Ανδρέου Ειρήνη ν. Αντώνη Θεμιστοκλέους (2004) 1 ΑΑΔ 355

(2004) 1 ΑΑΔ 355

[*355]4 Φεβρουαρίου, 2004

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΕΙΡΗΝΗ ΑΝΔΡΕΟΥ,

Εφεσείουσα,

v.

ΑΝΤΩΝΗ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11310)

 

Αποζημιώσεις ― Γενικές αποζημιώσεις ― Σωματικές βλάβες ― Νεαρός άντρας ηλικίας 20 ετών είχε υποστεί σοβαρά κατάγματα στις μετατάρσιες και τις μεταταρσοφαλαγγικές αρθρώσεις του δακτύλου του αριστερού άκρου ποδός, βαθύ ακανόνιστο θλαστικό τραύμα με ρακοποίηση των μαλακών μορίων, αποκόλληση δέρματος και αποκάλυψη του οστού της κνήμης στο άνω ήμισυ 12 εκ. περίπου και βαθύ ακανόνιστο θλαστικό τραύμα με αποκόλληση δέρματος στην πρόσθια επιφάνεια του γόνατος μήκους 10 εκ. περίπου ― Υποβλήθηκε σε πολλές πλαστικές επεμβάσεις για κάλυψη των τραυμάτων με δέρμα για τη βελτίωση της κινητικότητας της άρθρωσης του γόνατος, την απελευθέρωση των μυών και τη βελτίωση της κινητικότητας του κάτω άκρου ― Μόνιμα κατάλοιπα: Δύσμορφες ουλές, παραμόρφωση και απώλεια κινητικότητας τριών δακτύλων, χωλότητα περιορισμένου βαθμού, περιορισμός κινητικότητας του αριστερού γόνατος, οίδημα κατά την ορθοστασία και πόνος κατά τη βάδιση ― Επιδικασθείσες γενικές αποζημιώσεις £30.000 ― Κρίθηκαν έκδηλα ανεπαρκείς και αυξήθηκαν σε £40.000 κατ’ έφεση.

Αποζημιώσεις ― Τροχαίο ατύχημα ― Τόκος ― Επιδίκαση τόκου επί των αποζημιώσεων για απώλεια μελλοντικών απολαβών λόγω μείωσης ικανότητας προς εργασία, από την ημερομηνία του ατυχήματος αντί από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης κατά παρέκκλιση των σχετικών επί του θέματος αρχών της νομολογίας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αποκλειστικά υπεύθυνη την εφεσείουσα για την πρόκληση τροχαίου ατυχήματος που έγινε στις 23.6.94 και επιδίκασε υπέρ του εφεσίβλητου:

[*356]α)      γενικές αποζημιώσεις £57.000 με τόκο 6% ετησίως επί ποσού £55.000 από 23.6.94 μέχρι 29.11.96 και 8% στη συνέχεια.  Στο ποσό των £57.000 περιλαμβάνονται £30.000 γενικές αποζημιώσεις για τον πόνο και την ταλαιπωρία που έχει υποστεί ο εφεσίβλητος, £25.000 για απώλεια μελλοντικών απολαβών λόγω μείωσης της ικανότητάς του για εργασία και £2.000 για μελλοντικά ιατρικά έξοδα.  Επί του υπολοίπου ποσού των £2.000 επιδικάστηκε τόκος προς 8% ετησίως από 6.2.02 ημερομηνία έκδοσης της απόφασης.

β) ειδικές αποζημιώσεις £3.122 με τόκο 6% από 23.6.94 μέχρι 29.11.96 και προς 8% στη συνέχεια.

Η εφεσείουσα αμφισβητεί την επιδίκαση τόκου επί του ποσού των £25.000, μέρους των γενικών αποζημιώσεων που αφορά στην απώλεια μελλοντικών απολαβών και υποστηρίζει ότι εφόσον το ποσό αυτό αφορούσε την απώλεια μελλοντικών απολαβών του εφεσίβλητου λόγω της μείωσης της ικανότητας του για εργασία, έπρεπε να φέρει τόκο από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης και όχι από την ημερομηνία του δυστυχήματος.

Ο εφεσίβλητος με αντέφεσή του υποστηρίζει ότι: (α) οι γενικές αποζημιώσεις που έχουν επιδικαστεί είναι ανεπαρκείς και πρέπει να αυξηθούν (β) έπρεπε να του επιδικαστούν αποζημιώσεις για απώλεια ημερομισθίων από 1.10.96 μέχρι 31.3.98 προς £450 μηνιαίως, σύνολο £8.100 και (γ) η απόφαση ότι δεν υπήρχε ασφαλής βάση για την επιδίκαση αποζημιώσεων για την απώλεια μελλοντικών απολαβών είναι εσφαλμένη.

Αποφασίστηκε ότι:

Α. Έφεση

Το Δικαστήριο κατά παρέκκλιση των σχετικών αρχών της νομολογίας αποφάσισε να επιδικάσει τόκο επί του ποσού των £25.000 από την ημερομηνία του δυστυχήματος.  Αυτό ήταν σφάλμα του Δικαστηρίου το οποίο διορθώνεται έτσι ώστε το ποσό των £25.000 να φέρει τόκο προς 8% ετησίως από 6.2.2002 ημερομηνία έκδοσης της απόφασης.

Β.  Αντέφεση

1.  Συνεκτιμώντας τα στοιχεία που προκύπτουν από τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου και τις παρατηρήσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το συμπέρασμα το οποίο εξάγεται είναι ότι το επιδικασθέν ποσό των £30.000 ως γενικές αποζημιώσεις για τις [*357]σωματικές βλάβες του εφεσίβλητου είναι υπερβολικά χαμηλό για τα όσα έχει υποστεί και τα μόνιμα κατάλοιπά τους, γι’ αυτό και αυξάνεται κατά £10.000.

2.  Η απαίτηση του εφεσίβλητου για το ποσό των £8.100 δεν ευσταθεί γιατί, σύμφωνα με ακλόνητη διαπίστωση του δικαστηρίου η οποία συνάδει με αναντίλεκτη μαρτυρία των ιατρών, ο εφεσίβλητος από το τέλος Μαρτίου 1997 ήταν ικανός για κάθε εργασία που δεν απαιτούσε παρατεταμένη βάδιση και ορθοστασία ή σήκωμα βαρετών αντικειμένων.  Η εργοδότηση του εφεσίβλητου ως receptionist μετά από σχετική εκπαίδευση στο συγκεκριμένο κλάδο αποτελούσε απλή πιθανότητα η οποία εξετάστηκε στα πλαίσια της διερεύνησης της εισοδηματικής του ικανότητας μετά την ανάρρωση του.

3.  Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το θέμα που εγείρει ο εφεσίβλητος κάτω από το στοιχείο (γ) της αντέφεσής του, είναι ορθή.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα υπέρ της εφεσείουσας. Η αντέφεση επιτράπηκε μερικώς ως ανωτέρω, με το ήμισυ των εξόδων της αντέφεσης υπέρ του εφεσίβλητου.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Σολέας ν. Σολέα (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 904,

Φοινικαρίδης κ.ά. ν. Γεωργίου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 475,

Jefford v. Gee [1970] 1 All E.R. 1202,

Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1 Α.Α.Δ. 396,

Λεριός ν. Αλεξίου κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 1195,

Θεοδούλου ν. Α. Panayides Contracting Ltd (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2134,

Antoniou v. Iordanous a.o. (1976) 1 C.L.R. 341,

Constantinou v. Evlampiou (1982) 1 C.L.R. 824.

Έφεση και Αντέφεση.

[*358]Έφεση από την εναγόμενη, στην οποία καταλογίστηκε πλήρης ευθύνη για τον τραυματισμό του ενάγοντα κατά τη σύγκρουση των οχημάτων τους στις 23/6/94, κατά του μέρους της απόφασης του Ε.Δ. Λευκωσίας (Υπόθεση Αρ. 3789/96), ημερομηνίας 6/2/02, με την οποία επιβλήθηκε τόκος από την ημερομηνία του ατυχήματος επί ποσού £25.000, μέρους των γενικών αποζημιώσεων για απώλεια μελλοντικών απολαβών του ενάγοντος λόγω μείωσης της ικανότητας του για εργασία και αντέφεση από τον ενάγοντα-εφεσίβλητο όσον αφορά το ποσό των £57.000, το οποίο επιδικάστηκε υπέρ του ως γενικές αποζημιώσεις, ως ανεπαρκούς.

Γ. Γεωργίου για Λ. Παπαφιλίππου, για την Εφεσείουσα.

Λ. Βραχίμης, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι διάδικοι ενεπλάκησαν σε τροχαίο δυστύχημα που έγινε στις 23.6.94. Το αυτοκίνητο που οδηγούσε η εφεσείουσα συγκρούστηκε με τη μοτοσικλέτα του εφεσίβλητου. Ο τελευταίος, υπέστη σοβαρές κακώσεις, πόνο και ταλαιπωρία, ζημιές και απώλειες. Για το δυστύχημα θεώρησε υπεύθυνη την εφεσείουσα. Κίνησε εναντίον της αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με αξίωση την καταβολή αποζημιώσεων. Το δικαστήριο, καταλόγισε στην εφεσείουσα αποκλειστική ευθύνη για το δυστύχημα και επιδίκασε υπέρ του εφεσίβλητου αποζημιώσεις ήτοι,

(α)   γενικές αποζημιώσεις £57.000 με τόκο 6% ετησίως επί ποσού £55.000 από 23.6.94 μέχρι 29.11.96 και 8% στη συνέχεια. Επί του υπόλοιπου ποσού των £2000 επιδικάστηκε τόκος προς 8% ετησίως από 6.2.02, ημερομηνία έκδοσης της απόφασης. Εδώ πρέπει να διευκρινίσουμε ότι στο ποσό των £57.000 περιλαμβάνονται £30.000 γενικές αποζημιώσεις για τον πόνο και την ταλαιπωρία που έχει υποστεί ο εφεσίβλητος εξαιτίας του δυστυχήματος και άλλες £25.000 ως αποζημίωση για απώλεια μελλοντικών απολαβών λόγω μείωσης της ικανότητας του για εργασία. Το υπόλοιπο των £2.000 αφορά αποζημίωση για μελλοντικά ιατρικά έξοδα.

(β)   ειδικές αποζημιώσεις £3122 με τόκο 6% από 23.6.94 μέχρι 29.11.96 και προς 8% ετησίως στη συνέχεια.

[*359]

Αμφότεροι οι διάδικοι αμφισβητούν μερικώς την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Από πλευράς εφεσείουσας, η έφεση περιορίζεται μόνο στο θέμα του τόκου επί του ποσού των £25.000, μέρους των γενικών αποζημιώσεων που αφορά στην απώλεια μελλοντικών απολαβών. Η θέση της επί του προκειμένου είναι ότι το συγκεκριμένο κονδύλι των £25.000 αφορούσε στην απώλεια μελλοντικών απολαβών του εφεσίβλητου λόγω της μείωσης της ικανότητας του για εργασία. Και εφόσον το ποσό αυτό επιδικάστηκε για  την κάλυψη μελλοντικής ζημιάς, εσφαλμένα  φέρει τόκο από την ημερομηνία του δυστυχήματος. Επρεπε, κατά την εφεσείουσα, να είχε επιδικαστεί νόμιμος τόκος επί του εν λόγω ποσού από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης και όχι από την ημερομηνία του δυστυχήματος. Βλ. Σολέας ν. Σολέα (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 904.

Ο εφεσίβλητος με αντέφεση, αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης κατά την έκταση που αυτή αφορά στον καθορισμό των αποζημιώσεων. Θεωρεί ως ανεπαρκείς τις γενικές αποζημιώσεις που έχουν επιδικαστεί και επιδιώκει την αύξησή τους. Θεωρεί λάθος να μην επιδικαστούν προς όφελος του ειδικές αποζημιώσεις για απώλεια ημερομισθίων από 1.10.96 μέχρι 31.3.99 προς £450.-μηνιαίως, σύνολο £8.100 πλέον τόκους. Θεωρεί ακόμα ως λανθασμένη την κρίση του δικαστηρίου ότι δεν υπήρχε ασφαλής βάση για την επιδίκαση αποζημιώσεων για την απώλεια μελλοντικών απολαβών.

Οι διαπιστώσεις του δικάσαντος δικαστηρίου κατά την έκταση που αυτές αναφέρονται στην κατάσταση της υγείας του εφεσίβλητου, τη θεραπεία στην οποία υποβλήθηκε, στην ιατρική πρόγνωση, στην ικανότητα του για εργασία καθώς και σε άλλα συναφή θέματα δεν αποτέλεσαν επίδικα θέματα κατά τη διαδικασία ενώπιόν μας. Ωστόσο, οι προαναφερθείσες διαπιστώσεις, αποτέλεσαν τη βάση καθορισμού των αποζημιώσεων που ιδιαιτέρως αφορούν στην αντέφεση και συνεπώς θεωρούμε αναγκαία την παράθεση τους προκειμένου να καταστεί ευχερής η εξέταση των θεμάτων που εγείρονται.

Ο εφεσίβλητος τέλειωσε το γυμνάσιο και μετά φοίτησε για ένα χρόνο στην Τεχνική Σχολή. Παρακολούθησε μαθήματα Τραπεζοκομίας για ένα χρόνο στη Ξενοδοχειακή Σχολή και τον Αύγουστο του 1991 πήρε το σχετικό δίπλωμα. Στη συνέχεια φοίτησε για τρία χρόνια σε νυκτερινό λύκειο και τον Ιούνιο του 1994 πήρε απολυτήριο λυκείου. Κατά τη διάρκεια της νυκτερινής φοίτησης του μέχρι την ημέρα του δυστυχήματος, εργαζόταν ως κλητήρας σε ιδιωτική εταιρεία. Το καλοκαίρι του 1994 θα κατατασσόταν στην Εθνική Φρου[*360]ρά. Μετά τη λήξη της θητείας του, είχε άριστες προοπτικές να εργαστεί ως τραπεζοκόμος, κάτι που ήταν μέσα στα σχέδια του. Αν υλοποιούσε τα σχέδιά του θα είχε, με την πρόσληψή του, καθαρές απολαβές £430 το μήνα, πλέον τιμαριθμικό και άλλα ωφελήματα. Το 2001 οι απολαβές του θα έφθαναν τις £557 το μήνα, πλέον τυχερά και άλλα ωφελήματα μείον οι διάφορες εισφορές. Κατά το χρόνο του δυστυχήματος ο εφεσίβλητος ήταν ηλικίας 20 χρόνων. Εξαιτίας του δυστυχήματος έπαθε διάφορες κακώσεις ήτοι,

(α)   Επιπεπλεγμένα κατάγματα εξαρθρήματα των μεταταρσίων και μεταταρσοφαλαγγικών αρθρώσεων των 2ου, 3ου, 4ου και 5ου δακτύλου αριστερού άκρου ποδός, τόσο στη ραχιαία όσο και στην πελματιαία επιφάνεια.

(β)   Βαθύ ακανόνιστο θλαστικό τραύμα με ρακοποίηση των μαλακών μορίων, αποκόλληση δέρματος και αποκάλυψη του οστού της κνήμης στο άνω ήμισυ 12 εκ. περίπου, και

(γ)   Βαθύ ακανόνιστο θλαστικό τραύμα με αποκόλληση δέρματος στην πρόσθια επιφάνεια του γόνατος μήκους 10 εκ. περίπου.

Στο Γενικό Νοσοκομείο παρέμεινε για δυο εβδομάδες και από εκεί μεταφέρθηκε στο Μακάρειο Νοσοκομείο όπου υποβλήθηκε σε δύο πλαστικές εγχειρήσεις. Διαπιστώθηκε καταστροφή του δέρματος της πρόσθιας επιφάνειας του αριστερού μηρού και των υποκείμενων ιστών. Αφαιρέθηκαν οι νεκρωμένοι ιστοί και αποκόπηκε το νεκρωμένο 3ο δάκτυλο. Ακολούθησαν πλαστικές επεμβάσεις και τα τραύματα καλύφθηκαν με δέρμα για τη βελτίωση της κινητικότητας της άρθρωσης του γονάτου, την απελευθέρωση των μυών και βελτίωση της κινητικότητας του κάτω άκρου. Ο σκοπός επιτεύχθηκε σε μεγάλο βαθμό. Βελτιώθηκε σημαντικά η κινητικότητα της άρθρωσης του γονάτου και του κάτω άκρου. σ΄ αυτό, συνέτεινε η έντονη φυσιοθεραπεία που ακολούθησε ο εφεσίβλητος μετά τις επεμβάσεις.

Επανερχόμενοι στο επίδικο θέμα της έφεσης, υπενθυμίζουμε ότι επί του ποσού των £55.000 των γενικών αποζημιώσεων επιδικάστηκε τόκος προς 6% ετησίως από 23.6.94, ημερομηνία του δυστυχήματος μέχρι 28.11.96 και προς 8% ετησίως από 29.11.96, ημερομηνία έναρξης του νόμου*. Στο ποσό των γενικών αποζημιώσεων συμπεριλαμβάνεται το ποσό των £25.000 που το δικαστήριο καθόρισε ως δίκαιη αποζημίωση για την απώλεια μελλοντικών απολαβών ένεκα της μειωμένης ικανότητας του εφεσίβλητου για εργασία.

Στην Φοινικαρίδης & άλλη ν. Γεωργίου & άλλων (1991) 1 Α.Α.Δ. 475 ο Κωνσταντινίδης, Δ. αναφέρει:

«Η απώλεια μελλοντικών απολαβών εξ ορισμού ανάγεται στο μέλλον. Η αποζημίωση γι’ αυτή στοχεύει στην κάλυψη ζημιάς που δεν έχει προκύψει ακόμα. Επομένως, κρίθηκε πως δεν δικαιολογείται η επιδίκαση τόκου γι΄ αυτή. Παρεμβάλλουμε πως είναι γι’ αυτό το λόγο που θεωρήθηκε ενδεδειγμένο να διαχωρίζεται ή να εξειδικεύεται η αποζημίωση για απώλεια μελλοντικών απολαβών.»

Θεωρούμε βάσιμη την εισήγηση και συνεπώς η έφεση επί τούτου πρέπει να επιτύχει. Παρά το γεγονός ότι η αποζημίωση για την απώλεια μελλοντικών απολαβών υπολογίστηκε χωριστά και καθορίστηκε στις £25.000, το δικαστήριο, κατά παρέκκλιση των σχετικών επί του θέματος αρχών της νομολογίας**, αποφάσισε να επιδικάσει τόκο επί του εν λόγω ποσού από την ημερομηνία του δυστυχήματος αντί από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης όπως ευλόγως θα αναμενόταν χωρίς να παρέχεται λόγος για αυτή την παρέκκλιση. Θεωρούμε ότι πρόκειται για σφάλμα του δικάσαντος δικαστηρίου το οποίο  μπορούμε να διορθώσουμε έτσι ώστε το ποσό των £25.000 να φέρει τόκο προς 8% ετησίως από 6.2.2002,  ημερομηνία έκδοσης της απόφασης.

Η αντέφεση.

Αναφορικά με τον πρώτο λόγο της αντέφεσης, σημειώνουμε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο παρεμβαίνει προς διαφοροποίηση των γενικών αποζημιώσεων που έχουν επιδικαστεί όταν διαπιστώνει ότι οι εν λόγω αποζημιώσεις είναι είτε υπερβολικά χαμηλές είτε υπερβολικά ψηλές ή όταν ο υπολογισμός τους έγινε πάνω σε λανθασμένη αρχή του δικαίου*. Στην προκείμενη περίπτωση ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής είχε σαφή γνώση των αρχών οι οποίες διέπουν τον υπολογισμό των γενικών αποζημιώσεων· αυτό προκύπτει από την πιο κάτω περικοπή της εκκαλούμενης απόφασης:

«Οι αποζημιώσεις πρέπει να είναι δίκαιες, λογικές και κοινωνικά αποδεκτές. Σκοπός είναι να αποδοθεί δικαιοσύνη στην απώλεια και ζημιά του τραυματισθέντος χωρίς να τίθεται υπερβολικό βάρος επί του αδικοπραγήσαντος. Ο ανθρώπινος πόνος και δυσχέρεια πρέπει να αποτιμούνται με φιλελεύθερο πνεύμα, λόγω των πολλαπλών στερήσεων που προκαλούν οι αναπηρίες στα θύματα της αμέλειας και η γενική τάση είναι να αυξάνεται το ποσό των αποζημιώσεων, σε μια προσπάθεια πιο δίκαιης αποτίμησης του πόνου, λαμβανομένης υπόψη της συνεχούς μείωσης της αξίας του χρήματος. Όσον αφορά προηγούμενες αποφάσεις, αυτές μόνο καθοδήγηση παρέχουν, γιατί είναι σχεδόν αδύνατο να βρεθούν δύο υποθέσεις με τα ίδια ακριβώς στοιχεία. (βλ. Αντωνιάδης ν. Μακρίδης (1969) 1 Α.Α.Δ. 245, Paraskevaides (Overseas) Ltd v. Christofi (1982) 1 Α.Α.Δ. 789, Νεοφύτου ν. Χ”Δημητρίου (1982) 1 Α.Α.Δ. 430, Παναγής ν. Θεοδώρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 1303, Σπύρου ν. Χ”Χαραλάμπους (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 298, Miller v. Peter (1999) 1 Α.Α.Δ. 2091).»

Παρά το γεγονός ότι η πιο πάνω αναφορά στις βασικές αρχές που διέπουν το θέμα του υπολογισμού των γενικών αποζημιώσεων είναι ορθή, εντούτοις διακρίνουμε σφάλμα αναγόμενο στην εφαρμογή των εν λόγω αρχών με αναφορά στα γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση. Το σφάλμα εντοπίζεται στην μικρότερη του δέοντος σημασία που απέδωσε το δικαστήριο στον πόνο και ταλαιπωρία του εφεσίβλητου σε συνάρτηση προς τα μόνιμα κατάλοιπα και μερική σωματική ανικανότητά του. Αποτέλεσε κοινό έδαφος ότι ο τραυματισμός του εφεσίβλητου ήταν σοβαρός και επώδυνος. Εκτός από τις δύσμορφες ουλές στα διάφορα μέρη του αριστερού ποδιού παρέμειναν και κάποια άλλα κατάλοιπα. Τρία δάκτυλα 2ο, 4ο και 5ο παραμορφώθηκαν και έχασαν την κινητικότητά τους. Η παρατεταμένη ορθοστασία προκαλεί οίδημα και η βάδιση πόνο και χωλότητα περιορισμένου βαθμού. Παρέμεινε επίσης ως μόνιμη βλάβη, ο περιορισμός της κινητικότητας του αριστερού γόνατος, το δέρμα του οποίου είναι ξηρό και εύθραυστο. Διαπιστώθηκε επηρεασμός της ψυχολογικής  κατάστασης του εφεσίβλητου. ανέπτυξε μελαγχολία, μείωση ενδιαφέροντος και αίσθημα απαισιοδοξίας για το μέλλον. Το οίδημα που προκαλεί η ορθοστασία και ο πόνος κατά τη βάδιση συνιστούν κατάλοιπα που φαίνεται ότι σχετίζονται άμεσα με [*363]το θέμα της ικανότητάς του για εργασία. Διαπιστώθηκε ότι ο εφεσίβλητος είχε την ικανότητα να εργαστεί σε οποιαδήποτε εργασία που δεν απαιτούσε παρατεταμένη ορθοστασία, βάδιση ή σήκωμα βαρετών αντικειμένων.

Συνεκτιμώντας τα στοιχεία που προκύπτουν από τις διαπιστώσεις του δικάσαντος δικαστηρίου και τις δικές μας παρατηρήσεις για ό,τι αφορά το θέμα του καθορισμού των γενικών αποζημιώσεων, καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι το ποσό των £30.000 που έχει επιδικαστεί είναι υπερβολικά χαμηλό για να μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί δίκαιη και εύλογη αποζημίωση για τα όσα έχει υποστεί ο εφεσίβλητος, τα κατάλοιπα των οποίων θα υπάρχουν και θα τον ταλαιπωρούν για πάντα. Θεωρούμε δίκαιο όπως το ποσό των £30.000 αυξηθεί κατά £10.000.

Το παράπονο του εφεσίβλητου ότι εσφαλμένα δεν έχουν επιδικαστεί γενικές αποζημιώσεις για απώλεια ημερομισθίων από 1.10.96 μέχρι 31.3.98 προς £450.- μηνιαίως, σύνολο £8.100 δεν ευσταθεί γιατί, σύμφωνα με ακλόνητη διαπίστωση του δικαστηρίου η οποία συνάδει με αναντίλεκτη μαρτυρία των ιατρών, ο εφεσίβλητος από το τέλος Μαρτίου 1997 ήταν ικανός για κάθε εργασία που δεν απαιτούσε παρατεταμένη βάδιση και ορθοστασία ή σήκωμα βαρετών αντικειμένων. Η εργοδότηση του εφεσίβλητου ως receptionist μετά από σχετική εκπαίδευση στο συγκεκριμένο κλάδο αποτελούσε απλή πιθανότητα η οποία εξετάστηκε στα πλαίσια της διερεύνησης της εισοδηματικής του ικανότητας μετά την ανάρρωση του. Εξάλλου η μαρτυρία του εφεσίβλητου περί προσπαθειών για εργοδότησή του μετά το δυστύχημα ορθά αντιμετωπίστηκε με καχυποψία από το δικαστήριο ενόψει προγενέστερης διαπίστωσης ότι ψευδώς ισχυρίστηκε ότι είχε εργαστεί για περίοδο τριών χρόνων πριν από το δυστύχημα.

Ο εφεσίβλητος αποδίδει σφάλμα στην απόφαση ότι δεν υπήρχε ασφαλής βάση για την επιδίκαση αποζημιώσεων για την απώλεια μελλοντικών απολαβών. Εξετάσαμε τον ισχυρισμό και δεν έχουμε διαπιστώσει οποιοδήποτε σφάλμα. Η προσέγγιση του δικαστηρίου είναι ορθή. Παραθέτουμε τη σχετική περικοπή της πρωτόδικης απόφασης χωρίς να χρειάζεται να προσθέσουμε οτιδήποτε άλλο.

«Το ερώτημα που εγείρεται στην παρούσα, είναι αν στη βάση της προσκομισθείσας μαρτυρίας μπορούν να επιδικασθούν ειδικές αποζημιώσεις στον ενάγοντα για απώλεια εισοδήματος μέχρι την απόφαση, εν όψει της άριστης προοπτικής που είχε να εργασθεί ως τραπεζοκόμος όταν θα έληγε η θητεία του στην Εθνι[*364]κή Φρουρά δύο και πλέον χρόνια μετά το δυστύχημα. Η απάντηση στο ερώτημα είναι, κατά τη γνώμη μου, σαφώς αρνητική. Με βάση τη νομολογία δεν μπορεί να του επιδικασθούν τέτοιες αποζημιώσεις. Η μελλοντική προοπτική να εργοδοτηθεί ως τραπεζοκόμος, όσο άριστη κι αν ήταν, δεν μπορεί να εξισωθεί με πραγματική οικονομική απώλεια. Ό,τι, τελικά, μπορεί να του επιδικασθούν είναι ένα κατ’ αποκοπή ποσό ως γενικές αποζημιώσεις για τη μείωση που επήλθε στην εργασιακή του ικανότητα λόγω των κακώσεων που υπέστη στο δυστύχημα. Η μείωση της ικανότητας του για εργασία, υπό τα περιστατικά της υπόθεσης, δεν μπορεί να αποτιμηθεί ευχερώς σε ποσοστιαία αναλογία του συνόλου των δυνατοτήτων του. Αυτό που μπορεί να λεχθεί είναι ότι, ως αποτέλεσμα του δυστυχήματος απώλεσε την ικανότητα να εργασθεί ως τραπεζοκόμος, αλλά από το τέλος του 1997 θα μπορούσε να εργασθεί σε κάθε εργασία που δεν απαιτεί παρατεταμένη ορθοστασία και βάδιση ως και σήκωμα βαριών αντικειμένων. Μπορούσε, επίσης, κι αυτό θα αναμένετο από ένα νέο άνθρωπο, όπως είναι ο ενάγοντας, να προσαρμόσει τη ζωή του στις πραγματικότητες που δημιούργησε το δυστύχημα και να αποκτήσει κάποια άλλη ειδίκευση για άλλη απασχόληση. Είχε προς τούτο αρκετές υπαλλακτικές λύσεις για σωρεία άλλων εργασιών, όπως π.χ. να φοιτήσει στη σχολή για υπαλλήλους υποδοχής εφ’ όσο αισθανόταν ότι τον τραβούσε ο κλάδος της ξενοδοχειακής βιομηχανίας με καλές προοπτικές εργοδότησης. Αντ’ αυτού μέχρι και σήμερα, έχει καταδικάσει τον εαυτό του σε πλήρη απραξία και οι σχετικές προσπάθειες, που όπως είπε, έκαμε για άλλη εργοδότηση δεν κρίνονται σοβαρές. Επομένως δεν έχει εκπληρώσει το καθήκον για μείωση της ζημιάς του, κάτι με το οποίο ήταν επιφορτισμένος (βλ. Αριστοδήμου ν. Πέτρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 68). Όσον αφορά, τέλος, τον τρόπο υπολογισμού των αποζημιώσεων που θα πρέπει να του επιδικασθούν για τη μείωση της ικανότητας του για εργασία, στην περίπτωση του, δεν προσφέρεται η μέθοδος της χρήσης πολλαπλασιαστή γιατί ελλείπει ο πολλαπλασιαστέος. Αν προφερόταν αυτή η μέθοδος θα έπρεπε, τελικά, να του επιδικάζετο η διαφορά μεταξύ των εισοδημάτων που θα είχε ως τραπεζοκόμος από τα εισοδήματα οποιασδήποτε άλλης εργασίας την οποία από το τέλος του 1997 θα μπορούσε να εκτελέσει. Κατά συνέπεια οι επιπτώσεις, λόγω των κακώσεων που υπέστη κατά το δυστύχημα, στην εργασιακή του ικανότητα και οι σχετιζόμενες με αυτή απώλειες μόνο υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων μπορούν να του επιδικασθούν (βλ. Θεοδούλου ν. A. Panayides Contracting Ltd (1999) 1 A.A.Δ. 2134). Αφού συνεκτίμησα κάθε στοιχείο που σχετίζεται με το θέμα κατέληξα ότι ένα ποσό της τάξεως των £25,000 θα αποτελούσε στην περί[*365]πτωση του δίκαιη αποζημίωση ............ »

Κατόπιν των ανωτέρω καταλήγουμε ότι η έφεση πρέπει να επιτύχει με έξοδα υπέρ της εφεσείουσας. Η πρωτόδικη απόφαση τροποποιείται έτσι ώστε το ποσό των £25.000 που έχει επιδικαστεί ως μέρος των γενικών αποζημιώσεων για την  απώλεια μελλοντικών απολαβών να φέρει τόκο προς 8% ετησίως από 6.2.2002, ημερομηνία έκδοσης της απόφασης.

Η αντέφεση επιτυγχάνει μερικώς και επιδικάζεται το ήμισυ των εξόδων της αντέφεσης υπέρ του εφεσίβλητου. Το ποσό των £30.000 που αφορά στις γενικές αποζημιώσεις για πόνο και ταλαιπωρία του εφεσίβλητου αυξάνεται κατά £10.000 και έτσι το κονδύλι των γενικών αποζημιώσεων για πόνο και ταλαιπωρία καθορίζεται στις £40.000.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα υπέρ της εφεσείουσας. Η αντέφεση επιτρέπεται μερικώς ως ανωτέρω, με το ήμισυ των εξόδων της αντέφεσης υπέρ του εφεσίβλητου.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο