλλουμε την ποινή της αναστολής της ασκήσεως του δικηγορικού επαγγέλματος για περίοδο τριών ετών από σήμερα σε κάθε μια από τις κατηγορίες, οι οποίες ποινές θα συντρέχουν.»

Η έφεση.

Η εφεσείουσα έχει διατυπώσει λόγους έφεσης τόσο εναντίον της καταδίκης όσο και εναντίον της  ποινής. Αναφορικά με την καταδίκη της υποστήριξε ότι η καταδίκη της είναι εσφαλμένη γιατί:

(α)       Όταν διέπραξε τα επίδικα πειθαρχικά αδικήματα δεν είχε άδεια άσκησης του επαγγέλματος.

(β)       Όταν διέπραξε τα επίδικα πειθαρχικά αδικήματα δεν ασκούσε το επάγγελμα του δικηγόρου και συνεπώς δεν ήταν μέλος του Δικηγορικού Σώματος.

Αναφορικά με την ποινή υπέβαλε ότι αυτή ήταν υπερβολικά αυστηρή γιατί δεν λήφθηκε καθόλου και/ή επαρκώς υπόψη:

(α)       Ότι η εφεσείουσα ασκούσε το επάγγελμα από το 1991 και δεν είχε προηγουμένως καταδικαστεί για οποιοδήποτε πειθαρχικό αδίκημα.

(β)       Ότι η ποινή της τριετούς ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε σ’ αυτή από το Κακουργιοδικείο συνεπεία καταδίκης της για ποινικά αδικήματα για τα οποία κατηγορήθηκε ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου στην πιο πάνω πειθαρχική υπόθεση, είχε δυσμενείς [*260]και καταστροφικές επιπτώσεις στο επάγγελμα της εφεσείουσας ως δικηγόρος.

(γ)        Για την εφεσείουσα ως γυναίκα η οδυνηρή στέρηση της ελευθερίας αυτής συνεπεία της τριετούς καταδίκης της σε φυλάκιση που ήταν αρκούντως αυστηρή τιμωρία για πράξεις και/ή ενέργειες της που παράλληλα συνιστούσαν τα υπό εκδίκαση πειθαρχικά αδικήματα.

(δ)       Ότι η τριετής καταδίκη της εφεσείουσας σε φυλάκιση αποτελούσε ουσιαστικό εμπόδιο στη μελλοντική άσκηση του επαγγέλματος της ως δικηγόρου.

Σε μεταγενέστερο στάδιο η εφεσείουσα καταχώρισε συμπληρωματικούς και πρόσθετους λόγους έφεσης.  Ισχυρίστηκε ότι η καταδίκη και/ή επιβληθείσα ποινή είναι εσφαλμένη και/ή προκάλεσε ουσιώδη πλημμελή απονομή της δικαιοσύνης γιατί το Πειθαρχικό Συμβούλιο δεν έλαβε καθ’ όλου και/ή επαρκώς υπ’ όψη:

(α)       Ότι υπήρξε αδικαιολόγητη και μεγάλη καθυστέρηση στην πειθαρχική δίωξη της εφεσείουσας από της ισχυριζόμενης διάπραξης των επίδικων πειθαρχικών αδικημάτων.

(β)       Ότι υπήρξε αδικαιολόγητη και μεγάλη καθυστέρηση στην εκδίκαση των υπό εκδίκαση πειθαρχικών αδικημάτων.

Ισχυρίσθηκε, επίσης, ότι είναι υπερβολική και εσφαλμένη γιατί:

(α)       Το Πειθαρχικό Συμβούλιο δεν έλαβε καθ’ όλου και/ή επαρκώς υπ’ όψη ότι η εφεσείουσα «δεν επωφελήθηκε από τη διάπραξη του πειθαρχικού αδικήματος εφ’ όσο το αποτέλεσμα της διάπραξης αυτής που ήταν η μεταβίβαση ενός ακινήτου του ζεύγους Κέη προς όφελος της επαναμεταβιβάστηκε πίσω στο ζεύγος από αυτή 9 μήνες πριν την παραπομπή της να δικαστεί από Κακουργιοδικείο».

(β)       Η υπερβολική δημοσιότητα πριν, «κατά και μετά την ποινική δίκη στο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας σε βάρος της εφεσείουσας, προκάλεσε σ’ αυτή ως επαγγελματίας δικηγόρος μεγάλη και εκτεταμένη ζημιά η οποία θα συνεχίσει να υφίσταται για πολλή χρόνο».

 

Η προδικαστική ένσταση.

Η κα. Κούσιου, εκ μέρους του Πειθαρχικού Συμβουλίου, ήγειρε προδικαστική ένσταση.  Υποστήριξε ότι οι «συμπληρωματικοί και πρόσθετοι λόγοι έφεσης» δεν μπορούν να ενταχθούν στο πλαίσιο που ορίζει ο σχετικός με το θέμα Κανονισμός 9, του περί Δικηγόρων (Εφέσεις εις Πειθαρχικάς Υποθέσεις) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1980, ο οποίος προνοεί:

«Το Ανώτατον Δικαστήριον ακούει και κρίνει την έφεσιν μόνον επί των εν τη ειδοποιήσει εφέσεως εκτιθεμένων λόγων:

Νοείται ότι αι διατάξεις του παρόντος Κανονισμού δεν εφαρμόζονται οσάκις, επί τη ακροάσει εφέσεως, το Ανώτατον Δικαστήριον είναι της γνώμης ότι υπήρξεν ουσιωδώς πλημμελής απονομή της δικαιοσύνης.»

Ήταν η θέση του κ. Ευτυχίου, εκ μέρους της εφεσείουσας, ότι η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί.  Έρεισμα της θέσης του ήταν ο Καν. 10* των πιο πάνω Κανονισμών, ο οποίος παραπέμπει στον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 155 και στους περί Ποινικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς «δι΄οιονδήποτε ζήτημα δια το οποίον δεν ετέθη ειδική διάταξις εν τω παρόντι Κανονισμώ».  Ο Καν. 24 – συνέχισε ο κ. Ευτυχίου – επιτρέπει την καταχώριση τροποποιημένων λόγων έφεσης σε οποιοδήποτε στάδιο πριν από την ημερομηνία ακρόασης της έφεσης.

Έχουμε την άποψη πως η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί.  Ο Καν. 9, τον οποίο έχει επικαλεσθεί η κα. Κούσιου, αποτελεί πιστή μεταφορά του αρ. 144** του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.  Ωστόσο παρά την ύπαρξη του αρ.144 ο Καν. 24 των περί Ποινικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών επιτρέπει την καταχώριση τροποποιημένων λόγων έφεσης.  Κατ’ εφαρμογή λοιπόν του πιο πάνω Καν. 10 του περί Δικηγόροων (Εφέσεις εις Πειθαρχικάς υποθέσεις) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1980 είναι επιτρεπτή η επίκληση του πιο πάνω Καν. 24 των περί Ποινικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, ο οποίος επιτρέπει την καταχώριση τροποποιημένων λόγων έφεσης. Ακολουθεί πως η προδικαστική ένσταση πρέπει ν’ απορριφθεί.

Η ουσία της έφεσης.

Αγορεύοντας επί του πρώτου λόγου της έφεσης ο κ. Ευτυχίου μας παρέπεμψε στα αρ. 6, 6Α και 7 του περί Δικηγόρων Νόμου, Κεφ. 2 (όπως έχει τροποποιηθεί).  Υπέβαλε ότι για την επιβολή της πειθαρχικής ποινής της αναστολής της άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος, η οποία προβλέπεται από το αρ. 17(1)(β)* του Κεφ. 2 ο δικηγόρος όχι μόνο πρέπει να είναι εγγεγραμμένος στο Μητρώο Δικηγόρων αλλά πρέπει να είναι εγγεγραμμένος και στο Μητρώο των Δικηγόρων που ασκούν το επάγγελμα αφού έχει εξασφαλίσει προηγουμένως άδεια άσκησης του επαγγέλματος του δικηγόρου.  Η εφεσείουσα – συνέχισε ο κ. Ευτυχίου – για χρονική περίοδο που άρχισε πριν από την καταδίκη της από το Κακουργιοδικείο για τα ποινικά αδικήματα αναφορικά με τα οποία θεωρήθηκε ότι διέπραξε τα επίδικα πειθαρχικά αδικήματα δεν απόκτησε άδεια δικηγόρου για άσκηση του επαγγέλματος και έκτοτε δεν έχει αποκτήσει την πιο πάνω άδεια. Συνεπώς δεν ασκούσε ούτε και μπορούσε να ασκήσει ούτε και ασκεί ή μπορεί να ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου.  Κατά συνέπεια – κατέληξε – δεν ασκούσε το επάγγελμα του δικηγόρου γιατί δεν είχε άδεια δικηγόρου.  Επομένως δεν ήταν δυνατή η αναστολή ανύπαρκτης άδειας.

Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί για τους εξής λόγους:  Η εκκαλούμενη ποινή έχει επιβληθεί δυνάμει του αρ. 17(1)(β) του [*263]Κεφ. 2.  Το αρ. 17(1) αναφέρεται σε «δικηγόρο» που καταδικάζεται από οποιοδήποτε δικαστήριο.  Αναφέρεται σε «δικηγόρο» και όχι σε «δικηγόρο που ασκεί το επάγγελμα».  Σύμφωνα με το αρ. 2 του Κεφ. 2 «‘δικηγόρος’ σημαίνει πρόσωπο το οποίο είναι εγγεγραμμένο ως δικηγόρος, δυνάμει του Νόμου αυτού ή οποιουδήποτε σχετικού νόμου που ίσχυσε προγενέστερα».  Εφόσον το αρ. 17(1) παρέχει εξουσία στο Πειθαρχικό Συμβούλιο να επιβάλει την εκκαλούμενη ποινή σε «δικηγόρο» και εφόσον η εφεσείουσα ήταν εγγεγραμμένη ως δικηγόρος δυνάμει του Κεφ. 2, το Πειθαρχικό Συμβούλιο είχε εξουσία να της επιβάλει την εκκαλούμενη ποινή.  Σαφώς ο Νόμος – το αρ. 17(1) – επιτρέπει την επιβολή της εκκαλούμενης ποινής σε δικηγόρους που είναι εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Δικηγόρων.  Η εμβέλεια του δεν περιορίζεται μόνο σε δικηγόρους που ασκούν το επάγγελμα ύστερα από την έκδοση της ετήσιας άδειας από τον Αρχιπρωτοκολλητή δυνάμει του αρ. 6Α του Κεφ. 2.

Ο επόμενος λόγος έφεσης καθώς και ένας από τους συμπληρωματικούς λόγους της έφεσης στρέφονται κατά του ύψους της εκκαλούμενης ποινής.  Κύριο παράπονο της εφεσείουσας είναι η μη λήψη υπόψη των παραγόντων που αναφέρονται πιο πάνω.

Έχουμε την άποψη πως οι σχετικοί λόγοι της έφεσης πρέπει να εξεταστούν σε συνάρτηση με την φύση και σοβαρότητα των πειθαρχικών αδικημάτων.  Τα τελευταία είχαν σαν υπόβαθρο τους την πιο πάνω καταδίκη της εφεσείουσας από το Κακουργιοδικείο.  Θεωρούμε σκόπιμο να αναφερθούμε σε μερικές από τις λεπτομέρειες των ποινικών αδικημάτων.  Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της πρώτης κατηγορίας η εφεσείουσα συνωμότησε με την συγκατηγορούμενη της όπως με απάτη καταδολιεύσουν το ζεύγος Αντώνη και Αγγελικής Κεή, δηλ. συνωμότησαν όπως ακίνητο που πώλησαν και ματαβίβασαν στις 28.8.96 στο ζεύγος, το οποίο βρίσκεται στην Έγκωμη με αρ. εγγραφής D347, το μεταβιβάσουν πίσω στο όνομα τους, με τη χρήση πληρεξούσιου εγγράφου που εξασφάλισε η εφεσείουσα από το ίδιο ζεύγος με ψευδείς παραστάσεις, πράγμα που επέτυχαν στις 3.2.99.

Περαιτέρω, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της δεύτερης κατηγορίας η εφεσείουσα προκάλεσε την εκτέλεση εγγράφου με ψευδείς και δόλιες παραστάσεις ως προς το χαρακτήρα του, δηλ. προκάλεσε το ζεύγος Αντώνη και Αγγελικής Κεή να υπογράψουν εν αγνοία τους Γενικό Πληρεξούσιο Έγγραφο καθιστώντας την πληρεξούσιο αντιπρόσωπό τους, παριστάνοντας ψευδώς και δολίως ότι η υπογραφή του εν λόγω εγγράφου αφορούσε τη μεταβίβαση του ακινήτου της πρώτης κατηγορίας από τις κατηγορούμενες στο ζεύγος Κεή.

[*264]

Οι δικηγόροι ως εκ της φύσεως του επαγγέλματος τους ενεργούν ως αντιπρόσωποι των πελατών τους.  Στο επίκεντρο της ιδιότητας αυτής – του αντιπροσώπου – είναι η εξυπηρέτηση των οικονομικών συμφερόντων των πελατών τους.  Η ιδιότητα του αντιπροσώπου τους επιβάλλει όπως ενεργούν με ύψιστη εντιμότητα.  Η επίδειξη εντιμότητας στη διαχείριση και διεκπεραίωση των υποθέσεων των πελατών τους αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο της άσκησης του επαγγέλματος τους το οποίο πολύ ορθώς εθεωρείτο πάντοτε ως έντιμο επάγγελμα.  Έχουμε την άποψη πως η συμπεριφορά της εφεσείουσας όχι μόνο ήταν επονείδιστη, δόλια και ασυμβίβαστη προς το επάγγελμα αλλά έπληξε ανεπανόρθωτα την εμπιστοσύνη που πρέπει να υπάρχει μεταξύ δικηγόρου και πελάτη.  Έπληξε το κύρος του δικηγορικού επαγγέλματος και την πίστη και την εμπιστοσύνη του κοινού προς αυτό.  Εξέταση της εκκαλούμενης απόφασης αποκαλύπτει ότι το Πειθαρχικό Συμβούλιο έλαβε επαρκώς υπόψη όλους τους παράγοντες που έχει επικαλεσθεί η εφεσείουσα  περιλαμβανομένου και του παράγοντος της δημοσιότητας.   Αν ήταν να λεχθεί κάτι σε σχέση με την εκκαλούμενη ποινή αυτή ήταν μάλλον επιεικής.

Ο τρίτος λόγος της έφεσης σχετίζεται με την καθυστέρηση στην έναρξη της πειθαρχικής διαδικασίας και με την καθυστέρηση στην εκδίκαση της.

Από το ενώπιον μας υλικό προκύπτει ότι η απόφαση του Εφετείου στην έφεση της εφεσείουσας εκδόθηκε στις 25.9.2001, η πειθαρχική διαδικασία άρχισε στις 22.10.2002 και συμπληρώθηκε στις 14.1.2003.

Στην Roger Everest v. United Kingdom, απόφαση της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ημερ. 26.11.2001, στην αίτηση αρ. 30234/96, κρίθηκε ότι πειθαρχική διαδικασία εναντίον δικηγόρου συνεπάγεται διάγνωση αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του κατηγορουμένου. Κατά συνέπεια τυγχάνει κατ’ αναλογία εφαρμογής το αρ. 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών το οποίο αντιστοιχεί με το αρ. 30.2 του Συντάγματος. Θεωρούμε λοιπόν ότι η νομολογία η σχετική με το αρ. 30.2 του Συντάγματος τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση.  Επισκόπηση της επί του προκειμένου νομολογίας έγινε στην υπόθεση Γαβριηλίδης ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 405 από την οποία μεταφέρουμε το σχετικό απόσπασμα:

«Το άρθρο 30.2 του Συντάγματος ορίζει ότι ‘έκαστος κατά τη [*265]διάγνωση των αστικών αυτού δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή οιασδήποτε κατ’ αυτού ποινικής κατηγορίας δικαιούται ανεπηρεάστου, δημόσιας ακροαματικής διαδικασίας εντός ευλόγου χρόνου, ενώπιον ανεξάρτητου αμερόληπτου και αρμοδίου δικαστηρίου ιδρυομένου δια νόμου’.  Η διασφάλιση του δικαιώματος που κατοχυρώνεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος αναφορικά με το χρόνο εκδίκασης των υποθέσεων αποτελεί πρωταρχική ευθύνη του Δικαστηρίου (Μιχάλης Μαγκάκης (1990) 1 Α.Α.Δ. 1068).

Στην Καυκαρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 203, 222 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε) υποδεικνύεται ότι στον καθορισμό του μέτρου για το εύλογο του χρόνου για την ολοκλήρωση της ποινικής διαδικασίας, με αφετηρία την ημέρα σύλληψης του κατηγορουμένου, λαμβάνονται υπόψη τα περιστατικά και το περίπλοκο της υπόθεσης, η συμπεριφορά των ανακριτικών και δικαστικών αρχών, καθώς και εκείνη του κατηγορουμένου.

Στην Ευσταθίου ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 294 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε) υποδεικνύεται ότι παραβίαση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο άρθρο 30.2, καθιστά τη διαδικασία άκυρη στην ολότητά της (Βλ. και Paporis v. National Bank (1986) 1 C.L.R. 578, Έλληνας ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 149, Χασσάν ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 78 και Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 84).

Το κράτος είναι υπεύθυνο για την οργάνωση του δικαστικού του συστήματος με τρόπο που να καθίσταται ικανό να συμπληρώνει την εκδίκαση πολιτικών και ποινικών υποθέσεων μέσα σε εύλογο χρόνο (Konig judgment of 28 June 1978, Series A, No. 27, p. 34).

Το άρθρο 30.2 του Συντάγματος είναι ταυτόσημο με το άρθρο 6(1) της Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών.  Η επί του προκειμένου νομολογία μας είναι ταυτόσημη με εκείνη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Στην France Series A, Publication of the European Court of Human Rights, para. 58, 1989, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων παρατήρησε ότι η κατοχύρωση του ευλόγου χρόνου υπογραμμίζει τη σπουδαιότητα απονομής της δικαιοσύνης χωρίς καθυστέρηση η οποία θα έθετε σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα και αξιοπιστία της.  Σκοπός της σχετικής [*266]πρόνοιας είναι η προστασία των διαδίκων από τις υπερβολικές διαδικαστικές καθυστερήσεις (Stogmullen v. Austria, Series A9 p.40 [1969]).  Ωστόσο μόνο καθυστερήσεις οι οποίες οφείλονται κατά κάποιο τρόπο στο Κράτος είναι σχετικές για τους σκοπούς του άρθρου 6.1 (Buchholz judgment of 6 May, 1981, Series A, No. 42, p.15).  Αν μια Δημόσια Αρχή είναι διάδικος καθυστερήσεις εκ μέρους της θα καταλογισθούν στο Κράτος το οποίο θα ευθύνεται για αυτές δυνάμει του άρθρου 6 (H. v. The United Kingdom judgment of 8 July 1987 Series A, No. 120 p.38).

Στην παρούσα υπόθεση η σημειωθείσα καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης οφείλεται στην ικανοποίηση, από το Δικαστήριο, αιτημάτων του εφεσείοντα για αναβολή της ακρόασης της υπόθεσης. Σε τέτοια περίπτωση η δική μας νομολογία, σε πλήρη ταύτιση με τη νομολογία του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων είναι απρόθυμη να διαπιστώσει παραβίαση του άρθρου 30.2 του Συντάγματος και να καταλογίσει ευθύνη στο Κράτος (Διευθύντρια Τμήματος Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ν. Ντούμα κ.ά., Έφεση 140/8.2.2002, Αθανασιάδης ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 701 και Παπακόκκινου κ.ά. ν. Σμυρλή κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1653).  

Υπό τις περιστάσεις ο εφεσείων δεν μπορεί να οικοδομήσει επί των δικών του ενεργειών και να επωφεληθεί από την καθυστέρηση την οποία έχει προκαλέσει ο ίδιος έστω και αν το Πρωτόδικο Δικαστήριο θα μπορούσε να λάβει πρόσφορα μέτρα για την εκδίκαση της υπόθεσης μέσα σε εύλογο χρόνο.  Έπεται πως ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί.»

Αναφορικά με την κατ’ ισχυρισμό καθυστέρηση στην συμπλήρωση της πειθαρχικής δίκης παρατηρούμε ότι η μη συμπλήρωση της κατά τις ορισθείσες ημερομηνίες οφείλεται αποκλειστικά στην εφεσείουσα η οποία ζητούσε αναβολή για να καταστεί δυνατή η παρουσία του δικηγόρου της (βλ. λεπτομέρειες στις σελ. 257-259, πιο πάνω). Επομένως η εφεσείουσα δεν μπορεί να οικοδομήσει επί των δικών της ενεργειών. Αναφορικά με την καθυστέρηση στην έναρξη της πειθαρχικής διαδικασίας έχουμε την άποψη πως το χρονικό διάστημα των σχεδόν 13 μηνών που είχε διαρρεύσει μετά την απόφαση του Εφετείου δεν είναι τέτοιο που να συνιστά παραβίαση του αρ. 30.2 του Συντάγματος και του αρ. 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης ή που να δικαιολογεί μείωση της ποινής.  Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.

[*267]Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο