(2004) 1 ΑΑΔ 416
[*416]16 Φεβρουαρίου, 2004
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
A. PANAYIDES CONTRACTING LTD,
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,
v.
ΝΙΚΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10850)
Αποζημιώσεις ― Γενικές αποζημιώσεις ― Σωματικές βλάβες ― Ενάγων ηλικίας 20 ετών είχε υποστεί σοβαρότατο κάταγμα του κρανίου με συλλογή αίματος στον υποσκληρίδιο χώρο και οίδημα στον εγκέφαλο ― Είχε υποβληθεί σε κρανιοτομή και παροχέτευση του αιματώματος, σε χειρουργική επέμβαση για την επανατοποθέτηση οστικού κρημνού, σε φυσιοθεραπεία και λογοθεραπεία και σε θεραπεία σε νοσοκομείο του Λονδίνου, εξειδικευμένο στις εγκεφαλικές παθήσεις ― Μόνιμα νευρολογικά κατάλοιπα: Δεξιά σπαστική ημιπάρεση και σπαστική αδυναμία του δεξιού άνω και κάτω άκρου ― Σοβαρή δυσκολία στην ομιλία που οφείλεται σε βλάβη του στελέχους του εγκεφάλου ― Πιθανότητα μετατραυματικών επιληπτικών κρίσεων ― Σπαστική αδυναμία του αριστερού χεριού απολήγουσα σε πλήρη απώλεια της λειτουργίας του ― Ακράτεια ούρων ― Εκρήξεις γέλιου και κλάματος ανεξέλεγκτες και χωρίς αιτία ― Δυσκολία στην κατάποση σε βαθμό που προκαλεί ακόμα κίνδυνο πνιγμού, πτώση του φαγητού κατά τη λήψη φαγητού και σιαλόρροια ― Επιδικασθείσες γενικές αποζημιώσεις £75.000 ― Κρίθηκαν έκδηλα ανεπαρκείς και αυξήθηκαν σε £200.000 κατ’ έφεση.
Αποζημιώσεις ― Γενικές αποζημιώσεις ― Ποίος ο στόχος των αποζημιώσεων ― Σταθερή άνοδος του επιπέδου των γενικών αποζημιώσεων ― Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου προς ανατροπή των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο θέμα του ύψους των αποζημιώσεων.
[*417]Αποζημιώσεις ― Γενικές αποζημιώσεις ― Απώλεια μελλοντικών απολαβών ― Πολλαπλασιαστής και πολλαπλασιαστέος ― Εργάτης σε οικοδομή ηλικίας 20 ετών ο οποίος το βράδυ εργαζόταν σε πιτσαρία είχε υποστεί σοβαρότατο τραυματισμό στο κεφάλι και παρέμεινε πλήρως ανίκανος για εργασία ― Επιδικασθείσες αποζημιώσεις £125.580 οι οποίες υπολογίσθηκαν στη βάση του εισοδήματός του προ του ατυχήματος με πολλαπλασιαστή 15.
Αποζημιώσεις ― Γενικές αποζημιώσεις ― Μελλοντική φυσιοθεραπεία και λογοθεραπεία - Πολλαπλασιαστής και πολλαπλασιαστέος ― Επιδικασθείσες αποζημιώσεις £18.720 και £28.080 αντιστοίχως, οι οποίες υπολογίσθηκαν στη βάση της αμοιβής των φυσιοθεραπευτών και των λογοθεραπευτών με πολλαπλασιαστή 15 ― Κρίθηκε κατ’ έφεση ότι εδικαιολογείτο πολλαπλασιαστής 18.
Αποζημιώσεις ― Έξοδα για υπηρεσίες οικιακής βοηθού: (α) Επιδίκαση αποζημιώσεων για τις υπηρεσίες αλλοδαπής οικιακής βοηθού από την ημέρα που εργοδοτήθηκε εκ νέου η μητέρα του ενάγοντος και κατέστη αναγκαία η πρόσληψη οικιακής βοηθού μέχρι την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης, (β) Μελλοντικά έξοδα: Επιδίκαση ποσού £21.600 με βάση πολλαπλασιαστή 15 και πολλαπλασιαστέο το μηνιαίο μισθό αλλοδαπής οικιακής βοηθού, στον ενάγοντα ηλικίας 20 ετών κατά το ατύχημα ― Κρίθηκε κατ’ έφεση ότι εδικαιολογείτο ο πολλαπλασιαστής 18 και (γ) Μη επιδίκαση του μέρους της δαπάνης για τη βοηθό που κατέβαλλε το Γραφείο Ευημερίας.
Αποζημιώσεις ― Ειδικές αποζημιώσεις ― Απώλεια εισοδημάτων ― Επιδίκαση αποζημιώσεων που σύμφωνα με τη μαρτυρία αντιπροσώπευαν τα εισοδήματα του ενάγοντος από την ημέρα του ατυχήματος ως την καταχώρηση της έκθεσης απαίτησης ― Κρίθηκε κατ’ έφεση ότι η αξίωση στην έκθεση απαίτησης ήταν για όλη την περίοδο από το ατύχημα ως την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης και το επιδικασθέν, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ποσό, αντικαταστάθηκε ανάλογα.
Αποζημιώσεις ― Ειδικές αποζημιώσεις ― Αποζημιώσεις για τις υπηρεσίες της μητέρας του ενάγοντος για την περίοδο που αυτή αναγκάστηκε να σταματήσει να εργάζεται για να αφιερωθεί στη φροντίδα του ενάγοντος μέχρι την ημέρα που εργοδοτήθηκε εκ νέου ― Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα επιδίκασε ποσό που κάλυπτε την περίοδο από την ημέρα του ατυχήματος μέχρι την καταχώρηση της έκθεσης απαίτησης.
Αποζημιώσεις ― Ειδικές αποζημιώσεις ― Έξοδα νοσηλείας στο εξωτερικό ― Κατά πόσο ήταν εύλογο, υπό τις περιστάσεις, να αναζητήσει ο ενάγων νοσηλεία σε νοσοκομείο της Αγγλίας, εξειδικευμένο σε εγκε[*418]φαλικές παθήσεις, ούτως ώστε να δικαιούται την κάλυψη των εξόδων που επωμίστηκε γι’ αυτό το σκοπό από τους εναγομένους.
Απόδειξη ― Αποδεκτότητα μαρτυρίας ― Εξ ακοής μαρτυρία ― Εξαιρέσεις κανόνα για μη αποδοχή της εξ ακοής μαρτυρίας ― Τεκμήρια ― Αποδοχή από το πρωτόδικο Δικαστήριο τεκμηρίου ως μαρτυρίας στη δίκη εφόσον συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ΄Αρθρου 4 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 ― Το εν λόγω τεκμήριο περιείχε αποδεικτικό στοιχείο απόλυτα σχετικό με την αξίωση του ενάγοντος και δεν είχε κατατεθεί από τον εκδότη του που βρισκόταν στο εξωτερικό και δεν ήταν πρακτικώς δυνατή η κλήτευσή του ― Κατά πόσο οι εναγόμενοι έχουν στερηθεί του δικαιώματος αντεξέτασης του εκδότη του τεκμηρίου, όπως αυτό κατοχυρώνεται στα Άρθρα 30.3(γ) και/ή 12.5(δ) του Συντάγματος, λαμβανόμενα αυτοτελώς, εφόσον ο τελευταίος, δεν κλήθηκε από τον ενάγοντα στο εδώλιο του μάρτυρα για να μαρτυρήσει ― Απόκλιση, κατά πλειοψηφία, από την απόφαση στην Λιασίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας κ.ά. (2002) 2 Α.Α.Δ. 434 ― Ανασκόπηση της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και ανάλυση αυθεντιών.
Δικαστικό προηγούμενο ― Απόκλιση από δικαστικό προηγούμενο ― Η σχετική νομολογία είναι πάγια ― Συνοψίζεται και επεξηγείται από την πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Μαυρογένης κ.ά. (Αρ. 3)(1996) 1 Α.Α.Δ. 315.
Ο εφεσίβλητος-ενάγων (ο ενάγων), ο οποίος εργοδοτείτο ως εργάτης από την εταιρεία των εφεσειόντων-εναγομένων (οι εναγόμενοι), τραυματίστηκε σοβαρά στο κεφάλι στις 30.10.95 όταν η βάση πάνω στην οποία στεκόταν προς εκτέλεση της εργασίας του σε ανεγειρόμενη οικοδομή δεν ήταν σταθερή, έχασε την ισορροπία του και έπεσε στο τσιμεντένιο έδαφος από ύψος 2.40 μέτρων. Ο ενάγων εργοδοτείτο τις νύκτες σε πιτσαρία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε πλήρη ευθύνη για το ατύχημα στους εναγόμενους και επιδίκασε υπέρ του ενάγοντος αποζημίωση ύψους £310.555, πλέον 57.487,65 στερλίνες για τα έξοδα νοσηλείας του ενάγοντος στο νοσοκομείο Devonshire της Αγγλίας. Αναφορικά με το ποσό των 57.487,65 στερλινών το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αποδεκτεί ως μαρτυρία το λογαριασμό του νοσοκομείου του Devonshire στην Αγγλία (τεκμήριο 22) μετά από την εισήγηση του ενάγοντος, ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, με ειδική αναφορά στην επιφύλαξη του Άρθρου 4(1)(β). Προηγουμένως είχαν κατατεθεί ως τεκμήρια, χωρίς ένσταση από τους εναγομένους, επιστολές προερχόμενες από το ίδιο νοσοκομείο (τεκμήρια [*419]20 και 21) με τις οποίες επληροφορείτο η δικηγόρος του ενάγοντος πως το συνολικό κόστος νοσηλείας του ανερχόταν ακριβώς στο πιο πάνω ποσό, πως παρέμεινε υπόλοιπο 10.449,25 στερλίνες και πως δεν ήταν δυνατό να προσέλθει οποιοσδήποτε εκ μέρους του νοσοκομείου προς κατάθεση του υπό συζήτηση εγγράφου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο. Οι εναγόμενοι άσκησαν έφεση και ο ενάγων αντέφεση. Οι εναγόμενοι απέσυραν τον λόγο έφεσης ως προς την ευθύνη. Υπό κρίση τίθενται οι αποζημιώσεις. Οι εναγόμενοι δεν καταχώρησαν περίγραμμα αγόρευσης στην αντέφεση.
Το τριμελές Εφετείο εκδίκασε την έφεση και επιφύλαξε την απόφασή του, έκρινε όμως ορθό να επανανοίξει την υπόθεση ενόψει της απόφασης του Εφετείου στην Ευθύβουλος Λιασίδης ν. Αστυνομίας που εκδόθηκε λίγες μέρες μετά την επιφύλαξη της απόφασης.
Στην εν λόγω απόφαση του Εφετείου ο Πικής Π., έκρινε πως οι διατάξεις του Άρθρου 4(2) του Κεφ. 9, στο βαθμό που παρείχαν τη δυνατότητα προσαγωγής κατάθεσης μάρτυρα χωρίς να παρέχεται η δυνατότητα αντιπαράθεσης προς αυτόν και τη μαρτυρία του έπαυσαν να ισχύουν, ως αποτέλεσμα της αντίθεσής τους προς τις ρητές διατάξεις του Συντάγματος. Η προέκταση και σε σχέση με το Άρθρο 4(1) είναι προφανής ενόψει της δόμησης του σκεπτικού επί της θεώρησης ότι κατά τα Άρθρα 12.5(δ) και 30.3(γ) του Συντάγματος και του Άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη συναρτάται “με το δικαίωμα διαδίκου να αντεξετάσει τους μάρτυρες που καταθέτουν ενώπιόν του ...”. Στους οποίους πρέπει να θεωρηθεί ότι εντάσσονται και οι συντάκτες της κατάθεσης ή της δήλωσης που προσάγεται ως μαρτυρία χωρίς τη δυνατότητα αντεξέτασής τους.
Η δυνατότητα προσαγωγής του τεκμηρίου 22 είχε αμφισβητηθεί με την έφεση για το μοναδικό λόγο πως ήταν λανθασμένη η εκτίμηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως δεν ήταν πρακτικώς δυνατό να εξασφαλισθεί η παρουσία του εκδότη του εγγράφου στο Δικαστήριο, μάλιστα κατ’ επίκληση των τεκμηρίων 20 και 21. Η συζήτηση ως προς αυτό τον όρο του Άρθρου 4 προϋποθέτει πως το Άρθρο 4 καλύπτει και πολιτικές υποθέσεις, και υποβλήθηκε εισήγηση ενόψει της σπουδαιότητας του θέματος, να αναληφθεί η υπόθεση από την πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπερ και εν τέλει έγινε. Τότε η Ολομέλεια εξέτασε θέμα απόκλισης από τη Λιασίδης.
Η συνήγορος του ενάγοντος εξέφρασε την πρόθεση να επιχειρηματολογήσει υπέρ της άποψης πως η απόφαση Λιασίδης ήταν λανθασμένη στην έκταση που προέκυψε ζήτημα αναφορικά με την απόδειξη του πο[*420]σού ως αντιστοιχούντος προς την αμοιβή του νοσοκομείου. Υποστήριξε σχετικά ότι το Άρθρο 4 του Κεφ. 9 επιβίωσε του Άρθρου 30.3(γ) του Συντάγματος και κάλεσε το Εφετείο να αποστεί από τη Λιασίδης. Η επιχειρηματολογία της επικεντρώθηκε στην εισήγηση ότι το Άρθρο 30.3(γ) πρέπει να ερμηνεύεται και εφαρμόζεται σε συνδυασμό με το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και ότι εκείνο το οποίο προέχει είναι το αποτέλεσμα, αν δηλαδή ο διάδικος έτυχε δίκαιης δίκης, και όχι αν, κατά τη δίκη, έγινε ή δεν έγινε παραδεκτή εξ ακοής μαρτυρία.
Ο συνηγόρος των εναγομένων υποστήριξε την αντίθετη θέση. Αφού υπεραμύνθηκε της ορθότητας της Λιασίδης κάλεσε το Εφετείο να την ακολουθήσει.
Επί του θέματος της αποδοχής του τεκμηρίου 22 ως μαρτυρίας οι απόψεις του Εφετείου διίστανται. Η πλειοψηφία κρίνει παραδεκτή την αποδοχή του εν λόγω τεκμηρίου. Οι αποφάσεις οι οποίες εκδόθηκαν εκτίθενται μετά από την απόφαση του Εφετείου επί των αποζημιώσεων.
Η απόφαση του Εφετείου είναι ομόφωνη σε σχέση με όλα τα θέματα των αποζημιώσεων και τον τόκο που αναφέρονται στη συνέχεια, όπως αυτά επιλύονται στην απόφαση του Κωνσταντινίδη Δ.:
ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ
Γενικές αποζημιώσεις.
Ο ενάγων, με την προοπτική αύξησης του ποσού των γενικών αποζημιώσεων, εισηγήθηκε ότι το ποσό των £75.000 επιδικασθείσες γενικές αποζημιώσεις για τις σωματικές του βλάβες, είναι εκδήλως χαμηλό. Αντιστρόφως οι εναγόμενοι επιδίωξαν την μείωσή του.
Αποφασίστηκε ότι το επιδικασθέν ποσό είναι έκδηλα χαμηλό και αντικαθίσταται με ποσό ύψους £200.000.
Απώλεια μελλοντικών απολαβών.
Το επιδικασθέν ποσό ύψους £125.580 προσβλήθηκε με την έφεση των εναγομένων ως γενικά αυθαίρετο. Οι εναγόμενοι εισηγήθηκαν επίσης ότι το εισόδημα του ενάγοντος από την εργοδότηση του στους εναγόμενους ήταν £103 και όχι £105 εβδομαδιαίως.
Ο πολλαπλασιαστής 15 που χρησιμοποιήθηκε προσβλήθηκε με αντέφεση του ενάγοντος ο οποίος εισηγήθηκε ότι έπρεπε να χρησιμοποιηθεί ο πολλαπλασιαστής 17 αντί του 15.
Αποφασίστηκε ότι:
[*421]1. Ο καθορισμός του ποσού δεν ήταν αυθαίρετος. ΄Ηταν το αποτέλεσμα, κατά την κλασσική μέθοδο, του πολλαπλασιασμού της αμοιβής του ενάγοντα από τις δύο εργασίες του με τα 15 χρόνια που καθορίστηκαν ως πολλαπλασιαστής. Εντοπίζεται μόνο ένα λάθος σε σχέση με τον μισθό του ενάγοντος από τους εναγόμενους. Ο μισθός ήταν £103 εβδομαδιαίως και συνεπώς ο υπολογισμός που έγινε στη βάση των £105 πρέπει να μειωθεί στις £124.020.
2. Ο καθορισμός του πολλαπλασιαστή αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου και δεν έχει τεκμηριωθεί λόγος που να δικαιολογεί την παρέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς ανατροπή του.
Μελλοντική φυσιοθεραπεία και λογοθεραπεία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε £18.720 και £28.080 αντιστοίχως. Οι εναγόμενοι απέσυραν τους σχετικούς λόγους έφεσης και παρέμεινε η αντέφεση του ενάγοντος. Ο ενάγων εγείρει τα ακόλουθα τρία θέματα και εισηγείται ποσό πολλαπλάσιο από εκείνο που επιδικάσθηκε:
1) Η αμοιβή των φυσιοθεραπευτών και των λογοθεραπευτών θα έπρεπε με βάση τη μαρτυρία να ήταν μεγαλύτερο.
2) Έπρεπε η συχνότητα των επισκέψεων σ’ αυτούς τους ειδικούς να ήταν επί καθημερινής βάσεως περιλαμβανομένης και της Κυριακής.
3) Ο καθορισμός του πολλαπλασιαστή σε 15 δεν ήταν ορθός.
Αποφασίστηκε ότι:
Δεν δικαιολογείται παρέμβαση αναφορικά με τα θέματα των παραγράφων 1) και 2) ανωτέρω.
Στη βάση των παρατηρήσεων στην Polycarpou v. Adamou (1988) 1 C.L.R. 727, οι οποίες υιοθετούνται, δικαιολογείται πολλαπλασιαστής 18. Επομένως, με γνώμονα τα υπόλοιπα δεδομένα της πρωτόδικης απόφασης, το συνολικό ποσό θα πρέπει να αυξηθεί στις £56.160.
Μελλοντικά έξοδα οικιακής βοηθού.
Το επιδικασθέν ποσό των £21.600 με αναφορά στον πολλαπλασιαστή 15 και πολλαπλασιαστέο το ποσό των £120 μηνιαίως πρέπει να υπολογισθεί με γνώμονα τα 18 έτη ως πολλαπλασιαστή.
[*422]
Το ποσό των £180 που ισοδυναμούσε με τον μηνιαίο μισθό της οικιακής βοηθού και τον οποίο κατέβαλλε ολόκληρο το Γραφείο Ευημερίας, ορθά αφαιρέθηκε.
Απομένει ο υπολογισμός στη βάση του 18 ως πολλαπλασιαστή. Η πρωτόδικη απόφαση πρέπει να αντικατασταθεί με απόφαση για £25.920.
Απώλεια μισθών ως ειδική αποζημίωση.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία ο εβδομαδιαίος μισθός του ενάγοντος από τους εναγόμενους ήταν £103 εβδομαδιαίως ενώ από την έκθεση απαίτησης προκύπτει ότι αυτός ήταν £105 αλλά αυτό δεν δικαιολογείται. Ο υπολογισμός των επιδικασθησομένων αποζημιώσεων θα πρέπει να αναπροσαρμοστεί πάνω στη βάση των £103 εβδομαδιαίως.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επιδίκασε αποζημιώσεις για την απώλεια των εισοδημάτων του ενάγοντος για όλη την περίοδο από την ημέρα του ατυχήματος μέχρι την έκδοση της απόφασης, όπως ήταν και η αξίωση του ενάγοντος στην έκθεση απαίτησης, αλλά μόνο μέχρι την καταχώρηση της έκθεσης απαίτησης. Γι’ αυτό η πρωτόδικη απόφαση (£6.285) πρέπει να αντικατασταθεί με απόφαση για £24.102 ως μισθό από τους εναγομένους και επίσης η πρωτόδικη απόφαση (£7.400) πρέπει να αντικατασταθεί με £13.104 ως μισθό από την πιτσαρία, δηλαδή σύνολο £37.206.
Ειδικές αποζημιώσεις για τη φροντίδα του ενάγοντος.
Το επιδικασθέν ποσό των £11.200 για τις υπηρεσίες της μητέρας του ενάγοντος κάλυπτε μόνο την περίοδο μέχρι τις 14.1.97 που καταχωρήθηκε η έκθεση απαίτησης. Το ποσό αυτό πρέπει να αντικατασταθεί με ποσό £19.040 ώστε να καλυφθεί η απώλεια της μητέρας μέχρι τις 16.9.97 που άρχισε να εργοδοτείται εκ νέου (από τις 12.2.96 μέχρι τις 16.9.97 αναγκάστηκε να σταματήσει για να αφιερωθεί στον ενάγοντα) και η δαπάνη για την οικιακή βοηθό από την πιο πάνω ημερομηνία μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης.
Τα έξοδα στην Αγγλία.
Για δύο ταξίδια στην Αγγλία και την παραμονή εκεί του ενάγοντος και της μητέρας του για πολλούς μήνες επιδικάσθηκε το ποσό των £6.800. Επίσης το ποσό των 57.487,65 στερλινών ή το ισάξιό του σε κυπριακές λίρες για κάλυψη χρέωσης από το νοσοκομείο Devonshire.
[*423]Οι εναγόμενοι αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης σε τρία επίπεδα:
1) Δεν ήταν εύλογο να αναζητήσει θεραπεία στην Αγγλία, υπό τις περιστάσεις, ο ενάγων.
2) Η δαπάνη των £6.800 δεν έχει τεκμηριωθεί με μαρτυρία.
3) Η αξίωση για το ποσό των 5.487,65 στερλινών θα έπρεπε να απορριφθεί επειδή, ελλείπουσας της προϋπόθεσης του ΄Αρθρου 4(2)(β) του Κεφ. 9, το έγγραφο του νοσοκομείου που προσκομίστηκε, δηλαδή το τεκμήριο 22, δεν έπρεπε να γίνει δεκτό ως μαρτυρία.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ενόψει της τραγικής κατάστασης του ενάγοντος, των καταλυτικών συνεπειών από το σοβαρό τραυματισμό του και της έλλειψης στην Κύπρο εξειδικευμένου κέντρου για την περίπτωσή του (το Κέντρο Αποκατάστασης Παραπληγικών στο οποίο έγινε αναφορά, σε αντίθεση προς το νοσοκομείο της Αγγλίας, δεν ήταν εξειδικευμένο στις εγκεφαλικές παθήσεις), η αναζήτηση ελπίδας ζωής κάποιας ποιότητας στο εξωτερικό, σε κέντρο που ασχολείται με αυτές τις τόσο σοβαρές καταστάσεις, ήταν εύλογη.
2. Υπήρχε η μαρτυρία της μητέρας του εφεσείοντος αναφορικά με το ποσό των £6.800. Αυτή η μαρτυρία έγινε δεκτή και η αδυναμία παρουσίασης γραπτών αποδείξεων για όλα τα ποσά δεν αφαιρεί από το παραδεκτό της ως βάσης για τη θεμελίωση της αξίωσης.
3. Η άρνηση προσέλευσης του εκδότη του τεκμηρίου 22 στη δίκη για τον λόγο που πρόβαλαν οι εναγόμενοι ότι δηλαδή αρνείτο να προσέλθει ως μάρτυρας επειδή εκκρεμούσε υπόλοιπο της αμοιβής του νοσοκομείου, δεν θα σήμαινε, άνευ ετέρου, πρακτική δυνατότητα εξασφάλισης της παρουσίας του εκδότη.
Η αγορά σερβιεττών.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε £2.100 για την αγορά σερβιεττών χωρίς μαρτυρία, επειδή όπως κατέθεσαν οι γιατροί, ο ενάγων είχε και έχει ακράτεια ούρων. Ο ενάγων παραδέκτηκε πως δεν θα έπρεπε να είχε επιδικαστεί αυτό το ποσό και η πρωτόδικη απόφαση θα διαφοροποιηθεί αναλόγως.
Οι τόκοι.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα επιδίκασε τόκο από ημερομηνίες προγενέστερες της έκδοσης της απόφασής του σε σχέση και με [*424]τα ποσά για την απώλεια μελλοντικών απολαβών και τα μελλοντικά έξοδα για φυσιοθεραπεία, λογοθεραπεία και οικιακή βοηθό. Επομένως η πρωτόδικη απόφαση θα διαφοροποιηθεί ώστε ως προς τα πιο πάνω να ισχύει ο προβλεπόμενος τόκος από την ημέρα της πρωτόδικης απόφασης.
ΑΠΟΔΟΧΗ ΤΟΥ ΤΕΚΜΗΡΙΟΥ 22 ΩΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ
Οι απόψεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου διΐστανται επί του πιο πάνω θέματος. Η πλειοψηφία κρίνει παραδεκτή την αποδοχή του τεκμηρίου 22 ως μαρτυρίας για τους λόγους που εξηγούνται στις αποφάσεις των Δικαστών Γαβριηλίδη, Αρτεμίδη, Νικολάου και Χατζηχαμπή. Αντίθετη είναι η άποψη του Πική, Π., όπως και του Καλλή Δ., για τους λόγους που εξηγούνται στις δικές τους αποφάσεις.
Υπό Γαβριηλίδη, Δ., συμφωνούντων και των Δικαστών Αρτέμη, Κωνσταντινίδη, Νικολαΐδη, Κρονίδη και Ηλιάδη:
1. Το Άρθρο 4 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 το οποίο προϋπήρχε του Συντάγματος παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο να επιτρέψει, κατ’ εξαίρεση του νομολογιακού κανόνα εναντίον της αποδοχής εξ ακοής μαρτυρίας, την παρουσίαση της γραπτής κατάθεσης ενός προσώπου ως μαρτυρίας, σε πολιτικές υποθέσεις, χωρίς την προσέλευση του εν λόγω προσώπου στο εδώλιο του μάρτυρα για να μαρτυρήσει. Με το Άρθρο 2 του περί Αποδείξεως (Τροποποιητικού) Νόμου του 1994 (Ν.94(1)/1994) η ίδια εξαίρεση επεκτάθηκε και στις ποινικές υποθέσεις.
2. Στη Λιασίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας κ.ά., το Εφετείο με τριμελή σύνθεση έκρινε ότι το Άρθρο 4(2) του Κεφ. 9 δεν επιβίωσε του Συντάγματος (Άρθρο 188), το δε Άρθρο 2 του Ν. 94(1)/1994 παραβιάζει το Σύνταγμα.
3. Η πιο πάνω προσέγγιση στην Λιασίδης ανωτέρω, αποτελεί, στην περίπτωση των δύο άρθρων εφαρμογή γενικότερης αρχής σύμφωνα με την οποία όπου, εξ αντικειμένου, υπάρχει νομολογιακά ή νομοθετικά - βάσει του Κεφ. 9 ή άλλων νόμων, “στέρηση του δικαιώματος αντιπαράθεσης προς το μάρτυρα ο οποίος εκθέτει τα γεγονότα” η μαρτυρία του είναι, άνευ ετέρου, μη παραδεκτή, υπό την έννοια ότι αυτή δεν επιτρέπεται να μεταφερθεί στο δικαστήριο εξ ακοής, μέσω, δηλαδή, άλλου μάρτυρα ο οποίος την παρουσιάζει ως τη γραπτή του κατάθεση ή την παραθέτει ως την προφορική του δήλωση.
[*425]4. Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) δεν απαντά ευθέως το εξεταζόμενο ζήτημα. Υποβοηθά, όμως, στην επίλυσή του.
5. Ο τρόπος με τον οποίο είναι διατυπωμένα τα Άρθρα 30.2, 30.3(γ) και 12.5(δ) του Συντάγματος, αφενός και η νομολογία του ΕΔΑΔ, αφ’ ετέρου, οδηγούν, αντίθετα με τη Λιασίδης, στο ακόλουθο συμπέρασμα: Στην περίπτωση που ο διάδικος ή ο κατήγορος, ελεύθερα ή εξ ανάγκης, αντί να καλέσει το συντάκτη της γραπτής κατάθεσης στο εδώλιο του μάρτυρα για να μαρτυρήσει, καλεί ως μάρτυρα μόνο τον κάτοχο της γραπτής κατάθεσης απλώς για να την καταθέσει ως μαρτυρία, όπως κατ’ εξαίρεση του κανόνα εναντίον της αποδοχής εξ ακοής μαρτυρίας επιτρέπουν τα Άρθρα 4 του Κεφ. 9 και 2 του Νόμου 94(1)/1994, ο αντίδικος ή ο κατηγορούμενος δεν στερείται του δικαιώματος αντεξέτασης του συντάκτη της γραπτής κατάθεσης, όπως αυτό κατοχυρώνεται στα Άρθρα 30.3(γ) και/ή 12.5(δ) του Συντάγματος, λαμβανόμενα αυτοτελώς, εφόσον ο τελευταίος, ελεύθερα ή εξ ανάγκης, δεν κλήθηκε, από το διάδικο ή τον κατήγορο, στο εδώλιο του μάρτυρα για να μαρτυρήσει.
6. Το Άρθρο 4 του Κεφ. 9 επιβίωσε του Συντάγματος και, επομένως, το τεκμήριο 22 μπορούσε να γίνει αποδεκτό ως μαρτυρία στη δίκη, εφόσον συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του εν λόγω Άρθρου.
Υπό Αρτεμίδη, Δ.:
1. Παρόλον ότι το νομικό ζήτημα, όπως τέθηκε ενώπιον του Εφετείου επιλύεται με την πιο πάνω κατάληξη, κρίνεται επιβεβλημένη η ακόλουθη παρατήρηση: Η αναφορά που γίνεται από το Δικαστή Γαβριηλίδη στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία πρέπει να καθοδηγεί και τη δική μας, καταδεικνύει πως άξονας και καθοριστικό στοιχείο νομιμοποίησης της πολιτικής και ποινικής δίκης είναι κατά πόσο αυτή ήταν δίκαιη, κατ’ άλλους χρηστή. Το δικαίωμα επομένως των ενδιαφερομένων στη δίκη, να παρουσιάσουν μαρτυρία και αποδεικτικό υλικό που υποστηρίζει την υπόθεση τους, καθώς και το δικαίωμα του αντιδίκου να εξετάσει τους μάρτυρες και να αντικρούσει τη μαρτυρία που προσκομίζει η άλλη πλευρά, δεν υπόκειται σε τυχόν θεσμοθετημένους κανόνες αποδείξεως όπου αυτοί εφαρμοζόμενοι απολήγουν σε μη δίκαιη δίκη. Οι διατάξεις των Άρθρων 30 και 12 του Συντάγματος μας αντιστοιχούν σε περιεχόμενο με τα Άρθρα 6(1) και 6(3)(δ) της Ευρωπαϊκής [*426]Σύμβασης για τη Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Ν. 39/62.
Οι πιο πάνω σκέψεις οδηγούν στο συμπέρασμα πως το Άρθρο 4 του Κεφ. 9 επιβίωσε του Συντάγματος γιατί ικανοποιούνται κατά το ελάχιστο οι πιο πάνω πρόνοιες του.
2. Στην εξεταζόμενη υπόθεση, και στη βάση των περιστατικών που αφορούσαν το επίμαχο τεκμήριο, η μη αποδοχή του θα συνιστούσε άδικη τη δίκη γιατί θα αποστερούσε από τον εφεσίβλητο να προσκομίσει αποδεικτικό στοιχείο απόλυτα σχετικό με μέρος της αξίωσης του, την οποία δεν θα μπορούσε διαφορετικά να αποδείξει. Η αξιολόγηση βεβαίως του τεκμηρίου αναγόταν στην αρμοδιότητα του δικάσαντος δικαστηρίου, η οποία και ορθά ασκήθηκε. Επιπλέον η αλήθεια του περιεχομένου του τεκμηρίου θα μπορούσε να ελεγχθεί και από τους εναγόμενους, εφόσον γνώριζαν όλα τα περιστατικά που οδήγησαν στην έκδοση του.
3. Στην υπόθεση Λιασίδης, η επίμαχη γραπτή κατάθεση μάρτυρος που είχε γίνει αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, γιατί η τελευταία είχε εγκαταλείψει μονίμως την Κύπρο για την πατρίδα της, δεν ήταν το βασικό στοιχείο για την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Είναι γεγονός όμως ότι δημιουργήθηκε νομολογιακή αρχή, την οποία το τριμελές Εφετείο στην παρούσα υπόθεση ορθά έκρινε πως έπρεπε να απασχολήσει την Πλήρη Ολομέλεια.
Υπό Νικολάου, Δ. συμφωνούντος και του Κραμβή, Δ.:
1. Το κρίσιμο ερώτημα στην προκείμενη περίπτωση απολήγει στο κατά πόσο το Άρθρο 4 του περί Αποδείξεως Νόμου, βάσει του οποίου έγινε δεκτό το τεκμήριο 22 κατ’ εξαίρεση του εξ ακοής κανόνα συνάδει ή όχι με το Άρθρο 30.3(γ) του Συντάγματος.
Η διαφορά αυτής της διάταξης από εκείνη του Άρθρου 12.5(δ) του Συντάγματος, η οποία αφορά αποκλειστικά σε ποινική διαδικασία, δεν είναι χωρίς σημασία. Σε σχέση με την ποινική διαδικασία κατ’ ουσίαν πανομοιότυπη είναι και η διάταξη στο Άρθρο 6(3)(δ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία κυρώθηκε με το Ν. 39/62.
2. Με το Άρθρο 4 του περί Αποδείξεως Νόμου δημιουργήθηκε ακόμα μια εξαίρεση στον εξ ακοής κανόνα. Το εν λόγω Άρθρο εισήχθη στην Κύπρο με το Ν. 14/1946, επακόλουθα του Αγγλικού Civil Evidence Act 1938 με το οποίο ταυτίζεται. Το εν λόγω άρθρο ίσχυε αρχικά μόνο στην πολιτική διαδικασία. Αλλά με τον [*427]Ν. 94(Ι)/94 απαλείφθηκε η αναφορά σε «πολιτική», με αποτέλεσμα να θεωρείται ότι το Άρθρο 4 καλύπτει πια και την ποινική.
3. Η Λιασίδης διαφοροποιείται από την παρούσα υπόθεση. Όπως και να αντικρυζόταν η αντίρρηση στη δεκτότητα της μαρτυρίας στην υπόθεση εκείνη (ήτοι της γραπτής κατάθεσης Φιλιππινέζας μάρτυρας η οποία είχε επιστρέψει στην πατρίδα της και δεν ήταν διαθέσιμη να καταθέσει προφορικά και να αντεξεταστεί) με αναφορά στο Σύνταγμα ή την Ευρωπαϊκή Σύμβαση, η καταδίκη θα έπρεπε να παραμεριζόταν για τον λόγο ότι η απόδοση αποδεικτικής αξίας στη γραπτή κατάθεση, σε τέτοιο βαθμό σε ένα τόσο ζωτικό τομέα, καθιστούσε ακροσφαλή την καταδίκη. Οπότε δεν προέκυπτε συνταγματικό ζήτημα. Το οποίο, όπως είναι νομολογημένο, εξετάζεται μόνο ως τελευταία λύση.
4. Οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, υποδεικνύουν ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο θεωρεί πως σε ποινική διαδικασία η χρήση γραπτής κατάθεσης χωρίς δυνατότητα αντεξέτασης του μάρτυρα ο οποίος έδωσε την κατάθεση, είναι ασυμβίβαστη με το Άρθρο 6(3)(δ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, τουλάχιστον όπου η κατάθεση φαίνεται να επέδρασε κρίσιμα στο καταδικαστικό αποτέλεσμα.
5. Στην πολιτική διαδικασία δεν έχει εφαρμογή ούτε το Άρθρο 12.5(δ) του Συντάγματος ούτε το Άρθρο 6(3)(δ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Αυτά αφορούν στα δικαιώματα κατηγορουμένων. Για την πολιτική διαδικασία ισχύει επί του προκειμένου το Άρθρο 30.3(γ) του Συντάγματος.
6. Βάσει του Άρθρου 30.3(γ) του Συντάγματος το δικαίωμα προσαγωγής των μέσων απόδειξης όπως και η εξέταση μαρτύρων σε πολιτική διαδικασία μπορεί να ρυθμιστεί με νόμο, το περιεχόμενο του οποίου δεν προκαθορίζεται. Το Άρθρο 4 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, με το οποίο εισήχθη ακόμα μια εξαίρεση στον εξ ακοής κανόνα, αποτελεί ακριβώς ένα τέτοιο νόμο. Αυτή η εξαίρεση είναι χρήσιμη για την καλύτερη απονομή της δικαιοσύνης όπως χρήσιμη είναι επίσης η εξαίρεση που δημιουργήθηκε με τον Ν. 54(1)1994 για δηλώσεις που παράγονται από ηλεκτρονικούς υπολογιστές κλπ. Δεν διακρίνεται σε τέτοιου είδους νομοθετικές ρυθμίσεις οποιαδήποτε ασυμφωνία είτε με το Σύνταγμα είτε με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση. Έπεται ότι το τεκμήριο 22 μπορούσε να ληφθεί υπόψη στην παρούσα υπόθεση για τον καθορισμό της ζημιάς που είχε υποστεί ο ενάγων.
[*428]Υπό Χατζηχαμπή, Δ.:
1. Το Άρθρο 30.3(γ) του Συντάγματος σε αντίθεση προς το Άρθρο 12.5(δ) προβλέπει τη δυνατότητα προσαγωγής των “μέσων αποδείξεως” που ασφαλώς δεν περιλαμβάνουν μόνο μάρτυρες. Εφόσον το Άρθρο 12.5(δ) αφορά μόνο ποινικές υποθέσεις, το δε Άρθρο 30.3(γ) κάθε είδους υπόθεση, ουσιαστικά υπάρχει συνταγματική διαφοροποίηση μεταξύ ποινικών υποθέσεων, στις οποίες μόνο μάρτυρες μπορούν να προσάγονται, και άλλων υποθέσεων, στις οποίες παρέχεται η δυνατότητα προσαγωγής και άλλων μέσων αποδείξεως.
2. Το Άρθρο 4(2) όπως προϋπήρχε και που δεν αφορούσε ποτέ την ποινική διαδικασία δεν ήταν αντίθετο με το Σύνταγμα. Αντίθετη με το Σύνταγμα ήταν η τροποποίησή του με το Ν. 94(1)/94. Ο λόγος της Λιασίδης ήταν λοιπόν ευρύτερος του πρέποντος και περιορίζεται αναλόγως. Η αντισυνταγματικότητα του Άρθρου 4(1)(2) όπως έχει τροποποιηθεί είναι μόνο ως προς το Άρθρο 12.5(δ).
3. Την έννοια της δίκαιης δίκης, όπως και τα επί μέρους δικαιώματα του διαδίκου κάτω από το Άρθρο 30.3 που συναρτώνται με αυτή, δεν αντιστρατεύεται εκ προοιμίου η δυνατότητα προσαγωγής μέσων αποδείξεως άλλων από τους μάρτυρες στη δίκη. Το δίκαιο της δίκης κρίνεται με αναφορά στη φύση και στις συνέπειες του μαρτυρικού υλικού σε κάθε περίπτωση. Και δεν έχει καταδειχθεί στην προκείμενη υπόθεση ότι η εφαρμογή του Άρθρου 4(1) συνιστούσε παραβίαση της δίκαιης δίκης.
4. Η Λιασίδης δεν εμπόδιζε την εφαρμογή του Άρθρου 4(1) στην προκείμενη υπόθεση εφόσον επρόκειτο για πολιτική και όχι για ποινική υπόθεση και ορθώς το τεκμήριο 22 έγινε δεκτό ως μέρος της μαρτυρίας με την οποία αποδεικνύετο ότι το ποσό με το οποίο ο εφεσίβλητος εχρεώθη ήταν 57.487,65 στερλίνες.
Υπό Πική, Π.:
1. Η απαλλαγή από υποχρέωση κατάθεσης εγγράφου από το συντάκτη του δεν αναιρεί τους αποδεικτικούς κανόνες για το παραδεκτό του περιεχομένου του ως μαρτυρίας. Προφορική ή έγγραφος μαρτυρία πρέπει να συνάδει με τους αποδεικτικούς κανόνες και, ειδικά, με τον κανόνα αποκλεισμού εξ ακοής μαρτυρίας.
2. Στην παρούσα υπόθεση απουσίαζαν όλες οι προϋποθέσεις που θέ[*429]τει ο Νόμος για την κατάθεση του λογαριασμού ως μαρτυρίας. Δεν υπήρχε νομικό έρεισμα για την αποδοχή του ως μαρτυρίας, είτε κάτω από το Άρθρο 4(2) ή ανεξάρτητα από αυτό.
3. Η ιατρική μαρτυρία, η οποία είναι απαραίτητη για την τεκμηρίωση της ανάγκης υποβολής του θύματος σε θεραπεία και νοσηλεία και το εύλογο της δαπάνης γι’ αυτή, έλειπε ολότελα στην παρούσα υπόθεση. Η αποδοχή του Τεκμηρίου 22 ως μαρτυρίας ήταν και γι’ αυτό το λόγο επισφαλής.
4. Στη Λιασίδης η κατάθεση της απούσας μάρτυρος έγινε δεκτή, βάσει των προνοιών του Άρθρου 4(2) του Νόμου, το οποίο επιτρέπει την εισαγωγή, μετά από διαταγή του δικαστηρίου, δήλωσης προσώπου, εφόσον ικανοποιείται ότι άλλη διευθέτηση θα προκαλέσει αδικαιολόγητη καθυστέρηση ή δαπάνη, ή, ακόμα, παρέχει τη δυνατότητα αποδοχής της δήλωσης ως μαρτυρίας, χωρίς τέτοια διαταγή. Το Άρθρο 4(2) αποτελούσε μέρος του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, ο οποίος ήταν σε ισχύ πριν την ανακήρυξη της Δημοκρατίας. Στην αρχική του μορφή αφορούσε μόνο πολιτικές υποθέσεις. Με το Ν. 94(Ι)/94, η εφαρμογή του επεκτάθηκε και σε ποινικές.
5. Στη Λιασίδης εξετάστηκε κατά πόσο το Άρθρο 4(2) επιβίωσε του Συντάγματος. Στο ερώτημα δόθηκε αρνητική απάντηση, για να καταλήξει το Εφετείο ότι δεν υπάρχει κανένα έρεισμα για την αποδοχή της μαρτυρίας προσώπου, το οποίο δεν προσέρχεται ως μάρτυρας ενώπιον του Δικαστηρίου.
6. Στη Λιασίδης έγινε αναφορά και στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, σύμφωνα με την οποία το δικαίωμα διαδίκου να εξετάσει μάρτυρες αποτελεί αναπόσπαστη πτυχή της δικαίας δίκης.
7. Η απουσία ευκαιρίας αντεξέτασης ατόμων, των οποίων δηλώσεις προσμετρούν ως μαρτυρία, χωρίς οι ίδιοι να καταθέσουν ως μάρτυρες μπορεί να δημιουργήσει άδικα αποτελέσματα. Στην παρούσα υπόθεση καταδικάστηκαν οι εναγόμενοι να καταβάλουν ιατρικά έξοδα 57.487,65 στερλίνες, χωρίς να τους δοθεί η ευκαιρία να εξετάσουν εκείνους που κατάρτισαν το λογαριασμό, αναφορικά με:
α) Τις πηγές και την αυθεντικότητα των πληροφοριών τους.
β) Την αναγκαιότητα της δαπάνης.
γ) Το ακριβές της δαπάνης.
[*430]δ) Το εύλογο της δαπάνης και, προ πάντων,
ε) Το αληθές των γεγονότων, τα οποία καταγράφονται σ’ αυτό.
8. Δεν έχει καταδειχθεί λόγος που να δικαιολογεί απόκλιση από τη Λιασίδης. Ότι καταδεικνύουν τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, είναι τα άδικα αποτελέσματα που προκύπτουν από την παραβίαση της συνταγματικής αρχής που διαπιστώνει.
Για τους πιο πάνω λόγους η δαπάνη των 57.487,65 στερλινών, η οποία επιδικάστηκε σε βάρος των εφεσειόντων, δεν είναι παραδεκτή.
Υπό Καλλή, Δ.:
1. Από τη νομολογία του ΕΔΑΔ προκύπτει σαφώς ότι οι εγγυήσεις της παραγράφου 3 του αρ. 6 είναι ειδικές πτυχές του δικαιώματος για δίκαιη δίκη που περιλαμβάνεται στην παραγ. 1 του άρ. 6.
Επομένως η δεκτότητα της επίδικης μαρτυρίας θα πρέπει να εξεταστεί υπό το φως όχι μόνο των προνοιών του Άρθρου 30.3(γ) του Συντάγματος αλλά και υπό το φως του Άρθρου 30.2 - αντίστοιχου του Άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης.
2. Η νομολογία του ΕΔΑΔ ερμηνευτική του Άρθρου 6(3)(δ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης τυγχάνει εφαρμογής στην Κύπρο τόσο σε αστικές όσο και σε ποινικές υποθέσεις. Αυτό ενόψει του Άρθρου 30.3(γ) του Συντάγματος. Από τη σχετική νομολογία του ΕΔΑΔ προκύπτει ότι:
α) Όπου η μόνη μαρτυρία επί της οποίας βασίζεται η καταδίκη αποτελείται από μαρτυρία προσώπων οι οποίοι δεν κατέθεσαν ως μάρτυρες σημειώνεται παραβίαση του Άρθρου 6(1) σε συνδυασμό με το Άρθρο 6(3)(δ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης (βλ. υποθέσεις Unterpertinger, Kostovski, Windisch και Delta).
β) Το δικάσαν δικαστήριο θα πρέπει να παρατηρεί την συμπεριφορά (demeanour) των μαρτύρων όταν εξετάζονται και να σχηματίζει την δική του εντύπωση για την αξιοπιστία τους.
Η παρούσα υπόθεση είναι αστική υπόθεση στην οποία έχουν επιδικασθεί διάφορα κονδύλια αποζημιώσεων. Επομένως κατά την εξέταση της ορθότητας της επιδίκασης του κάθε ενός από τα κονδύλια θα πρέπει να εξετάζεται η μαρτυρία η οποία οδήγησε στην επιδίκαση του σχετικού κονδυλίου.
3. Η επιδίκαση του σχετικού κονδυλίου έλαβεν χώρα αποκλειστι[*431]κώς με βάση έγγραφα τα οποία καταρτίσθηκαν από πρόσωπο ή πρόσωπα που δεν έδωσαν μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου. Η μαρτυρία της μητέρας του ενάγοντος δεν μπορεί να συμπληρώσει το κενό που προκύπτει από την απουσία των προσώπων που έχουν προσωπική γνώση του περιεχομένου του Τεκμ. 22. Στην παρούσα υπόθεση έχει σημειωθεί παραβίαση του Άρθρου 30.3(γ) του Συντάγματος γιατί το Τεκμήριο 22 ήταν το μόνο στοιχείο μαρτυρίας το οποίο οδήγησε στην επιδίκαση του πιο πάνω ποσού των 57.487 στερλινών. Ενόψει των ρητών προνοιών του Άρθρου 30.3(γ) του Συντάγματος και της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, ερμηνευτικής του Άρθρου 6(3)(δ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, θα έπρεπε να είχε δοθεί η ευκαιρία στους εναγομένους να εξετάσουν τους μάρτυρες οι οποίοι είχαν προσωπική γνώση των αναφερόμενων στο Τεκμήριο 22.
4. Κατά συνέπεια η επιδίκαση του σχετικού ποσού έλαβε χώραν κατά παραβαση του Άρθρου 30.2 και (3)(γ) του Συντάγματος καθώς και του Άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, και πρέπει να παραμερισθεί.
5. Ανεξάρτητα από τις συνταγματικές πρόνοιες του Άρθρου 30.2 και 30.3(γ) του Συντάγματος, το Τεκμήριο 22 δεν θα μπορούσε εν πάση περιπτώσει να γίνει δεκτό ως μαρτυρία δυνάμει του Άρθρου 4(2) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9.
Η έφεση και η αντέφεση επιτυγχάνουν μερικώς και η πρωτόδικη απόφαση διαφοροποιείται κατά τον τρόπο που έχει υποδειχθεί ώστε το ολικό ποσό της αποζημίωσης να ανέρχεται σε £476.396, πλέον 57.487,65 στερλίνες ή το ισάξιο τους σε κυπριακές λίρες. Με τόκο ως η πρωτόδικη απόφαση, με την διαφοροποίηση που αναφέρεται ανωτέρω κάτω από τον τίτλο οι τόκοι.
Ενόψει των μεγεθών και της φύσης των θεμάτων που συζητήθηκαν, επιδικάζονται υπέρ των εναγομένων το 1/4 των εξόδων της έφεσής τους και υπέρ του ενάγοντος τα 3/4 των εξόδων της αντέφεσής του.
Η έφεση και η αντέφεση επιτράπηκαν μερικώς. Εκδόθηκε διαταγή για έξοδα ως ανωτέρω.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Λιασίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας κ.ά. (2002) 2 Α.Α.Δ. 434,
Μαυρογένης ν. Βουλής κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315,
[*432]
Νικολάου κ.ά. ν. Νικολάου κ.ά. (Αρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 1338,
Τρύφωνος ν. Σωτηρίου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1305,
Polycarpou v. Adamou (1988) 1 C.L.R. 727,
Χαριλάου ν. Νικολάου (2003) 1 Α.Α.Δ. 1460,
Σολέας ν. Σολέα (1999) 1 Α.Α.Δ. 904,
Μαυροπετρή ν. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66,
Στυλιανού ν. Παναγή (1993) 1 Α.Α.Δ. 1037,
Mitheo Ltd v. Koudounas (1988) 1 C.L.R. 796,
Μιχαηλίδης ν. Κακουλλής κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 674,
Μαΐττας ν. Γεωργίου κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 1,
Φιλίππου κ.ά. ν. Παναγή κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 1275,
Dieti v. Loizides (1978) 1 C.L.R. 233,
Jefford v. Gee [1979] 1 All E.R. 1202,
Spittle v. Bunney [1988] 3 All E.R. 1031,
Wright v. British Rlys Board [1983] 2 All E.R. 698,
Van Mechelen a.o. v. Netherlands [1988] 25 EHRR 647,
Unterpertinger v. Austria [1991] 13 EHRR 175,
Windisch v. Austria [1991] 13 EHRR 281,
Kostovski v. Netherlands [1990] 12 EHRR 434,
Ludi v. Switzerland [1993] 15 EHRR 173,
Delta v. France [1993] 16 EHRR 574,
Saidi v. France [1994] 17 EHRR 252,
[*433]
Bricmont v. Belgium [1990] 12 EHRR 217,
Artner v. Austria [1992] Series A No. 342,
Asch v. Austria [1993] 15 EHRR 597,
Liefverd v. The Netherlands [1995] 18 EHRR CD103,
Doorson v. Netherlands [1996] 22 EHRR 330,
Van Mechelen a.o. v. Netherlands [1998] 24 EHRR 647,
Blastland v. United Kingdom [1988] 10 EHRR 528,
Myers v. DPP [1965] AC 1001,
Αστυνομία ν. Ξυδιά κ.ά. (1992) 2 Α.Α.Δ. 26,
Myers v. D.P.P. [1964] 2 All E.R. 881,
Rubens v. Walker [1946] S.C. 215,
Φιλίππου κ.ά. ν. Παναγή κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 1275,
Κωνσταντίνου ν. Φιλίππου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1110,
Αλεξάνδρου κ.ά. ν. Λεβέντη κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 420,
Τρύφωνος ν. Σωτηρίου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1305,
Georghiou (1983) 2 C.L.R. 1,
Ευσταθίου ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 294,
Βίκτωρος ν. Χριστοδούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 512,
Δημοκρατία ν. Ford (Αρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232,
Δημοκρατία ν. Σαμψών (1991) 1 Α.Α.Δ. 858,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Λαζαρίδη κ.ά. (1992) 2 Α.Α.Δ. 8,
Νικολάου κ.ά. ν. Νικολάου κ.ά. (Αρ. 2) (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1338,
[*434]
Republic v. Demetriades (1977) 3 C.L.R. 213,
Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1998) 3 A.A.Δ. 445,
Βύρωνος ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 77,
E. Mitsingas Exports Ltd (1998) 1 A.A.Δ. 1507,
Καλησπέρας ν. Δρυάδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 881,
Χ”Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 361,
Δ. Νικολάου & Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 300,
Χριστοδούλου ν. Κυπριακές Αερογραμμές Λτδ (1999) 1 Α.Α.Δ. 1295,
Γεωργίου ν. Κυπριακές Αερογραμμές (1998) 1 Α.Α.Δ. 1794,
Dombo Beheer v. Netherlands, A274, para. 31,
Ludi v. Switzerland, Judgment of 15 June 1992, Series A, No. 235B, p.p. 32-33, para. 33,
Κάρτερ (Αρ. 2) (1996) 1 Α.Α.Δ. 371.
Έφεση.
Έφεση από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 19/5/00 (Αρ. Αγωγής 5475/96) για μείωση του συνολικού ποσού των £310.555,- το οποίο επιδικάστηκε υπέρ του ενάγοντα και εναντίον τους ως γενικές αποζημιώσεις, απώλεια μελλοντικών απολαβών, μελλοντική φυσιοθεραπεία και λογοθεραπεία, έξοδα οικιακής βοηθού και ειδικές αποζημιώσεις απώλειας μισθών και φροντίδας του ενάγοντα, ως συνέπεια του καταστροφικού για την υγεία του τραυματισμού τον οποίο υπέστησαν, εργαζόμενος, σε ηλικία 20 χρονών, ως εργάτης στην εταιρεία των εναγομένων κατέπεσε σε τσιμεντένιο έδαφος από ύψος 2.40 μέτρων, αμφισβήτηση εκ μέρους των εναγομένων της αποδεκτικότητας προσαγωγής του εγγράφου το οποίο αφορούσε στην απόδειξη της αμοιβής του Νοσοκομείου στην Αγγλία για το ποσό των 57.487,65 στερλινών το οποίο επίσης επιδικάστηκε υπέρ του ενάγοντα ως έξοδα νοσηλείας του και αντέφεση από τον ενά[*435]γοντα προς αύξηση επι μέρους ποσών τα οποία επιδικάστηκαν από το Δικαστήριο υπέρ αυτού.
Λ. Γεωργίου με Ε. Κονναρή και Γ. Βλάμη, για τους Εφεσείοντες.
Στ. Ερωτοκρίτου, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Η απόφασή μας είναι ομόφωνη σε σχέση με όλα τα θέματα των αποζημιώσεων και τον τόκο όπως αυτά επιλύονται στην απόφαση που θα εκδώσει ο Κωνσταντινίδης, Δ., με την εξαίρεση του μέρους αναφορικά με το ποσό των £57.487,65 στερλινών ως εξόδων νοσηλείας στην Αγγλία. Επί του θέματος της αποδοχής του τεκμηρίου 22 ως μαρτυρίας γι΄αυτό το ζήτημα, οι απόψεις μας διίστανται. Η πλειοψηφία κρίνει παραδεκτή την αποδοχή του ως μαρτυρίας για τους λόγους που εξηγούνται στις αποφάσεις του Γαβριηλίδη, Δ., με την οποία συμφωνούν οι Αρτέμης, Δ., Κωνσταντινίδης, Δ., Νικολαΐδης, Δ., Κρονίδης, Δ. και Ηλιάδης, Δ., του Αρτεμίδη, Δ., του Νικολάου, Δ. με την οποία συμφωνεί και ο Κραμβής, Δ. και του Χατζηχαμπή, Δ. Αντίθετη επ’ αυτού είναι η δική μου άποψη όπως και του Καλλή, Δ., για τους λόγους που εξηγούνται στις ξεχωριστές μας αποφάσεις.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο Νίκος Σταύρου Χαραλάμπους εργοδοτείτο από την εταιρεία A. Panayides Contracting Ltd ως εργάτης. Στις 30.10.95 του ανατέθηκε η τοποθέτηση ικριωμάτων σε οικοδομή, την εργολαβική ανέγερση της οποίας είχαν αναλάβει οι εργοδότες του. Η βάση πάνω στην οποία στεκόταν προς εκτέλεση της εργασίας του δεν ήταν σταθερή, τα ικριώματα κλυδωνίζονταν και, γι΄αυτό το λόγο, έχασε την ισορροπία του και έπεσε στο τσιμεντένιο έδαφος από ύψος 2.40 μέτρων.
Το πρωτόδικο δικαστήριο απέδωσε πλήρη ευθύνη για το ατύχημα στους εργοδότες και επιδίκασε συνολική αποζημίωση ύψους £310.555, πλέον 57.487,65 στερλίνες. Ασκήθηκε έφεση και αντέφεση και προς αποφυγή σύγχυσης θα αναφερόμαστε στις εκατέρωθεν θέσεις, ως προερχόμενες από τον ενάγοντα ή τους εναγομένους, αναλόγως.
Το ζήτημα της ευθύνης δεv εγείρεται πλέον. Οι εναγόμενοι απέσυραν το σχετικό λόγο έφεσης. Υπό κρίση τίθενται οι αποζημιώσεις που επιδικάστηκαν και σημειώνουμε πως αριθμός λόγων έφεσης, ιδίως αναφερομένων στις εκτιμήσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με την αξιοπιστία διαφόρων μαρτύρων, περιλαμ[*436]βανομένων και των γιατρών που είχαν καταθέσει, επίσης αποσύρθηκαν. Δηλώθηκε συναφώς πως αυτές οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου αποτελούν κοινό έδαφος σε σχέση με το ύψος των αποζημιώσεων. Επίσης σημειώνουμε πως οι εναγόμενοι δεν καταχώρησαν περίγραμμα αγόρευσης στην αντέφεση και πως, συνεπώς, δεν υπάρχει ούτε και προφορικά η θέση τους ως προς τα θέματά της.
Η υπόθεση ακούστηκε από τριμελή σύνθεση η οποία και επιφύλαξε την απόφασή της. Εκδόθηκε όμως, λίγες μέρες αργότερα, η απόφαση του Εφετείου στην Ευθύβουλος Λιασίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας κ.ά. (2002) 2 Α.Α.Δ. 434 και κρίθηκε ορθό το επανάνοιγμα της υπόθεσης. Περιλαμβανόταν στα επίδικα θέματα και αξίωση για το ποσό των 57.487,65 στερλινών ως εξόδων νοσηλείας στο νοσοκομείο Devonshire στην Αγγλία. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε εύλογη την αναζήτηση θεραπείας σ΄αυτό αλλά δεν είναι σε σχέση με την αμφισβήτηση της ορθότητας αυτής της κρίσης που προέκυψε το ζήτημα. Ούτε σε σχέση με το γεγονός ότι πράγματι ο ενάγων έτυχε νοσηλείας για μακρά περίοδο στο πιο πάνω νοσοκομείο. Παρεμβάλλουμε πως επί του τελευταίου υπήρχε η αξιόπιστη, όπως κρίθηκε, μαρτυρία της μητέρας του ενάγοντα που περιλαμβάνει λεπτομέρειες αναφορικά με το είδος και την έκταση της νοσηλείας και των υπηρεσιών που προσφέρθηκαν στον ενάγοντα. Το ζήτημα αφορούσε στην απόδειξη του ποσού ως αντιστοιχούντος προς την αμοιβή του νοσοκομείου.
Ο ενάγων επιδίωξε την απόδειξη αυτού του ποσού διά της προσαγωγής εγγράφου [του τεκμηρίου 22] ως εκδοθέντος από το νοσοκομείο και οι εναγόμενοι ενέστησαν. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την ένσταση αφού δέχτηκε, όπως ήταν η εισήγηση του ενάγοντα, ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9, με ειδική αναφορά στην επιφύλαξη του άρθρου 4(1)(β). Όπως εξήγησε, εφόσον είχε ικανοποιηθεί ότι ο εκδότης του εγγράφου βρισκόταν στο εξωτερικό και δεν ήταν πρακτικώς δυνατή η κλήτευσή του. Ας σημειωθεί πως αμέσως προηγουμένως είχαν κατατεθεί ως τεκμήρια, χωρίς ένσταση από τους εναγομένους, επιστολές προερχόμενες από το ίδιο νοσοκομείο [τεκμήρια 20 και 21] με τις οποίες επληροφορείτο η δικηγόρος του ενάγοντα πως το συνολικό κόστος της νοσηλείας του ανερχόταν ακριβώς στις 57.487,65 στερλίνες, πως παρέμενε υπόλοιπο 10.449,25 στερλίνες και πως δεν ήταν δυνατό να προσέλθει οποιοσδήποτε εκ μέρους του προς κατάθεση του υπό συζήτηση εγγράφου ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο.
[*437]Η έφεση δεν αφορά σε οτιδήποτε που θα ήταν δυνατό να συσχετισθεί προς τον εκδότη του εγγράφου, τη δυνατότητα ή τον τρόπο καταρτισμού του και από ποιούς ή το περιεχόμενό του και, εν τέλει, δεν προβλήθηκαν ούτε ισχυρισμοί κατά της αποδεικτικής του δύναμης από την άποψη της τεκμηρίωσης δια του περιεχομένου του της σχετικής αξίωσης. Ό,τι αμφισβητήθηκε με την έφεση είναι η δυνατότητα προσαγωγής του και αυτή μόνο για ένα λόγο. Κατά την άποψη των εναγομένων ήταν λανθασμένη η εκτίμηση του πρωτόδικου δικαστηρίου πως δεν ήταν πρακτικώς δυνατό να εξασφαλιστεί η παρουσία του εκδότη του εγγράφου στο δικαστήριο, μάλιστα κατ΄επίκληση των τεκμηρίων 20 και 21. Η συζήτηση ως προς αυτό τον όρο του άρθρου 4 ο οποίος, ενόψει της πάγιας νομολογίας μας συνιστά το μόνο επίδικο ζήτημα επί του θέματος, προϋποθέτει πως το άρθρο 4 αποτελεί υπαρκτή νομοθετική πρόνοια. Στην απόφαση του εφετείου που εξέδωσε ο Πικής, Π., στην υπόθεση Λιασίδης (ανωτέρω) κρίθηκε πως οι διατάξεις του άρθρου 4(2) του Κεφ. 9, στο βαθμό που παρείχαν τη δυνατότητα προσαγωγής κατάθεσης μάρτυρα χωρίς να παρέχεται η δυνατότητα αντιπαράθεσης προς αυτό και τη μαρτυρία του ατόνησε και έπαυσαν να ισχύουν, ως αποτέλεσμα της αντίθεσής τους προς τις ρητές διατάξεις του Συντάγματος. Η προέκταση και σε σχέση με το άρθρο 4(1) είναι προφανής ενόψει τη δόμησης του σκεπτικού επί της θεώρησης ότι κατά τα Άρθρα 12.5(δ) και 30.3(γ) του Συντάγματος και περαιτέρω του Άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών που κυρώθηκε με το Ν. 39/62, το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη είναι συναρτημένο “με το δικαίωμα κάθε διαδίκου να αντεξετάσει τους μάρτυρες που καταθέτουν ενώπιόν του...”. Στους οποίους, βεβαίως, πρέπει να θεωρηθεί ότι εντάσσονται και οι συντάκτες της κατάθεσης ή της δήλωσης που προσάγεται ως μαρτυρία χωρίς τη δυνατότητα αντεξέτασής τους.
Ο ενάγων εξέφρασε την πρόθεσή του να επιχειρηματολογήσει υπέρ της άποψης πως η απόφαση στην Λιασίδης (ανωτέρω) είναι λανθασμένη στην έκταση που καλύπτει και πολιτικές υποθέσεις και υποβλήθηκε εισήγηση, ενόψει και της σπουδαιότητας του θέματος, να αναληφθεί η υπόθεση από την πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπερ και εν τέλει έγινε.
Ακούστηκαν οι δυο πλευρές επί του θέματος και ευθέως τέθηκε ζήτημα απόκλισης από την Λιασίδη. Δεν αναφέρθηκαν οι δυο πλευρές στις αρχές που διέπουν αυτή τη δυνατότητα αλλά η νομολογία μας είναι πλέον πάγια. Συνοψίζεται και επεξηγείται από την πλήρη Ολομέλεια στην Μαυρογένης ν. Βουλής κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 [*438]Α.Α.Δ. 315 από τη σελ. 332. Παρέχεται δυνατότητα ανατροπής ή απόκλισης ενόψει διαπίστωσης πως προηγούμενη δικαστική απόφαση είναι αναμφισβητήτως εσφαλμένη. Με την περαιτέρω επεξήγηση, με παραπομπή στην Νικολάου κ.ά. ν. Νικολάου κ.ά. (Αρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 1338 στην οποία αναφέρθηκε ότι σε θέματα συνταγματικού δικαίου η ευχέρεια ανατροπής προηγούμενης απόφασης είναι μεγαλύτερη, πως στην κρίση της συνταγματικότητας νόμου ευχερέστερα διαπιστώνεται σφάλμα “εφόσον οι πρόνοιες του Συντάγματος αποτελούν σταθερή βάση για την αντικειμενική διαπίστωση σφάλματος σε προηγούμενη απόφαση.”.
Επί του θέματος του τεκμηρίου 22 θα εκδοθούν ξεχωριστές αποφάσεις. Όσα ακολουθούν αφορούν στα υπόλοιπα ζητήματα. Σημειώνουμε μόνο πως εκτός λόγων έφεσης και αντέφεσης παρέμειναν μόνο ένα ποσό £7.000 για έξοδα φυσιοθεραπείας και λογοθεραπείας μέχρι την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης και ένα ποσό £250 για ιατρικά έξοδα.
Ο τρόπος έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης
Διατυπώνονται ως λόγοι έφεσης ορισμένες παρατηρήσεις σε σχέση με τον τρόπο της απαγγελίας της πρωτόδικης απόφασης. Αναφέρεται πως αυτή δεν κάλυψε το σύνολό της επειδή, όπως είχε εξηγήσει ο πρωτόδικος δικαστής ήταν πολυσέλιδη, πως μετά πάροδο μιας περίπου ώρας επανακλήθηκαν οι διάδικοι για να τους ανακοινωθεί διόρθωση αριθμητικού λάθους, το οποίο ας σημειωθεί δεν προσδιορίζεται στην ειδοποίηση έφεσης και πως το κείμενο της απόφασης δεν είχε δοθεί στους εναγομένους μέχρι και την καταχώρηση της έφεσης. Αυτά, χωρίς να συγκεκριμενοποιηθεί οτιδήποτε ως επίπτωση που θα δικαιολογούσε παρέμβαση κατ’ επίκληση κάποιας νομικής βάσης. Κρίνουμε ανυπόστατο το περιεχόμενο του περιγραφόμενου ως λόγου έφεσης και δεν χρειάζεται να μας απασχολήσουν οι υπόλοιπες δικονομικές ή άλλες θέσεις που ανέπτυξε προς απάντηση ο ενάγων.
Οι γενικές αποζημιώσεις
Το πρωτόδικο δικαστήριο επιδίκασε ως γενικές αποζημιώσεις το ποσό των £75.000. Ο ενάγων εισηγείται πως αυτό το ποσό είναι εκδήλως χαμηλό. Αντιστρόφως οι εναγόμενοι, οι οποίοι επιδιώκουν μείωσή του. Οι δυο πλευρές επικαλέστηκαν νομολογία, η κάθε μια από τη δική της σκοπιά, σε σχέση με τις αποζημιώσεις που επιδικάστηκαν σε άλλες υποθέσεις, όσο και αν σε εκείνες οι τραυματισμοί και οι συνέπειές τους ήταν διαφορετικής φύσης. Τις επικαλέστηκαν [*439]κυρίως ως ενδεικτικές επιπέδου αναφορικά με τις αποζημιώσεις σε περιπτώσεις κατά τις οποίες τα κατάλοιπα επιδρούν καταλυτικά στην ποιότητα της ζωής. Ο ενάγων αναφέρθηκε στην Γεώργιος Τρύφωνος ν. Σωτήρη Σωτηρίου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1305 στην οποία, ενόψει ολικής τύφλωσης στο δεξί μάτι και μερική αντίληψη του φωτός στο αριστερό, ποσό £100.000 αυξήθηκε σε £150.000 με την εισήγηση πως, όσο και αν εκεί τονίστηκε ότι η όραση είναι η πιο σημαντική από τις αισθήσεις, “η οποία διέπει την όλη δημιουργικότητα, αξία και δυνατότητα ευτυχίας στη ζωή”, η περίπτωσή του είναι τραγικότερη. Οι εναγόμενοι επικαλέστηκαν την παλαιότερη Polycarpou v. Adamou (1988) 1 C.L.R. 727 στην οποία για τετραπληγία το ποσό των £25.000 αυξήθηκε στις £55.000, με την εισήγηση πως η περίπτωση του ενάγοντα είναι λιγότερο σοβαρή.
Προσεγγίζουμε το θέμα υπό το φως της πάγιας νομολογίας μας αναφορικά με βασικές αρχές που το διέπουν. Αυτές συνοψίζονται στην πρόσφατη απόφαση του εφετείου στην Χάρης Χαριλάου ν. Νικόλας Νικολάου (2003) 1 Α.Α.Δ. 1460 που εξέδωσε ο Καλλής, Δ.:
“Έχει νομολογηθεί ότι σκοπός της επιδίκασης αποζημιώσεων είναι να δοθεί στον ενάγοντα αποζημίωση για την ζημιά, απώλεια ή βλάβη που έχει υποστεί. Οι αρχές που διέπουν τον προσδιορισμό των αποζημιώσεων συνοψίζονται στην απόφαση του Πική, Δ. - όπως ήταν τότε - στην Paraskevaides (Overseas) Ltd and Another v. Christofi (1982) 1 C.L.R. 789, 793. Παραθέτουμε σε μετάφραση το σχετικό απόσπασμα:
“Στόχος των αποζημιώσεων που επιδικάζονται είναι να αποδοθεί δικαιοσύνη στην απώλεια και στη ζημιά του διαδίκου που τραυματίστηκε χωρίς να εναποτίθεται υπέρμετρο βάρος πάνω στον αδικοπραγούντα. (Βλ. Fletcher v. Autocar Transporters Ltd [1968] 1 All E.R. 726, Constantinou v. Salahouris (1969) 1 C.L.R. 416). Με άλλες λέξεις, το ποσό που επιδικάζεται πρέπει να είναι κοινωνικά αποδεκτό. Συνεπώς, η κοινωνική δεοντολογία κατά τον ουσιώδη χρόνο είναι σε κάθε περίπτωση παράγοντας σχετικός προς το έργο μας ειδικά σε σχέση με μη χρηματική απώλεια. Η χρηματική ζημιά, ως περισσότερο επιδεκτική μαθηματικού υπολογισμού εξαρτάται λιγότερο από κοινωνικά κριτήρια. Στόχος του εγχειρήματος είναι η κατάληξη, στο τέλος της πορείας, σε αριθμό που είναι δίκαιος και εύλογος κάτω από τις περιστάσεις της υπόθεσης.”
(Βλ. και Fysco Constructing Co. Ltd v. Γεωργίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1014, 1028 και Μιχαήλ ν. Φίλιος Γ. Συκοπετρίτης Λτδ [*440]κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 1049).
Η αποζημίωση για αστικά αδικήματα δεν έχει σκοπό την τιμωρία αλλά την αποκατάσταση. Αυτή τούτη η ατέλεια του χρήματος ως μέσου για αποκατάσταση, δεν πρέπει να επενεργεί προς επαύξηση των αποζημιώσεων (Βλ. Μαυροπετρή ν. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66, 74).
Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει επιδείξει μια σταθερή άνοδο του επιπέδου των γενικών αποζημιώσεων. Έχει τονίσει την ανάγκη για μια πιο δίκαιη και φιλελεύθερη αποτίμηση του ανθρώπινου πόνου και των πολλαπλών στερήσεων που προκαλούν οι αναπηρίες στα θύματα της αμέλειας (Βλ. Ioannou and Paraskevaides (Overseas) (πιο πάνω), Παναγή ν. Θεοδώρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 1303, Ηρακλέους ν. Πίτρου (1994) 1 Α.Α.Δ. 239, Αριστοδήμου ν. Θωμά (1999) 1 Α.Α.Δ. 687, Μαΐττα ν. Γεωργίου κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 1 και Βρυωνίδης ν. Σωφρονίου (1997) 1 Α. Α.Δ. 1181). Προηγούμενες αποφάσεις δεν αποτελούν δεσμευτικό προηγούμενο υπό την έννοια της αρχής του stare decisis αλλά παρέχουν καθοδήγηση (βλ. Παναγή, πιο πάνω). Πρέπει, επίσης, να λαμβάνεται υπόψη η συνεχής μείωση της αξίας του χρήματος.
Πρέπει να λεχθεί ότι το Εφετείο δεν δικαιολογείται να επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου όσον αφορά τις αποζημιώσεις, εκτός αν πεισθεί είτε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ενήργησε με βάση λανθασμένες νομικές αρχές, είτε ότι το ποσό των αποζημιώσεων είναι τόσο έκδηλα υπερβολικό ή τόσο έκδηλα ανεπαρκές ούτως ώστε να καθίσταται παντελώς λανθασμένος ο υπολογισμός των αποζημιώσεων των οποίων δικαιούται ο ενάγων (βλ. Ioannou v. Howard (1966) 1 C.L.R. 45, Antoniou v. Iordanous and Another (1976) 1 C.L.R. 341, Φοινικαρίδης κ.ά. ν. Γεωργίου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 475, Κωνσταντίνου ν. Σταύρου (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 453, Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1 Α.Α.Δ. 396 και Παναγιώτου ν. Φραγκίσκου κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 687).”
Οι επιπτώσεις στον ενάγοντα από τον τραυματισμό του ήταν κυριολεκτικά καταστρεπτικές. Υγιής όπως ήταν, στην ηλικία των 20 χρόνων, πλήρως εξαρτημένος από άλλους πλέον, αποστερήθηκε μονίμως κάθε δυνατότητας για ζωή κάποιας ποιότητας και αυτό υπό συνθήκες καθημερινής βοήθειας. Όχι για να βελτιωθεί αλλά για να συντηρηθεί έστω στην κατάσταση στην οποία περιήλθε. Το σίγουρο της μονιμότητας των επιπτώσεων στην περίπτωσή του εκδηλώνεται [*441]αντίστροφα. Δεν υπάρχει δυνατότητα βελτίωσής τους. Η καθημερινή στήριξη, απαραίτητη όπως είναι ακόμα και για τις πιο στοιχειώδεις και καθημερινές λειτουργίες, είναι και όρος για την αντιμετώπιση του κινδύνου επιδείνωσης.
Επομένως, κάθε προσδοκία, για να μην αναφερθούμε σε όνειρα δεν είναι πια μέρος της ζωής του και το έχουμε πως και ο δεσμός του με τη γυναίκα που προγραμμάτιζε να νυμφευθεί, διακόπηκε μετά το ατύχημα. Θα παραμείνει ουσιαστικά έγκλειστος στο σπίτι του χωρίς προσωπική, επαγγελματική ή κοινωνική ζωή, για να αρκείται σε προγραμματισμένες εξόδους, κυρίως για επισκέψεις σε ειδικούς, πάντα υπό συνοδεία και στην παρακολούθηση τηλεόρασης ή σε κάποια παρτίδα ταβλιού με τη χρήση του ενός χεριού το οποίο ακόμα μπορεί να κινεί. Και αυτό μετά από εγχειρήσεις και παρατεταμένη νοσηλεία, βεβαίως υπό συνθήκες πολύ χειρότερες αφού ό,τι βιώνει τώρα είναι το αποτέλεσμα αισθητής βελτίωσης.
Ο ενάγων διακομίστηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας στις 30.10.95, με σοβαρό κτύπημα στο κεφάλι. Δεν επικοινωνούσε με το περιβάλλον και παρουσίαζε αδυναμία της δεξιάς πλευράς. Η νευρολογική του κατάσταση επιβραδυνόταν ραγδαία και παρουσίαζε προοδευτική επιδείνωση του ήδη επιδεινωμένου επιπέδου συνειδήσεως. Ο ακτινολογικός έλεγχος έδειξε κάταγμα του κρανίου με συλλογή αίματος στον υποσκληρίδιο χώρο και οίδημα στον εγκέφαλο. Του έγινε κρανιοτομή και παροχέτευση του αιματώματος. Το εγκεφαλικό οίδημα αντιμετωπίστηκε με τεχνητό υπεραερισμό των πνευμόνων για τρεις μέρες. Το επίπεδο συνείδησης παρουσίασε προοδευτική βελτίωση και άρχισε κινητοποίηση. Παρέμεινε στο νοσοκομείο μέχρι τις 9.2.96. Για μεγάλο χρονικό διάστημα παρέμεινε ακίνητος στο κρεβάτι και σε τροχοκάθισμα. Υποβαλλόταν σε εντατική φυσιοθεραπεία και λογοθεραπεία και από τις 27.6.96 εξεταζόταν και από το νευροχειρουργό Αχιλλέα Περδίο. Στις 5.12.96 υποβλήθηκε σε δεύτερη χειρουργική επέμβαση για την επανατοποθέτηση οστικού κρημνού. Ο νευροχειρουργός Α. Διέτης που τη διενήργησε τη χαρακτήρισε ως επέμβαση για τη σωτηρία της ζωής του. Εξήλθε από το νοσοκομείο στις 9.2.97 και συνεχίστηκε η εντατική φυσιοθεραπεία και λογοθεραπεία του. Μεταξύ του Μαΐου και Αυγούστου 1997 ταξίδευσε στο Λονδίνο με τη συνοδεία της μητέρας του και έτυχε θεραπείας στο Devonshire Hospital. Δεν είχε ο ίδιος ή η μητέρα του οικονομική δυνατότητα και τη δαπάνη την ανέλαβε ο Οργανισμός “Από Καρδιά σε Καρδιά” με τη συμφωνία, εφόσον εξασφάλιζε αποζημιώσεις, τα ποσά που θα καταβάλλονταν να επιστρέφονταν. Η κατάσταση του ενάγοντα μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο του Λονδίνου παρουσίασε βελτίωση και, [*442]πλέον, εγκατέλειψε το τροχοκάθισμα και περπατούσε με τη βοήθεια βακτηρίας.
Στην πρωτόδικη απόφαση καταγράφονται οι διαπιστώσεις του κάθε γιατρού και των άλλων που εξέτασαν τον ενάγοντα, περιλαμβανομένου και του νευροχειρουργού Ν. Σπανού που κάλεσαν οι εναγόμενοι, ο οποίος τον εξέτασε στις 14.10.98. Όσα ακολουθούν συνθέτουν την εικόνα.
Διαπιστώθηκε ατροφία του βρεγματικού λοβού με διατεταμένη την ομόπλευρη κοιλία του εγκεφάλου και μόνιμη καταστροφή του εγκεφαλικού παρεγχύματος υπό τη μορφή παρεγκεφαλικής κύστης στη δεξιά κροταφοβρεγματική περιοχή. Περαιτέρω, το πτερύγιο του αριστερού αυτιού παρουσιάζει εκτεταμένη βλάβη και δυσμορφία χωρίς όμως επηρεασμό της ακοής.
Τα πιο κάτω διαπιστώθηκαν ως μόνιμα νευρολογικά κατάλοιπα:
(α) Δεξιά σπαστική ημιπάρεση και σπαστική αδυναμία ή μυϊκή αδυναμία του δεξιού άνω και κάτω άκρου. Μόνο για ελάχιστο χρόνο είναι δυνατό να σταθεί χωρίς τη βοήθεια βακτηρίας και, πάντως, δεν μπορεί να ανεβεί σκάλες ούτε να καλύψει αποστάσεις. Το αριστερό του πόδι “δρεπανίζει”, έχει αυξημένη σπαστικότητα και το “κωλοσύρνει”.
(β) Ενώ επικοινωνεί με το περιβάλλον, έχει καλή αντίληψη και συνεργάστηκε ικανοποιητικά με τους γιατρούς, αντιμετωπίζει σοβαρή δυσκολία στην ομιλία (κολλώδης και βράγχος φωνής ή “σπαστική δυσαρθρία”) που οφείλεται σε βλάβη του στελέχους του εγκεφάλου. Στη δυσκολία του να εκφραστεί αλλά και να κατανοήσει αμέσως, αποδόθηκε και η μη κλήση του ως μάρτυρα.
Επί του τελευταίου διατυπώθηκε λόγος έφεσης. Επιτράπηκε στον γιατρό Περδίο να συνομιλήσει με τον ενάγοντα κατά τη διάρκεια της ακρόασης και το παράπονο είναι πως ο πρωτόδικος δικαστής, αντίθετα προς τις αρχές όπως αυτές συνοψίστηκαν στην Φοινικαρίδης & Άλλη ν. Γεωργίου & Άλλων (1991) 1 Α.Α.Δ. 475 στη σελ. 487, μετατράπηκε σε εμπειρογνώμονα. Όμως, όσο ανορθόδοξη και αν ήταν η πορεία που ακολουθήθηκε, ούτε απέβλεπε ούτε απέληξε στη διαμόρφωση αντίληψης από τον πρωτόδικο δικαστή. Οι συνέπειες στη δυνατότητα του ενάγοντα για ομιλία και έκφραση, όπως αυτές προσδιορίστηκαν, είχαν στη βάση τους τη μαρτυρία των γιατρών και των άλλων μαρτύρων.
[*443]
(γ) Υπέστη μεγάλη σειρά μετατραυματικών επιληπτικών κρίσεων, που επιβεβαιώθηκαν με ηλεκτροεγκεφαλογραφήματα και του χορηγείται αντιεπιληπτική αγωγή. Αυτή μειώνει σε μεγάλο βαθμό την πιθανότητα επανεμφάνισής τους αλλά δεν παρέχει σιγουριά. Τα φάρμακα είναι μόνο κατασταλτικά και δυστυχώς έχουν σοβαρές παρενέργειες. Ήδη παρουσιάστηκαν υπερτροφία των ούλων και προβλήματα στα δόντια, για τα οποία παραπέμφθηκε σε γναθοχειρουργό.
(δ) Σπαστική αδυναμία του αριστερού χεριού που απολήγει σε πλήρη απώλεια της λειτουργίας του. Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε, είναι ως εάν να μην έχει αριστερό χέρι. Επομένως, αφού αυτό δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί, του είναι αδύνατο να κάμει οτιδήποτε που απαιτεί τη χρήση δυο χεριών. Ούτε καν να τεμαχίζει την τροφή του.
(ε) Ακράτεια ούρων, έντονη για μεγάλο διάστημα αλλά τώρα αραιή, κατά τη νύκτα. Η εκδήλωση της ανάγκης απαιτεί άμεση ούρηση που προϋποθέτει ταχύτητα - ανύπαρκτη βέβαια – διαφορετικά, όπως λέχθηκε, “τα κάμνει πάνω του”.
(στ) Εκρήξεις γέλιου και κλάματος ανεξέλεγκτες και χωρίς αιτία λόγω καταστροφής του εγκεφαλικού παρεγχύματος. Νευρικός, απαιτητικός, ευσυγκίνητος. Δυσκολεύεται στην κατάποση σε βαθμό που προκαλεί ακόμα και κίνδυνο πνιγμού, του πέφτει το φαγητό όταν τρώγει και τρέχουν τα σάλια του (σιαλόρροια).
Θεωρούμε το ποσό που επιδικάστηκε ως εκδήλως χαμηλό και κρίνουμε πως αυτό πρέπει να αντικατασταθεί με ποσό ύψους £200.000.
Απώλεια μελλοντικών απολαβών
Το πρωτόδικο δικαστήριο επιδίκασε ποσό ύψους £125.580 και ασκήθηκαν έφεση και αντέφεση. Η έφεση των εναγομένων συζητεί το θέμα σε τέσσερα επίπεδα ως ακολούθως:
(α) Ήταν αβέβαιη και προσωρινή η εργοδότηση του ενάγοντα πριν το δυστύχημα.
(β) Δεν ήταν ανίκανος για οποιαδήποτε εργασία αφού θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι παρεχόταν δυνατότητα να γίνει τηλεφωνητής ή λαχειοπώλης.
[*444](γ) Γενικά είναι αυθαίρετο το ποσό των £125.580.
(δ) Το εισόδημά του από την εργοδότησή του στους εναγομένους ήταν £103 και όχι £105 εβδομαδιαίως.
Η αντέφεση του ενάγοντα αφορά στον πολλαπλασιαστή που χρησιμοποιήθηκε. Κατά την εισήγησή του θα έπρεπε αντί 15 να ήταν 17. Σημειώνουμε πως λόγος έφεσης από την πλευρά των εναγομένων προς την αντίθετη κατεύθυνση δεν αναπτύχθηκε στο περίγραμμά τους.
Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε πως ήταν αυθαίρετος ο καθορισμός του ποσού. Ήταν το αποτέλεσμα, κατά την κλασσική μέθοδο, του πολλαπλασιασμού της αμοιβής του ενάγοντα από τις δυο εργασίες του με τα 15 χρόνια που καθορίστηκαν ως πολλαπλασιαστής. Εντοπίζουμε μόνο ένα λάθος σε σχέση με το μισθό του ενάγοντα από τους εφεσίβλητους. Όπως θα εξηγήσουμε και σε άλλο σημείο, αυτός ήταν £103 εβδομαδιαίως και συνεπώς ο υπολογισμός που έγινε στη βάση των £105 πρέπει να αναπροσαρμοστεί. Ούτε είναι ορθό πως έλειπαν τα σταθερά στοιχεία που επιτρέπουν τη χρήση αυτής της μεθόδου. Στη Σολέας ν. Σολέα (1999) 1 Α.Α.Δ. 904 την οποία επικαλούνται οι εναγόμενοι, ενόψει της Μαυροπετρή ν. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66, κρίθηκε πως δεν προσφερόταν η μέθοδος του πολλαπλασιαστή και επιδικάστηκε συνολικό ποσό αλλά δεν ήταν η διάρκεια της εργοδότησης, την οποία εδώ επικαλούνται οι εναγόμενοι, που μέτρησε. Ήταν ο περιστασιακός τρόπος με τον οποίο, για σύντομο χρόνο, η ενάγουσα εργοδοτείτο, μαζί με άλλους αστάθμητους παράγοντες που αφαιρούσαν την απαιτούμενη σταθερή βάση. Εδώ ήταν συγκεκριμένες εργασίες τις οποίες, ως μισθωτός με ορισμένη αμοιβή, εκτελούσε ο ενάγων και η μικρή διάρκεια της εργοδότησής του ως την ημέρα του ατυχήματος, προφανώς ενόψει και του νεαρού της ηλικίας του, δεν αφαιρούσε οτιδήποτε από ό,τι χρειαζόταν για τη θεμελίωση σταθερής βάσης. Όπως δεν αφαιρεί το γεγονός ότι, κατά τη μακρά διάρκεια της εκκρεμότητας της αγωγής, η πιτσαρία πωλήθηκε από τον τότε εργοδότη του ενάγοντα σε άλλο. Πρόκειται για συμπτωματική εξέλιξη που δεν μπορεί να επενεργήσει προς διαφοροποίηση των παραμέτρων στο πλαίσιο της μεθόδου που παραδεχτώς χρησιμοποιήθηκε, όπως σταθερά την προσδιόριζαν τα δεδομένα κατά την ημέρα του ατυχήματος. Τα αναφερθέντα δε σε σχέση με τη δυνατότητα να ασκεί κάποιος και δεύτερη εργασία το βράδυ αποτελούν, ως προς το συζητούμενο θέμα, ατεκμηρίωτη εικασία, μάλιστα αντίθετη προς ό,τι πράγματι συνέβαινε. (Βλ. συναφώς Στυλιανού ν. Παναγή (1993) 1 Α.Α.Δ. 1037). Το τελευταίο από τα θέματα που συζήτησαν οι εναγόμενοι αφορά στην, κατά την εισήγησή τους, δυνατότητα του ενάγοντα να [*445]ασκεί κάποιο επάγγελμα ειδικά εκείνο του τηλεφωνητή ή του πωλητή λαχείων. Έχουμε περιγράψει τη φύση των τεραστίων δυσκολιών που αντιμετωπίζει ο ενάγων ακόμα και για τις πιο στοιχειώδεις από τις προσωπικές του ανάγκες και θεωρούμε την εισήγηση ως εκτός πραγματικότητας.
Μένει ως προς αυτό το θέμα η αντέφεση σε σχέση με τον πολλαπλασιαστή. Η εισήγηση εξαντλείται ουσιαστικά με παραπομπή στην Γεώργιος Τρύφωνος (ανωτέρω) με την επισήμανση πως εκεί, για ενάγοντα ηλικίας 22 ετών κατά την ημέρα του τραυματισμού, δόθηκε πολλαπλασιαστής 17. Λείπουν όμως τα δεδομένα αναφορικά με το χρόνο έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης στην υπόθεση εκείνη, εν προκειμένω ο ενάγων, κατά το χρόνο της πρωτόδικης απόφασης ήταν ηλικίας 25 ετών και, πάντως, δεν θεωρούμε πως τεκμηριώθηκε λόγος που να δικαιολογεί παρέμβασή μας σε ένα τομέα κατ’ εξοχήν της ευθύνης του πρωτόδικου δικαστηρίου.
Ενόψει του λάθους στο οποίο έχουμε αναφερθεί και με το δεδομένο των £103 εβδομαδιαίου μισθού του εφεσείοντα από τους εφεσίβλητους, το ποσό που επιδικάστηκε πρέπει να μειωθεί σε £124.020.
Μελλοντική φυσιοθεραπεία και λογοθεραπεία
Το πρωτόδικο δικαστήριο επιδίκασε £18.720 και £28.080 αντιστοίχως. Σχετικοί λόγοι έφεσης από τους εναγομένους αποσύρθηκαν και παρέμεινε η αντέφεση του ενάγοντα. Εγείρει τρία θέματα και εισηγείται ποσό πολλαπλάσιο από εκείνο που επιδικάστηκε. Το πρώτο θέμα αφορά στην αμοιβή των φυσιοθεραπευτών και λογοθεραπευτών. Θεωρεί πως με βάση τη μαρτυρία το ποσό θα έπρεπε να ήταν μεγαλύτερο. Το δεύτερο θέμα αφορά στη συχνότητα των επισκέψεων σ΄αυτούς τους ειδικούς. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως εδικαιολογείτο να έχει τις υπηρεσίες φυσιοθεραπευτή για τις τρεις εργάσιμες μέρες της βδομάδας και λογοθεραπευτή για τις άλλες τρεις. Ο ενάγων θεωρεί πως θα έπρεπε να είχε καθημερινά τις υπηρεσίες και των δυο, περιλαμβανομένης μάλιστα και της Κυριακής. Δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν λόγοι παρέμβασής μας. Ως προς τα πιο πάνω η πρωτόδικη απόφαση βρίσκει έρεισμα στη μαρτυρία που προσκομίστηκε.
Είναι όμως βάσιμη η έφεση αναφορικά με το τρίτο θέμα. Αυτή αφορά στον πολλαπλασιαστή. Χρησιμοποιήθηκε πολλαπλασιαστής 15 όπως στην περίπτωση της απώλειας μελλοντικών απολαβών και στη βάση των παρατηρήσεων στην Polycarpou (ανωτέρω) τις οποί[*446]ες υιοθετούμε, κρίνουμε ότι δικαιολογείται πολλαπλαστής 18. Όπως εξηγήθηκε, η διάρκεια της ζωής σπανίως συμπίπτει με τη διάρκεια της δυνατότητας για εργασία, την οποία και κανονικά υπερβαίνει. Επομένως, με γνώμονα τα υπόλοιπα δεδομένα της πρωτόδικης απόφασης, το συνολικό ποσό θα πρέπει να αυξηθεί στις £56.160.
Μελλοντικά έξοδα οικιακής βοηθού
Το πρωτόδικο δικαστήριο επιδίκασε £21.600. Οι εναγόμενοι εισηγούνται πως αυτό το ποσό είναι υπερβολικό και πως δεν υποστηρίζεται από τη μαρτυρία. Αντιθέτως ο ενάγων. Θεωρεί πως θα έπρεπε να είχε επιδικαστεί ποσό κατά πολύ μεγαλύτερο, με αναφορά στον πολλαπλασιαστή 15 που καθορίστηκε και, στη συνέχεια, σε σχέση με τη βάση των £120 μηνιαίως που χρησιμοποιήθηκε.
Όσα αναφέραμε σε σχέση με τα μελλοντικά έξοδα φυσιοθεραπείας και λογοθεραπείας ισχύουν και εν προκειμένω. Επομένως, ο υπολογισμός πρέπει να γίνει με γνώμονα τα 18 έτη ως πολλαπλασιαστή.
Κατά τα λοιπά, δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι συντρέχει λόγος για διαφοροποίηση. Προσλήφθηκε αλλοδαπή βοηθός και το πρωτόδικο δικαστήριο καθόρισε την αποζημίωση στη βάση του μηνιαίου μισθού της με επιπρόσθετα όμως ποσά για όσα, ενόψει της μαρτυρίας, στοίχιζαν η διατροφή και άλλα έξοδά της. Στο πλαίσιο των δεδομένων αυτά ήταν παραδεκτή βάση και δεν μπορούμε να συμμεριστούμε την άποψη του ενάγοντα πως θα έπρεπε να επιδικαστεί μεγαλύτερο ποσό ως αμοιβή και της μητέρας για ό,τι θα χρειαζόταν να προσφέρει κατά τη διάρκεια της νύκτας, όταν η βοηθός θα αποσυρόταν στο δωμάτιό της.
Επίσης δεν είναι βάσιμη η εισήγηση πως λανθασμένα αφαιρέθηκε το μέρος της δαπάνης για τη βοηθό που κατέβαλλε το Γραφείο Ευημερίας. Ο μηνιαίος μισθός της βοηθού ήταν £180 και τον κατέβαλλε ολόκληρο το Γραφείο Ευημερίας. Στη βάση της μαρτυρίας δαπανούνταν άλλες £120 μηνιαίως για τη διατροφή, το ντύσιμο, τα μεταφορικά αλλά και την κάποια αναψυχή αφού υποχρεωτικά η βοηθός συνόδευε τον ενάγοντα στις όποιες εξόδους του. Ο ενάγων επικαλείται την Κelly v. Nicolaou (1992) 1 A.A.Δ. 463 αλλά αυτή η υπόθεση σαφώς διακρίνεται αφού αφορούσε σε ποσό που εισπράχθηκε από τον ενάγοντα δυνάμει σύμβασης ασφαλιστικής κάλυψης. Οι παράμετροι του θέματος εξετάζονται, με αναφορά σε νομοθετική ρύθμιση και στη νομολογία, στις Αποζημιώσεις για Σωματικές Βλάβες του Φρ. Νικολαΐδη, 1996, σελ. 14, §1-15. Με [*447]ειδική νομοθετική ρύθμιση, [βλ. το άρθρο 65(β) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148 όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 41/89, και το άρθρο 18 του περί Υποχρεωτικής Ασφάλισης της Ευθύνης Εργοδοτών Νόμου του 1989, Ν. 174/89], ποσά καταβαλλόμενα από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων δεν λαμβάνονται υπόψη αλλά εν προκειμένω έχομε άλλης μορφής δημόσιο βοήθημα. Αυτά καταβάλλονται όχι χαριστικώς αλλά προφανώς στη βάση των κριτηρίων που διέπουν την άσκηση της διοικητικής δράσης στον τομέα και, πλέον, είναι σχετική η Μitheo Ltd v. Koudounas (1988) 1 C.L.R. 796. Aφορούσε μεν σε ποσό εισπραχθέν από τις κοινωνικές ασφαλίσεις αλλά σε περίοδο κατά την οποία δεν ίσχυε επί τούτου νομοθετική ρύθμιση. Κρίθηκε, κατά υιοθέτηση της προσέγγισης της αγγλικής νομολογίας σε σχέση με υποκατάστατα ωφελήματα (supplementary benefits) όπως αυτή αποκρυσταλλώθηκε, πως το ποσό θα έπρεπε να αφαιρεθεί αφού διαφορετικά ο ενάγων θα αποζημιωνόταν διπλά. Σ΄αυτή τη βάση, στην απουσία επιχειρήματος ως προς το σκεπτικό ή ακόμα και τον ενδεχόμενο συσχετισμό της προς την Κelly (ανωτέρω), καταλήγουμε πως το ποσό των £180 μηνιαίως ορθά αφαιρέθηκε.
Απομένει ο υπολογισμός στη βάση του 18 ως πολλαπλασιαστή. Η πρωτόδικη απόφαση πρέπει να αντικατασταθεί με απόφαση για £25.920.
Απώλεια μισθών ως ειδική αποζημίωση
Το πρωτόδικο δικαστήριο επιδίκασε αποζημιώσεις ύψους £6.285 για την απώλεια μισθού από τους εναγομένους και £7.400 για την απώλεια μισθού από την πιτσαρία. Αυτά, για την περίοδο από την ημέρα του ατυχήματος ως την καταχώρηση της έκθεσης απαίτησης. Παραπονούνται και οι δυο πλευρές σε σχέση με τη βάση που χρησιμοποιήθηκε και ο ενάγων θέτει το περαιτέρω θέμα της αποζημίωσής του για την περίοδο από την καταχώρηση της έκθεσης απαίτησης ως την έκδοση της απόφασης.
Κατά τη μαρτυρία ο μισθός του ενάγοντα από τους εναγομένους ήταν £103 εβδομαδιαίως. Στην έκθεση απαίτησης, από το συνδυασμό των σχετικών παραγράφων προκύπτει ως προτεινόμενη βάση το ποσό των £105 αλλά αυτό δεν δικαιολογείται. Αναπτύχθηκε ενώπιόν μας το επιχείρημα πως εν τέλει θα έπρεπε να υπολογιστεί η αποζημίωση στη βάση ακόμα μεγαλύτερου ποσού, εκείνου των £128 εβδομαδιαίως αλλά αυτή η εκδοχή υπερβαίνει ακόμα και τα προταθέντα. Θα πρέπει, επομένως, ο υπολογισμός να αναπροσαρμοστεί πάνω στη βάση των £103 εβδομαδιαίως.
[*448]Κατά τη μαρτυρία ο μισθός από την πιτσαρία ανερχόταν σε £56 εβδομαδιαίως. Επομένως, για την περίοδο ακόμα και των 65 εβδομάδων (οι εναγόμενοι λέγουν ότι είναι 63) το ποσό δεν μπορούσε να ήταν £7.400. Υπάρχει όμως αξίωση στην έκθεση απαίτησης για όλη την περίοδο από το ατύχημα ως την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης και είναι προφανές πως αυτό όπως και η προσαχθείσα μαρτυρία, διέλαθαν της προσοχής του πρωτόδικου δικαστηρίου. Τα δεδομένα είναι σταθερά. Έχουμε το μισθό (£56 εβδομαδιαίως) και το χρονικό διάστημα (234 εβδομάδες). Ισχύουν βεβαίως τα ίδια και σε σχέση με την απώλεια των μισθών από την εργοδότηση του ενάγοντα από τους εναγομένους και η πρωτόδικη απόφαση πρέπει να αντικατασταθεί με απόφαση για £24.102 ως μισθό από τους εναγομένους και £13.104 ως μισθό από την πιτσαρία. Σύνολο £37.206.
Οι ειδικές αποζημιώσεις για τη φροντίδα του εφεσείοντα
To πρωτόδικο δικαστήριο επιδίκασε ποσό £11.200 για τις υπηρεσίες της μητέρας του εφεσείοντα και, όπως και στην περίπτωση των υπολοίπων, δεν αμφισβητείται το δικαίωμα για αποζημίωση πάνω σ΄αυτή τη βάση. Από τις 12.2.96 η μητέρα του ενάγοντα αναγκάστηκε να σταματήσει να εργάζεται για να αφιερωθεί στον ενάγοντα. Εργοδοτήθηκε εκ νέου στις 16.9.97 αλλά το ποσό που επιδικάστηκε κάλυπτε μόνο την περίοδο μέχρι τις 14.1.97 που καταχωρήθηκε η έκθεση απαίτησης. Με την αντέφεσή του ο ενάγοντας θεωρεί πως θα έπρεπε να είχε καλυφθεί ολόκληρη η πιο πάνω περίοδος και δεν προκύπτει αμφισβήτηση επ’ αυτού. Αντιθέτως, κατά τον υπολογισμό των εναγομένων στο περίγραμμα της αγόρευσής τους, σε σχέση με το δικό τους λόγο έφεσης, λαμβάνεται ως καταληκτική ακριβώς η 16.9.97 και η αριθμητική γίνεται στη βάση των 19 μηνών. Είναι και επ’ αυτών προφανές ότι διέλαθε της προσοχής του πρωτόδικου δικαστηρίου όχι απλώς η μαρτυρία που είχε προσαχθεί χωρίς ένσταση αλλά και η ξεχωριστή αξίωση στην έκθεση απαίτησης που κάλυπτε όλη την πιο πάνω περίοδο. Επίσης, όμως, ότι επιδίκασε αποζημιώσεις από τις 30.10.95 που ήταν η ημέρα του ατυχήματος, ενώ η μητέρα του εφεσείοντα σταμάτησε να εργάζεται στις 12.2.96.
Η επιπρόσθετη αξίωση του ενάγοντα για αποζημίωση και για την περίοδο μετά την επάνοδο της μητέρας στην εργασία της, σε συνδυασμό μάλιστα και με την πρόσληψη της αλλοδαπής βοηθού, παρέμεινε ατεκμηρίωτη και ο σχετικός λόγος αντέφεσης πρέπει να απορριφθεί. Είναι όμως βάσιμος ο λόγος αντέφεσης σε σχέση με τη δαπάνη για την αλλοδαπή βοηθό από τις 16.9.97 ως την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης. Υπήρχε σχετική μαρτυρία και πάντως [*449]το θέμα καλυπτόταν από την έκθεση απαίτησης και, όπως είδαμε, επιδικάστηκε σε σχέση με την αλλοδαπή βοηθό αποζημίωση μόνο για τις μελλοντικές υπηρεσίες της. Πάνω στην ίδια βάση, δηλαδή εκείνη των £120 μηνιαίως θα πρέπει να επιδικαστεί πρόσθετο ποσό ύψους £3.840.
Ό,τι απομένει είναι η εισήγηση των εναγομένων πως κακώς επιδικάστηκε αποζημίωση για τις υπηρεσίες της μητέρας στη βάση £800 μηνιαίως αφού ο μισθός της ανερχόταν σε £259 μηνιαίως.
Αυτός ο μισθός της μητέρας του ενάγοντα αφορούσε εργασία 8 ωρών ημερησίως επί πέντε μέρες εβδομαδιαίως. Οι υπηρεσίες της μητέρας προσφέρονταν σε περίοδο κατά την οποία απαιτείτο φροντίδα νυχθημερόν για όλες τις μέρες της βδομάδας. Ήταν στη βάση αυτών των δεδομένων που καθορίστηκε το ποσό των £800 και δεν διαπιστώνουμε λόγο για παρέμβαση προς μείωση του ποσού.
Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει η πρωτόδικη απόφαση πρέπει να αντικατασταθεί με απόφαση για £19.040 ώστε να καλυφθεί η απώλεια της μητέρας μέχρι τις 16.9.97 και η δαπάνη για την οικιακή βοηθό από την πιο πάνω ημερομηνία μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης.
Τα έξοδα στην Αγγλία
Για δυο ταξίδια στην Αγγλία και για την παραμονή εκεί του εφεσείοντα και της μητέρας του επί πολλούς μήνες επιδικάστηκε το ποσό των £6.800. Επίσης το ποσό των 57.487,65 στερλινών ή το ισάξιό τους σε κυπριακές λίρες για την κάλυψη χρέωσης από το νοσοκομείο Devonshire. Οι εναγόμενοι αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης σε τρία επίπεδα. Εισηγούνται κατ’ αρχάς πως δεν ήταν εύλογο υπό τις περιστάσεις να αναζητήσει ο εφεσείων νοσηλεία στην Αγγλία. Μετά, ότι δεν έχει τεκμηριωθεί με μαρτυρία η δαπάνη των £6.800 και, τελικά, όπως έχουμε εξηγήσει προηγουμένως, ότι η αξίωση για το ποσό των £57.487,65 στερλινών θα έπρεπε να απορριφθεί επειδή, ελλείπουσας της προϋπόθεσης του άρθρου 4(2)(β) του Κεφ. 9 που συζητήθηκε, το έγγραφο του νοσοκομείου που προσκομίστηκε δεν έπρεπε να γίνει δεκτό ως μαρτυρία. Επιλαμβανόμαστε του τελευταίου υπό το δεδομένο της απόφασης της πλειοψηφίας σε σχέση με το πιο πάνω άρθρο.
Πράγματι, όπως εισηγούνται οι εναγόμενοι, δεν υπήρχε ιατρική συμβουλή για αναζήτηση περαιτέρω ή άλλης νοσηλείας στην Αγγλία και κατά την εισήγησή τους αυτό είναι καταλυτικής σημασίας. Όσο [*450]και αν εν τέλει διαπιστώθηκε βελτίωση της κατάστασης του εφεσείοντα μετά την πολύμηνη παραμονή του στο νοσοκομείο Devonshire, τέτοια που δεν θα επιτυγχανόταν στην Κύπρο σε τόσο μικρό χρόνο, όπως αναγνώρισαν και οι γιατροί. Επικαλούνται συναφώς την Μιχαηλίδης ν. Κακουλλής και Άλλων (1992) 1 Α.Α.Δ. 674 αλλά δεν προκύπτει από αυτή την υπόθεση ως προϋπόθεση η ύπαρξη επί τούτου ιατρικής συμβουλής. Η σχετική αναφορά γίνεται με παραπομπή σε αγγλική νομολογία όπου εξηγήθηκε πως κάθε περίπτωση κρίνεται στη βάση των δικών της περιστατικών και πως, στην περίπτωση πορείας που ακολουθείται εντίμως από συμβουλή των ειδικών, δικαιολογείται η επιδίκαση αποζημιώσεων. Και αυτά ενόψει ισχυρισμού του εφεσείοντα, στην Μιχαηλίδης εννοούμε, πως ταξίδευσε στην Αθήνα κατόπιν ιατρικής συμβουλής χωρίς να θυμάται το γιατρό που τον συμβούλευσε και χωρίς οι θεράποντες γιατροί να είχαν υποστηρίξει την αναγκαιότητα μετάβασής του στο εξωτερικό. Επίσης σημειώνουμε πως και στην υπόθεση Μαΐττας ν. Γεωργίου κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 1 κρίθηκε ότι πέραν από το ότι ούτε η δαπάνη αποδείχτηκε, η σχετική αξίωση ορθά απορρίφθηκε αφού δεν υπήρχε ιατρική μαρτυρία ή άλλη, που να έδειχνε ότι το ταξίδι στο εξωτερικό ήταν αναγκαίο ιατρικά ή έστω χρήσιμο. Όπως και στην υπόθεση Αντωνίτσα Φιλίππου κ.ά. ν. Νίκου Παναγή κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 1275, στην οποία, μετά από ανάλυση της νομολογίας, δεν εγκρίθηκε η δαπάνη αφού δεν είχε τεκμηριωθεί η αναγκαιότητα της επέμβασης που έγινε στο εξωτερικό ούτε το αποτελεσματικότερο της αποθεραπείας του στο εξωτερικό. Αντιθέτως, όπως διαπιστώθηκε, η ιατρική μαρτυρία είχε αποκαλύψει πως η επέμβαση θα μπορούσε να γίνει με την ίδια ευχέρεια και με τον ίδιο βαθμό επιτυχίας στην Κύπρο.
Κριτήριο, όπως εξηγήθηκε στην Dieti v. Loizides (1978) 1 C.L.R. 233, είναι το εύλογο της δαπάνης κάτω από τις περιστάσεις. Σε εκείνη την υπόθεση, με αναφορά επίσης στην αγγλική νομολογία, εγκρίθηκε ποσό που δαπανήθηκε σε ιδιωτική κλινική ενώ ο ενάγων εδικαιούτο δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στο γενικό νοσοκομείο στο οποίο και είχε αρχικώς διακομιστεί. Δεν είχε ιατρική συμβουλή για τέτοια επιλογή αλλά θεωρήθηκε ότι η γνήσια ανησυχία του για την τύχη του ποδιού του ενόψει των συνθηκών που επικρατούσαν στο γενικό νοσοκομείο, ευλόγως δικαιολογούσαν αναζήτηση περίθαλψης στην ιδιωτική κλινική. Όπως και στην Γεώργιος Τρύφωνος (ανωτέρω) στην οποία εγκρίθηκε ποσό για έξοδα θεραπείας στο εξωτερικό αφού θεωρήθηκε εύλογο να είχε αναζητηθεί δεύτερη γνώμη και να είχε εξαντληθεί και η παραμικρή πιθανότητα αποκατάστασης της όρασης του ενάγοντα ή οποιασδήποτε βελτίωσής της.
[*451]Την τραγική κατάσταση του ενάγοντα και τις καταλυτικές συνέπειες από τον τραυματισμό του τις έχουμε περιγράψει και, στην πραγματικότητα, ό,τι αμφισβητείται αφορά στο κατά πόσο την ορισμένη θεραπεία και περίθαλψη θα ήταν εύλογο να την είχε στην Κύπρο και όχι στο εξωτερικό. Δεν υπήρχε όμως στην Κύπρο εξειδικευμένο κέντρο για τέτοιες περιπτώσεις αφού το Κέντρο Αποκατάστασης Παραπληγικών στο οποίο έγινε αναφορά δεν ήταν εξειδικευμένο στις εγκεφαλικές παθήσεις. Το νοσοκομείο στην Αγγλία ήταν τέτοιο εξειδικευμένο κέντρο και, εν πάση περιπτώσει, η αναζήτηση ελπίδας ζωής κάποιας ποιότητας στο εξωτερικό, σε κέντρο που ειδικά ασχολείται με αυτές τις τόσο σοβαρές καταστάσεις, ήταν εύλογη.
Απορριπτέοι είναι και οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης. Δεν είναι ορθό πως για το ποσό των £6.800 δεν υπήρχε μαρτυρία. Υπήρχε η μαρτυρία της μητέρας του εφεσείοντα η οποία αναφέρθηκε σε λεπτομέρειες των δαπανών της που περιλαμβάνουν και £800 για τα αεροπορικά εισιτήρια. Αυτή η μαρτυρία έγινε δεκτή και η αδυναμία παρουσίασης γραπτών αποδείξεων για όλα τα ποσά δεν αφαιρεί από το παραδεκτό της ως βάσης για τη θεμελίωση της αξίωσης.
Σύντομοι μπορούμε να είμαστε και σε σχέση με την αποδοχή του εγγράφου του νοσοκομείου Devonshire. Αμφισβητείται ως προς αυτό η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου πως δεν ήταν πρακτικώς δυνατό να εξασφαλιστεί η παρουσίαση του εκδότη και αυτό για ένα λόγο, ως ακολούθως: Θεωρούν οι εναγόμενοι πως από το συνδυασμό του πιο πάνω εγγράφου με τα έγγραφα του ίδιου νοσοκομείου, τεκμήρια 20 και 21 που κατατέθηκαν χωρίς ένσταση, προέκυπτε πως οι εκδότες αρνούνταν να προσέλθουν ως μάρτυρες επειδή εκκρεμούσε υπόλοιπο της αμοιβής του νοσοκομείου. Δεν θα ασχοληθούμε με την ενυπάρχουσα προβολή της ύπαρξης υπολοίπου αμοιβής στο πλαίσιο αμφισβήτησης της δαπάνης. Δεν προκύπτει από τα έγγραφα που κατατέθηκαν διασύνδεση του υπολοίπου προς την προσέλευση ή/μη του εκδότη. Επομένως, δεν χρειάζεται να μας απασχολήσει και το κατά πόσο άρνηση προσέλευσης για τέτοιο λόγο θα σήμαινε, άνευ ετέρου, πρακτική δυνατότητα εξασφάλισης της παρουσίας του εκδότη.
Η αγορά σερβιεττών
Το πρωτόδικο δικαστήριο επιδίκασε £2.100 για την αγορά σερβιεττών χωρίς μαρτυρία, επειδή όπως κατέθεσαν οι γιατροί, ο ενάγων είχε και έχει ακράτεια ούρων. Ο ενάγων παραδέκτηκε πως δεν θα έπρεπε να είχε επιδικαστεί αυτό το ποσό και η πρωτόδικη απόφα[*452]ση θα διαφοροποιηθεί αναλόγως.
Οι τόκοι
Το πρωτόδικο δικαστήριο επιδίκασε τόκο από ημερομηνίες προγενέστερες της έκδοσης της απόφασής του σε σχέση και με τα ποσά για την απώλεια μελλοντικών απολαβών και τα μελλοντικά έξοδα για φυσιοθεραπεία, λογοθεραπεία και οικιακή βοηθό. Οι εναγόμενοι εισηγούνται πως ανεπιτρέπτως επιδικάστηκε τόκος για δαπάνες που δεν είχαν ακόμα συντελεστεί και έχουν δίκαιο. Οι υποθέσεις Jefford v. Gee [1970] 1 All E.R. 1202, Φοινικαρίδης (ανωτέρω) και Σολέας (ανωτέρω) είναι σχετικές. Η υπόθεση Spittle v. Bunney [1988] 3 All E.R. 1031 και Wright v. British Rlys Board [1983] 2 All E.R. 698 που επικαλέστηκε ο ενάγοντας αναφέρονται στον τόκο και τη συναφή διακριτική εξουσία του δικαστηρίου σε σχέση με άλλα κεφάλαια αποζημίωσης. Επομένως, η πρωτόδικη απόφαση θα διαφοροποιηθεί ώστε ως προς τα πιο πάνω να ισχύει ο προβλεπόμενος τόκος από την ημέρα της πρωτόδικης απόφασης.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση και αντέφεση επιτυγχάνουν μερικώς και η πρωτόδικη απόφαση διαφοροποιείται κατά τον τρόπο που έχει υποδειχθεί ώστε το ολικό ποσό της αποζημίωσης να ανέρχεται σε £476.396, πλέον 57.487,65 στερλίνες ή το ισάξιό τους σε κυπριακές λίρες. Με τόκο ως η πρωτόδικη απόφαση, με την αμέσως πιο πάνω διαφοροποίηση.
Έχοντας υπόψη τα μεγέθη και τη φύση των θεμάτων που συζητήθηκαν, επιδικάζονται υπέρ των εναγομένων το 1/4 των εξόδων της έφεσής τους και υπέρ του ενάγοντα τα 3/4 των εξόδων της αντέφεσής του.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Με αυτή την απόφαση συμφωνούν και οι Δικαστές Π. Αρτέμης, Γ. Κωνσταντινίδης, Φρ. Νικολαΐδης, Μ. Κρονίδης και Τ. Ηλιάδης.
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Αναφορικά με τo αποδεκτό του Τεκμηρίου 22 ως μαρτυρίας στη δίκη, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 4 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, έχει προκύψει, όπως εξηγεί ο Κωνσταντινίδης, Δ., το ζήτημα κατά πόσο το εν λόγω άρθρο συνάδει ή όχι με ορισμένες διατάξεις του Συντάγματος. Αντικείμενο της απόφασης αυτής είναι ακριβώς αυτό το ζήτημα.
Το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος έχει ως εξής:
[*453]“2. Έκαστος, κατά την διάγνωσιν των αστικών αυτού δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή οιασδήποτε κατ΄αυτού ποινικής κατηγορίας, δικαιούται ανεπηρεάστου, δημοσίας ακροαματικής διαδικασίας εντός ευλόγου χρόνου, ενώπιον ανεξαρτήτου, αμερολήπτου και αρμοδίου δικαστηρίου ιδρυομένου διά νόμου.”
Το Άρθρο 30.3(γ) του Συντάγματος έχει ως εξής:
“3. Έκαστος έχει το δικαίωμα:
………………………….…………………………………………
(γ) να προσάγη ή να προκαλή την προσαγωγήν των μέσων αποδείξεως και να εξετάζη μάρτυρας συμφώνως τω νόμω.
……………......….…………………………………..………”
Το Άρθρο 12.5(δ) του Συντάγματος έχει ως εξής:
«5. Πας κατηγορούμενος δι αδίκημα τι έχει τα ακόλουθα κατ΄ ελάχιστον όρον δικαιώματα:
…………………………………………………………………….
(δ) να εξετάζη ή να προκαλή την εξέτασιν μαρτύρων κατηγορίας και να ζητή την προσέλευσιν και εξέτασιν μαρτύρων υπερασπίσεως υπό τους αυτούς όρους τους ισχύοντας ως προς τους μάρτυρας κατηγορίας,
…………………..………………………………………………”
Τα Άρθρα αυτά του Συντάγματος αντιστοιχούν με τα άρθρα 6(1) και 6(3)(δ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Ν.39/1962) (η “Σύμβαση”). Το δικαίωμα του άρθρου 6(1) της Σύμβασης (όπως και του αντίστοιχου Άρθρου 30.2 του Συντάγματος) είναι γνωστό ως το δικαίωμα για “δίκαιη δίκη”. Το δικαίωμα του άρθρου 6(3)(δ) της Σύμβασης (όπως και των αντίστοιχων Άρθρων 30.3(γ)* και 12.5(δ) του Συντάγματος) αντιπροσωπεύει “ιδιαίτερη όψη” του δικαιώματος για δίκαιη δίκη. (Βλ., μεταξύ άλλων, Van Mechelen & others v. Netherlands [1998] 25 E.H.R.R. 647).
Το άρθρο 4 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, το οποίο προϋπήρχε του Συντάγματος, παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο να επιτρέψει, κατ΄εξαίρεση του νομολογιακού κανόνα εναντίον της αποδοχής εξ ακοής μαρτυρίας, την παρουσίαση της γραπτής κατάθεσης ενός προσώπου ως μαρτυρίας, σε πολιτικές υποθέσεις, χωρίς την προσέλευση του εν λόγω προσώπου στο εδώλιο του μάρτυρα για να μαρτυρήσει. Με το άρθρο 2 του περί Αποδείξεως (Τροποποιητικού) Νόμου του 1994 (Ν.94(Ι)/1994) η ίδια εξαίρεση επεκτάθηκε και στις ποινικές υποθέσεις.
Στη Λιασίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας κ.ά. (2002) 2 Α.Α.Δ. 434, το Εφετείο (τρεις Δικαστές) έκρινε ότι το άρθρο 4(2) του Κεφ. 9 δεν επιβίωσε του Συντάγματος (Άρθρο 188), το δε άρθρο 2 του Ν.94(Ι)/1994 παραβιάζει το Σύνταγμα.
Το σχετικό απόσπασμα από τη Λιασίδης έχει ως εξής (Πικής Π.):
“Ως διευκρινίζει η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ερμηνευτική των προνοιών του Άρθρου (6) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, δε χωρεί παρέκκλιση από το δικαίωμα του κατηγορουμένου να αμφισβητήσει τη μαρτυρία παντός μάρτυρος Κατηγορίας – (βλ. Unterpertinger case, Series A. Vol. 110, σελ. 1). Στην Kostovski Case, Series A. Vol. 166, σελ. 1, που ακολούθησε, διασαφηνίζεται ότι το δικαίωμα αντιπαράθεσης προς τους μάρτυρες της άλλης πλευράς αποτελεί αναπόσπαστη πτυχή της έννοιας της δικαίας δίκης. Η ίδια αρχή υιοθετείται και στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις υποθέσεις Windisch Case, Series A. Vol. 186, σελ. 1 Case of Asch v. Austria, Series A. Vol. 203, σελ. 1 Case of Saidi v. France, Series A. Vol. 261, σελ. 43.
Η συνάρτηση του δικαιώματος της δικαίας δίκης με το δικαίωμα του κάθε διαδίκου να αντεξετάζει τους μάρτυρες που καταθέτουν εναντίον του είναι συνυφασμένη με την πεμπτουσία της απονομής της δικαιοσύνης. Χωρίς το όπλο αυτό, ο διάδικος στερείται των εχεγγύων της φυσικής δικαιοσύνης για την υπεράσπισή του. Το δικαίωμα αυτό εμπεριέχεται στην έννοια της δικαίας δίκης και κατοχυρώνεται ευθέως σε κάθε δικαστική διαδικασία από τις πρόνοιες του Άρθρου 30.3(γ) του Συντάγματος. Κατά συνέπεια, οι διατάξεις του Άρθρου 4(2) του ΚΕΦ.9, στο βαθμό που παρείχαν τη δυνατότητα προσαγωγής κατάθεσης μάρτυρα χωρίς να παρέχεται η δυνατότητα αντιπαράθεσης προς [*455]αυτό και τη μαρτυρία του, ατόνησαν και έπαυσαν να ισχύουν, ως αποτέλεσμα της αντίθεσής τους προς τις ρητές διατάξεις του Συντάγματος. Τούτου δοθέντος, ό,τι επιχείρησε ο νομοθέτης να πράξει με τις πρόνοιες του Άρθρου 2 του Ν. 94(Ι)/94, έπεσε στο κενό. Επιχείρησε την τροποποίηση ανύπαρκτου νομοθετήματος. Εάν πάλι, ήθελε κριθεί ότι, με τις διατάξεις του, ο Ν.94(Ι)/94 έδωσε νέα πνοή στο καταργηθέν νομοθέτημα, επαναθεσπίζοντάς το, οι διατάξεις του είναι προδήλως αντισυνταγματικές, εφόσον προσκρούουν τόσο στην έννοια της δικαίας δίκης όσο και στις πρόνοιες των Άρθρων 30.3(γ) και 12.5(δ) του Συντάγματος.”
Η πιο πάνω προσέγγιση αποτελεί, στην περίπτωση των δύο άρθρων, εφαρμογή γενικότερης αρχής σύμφωνα με την οποία όπου, εξ αντικειμένου, υπάρχει, νομολογιακά ή νομοθετικά – βάσει του Κεφ. 9 ή άλλων νόμων, “στέρηση του δικαιώματος αντιπαράθεσης προς το μάρτυρα ο οποίος εκθέτει τα γεγονότα”, η μαρτυρία του είναι, άνευ ετέρου, μη παραδεκτή, υπό την έννοια ότι αυτή δεν επιτρέπεται να μεταφερθεί στο δικαστήριο εξ ακοής, μέσω, δηλαδή, άλλου μάρτυρα ο οποίος την παρουσιάζει ως τη γραπτή του κατάθεση ή την παραθέτει ως την προφορική του δήλωση.
Η δικηγόρος του εφεσιβλήτου μας κάλεσε να αποστούμε από τη Λιασίδης. Υποστήριξε ότι το άρθρο 4 του Κεφ. 9 επιβίωσε του Άρθρου30.3(γ) του Συντάγματος. Η επιχειρηματολογία της επικεντρώθηκε στην εισήγηση ότι το Άρθρο 30.3(γ) πρέπει να ερμηνεύεται και εφαρμόζεται σε συνδυασμό με το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και ότι εκείνο το οποίο προέχει είναι το αποτέλεσμα, αν δηλαδή ο διάδικος έτυχε δίκαιης δίκης, και όχι αν, κατά τη δίκη, έγινε ή δεν έγινε παραδεκτή εξ ακοής μαρτυρία.
Την αντίθετη θέση υποστήριξε ο δικηγόρος της εφεσείουσας. Αφού υπεραμύνθηκε της ορθότητας της Λιασίδης, μας κάλεσε να την ακολουθήσουμε.
Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ), την οποία συμβουλευθήκαμε, δεν απαντά ευθέως το ζήτημα που εξετάζουμε. Υποβοηθά, όμως, στην επίλυσή του. Τη συνοψίζουμε:
Το παραδεκτό της μαρτυρίας ανήκει, κατά κύριο λόγο, στους νομοθετικούς και νομολογιακούς κανόνες του εσωτερικού Δικαίου της Αποδείξεως ενός εκάστου των Κρατών-Μελών και, ως θέμα γενικής αρχής, το ζήτημα κατά πόσο επιβάλλεται ή συνιστάται να κληθεί ένας μάρτυρας για να αντεξεταστεί στο δικαστήριο, όπως και το ζήτημα της εκτίμησης της μαρτυρίας του, ανήκει στα [*456]εθνικά δικαστήρια. Δεδομένου ότι η αρμοδιότητα του ΕΔΑΔ, βάσει της Σύμβασης, δεν είναι να αποφασίζει κατά πόσο γραπτές καταθέσεις ή δηλώσεις μαρτύρων που δεν εμφανίστηκαν στο δικαστήριο έγιναν, ορθά ή εσφαλμένα, αποδεκτές ως μαρτυρία, αλλά να εξακριβώνει κατά πόσο η διαδικασία στο σύνολό της, περιλαμβανομένου του τρόπου με τον οποίο λήφθηκε η μαρτυρία, ήταν δίκαιη, νοουμένου ότι τηρείται η αρχή της ισότητος των όπλων, μόνο σε “εξαιρετικές περιστάσεις” προχωρεί το ΕΔΑΔ για να διακριβώσει αν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6(3)(δ) σε συνάρτηση με το άρθρο 6(1) της Σύμβασης. Η υπόθεση Unterpertinger v. Austria [1991] 13 E.H.R.R. 175 αποτελεί παράδειγμα του είδους των “εξαιρετικών περιστάσεων” στη βάση των οποίων το ΕΔΑΔ προχώρησε και διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6(3)(δ) σε συνάρτηση με το άρθρο 6(1) της Σύμβασης οφειλόμενη στην παράλειψη κλήσεως μαρτύρων προς αντεξέταση. Το εθνικό δικαστήριο καταδίκασε τον κατηγορούμενο στηριζόμενο στις γραπτές καταθέσεις μαρτύρων επειδή αυτοί δεν παρουσιάστηκαν για να μαρτυρήσουν λόγω του ότι ήσαν μέλη της οικογένειας του κατηγορούμενου. Το ΕΔΑΔ παρατήρησε ότι, γενικά, η χρήση τέτοιων γραπτών καταθέσεων δεν θα παραβίαζε σε κάθε υπόθεση το άρθρο 6(3)(δ). Στη συγκεκριμένη, όμως, υπόθεση, επειδή η κατηγορούσα Αρχή στηρίχθηκε στις γραπτές καταθέσεις των μαρτύρων για να αποδείξει “κεντρικά στοιχεία” της υπόθεσής της κατά του κατηγορούμενου, το γεγονός ότι η μαρτυρία τους δεν μπορούσε να υποβληθεί στη βάσανο της αντεξέτασης, κατά το συνήθη τρόπο, παρέβλαψε τα δικαιώματα της υπεράσπισης σε έκταση που απέληξε σε παραβίαση του άρθρου 6(1) της Σύμβασης σε συνάρτηση με το άρθρο 6(3)(δ). Το ΕΔΑΔ ακολούθησε παρόμοια γραμμή στην Windisch v. Austria [1991] 13 E.H.R.R. 281, όπου το εθνικό δικαστήριο είχε καταδικάσει τον κατηγορούμενο στηριζόμενο, κατά μέγα μέρος, στις γραπτές καταθέσεις δύο ανωνύμων μαρτύρων οι οποίοι είχαν ακουστεί μόνο από την αστυνομία (στην απουσία της υπεράσπισης) και όχι από το δικαστήριο. Οι γραπτές καταθέσεις των δύο ανώνυμων μαρτύρων αποτελούσαν τη μοναδική μαρτυρία της παρουσίας του κατηγορούμενου στη σκηνή του εγκλήματος. Υιοθετώντας την παλαιότερή του απόφαση στην Kostovski v. Netherlands [1990] 12 E.H.R.R. 434, το ΕΔΑΔ έκρινε ότι η υπεράσπιση, μη γνωρίζουσα την ταυτότητα των δύο μαρτύρων, βρισκόταν μπροστά σε “ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο” (insurmountable handicap) εφόσον είχε αποστερηθεί των απαραίτητων στοιχείων για να ελέγξει την αξιοπιστία τους. Επιπλέον, το ίδιο το εθνικό δικαστήριο είχε στερηθεί της ευκαιρίας να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά των δύο μαρτύρων στην αντεξέταση ώστε να μπορεί να διαμορφώσει τη δική του εκτίμηση ως προς την αξιοπιστία τους. Στην Lüdi v. Switzerland [1993] 15 E.H.R.R. 173, η [*457]αστυνομία εξουσιοδότησε ένα πράκτορά της να πλησιάσει τον κατηγορούμενο και να του ζητήσει να τον προμηθεύσει ναρκωτικά, πράγμα το οποίο και έγινε. Στη συνέχεια, ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε για διάθεση ναρκωτικών στη βάση των γραπτών καταθέσεων του πράκτορα ο οποίος δεν κλήθηκε σε κανένα στάδιο για να μαρτυρήσει. Ενώπιον του ΕΔΑΔ ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι δεν είχε τύχει δίκαιης δίκης, εφόσον η αδυναμία του να αντεξετάσει τον πράκτορα ως μάρτυρα κατηγορίας παραβίαζε το άρθρο 6(3)(δ). Το ΕΔΑΔ, αφού σημείωσε ότι, αντίθετα με την Kostovski και Windisch, ο κατηγορούμενος γνώριζε τουλάχιστον τον πράκτορα από τη φυσική του εμφάνιση (αν και όχι την πραγματική του ταυτότητα), εφόσον τον συνάντησε σε πέντε περιπτώσεις, εν τούτοις, εφόσον ο πράκτορας δεν ακούστηκε να δίδει μαρτυρία, ούτε ο κατηγορούμενος ή ο δικηγόρος του είχε σε οποιοδήποτε στάδιο την ευκαιρία να τον αντεξετάσει και αμφισβητήσει την αξιοπιστία του, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6(1) της Σύμβασης σε συνάρτηση με το άρθρο 6(3)(δ). Στην Delta v. France (1993) 16 EHRR 574 και στη Saïdi v. France [1994] 17 E.H.R.R. 251, όπως και στις υποθέσεις που προαναφέραμε, οι γραπτές καταθέσεις των μαρτύρων που δεν παρουσιάστηκαν για αντεξέταση συνιστούσαν τη “μοναδική” ή την “κύρια” μαρτυρία εναντίον του κατηγορούμενου. Το ΕΔΑΔ έκρινε ότι και σ΄αυτές υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6(1) της Σύμβασης σε συνάρτηση με το άρθρο 6(3)(δ).
Σε σειρά άλλων αποφάσεών του, το ΕΔΑΔ οριοθέτησε την εμβέλεια των Unterpertinger και Windisch. Έκρινε ότι, σε κατάλληλες περιπτώσεις, μπορούν να γίνουν αποδεκτές γραπτές καταθέσεις μαρτύρων χωρίς αυτοί να εμφανιστούν και αντεξεταστούν. Θα παραθέσουμε μερικές. Στην Bricmont v. Belgium [1990] 12 EHRR 217 το ΕΔΑΔ έκρινε ότι ήταν επιτρεπτό στο εθνικό δικαστήριο να στηριχθεί στη γραπτή κατάθεση μάρτυρα ο οποίος, λόγω ηλικίας και προβλημάτων υγείας, δεν μπορούσε να υποβληθεί σε περαιτέρω αντεξέταση, παρά την επιμονή της υπεράσπισης. Στην Artner v. Austria [1992] Series A No. 342 το ΕΔΑΔ έκρινε ότι ήταν επιτρεπτό στο εθνικό δικαστήριο να στηριχθεί στη γραπτή κατάθεση “μάρτυρα-κλειδί”, ο οποίος δεν έδωσε μαρτυρία για το λόγο ότι δεν ήταν δυνατό να εντοπιστεί, και στον οποίο είχε υποβάλει ερωτήσεις η αστυνομία και ο προεδρεύων δικαστής, όχι όμως και η υπεράσπιση. Στην Asch v. Austria [1993] 15 EHRR 597 το ΕΔΑΔ έκρινε ότι ήταν επιτρεπτό στο εθνικό δικαστήριο να στηριχθεί στις γραπτές καταθέσεις μαρτύρων οι οποίοι, ως συγγενείς του κατηγορούμενου (όπως και στην Unterpertinger), είχαν ασκήσει το προνόμιό τους να μην μαρτυρήσουν εναντίον του. Το ΕΔΑΔ τόνισε, εμφαντικά, ότι “το δικαίωμα επί του οποίου [*458]στηρίχθηκαν (οι συγγενείς) για να αποφύγουν να δώσουν μαρτυρία στο δικαστήριο δεν μπορούσε να αφεθεί να φράξει την πορεία της κατηγορούσης Αρχής”. Στην Liefverd v. The Netherlands [1995] 18 E.H.R.R. CD103 η Επιτροπή έκρινε ότι η δίκη ήταν δίκαιη παρά το γεγονός ότι η ταυτότητα ενός μάρτυρα, ο οποίος αντεξετάστηκε από την υπεράσπιση, τηρήθηκε μυστική ενώ, ταυτόχρονα, έγινε αποδεκτή η γραπτή κατάθεση ανώνυμου πληροφοριοδότη τον οποίο η υπεράσπιση δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να αντεξετάσει. Η δίκη ήταν δίκαιη επειδή ο μάρτυρας ο οποίος επιθυμούσε να κρατήσει μυστική την ταυτότητά του ήταν απόλυτα δικαιολογημένος, η δε γραπτή του κατάθεση, όπως και εκείνη του ανώνυμου πληροφοριοδότη, δεν ήταν η μοναδική ή η κύρια μαρτυρία επί της οποίας στηρίχθηκε η καταδίκη του κατηγορουμένου. Τέλος, στην Doorson v. Netherlands [1996] 22 E.H.R.R. 330, ο κατηγορούμενος είχε καταδικαστεί πρωτόδικα για υποθέσεις ναρκωτικών στη βάση της μαρτυρίας, μεταξύ άλλων, έξι ανώνυμων μαρτύρων. Δεν είχε επιτραπεί ούτε στον ίδιο, ούτε στο δικηγόρο του να δει και αντεξετάσει τους μάρτυρες εξαιτίας του φόβου τους για αντίποινα. Όμως, κατά τη διαδικασία της έφεσης, ο δικηγόρος του ήταν παρών όταν ο ποινικός ανακριτής τους υπέβαλλε ερωτήσεις, είχε και ο ίδιος την ευκαιρία να τους υποβάλει ερωτήσεις, εξαιρουμένων ερωτήσεων που θα έτειναν στην αποκάλυψη της ταυτότητάς τους, ο δε ποινικός ανακριτής είχε ετοιμάσει πλήρη έκθεση προς το Εφετείο εξηγώντας τους λόγους για τους οποίους θεωρούσε τους μάρτυρες αξιόπιστους. Το ΕΔΑΔ έκρινε ότι εδικαιολογείτο η προστασία της ζωής, της ελευθερίας και της ασφάλειας των έξι μαρτύρων με την εξασφάλιση της ανωνυμίας τους, οι δε δυσκολίες οι οποίες προκλήθηκαν στην υπεράσπιση είχαν εξισορροπηθεί από τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε τα πράγματα ο ποινικός ανακριτής. Διευκρίνησε, όμως, ότι ουδέποτε θα ήταν αποδεκτό να στηριχθεί καταδίκη (και εδώ δεν ήταν η περίπτωση) αποκλειστικά ή αποφασιστικά σε ανώνυμες καταθέσεις. Παρόμοιο ζήτημα προέκυψε και στην Van Mechelen & Others v. Netherlands [1998] 25 E.H.R.R. 647. Οι κατηγορούμενοι είχαν καταδικαστεί για απόπειρα φόνου και ληστεία στη βάση μαρτυρίας της κατηγορούσας Αρχής η οποία περιλάμβανε και την κατάθεση αριθμού αστυνομικών οι οποίοι αρνήθηκαν να αποκαλύψουν τα ονόματά τους και είχαν ταυτιστεί μόνο με αριθμούς. Στην υπεράσπιση δόθηκε η ευκαιρία να τους αντεξετάσει κάτω από τις εξής συνθήκες: Ο κάθε αστυνομικός κλείστηκε σε ένα δωμάτιο μαζί με τον ποινικό ανακριτή και τον πρωτοκολλητή, ενώ οι κατηγορούμενοι ή οι δικηγόροι τους, όπως και ο δικηγόρος της κατηγορούσας Αρχής, κάθισαν σε άλλο δωμάτιο. Υπήρχε διευθέτηση μεταξύ των δύο δωματίων ώστε να μπορεί η υπεράσπιση να [*459]ακούει όλες τις ερωτήσεις οι οποίες ετίθεντο στους αστυνομικούς, όπως και τις απαντήσεις τους, δεν μπορούσε όμως η υπεράσπιση να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους ενώ απαντούσαν στις ερωτήσεις ώστε να μπορεί να κρίνει την αξιοπιστία τους. Εδώ το ΕΔΑΔ έκρινε ότι παραβιάστηκε το άρθρο 6(1) της Σύμβασης σε συνάρτηση με το άρθρο 6(3)(δ). Διαφοροποίησε την Doorson κυρίως πάνω στη βάση ότι σ΄εκείνη οι ανώνυμοι μάρτυρες ήταν απλοί πολίτες ενώ εδώ (στη Van Mechelen & Others) ήταν αστυνομικοί οι οποίοι, λόγω του επαγγέλματός τους, όφειλαν υπακοή στην εκτελεστική εξουσία και συνήθως είχαν διασυνδέσεις με την κατηγορούσα Αρχή.
Ανοικτό παραμένει το ερώτημα κατά πόσο, αν ήθελε απαγορευθεί από εθνικό δικαστήριο σε διάδικο ή κατηγορούμενο να παρουσιάσει “ισχυρή και αξιόπιστη” εξ ακοής μαρτυρία για την υπόθεση ή την υπεράσπισή του, λόγω πρόσκρουσής της στον κανόνα κατά της αποδοχής της εξ ακοής μαρτυρίας, θα μπορεί να θεωρηθεί ότι, παρά ταύτα, είχε δίκαιη δίκη βάσει του άρθρου 6(1) της Σύμβασης σε συνάρτηση με το άρθρο 6(3)(δ) το οποίο του δίδει το δικαίωμα να “εξετάζει” μάρτυρες για την υπόθεση ή την υπεράσπισή του. Το ερώτημα αυτό δεν απαντήθηκε στην Blastland v. United Kingdom [1988] 10 E.H.R.R. 528.
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι όλες οι υποθέσεις ενώπιον του ΕΔΑΔ, στις οποίες έχουμε αναφερθεί, ήσαν ποινικές. Δεν εντοπίσαμε ούτε μία πολιτική υπόθεση στην οποία να είχε εγερθεί το ζήτημα το οποίο εξετάζουμε. Στις πολιτικές υποθέσεις θα ανέμενε κανείς μεγαλύτερη ελαστικότητα από το ΕΔΑΔ. (Βλ. Law of the European Convention on Human Rights, Harris, O’Boyle, Warbrick, 1995, p.211, Note 18).
Από τη νομολογία του ΕΔΑΔ στην οποία έχουμε αναφερθεί, προκύπτουν τα ακόλουθα:
(1) Ουδέποτε το ΕΔΑΔ αποφάσισε, γενικά και αφηρημένα (in abstracto), ότι η περί Αποδείξεως Νομοθεσία ή Νομολογία του άλφα ή βήτα Κράτους-Μέλους, σύμφωνα με την οποία οι γραπτές καταθέσεις προσώπων μπορούσαν να παρουσιαστούν ως μαρτυρία, χωρίς την προσέλευση των προσώπων αυτών για να μαρτυρήσουν και αντεξεταστούν από την υπεράσπιση, παραβίαζε το άρθρο 6(3)(δ) της Σύμβασης λαμβανόμενο είτε αυτοτελώς είτε σε συνάρτηση με το άρθρο 6(1).
(2) Σε συγκεκριμένες υποθέσεις το ΕΔΑΔ αποφάσισε, ειδικά και [*460]συγκεκριμένα (in concreto), ότι η παρουσίαση των γραπτών καταθέσεων προσώπων ως μαρτυρίας, χωρίς την προσέλευση των προσώπων αυτών για να μαρτυρήσουν και αντεξεταστούν από την υπεράσπιση, παραβίαζε ή δεν παραβίαζε το άρθρο 6(1) της Σύμβασης λαμβανόμενο σε συνάρτηση με το άρθρο 6(3)(δ), ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.
Ειδικότερα,
(α) σε συγκεκριμένες υποθέσεις, όπου οι γραπτές καταθέσεις προσώπων τα οποία δεν προσήλθαν για να μαρτυρήσουν και αντεξεταστούν από την υπεράσπιση αποτελούσαν τη “μοναδική” ή την “κύρια” μαρτυρία επί της οποίας στηρίχθηκε η καταδίκη, το ΕΔΑΔ έκρινε ότι παραβιάστηκε το άρθρο 6(1) της Σύμβασης λαμβανόμενο σε συνάρτηση με το άρθρο 6(3)(δ),
(β) σε άλλες συγκεκριμένες υποθέσεις, όπου οι γραπτές καταθέσεις προσώπων τα οποία δεν προσήλθαν για να μαρτυρήσουν και αντεξεταστούν από την υπεράσπιση δεν αποτελούσαν τη “μοναδική” ή την “κύρια” μαρτυρία επί της οποίας στηρίχθηκε η καταδίκη, ή τα πρόσωπα αυτά δεν προσήλθαν επειδή, κάτι τέτοιο, ήταν εξ αντικειμένου αδύνατο, ή, αν και προσήλθαν, αντεξετάσθηκαν μερικώς, το ΕΔΑΔ έκρινε ότι δεν παραβιάστηκε το άρθρο 6(1) της Σύμβασης λαμβανόμενο σε συνάρτηση με το άρθρο 6(3)(δ).
Σχετικά με όλα όσα προαναφέραμε βλέπε, Hearsay and Confrontation in Criminal Trials, Andrew L.-T. Choo, 1996, pp 186-188, Law Commission Report No 245: “Evidence in Criminal Proceedings: Hearsay and Related Topics, Part V”, European Convention on Human Rights, Jacobs & White, 3rd Edition, 2002, pp 185-187 και Law of the European Convention on Human Rights, Harris, O’Boyle, Warbrick, 1995, pp 211-212.
Έχοντας υπόψη τον τρόπο με τον οποίο είναι διατυπωμένα τα Άρθρα 30.2, 30.3(γ) και 12.5(δ) του Συντάγματος, αφενός, και τη νομολογία του ΕΔΑΔ, σύμφωνα με την οποία το ζήτημα κατά πόσο, με την παρουσίαση γραπτών καταθέσεων ως μαρτυρίας, παραβιάστηκε ή δεν παραβιάστηκε το άρθρο 6(3)(δ) της Σύμβασης, δεν εξετάζεται ούτε αποφασίζεται in abstracto, αλλά εξετάζεται και αποφασίζεται in concreto, ανάλογα, δηλαδή, με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, όπως εξηγήσαμε, και πάντοτε σε συνάρτηση με το άρθρο 6(1) της Σύμβασης, αφετέρου, καταλήξαμε στο συμπέρασμα, αντίθετα με τη Λιασίδης, ότι in abstracto στέρηση (δηλαδή από το νόμο) του δικαιώματος αντεξέτασης των μαρτύρων του διαδίκου ή του κατηγόρου από τον αντίδικο ή τον κατηγορούμενο στη βάση των Άρθρων 30.3(γ) και/ή 12.5(δ) του Συντάγματος, λαμβανομένων αυτοτελώς, μπορεί να υπάρξει μόνο στην περίπτωση των προσώπων τα οποία ο διάδικος ή ο κατήγορος καλεί στο εδώλιο του μάρτυρα για να μαρτυρήσουν.* Τέτοια in abstracto στέρηση δεν μπορεί να υπάρξει στην περίπτωση των προσώπων τα οποία ο διάδικος ή ο κατήγορος επιλέγει να μην καλέσει στο εδώλιο του μάρτυρα για να μαρτυρήσουν. Ούτε, βέβαια, στην περίπτωση των προσώπων τα οποία ο διάδικος ή ο κατήγορος δεν έχει τη δυνατότητα να καλέσει στο εδώλιο του μάρτυρα για να μαρτυρήσουν (γιατί π.χ. απουσιάζουν ή απέθαναν). Στην περίπτωση, επομένως, που ο διάδικος ή ο κατήγορος, ελεύθερα ή εξ ανάγκης, αντί να καλέσει το συντάκτη της γραπτής κατάθεσης στο εδώλιο του μάρτυρα για να μαρτυρήσει, καλεί ως μάρτυρα μόνο τον κάτοχο της γραπτής κατάθεσης απλώς για να την καταθέσει ως μαρτυρία, όπως κατ΄εξαίρεση του κανόνα εναντίον της αποδοχής εξ ακοής μαρτυρίας επιτρέπουν τα άρθρα 4 του Κεφ. 9 και 2 του Νόμου 94(Ι)/1994, ο αντίδικος ή ο κατηγορούμενος δεν στερείται του δικαιώματος αντεξέτασης του συντάκτη της γραπτής κατάθεσης, όπως αυτό κατοχυρώνεται στα Άρθρα 30.3(γ) και/ή 12.5(δ) του Συντάγματος, λαμβανόμενα αυτοτελώς, εφόσον ο τελευταίος, ελεύθερα ή εξ ανάγκης, δεν κλήθηκε, από το διάδικο ή τον κατήγορο, στο εδώλιο του μάρτυρα για να μαρτυρήσει. Λόγος για στέρηση δικαιώματος αντεξέτασης από τον αντίδικο ή τον κατηγορούμενο των προσώπων τα οποία ο διάδικος ή ο κατήγορος, ελεύθερα ή εξ ανάγκης, δεν καλεί στο εδώλιο του μάρτυρα για να μαρτυρήσουν, αλλά παρουσιάζει απλώς τη γραπτή τους κατάθεση, είναι δυνατό να γίνει μόνο in concreto (ανεξάρτητα από το νόμο), σε συγκεκριμένη, δηλαδή, υπόθεση, και πάντοτε στη βάση των Άρθρων 30.3(γ) και/ή 12.5(δ) του Συντάγματος λαμβανομένων, όχι αυτοτελώς, αλλά σε συνάρτηση με το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος, εάν, βάσει των περιστατικών της, μπορεί να λεχθεί ότι, ως εκ της μη αντεξέτασης των εν λόγω προσώπων, στη γραπτή κατάθεση των οποίων στηρίχθηκε το δικαστήριο, ο αντίδικος ή ο κατηγορούμενος δεν έτυχε, τελικά, δίκαιης δίκης. Εάν, βά[*462]σει των περιστατικών της συγκεκριμένης υπόθεσης, κάτι τέτοιο δεν μπορεί, τελικά, να λεχθεί, η μη αντεξέταση των εν λόγω προσώπων, όπως και η στήριξη του δικαστηρίου στη γραπτή τους κατάθεση, έστω και αν αυτά ταξινομηθούν ως “μάρτυρες στη δίκη” (βλ. Kostovski, Delta), δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι στέρησε τα δικαιώματα αντεξέτασης του αντιδίκου ή του κατηγορουμένου βάσει των Άρθρων 30.3(γ) και/ή 12.5(δ) του Συντάγματος λαμβανομένων αυτοτελώς.
Ενόψει των πιο πάνω, κρίνουμε ότι το άρθρο 4 του Κεφ. 9 επιβίωσε του Συντάγματος και, επομένως, το Τεκμήριο 22 μπορούσε να γίνει αποδεκτό ως μαρτυρία στη δίκη, εφόσον συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του εν λόγω άρθρου.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Δεν θα επαναλάβω τα γεγονότα της υπόθεσης και την ορθή πορεία που πήρε, με την παραπομπή του επίδικου ζητήματος από το τριμελές εφετείο στην πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Αυτά εξηγούνται με λεπτομέρεια στην απόφαση του αδελφού δικαστή Κωνσταντινίδη. Αναφορικά με το κεντρικό ζήτημα, που απασχόλησε την Ολομέλεια, την αποδεκτότητα δηλαδή του τεκμ.22 ως αποδεικτικού στοιχείου στη δίκη, η συζήτηση του οποίου οδήγησε στην έκφραση διαφορετικών απόψεων, συμφωνώ με τη νομική ανάλυση που κάνει ο αδελφός δικαστής Γαβριηλίδης, ο οποίος και καταλήγει πως το τεκμ.22 ορθά έγινε αποδεκτό ως μαρτυρία στη δίκη, εφόσον συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 4 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.9.
Μολονότι το νομικό ζήτημα, όπως τέθηκε ενώπιον μας, επιλύεται με την πιο πάνω κατάληξη κρίνω επιβεβλημένο να παρατηρήσω τα εξής: Η αναφορά που γίνεται από το δικαστή Γαβριηλίδη στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία πρέπει να καθοδηγεί και τη δική μας, καταδεικνύει πως άξονας και καθοριστικό στοιχείο νομιμοποίησης της πολιτικής και ποινικής δίκης είναι κατά πόσο αυτή ήταν δίκαιη, κατ΄άλλους χρηστή. Το δικαίωμα επομένως των ενδιαφερομένων στη δίκη, να παρουσιάσουν μαρτυρία και αποδεικτικό υλικό που υποστηρίζει την υπόθεση τους, καθώς και το δικαίωμα του αντιδίκου να εξετάσει τους μάρτυρες και να αντικρούσει τη μαρτυρία που προσκομίζει η άλλη πλευρά, δεν υπόκειται σε τυχόν θεσμοθετημένους κανόνες αποδείξεως όπου αυτοί εφαρμοζόμενοι απολήγουν σε μη δίκαιη δίκη. Οι διατάξεις των άρθρων 30 και 12 του Συντάγματος μας αντιστοιχούν σε περιεχόμενο με τα άρθρα 6(1) και 6(3)(δ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τη Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Ν.39/62.
[*463]
Οι πιο πάνω σκέψεις με οδηγούν στο συμπέρασμα πως το άρθρο 4 του Κεφ.9 επιβίωσε του Συντάγματος γιατί ικανοποιούνται κατά το ελάχιστο οι πιο πάνω πρόνοιες του.
Κατά τη ταπεινή μου άποψη η οποιαδήποτε απόφαση του Δικαστηρίου για την αποδεκτότητα μαρτυρίας έχει ως βασικό κριτήριο τη δίκαιη δίκη με τα εχέγγυα που περιέχονται στα πιο πάνω άρθρα του Συντάγματος, έχοντας βέβαια υπόψη και τα όποια άλλα δικαιώματα των εμπλεκομένων στη δίκη, όπως αυτά διασφαλίζονται στο σύνταγμα ή νόμο και νομολογία που συνάδουν με αυτό. Στη συγκεκριμένη υπόθεση που εξετάζουμε, και στη βάση των περιστατικών που αφορούσαν στο επίμαχο τεκμήριο, η μη αποδοχή του θα συνιστούσε άδικη τη δίκη γιατί θα αποστερούσε από τον εφεσίβλητο να προσκομίσει αποδεικτικό στοιχείο απόλυτα σχετικό με μέρος της αξίωσης του, την οποία δεν θα μπορούσε διαφορετικά να αποδείξει. Η αξιολόγηση βεβαίως του τεκμηρίου αναγόταν στην αρμοδιότητα του δικάσαντος δικαστηρίου, η οποία και ορθά ασκήθηκε. Επιπλέον η αλήθεια του περιεχομένου του τεκμηρίου θα μπορούσε να ελεγχθεί και από την εφεσείουσα, εφόσον γνώριζε όλα τα περιστατικά που οδήγησαν στην έκδοση του.
Αναφορικά με τη Λιασίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας κ.ά. (2002) 2 Α.Α.Δ. 434, στην οποία μετείχα του τριμελούς εφετείου, υιοθετώ αυτά που αναφέρονται στις αποφάσεις των δυο αδελφών δικαστών Κωνσταντινίδη και Γαβριηλίδη. Να παρατηρήσω επίσης πως σ΄εκείνη την υπόθεση η καταδικαστική απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ανετράπη για μερικούς μόνο από τους πολλούς και βάσιμους λόγους που πρόβαλε ο δικηγόρος του εφεσείοντα, όπως αναφέρεται στην εμπεριστατωμένη απόφαση του Προέδρου. Η επίμαχη γραπτή κατάθεση μάρτυρος που είχε γίνει αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, γιατί η τελευταία είχε εγκαταλείψει μονίμως την Κύπρο για την πατρίδα της, δεν ήταν το βασικό στοιχείο για την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Είναι γεγονός όμως ότι δημιουργήθηκε νομολογιακή αρχή, την οποία το τριμελές εφετείο στην παρούσα υπόθεση ορθά έκρινε πως έπρεπε να απασχολήσει την Πλήρη Ολομέλεια. Επί του επίμαχου σημείου εκφράζεται εδώ η άποψη μου.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Με αυτή την απόφαση συμφωνεί ο Κραμβής, Δ..
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Ένα από τα κονδύλια ειδικής ζημιάς που ο εφεσίβλητος περιέλαβε στην αγωγή του για αποζημιώσεις, οι οποίες προέκυπταν από εργατικό ατύχημα στο οποίο υπέστη σοβαρή κρα[*464]νιοεγκεφαλική κάκωση με επακόλουθη μόνιμη εκτενή αναπηρία, αφορούσε και τα έξοδα παραμονής, εξετάσεων και νοσηλείας σε νοσοκομείο – το Devonshire Hospital – στο Λονδίνο. Την αναγκαιότητα της εκεί μετάβασης του για βελτίωση της κατάστασης της υγείας του το Δικαστήριο την αποδέχθηκε. Οι εφεσείοντες την αμφισβήτησαν με τον 8ο λόγο έφεσης. Υπό εξέταση όμως εδώ είναι μόνο ο 7ος λόγος που αφορά στην απόδειξη του ύψους της δαπάνης.
Σε σχέση με το θέμα έδωσε μαρτυρία η μητέρα του εφεσιβλήτου η οποία αναφέρθηκε σε τιμολόγια του νοσοκομείου τα οποία κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Θεωρήθηκε ότι αφορούσαν ποσό £57.487,65. Καθώς εξήγησε η μάρτυρας, το μεγαλύτερο μέρος του ποσού πληρώθηκε από φιλανθρωπικό οργανισμό με όρο για επιστροφή όταν ο εφεσίβλητος θα λάμβανε αποζημίωση. Χωρίς αυτά τα τιμολόγια δεν τεκμηριώνεται οποιοδήποτε ποσό. Αποκτά λοιπόν σημασία το κατά πόσο αποτελούν αποδεκτή μαρτυρία.
Τα τιμολόγια προσφέρθηκαν εκ μέρους του εφεσιβλήτου ως απόδειξη του περιεχομένου τους, βάσει του άρθρου 4 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, αφού πρώτα προσήχθη μαρτυρία για να εξηγηθεί η απουσία του εκδότη. Η εξήγηση συνίστατο στο ότι το νοσοκομείο δεν ήταν διατεθειμένο να στείλει οποιονδήποτε στην Κύπρο για να καταθέσει στο Δικαστήριο. Υποβλήθηκε από τους εφεσείοντες ένσταση ότι μόνο το νοσοκομείο μπορούσε να παρουσιάσει τα τιμολόγια. Την παραθέτουμε:
«Η ένσταση βασίζεται στο ότι τα τιμολόγια τα οποία εξέδωσε αυτό το νοσοκομείο είναι το μόνο ο οποίος έχει δικαίωμα να τα καταθέσει, είναι ο εκδότης και κανένας άλλος. Ως εκ τούτου υπάρχει ένσταση για να κατατεθούν τα τιμολόγια από άνθρωπο ο οποίος δεν τα εξέδωσε και να έχει ιδία γνώση του περιεχομένου τους.»
Το Επαρχιακό Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση και τα τιμολόγια κατατέθηκαν ως τεκμήριο 22. Με το εξής σκεπτικό:
«Δικαστήριο:.......................................................................................
Φρονώ ότι είναι κλασσική περίπτωση εφαρμογής των προνοιών του άρθρου 4(β) του κεφ. 9, Νόμος περί Αποδείξεως (Evidence Law) δεδομένης της προσπάθειας εντοπισμού του αναγκαίου μάρτυρα για να τα παρουσιάσει όπως δηλώθηκε από την μάρτυρα Ερωτοκρίτου εφόσον έχω ικανοποιηθεί ότι ο εκδότης των εγγράφων αυτών βρίσκεται στο εξωτερικό και δεν [*465]είναι πρακτική η κλήτευση του να εμφανιστεί στο Δικαστήριο εφόσον τα Κυπριακά Δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία κλήτευσης μαρτύρων που βρίσκονται σε ξένη χώρα. Έτσι, αποδέχομαι την εισήγηση της πλευράς του ενάγοντα και τα έγγραφα αυτά γίνονται τεκμήριο 22 ενώπιον του Δικαστηρίου.»
Στο τέλος το Δικαστήριο, στηριζόμενο στο τεκμήριο 22, περιέλαβε στις επιδικασθείσες αποζημιώσεις το εν λόγω ποσό των £57.487,65.
Παρατηρούμε εν πρώτοις ότι καθώς φαίνεται από το τεκμήριο 22, το συνολικό ποσό που ζητήθηκε από το νοσοκομείο για τις δύο περιπτώσεις εισδοχής του εφεσίβλητου δεν ανερχόταν σε £57.487,65 αλλά σε μόνο £43.959,24 (£33.002,70 συν £10.956,54) κατόπιν αφαίρεσης εκπτώσεων £13.528,41 (£9.124,70 συν £4.403,71 αντιστοίχως). Ωστόσο αυτή η αριθμητική πτυχή, σε σχέση με την οποία δεν διατυπώθηκε λόγος έφεσης, βρίσκεται έξω από το υπό εξέταση ζήτημα και δεν θα μας απασχολήσει. Επίσης δεν θα μας απασχολήσει το κατά πόσο το τεκμήριο 22 πληρούσε τις λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 4 του περί Αποδείξεως Νόμου και, πιο συγκεκριμένα, εκείνες της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) αφού το Επαρχιακό Δικαστήριο αναφέρθηκε μόνο στην παράγραφο (β), πτυχή σε σχέση με την οποία επίσης δεν διατυπώθηκε λόγος έφεσης. Στην πραγματικότητα, για το ποσό των £57.487,65 ο μόνος λόγος έφεσης, όπως αυτός παρέμεινε μετά που εγκαταλείφθηκε το δεύτερο μέρος, έχει ως εξής:
«7. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και αυθαίρετα επιδίκασε το ποσό των Λ.Κ. 57.487,65 για την παραμονή του Ενάγοντα σε νοσοκομείο στην Αγγλία διότι:
Α) Εσφαλμένα το Δικαστήριο αποδέχθηκε, με ενδιάμεση απόφαση του ημερομηνίας 15/2/2000, την κατάθεση του Τεκμηρίου 22 το οποίο αποτελείται από τα τιμολόγια για το ποσό των Λ.Κ. 57.487,65 τα οποία εκδόθηκαν από το εν λόγω νοσοκομείο εφόσον η κατάθεση του τεκμηρίου έπρεπε να γίνει από τον εκδότη του και όχι από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο.»
Το Εφετείο ενώπιον του οποίου ήχθη η παρούσα υπόθεση ζήτησε διεύρυνση της σύνθεσης όταν, λίγο μετά τις 23 Σεπτεμβρίου 2002 που επιφύλαξε την απόφαση, εκδόθηκε από άλλη σύνθεση η απόφαση στην Ευθύβουλου Λιασίδη κ.ά. ν. Αστυνομίας κ.ά. (2002) 2 Α.Α.Δ. 434. Είχε εξεταστεί εκεί το κατά πόσο σε ποινική διαδικασία η εισαγωγή μαρτυρίας βάσει του άρθρου 4 του περί Αποδείξεως Νό[*466]μου αντιστρατευόταν την έννοια της δίκαιης δίκης και απέληγε ως εκ τούτου σε αντισυνταγματικότητα. Όμως, παρόλον ότι η υπόθεση αφορούσε σε ποινική διαδικασία, το σκεπτικό της απόφασης είχε ως κύριο άξονα τη διάταξη και στην πολιτική διαδικασία. Ενδιαφέρει το ακόλουθο απόσπασμα από τη Λιασίδη (ανωτέρω):
«Ως διευκρινίζει η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ερμηνευτική των προνοιών του Άρθρου (6) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, δε χωρεί παρέκκλιση από το δικαίωμα του κατηγορουμένου να αμφισβητήσει τη μαρτυρία παντός μάρτυρος Κατηγορίας – (βλ. Unterpertinger case, Series A, Vol. 110, σελ. 1). Στην Kostovski Case, Series A. Vol. 166, σελ. 1, που ακολούθησε, διασαφηνίζεται ότι το δικαίωμα αντιπαράθεσης προς τους μάρτυρες της άλλης πλευράς αποτελεί αναπόσπαστη πτυχή της έννοιας της δικαίας δίκης. Η ίδια αρχή υιοθετείται και στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις υποθέσεις Windisch Case, Series A, Vol. 186, σελ. 1· Case of Asch v. Austria, Series A, Vol. 203, σελ. 1· Case of Saidi v. France, Series A. Vol. 261, σελ. 43.
Η συνάρτηση του δικαιώματος της δικαίας δίκης με το δικαίωμα του κάθε διαδίκου να αντεξετάζει τους μάρτυρες που καταθέτουν εναντίον του είναι συνυφασμένη με την πεμπτουσία της απονομής της δικαιοσύνης. Χωρίς το όπλο αυτό, ο διάδικος στερείται των εχεγγύων της φυσικής δικαιοσύνης για την υπεράσπισή του. Το δικαίωμα αυτό εμπεριέχεται στην έννοια της δικαίας δίκης και κατοχυρώνεται ευθέως σε κάθε δικαστική διαδικασία από τις πρόνοιες του Άρθρου 30.3(γ) του Συντάγματος. Κατά συνέπεια, οι διατάξεις του Άρθρου 4(2) του ΚΕΦ. 9, στο βαθμό που παρείχαν τη δυνατότητα προσαγωγής κατάθεσης μάρτυρα χωρίς να παρέχεται η δυνατότητα αντιπαράθεσης προς αυτό και τη μαρτυρία του, ατόνησαν και έπαυσαν να ισχύουν, ως αποτέλεσμα της αντίθεσής τους προς τις ρητές διατάξεις του Συντάγματος. Τούτου δοθέντος, ό,τι επιχείρησε ο νομοθέτης να πράξει με τις πρόνοιες του Άρθρου 2 του Ν. 94(Ι)/94, έπεσε στο κενό. Επιχείρησε την τροποποίηση ανύπαρκτου νομοθετήματος. Εάν πάλι, ήθελε κριθεί ότι, με τις διατάξεις του, ο Ν. 94(Ι)/94 έδωσε νέα πνοή στο καταργηθέν νομοθέτημα, επαναθεσπίζοντάς το, οι διατάξεις του είναι προδήλως αντισυνταγματικές, εφόσον προσκρούουν τόσο στην έννοια της δικαίας δίκης όσο και στις πρόνοιες των Άρθρων 30.3(γ) και 12.5(δ) του Συντάγματος.»
[*467]Το κρίσιμο ερώτημα στην προκείμενη περίπτωση απολήγει λοιπόν στο κατά πόσο το άρθρο 4 του περί Αποδείξεως Νόμου, βάσει του οποίου έγινε δεκτό το τεκμήριο 22 κατ’ εξαίρεση του εξ ακοής κανόνα, συνάδει ή όχι με το Άρθρο 30.3(γ) του Συντάγματος, όπου διαλαμβάνεται ότι:
«30.3 Έκαστος έχει το δικαίωμα:
(γ) να προσάγη ή να προκαλή την προσαγωγήν των μέσων αποδείξεως και να εξετάζη μάρτυρας συμφώνως τω νόμω,»
Κατά την άποψη μας, δεν είναι χωρίς σημασία η διαφορά αυτής της διάταξης από εκείνη του Άρθρου 12.5(δ) του Συντάγματος, η οποία αφορά αποκλειστικά σε ποινική διαδικασία:
«12.5 Πας κατηγορούμενος δι’ αδίκημα τι έχει τα ακόλουθα κατ’ ελάχιστον όρον δικαιώματα:
(δ) να εξετάζη ή να προκαλή την εξέτασιν μαρτύρων κατηγορίας και να ζητή την προσέλευσιν και εξέτασιν μαρτύρων υπερασπίσεως υπό τους αυτούς όρους τους ισχύοντας ως προς τους μάρτυρας κατηγορίας,»
Σε σχέση με την ποινική διαδικασία παραθέτουμε και την κατ’ ουσία πανομοιότυπη διάταξη στο άρθρο 6(3)(δ)* της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, την κυρωθείσα με τον Ν. 39/62, όπου προβλέπεται ότι:
«3. Ειδικώτερον, πας κατηγορούμενος έχει δικαίωμα:
...........................................................................................................
(δ) να εξετάζη ή ζητήση όπως εξετασθώσιν οι μάρτυρες κατηγορίας και επιτύχη την πρόσκλησιν και εξέτασιν των μαρτύρων υπερασπίσεως υπό τους αυτούς όρους ως των μαρτύρων κατηγορίας.»
Με το άρθρο 4 του περί Αποδείξεως Νόμου δημιουργήθηκε ακόμα μια εξαίρεση στον εξ ακοής κανόνα. Οι περισσότερες από τις ως τότε εξαιρέσεις ήταν το αποτέλεσμα της εξέλιξης, εμπειρικά όπως πάντοτε, του Κοινού Δικαίου** το οποίο είχε θέσει και τον βασικό κανόνα αποκλεισμού. Μερικές άλλες εξαιρέσεις προστέθηκαν νομοθετικά. Τόσο ο κανόνας όσο και οι εξαιρέσεις αποβλέπουν στην όσο το δυνατό δικαιότερη διεξαγωγή της δίκης και την εν τέλει ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Το άρθρο 4 εισήχθη στην Κύπρο με τον Ν. 14/1946, επακόλουθα του Αγγλικού Civil Evidence Act 1938*** με το οποίο ταυτίζεται. Το εν λόγω άρθρο ίσχυε αρχικά μόνο στην πολιτική διαδικασία. Αλλά με τον Ν. 94(Ι)/94**** απαλείφθηκε η αναφορά σε «πολιτική», με αποτέλεσμα να θεωρείται ότι το άρθρο 4 καλύπτει πια και την ποινική. Παραθέτουμε λοιπόν, με ενσωματωμένη την τροποποίηση, τα εδάφια (1) και (2) που πιο άμεσα ενδιαφέρουν:
«(1) Σε οποιαδήποτε διαδικασία στην οποία θα ήταν δεκτή άμεση προφορική μαρτυρία γεγονότος, οποιαδήποτε δήλωση που έγινε από κάποιο πρόσωπο σε έγγραφο και που τείνει να αποδείξει το γεγονός αυτό είναι, με την παρουσίαση του πρωτότυπου, δεκτή ως απόδειξη του γεγονότος αυτού, αν πληρούνται οι ακόλουθοι όροι, δηλαδή –
(α) αν αυτός που προβαίνει στη δήλωση είτε –
(ι) είχε προσωπική γνώση των θεμάτων που περιλαμβάνονται στη δήλωση· ή
(ιι) όταν το εν λόγω έγγραφο είναι ή αποτελεί μέρος υπομνήματος το οποίο φέρεται ως συνέχεια αυτού, προέβηκε στη δήλωση (στο μέτρο που αυτός δεν είχε προσωπική γνώση των θεμάτων που περιλαμβάνονται σε αυτή) κατά την εκπλήρωση καθήκοντος να καταχωρίσει πληροφορία που δόθηκε σε αυτό από πρόσωπο το οποίο είχε ή μπορούσε εύλογα να υποτεθεί ότι είχε προσωπική γνώση των εν λόγω θεμάτων· και
(β) τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), αν αυτός που προβαίνει στη δήλωση, κληθεί ως μάρτυρας [*469]στη διαδικασία:
Νοείται ότι ο όρος, ότι αυτός που προβαίνει στη δήλωση πρέπει να κληθεί ως μάρτυρας, δεν είναι ανάγκη να πληρωθεί αν αυτός είναι νεκρός ή ανίκανος λόγω της σωματικής ή πνευματικής του κατάστασης να παραστεί ως μάρτυρας ή αν βρίσκεται εκτός Κύπρου και δεν είναι εύλογα πρακτικό να εξασφαλιστεί η παρουσία του ή αν κάθε εύλογη προσπάθεια ανεύρεσής του έγινε χωρίς επιτυχία.
(2) Σε οποιαδήποτε διαδικασία, το Δικαστήριο δύναται, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, αν, αφού λάβει υπόψη όλα τα περιστατικά της υπόθεσης, ικανοποιηθεί ότι άλλως θα επροξενείτο αδικαιολόγητη καθυστέρηση ή δαπάνη, να διατάξει όπως η δήλωση που αναφέρεται στο εδάφιο (1) γίνει δεκτή ως απόδειξη ή δύναται χωρίς έκδοση τέτοιου διατάγματος, να αποδεχτεί τη δήλωση αυτή ως απόδειξη:-
(α) ανεξάρτητα από το ότι αυτός που δηλώνει είναι διαθέσιμος αλλά δεν καλείται ως μάρτυρας·
(β) ανεξάρτητα από το ότι το πρωτότυπο έγγραφο δεν έχει παρουσιαστεί, αν αντί αυτού παρουσιαστεί αντίγραφο του πρωτότυπου εγγράφου ή του ουσιώδους μέρους αυτού επικυρωμένο ως πιστό αντίγραφο με τέτοιο τρόπο όπως ήθελε οριστεί στο διάταγμα ή εγκριθεί από το Δικαστήριο, ανάλογα με την περίπτωση.»
Στη Λιασίδη (ανωτέρω) γραπτή κατάθεση, την οποία η αστυνομία είχε λάβει από Φιλιππινέζα μάρτυρα, παρουσιάστηκε και έγινε δεκτή στη δίκη επειδή η μάρτυρας είχε στο μεταξύ επιστρέψει στην πατρίδα της και δεν ήταν διαθέσιμη για να καταθέσει προφορικά και να αντεξετασθεί. Η εν λόγω γραπτή κατάθεση ήταν σημαντική. Το Εφετείο σημείωσε σχετικά τα εξής:
«Το ότι η μαρτυρία της επέδρασε στην απόφαση του Δικαστηρίου είναι πρόδηλο, από όσα έχουμε αναφέρει. Έτεινε να αντικρούσει την εκδοχή του εφεσείοντος και αποτέλεσε μέρος του λόγου για την απόρριψη της μαρτυρίας του, ως αναξιόπιστης.»
Με αυτά τα δεδομένα μας φαίνεται ότι, όπως και να αντικρυζόταν η αντίρρηση στη δεκτότητα της εν λόγω μαρτυρίας με αναφορά στο Σύνταγμα ή την Ευρωπαϊκή Σύμβαση, η καταδίκη θα έπρεπε να παραμεριζόταν για τον λόγο ότι η απόδοση αποδεικτικής αξίας στη γραπτή κατάθεση, σε τέτοιο βαθμό σε ένα τόσο ζωτικό τομέα, καθιστούσε ακροσφαλή την καταδίκη. Οπότε δεν προέκυπτε συνταγματικό ζήτημα. Το οποίο, όπως είναι νομολογημένο, εξετάζεται μόνο ως τελευταία λύση.
Οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, τόσο εκείνες στις οποίες γίνεται αναφορά στη Λιασίδη (ανωτέρω)* όσο και άλλες, υποδεικνύουν, καθώς τις αντιλαμβανόμαστε, ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο θεωρεί πως σε ποινική διαδικασία η χρήση γραπτής κατάθεσης χωρίς δυνατότητα αντεξέτασης του μάρτυρα ο οποίος έδωσε την κατάθεση, είναι ασυμβίβαστη με το άρθρο 6(3)(δ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, τουλάχιστον όπου η κατάθεση φαίνεται να επέδρασε κρίσιμα στο καταδικαστικό αποτέλεσμα**. Η γενική προσέγγιση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου εκτίθεται με τρόπο χαρακτηριστικό στο ακόλουθο απόσπασμα από την Asch v. Austria Series A. Vol. 203, (1991), 1:
«27. All the evidence must normally be produced in the presence of the accused at a public hearing with a view to adversarial argument. This does not mean, however, that the statement of a witness must always be made in court and in public if it is to be admitted in evidence; in particular, this may prove impossible in certain cases. The use in this way of statements obtained at the pre-trial stage is not in itself inconsistent with paragraphs 3 (d) and 1 of Article 6, provided that the rights of the defence have been respected. As a rule, these rights require that the defendant be given an adequate and proper opportunity to challenge and question a witness against him, either when he was making his statements or at a later stage of the proceedings (ibid., p. 12, § 34).»
Σημειώνουμε συναφώς ότι το άρθρο 6(3)(δ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης αντικρύζεται όχι ως αυτοτελές αλλά σε συνάρτηση του με το άρθρο 6(1) με το οποίο διασφαλίζεται το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και ότι επιπλέον στην εξέταση αυτού του δικαιώματος, δεν απασχολεί η όποια ιδιαιτερότητα των εθνικών κανόνων για τη δεκτότητα μαρτυρίας. Παραθέτουμε απόσπασμα από την Doorson v. The Netherlands R.J.D. No. 6, 1996-II, 446 το οποίο απηχεί εκείνο που επανειλημμένα έχει λεχθεί αναφορικά με τις υπό αναφορά [*471]πτυχές (σελ. 469-470):
«66. As the requirements of Article 6 § 3 are to be seen as particular aspects of the right to a fair trial guaranteed by Article 6 § 1, the Court will examine the complaints under Article 6 § 1 and 3(d) taken together (see, among many other authorities, the Delta v. France judgment of 19 December 1990, Series A no. 191-A, p. 15, § 34).
67. The Court reiterates that the admissibility of evidence is primarily a matter for regulation by national law and as a general rule it is for the national courts to assess the evidence before them. The Court’s task under the Convention is not to give a ruling as to whether statements of witnesses were properly admitted as evidence, but rather to ascertain whether the proceedings as a whole, including the way in which evidence was taken, were fair (see, among other authorities, the abovementioned Kostovski judgment, p. 19, § 39).»
Διεξάγεται από κάποιο διάστημα συζήτηση αναφορικά με τον εξ ακοής κανόνα. Η συζήτηση αντανακλά απόψεις και προβληματισμούς που εκφράστηκαν και στην Αγγλία*. Στην Κύπρο, η άποψη για κατάργηση του κανόνα συνάντησε αντιρρήσεις από αυτούς που θεωρούν χρήσιμο τον κανόνα με τις εξαιρέσεις του, είτε με δυνατότητα επέκτασης είτε χωρίς τέτοια δυνατότητα. Η Λιασίδη (ανωτέρω) εκφράζει όμως, κατά την αντίληψή μας, μια νέα θέση που είναι η διατήρηση του εξ ακοής κανόνα χωρίς τη δυνατότητα συνύπαρξης ακόμα και των μέχρι τώρα αναγνωρισμένων εξαιρέσεων αφού, παρόλον που η απόφαση αφορούσε μόνο μια από τις εξαιρέσεις, η εμβέλεια του λόγου της την υπερβαίνει.
Την άποψη του Εφετείου στη Λιασίδη (ανωτέρω) αναφορικά με την ποινική διαδικασία δεν χρειάζεται να τη συζητήσουμε. Θα περιοριστούμε στην πολιτική διαδικασία στην οποία ανήκει η υπό εξέταση έφεση. Σ’ αυτή λοιπόν τη διαδικασία, την πολιτική, δεν έχει εφαρμογή ούτε το Άρθρο 12.5(δ) του Συντάγματος ούτε το Άρθρο 6(3)(δ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Αυτά αφορούν στα δικαιώματα κατηγορουμένων. Για την πολιτική διαδικασία ισχύει επί του προκειμένου το Άρθρο 30.3(γ) του Συντάγματος.
Βάσει του Άρθρου 30.3(γ) του Συντάγματος το δικαίωμα προσαγωγής των μέσων απόδειξης όπως και η εξέταση μαρτύρων σε πολιτική διαδικασία μπορεί να ρυθμιστεί με νόμο, το περιεχόμενο του οποίου δεν προκαθορίζεται. Ενώ στην περίπτωση των άλλων δύο διατάξεων, που αφορούν στην ποινική διαδικασία, το παρεχόμενο σε κατηγορουμένους δικαίωμα, στο οποίο ήδη αναφερθήκαμε, ρυθμίζεται ρητώς με πλήρη αναφορά στο περιεχόμενο του από τις ίδιες τις διατάξεις και δεν μπορεί να διαμορφωθεί με νόμο. Το άρθρο 4 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, με το οποίο εισήχθη ακόμα μια εξαίρεση στον εξ ακοής κανόνα, αποτελεί ακριβώς ένα τέτοιο νόμο. Θεωρούμε δε αυτή την εξαίρεση χρήσιμη για την καλύτερη απονομή της δικαιοσύνης, όπως επίσης χρήσιμη θεωρούμε τη μετέπειτα εξαίρεση με τον Ν. 54(Ι)/1994 για δηλώσεις που παράγονται από ηλεκτρονικούς υπολογιστές κ.λ.π.. Δεν διακρίνουμε σε τέτοιου είδους νομοθετικές ρυθμίσεις οποιαδήποτε ασυμφωνία είτε με το Σύνταγμα είτε με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση.
Η κατάληξη αυτή σημαίνει εν προκειμένω ότι το τεκμήριο 22 μπορούσε να ληφθεί υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο για τον καθορισμό της ζημιάς την οποία υπέστη ο εφεσίβλητος.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η εμβέλεια των υπό κρίση θεμάτων καθορίζεται από τους λόγους έφεσης. Ο σχετικός με το εξεταζόμενο θέμα λόγος έφεσης 7 αναφέρει, ως προς το μέρος που μας ενδιαφέρει:
“Εσφαλμένα το Δικαστήριο αποδέχθηκε, με ενδιάμεση απόφασή του ημερ. 15.2.2002, την κατάθεση του Τεκμηρίου 22 ....... εφόσον η κατάθεση του Τεκμηρίου έπρεπε να γίνει από τον εκδότη του και όχι από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο”.
Να παρατηρήσω τα εξής:
1. Η έφεση περιορίζεται ως προς μία και μόνο πτυχή του άρθρου 4 του Κεφ. 9, καθόσον δηλαδή αφορά την ορθότητα της ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου μόνο σε σχέση με την επιφύλαξη του άρθρου 4(1)(β) ότι ο εκδότης του εν λόγω εγγράφου δεν εκλήθη ως μάρτυρας για να το καταθέσει. Η έφεση δεν επεκτείνεται στις άλλες προϋποθέσεις του άρθρου 4(1), δηλαδή του άρθρου 4(1)(α)(i)(ii). Και δεν θεωρώ λανθασμένη την ενδιάμεση απόφαση του ευπαιδεύτου Δικαστή επί του θέματος ως προς το άρθρο 4(1)(β). Θεωρώ λοιπόν ότι, με την επιφύλαξη των όσων μπορεί να ισχύουν ως προς το θέμα της [*473]συνταγματικότητάς του, το άρθρο 4(1) είχε εφαρμογή στην παρούσα περίπτωση. Να παρατηρήσω μόνο ότι η δεκτότητα του Τεκμηρίου 22 ήταν θέμα διάφορο της αποτελεσματικότητάς του, επ’ αυτού δε είναι προφανές ότι ο ευπαίδευτος Δικαστής, αποδεχόμενος το Τεκμήριο 22, επεδίκασε το πλήρες αναφερόμενο σε αυτό ποσό των £57.487,65 χωρίς να αφαιρέσει την επίσης αναφερόμενη σε αυτή έκπτωση των £13.528,41. Ούτε αυτή η πτυχή του θέματος όμως εγείρεται με την έφεση η οποία δεν αμφισβητεί ότι το οφειλόμενο δυνάμει του Τεκμηρίου 22 ποσό, αν αυτό ήταν αποδεκτό ως μαρτυρία, είναι £57.487,65. Να παρατηρήσω δε περαιτέρω ότι, εκτός από το Τεκμήριο 22, υπήρχε και άλλη μαρτυρία στην οποία εστηρίχθη και το Δικαστήριο ότι το ποσό με το οποίο εχρεώθη ο εφεσίβλητος ήταν £57.487,65, εκείνη της μητέρας του αλλά και τα Τεκμήρια 20 και 21 τα οποία είχαν γίνει δεκτά χωρίς ένσταση εκ μέρους του εφεσείοντα και των οποίων η δεκτότητα δεν προσβάλλεται βεβαίως με την έφεση.
2. Με την έφεση δεν αμφισβητήθηκε η συνταγματικότητα του άρθρου 4(1). Το θέμα ετέθη από το ίδιο το Εφετείο στα πλαίσια της έφεσης, εν όψει της τότε πολύ πρόσφατης απόφασης στην υπόθεση Λιασίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας κ.ά., (2002) 2 Α.Α.Δ. 434, η οποία εδόθη μόλις μία εβδομάδα μετά από την επιφύλαξη της απόφασης επί της έφεσης, σαν αποτέλεσμα δε εκρίθη τελικά και ορθό όπως το Εφετείο διευρυνθεί ώστε να περιλαμβάνει την Πλήρη Ολομέλεια. Το γεγονός όμως παραμένει ότι η ίδια η έφεση δεν εγείρει θέμα μη ισχύος του άρθρου 4(1) εφόσον οι όροι του θα ικανοποιούντο. Να παρατηρήσω επίσης ότι το κριθέν στην Λιασίδης ως μη ισχύον ως εκ της αντίθεσης του με τις πρόνοιες των Άρθρων 30.3(γ) και 12.5(δ) του Συντάγματος ήταν το άρθρο 4(2) όπως αρχικά υπήρχε αλλά και όπως τροποποιήθηκε και όχι το άρθρο 4(1) το οποίο αφορά η ενώπιον μας έφεση. Εν όψει όμως της πλήρους αναλογίας του άρθρου 4(1) προς το άρθρο 4(2) σε σχέση με το θέμα που ενδιαφέρει και την καθολική εμβέλεια της Λιασίδης ως απόφασης επί της συνταγματικής διαστάσεως της ισχύος του άρθρου 4(2) στη βάση και του σκεπτικού της, προχωρώ να εκφράσω τις απόψεις μου επί της Λιασίδης σε συνάρτηση με την προκείμενη έφεση.
Επρόκειτο για ποινική υπόθεση. Η ουσία της απόφασης ήταν το ανασφαλές της καταδίκης σε συνάρτηση με την αποδοχή της κατάθεσης ουσιαστικού μάρτυρα χωρίς αυτός να κληθεί στη δίκη. Το ίδιο το Εφετείο (η απόφαση εδόθη από τον Πική, Π.) απευθύνθηκε [*474]στο θέμα ως εξής:
“Στην προκείμενη περίπτωση, η κατάθεση της κ. Ράμος έγινε δεκτή κατά τη δίκη του εφεσείοντος, στερώντας του το δικαίωμα να την αντεξετάσει, εκτρέποντας, τοιουτοτρόπως, τη διαδικασία για τη διαπίστωση της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου (έξω) από το πλαίσιο της δίκαιας δίκης. Το ότι η μαρτυρία της επέδρασε στην απόφαση του Δικαστηρίου είναι πρόδηλο, από όσα έχουμε αναφέρει. Έτεινε να αντικρούσει την εκδοχή του εφεσείοντος και αποτέλεσε μέρος του λόγου για την απόρριψη της μαρτυρίας του ως αναξιόπιστης.”
Συγχρόνως, αποφασίζοντας ότι αυτή δεν ήταν περίπτωση που ενδεικνύετο να διαταχθεί επανεκδίκαση, το Εφετείο ανέλυσε σε έκταση τη μαρτυρία για να καταδείξει ότι διέπετο από εγγενή αδυναμία που δεν καθιστούσε δυνατή τη στήριξη καταδίκης επ’ αυτής.
Η θεώρηση αυτή προσέφερε την ελάχιστη αναγκαία βάση για διάγνωση της έφεσης. Δεν καθίστατο αναγκαίο να εξετασθεί η συνταγματικότητα του άρθρου 4(2). Η επέκταση του Εφετείου επί της συνταγματικότητας του άρθρου 4(2) μπορεί λοιπόν να θεωρηθεί ως μη δικαιολογούμενη από τα πλαίσια των επίδικων θεμάτων.
Καθ’ όσον όμως η Ολομέλεια υπεισήλθε σε αυτή τη πτυχή της Λιασίδης, ως εκ του ότι το θέμα ετέθη και ανεπτύχθη ενώπιον μας, η απόφαση στη Λιασίδης δεν με βρίσκει σύμφωνο, τουλάχιστον ως προς τις πολιτικές υποθέσεις.
Ως προς ποινικές υποθέσεις, υπάρχει χωριστή πρόνοια στο Σύνταγμα στο Άρθρο 12.5(δ) ότι ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα:
“Να εξετάζη ή να προκαλεί την εξέτασιν μαρτύρων κατηγορίας και να ζητή την προσέλευσιν και εξέτασιν μαρτύρων υπερασπίσεως υπό τους αυτούς όρους τους ισχύοντας ως προς τους μάρτυρας κατηγορίας”.
Το Άρθρο 12.5(δ) λοιπόν καθιερώνει ότι η ποινική διαδικασία γίνεται μόνο με την εξέταση μαρτύρων και αποκλείει τη δυνατότητα άλλης φύσεως μαρτυρίας. Το άρθρο 4(1), όπως και το άρθρο 4(2), τα οποία επιτρέπουν την προσαγωγή μαρτυρίας προερχόμενης από μάρτυρα που δεν καλείται και εξετάζεται στη δίκη, δεν θα μπορούσαν, όπως τροποποιήθησαν, να επιζήσουν του Άρθρου 12.5(δ) του Συντάγματος, δηλαδή ως προς ποινικές υποθέσεις (εκτός, βεβαίως, εφόσον πρόκειται για δικαίωμα του κατηγορουμένου, αν ο κατηγορούμενος συναινεί ή αν υπάρχουν κοινώς παραδεκτά γεγονότα).
[*475]
Δεν ήταν όμως αυτό ακριβώς το σκεπτικό της Λιασίδης. Η απόφαση εβασίσθη κυρίως επί της ευρύτερης αρχής της δίκαιης δίκης στα πλαίσια του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του Άρθρου 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όπως και στα δικαιώματα κάτω από τα Άρθρα 12.5(δ) και 30.3(γ) του Συντάγματος ως συναρτόμενα με το δικαίωμα της δίκαιης δίκης, και χωρίς διάκριση μεταξύ των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου κάτω από το Άρθρο 12.5(δ) και των δικαιωμάτων κάθε διαδίκου κάτω από το Άρθρο 30.3(γ).
Διάκριση όμως υπάρχει. Το Άρθρο 30.3(γ) προνοεί ότι έκαστος έχει το δικαίωμα:
“Να προσάγει ή να προκαλεί την προσαγωγήν των μέσων αποδείξεως και να εξετάζη μάρτυρας συμφώνως τω νόμω”.
Το Άρθρο 30.3(γ) προβλέπει λοιπόν, όπως δεν προβλέπει το Άρθρο 12.5(δ), τη δυνατότητα προσαγωγής των “μέσων αποδείξεως”, που ασφαλώς δεν περιλαμβάνουν μόνο μάρτυρες. Εφόσον το Άρθρο 12.5(δ) αφορά μόνο ποινικές υποθέσεις, το δε Άρθρο 30.3(γ) κάθε είδους υπόθεση, ουσιαστικά υπάρχει συνταγματική διαφοροποίηση μεταξύ ποινικών υποθέσεων, στις οποίες μόνο μάρτυρες μπορούν να προσάγονται, και άλλων υποθέσεων, στις οποίες παρέχεται η δυνατότητα προσαγωγής και άλλων μέσων αποδείξεως. Έτσι έκρινε, και ορθώς θα έλεγα ως εκ της διάφορης φύσης και συνεπειών της ποινικής και της πολιτικής υπόθεσης, ο νομοθέτης του Συντάγματος. Δεν είναι τυχαίο δε που, πριν από το Νόμο 94(1)/94 με τον οποίο τροποποιήθηκε το άρθρο 4(1)(2), το άρθρο 4(1)(2) περιορίζετο στην πολιτική διαδικασία και δεν είχε εφαρμογή στην ποινική διαδικασία. Ο σοφός νομοθέτης προφανώς διείδε τη διαφοροποίηση της ποινικής από την πολιτική διαδικασία, η δε διαφοροποίηση του άρθρου 4(1)(2) την οποία εθέσπισε στο Κεφ. 9 μετεφέρθη, σύμφωνα με τα πιο πάνω, και στα Άρθρα 12.5(δ) και 30.3(γ) του Συντάγματος.
Εκείνο λοιπόν που ήταν αντίθετο με το Σύνταγμα δεν ήταν το άρθρο 4(2) όπως προϋπήρχε και που ποτέ δεν αφορούσε την ποινική διαδικασία αλλά η τροποποίησή του με το νόμο 94(1)/94. Ο λόγος της Λιασίδης ήταν λοιπόν, φρονώ, ευρύτερος του πρέποντος και περιορίζεται αναλόγως. Η αντισυνταγματικότητα του άρθρου 4(1)(2) όπως έχει τροποποιηθεί είναι μόνο ως προς το Άρθρο 12.5(δ).
Ως προς το Άρθρο 30.2.3, πέραν των όσων ελέχθησαν ειδικά [*476]σε σχέση με το Άρθρο 30.3(γ) και σε σχέση με ποινικές διαδικασίες, να πω επίσης ότι τα επί μέρους δικαιώματα του διαδίκου κάτω από το Άρθρο 30.3 συναρτώνται, όπως παρατηρήθηκε στη Λιασίδης, προς το ευρύτερο δικαίωμά του για δίκαιη δίκη κάτω από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και το Άρθρο 6.1 της Σύμβασης. Την έννοια της δίκαιης δίκης, όπως και τα εν λόγω επί μέρους δικαιώματα που συναρτώνται με αυτή, δεν αντιστρατεύεται εκ προοιμίου η δυνατότητα προσαγωγής μέσων αποδείξεως διαφόρων των μαρτύρων κατά τη δίκη. Το δίκαιο της δίκης κρίνεται με αναφορά στη φύση και στις συνέπειες του μαρτυρικού υλικού στην κάθε περίπτωση. Και δεν κατεδείχθη στην προκειμένη υπόθεση ότι η εφαρμογή του άρθρου 4(1) συνιστούσε παράβαση της δίκαιης δίκης.
Είναι λοιπόν η κατάληξή μου ότι η Λιασίδης δεν εμπόδιζε την εφαρμογή του άρθρου 4(1) στην προκειμένη υπόθεση εφόσον επρόκειτο για πολιτική και όχι ποινική υπόθεση και ότι ορθώς το Τεκμήριο 22 έγινε δεκτό ως μέρος της μαρτυρίας με την οποία αποδεικνύετο ότι το ποσό με το οποίο ο εφεσίβλητος εχρεώθη ήταν £57.487,65.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Ο Νίκος Σταύρου Χαραλάμπους, ο εφεσίβλητος, υπήρξε θύμα εργατικού ατυχήματος. Τα γεγονότα, που περιβάλλουν το δυστύχημα, και οι θλιβερές για τον εφεσίβλητο συνέπειες διαγράφονται στην απόφαση του Κωνσταντινίδη, Δ. Ως αποτέλεσμα των κακώσεων που υπέστη, ο εφεσίβλητος, υγιής πριν το δυστύχημα νέος, είκοσι ετών, μετατράπηκε σε ανάπηρο άτομο, εξαρτημένο για την επιβίωση και την καθημερινή του διαβίωση από τη συνδρομή και τη βοήθεια άλλων.
Η απόδοση ολικής ευθύνης για το δυστύχημα στους εργοδότες του εφεσίβλητου δεν αποτελεί επίδικο θέμα της έφεσης.
Η έφεση των εργοδοτών και η αντέφεση του εφεσίβλητου περιστρέφονται γύρω από τις αποζημιώσεις που τού επιδικάστηκαν. Είμαστε σύμφωνοι ως προς την επίλυση των επιδίκων θεμάτων της έφεσης, εκτός από ένα. εκείνου που σχετίζεται με το παραδεκτό ως μαρτυρίας του λογαριασμού - (Τεκμήριο 22) - κάτω από την ονομασία του νοσοκομείου «Devonshire Hospital» της Αγγλίας, όπου έτυχε νοσηλείας ο εφεσίβλητος. Οι απόψεις και οι θέσεις μας επί του θέματος αυτού διίστανται. Η διαφωνία μας εκτείνεται και ως προς τα θέματα που εγείρονται με την έφεση, αναφορικά με το παραδεκτό του λογαριασμού ως μαρτυρίας. Με την έφεση, αμφισβητείται, ως κρίνω, κάθε θέμα που άπτεται του αποδεκτού του λογαριασμού ως μαρτυρίας.
Στην απόφαση του Κωνσταντινίδη, Δ., αναφέρεται ότι η έφεση, σε σχέση με το αποδεκτό της προσαγωγής του Τεκμηρίου 22 ως μαρτυρίας, περιορίζεται στο παραδεκτό της προσαγωγής του ως μαρτυρίας υπό το πρίσμα των διατάξεων του Άρθρου 30.2 και 3 του Συντάγματος και της απόφασης στη Λιασίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας κ.ά. (2002) 2 Α.Α.Δ. 434.
Κατά την απόφασή μου, η αμφισβήτηση δεν περιορίζεται μόνο σ’ αυτό το θέμα. Αμφισβητείται κάθε πτυχή του παραδεκτού του λογαριασμού ως μαρτυρίας, είτε κάτω από το Άρθρο 4(2) του περί Αποδείξεως Νόμου, ΚΕΦ. 9, (ο «Νόμος»), βάσει του οποίου έγινε αποδεκτός, είτε έξω από αυτό. Ο λόγος έφεσης, με τον οποίο προσβάλλεται η αποδοχή του λογαριασμού ως μαρτυρίας, έχει ως εξής:-
«7. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και αυθαίρετα επιδίκασε το ποσό των Λ.Κ. 57.487,65* για την παραμονή του Ενάγοντα σε νοσοκομείο στην Αγγλία διότι:
Α) Εσφαλμένα το Δικαστήριο αποδέχθηκε, με ενδιάμεση απόφαση του ημερομηνίας 15/2/2000, την κατάθεση του Τεκμηρίου 22 το οποίο αποτελείται από τα τιμολόγια για το ποσό των Λ.Κ. 57.487,65 τα οποία εκδόθηκαν από το εν λόγω νοσοκομείο εφόσον η κατάθεση του τεκμηρίου έπρεπε να γίνει από τον εκδότη του και όχι από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο.
Β) Καμιά μαρτυρία δεν προσήχθη ενώπιον του Δικαστηρίου που να αποδεικνύει ότι το ποσό αυτό δόθηκε στον Ενάγοντα υπό τύπο δανείου και ως εκ τούτου έπρεπε να επιστραφεί.»*
Η προσαγωγή του λογαριασμού ως μαρτυρίας προσβάλλεται ως λανθασμένη και αυθαίρετη. Αυθαίρετη είναι κάθε απόφαση δικαστηρίου που στερείται ερείσματος. Στο αιτιολογικό του λόγου έφεσης 7, αναφέρεται ότι η κατάθεση του λογαριασμού έπρεπε να γίνει από τον εκδότη του εγγράφου και όχι από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο.
Το πρώτο θέμα, το οποίο χρήζει εξέτασης, είναι κατά πόσο το βάθρο, στο οποίο θεμελιώθηκε η αποδοχή του λογαριασμού ως μαρτυρίας, σύμφωνα με την ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, είναι ακροσφαλές. Η μαρτυρία έγινε δεκτή βάσει του Άρθρου 4(2) του Νόμου. Το πρώτο ερώτημα είναι κατά πόσο η διάταξη αυτή του Νόμου παρείχε έρεισμα για την αποδοχή του λογαριασμού ως μαρτυρίας. Η επιχειρηματολογία, που αναπτύσσεται στο περίγραμμα των εφεσειόντων, περιστρέφεται αποκλειστικά γύρω από αυτό το θέμα**. Για να απαντήσουμε το ερώτημα, πρέπει να προβούμε σε θεώρηση του περιεχομένου του εγγράφου, διαδικασία παραδεκτή, ως ορίζει το εδάφιο (5) του Άρθρου 4 του Νόμου. Εξέταση του περιεχομένου του λογαριασμού - (Τεκμήριο 22) - αποκαλύπτει ότι:-
(α) Το έγγραφο ετοιμάστηκε από περισσότερα άτομα του ενός***.
(β) Το έγγραφο δε φέρει την υπογραφή ή μονογραφή οποιουδήποτε από τους συντάκτες του.
(γ) Η ταυτότητα των προσώπων, που συνέταξαν το έγγραφο, είναι άγνωστη· και
(δ) Απουσιάζει οποιαδήποτε ένδειξη ότι οι συντάκτες του εγγράφου είχαν προσωπική γνώση των γεγονότων που κατέγραψαν.
Το εδάφιο (4) του Άρθρου 4 του Νόμου ρητά προβλέπει ότι προϋπόθεση για την προσαγωγή εγγράφου ως μαρτυρίας, κάτω από το Άρθρο 4(2), είναι ο καταρτισμός του ιδιοχείρως από το συντάκτη, ή η υπογραφή, ή η μονογράφησή του από αυτό. Χωρίς το στοιχείο αυτό, απουσιάζει η ανάληψη ευθύνης, από το συγγραφέα του εγγράφου, για την ακρίβεια του περιεχομένου του. Η διάταξη αυτή ορίζει τα ελάχιστα απαιτούμενα για την προσαγωγή οποιουδήποτε εγγράφου ως μαρτυρίας.
Το έγγραφο, περί ου ο λόγος, είναι δακτυλογραφημένο και δε φέρει την υπογραφή ή μονογραφή κανενός. Δεν αναγράφεται ποίος το ετοίμασε, ούτε αν ο συντάκτης του φέρει ευθύνη για το περιεχόμενό του, ή αν αυτό είναι ακριβές. Οι διατάξεις του Άρθρου 4(2) του Νόμου δεν απέβλεπαν στην κατοχύρωση της ανωνυμίας [*479]του συντάκτη του εγγράφου ή στην απαλλαγή του από κάθε ευθύνη για την ορθότητα του περιεχομένου του. Ούτε σκοπούσαν να παρακάμψουν ή να καταλύσουν τον κανόνα αποκλεισμού εξ ακοής μαρτυρίας. Προσωπική γνώση του περιεχομένου του εγγράφου από το συγγραφέα αποτελεί, ως ορίζει το Άρθρο 4(1)(α) του Νόμου, προϋπόθεση για την κατάθεσή του ως μαρτυρίας, είτε από το συγγραφέα είτε από οποιοδήποτε άλλο, στην απουσία του.
Η απαλλαγή από υποχρέωση κατάθεσης εγγράφου από το συντάκτη του δεν αναιρεί τους αποδεικτικούς κανόνες για το παραδεκτό του περιεχομένου του ως μαρτυρίας. Προφορική ή έγγραφος μαρτυρία πρέπει να συνάδει με τους αποδεικτικούς κανόνες και, ειδικά, με τον κανόνα αποκλεισμού εξ ακοής μαρτυρίας. Διαφωτιστική επί του θέματος είναι η απόφαση στην Αστυνομία ν. Ξυδιά & Άλλου (1992) 2 Α.Α.Δ. 26, (η απόφαση δόθηκε από τον Α. Λοΐζου, Π.), στην οποία κρίθηκε, μεταξύ άλλων, ότι δεν αποτελεί εξαίρεση του κανόνα αποκλεισμού εξ ακοής μαρτυρίας η προσαγωγή εγγράφων από πρόσωπα άλλα από εκείνα τα οποία τα κατάρτισαν και τα οποία είχαν προσωπική γνώση του περιεχομένου τους. Το Ανώτατο Δικαστήριο ακολούθησε την απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση Myers v. D.P.P. [1964] 2 All E.R. 881 - (απόφαση πλειοψηφίας).
Στην παρούσα υπόθεση, ο λογαριασμός έγινε δεκτός ως μαρτυρία, μετά από εκδηλωθείσα απροθυμία των νοσοκομειακών αρχών να προβούν σε διευθετήσεις για την κατάθεση του εγγράφου από αρμόδιο του νοσοκομείου. Στην άρνησή τους, η οποία εκδηλώθηκε σε επιστολή τους - (Τεκμήριο 20) - γίνεται, στην πρώτη παράγραφο, η υπενθύμιση ότι παραμένει υπόλοιπο, το οποίο ο εφεσίβλητος οφείλει να καταβάλει, £10.449,25 στερλίνες.
Απουσίαζαν όλες οι προϋποθέσεις που θέτει ο Νόμος για την κατάθεση του λογαριασμού ως μαρτυρίας. Δεν υπήρχε νομικό έρεισμα για την αποδοχή του ως μαρτυρίας, είτε κάτω από το Άρθρο 4(2) ή ανεξάρτητα από αυτό. Εδώ έπρεπε να λήξει το θέμα.
Άλλη είναι η άποψη της πλειοψηφίας, για τους λόγους που περιέχονται στην απόφαση του Κωνσταντινίδη, Δ., στους οποίους έχουμε αναφερθεί. Κατά την άποψη της πλειοψηφίας, δεν τίθεται, με το λόγο έφεσης 7, θέμα αποδοχής του λογαριασμού ως μαρτυρίας βάσει των σχετικών διατάξεων του Άρθρου 4 του Νόμου. Τούτου δοθέντος, δεν εξετάζεται το παραδεκτό της μαρτυρίας με αναφορά στον αποδεικτικό κανόνα που αποκλείει την εισαγωγή εξ ακοής μαρτυρίας.
[*480]
Άλλη επιφύλαξή μου για το παραδεκτό της δαπάνης των £57.487,65 (στερλινών) σχετίζεται με την απουσία ιατρικής μαρτυρίας ως προς τη φύση και έκταση της θεραπείας και της νοσηλείας, στην οποία ο εφεσίβλητος υποβλήθηκε στο εξωτερικό, και το εύλογο της δαπάνης γι’ αυτή, που αποτελεί το αντικείμενο άλλου λόγου έφεσης - (λόγος 8).
Στη Μιχαηλίδης ν. Κακουλλή και Άλλων (1992) 1 Α.Α.Δ. 674, το Δικαστήριο υιοθέτησε την προσέγγιση στη Rubens v. Walker [1946] S.C. 215, 216, στην οποία το εύλογο της αναζήτησης ιατρικής γνώμης ή υποβολής σε θεραπεία σε χώρα του εξωτερικού εξαρτάται από την τεκμηρίωση της ανάγκης με ιατρική μαρτυρία. Στην υπόθεση εκείνη, η διεκδίκηση των εξόδων της ιατρικής θεραπείας στο εξωτερικό απορρίφθηκε, με το ακόλουθο σκεπτικό:- (σελ. 684)
«Ο εφεσείων ανάφερε πως έκαμε το ταξίδι στην Αθήνα κατόπιν ιατρικής συμβουλής, αλλά δεν θυμόταν καν το όνομα του γιατρού που τον συμβούλεψε. Πρέπει να υπομνησθεί εδώ ότι κανένας από τους τρεις γιατρούς δεν υποστήριξε την αναγκαιότητα μετάβασης του εφεσείοντα στο εξωτερικό ούτε ανάφερε πως έδωσε τέτοια συμβουλή στον ενάγοντα. Με αυτά τα δεδομένα δεν μπορούσε το πρωτόδικο δικαστήριο να αχθεί στο συμπέρασμα του ότι έπρεπε να του καταβληθούν τα έξοδα του ταξιδιού του στην Ελλάδα.»
(Απόσπασμα από την απόφαση του Εφετείου, που δόθηκε από το Νικήτα, Δ.)
Στη Φιλίππου κ.ά. ν. Παναγή κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 1275, υποδεικνύεται ότι το δικαιολογημένο αναζήτησης ιατρικής γνώμης και, παρεπόμενα, αναζήτησης θεραπείας από το θύμα αστικού αδικήματος εξετάζεται κάτω από πλατιά σκοπιά, με γνώμονα τον ανθρώπινο πόνο. Το λελογισμένο της δαπάνης είναι το κριτήριο για την ανάκτησή της, όπως εξηγείται στην απόφαση του Εφετείου στην Dieti v. Loizides (1978) 1 C.L.R. 233, που δόθηκε από τον Τριανταφυλλίδη, Π., παραπέμποντας προς τούτο στο σύγγραμμα McGregor on Damages, 13th ed., p. 761, para. 1128.
Και στην προκείμενη περίπτωση, η απελπιστική κατάσταση του εφεσίβλητου θα μπορούσε να δικαιολογήσει την αναζήτηση θεραπείας στο εξωτερικό, ως σανίδα σωτηρίας, παρά την απουσία ιατρικής μαρτυρίας για την αναγκαιότητά της. Δεν τελειώνει, όμως, εδώ το θέμα. Η ιατρική μαρτυρία είναι απαραίτητη για την τεκμηρίωση της ανάγκης υποβολής του θύματος στη συγκεκριμένη θεραπεία και νοσηλεία, καθώς και για τη διαπίστωση της έκτασής της. Πέραν τούτου, αναγκαία είναι και η τεκμηρίωση του εύλογου της δαπάνης, δοθείσας της φύσης και του χαρακτήρα της. Ως επισημαίνεται στη Φιλίππου κ.ά. ν. Παναγή κ.ά., (ανωτέρω):-
«Οι ίδιοι οι γιατροί δεν κατέθεσαν. Ελλείπει, στον τομέα αυτό, η τεκμηρίωση του εύλογου της δαπάνης, μέσα στα πλατιά όρια που έχουμε διαγράψει.»*
Έλειπε ολότελα ιατρική μαρτυρία, προερχόμενη είτε από τους θεράποντες ιατρούς του εφεσίβλητου στην Κύπρο ή από ιατρούς του αγγλικού νοσοκομείου, όπου υποβλήθηκε σε θεραπεία, για τη θεραπευτική αγωγή της οποίας έτυχε και το εύλογο της δαπάνης γι’ αυτή. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, έλειπε το θεμέλιο για την τεκμηρίωση της δαπάνης για την ιατρική θεραπεία και τη νοσηλεία του εφεσίβλητου στην Αγγλία. Η αποδοχή του λογαριασμού - Τεκμήριο 22 - ως μαρτυρίας ήταν, και γι’ αυτό το λόγο, επισφαλής.
Αντίθετη είναι η άποψη της πλειοψηφίας, οπόταν εγείρεται προς εξέταση το παραδεκτό της κατάθεσης του Τεκμηρίου 22, υπό το πρίσμα των αρχών της δικαίας δίκης, που στοιχειοθετούνται από τις παραγράφους 2 και 3 του Άρθρου 30 του Συντάγματος.
Στη Λιασίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας κ.ά., (ανωτέρω), αποφασίστηκε ότι οι αρχές της δικαίας δίκης αποκλείουν την προσαγωγή μαρτυρίας, χωρίς παροχή στον αντίδικο ευκαιρίας αντιπαράθεσης προς το μάρτυρα που καταθέτει. Τούτου δοθέντος, και νοουμένου ότι το Άρθρο 4(2) του Νόμου είναι θεμελιωμένο στην άρνηση του δικαιώματος αυτού, κρίθηκε ότι αυτό ατόνησε, εφόσον επρόκειτο για νομοθεσία που προϋπήρχε του Συντάγματος και της οποίας οι πρόνοιες δεν μπορούσαν να εναρμονισθούν προς αυτό. Το Άρθρο 188.1 του Συντάγματος διέσωσε την προϋπάρχουσα νομοθεσία, υπό την αίρεση της εναρμόνισής της προς το Σύνταγμα. Το Άρθρο 188.4 του Συντάγματος κατέστησε την προσαρμογή της προς το Σύνταγμα έργο του κάθε δικαστηρίου της Δημοκρατίας, που καλείται να εφαρμόσει, κατά την ενάσκηση της δικαιοδοσίας του, τη διασωθείσα από το Άρθρο 188.1 του Συντάγματος νομοθεσία.
Στη Λιασίδης κρίθηκε ότι το Άρθρο 4(2) του Νόμου δεν επιβίω[*482]σε του Συντάγματος, λόγω της αντίθεσής του προς το δικαίωμα του διαδίκου εξέτασης κάθε μάρτυρα, που αποτελεί αναπόσπαστη πτυχή της δικαίας δίκης. Έτσι, η τροποποίηση, της οποίας έτυχε με το Ν. 94(1)/94 - με την επιδιωχθείσα επέκταση της εφαρμογής του και σε ποινικές υποθέσεις, έπεσε στο κενό της ανυπαρξίας του.
Θα προχωρήσω τώρα στην εξέταση του θέματος που σχετίζεται με τις αρχές της Λιασίδης, που είναι, κατά την πλειοψηφία, το μόνο θέμα που εγείρεται με το λόγο έφεσης 7. Η απόφασή μου - ότι δεν τέθηκε το θεμέλιο για την προσαγωγή του Τεκμηρίου 22 ως μαρτυρίας - δεν με απαλλάσσει από αυτό το καθήκον. Ανάλογο, όχι όμως ταυτόσημο, ζήτημα αντιμετώπισα και στην In re Georghiou (1983) 2 C.L.R. 1, 26. Το απόσπασμα από την απόφαση εκείνη, που παραθέτω, αποτελεί οδηγό και στην παρούσα υπόθεση, προς εξέταση του τιθέμενου ζητήματος:-
“The coram of the Court cannot be altered according to the outcome of preliminary objections; once seized of a matter the Court remains unified to the end. My dissenting judgment as to the validity of the proceedings, does not absolve me of responsibility to pronounce on the merits, in view of the majority judgment. Any such abdication of responsibility on my part, would antagonise the right of the Court to settle by majority, in cases of division of opinion, the litigable issues. Once the proceedings were held to be valid and the Court properly moved to take cognizance of the application, I was dutybound to examine the merits of the application, notwithstanding my reservations on the subject, expressed in my judgment of 13.1.1983.”
Στη Λιασίδης, αποφασίστηκε ότι οι αρχές της δικαίας δίκης, ως προσδιορίζονται στο Άρθρο 30.2 και 3 του Συντάγματος και, ειδικά, στην υποπαράγραφο (γ) της παραγράφου 3, παρέχουν δικαίωμα στο διάδικο εξέτασης κάθε μάρτυρα κατά τη δίκη του. Το ζήτημα ηγέρθη κατά την έφεση ιατρού, καταδικασθέντος για άσεμνη επίθεση κατά πελάτιδός του. Το Δικαστήριο αποδέχτηκε ως μαρτυρία την κατάθεση νοσοκόμας στην Αστυνομία, η οποία απουσίαζε από την Κύπρο, αντικρουστική των θέσεων της υπεράσπισης σε ουσιώδη σημεία. Η κατάθεση, όχι μόνο έγινε δεκτή, αλλά αξιολογήθηκε και ως αληθής. Αποτέλεσε δε (η κατάθεσή της) ένα από τους λόγους για την απόρριψη της μαρτυρίας μαρτύρων υπεράσπισης, καθώς και της εκδοχής του κατηγορουμένου.
Η κατάθεση της απούσας μάρτυρος στη Λιασίδης έγινε δεκτή, [*483]βάσει των προνοιών του Άρθρου 4(2) του Νόμου, το οποίο επιτρέπει την εισαγωγή, μετά από διαταγή του δικαστηρίου, δήλωσης προσώπου, εφόσον ικανοποιείται ότι άλλη διευθέτηση θα προκαλέσει αδικαιολόγητη καθυστέρηση ή δαπάνη· ή, ακόμα, παρέχει τη δυνατότητα αποδοχής της δήλωσης ως μαρτυρίας, χωρίς τέτοια διαταγή. Το Άρθρο 4(2) αποτελούσε μέρος του περί Αποδείξεως Νόμου, ΚΕΦ. 9, ο οποίος ήταν σε ισχύ πριν την ανακήρυξη της Δημοκρατίας. Στην αρχική του μορφή αφορούσε μόνο πολιτικές υποθέσεις. Με το Ν. 94(1)/94, η εφαρμογή του επεκτάθηκε και σε ποινικές. Εκτός από την προβληθείσα παραβίαση του δικαιώματος της δικαίας δίκης, ενόψει της απουσίας της μάρτυρος από το εδώλιο του μάρτυρα, η καταδίκη του εφεσείοντος αμφισβητήθηκε και για άλλους λόγους. Το Δικαστήριο εξέτασε, ως πρώτο θέμα, το παραδεκτό της απουσίας της μάρτυρος, ενόψει του συσχετισμού του προς τις αρχές της δικαίας δίκης. προσδιόρισε το ζήτημα ως ακολούθως:-
«Ως θέμα αρχής και λογικής τάξης, το πρώτο θέμα που πρέπει να εξετάσουμε είναι κατά πόσο η δίκη υπήρξε δικαία, εφόσον εκτροπή από τα θέσμια της δικαίας δίκης επάγεται τον παραμερισμό της ετυμηγορίας του δικαστηρίου, όπως έχει, κατ’ επανάληψη, αποφασιστεί – (βλ., μεταξύ άλλων, Ευσταθίου ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 294· Βίκτωρος ν. Χριστοδούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 512· Δημοκρατία ν. Ford (Αρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232).»
Ο νόμος, βάσει του οποίου καθίσταται παραδεκτή η κατάθεση μάρτυρα σε ποινική δίκη, ως υποκατάστατο της παρουσίας του στο εδώλιο του μάρτυρα, δεν είναι αυτόνομος. Πρόκειται για νομοθεσία τροποποιητική υφιστάμενης νομοθεσίας, ως υποδεικνύεται στη Λιασίδης. Τοιουτοτρόπως, το θέμα, το οποίο, κατά πρώτο, εξετάστηκε, ήταν κατά πόσο το Άρθρο 4(2) διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την καθίδρυση της Δημοκρατίας. Το Άρθρο 188.1 του Συντάγματος διέσωσε την προϋπάρχουσα νομοθεσία, ως έχουμε αναφέρει, υπό τον όρο της προσαρμογής της προς το Σύνταγμα. Η προσαρμογή προς το Σύνταγμα ανατίθεται σε κάθε δικαστήριο της Δημοκρατίας,* κατά την ενάσκηση των εξουσιών του, προς επίλυση διαφορών αναγομένων στη δικαιοδοσία του. Στην παράγραφο 5(β) του Άρθρου 188, καθορίστηκε ότι ο όρος «προσαρμογή» περιλαμβάνει όχι μόνο την τροποποίηση και ευθυγράμμιση προϊσχύοντος νομοθετήματος αλλά και την κατάργησή του. Το Δικαστήριο κατέληξε:-
«Η συνάρτηση του δικαιώματος της δικαίας δίκης με το δικαίωμα του κάθε διαδίκου να αντεξετάζει τους μάρτυρες που καταθέτουν εναντίον του είναι συνυφασμένη με την πεμπτουσία της απονομής της δικαιοσύνης. Χωρίς το όπλο αυτό, ο διάδικος στερείται των εχεγγύων της φυσικής δικαιοσύνης για την υπεράσπισή του. Το δικαίωμα αυτό εμπεριέχεται στην έννοια της δικαίας δίκης και κατοχυρώνεται ευθέως σε κάθε δικαστική διαδικασία από τις πρόνοιες του Άρθρου 30.3(γ) του Συντάγματος. Κατά συνέπεια, οι διατάξεις του Άρθρου 4(2) του ΚΕΦ. 9, στο βαθμό που παρείχαν τη δυνατότητα προσαγωγής κατάθεσης μάρτυρα χωρίς να παρέχεται η δυνατότητα αντιπαράθεσης προς αυτό και τη μαρτυρία του, ατόνησαν και έπαυσαν να ισχύουν, ως αποτέλεσμα της αντίθεσής τους προς τις ρητές διατάξεις του Συντάγματος.»
Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, και σε περίπτωση που ήθελε θεωρηθεί ότι ο Ν. 94(1)/94 έδωσε νέα πνοή στο Άρθρο 4(2) του ΚΕΦ. 9, επαναθεσπίζοντάς το, «..., οι διατάξεις του είναι προδήλως αντισυνταγματικές, εφόσον προσκρούουν τόσο στην έννοια της δικαίας δίκης όσο και στις πρόνοιες των Άρθρων 30.3(γ) και 12.5(δ) του Συντάγματος.»
Οι εφεσείοντες ζήτησαν την ανατροπή της ενδιάμεσης απόφασης του δικάσαντος Δικαστηρίου για το παραδεκτό του τιμολογίου (Τεκμήριο 22), υπό το φως των αρχών της Λιασίδης, που συνιστά δεσμευτικό δικαστικό προηγούμενο*. Ο εφεσίβλητος, αντίθετα, υπέβαλε ότι:-
«Είναι η ταπεινή μου άποψη ότι το εύρος της απόφασης Λιασίδη δεν μπορεί να εφαρμόζεται ανεξάρτητα και καταλυτικά σε όλες τις υποθέσεις αστικές και ποινικές.»
Η θέση του είναι ότι η αποδοχή μαρτυρίας ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, γεγονός που αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να γίνει δεκτή μαρτυρία στην απουσία μάρτυρα. Ευκολότερα γίνεται δεκτή, κατά την ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, ως εισηγήθηκε, γραπτή κατάθεση μάρτυρα σε αστικές παρά σε ποινικές υποθέσεις.
Κατά συνέπεια, έχουμε κληθεί να αποστούμε από το λόγο της Λιασίδης, πρόσφατης απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία δόθηκε στις 30/9/2002. Το Άρθρο 30.3(γ) του Συντάγματος καθορίζει το ακόλουθο, ως αναφαίρετο δικαίωμα του κάθε διαδίκου, δικαίωμα το οποίο αποτελεί αναπόσπαστη πτυχή της έννοιας της δικαίας δίκης:-
«3. Έκαστος έχει το δικαίωμα:
---------------------------------------------------------------------------
(γ) να προσάγη ή να προκαλή την προσαγωγήν των μέσων αποδείξεως και να εξετάζη μάρτυρας συμφώνως τω νόμω.»
Η προαναφερθείσα διάταξη εξασφαλίζει στο διάδικο δύο συμφυή δικαιώματα:-
(α) Το ανέλεγκτο δικαίωμα προσαγωγής μαρτυρίας και πρόκλησης της προσαγωγής της, δηλαδή χρήσης των πειθαναγκαστικών μέσων του δικαίου για την προσέλευση μάρτυρα να καταθέσει, ως η χρήση της μαρτυρικής κλήσης· και
(β) Την εξέταση μαρτύρων σύμφωνα με το νόμο.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων θεώρησε την εξέταση μαρτύρων ως αναπόσπαστη πτυχή της δικαίας δίκης, παρά την απουσία διάταξης ανάλογης προς το Άρθρο 30.3(γ) του Κυπριακού Συντάγματος στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, (η «Ευρωπαϊκή Σύμβαση»). Ρητή διασφάλιση του δικαιώματος γίνεται μόνο για ποινικές υποθέσεις με τις διατάξεις του Άρθρου 6(3) της Ευρωπαικής Σύμβασης, οι οποίες αντανακλώνται και στο Κυπριακό Σύνταγμα, στις πρόνοιες του Άρθρου 12.5(δ).
Ο όρος «μάρτυς», κατά τη γραμματική του ερμηνεία, ως αποδίδεται από το Λεξικόν της Νέας Ελληνικής Γλώσσης - «ΠΡΩΪΑΣ» - Ορθογραφικόν και Ερμηνευτικόν, Έκδοσις Τρίτη Επηυξημένη, σελ. 1544 σημαίνει, στο πλαίσιο που εξετάζουμε: «... ο βεβαιών, ο εκθέτων τι το οποίον αντελήφθη ή γνωρίζει και δη ο πράττων τούτο ενώπιον δικαστικής τινος αρχής: ...»
[*486]Ανάλογη είναι η ερμηνεία που δίδεται στον όρο «μάρτυς» και στο Λεξικόν της Νέας Ελληνικής Γλώσσης, Ι. Σταματάκου, σελ. 1878, καθώς και στο Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Γ. Μπαμπινιώτη, σελ. 1057. Όμοια σημασία ενέχει και το ρήμα «μαρτυρώ» - (βλ. Λεξικόν της Νέας Ελληνικής Γλώσσης - «ΠΡΩΪΑΣ», (ανωτέρω), σελ. 1544: «... βεβαιώνω τι ως μάρτυς, καταθέτω ανακρινόμενος ή εξεταζόμενος ενώπιον δικαστικής τινος αρχής: ...». Αυτή είναι η έννοια που αποδίδεται στον όρο «μάρτυρας» και από τον περί Δικαστηρίων Νόμο του 1960, (Ν. 14/60), ως συνάγεται από τις πρόνοιες του Πέμπτου Μέρους του Νόμου.
Ίδια υπήρξε η ερμηνεία του όρου “witness” από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Στον όρο, ως επισημαίνεται σε αποφάσεις του, αποδίδεται αυτόνομη έννοια, συνυφασμένη με την προσωπική κατάθεση του επιμαρτυρούντος τα γεγονότα ενώπιον του δικαστηρίου - (βλ., μεταξύ άλλων, Lüdi v. Switzerland, judgment of 15 June 1992, Series A no. 238· Vidal v. Belgium, judgment of 22 April 1992, Series A no. 235-B).
Η προσαρμογή της διασωθείσας με το Άρθρο 188.1 του Συντάγματος νομοθεσίας προς το Σύνταγμα, αποτελεί, ως έχουμε αναφέρει, υποχρέωση του κάθε δικαστηρίου, το οποίο καλείται να εφαρμόσει τις πρόνοιές της, προς επίλυση της ανά χείρας διαφοράς. Γι’ αυτό, στη Λιασίδης εξετάσαμε κατά πόσο το Άρθρο 4(2) επιβίωσε του Συντάγματος. Στο ερώτημα αυτό δώσαμε αρνητική απάντηση, για να καταλήξουμε ότι δεν υπάρχει κανένα έρεισμα για την αποδοχή της μαρτυρίας προσώπου, το οποίο δεν προσέρχεται ως μάρτυρας ενώπιον του Δικαστηρίου. Επισημάναμε, συγχρόνως:-
«Πριν προχωρήσουμε περαιτέρω, θέλουμε να υποδείξουμε ότι, όπου τα αναφαίρετα δικαιώματα διαδίκου καθορίζονται ευθέως από το Σύνταγμα, όπως στην περίπτωση των Άρθρων 12.5(δ) και 30.3(γ) του Συντάγματος, αυτά αποτελούν αυθεντικό οδηγό για το πλαίσιο διεξαγωγής της δίκης. Εξοβελίζουν παν έτερο.»
Έχουμε κληθεί να αποστούμε από το λόγο της Λιασίδης. Δυνατότητα απόκλισης από δεσμευτικό δικαστικό προηγούμενο παρέχεται κάτω από τις αρχές που προσδιορίζει η νομολογία. Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση στη Νικολάου κ.ά. ν. Νικολάου και Άλλου (Αρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. (Β) 1338, το οποίο υιοθετήθηκε στη Μαυρογένης ν. Βουλής κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315, 328-329, (απόφαση πλειοψηφίας), προσδιορίζει πότε είναι παραδεκτή παρέκκλιση από δικαστικό προηγούμενο:- (σελ. 1406)
[*487]
«Τα περιθώρια και προϋποθέσεις για απόκλιση από προηγούμενες αποφάσεις της ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι ανάλογες με εκείνες που παρέχονται στη Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων να αποκλίνει από προηγούμενες αποφάσεις της που περιέχονται στη διακήρυξη του 1966, [1966] 3 All E.R., 77. Στο προοίμιο της Διακήρυξης Πρακτικής επαναβεβαιώνεται η προσήλωση στο δικαστικό προηγούμενο ως το θεμέλιο πάνω στο οποίο οικοδομείται το δίκαιο και προσδιορίζεται η εφαρμογή του σε συγκεκριμένους τομείς. Προηγούμενες αποφάσεις του δικαστηρίου θεωρούνται κατά κανόνα δεσμευτικές. Μόνο λόγοι κεφαλαιώδους σημασίας, όπως η ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεων στις οποίες εδράζεται αρχή δικαίου, μπορεί να δικαιολογήσουν απόκλιση από το λόγο προηγούμενης απόφασης του δικαστηρίου. (Fitzleet Estates Ltd v. Cherry [1977] 3 All E.R., 996, (H.L.) – Βλ. επίσης Bremer Vulkan v. South India Shipping [1981] 1 All E.R., 289, Paal Wilson & Co v. Blumenthal [1983] 1 All E.R., 34, Food Corp of India v. Antclizo Shipping [1988] 2 All E.R. 513). Ευχέρεια για απόκλιση παρέχεται και όταν κριθεί ότι προηγούμενη απόφαση βασίζεται σε αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη αρχή δικαίου ή οδηγεί σε καταφανώς άδικα αποτελέσματα. (O’ Brien v. Robinson [1973] 1 All E.R. 583, (H.L.)).”
Οι τρεις, κατ’ εξοχήν, λόγοι, για τους οποίους είναι παραδεκτή παρέκκλιση από δικαστικό προηγούμενο, είναι:-
(α) Η ουσιώδης μεταβολή των περιστάσεων:
Καμιά αλλαγή στις περιστάσεις, που περιβάλλουν την αρχή που αναγνωρίστηκε στην πρόσφατη απόφαση Λιασίδης - (δόθηκε 30/9/02), δεν έχει επέλθει, ούτε έχει γίνει λόγος για τέτοια μεταβολή.
(β) Όταν ο λόγος του δικαστικού προηγούμενου βασίζεται σε αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη αρχή δικαίου:
Αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη αρχή δικαίου είναι εκείνη, για το εσφαλμένο της οποίας δε χωρεί, κατά λογική τάξη, αντίλογος. Το δικαίωμα, το οποίο κατοχυρώνει το Άρθρο 30.3(γ) του Συντάγματος, συνιστά αναφαίρετο δικαίωμα του διαδίκου αλλά και αναπόσπαστη πτυχή της δικαίας δίκης. Δεν είναι τυχαίο ότι το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έκρινε, παρά την απουσία στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση ρητής κατοχύρωσης του δικαιώματος εξέτασης [*488]μαρτύρων στην πολιτική δίκη, ότι το δικαίωμα αυτό αποτελεί αναπόσπαστη πτυχή της δικαίας δίκης. Ούτε μπορούσε να ήταν διαφορετικά. Η φυσική δικαιοσύνη το επιβάλλει. Πώς είναι ποτέ δυνατό ένας να καταδικαστεί σε οποιαδήποτε από τις κυρώσεις του δικαίου, βάσει μαρτυρίας που δεν έχει τη δυνατότητα να αμφισβητήσει. Η αναγνώριση των συμφυών προς τη λειτουργική οντότητα του ανθρώπου δικαιωμάτων κατέρριψε κάθε θεσμό αντίθετο προς αυτά. Ούτε είναι συμβατή προς τη φύση του δικαιώματος δικαίας δίκης οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ πολιτικής και ποινικής διαδικασίας. Και στις δύο περιπτώσεις, το ζητούμενο είναι η απόδοση δικαιοσύνης στον άνθρωπο. Το Άρθρο 30.2 και 3 του Συντάγματος καθιερώνει ομοιόμορφους κανόνες για την κρίση τόσο των αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του ανθρώπου όσο και της ποινικής του ευθύνης.
Η σημασία του όρου «μάρτυρας» έχει εξηγηθεί. Η σημασία του όρου «εξετάζει», σε σχέση με μάρτυρα, είναι αυτόδηλη. Στο Λεξικόν της Νέας Ελληνικής Γλώσσης - «ΠΡΩΪΑΣ», (ανωτέρω), σελ. 960, ο όρος «εξετάζω» ερμηνεύεται ως: «... ανακρίνω, ερωτώ λεπτομερώς τινα περί τινος: ‘εξετάζω μάρτυρας, ...’». Η εξέταση μάρτυρα, ως προβλέπει το Άρθρο 30.3(γ) του Συντάγματος, γίνεται σύμφωνα με το νόμο. Ό,τι αφήνεται στο νόμο, είναι ο καθορισμός του τρόπου εξέτασης των μαρτύρων. Στο δικό μας δικαιϊκό σύστημα, οι κανόνες εξέτασης μαρτύρων είναι οι ίδιοι στην ποινική και στην πολιτική δίκη.* Ο μάρτυρας εξετάζεται από το διάδικο που τον καλεί, αντεξετάζεται από τον αντίδικο και επανεξετάζεται από τον πρώτο.
Στη Λιασίδης, έγινε αναφορά και στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, σύμφωνα με την οποία το δικαίωμα διαδίκου να εξετάσει μάρτυρες αποτελεί αναπόσπαστη πτυχή της δικαίας δίκης. Δεν θα κάμω αναφορά στη νομολογία επί του θέματος, την οποία πραγματεύεται με πληρότητα ο Καλλής, Δ., στην απόφασή του.
Κατάληξή μου είναι ότι δεν έχει καταδειχθεί αδιαμφισβήτητο λάθος, που θα μπορούσε να δικαιολογήσει απόκλιση από το λόγο της Λιασίδης. Μόνο με παραμόρφωση του κειμένου του Άρθρου 30.3(γ) του Συντάγματος και αλλοίωση των αρχών της δικαίας δίκης στις οποίες ενσωματώνεται, θα μπορούσε να εντοπισθεί λάθος.
(γ) Όταν η απόφαση οδηγεί σε καταφανώς άδικα αποτελέσματα:
Ο λόγος της Λιασίδης θεμελιώνεται σε ένα από τα αξιώματα της δικαιοσύνης - ότι κανένας δεν κρίνεται, χωρίς να του δοθεί η ευκαιρία να αντιπαραβληθεί σε όσα του καταμαρτυρούνται. Χωρίς αυτή τη διασφάλιση, δε νοείται δικαία δίκη. Σε τέτοια περίπτωση, ο άνθρωπος κρίνεται χωρίς να δικαστεί. Η δίκη, ως θεμελιώδης έννοια και θεσμός, προϋποθέτει τη δυνατότητα εξέτασης και κρίσης των μαρτύρων. Πώς άλλως μπορεί να είναι δικαία; Πώς μπορεί να κριθεί ο αφανής καταθέτης και πώς μπορεί να αντιπαρατεθεί προς τον αθέατο μάρτυρα ο αντίδικος; Ο άνθρωπος παραμένει ανυπεράσπιστος έναντι μαρτυρίας, την οποία δεν έχει τη δυνατότητα να αμφισβητήσει και προς την οποία δεν μπορεί να αντιπαραβληθεί. Καθίσταται έρμαιο αβασάνιστου λόγου.
Η παρούσα υπόθεση φέρνει στο προσκήνιο τα άδικα αποτελέσματα, που μπορεί να προκύψουν από την απουσία ευκαιρίας αντεξέτασης ατόμων, των οποίων δηλώσεις προσμετρούν ως μαρτυρία, χωρίς οι ίδιοι να καταθέσουν ως μάρτυρες. Πώς προστατεύεται ο διάδικος έναντι τέτοιας «μαρτυρίας»; Καταδικάστηκαν οι εφεσείοντες να καταβάλουν ιατρικά έξοδα £57.487,65 στερλίνες, χωρίς να τους δοθεί η ευκαιρία να εξετάσουν εκείνους που κατάρτισαν το λογαριασμό, αναφορικά με:-
(α) Τις πηγές και την αυθεντικότητα των πληροφοριών τους.
(β) Την αναγκαιότητα της δαπάνης.
(γ) Το ακριβές της δαπάνης.
(δ) Το εύλογο της δαπάνης· και, προ πάντων,
(ε) Το αληθές των γεγονότων, τα οποία καταγράφονται σ’ αυτό.
Το ποσό που αναγράφεται θα μπορούσε να ήταν το διπλάσιο ή και το δεκαπλάσιο, χωρίς ο διάδικος να έχει, ουσιαστικά, ευκαιρία να αμφισβητήσει όσα καταγράφονται ως οφειλόμενα, τα οποία, όμως, καλείται να επωμισθεί. Με τέτοια μαρτυρία, γινόμενη αποδεκτή, τα δικαιώματα του διαδίκου για δίκαιη δίκη, όχι μόνο πλήττονται, αλλά εξαφανίζονται. Καταδικάστηκαν οι εφεσείοντες να καταβάλουν το ποσό των £57.487,65 στερλινών, χωρίς να έχουν την ευκαιρία να ελέγξουν κανένα από τα στοιχεία που συνθέτουν τη δαπάνη. Αυτά είναι μερικά από τα άδικα αποτελέσματα, που μπορεί να προκύψουν από παρεκκλίσεις από τη θεμελιακή αρχή της δικαιο[*490]σύνης που αναγνωρίστηκε στη Λιασίδης. Η αρχή κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα. Το Δικαστήριο διαπίστωσε την ύπαρξή της και την εφάρμοσε.
Λόγος, που να δικαιολογεί απόκλιση από τη Λιασίδης, δεν έχει καταδειχθεί. Ό,τι καταδεικνύουν τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, είναι τα άδικα αποτελέσματα που προκύπτουν από την παραβίαση της συνταγματικής αρχής που διαπιστώνει.
Στη Λιασίδης δεν κάναμε τίποτε περισσότερο από το να εφαρμόσουμε εκείνο που λέγει το Σύνταγμα - το δικαίωμα του κάθε διαδίκου «να εξετάζη μάρτυρας συμφώνως τω νόμω». Αποδοχή των θέσεων του εφεσίβλητου θα ισοδυναμούσε με άρνηση του δικαστικού προηγούμενου. Ακόμα πιο καταλυτικό συνεπακόλουθο της εισήγησής του θα ήταν η άρνηση του Συντάγματος, του υπέρτατου νόμου της Πολιτείας, ως ορίζει το Άρθρο 179.1 του Συντάγματος. Το Άρθρο 30 ανήκει στο ΜΕΡΟΣ ΙΙ του Συντάγματος, που κατοχυρώνει τα Θεμελιώδη Δικαιώματα και Ελευθερίες του Ανθρώπου. Το Άρθρο 35 του Συντάγματος δεσμεύει τις δικαστικές αρχές «... να διασφαλίζωσι την αποτελεσματικήν εφαρμογήν ...» των διατάξεων του ΜΕΡΟΥΣ ΙΙ. Μάρτυρας σε δίκη είναι, εξ αντικειμένου, κάθε ένας, που τα λεγόμενά του προσμετρούν ως μαρτυρία. Αυτό το άτομο, ο διάδικος έχει δικαίωμα να το αντεξετάσει. Στέρηση αυτού του δικαιώματος αποτελεί άρνηση ενός από τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου, που ρητά κατοχυρώνει το Άρθρο 30.3(γ) του Συντάγματος. Επομένως, έχουμε κληθεί από τον εφεσίβλητο, όχι μόνο να αποστούμε από το λόγο της Λιασίδης, αλλά και να παρεκκλίνουμε από το Σύνταγμα. πρόσκληση συνεπαγόμενη τον εξοστρακισμό θεμελιώδους δικαιώματος του ανθρώπου.
Για τους λόγους που έχω εκθέσει, η δαπάνη των £57.487,65 στερλινών, η οποία επιδικάστηκε σε βάρος των εφεσειόντων, δεν είναι παραδεκτή.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Στη Λιασίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας κ.ά. (2002) 2 Α.Α.Δ. 434 Εφετείο με τριμελή σύνθεση έκρινε ότι:
«Οι διατάξεις του άρθρου 4(2) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, στο βαθμό που παρείχαν τη δυνατότητα προσαγωγής κατάθεσης μάρτυρα χωρίς να παρέχεται η δυνατότητα αντιπαράθεσης προς αυτό και τη μαρτυρία του, ατόνησαν και έπαυσαν να ισχύουν, ως αποτέλεσμα της αντίθεσής τους προς τις ρητές διατάξεις του Συντάγματος. Τούτου δοθέντος, ό,τι επιχείρησε ο νομοθέτης να πράξει με τις πρόνοιες του άρθρου [*491]2 του Ν 94(Ι)/94, έπεσε στο κενό. Επιχείρησε την τροποποίηση ανύπαρκτου νομοθετήματος. Εάν πάλι, ήθελε κριθεί ότι, με τις διατάξεις του, ο Ν 94(Ι)/94 έδωσε νέα πνοή στο καταργηθέν νομοθέτημα, επαναθεσπίζοντάς το, οι διατάξεις του είναι προδήλως αντισυνταγματικές, εφόσον προσκρούουν τόσο στην έννοια της δίκαιας δίκης όσο και στις πρόνοιες των άρθρων 30.3(γ) και 12.5(δ) του Συντάγματος.»
Λέχθηκαν, επίσης, τα εξής:
«Όπου τα αναφαίρετα δικαιώματα διαδίκου καθορίζονται ευθέως από το Σύνταγμα, όπως στην περίπτωση των άρθρων 12.5(δ) και 30.3(γ) του Συντάγματος, αυτά αποτελούν αυθεντικό οδηγό για το πλαίσιο διεξαγωγής της δίκης. Εξοβελίζουν παν έτερο.»
Θεωρώ ότι η απόφαση στην Λιασίδης (πιο πάνω) αποτελεί δεσμευτικό δικαστικό προηγούμενο.
Έχουν, επομένως, τη θέση τους οι αρχές οι οποίες διέπουν την απόκλιση από δικαστικό προηγούμενο. Στις αρχές αυτές θα γίνει αναφορά στη συνέχεια.
Στη Republic v. Demetriades (1977) 3 C.L.R. 213, 263, 264 (απόφαση Α.Ν. Λοϊζου, Δ., όπως ήταν τότε) λέχθηκε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δικαιούται να αποστεί από δικαστικό προηγούμενο αν είναι της γνώμης ότι είναι εσφαλμένο ή αν οι μεταβληθείσες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις απαιτούν αναθεώρηση της προηγούμενης προσέγγισης του ιδιαίτερα σε σχέση με ζητήματα Συνταγματικού και Διοικητικού Δικαίου.
Στην Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315, 335, 336 (απόφαση της πλειοψηφίας Πική, Π.) το θέμα τέθηκε ως εξής:
«Στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας – Δημοκρατία ν. Γιάλλουρου κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 363, το Δικαστήριο απέστη από την απόφαση της Ολομέλειας στη Republic v. Christoudia (1988) 3 C.L.R. 2622, επειδή έκρινε ότι η αρχή δικαίου στην οποία είχε θεμελιωθεί ήταν εσφαλμένη. Το ακόλουθο απόσπασμα καθορίζει το αιτιολογικό της απόκλισης και την ευχέρεια που παρέχεται για απομάκρυνση από προηγούμενη απόφαση, οποτεδήποτε ο λόγος της συγκρούεται με συνταγματική αρχή:
‘Η απόκλιση ή απομάκρυνση από προηγούμενη δικαστική από[*492]φαση δικαιολογείται οποτεδήποτε διαπιστώνεται ότι η αρχή την οποία ενσωματώνει είναι εσφαλμένη. Η ελευθερία είναι αναμφιβόλως μεγαλύτερη οποτεδήποτε προηγούμενη δικαστική απόφαση συγκρούεται με θεμελιακή συνταγματική αρχή, όπως η διάκριση των Εξουσιών.’
Είναι αυτονόητο ότι το δικαστήριο αντιμετωπίζει με επιφύλαξη το ενδεχόμενο ανατροπής πρόσφατης απόφασης. Όμως, η όποια διστακτικότητα υποχωρεί, εφόσον διαπιστωθεί ότι η αρχή δικαίου, την οποία ενσωματώνει, είναι αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη.»
Η Μαυρογένης (πιο πάνω) υιοθετήθηκε στην Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 445, Βύρωνος ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 77 (αποφάσεις της Πλήρους Ολομέλειας από Νικολαΐδη, Δ. και Νικολάου, Δ.), Re E. Mitsingas Exports Ltd (1998) 1 Α.Α.Δ. 1507, Καλησπέρας ν. Δρυάδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 867, Χ”Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 361, Δ. Νικολάου & Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 300.
Στην Χριστοδούλου ν. Κυπριακές Αερογραμμές Λτδ (1999) 1 Α.Α.Δ. 1295 το Εφετείο κλήθηκε να αποστεί από την απόφαση στη Γεωργίου ν. Κυπριακές Αερογραμμές (1998) 1 Α.Α.Δ. 1794. Στην απόφαση του Εφετείου ο Αρτεμίδης, Δ. ανέφερε τα εξής:
«Εμείς θα εφαρμόσουμε αυτή την απόφαση για σοβαρούς λόγους αρχής δικαίου. Πιστεύουμε πως οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου πρέπει να είναι σεβαστές, πρώτα από το ίδιο το Δικαστήριο και βεβαίως γενικά. Γιατί διασφαλίζεται έτσι, όσο είναι δυνατό, η ευθυγράμμιση του δικαίου και της νομολογίας. Αν είχαμε διαφορετική νομική προσέγγιση, που δεν έχουμε, πάλιν θα υιοθετούσαμε την απόφαση του Εφετείου για το λόγο που αναφέραμε πιο πάνω. Θα διαφωνούσαμε μόνο στην περίπτωση που η προσωπική μας άποψη θα δημιουργούσε κρίση συνείδησης για την ορθότητα μιας απόφασης, σε τέτοιο βαθμό που θα πιστεύαμε πως αν δεν εκφράζαμε τη δική μας θέση θα αισθανόμαστε πως οδηγείται η υπόθεση στο δρόμο της αδικίας.»
Βλ. και απόφαση Πική, Δ. – όπως ήταν τότε – στην Νικολάου κ.ά. ν. Νικολάου κ.ά. (Αρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 1338, 1406: «Προηγούμενες αποφάσεις του δικαστηρίου θεωρούνται κατά κανόνα δεσμευτικές. Μόνο λόγοι κεφαλαιώδους σημασίας, όπως η ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεων στις οποίες εδράζεται αρχή δικαίου, μπο[*493]ρεί να δικαιολογήσουν απόκλιση από το λόγο προηγούμενης απόφασης του Δικαστηρίου. (Fitzleet Estates Ltd v. Cherry [1977] 3 All E.R. 996, (H.L.) – Βλ. επίσης Bremer Vulkan v. South India Shipping [1981] 1 All E.R. 289, Paal Wilson & Co v. Blumenthal [1983] 1 All E.R. 34, Food Corp of India v. Antclizo Shipping [1988] 2 All E.R. 513). Eυχέρεια για απόκλιση παρέχεται και όταν κριθεί ότι προηγούμενη απόφαση βασίζεται σε αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη αρχή δικαίου ή οδηγεί σε καταφανώς άδικα αποτελέσματα (O’Brien v. Robinson [1973] 1 All E.R. 583 (H.L.))».
Διαπιστώνω ότι δεν συντρέχει κανένας λόγος που να δικαιολογεί απόκλιση ή απομάκρυνση από την απόφαση στη Λιασίδη (πιο πάνω).
Στη συνέχεια θα παραθέσω τους λόγους που με έχουν οδηγήσει στην πιο πάνω διαπίστωση μου και τους λόγους της διαφωνίας μου με την απόφαση της πλειοψηφίας που σχετίζεται με τη δεκτότητα του Τεκ. 22 και την - ως αποτέλεσμα της δεκτότητας του – επιδίκαση του ποσού των £57.487 στον εφεσίβλητο. Ως προς τα υπόλοιπα κονδύλια αποζημιώσεων συμφωνώ με την απόφαση του Κωνσταντινίδη, Δ..
Το συνταγματικό πλαίσιο.
Σχετικές επί του προκειμένου είναι οι διατάξεις του άρθρου 30.2 και 3(γ) του Συντάγματος το οποίο ορίζει:
«2. Έκαστος κατά τη διάγνωσιν των αστικών αυτού δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή οιασδήποτε κατ’ αυτού ποινικής κατηγορίας, δικαιούται ανεπηρεάστου, δημοσίας ακροαματικής διαδικασίας εντός ευλόγου χρόνου, ενώπιον ανεξαρτήτου, αμερολήπτου και αρμοδίου δικαστηρίου ιδρυομένου διά νόμου.
Αι αποφάσεις των δικαστηρίων δέον να είναι ητιολογημέναι και ν’ απαγγέλλωνται εν δημοσία συνεδριάσει ...........................
3. Έκαστος έχει το δικαίωμα:
........................................................................................................
(γ) να προσάγη ή να προκαλή την προσαγωγήν των μέσων αποδείξεως και να εξετάζη μάρτυρας συμφώνως τω νόμω.»
Το λεκτικό του άρθρου 30.2 είναι σχεδόν ταυτόσημο με εκείνο του άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης δια την Προάσπιση [*494]των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών (η Ευρωπαϊκή Σύμβαση) η οποία έχει κυρωθεί με τον περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως δια την Προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Κυρωτικό) Νόμο του 1962 (Ν. 39/62).
Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση δεν περιέχει πρόνοια παρόμοια με εκείνη του πιο πάνω άρθρου 30(3)(γ). Περιέχει πρόνοια η οποία καλύπτει μόνο τις ποινικές υποθέσεις. Βρίσκεται στο άρθρο 6(3)(δ) το οποίο έχει ως εξής:
«6(3) Everyone charged with a criminal offence has the following minimum rights:
(d) to examine or have examined witnesses against him and to obtain the attendance and examination of witnesses on his behalf under the same conditions as witnesses against him.»*
Σημειώνεται ότι το άρθρο 6(3)(d) της Σύμβασης αντιστοιχεί με το άρθρο 12.5(δ) του Συντάγματος.
Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτουν τα εξής:
(α) Το δικαίωμα εξέτασης μαρτύρων σε ποινικές υποθέσεις διέπεται από το άρθρο 12.5(δ) του Συντάγματος και το άρθρο 6(3)(δ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Οι δύο πρόνοιες είναι ταυτόσημες.
(β) Το δικαίωμα εξέτασης μαρτύρων σε πολιτικές υποθέσεις διέπεται από το άρθρο 30.3(γ) του Συντάγματος. Δεν υπάρχει αντίστοιχη πρόνοια για τις πολιτικές υποθέσεις στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση. Ωστόσο παρά την ανυπαρξία τέτοιας πρόνοιας η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο) αποκαλύπτει ότι ρόλος του Δικαστηρίου είναι να διακριβώσει κατά πόσο η διαδικασία στο σύνολό της περιλαμβανομένου και του τρόπου με τον οποίο επετράπει η μαρτυρία ήταν «δίκαιη» εντός της έννοιας του άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης** (Dombo Beheer v. Netherlands, A274, para. 31 – Βλ. και Ludi v. Switzerland, Judgment of 15 June 1992, Series A, Vol. 238, p.20 και Vidal v. Belgium, Judgment of 22 April 1992, Series A, No. 235B, p.p. 32-33, para. 33).
Στην Dombe Beheer (πιο πάνω, παραγ. 32) αναφέρονται τα εξής:
«32. The requirements inherent in the concept of ‘fair hearing’ are not necessarily the same in cases concerning the determination of civil rights and obligations as they are in cases concerning the determination of a criminal charge. This is borne out by the absence of detailed provisions such as paragraphs 2 and 3 of Article 6 applying to cases of the former category. Thus, although these provisions have a certain relevance outside the strict confines of criminal law (see, mutatis mutandis, the Albert and Le Compte v. Belgium judgment of 10 February 1983, Series A no. 58, p. 20, §39), the Contracting States have greater latitude when dealing with civil cases concerning civil rights and obligations than they have when dealing with criminal cases.
33. Nevertheless, certain principles concerning the notion of a ‘fair hearing’ in cases concerning civil rights and obligations emerge from the Court’s case-law. Most significantly for the present case, it is clear that the requirement of ‘equality of arms’, in the sence of a ‘fair balance’ between the parties, applies in principle to such cases as well as to criminal cases (see the Feldbrugge v. The Netherlands judgment of 26 May 1986, Series A no. 99, p.17, §44).»
Σε μετάφραση:
«32. Οι σύμφυτες απαιτήσεις της έννοιας της ‘δίκαιης διαδικασίας’ δεν είναι κατ’ ανάγκη οι ίδιες σε υποθέσεις που αφορούν την διάγνωση αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων με εκείνες που αφορούν την διάγνωση ποινικής κατηγορίας. Αυτό προκύπτει από την απουσία λεπτομερών προνοιών όπως είναι οι παραγ. 2 και 3 του αρ. 6 οι οποίες να τυγχάνουν εφαρμογής σε υποθέσεις της πρώτης κατηγορίας. Έτσι, ανκαι αυτές οι πρόνοιες έχουν κάποια σχέση έξω από τα αυστηρά όρια του ποινικού δικαίου (βλ. κατ’ αναλογία, Τhe Albert and Le Compte v. Belgium απόφαση ημερ. 10 Φεβρουαρίου 1983, Series A No. [*496]58, p. 20, §39) τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν μεγαλύτερο περιθώριο όταν ασχολούνται με αστικές υποθέσεις που αφορούν αστικά αδικήματα και υποχρεώσεις από ότι έχουν όταν ασχολούνται με ποινικές υποθέσεις.
33. Ωστόσο ορισμένες αρχές που αφορούν την έννοια της ‘δίκαιης διαδικασίας’ σε υποθέσεις που αφορούν αστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις προκύπτουν από τη νομολογία του δικαστηρίου. Είναι αξιοσημείωτο για την παρούσα υπόθεση ότι είναι καθαρό ότι η απαίτηση για ‘ισότητα όπλων’ υπό την έννοια του ‘δίκαιου ισοζυγίου’ ανάμεσα στους διαδίκους εφαρμόζεται ως θέμα αρχής σε τέτοιες υποθέσεις καθώς και στις ποινικές (βλ. Feldbrugge v. The Netherlands, απόφαση ημερ. 26.5.1986, Series A, No. 99, σελ. 17, §44).»
Οι συγγραφείς του «Law of the European Convention on Human Rights» (D.J. Harris, M. O’ Boyle και C. Warbrick) σχολιάζουν ως εξής - στη σελ. 202 – την απόφαση στην υπόθεση Dombo Beheer (πιο πάνω):
«Τhus although certain of the guarantees listed in Article 6(3) (eg the right to legal assistance or to examine or cross-examine witnesses) may in principle be inherent in a ‘fair hearing’ in civil as well as criminal cases, they may not apply with quite the same rigour or in precisely the same way in civil proceedings as they do in criminal ones. The same is true of such rights as the right to be present at the trial and to ‘equality of arms’ that flow exclusively from Article 6(1) in both criminal and civil cases.»
Σε μετάφραση:
«Έτσι ανκαι ορισμένες από τις εγγυήσεις που απαρριθμούνται στο αρ. 6(3) (π.χ. το δικαίωμα νομικής αρωγής ή το δικαίωμα εξέτασης ή αντεξέτασης μαρτύρων) ως θέμα αρχής δυνατόν να είναι σύμφυτες στη ‘δίκαιη διαδικασία’ σε αστικές καθώς και σε ποινικές υποθέσεις, δυνατόν να μην τυγχάνουν εφαρμογής με ακριβώς την ίδια ακαμψία ή ακριβώς με τον ίδιο τρόπο στην αστική διαδικασία όπως τυγχάνουν εφαρμογής σε ποινικές υποθέσεις.»
Στη σελ. 209 οι πιο πάνω συγγραφείς παρατηρούν τα εξής σε σχέση με το δικαίωμα αντεξέτασης σε πολιτικές υποθέσεις:
[*497]«In other cases, the Court has indicated that ‘equality of arms’ requires that the parties to civil proceedings be permitted to cross-examine witnesses …. (X v. Austria No. 5362/72, 42 C.D. 145 [1972].»
Σε μετάφραση:
«Σε άλλες υποθέσεις το Δικαστήριο έχει υποδείξει ότι η ‘ισότητα των όπλων’ απαιτεί όπως στα μέρη σε αστικές διαδικασίες επιτρέπεται να αντεξετάζουν τους μάρτυρες .... (X v. Austria No. 5362/72, 42 C.D. 145 [1972]).»
Σε σχέση με τη διαδικασία κατά αντιπαράθεση οι ευπαίδευτοι συγγραφείς παρατηρούν τα εξής στη σελ. 214:
«A principle that underlies Article 6 as a whole is that judicial proceedings must be adversarial. This is most clearly illustrated by the specific guarantee in Article 6(3) (d) of the right to cross-examine witnesses in criminal cases, a right which is an element of a fair hearing in non-criminal cases also (X v. Austria No. 5362/72, 42 C.D. 145 [1972]).»
Σε μετάφραση:
«Μια αρχή στην οποία υπόκειται το Άρθρο 6 στο σύνολό του είναι ότι οι δικαστικές διαδικασίες πρέπει να λαμβάνουν χώραν κατά αντιπαράθεση. Αυτό επεξηγείται με τον καθαρότερο τρόπο από την ειδική διασφάλιση, από το Άρθρο 6(3)(δ), του δικαιώματος αντεξέτασης μαρτύρων σε ποινικές υποθέσεις δικαίωμα το οποίο αποτελεί στοιχείο της δίκαιης διαδικασίας και σε μη ποινικές υποθέσεις (X v. Austria No. 5362/72, 42 C.D. 145 [1972]).»
Θέτω μια παρένθεση για να επαναλάβω ότι στην Κυπριακή έννομη τάξη υφίστανται οι λεπτομερείς πρόνοιες για τις αστικές υποθέσεις οι οποίες απουσιάζουν από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση. Τις βρίσκουμε στο αρ. 30.3(γ) του Συντάγματος.
Αναφορικά με τους Κανόνες Απόδειξης οι ευπαίδευτοι συγγραφείς παρατηρούν τα εξής στη σελ. 210:
“Rules of evidence
The right to a fair hearing in Article 6(1) does not require that any [*498]particular rules of evidence are followed in national courts in either criminal or non-criminal cases; it is in principle for each state to lay down its own rules. Such an approach is inevitable, given the wide variations in the rules of evidence in different European legal systems, with, for example, common law systems controlling the admissibility of evidence very tightly and civil law systems setting very few restrictions. However, the Strasbourg authorities have set certain parameters within which a state must operate and have found that the use of a particular rule of evidence in any system may cause the trial to be unfair on the facts.”
Σε μετάφραση:
«Κανόνες απόδειξης
Το δικαίωμα για δίκαιη δίκη στο αρ. 6(1) δεν απαιτεί όπως ακολουθούνται συγκεκριμένοι κανόνες απόδειξης από τα Εθνικά Δικαστήρια στις ποινικές ή μη ποινικές υποθέσεις· ως θέμα αρχής εναπόκειται στο κάθε κράτος να θεσπίσει τους δικούς του κανόνες. Τέτοια προσέγγιση είναι αναπόφευκτη, δεδομένων των μεγάλων διαφοροποιήσεων στους κανόνες απόδειξης στα διάφορα Ευρωπαϊκά νομικά συστήματα, με π.χ. τα συστήματα του κοινοδικαίου που ελέγχουν την δεκτότητα της μαρτυρίας πολύ αυστηρά και τα συστήματα αστικού δικαίου που θέτουν πολύ λίγους περιορισμούς. Ωστόσο, οι αρχές του Στρασβούργου έχουν θέσει ορισμένες παραμέτρους εντός των οποίων πρέπει να λειτουργεί ένα κράτος και έχουν διαπιστώσει ότι η χρήση ενός συγκεκριμένου κανόνα απόδειξης σε οποιοδήποτε σύστημα μπορεί να καταστήσει τη δίκη μη δίκαιη επί των γεγονότων.»
Αυτά που προκύπτουν από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου είναι τα εξής:
(α) Το θέμα της αποδοχής μαρτυρίας σε αστικές υποθέσεις εξετάζεται υπό το πρίσμα του κατά πόσο η διαδικασία στο σύνολό της είναι δίκαιη.
(β) Εναπόκειται στα κράτη-μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης να διαμορφώσουν κανόνες δεκτότητας μαρτυρίας.
(γ) Η χρήση ενός συγκεκριμένου κανόνα απόδειξης μπορεί να καταστήσει τη δίκη μη δίκαιη επί των γεγονότων.
[*499](δ) Η διαδικασία τόσο σε ποινικές όσο και μη ποινικές υποθέσεις πρέπει να διεξάγεται με το σύστημα αντιπαράθεσης και με το δικαίωμα αντεξέτασης μαρτύρων.
Όλα τα πιο πάνω ενώ δεν υπάρχει, σε σχέση με τις αστικές υποθέσεις, πρόνοια παρόμοια με εκείνη που υπάρχει σε σχέση με τις ποινικές υποθέσεις στο αρ. 6(3)(δ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Ωστόσο, όπως έχει ήδη υποδειχθεί, στην Κυπριακή έννομη τάξη υπάρχει η πρόνοια του αρ. 30(3)(γ). Το αρ. 30(2) αναφέρεται στη διάγνωση τόσο των αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων όσο και στη διάγνωση ποινικής κατηγορίας. Επομένως οι πρόνοιες του αρ. 30(3)(γ) τυγχάνουν εφαρμογής τόσο σε αστικές όσο και σε ποινικές υποθέσεις. Η ύπαρξη της ειδικής πρόνοιας στο αρ. 12.5(δ) του Συντάγματος, η οποία αναφέρεται στα δικαιώματα κατηγορουμένου «δι’ αδίκημα τι» δεν είναι ικανή να εξουδετερώσει την εμβέλεια του αρ. 30.3(γ) του Συντάγματος. Αυτό «γιατί τα άρθρα του Συντάγματος εφαρμόζονται αυτοτελώς». Πλην όμως «προς διευκόλυνση της ερμηνείας τους μπορεί να γίνει αναφορά σε άλλα άρθρα (βλ. την απόφαση της Ολομέλειας στην Κάρτερ (Αρ. 2) (1996) 1 Α.Α.Δ. 371, 373 (απόφαση Αρτεμίδη, Δ.).
Εφαρμόζοντας λοιπόν αυτοτελώς τις πρόνοιες του αρ. 30.3(γ) σε συνδυασμό με το αρ. 30.2 κρίνω ότι αυτές τυγχάνουν εφαρμογής τόσο σε αστικές όσο και σε ποινικές υποθέσεις. Επομένως η Νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, ερμηνευτική του αρ. 6(3)(δ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, το οποίο είναι σχεδόν ταυτόσημο με το αρ. 30.3(γ) του Συντάγματος, τυγχάνει εφαρμογής στην Κύπρο τόσο σε αστικές υποθέσεις όσο και σε ποινικές υποθέσεις.
Στη συνέχεια θα παρατεθεί η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ερμηνευτική του αρ. 6(3)(δ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης:
(1) Unterpertinger v. Austria (απόφαση της 24ης Νοεμβρίου, 1986, A110 αρ. 110 (1986): Ο κατηγορούμενος κατηγορήθηκε για πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης στη σύζυγο του και στη θετή θυγατέρα του. Η υπεράσπιση του ήταν μερικώς αυτοάμυνα και μερικώς υπερβολή του επεισοδίου. Ετοιμάσθηκε έκθεση της Αυστριακής Αστυνομίας η οποία περιλάμβανε καταθέσεις του κατηγορουμένου, των δύο θυμάτων και ενός γιατρού. Η σύζυγος του κατηγορουμένου παρουσιάσθηκε στην προανάκριση και έδωσε μαρτυρία για την επίθεση ενώπιον Δικαστή. Ωστόσο στην κανονική δίκη και τα δύο θύματα αρνήθηκαν να δώσουν μαρτυρία. Οι καταθέσεις τους στην Αστυνομία παρουσιάσθηκαν από την Κατηγορούσα Αρχή και η καταδίκη του κατηγορουμένου βασιζόταν κυρίως επί [*500]των καταθέσεων τους. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι επειδή ο κατηγορούμενος δεν μπόρεσε να αντιπαραταχθεί με τους μάρτυρες, τα δικαιώματα της υπεράσπισης του είχαν ουσιωδώς περιορισθεί κατά παράβαση του αρ. 6(1) σε συνδυασμό με τις αρχές που διέπουν το αρ. 6(3)(δ). Παραθέτω τα σχετικά αποσπάσματα από την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου:
“The Court recalls that the guarantees contained in paragraph 3 are specific aspects of the general concept of a fair trial set forth in paragraph 1.... In the circumstances of the instant case, it will consider the applicant’s complaints from the angle of paragraph 1 taken together with the principles inherent in paragraph 3(d).
…………………………………………………..……………
While the trial court and then the Court of Appeal were thus unable to hear evidence from Mrs. Unterpertinger and Miss Tappeiner – or to acquaint themselves with the statements made by the former to the judge at Kufstein -, they had, on the other hand, been obliged to have the women’s statements to the police read out when the prosecution so requested.
In itself, the reading out of statements in this way cannot be regarded as being inconsistent with Article 6 §§ 1 and 3(d) of the Convention, but the use made of them as evidence must nevertheless comply with the rights of the defence, which it is the object and purpose of Article 6 to protect. This is especially so where the person ‘charged with a criminal offence’, who has the right under Article 6 § 3 (d) to ‘examine or have examined’ witnesses against him, has not had an opportunity at any stage in the earlier proceedings to question the persons whose statements are read out at the hearing.
.......................................................................................................
It is true that the statements made by Mrs. Unterpertinger and Miss Tappeiner were not the only evidence before the courts. They also had before them, inter alia, the police reports, the medical reports appended thereto and the file on the couple’s divorce proceedings; in addition, the Court of Appeal had heard a sister-in-law of Mr. Unterpertinger as a witness.
However, it is clear from the judgment of 4 June 1980 that the Court of Appeal based the applicant’s conviction mainly on the [*501]statements made by Mrs. Unterpertinger and Miss Tappeiner to the police. It did not treat these simply as items of information but as proof of the truth of the accusations made by the women at the time. Admittedly, it was for the Court of Appeal to assess the material before it as well as the relevance of the evidence which the accused sought to adduce; but Mr. Unterpertinger was nevertheless convicted on the basis of ‘testimony’ in respect of which his defence rights were appreciably restricted.
That being so, the applicant did not have a fair trial and there was a breach of paragraph 1 of Article 6 of the Convention, taken together with the principles inherent in paragraph 3(d).”
Σε μετάφραση:
«Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι οι εγγυήσεις που διαλαμβάνονται στην παραγ. 6(3) συνιστούν ειδικές πτυχές της γενικής έννοιας της δίκαιης δίκης που περιλαμβάνεται στην παραγ. 6(1) ............... Υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης το Δικαστήριο θα εξετάσει τα παράπονα του αιτητή από τη σκοπιά της παραγ. 1 μαζί με τις αρχές που είναι σύμφυτες στην παραγ. 3(δ).
.......................................................................................................
Ενώ το δικάσαν Δικαστήριο και αργότερα το Εφετείο δεν μπόρεσαν να ακούσουν μαρτυρία από την κα. Unterpertinger και την δ/δα Tappeiner – ή να ενημερωθούν για τις καταθέσεις που έκαμαν οι πρώτες στο Δικαστή στο Kufstein – από την άλλη είχαν υποχρεωθεί να δεχθούν όπως αναγνωσθούν οι καταθέσεις που έδωσαν οι δύο γυναίκες στην Αστυνομία όταν υπέβαλε τέτοιο αίτημα η Κατηγορούσα Αρχή.
Αφ’ εαυτής η ανάγνωση των καταθέσεων με αυτό τον τρόπο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι ασυμβίβαστη με το αρ. 6(1) και 3(δ) της Σύμβασης, αλλά η χρησιμοποίηση τους ως μαρτυρία πρέπει οπωσδήποτε να συνάδει με τα δικαιώματα της υπεράσπισης, τα οποία το αρ. 6 έχει σκοπό και πρόθεση να προστατεύσει. Αυτό συμβαίνει ειδικά όπου το πρόσωπο που ‘κατηγορείται για ποινικό αδίκημα’, που έχει το δικαίωμα δυνάμει του αρ. 6(3)(δ) ‘να εξετάζει ή να προκαλεί την εξέταση μαρτύρων κατηγορίας, δεν είχε την ευκαιρία σε οποιοδήποτε στάδιο της προγενέστερης διαδικασίας να αντεξετάσει τα πρόσωπα των οποίων οι καταθέσεις αναγινώσκονται στην ακρόαση.
[*502].........................................................................................................
Είναι αλήθεια ότι οι καταθέσεις που έδωσαν η κα. Unterpertinger και η δ/δα Tappeiner δεν ήταν η μόνη μαρτυρία ενώπιον των Δικαστηρίων. Είχαν, ανάμεσα σ’ άλλα, ενώπιον τους τις αστυνομικές εκθέσεις, με επισυνημμένες ιατρικές εκθέσεις και το φάκελο της διαδικασίας διαζυγίου του ζεύγους. Πρόσθετα το Εφετείο άκουσε την μαρτυρία της κουνιάδας του κου Unterpertinger .
Ωστόσο είναι σαφές από την απόφαση της 4ης Ιουνίου 1980 ότι το Εφετείο βάσισε την καταδίκη του αιτητή κυρίως επί των καταθέσεων της κας Unterpertinger και της δ/δας Tappeiner στην Αστυνομία. Δεν τις χειρίσθηκε απλώς ως πληροφοριακά στοιχεία αλλά ως απόδειξη της αλήθειας των κατηγοριών που είχαν προσάψει οι δύο γυναίκες κατά το χρόνο εκείνο. Ομολογουμένως εναπόκειτο στο Εφετείο να αξιολογήσει το ενώπιον του υλικό καθώς και τη σχετικότητα της μαρτυρίας την οποία ο κατηγορούμενος επεδίωξε να παρουσιάσει· πλην όμως ο κ. Unterpertinger καταδικάστηκε με βάση μαρτυρία σε σχέση με την οποία τα δικαιώματα υπεράσπισης του είχαν ουσιωδώς περιορισθεί.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, ο αιτητής δεν έτυχε δίκαιης δίκης και σημειώθηκε παραβίαση της παραγ. 1 του αρ. 6 της Σύμβασης, σε συνδυασμό με τις αρχές που είναι σύμφυτες στην παραγ. 3(δ).»
(2) Kostovski v. Netherlands, απόφαση της 20ης Νοεμβρίου, 1989, A166 (1989): Ο αιτητής είχε καταδικαστεί εξαιτίας αναφορών στις καταθέσεις από δύο ανώνυμα πρόσωπα που ακούστηκαν από την αστυνομία και το ένα από αυτά επιπλέον και από τον ανακριτή, κανένα όμως από τα οποία δεν ακούστηκε στο ακροατήριο. Στους δύο μάρτυρες είχε επιτραπεί να παραμείνουν ανώνυμοι και να μη δώσουν μαρτυρία ενώπιον του δικαστηρίου λόγω φόβου αντιποίνων από το οργανωμένο έγκλημα. Οι πιο πάνω καταθέσεις αναγνώσθηκαν κατά τη δίκη. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η δεκτότητα μαρτυρίας αποτελεί πρωταρχικό θέμα που ρυθμίζεται από το Εθνικό δίκαιο. Τόνισε ότι εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να αξιολογήσουν την ενώπιον τους μαρτυρία. Υπό το φως των πιο πάνω αρχών έργο του Δικαστηρίου δεν είναι η διατύπωση άποψης επί του κατά πόσο οι εν λόγω καταθέσεις ορθά έγιναν δεκτές και αξιολογήθηκαν από το δικάζον δικαστήριο αλλά να διακριβώσει κατά πόσο [*503]η διαδικασία στο σύνολο της, περιλαμβανομένου και του τρόπου λήψεως της μαρτυρίας ήταν δίκαιη. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εξέτασε τα παράπονα του αιτητή από τη σκοπιά των παραγ. 3(δ) και 1 του αρ. 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Αυτό γιατί οι εγγυήσεις της παραγ. 6(3) συνιστούν ειδικές πτυχές του δικαιώματος για δίκαιη δίκη που διασφαλίζεται από το αρ. 6(1). Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο σημείωσε ότι τα πρόσωπα των οποίων οι καταθέσεις αναγνώσθηκαν κατά τη δίκη και ήταν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου και λήφθηκαν υπόψη από αυτό πρέπει να θεωρούνται μάρτυρες για τους σκοπούς του αρ. 6(3)(δ). Έκρινε ότι ως θέμα αρχής όλη η μαρτυρία έπρεπε να είχε εισαχθεί στην παρουσία του κατηγορουμένου σε δημόσια ακροαματική διαδικασία με σκοπό την κατά αντιπαράθεση επιχειρηματολογία ανκαι καταθέσεις που λήφθηκαν στο στάδιο της προδικασίας μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως μαρτυρία νοουμένου ότι τα δικαιώματα του κατηγορουμένου ετύγχαναν σεβασμού. Κατά κανόνα – συνέχισε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο – εκείνα τα δικαιώματα απαιτούσαν όπως σε κάποιο στάδιο ο κατηγορούμενος έχει μια επαρκή και κατάλληλη ευκαιρία να αντικρούσει και να αντεξετάσει το μάρτυρα κατηγορίας είτε κατά το χρόνο που έκαμνε την κατάθεση του ή σε άλλο μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας (βλ. κατ’ αναλογία την απόφαση στην Unterpertinger). Στην παρούσα υπόθεση- κατέληξε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο – δεν είχε παρασχεθεί τέτοια ευκαιρία και επομένως οι μάρτυρες δεν είχαν αντεξετασθεί σε οποιοδήποτε στάδιο.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο κατέληξε ως εξής:
“The Court does not underestimate the importance of the struggle against organized crime. Yet the Government’s line of argument, whilst not without force, is not decisive.
…………….………………………………………………….
The right to a fair administration of justice holds so prominent a place in a democratic society (see the Delcourt judgment of 17 January 1970, Series A no.11, p.15, § 25) that it cannot be sacrificed to expediency. The Convention does not preclude reliance, at the investigation stage of criminal proceedings, on sources such as anonymous informants. However, the subsequent use of anonymous statements as sufficient evidence to found a conviction, as in the present case, is a different matter. It involved limitations on the rights of the defence which were irreconcilable with the guarantees contained in Article 6. In fact, the [*504]Government accepted that the applicant’s conviction was based ‘to a decisive extent’ on the anonymous statements.
The Court therefore concludes that in the circumstances of the case the constraints affecting the rights of the defence were such that Mr. Kostovski cannot be said to have received a fair trial. There was accordingly a violation of paragraph 3(d), taken together with paragraph 1, of Article 6.”
Σε μετάφραση:
«Το Δικαστήριο δεν υποτιμά την σπουδαιότητα του αγώνα εναντίον του οργανωμένου εγκλήματος. Ωστόσο η γραμμή της επιχειρηματολογίας της Κυβέρνησης, ενώ δεν στερείται δύναμης, δεν είναι αποφασιστική.
.........................................................................................................
Το δικαίωμα για δίκαιη απονομή της δικαιοσύνης κατέχει μια τόσο περίοπτη θέση σε μια δημοκρατική κοινωνία (βλ. την απόφαση Delcourt της 17ης Ιανουαρίου 1970, Series A, No. 11, σελ. 15, παραγ. 25) που δεν μπορεί να θυσιασθεί χάριν σκοπιμοτήτων. Η Σύμβαση δεν αποκλείει χρησιμοποίηση, στο στάδιο της διερεύνησης, πηγών όπως είναι οι ανώνυμοι πληροφοριοδότες. Πλην όμως η μεταγενέστερη χρησιμοποίηση ανώνυμων καταθέσεων ως επαρκούς μαρτυρίας για θεμελίωση καταδίκης, όπως στην παρούσα υπόθεση, είναι διαφορετικό ζήτημα. Συνεπαγόταν περιορισμούς επί των δικαιωμάτων της υπεράσπισης που ήταν ασυμβίβαστοι με τις εγγυήσεις που διαλαμβάνονται στο αρ. 6. Ως γεγονός, η κυβέρνηση δέχθηκε ότι η καταδίκη του αιτητή βασίσθηκε ‘σε αποφασιστικό σημείο’ επί των ανώνυμων καταθέσεων.
Το Δικαστήριο επομένως καταλήγει ότι υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης οι περιορισμοί που επηρεάζουν τα δικαιώματα της υπεράσπισης ήταν τέτοιοι που δεν μπορεί να λεχθεί ότι ο κ. Kostovski έτυχε δίκαιης δίκης. Επομένως έχει σημειωθεί παραβίαση της παραγ. 3(δ) σε συνδυασμό με την παραγ. 1 του αρ. 6.»
(3) Windisch v. Austria, Case 25/1989/185/245: Ο κατηγορούμενος καταδικάσθηκε για διάρρηξη. Δύο μάρτυρες έδωσαν λεπτομερή κατάθεση στην αστυνομία εφόσον είχαν λάβει διαβεβαιώσεις ανωνυμίας. Το αίτημα του κατηγορουμένου να κληθούν οι μάρ[*505]τυρες δεν έγινε δεκτό. Η υπόθεση προχώρησε και έγινε εκτενής αναφορά στις καταθέσεις των ανώνυμων μαρτύρων. Το Δικαστήριο έκρινε τους απόντες μάρτυρες αξιόπιστους και καταδίκασε τον κατηγορούμενο αφού απέρριψε 16 μάρτυρες οι οποίοι υποστήριξαν το άλλοθι του. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι παρά το επιθυμητό της διατήρησης της ανωνυμίας των πληροφοριοδοτών της αστυνομίας και παρά τη σπουδαιότητα της συνεργασίας του κοινού με την αστυνομία η μεταγενέστερη χρησιμοποίηση των καταθέσεων τους από το δικάσαν δικαστήριο είναι αρκετά διαφορετική από τη χρησιμοποίηση ανώνυμων πληροφοριών από την αστυνομία στο στάδιο της ανάκρισης. Η δίκαιη απονομή της δικαιοσύνης κατέχει μια τόσο περίοπτη θέση στις δημοκρατικές κοινωνίες που δεν μπορεί να θυσιάζεται. Επομένως έχει σημειωθεί παραβίαση του αρ. 6(1) και 3(δ).
Μεταφέρω τα σχετικά αποσπάσματα:
“All the evidence must in principle be produced in the presence of the accused at a public hearing with a view to adversarial argument. However, the use as evidence of statements obtained at the pre-trial stage is not always in itself inconsistent with paragraphs 3(d) and 1 of Article 6, provided the rights of the defence have been respected. As a rule, these rights require that the defendant be given an adequate and proper opportunity to challenge and question a witness against him, either when he was making his statement or at later stage of the proceedings (see the above-mentioned Kostovski judgment, Series A no. 166, p.20, §41).
In the instant case, the two persons in question had only been heard, at the investigation stage, by the police officers in charge of the case, who later gave evidence in court concerning their statements; they were neither examined by the trial court itself, nor questioned by any examining magistrate.
…………………………………………………………………
As a result, neither the applicant nor his counsel – in spite of their repeated requests – ever had an opportunity to examine witnesses whose evidence had been taken in their absence, was later reported by third persons during the hearings and was, as appears from the judgment of 20 November 1985, taken into account by the trial court.
[*506]……..………………………………………………………….
Being unaware of their identity, the defence was confronted with an almost insurmountable handicap: it was deprived of the necessary information permitting it to test the witnesses’ reliability or cast doubt on their credibility (ibid.).
In addition, the trial court, which was also unaware of the two women’s identity, was prevented from observing their demeanour under questioning and thus forming its own impression of their reliability (see the above-mentioned Kostovski judgement, Series A no. 166, p.20 §43). The police officer’s evidence on this point at the hearings cannot be regarded as a proper substitute for direct observation.
……………………………………………………………..….
In these circumstances, the use of this evidence involved such limitations on the rights of the defence that Mr Windisch cannot be said to have received a fair trial.
There has thus been a violation of paragraph 3(d), taken together with paragraph 1, of Article 6.”
Σε μετάφραση:
«Ως θέμα αρχής όλη η μαρτυρία πρέπει να παρουσιάζεται στην παρουσία του κατηγορουμένου σε δημόσια ακροαματική διαδικασία με σκοπό την κατά αντιπαράθεση επιχειρηματολογία. Ωστόσο η χρησιμοποίηση ως μαρτυρίας των καταθέσεων που λήφθηκαν στο προδικαστικό στάδιο δεν είναι πάντοτε αφ΄ εαυτής ασυμβίβαστη με τις παραγ. 3(δ) και 1 του αρ. 6 νοουμένου ότι τα δικαιώματα της υπεράσπισης είχαν τύχει σεβασμού. Κατά κανόνα αυτά τα δικαιώματα απαιτούν όπως στον κατηγορούμενο δοθεί επαρκής και ορθή ευκαιρία να αντικρούσει και να αντεξετάσει τους μάρτυρες κατηγορίας, είτε στο στάδιο που έδινε την κατάθεση του ή σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας (βλ. την πιο πάνω απόφαση στην Kostovski, Series A, no. 116, σελ. 20, παραγ. 41).
Στην παρούσα υπόθεση τα εν λόγω δύο πρόσωπα είχαν ακουσθεί μόνο στο στάδιο της ανάκρισης, από τους αξιωματικούς της αστυνομίας που ήταν υπεύθυνοι για την υπόθεση και οι οποίοι αργότερα έδωσαν μαρτυρία στο Δικαστήριο αναφορικά με τις καταθέσεις τους· δεν είχαν εξετασθεί από το δικάσαν δικαστήριο, ούτε και τους υποβλήθηκαν ερωτήσεις από οποιοδήποτε [*507]εξεταστή-πταισματοδίκη.
.........................................................................................................
Ως αποτέλεσμα ούτε ο αιτητής ούτε ο δικηγόρος του – παρά τις επανειλλημένες παρακλήσεις τους – είχαν ποτέ την ευκαιρία να εξετάσουν μάρτυρες των οποίων η μαρτυρία είχε ληφθεί στην απουσία τους, και είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου από τρίτα πρόσωπα στη διάρκεια της ακρόασης και είχε, ως φαίνεται από την απόφαση της 20ης Νοεμβρίου του 1985 ληφθεί υπόψη από το δικάσαν δικαστήριο.
.........................................................................................................
Μη τελούσα ενήμερη της ταυτότητας των, η υπεράσπιση βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο· στερήθηκε των αναγκαίων πληροφοριών που θα της επέτρεπαν να ελέγξει το βάσιμο της μαρτυρίας και να εγείρει αμφιβολίες σε σχέση με την αξιοπιστία των μαρτύρων.
Πρόσθετα το δικάσαν Δικαστήριο, το οποίο επίσης δεν ήταν ενήμερο, εμποδίσθηκε από του να παρακολουθήσει την συμπεριφορά τους (demeanour) κάτω από αντεξέταση και να σχηματίσει έτσι τη δική του εντύπωση για το βάσιμο της μαρτυρίας τους (βλ. την πιο πάνω απόφαση στην Kostovski, Series A, no. 166, σελ. 20, παραγ. 43). Η μαρτυρία του αξιωματικού της αστυνομίας επ’ αυτού του σημείου κατά τις ακροάσεις δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ορθό υποκατάστατο για άμεση παρακολούθηση.
.........................................................................................................
Κάτω από αυτές τις περιστάσεις, η χρησιμοποίηση αυτής της μαρτυρίας συνεπαγόταν τέτοιους περιορισμούς επί των δικαιωμάτων της υπεράσπισης που δεν μπορεί να λεχθεί ότι ο κ. Windisch έτυχε δίκαιης δίκης. Έχει επομένως σημειωθεί παραβίαση της παραγ. 3(δ) σε συνδυασμό με την παραγ. 1, του αρ. 6.»
(4) Delta v. France (1990) Case 26/1989/186/246: Ο αιτητής καταδικάστηκε βάσει δηλώσεων του θύματος της φερόμενης αξιόποινης πράξης και ενός συναδέλφου αξιωματούχου της αστυνομίας. Οι δυο μάρτυρες παρέβλεψαν την κλήση της κατηγορίας να εμφανιστούν στη δίκη και ο αιτητής καταδικάστηκε βάσει των προγενέστερων δηλώσεών τους: κανένας μάρτυρας δεν εξετάστηκε από τον [*508]ανακριτή ή το δικαστήριο. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εκτίμησε ότι υπήρξε παραβίαση του αρ. 6(3)(δ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης δηλώνοντας:
«Τα στοιχεία της απόδειξης πρέπει κανονικά να παρουσιάζονται ενώπιον του κατηγορουμένου στο ακροατήριο με σκοπό μια κατ’ αντιμωλία συζήτηση. Δεν προκύπτει ωστόσο από αυτό ότι η δήλωση ενός μάρτυρα πρέπει πάντα να γίνεται στο δικαστήριο και δημόσια για να μπορέσει να χρησιμοποιηθεί ως απόδειξη: η χρησιμοποίηση με αυτόν τον τρόπο καταθέσεων που ανάγονται στη φάση της προκαταρκτικής εξέτασης δεν προσκρούει από μόνη της στις παραγράφους 3(δ) και 1 του άρθρου 6, με την επιφύλαξη του σεβασμού των δικαιωμάτων της υπεράσπισης. Κατά γενικό κανόνα, επιτάσσουν να παρέχεται στον κατηγορούμενο κατάλληλη και επαρκής ευκαιρία για να αμφισβητήσει μια μαρτυρία κατηγορίας και να εξετάσει τον υποστηρικτή της κατά τη στιγμή της κατάθεσης ή αργότερα.»
(5) Asch v. Austria A203, para. 30 (1991): Το Ευρωπαϊκό Δίκαιο διαφοροποιήθηκε από την απόφαση στην Unterpertinger (πιο πάνω) γιατί η κατάθεση του μάρτυρα που δεν έδωσε μαρτυρία δεν ήταν η μόνη επί της οποίας είχε βασίσει την απόφαση του το δικάσαν Δικαστήριο.
Στο πιο πάνω σύγγραμμα – των D.J. Harris, M O’ Boyle και C. Warbrick – βρίσκουμε ότι η πιο πάνω απόφαση σχολιάζεται ως εξής, στη σελ. 212:
“Since the Court found a breach on the facts of the Unterpertinger case, it would seem that the Court in the Asch case was applying a different, less demanding test.”
Σε μετάφραση:
«Εφόσον το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση επί των γεγονότων της Unterpertinger, φαίνεται ότι το Δικαστήριο στην υπόθεση Asch εφάρμοσε ένα διαφορετικό λιγότερο απαιτητικό κριτήριο.»
(6) Artner v. Austria A Series 242-A para. 24 (1992): Ένα άλλο κλιμάκιο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ακολούθησε την υπόθεση Asch (πιο πάνω). Έκρινε κατά πλειοψηφία (5 με 4) ότι δεν είχε σημειωθεί παραβίαση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης γιατί η μαρτυρία του απόντος μάρτυρος δεν ήταν η μόνη μαρτυρία.
[*509]
(7) Doorson, απόφαση της 26ης Μαρτίου 1996: Κρίθηκε – και πάλιν – ότι δεν είχε σημειωθεί παραβίαση του αρ. 6(3)(δ) γιατί υπήρχε και άλλη μαρτυρία επί της οποίας βασίσθηκε η καταδίκη.
(8) Ludi v. Switzerland, απόφαση της 15ης Ιουνίου 1992, Series A, Vol. 238: Ο κατηγορούμενος καταδικάσθηκε για εμπόριο ναρκωτικών. Η καταδίκη βασίσθηκε κυρίως επί της έκθεσης ενός υπό κάλυψη πράκτορα και επί των πρακτικών τηλεφωνικής συνδιαλέξεως. Ο υπό κάλυψη πράκτορας δεν κλήθηκε να καταθέσει ενώπιον του Δικαστηρίου. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εξέτασε την προσφυγή του κατηγορουμένου από τη σκοπιά των παραγ. 1 και 3 του αρ. 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Σημείωσε ότι παρόλο που ο υπό κάλυψη πράκτορας δεν έδωσε μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου για τους σκοπούς του αρ. 6(3)(δ) πρέπει να θεωρείται ως μάρτυρας, όρος στον οποίο πρέπει να δίνεται αυτόνομη ερμηνεία. Σημείωσε, επίσης, ότι ενώ τα Ελβετικά Δικαστήρια δεν κατέληξαν στην απόφαση τους αποκλειστικά με βάσει τις γραπτές καταθέσεις του υπό κάλυψη πράκτορα αυτές διαδραμάτισαν κάποιο ρόλο στη θεμελίωση των γεγονότων που οδήγησαν στην καταδίκη.
Μεταφέρω το σχετικό μέρος της απόφασης:
“According to the Court’s consistent case-law, all the evidence must normally be produced in the presence of the accused at a public hearing with a view to adversarial argument. There are exceptions to this principle, but they must not infringe the rights of the defence; as a general rule, paragraphs 3 (d) and 1 of Article 6 require that the defendant be given an adequate and proper opportunity to challenge and question a witness against him, either when he makes his statements or at a later stage (see the Asch v. Austria judgment of 26 April 1991, Series A no. 203, p.10, §27).
The Laufen District Court and the Berne Court of Appeal both refused to call the undercover agent Toni as a witness, on the grounds that his anonymity had to be preserved (see paragraphs 16 and 18 above). The Federal Court held that “the identity and the investigative methods of such agents are not lightly to be given away in criminal proceedings” (see paragraph 21 above).
The Court finds that the present case can be distinguished from the Kostovski v. the Netherlands and Windisch v. [*510]Austria cases (judgments of 20 November 1989 and 27 September 1990, Series A nos. 166 and 186), where the impugned convictions were based on statements made by anonymous witnesses. In this case the person in question was a sworn police officer whose function was known to the investigating judge. Moreover, the applicant knew the said agent, if not by his real identity, at least by his physical appearance, as a result of having met him on five occasions (see paragraphs 10 and 12 above).
However, neither the investigating judge nor the trial courts were able or willing to hear Toni as a witness and carry out a confrontation which would enable Toni’s statements to be contrasted with Mr Ludi’s allegations; moreover, neither Mr Ludi nor his counsel had at any time during the proceedings an apportunity to question him and cast doubt on his credibility. Yet it would have been possible to do this in a way which took into account the legitimate interest of the police authorities in a drug trafficking case in preserving the anonymity of their agent, so that they could protect him and also make use of him again in the future.
In short, the rights of the defence were restricted to such an extent that the applicant did not have a fair trial. There was therefore a violation of paragraph 3(d) in conjunction with paragraph 1 of Article 6.”
Σε μετάφραση:
«Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του δικαστηρίου όλη η μαρτυρία πρέπει κατά κανόνα να προσάγεται στην παρουσία του κατηγορουμένου σε δημόσια ακροαματική διαδικασία με σκοπό την κατ’ αντιπαράθεση συζήτηση. Υπάρχουν εξαιρέσεις σ’ αυτή την αρχή αλλά δεν πρέπει να παραβιάζουν τα δικαιώματα της υπεράσπισης. ως θέμα γενικού κανόνα η παράγραφος (3)(δ) και (1) του άρθρου 6 απαιτούν όπως στον κατηγορούμενο δοθεί επαρκής και κατάλληλη ευκαιρία να αντικρούσει και να αντεξετάσει τον μάρτυρα κατηγορίας είτε στη διάρκεια της κατάθεσης του είτε σε μεταγενέστερο στάδιο (βλ. Asch v. Austria, απόφαση της 26ης Απριλίου 1991, Series A, No. 203, σελ. 10).
Το Επαρχιακό Δικαστήριο του Laufen και το Εφετείο της Βέρνης, και τα δύο, αρνήθηκαν να καλέσουν τον υπό κάλυψη πράκτορα ως μάρτυρα για το λόγο ότι η ανωνυμία του έπρεπε να διατηρηθεί. Το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο έκρινε ότι «η [*511]ταυτότητα και οι ανακριτικές μεθόδοι αυτών των πρακτόρων δεν πρέπει να αποκαλύπτονται στην ποινική διαδικασία».
Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η παρούσα υπόθεση μπορεί να διακριθεί από τις υποθέσεις Kostovski και The Netherlands and Windish v. Austria (αποφάσεις ημερ. 20.11.89 και 27.9.90 Series A αρ. 166 και 186) όπου οι καταδίκες βασίστηκαν επί καταθέσεων που έγιναν από ανώνυμους μάρτυρες. Σ’ αυτή την υπόθεση το εν λόγω πρόσωπο ήταν ορκωτός Αξιωματικός της Αστυνομίας του οποίου ο ρόλος ήταν γνωστός στον Ανακριτή. Περαιτέρω ο αιτητής γνώριζε τον εν λόγω πράκτορα αν όχι με την πραγματική του ταυτότητα τουλάχιστον με την φυσική του εμφάνιση ως αποτέλεσμα συνάντησης τους σε 5 περιπτώσεις.
Ωστόσο ούτε ο Ανακριτής ούτε τα δικάσαντα δικαστήρια ήταν ικανά ή πρόθυμα να ακούσουν τον υπό κάλυψη πράκτορα ως μάρτυρα και να προβούν στη διεξαγωγή μιας αντιπαράθεσης η οποία θα καθιστούσε δυνατή την σύγκριση των καταθέσεων του υπό κάλυψη πράκτορα με τους ισχυρισμούς του κ. Ludi· περαιτέρω ούτε ο κ. Ludi ούτε ο δικηγόρος του είχαν σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας την ευκαιρία να του υποβάλουν ερωτήσεις και να εγείρουν αμφιβολίες επί της αξιοπιστίας του. Ωστόσο θα ήταν δυνατό να γίνει αυτό με τρόπο που θα ελάμβανε υπόψη τα νόμιμα συμφέροντα των αστυνομικών αρχών σε υπόθεση διακίνησης ναρκωτικών με τη διατήρηση της ανωνυμίας του πράκτορα τους έτσι ώστε να μπορούσαν να τον προφυλάξουν και να τον χρησιμοποιήσουν πάλι στο μέλλον.
Με λίγα λόγια τα δικαιώματα της υπεράσπισης περιορίστηκαν σε τέτοιο βαθμό που ο αιτητής δεν έτυχε δίκαιης δίκης. Έχει επομένως σημειωθεί παραβίαση της παραγράφου 3(δ) σε συνδυασμό με την παράγραφο 6(1).»
Οι πιο πάνω συγγραφείς σχολιάζουν ως εξής – στη σελ. 212 – τις αποφάσεις στις υποθέσεις Asch, Artner και Ludi (πιο πάνω):
“Although these cases all have other particular facts that may have contributed to the decisions reached in them, it would appear from the general terms used in its judgments that the Court is at present not wholly consistent on the question whether the evidence of persons who do not appear as witnesses that it admitted must be the only evidence upon which the conviction is based or whether it is sufficient that it has played a crucial or [*512]significant part. The number of cases that have reached the Court suggests that such evidence is used a lot, so that the question is an important one in practice.”
Σε μετάφραση:
«Αν και αυτές οι υποθέσεις όλες έχουν τα συγκεκριμένα γεγονότα τους τα οποία δυνατόν να έχουν συνεισφέρει στις συγκεκριμένες αποφάσεις φαίνεται από τους γενικούς όρους που χρησιμοποιήθηκαν στις αποφάσεις ότι το δικαστήριο προς το παρόν δεν είναι σταθερό επί του θέματος του κατά πόσο η μαρτυρία προσώπων που δεν εμφανίζονται ως μάρτυρες και γίνεται δεκτή πρέπει να είναι η μόνη μαρτυρία επί της οποίας βασίζεται η καταδίκη ή κατά πόσο είναι αρκετό ότι έχει διαδραματίσει ένα κρίσιμο ή αποφασιστικό ρόλο. Ο αριθμός των υποθέσεων που έφθασαν στο δικαστήριο καταδεικνύει ότι τέτοια μαρτυρία χρησιμοποιείται σε μεγάλο βαθμό έτσι ώστε το ζήτημα να είναι σημαντικό στην πράξη».
(9) Saide case – απόφαση της 20ης Σεπτεμβρίου 1993, Σειρά – αρ. 261-6: Ο κατηγορούμενος καταδικάσθηκε για εμπορία ναρκωτικών. Η καταδίκη του βασίσθηκε αποκλειστικά επί καταθέσεων που λήφθηκαν πριν από τη δίκη. Τα πρόσωπα που έδωσαν τις καταθέσεις δεν κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι είχε σημειωθεί παραβίαση του αρ. 6(1) και 3(δ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Παραθέτω το καταληκτικό μέρος της απόφασης του:
“The testimony therefore constituted the sole basis of the applicant’s conviction, after having been the only ground for his committal for trial. Yet neither at the stage of the investigation nor during the trial was the applicant able to examine or have examined the witnesses concerned. The lack of any confrontation deprived him in certain respects of a fair trial. The Court is fully aware of the undeniable difficulties of the fight against drug-trafficking – in particular with regard to obtaining and producing evidence – and of the ravages caused to society by the drug problem, but such considerations cannot justify restricting to this extent the rights of the defence of ‘everyone charged with a criminal offence’.
In short, there has been a violation of Article 6 §§ 1 and 3 (d).”
[*513]Σε μετάφραση:
«Επομένως η μαρτυρία αποτέλεσε την μόνη βάση για την καταδίκη του αιτητή, εφόσον αποτελούσε το μόνο έδαφος για την παραπομπή του σε δίκη. Ωστόσο, ούτε στο στάδιο της ανάκρισης ούτε στη διάρκεια της δίκης μπόρεσε ο αιτητής να εξετάσει ή να προκαλέσει την εξέταση μαρτύρων. Η έλλειψη οποιασδήποτε αντιπαράθεσης του στέρησε μερικές πτυχές της δίκαιης δίκης. Το Δικαστήριο είναι πλήρως ενήμερο για τις δυσκολίες καταπολέμησης της εμπορίας ναρκωτικών – ειδικά σε σχέση με τη λήψη και προσαγωγή αποδείξεων – και της καταστροφής που προκαλείται στην κοινωνία από το πρόβλημα των ναρκωτικών, πλην όμως αυτοί οι παράγοντες δεν δικαιολογούν τον περιορισμό σε τέτοιο βαθμό των δικαιωμάτων της υπεράσπισης και ‘παντός που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα’.
Με λίγα λόγια έχει σημειωθεί παραβίαση του αρ. 6(1)(3)(δ).»
(10) Van Mechelen and Others, απόφαση της 23ης Απριλίου 1997: Οι κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν για ληστεία. Ισχυρίσθηκαν ότι η καταδίκη τους είχε βασισθεί ουσιαστικά επί της μαρτυρίας αστυνομικών των οποίων η ταυτότητα δεν είχε αποκαλυφθεί και δεν ακούστηκαν δημοσίως ή στην παρουσία τους. Ισχυρίσθηκαν παραβίαση του αρ. 6(1)(3)(δ).
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο σημείωσε ότι η υπεράσπιση δεν ήταν ενήμερη της ταυτότητας των αστυνομικών μαρτύρων. Σημείωσε επίσης ότι η υπεράσπιση δεν είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά (demeanour) των μαρτύρων κάτω από άμεση αντεξέταση και να ελέγξει (test) την αξιοπιστία τους. Τόνισε ότι αντίθετα με άλλες υποθέσεις δεν υπήρχε άλλη μαρτυρία που να προσφέρει θετική αναγνώριση των κατηγορουμένων ως δραστών των επίδικων εγκλημάτων. Κατέληξε με τη διαπίστωση ότι η διαδικασία στο σύνολό της δεν ήταν δίκαιη και ότι είχε σημειωθεί παραβίαση του αρ. 6(1) μαζί με το αρ. 6(3)(δ).
(11) Bricmont, Απόφαση της 7ης Ιουλίου 1989, Σειρά Α, αρ. 158: Ο αιτητής κατηγορήθηκε για μια αξιόποινη πράξη σχετικά με την διαχείριση της περιουσίας που ανήκε σε ένα βέλγο πρίγκιπα, στην μαρτυρία του οποίου βασίστηκαν οι κατηγορίες. Ο πρίγκιπας είχε ασκήσει παράλληλα με τη μήνυση και αγωγή αποζημίωσης για τα ίδια γεγονότα. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης ο αιτητής είχε ζητήσει επανειλημμένα να έρθει σε αντιπαράσταση με τον πρίγκιπα [*514]καμιά όμως ολοκληρωμένη αντιπαράσταση δεν πραγματοποιήθηκε. Ωστόσο ο ανακριτής είχε μιλήσει στον πρίγκηπα για τους ισχυρισμούς του χωρίς αυτός να καταθέσει ενόρκως. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο κατέληξε σε παραβίαση του άρθρου 6 για άρνηση του δικαιώματος αντιπαράστασης σε συνδυασμό με την υπερβολική σημασία που δόθηκε από τα δικαστήρια στην χωρίς όρκο μαρτυρία.
(12) Isgro, Απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 1991, Σειρά Α, αρ. 194-Α: Ο αιτητής αμφισβήτησε τη χρησιμοποίηση της κατάθεσης ενός μάρτυρα που κηρύχθηκε ‘αγνώστου διαμονής’ από την κυβέρνηση. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο κατέληξε στην έλλειψη παραβίασης. Σημείωσε ότι υπήρξε τουλάχιστον μια αντιπαράσταση ανάμεσα στο μάρτυρα και τον αιτητή στο στάδιο της ανάκρισης, ότι ο μάρτυρας δεν ήταν ανώνυμος και ότι η καταδίκη βασίστηκε εξίσου στις καταθέσεις άλλων μαρτύρων, παρατηρώντας επίσης ότι η κυβέρνηση είχε κάνει σε κάθε περίπτωση οργανωμένες προσπάθειες για να εντοπίσει τον μάρτυρα προκειμένου να τον καλέσει να παραβρεθεί στη δίκη. Στο σύνολό τους, τα περιστατικά της υπόθεσης δεν είχαν στερήσει τον αιτητή από το δικαίωμα του σε μια δίκαιη δίκη.
Στο βιβλίο των D. Gomien, D. Harris και L. Zwaak «Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης: Δίκαιο και Πρακτική» (έχει μεταφραστεί και στα Ελληνικά) παρατηρούν τα εξής στις σελ. 320-321, σχετικά με το δικαίωμα του κατηγορουμένου «να εξετάσει ή να ζητήσει να εξεταστούν οι μάρτυρες κατηγορίας και να πετύχει την κλήτευση και την εξέταση των μαρτύρων υπεράσπισης με τους ίδιους όρους, όπως και για τους μάρτυρες κατηγορίας»:
«Ο όρος αυτός προσδιορίζει μια από τις εμφανείς εκδηλώσεις της αρχής της ισότητας των όπλων. Το δικαίωμα αυτό έχει ως στόχο να εγγυηθεί ότι σε οποιοδήποτε στάδιο μιας διαδικασίας που στρέφεται εναντίον του ένα πρόσωπο που κατηγορείται για μια αξιόποινη πράξη έχει την κατάλληλη και επαρκή δυνατότητα να αμφισβητήσει την μαρτυρία οποιουδήποτε βάλλεται εναντίον του. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει δηλώσει ότι κάθε στοιχείο απόδειξης σε μια ποινική υπόθεση θα πρέπει κανονικά να παρουσιάζεται παρουσία του κατηγορουμένου στο πλαίσιο μιας ακροαματικής διαδικασίας για μια κατ΄ αντιμωλία συζήτηση.»
Πλείστες από τις πιο πάνω αποφάσεις σχολιάζονται από τον Craig Osborn του Manchester Metropolitan University σε άρθρο του που δημοσιεύθηκε στο (1993) Crim. L.R. σελ. 255 με τίτλο [*515]Hearsay and the European Court of Human Rights. Ο ευπαίδευτος συγγραφέας καταλήγει στα εξής συμπεράσματα (βλ. σελ. 266-267):
“Conclusion:
1. Many provisions of the European Convention are vague and provide vague qualifications to such rights as they do enshrine. It is submitted however that Article 6(3)(d) is not in this category, and is unambiguous. It confers on an accused the right to ‘examine or have examined’ the witnesses against him. This must mean that cross-examination of every person whose evidence inculpates the accused must be permitted by the accused or his own lawyer. Accordingly written evidence is not admissible from absent witnesses, however good the reason for their absence; nor is it sufficient if questions are asked by the judge. It is true that there is no specific requirement that this cross-examination should take place at the “public hearing” otherwise guaranteed by Article 6(1). However, if such cross-examination takes place at some earlier, private stage of the process, this is surely an infringement of the accused’s right to a ‘public trial’ if the statements subsequently obtained are admitted. Moreover the eventual trier of fact will be unable to observe the witnesses’ manner and demeanour (a useful, if not infallible guide to credibility), so that there is a crucial derogation from the right to a public trial.
2. Given the specific requirement in Article 6(3)(d) it is inappropriate for the Court to retreat behind the generalities of the formula that ‘assessment of evidence is a matter for the national courts’.
3. It is clear that in the current state of English law the Convention cannot override the plain wording of a statute. Thus a statute which unambiguously allows hearsay evidence in England would prevail at present over the Convention in English courts, although it would remain ultimately challengeable in Strasbourg.
4. In the case of statutory exceptions to the hearsay rule the courts always have the power to take the Convention substantially into account. Thus although sections 23 and [*516]24 of the Criminal Justice Act 1988 unambiguously permit hearsay evidence on behalf of the prosecution, when adverting to the several discretions in sections 25 and 26 the courts may interpret the phrases ‘the interests of justice’ or ‘any other circumstances which appear to be relevant’ so as to make their decision conform with the Convention. In the case of other statutes which permit hearsay evidence (e.g. s.13(3) of the Criminal Justice Act 1925), the overriding requirement of fairness to the accused in the court’s inherent jurisdiction would lead to the same result.
5. In the case of exceptions to hearsay under common law, it is submitted that on the authority of Derbyshire C.C. v. The Times the Convention may override such case law. Accordingly the courts are free to apply the Convention directly.
6. Unterpertinger, Kostovski and Windish apply the Convention correctly and should be preferred to the authorities following Asch for the reasons given in the dissenting judgment of Sir Vincent Evans in the latter case.”
Σε μετάφραση:
«Συμπέρασμα:
1. Πολλές πρόνοιες της Ευρωπαϊκής Σύμβασης είναι ασαφείς και περιέχουν ασαφείς πρόνοιες σ’ αυτά τα δικαιώματα τα οποία κατοχυρώνουν. Υποβάλλεται ωστόσο ότι το άρθρο 6(3)(δ) δεν περιλαμβάνεται σ’ αυτή την κατηγορία και δεν είναι ασαφές. Παρέχει στον κατηγορούμενο το δικαίωμα «να εξετάζει ή να προκαλεί την εξέταση μαρτύρων» εναντίον του. Αυτό πρέπει να σημαίνει ότι η αντεξέταση του κάθε προσώπου του οποίου η μαρτυρία ενοχοποιεί τον κατηγορούμενο πρέπει να επιτρέπεται από τον κατηγορούμενο ή το δικηγόρο του. Επομένως γραπτή μαρτυρία δεν είναι αποδεκτή από απόντες μάρτυρες όσο καλοί και αν είναι οι λόγοι της απουσίας τους. ούτε είναι αρκετό αν υποβάλλονται ερωτήσεις από το Δικαστή. Είναι αλήθεια ότι δεν υπάρχει ειδική πρόνοια ότι αυτή η αντεξέταση πρέπει να λάβει χώραν σε δημόσια ακροαματική διαδικασία η οποία κατοχυρώνεται από το άρθρο 6(1). Ωστόσο αν μια τέτοια αντεξέταση λάβει χώραν σε κάποιο προγενέστερο ιδιωτικό [*517]στάδιο της διαδικασίας αυτή σίγουρα συνιστά παραβίαση του δικαιώματος του κατηγορουμένου για δημόσια δίκη εάν οι καταθέσεις που λήφθηκαν μεταγενέστερα γίνουν δεκτές. Περαιτέρω δεν θα είναι δυνατό για τον μετέπειτα Δικαστή των γεγονότων να παρακολουθήσει τον τρόπο και τη συμπεριφορά του μάρτυρα (ένα χρήσιμο αν όχι αλάνθαστο οδηγό της αξιοπιστίας) έτσι ώστε να υπάρχει σημαντική απόκλιση από το δικαίωμα δημόσιας δίκης.
2. Δεδομένης της ειδικής πρόνοιας του άρθρου 6(3)(δ) δεν είναι ορθό για το Δικαστήριο να οχυρώνεται πίσω από την γενικότητα του τύπου ότι η ‘αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί ζήτημα για τα Εθνικά Δικαστήρια’.
3. Είναι ξεκάθαρο ότι υπό το φως της τρέχουσας κατάστασης του Αγγλικού Δικαίου η σύμβαση δεν μπορεί να εξουδετερώσει το απλό λεκτικό ενός νόμου. Έτσι ένας νόμος ο οποίος με σαφή λεκτικό επιτρέπει την εξ ακοής μαρτυρία στην Αγγλία προς το παρόν θα επικρατήσει της σύμβασης ενώπιον των Αγγλικών Δικαστηρίων αν και θα υπόκειται σε αμφισβήτηση στο Στρασβούργο.
4. Στην περίπτωση νομοθετικών εξαιρέσεων του εξ ακοής κανόνα τα δικαστήρια πάντοτε έχουν της εξουσία να λαμβάνουν τη σύμβαση ουσιαστικά υπόψη. Έτσι αν και τα άρθρα 23 και 24 της Criminal Justice Act 1988 με σαφή τρόπο επιτρέπουν εξ ακοής μαρτυρία εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής όταν αναφερόμεθα στη σειρά διακριτικών ευχερειών που παρέχονται από τα άρθρα 25 και 26 τα δικαστήρια δυνατό να ερμηνεύσουν τις φράσεις ‘τα συμφέροντα της δικαιοσύνης’ ή ‘οποιεσδήποτε άλλες περιστάσεις οι οποίες φαίνεται να είναι σχετικές’ με τρόπο που να καταστήσει τις αποφάσεις τους συμβατές με τη σύμβαση. Στην περίπτωση άλλων νόμων οι οποίοι επιτρέπουν εξ ακοής μαρτυρία (π.χ. άρθρο 13(3) της Criminal Justice Act 1925) η ανάγκη επίδειξης δικαιοσύνης στον κατηγορούμενο σύμφωνα με τις συμφυείς εξουσίες του δικαστηρίου θα οδηγήσει στο ίδιο αποτέλεσμα.
5. Στην περίπτωση των εξαιρέσεων του εξ ακοής κανόνα δυνάμει του κοινοδικαίου υποβάλλεται ότι με βάσει την υπόθεση Derbyshrire C.C. v. The Times η σύμβαση δυνατό να υπερισχύει μιας τέτοιας νομολογίας. Επομένως τα δικαστήρια είναι ελεύθερα να εφαρμόσουν άμεσα τη σύμβα[*518]ση.
6. Οι αποφάσεις στις υποθέσεις Underpentiger, Kostovski και Windish εφαρμόζουν ορθά τη σύμβαση και πρέπει να προτιμούνται έναντι των αυθεντιών οι οποίες ακολουθούν την Asch για τους λόγους που δόθηκαν στην απόφαση μειοψηφίας του Ser Vincent Evans στην τελευταία υπόθεση.»
Έχω την άποψη ότι τα πιο πάνω συμπεράσματα αντανακλούν την ορθή ερμηνεία του αρ. 6(3)(δ) της Σύμβασης και τα υιοθετώ.
Προτού παραθέσω τα τελικά συμπεράσματα μου θα πρέπει να εξετάσω ποιά πρόσωπα θεωρούνται μάρτυρες για τους σκοπούς του αρ. 30.3(γ) του Συντάγματος. Η επί του προκειμένου νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου είναι διαφωτιστική.
Μάρτυρας για τους σκοπούς του αρ. 6(3)(δ) της Σύμβασης είναι πρόσωπο του οποίου η κατάθεση αναγνώσθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και λήφθηκε υπόψη από αυτό. Βλ. υπόθεση Asch (πιο πάνω):
“Although Mrs. J.L. refused to testify at the hearing she should, for the purposes of Article 6(3)(d) be regarded as a witness – a term to be given an autonomous interpretation – because her statements, as taken down in writing by Officer B and then related orally by him at the hearing, were in fact before the Court, which took account of them.”
Σε μετάφραση:
«Ανκαι η κα. J.L. αρνήθηκε να δώσει μαρτυρία κατά τη δίκη πρέπει, για τους σκοπούς του αρ. 6(3)(δ), να θεωρηθεί ως μάρτυρας – όρος στον οποίο πρέπει να δοθεί αυτόνομη ερμηνεία – γιατί οι καταθέσεις της, όπως λήφθηκαν γραπτώς από τον Αξιωματικό Β, και εξιστορήθηκαν προφορικώς από τον ίδιο κατά την ακρόαση, ήσαν πράγματι ενώπιον του Δικαστηρίου, το οποία τις έλαβε υπόψη.»
(Βλ. και Artner και Kostovski (πιο πάνω) και Vidal v. Belgium, Judgment of 28th October 1992, Series A, No. 235, p.32, para. 33).
Το επίδικο ποσό των £57.487 επιδικάσθηκε με βάση το Τεκ. 22. [*519]Το τελευταίο αποτελείται από 6 τιμολόγια. Στο πρώτο από αυτά αναφέρεται ότι ο εφεσίβλητος εισήχθη στο «Devonshire Hospital» στις 25.5.97 και εξήλθε στις 13.6.97. Οι ίδιες λεπτομέρειες φαίνονται και στο δεύτερο και τρίτο τιμολόγιο. Στο πρώτο τιμολόγιο ο εφεσίβλητος χρεώνεται με ποσό £12.472 για διάφορες υπηρεσίες οι κυριώτερες από τις οποίες είναι: £7.600 για το δωμάτιο ασθενούς, £2.975 για φυσιοθεραπεία, £1.255 για νευροψυχολογική αξιολόγηση κλπ. και £642.- για διάφορες άλλες υπηρεσίες.
Στο δεύτερο τιμολόγιο υπάρχει χρέωση της τάξεως των £1.912 (£1.530 για λογοθεραπεία και £382 για φάρμακα).
Το τρίτο τιμολόγιο αφορά χρέωση £970 για αμοιβή ειδικού και £5.60 για τηλεφωνήματα. Αναφέρεται σε διαπραγματευθείσα έκπτωση (negotiated discount) £4.403,71 και παραμένει ποσό της τάξεως των £10.956,54 ως οφειλόμενο (amount due).
Στα άλλα τρία τιμολόγια αναφέρεται η 14.6.97 ως η ημερομηνία εισαγωγής του εφεσίβλητου στο Νοσοκομείο και η 7.8.97 ως η ημερομηνία εξιτηρίου. Στο πρώτο από αυτά τα τιμολόγια υπάρχει χρέωση της τάξεως των £37.821 για διάφορες υπηρεσίες οι κυριότερες από τις οποίες είναι: Χρέωση δωματίου ασθενούς £22.000, φυσιοθεραπεία και καθημερινή θεραπεία αποκατάστασης £7.810 και νευροψυχολογία και ψυχολογική θεραπεία £3.587.
Το δεύτερο τιμολόγιο αντιπροσωπεύει χρέωση £2.660 (£149 για λογοθεραπεία, £331 για φάρμακα και £2.180 για αμοιβή ειδικού).
Στο τρίτο – και τελευταίο – τιμολόγιο υπάρχει χρέωση της τάξεως των £2.137,68 (£1.639 για μεταφορά στο Princess Grace Hospital, £292 για θεραπεία ειδικού εξοπλισμού και £6,20 για τηλεφωνήματα). Αναφέρεται επίσης σε £9.616,75 διαπραγματευθείσα έκπτωση (negotiated discount) και το οφειλόμενο και πληρωτέο ποσό (amount due and payable) αναφέρεται ως το ποσό των £33.022,70.
Επομένως το συνολικό οφειλόμενο ποσό ανέρχεται στις £43.959,24. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε ποσό της τάξεως των £57.487,65 (στερλινών). Φαίνεται επομένως ότι στο επιδικασθέν ποσό θα πρέπει να περιλαμβάνονται και οι πιο πάνω εκπτώσεις.
[*520]Από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου προκύπτει σαφώς ότι «οι εγγυήσεις της παραγ. 3 του αρ. 6 είναι ειδικές πτυχές του δικαιώματος για δίκαιη δίκη που περιλαμβάνεται στην παραγ. 1 του αρ. 6 (Βλ. Artner v. Austria, Judgment of 28th August 1992, Series A, Vol. 242, p.10, para. 19: “The guarantees in paragraph 3 of Article 6 are specific aspects of the right to a fair trial set forth in parapraph 1”).
Επομένως η δεκτότητα της επίδικης μαρτυρίας θα πρέπει να εξεταστεί υπό το φως όχι μόνο των προνοιών του αρ. 30.3(γ) του Συντάγματος αλλά και υπό το φως του αρ. 30.2 – αντίστοιχου του αρ. 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης.
Στην παρούσα υπόθεση λαμβάνω υπόψη τα εξής:
Τα πιο πάνω τιμολόγια αναφέρονται σε παροχή διάφορων υπηρεσιών ιατρικής φύσεως, παροχή φαρμάκων, πληρωμή ειδικών ιατρών κλπ.. Είναι πρόδηλο ότι οι υπηρεσίες δεν έχουν παρασχεθεί από το ίδιο άτομο αλλά από αριθμό ατόμων, ο οποίος – αριθμός - είναι άγνωστος. Άγνωστη είναι και η ταυτότητα των ατόμων οι οποίοι έχουν προσφέρει τις σχετικές υπηρεσίες. Άγνωστη – τέλος – είναι και η ταυτότητα του ατόμου ή των ατόμων που έχουν καταρτίσει το Τεκ. 22. Στο Τεκ. 22 – 6 τιμολόγια – δεν υπάρχει οποιαδήποτε ένδειξη περί της ταυτότητας ή της ιδιότητας του προσώπου ή των προσώπων που το είχαν καταρτίσει. Ούτε υπάρχει οποιαδήποτε ένδειξη για την πηγή των πληροφοριών των προσώπων εκείνων. Τέλος δεν υπάρχει ένδειξη ότι τα διαλαμβανόμενα στο Τεκ. 22 βρίσκονται εντός της προσωπικής γνώσης του προσώπου ή των προσώπων που το έχουν καταρτίσει.
Πρόκειται για υπόθεση αναζήτησης θεραπείας στο εξωτερικό. Οι εφεσείοντες καλούνται να καταβάλουν το σημαντικό ποσό των £57,487.- χωρίς να τους είχε δοθεί ποτέ η ευκαιρία να εξετάσουν τους μάρτυρες για το εύλογο των σχετικών χρεώσεων. Ο ίδιος ο εφεσίβλητος δεν έχει δώσει μαρτυρία. Κάτω από τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης θεωρώ ότι η επιδίκαση του σχετικού κονδυλίου από το Πρωτόδικο Δικαστήριο με μόνη μαρτυρία το Τεκ. 22 καθώς και τη μαρτυρία της μητέρας του εφεσίβλητου ότι ο τελευταίος έτυχε θεραπείας στο πιο πάνω ίδρυμα καθιστά τη δίκη μη δίκαιη κατά παράβαση του αρ. 30.2 του Συντάγματος και του αρ. 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Τα δικαιώματα των εφεσειόντων έχουν επηρεασθεί σε τέτοιο βαθμό και η χρησιμοποίηση της σχετικής μαρτυρίας – του Τεκ. 22 – συνεπαγόταν τέτοιους περιορισμούς επί των δικαιωμάτων τους που [*521]δεν μπορεί να λεχθεί ότι έτυχαν δίκαιης δίκης. Έχει, επομένως, σημειωθεί παραβίαση του αρ. 30.2 του Συντάγματος – αντίστοιχου του αρ. 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης.
Περαιτέρω όπως έχει ήδη υποδειχθεί το δικαίωμα εξέτασης μαρτύρων σε αστικές υποθέσεις διέπεται από το αρ. 30.3(γ) του Συντάγματος. Έχω την άποψη πως στον όρο «μάρτυρας» που συναντούμε στο αρ. 30.3(γ) του Συντάγματος πρέπει να δοθεί η ερμηνεία που έχει δοθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στον αντίστοιχο όρο που συναντούμε στο αρ. 6(3)(δ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Έχω ήδη αποφασίσει ότι η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ερμηνευτική του αρ. 6(3) (δ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης τυγχάνει εφαρμογής στην Κύπρο τόσο σε αστικές όσο και σε ποινικές υποθέσεις. Αυτό εν όψει του αρ. 30.3(γ) του Συντάγματος. Έχει παρατεθεί σε έκταση η θέση της επί του προκειμένου Νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Από τη νομολογία εκείνη προκύπτουν τα εξής:
(1) Ότι όπου η μόνη μαρτυρία επί της οποίας βασίζεται η καταδίκη αποτελείται από μαρτυρία προσώπων οι οποίοι δεν κατέθεσαν ως μάρτυρες σημειώνεται παραβίαση του αρ. 6(1) σε συνδυασμό με το αρ. 6(3)(δ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης (βλ. υποθέσεις Unterpertinger, Kostovski, Windisch και Delta, πιο πάνω).
(2) Το δικάσαν Δικαστήριο θα πρέπει να παρατηρεί την συμπεριφορά (demeanour) των μαρτύρων όταν εξετάζονται και να σχηματίζει την δίκη του εντύπωση για την αξιοπιστία τους.
Πρόκειται για αστική υπόθεση στην οποία έχουν επιδικασθεί διάφορα κονδύλια αποζημιώσεων. Επομένως κατά την εξέταση της ορθότητας της επιδίκασης του κάθε ενός από τα κονδύλια θα πρέπει να εξετάζεται η μαρτυρία η οποία οδήγησε στην επιδίκαση του σχετικού κονδυλίου.
Λαμβάνω υπόψη τα όσα λέχθηκαν υπόψη σε σχέση με την παραβίαση του αρ. 30.2 του Συντάγματος. Επαναλαμβάνω ότι η επιδίκαση του σχετικού κονδυλίου έλαβε χώραν αποκλειστικώς με βάση έγγραφα τα οποία καταρτίσθηκαν από πρόσωπο ή πρόσωπα που δεν έδωσαν μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου. Η μαρτυρία της μητέρας του εφεσίβλητου ότι ο εφεσίβλητος έτυχε θεραπείας στο πιο πάνω ίδρυμα δεν μπορεί να συμπληρώσει το κενό που προκύπτει από την απουσία των προσώπων που έχουν προσωπική γνώση των διαλαμβανομένων στο Τεκ. 22. Προσεγγίζο[*522]ντας την υπόθεση αυτή ακόμη και με το λιγότερο απαιτητικό κριτήριο που έχει υιοθετηθεί στις υποθέσεις Asch, Artner και Isgro (πιο πάνω) θεωρώ ότι έχει σημειωθεί παραβίαση του αρ. 30.3(γ) του Συντάγματος γιατί το Τεκ. 22 ήταν το μόνο στοιχείο μαρτυρίας το οποίο οδήγησε στην επιδίκαση του πιο πάνω ποσού των £57.487.-. Εν όψ ει των ρητών προνοιών του αρ. 30.3 (γ) του Συντάγματος και της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, ερμηνευτικής του αρ. 6(3)(δ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης θεωρώ ότι έπρεπε να είχε δοθεί η ευκαιρία στους εφεσείοντες να εξετάσουν τους μάρτυρες οι οποίοι είχαν προσωπική γνώση των αναφερόμενων στο Τεκ. 22.
Κατά συνέπεια η επιδίκαση του σχετικού ποσού έλαβε χώραν κατά παράβαση του αρ. 30(2) και (3)(γ) του Συντάγματος καθώς και του αρ. 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης και πρέπει να παραμερισθεί.
Τέλος θα πρέπει να προσθέσω τα εξής:
Ανεξάρτητα από τις πιο πάνω συνταγματικές πρόνοιες (βλ. αρ. 30.2 και 30.3(γ) του Συντάγματος) το επίδικο έγγραφο – τεκ. 22 – δεν θα μπορούσε εν πάση περιπτώσει να γίνει δεκτό ως μαρτυρία δυνάμει του αρ. 4(2) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9. Αυτό εν όψει της ποιότητας και του περιεχομένου του (βλ. σελ. 28-29, πιο πάνω) και των όσων έχουν υποδειχθεί πιο πάνω (βλ. σελ. 30) σε σχέση με την ταυτότητα και ιδιότητα των προσώπων που το έχουν καταρτίσει και την ταυτότητα και τον αριθμό των προσώπων που έχουν προσφέρει τις επίδικες ιατρικές και άλλες υπηρεσίες.
Πρέπει να παρατηρήσω και τα εξής:
(α) Οι δυσκολίες που δυνατόν να είχε συναντήσει ο εφεσίβλητος στην προσπάθεια του να αποδείξει το συγκεκριμένο κονδύλι της αξίωσης του είναι απόλυτα κατανοητές. Ωστόσο πρέπει να επικρατεί το δικαίωμα των διαδίκων για δίκαιη απονομή της δικαιοσύνης, το οποίο – όπως λέχθηκε στην Kostovski (πιο πάνω) κατέχει εξέχουσα θέση σε μια δημοκρατική κοινωνία.
(β) Η παρούσα υπόθεση θα είναι ίσως η μόνη υπόθεση στα Κυπριακά Δικαστικά χρονικά στην οποία έχει επιδικασθεί ένα τέτοιο μεγάλο ποσό δυνάμει του αρ. 4 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, με τέτοιας ποιότητας μαρτυρία.
[*523]
(γ) Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι στην Κυπριακή έννομη τάξη ακολουθείται κατ’ εξοχήν το σύστημα του κοινοδικαίου το οποίο ελέγχει αυστηρά τη δεκτότητα της μαρτυρίας. Δεν έχει συμβεί οτιδήποτε το οποίο επιτρέπει οποιαδήποτε χαλάρωση. Αντίθετα η συνέχιση του αυστηρού ελέγχου της δεκτότητας της μαρτυρίας επιβάλλεται από τις συνταγματικές επιταγές – το αρ. 30(2)(3)(γ) του Συντάγματος και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση (αρ. 6(1)). Η δεινή θέση στην οποία έχει περιέλθει ο εφεσίβλητος δεν δικαιολογεί οποιαδήποτε χαλάρωση.
Η έφεση και η αντέφεση επιτρέπονται μερικώς. Εκδίδεται διαταγή για έξοδα ως ανωτέρω.
[*524]
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο