Παναγιώτης Λουκά Λτδ ν. Ηλία Ονουφρίου (2004) 1 ΑΑΔ 582

(2004) 1 ΑΑΔ 582

[*582]27 Φεβρουαρίου, 2004

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΛΟΥΚΑ ΛΤΔ,

Εφεσείουσα-Ενάγουσα,

ν.

ΗΛΙΑ ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ,

Εφεσιβλήτου-Εναγομένου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11439)

 

Αγωγή ― Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε αγωγή, χωρίς να εξετάσει την ουσία της, κρίνοντας ότι η θέση της ενάγουσας κατά την ακρόαση, ήταν εκτός δικογράφων και έπρεπε να αγνοηθεί ― Διατάχθηκε επανεκδίκαση.

Πολιτική Δικονομία ― Δικονομικοί κανόνες ― Ο δικονομικοί κανόνες υπάρχουν για να διευκολύνουν και προστατεύουν τους διαδίκους και όχι να συνιστούν τροχοπέδη για την απονομή της δικαιοσύνης.

Η εφεσείουσα-ενάγουσα καταχώρησε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού αξιώνοντας από τον εφεσίβλητο-εναγόμενο το ποσό των Λ.Κ.5.539,50 ως οφειλόμενο υπόλοιπο τιμήματος πώλησης, βάσει τιμολογίων, ζωοτροφών στον εφεσίβλητο μέχρι την 21.5.1997.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή, χωρίς να εξετάσει την ουσία της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων, επειδή, καθώς έκρινε, η μαρτυρία επί της οποίας κτίστηκε η όλη υπόθεση της ενάγουσας κατά την ακρόαση ήταν εκτός δικογράφων και έπρεπε να αγνοηθεί.

Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης πάνω στη βάση ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή χωρίς να αποφανθεί επί της ουσίας της διαφοράς.

Αποφασίστηκε ότι:

[*583]

1.  Είναι, αναντίλεκτα διαφορετική, όπως παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, “«η διά ζώσης» εικόνα που παρουσιάζει τη χρέωση των Pellets να κυμαίνεται από £75 - £90 και διαφορετική θα ήταν εάν επροωθείτο η δικογραφημένη θέση σύμφωνα με την οποία η χρέωση ήταν ανέκαθεν £90.”  Όμως η εικόνα αυτή δεν “απέχει κατά παρασάγγας από τη δικογραφημένη” όπως έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Αντίθετα, κινείται μέσα στα πλαίσια της δικογραφημένης θέσης της εφεσείουσας, χωρίς ταυτόχρονα, να παραβλάπτει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τη δικογραφημένη θέση του εφεσίβλητου.  Οι δικονομικοί κανόνες υπάρχουν για να διευκολύνουν και προστατεύουν τους διαδίκους και όχι για να συνιστούν τροχοπέδη στην απονομή της δικαιοσύνης.

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε, παρά την παρατηρηθείσα διάσταση μεταξύ της δικογραφημένης θέσης της εφεσείουσας και της μαρτυρίας του Διευθυντή της, να προχωρήσει στην αξιολόγηση της ενώπιόν του προφορικής μαρτυρίας στο σύνολό της, σε συνάρτηση με τα κατατεθέντα τεκμήρια, και, αφού καταλήξει στα ευρήματα και συμπεράσματά του, να εκδώσει απόφαση επί της ουσίας της διαφοράς.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα υπέρ της εφεσείουσας. Διατάχθηκε επανεκδίκαση από άλλο δικαστή.

Έφεση.

Έφεση από την ενάγουσα-εταιρεία κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 31/5/02 (Αρ. Αγωγής 1943/98) με την οποία απέρριψε την αξίωσή της για το ποσό των £5.539,50 ως οφειλόμενο υπόλοιπο τιμήματος πώλησης, βάσει τιμολογίων, ζωοτροφών προς τον εναγόμενο, ιδιοκτήτη φάρμας χωρίς να αποφανθεί επί της ουσίας της διαφοράς, κρίνοντας ότι δεν υπήρχε αποδεκτή μαρτυρία ικανή να στηρίξει την αξίωσή της.

Α. Παπαδόπουλος, για την Εφεσείουσα.

Σ. Φασουλιώτης, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα [*584]δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ..

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Με αγωγή που καταχώρησε στο Ε.Δ. Λεμεσού, η εφεσείουσα αξίωσε από τον εφεσίβλητο το ποσό των £K5.539,50 ως οφειλόμενο υπόλοιπο τιμήματος πώλησης, βάσει τιμολογίων, ζωοτροφών στον εφεσίβλητο μέχρι την 21.5.1997.

Σύμφωνα με την έκθεση απαιτήσεως, η εφεσείουσα, η οποία ασχολείται με την εμπορία ζωοτροφών, συμφώνησε με τον εφεσίβλητο, ιδιοκτήτη φάρμας, να τον προμηθεύει επί πιστώσει τροφή αλόγων. Στα πλαίσια της συνεργασίας τους, η εφεσείουσα άνοιξε χρεωστικό λογαριασμό όπου χρέωνε όλες τις συναλλαγές της με τον εφεσίβλητο. Την 21.5.1997, τελευταία μέρα συνεργασίας της εφεσείουσας με τον εφεσίβλητο, ο λογαριασμός παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο £Κ5.539,50, το οποίο, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της εφεσείουσας, ο εφεσίβλητος παρέλειψε να καταβάλει, εξού και η αιτία της εναντίον του αγωγής.

Με την υπεράσπιση, ο εφεσίβλητος παραδέχθηκε ότι αγόραζε από την εφεσείουσα τροφή αλόγων επί πιστώσει και ότι τελευταία διατηρούσε, βάσει τιμολογίων, χρεωστικό λογαριασμό επ΄ ονόματί του, αρνήθηκε, όμως, ότι όφειλε στην εφεσείουσα το αξιούμενο ή οποιοδήποτε ποσό. Πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι, καθόλη τη διάρκεια της συνεργασίας του με την εφεσείουσα, αυτή του παρέδιδε μικρότερες ποσότητες τροφής από αυτές που αναγράφονταν στα εκάστοτε εκδιδόμενα τιμολόγια με αποτέλεσμα να εισπράξει “με τα δόλια αυτά μέσα” πολύ μεγαλύτερα ποσά από εκείνα τα οποία αντιστοιχούσαν στην αξία των τροφών με τις οποίες προμήθευσε τον εφεσίβλητο μεταξύ 1990 και 1997. Το γεγονός αυτό διαπίστωσε ο εφεσίβλητος βάσει του τιμολογίου 003946, ημερομηνίας 21.5.1997. Από το ζύγισμα της τροφής που παραδόθηκε, προέκυψε ότι αυτή ήταν 7.660 κιλά αντί οκτώ τόνοι, όπως αναγραφόταν στο τιμολόγιο. Συναφώς, ο εφεσίβλητος πρόβαλε και ανταπαίτηση ζητώντας, αφενός, την απόδοση λογαριασμού για την πραγματική ποσότητα τροφής η οποία του παραδόθηκε κατά τη διάρκεια της συνεργασίας του με την εφεσείουσα και, αφετέρου, διάταγμα με το οποίο να διατάσσεται η εφεσείουσα να του επιστρέψει το ποσό το οποίο ήθελε τυχόν βρεθεί ότι του οφειλόταν μετά την απόδοση του λογαριασμού.

Με την απάντηση και υπεράσπιση στην ανταπαίτηση, η εφεσείουσα, αφού αρνήθηκε όλους τους ισχυρισμούς του εφεσίβλητου, οι οποίοι ήσαν αντίθετοι με την έκθεση απαιτήσεως, πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι, επειδή ο εφεσίβλητος είχε απαιτήσει όπως η τροφή [*585](Pellets) περιλαμβάνει δώδεκα διαφορετικές αναλογίες, τον πληροφόρησε ότι, με τις εν λόγω αναλογίες, η τροφή δε θα μπορούσε να είναι ένας τόνος ακριβώς, αλλά ολιγότερο, περί τα 972 κιλά. Ο εφεσίβλητος συμφώνησε με αποτέλεσμα η τιμή της τροφής, με τις δώδεκα αναλογίες, να καθοριστεί σε £90 τα 972 κιλά. Συναφώς, η εφεσείουσα απέρριψε τον ισχυρισμό ότι καταδολίευσε τον εφεσίβλητο.

Με Παράκληση που καταχώρησε στις 25.5.1999, στα πλαίσια της Δ.30 θ.2(α), ο δικηγόρος του εφεσίβλητου ζήτησε “περαιτέρω και/ή καλύτερες λεπτομέρειες” ως εξής:

“2. ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΚΑΙ/Ή ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ

Ζητούμε όπως μας εφοδιάσετε με περαιτέρω και/ή καλύτερες λεπτομέρειες της Απάντησης στην Υπεράσπιση και της Έκθεσης Απαίτησης και ειδικότερα:

(α)  Πότε απαίτησε ο Εναγόμενος από τους Ενάγοντες όπως το σιτηρέσιο των αλόγων του περιλαμβάνει τις αναλογίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 της Απάντησης στην Υπεράσπιση.

(β)  Πότε ανέφεραν οι Ενάγοντες στον Εναγόμενο τα όσα αναφέρονται στην παράγραφο 3 της Απάντησης στην Υπεράσπιση.

(γ)  Πότε συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων ότι η τιμή του σιτηρεσίου των αλόγων του Εναγομένου θα ήταν £90 τα 972 κιλά, ως αναφέρεται στην παράγραφο 3 της απάντησης στην Υπεράσπιση.

(δ)  ...............................................................................................”

Με την Απάντησή της, ημερομηνίας 15.9.1999, η εφεσείουσα ανέφερε τα εξής:

“2. ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΚΑΙ/Ή ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ

(α)  Ο Εναγόμενος απαίτησε τις περιγραφόμενες αναλογίες από την αρχή της συνεργασίας των.

(β)  Οι Ενάγοντες ανέφεραν από την αρχή της συνεργασίας των ότι το βάρος του σιτηρεσίου με τις περιγραφόμενες [*586]αναλογίες δεν θα ήταν ακριβώς ένας τόνος.

(γ)  Η τιμή του σιτηρεσίου συμφωνήθηκε από την αρχή.

(δ)  ................................................................................................”

Προς υποστήριξη της απαίτησης, έδωσε μαρτυρία ο Διευθυντής της εφεσείουσας και ένας ακόμα μάρτυρας. Προς υποστήριξη της υπεράσπισης και της ανταπαίτησης έδωσε μαρτυρία ο εφεσίβλητος και δύο άλλοι μάρτυρες. Κατά την ακρόαση κατατέθηκαν, εκ συμφώνου, και τρία τεκμήρια, ήτοι δέσμη τιμολογίων για τη χρονική περίοδο από 24.12.1990 μέχρι 21.5.1997 (Τεκμ. 1), καταστάσεις λογαριασμού για τα έτη 1993 μέχρι 1997 (Τεκμ. 2Α-Ε) και ένα έγγραφο “υπολογισμού του πραγματικού λογαριασμού” (Τεκμ. 3).

Στο στάδιο των τελικών αγορεύσεων, ο δικηγόρος του εφεσίβλητου, αγορεύοντας πρώτος, αφού συνόψισε τις αντικρουόμενες εκδοχές των διαδίκων, εισηγήθηκε ότι αληθινή ήταν η εκδοχή του πελάτη του. Έθιξε, όμως, και ένα άλλο θέμα. Ότι υπήρχε διάσταση μεταξύ της μαρτυρίας του Διευθυντή της εφεσείουσας και των “περαιτέρω και/ή καλύτερων λεπτομερειών”, οι οποίες δόθηκαν από τη δικηγόρο της εφεσείουσας, όσον αφορούσε το χρόνο κατά τον οποίο ο εφεσίβλητος ζήτησε τις δώδεκα αναλογίες στην τροφή και το χρόνο κατά τον οποίο καθορίστηκε η τιμή των £90 τα 972 κιλά. Αντίθετη ήταν η θέση της δικηγόρου της εφεσείουσας. Δίδοντας ιδιαίτερη έμφαση στην παραδοχή της εφεσίβλητης ότι ήταν αδύνατο, με τις δώδεκα αναλογίες, η τροφή να είναι ένας τόνος ακριβώς (§7 της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης) όπως, επίσης, και στο γεγονός ότι τα εκάστοτε εκδοθέντα από την εφεσείουσα τιμολόγια ήσαν υπογραμμένα, ως αποδεκτά, από μέρους του εφεσιβλήτου, υποστήριξε ότι αληθινή ήταν η εκδοχή της εφεσείουσας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι, προτού ασχοληθεί με την αξιολόγηση της μαρτυρίας, θάπρεπε να εξετάσει το ζήτημα κατά πόσο υπάρχει διάσταση μεταξύ της μαρτυρίας του Διευθυντή της εφεσείουσας “και των περαιτέρω και/ή καλύτερων λεπτομερειών”, και αφού αναφέρθηκε στην αρχή ότι η δικογραφία αποτελεί τη βάση της δίκης και, επομένως, μαρτυρία εκτός δικογραφίας αγνοείται, και ότι ο σκοπός για τον οποίο παρέχονται “περαιτέρω και/ή καλύτερες λεπτομέρειες” είναι η διασάφηση των γενομένων ισχυρισμών, παρέθεσε αυτούσια τα αποσπάσματα από την Παράκληση της 25.5.1999 και την Απάντηση της 15.9.1999 (πιο πάνω) και κατέληξε ως εξής:

“Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι η ευρύτερη δικογραφημένη [*587]θέση της Ενάγουσας, λαμβάνοντας υπόψη και τις πιο πάνω λεπτομέρειες είναι επιγραμματικά η εξής:

Από την αρχή της εμπορικής συνεργασίας των διαδίκων, η οποία σύμφωνα με τον Μ.Ε.1 ανάγεται στο έτος 1988 (ο Εναγόμενος ανέφερε 1990 και ο Μ.Υ.2 1986) ο Εναγόμενος απαίτησε από την Ενάγουσα όπως το σιτηρέσιο των αλόγων (τα Pellets) που θα αγόραζε, περιλάμβανε συγκεκριμένες αναλογίες, συγκεκριμένων συστατικών που ο ίδιος ζήτησε ως αυτά αναφέρονται στην παράγραφο 2 της Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπισης στην Ανταπαίτηση. Τότε η Ενάγουσα (προφανώς δια μέσου του Μ.Ε.1) πληροφόρησε τον Εναγόμενο ότι το βάρος του σιτηρεσίου που είχε ζητηθεί θα ανερχόταν σε 972 κιλά περίπου και όχι σε ένα τόνο. Παράλληλα καθορίστηκε και συμφωνήθηκε η τιμή κάθε σιτηρεσίου στις £90.

Κατά την ακρόαση εγκαταλείφθηκε πλήρως η πιο πάνω θέση και παρουσιάστηκε μια εντελώς νέα που απέχει παρασάγγας από την δικογραφημένη. Συγκεκριμένα ο Μ.Ε.1 ως ο καθ’ ύλη αρμόδιος, μιλώντας εκ μέρους και για λογαριασμό της Ενάγουσας, με τρόπο κατηγορηματικό αρνήθηκε ότι τα πιο πάνω έλαβαν χώρα στην αρχή της συνεργασίας των διαδίκων. Στην αρχή της συνεργασίας τους, ανέφερε ο Μ.Ε.1 η Ενάγουσα προμήθευε τον Εναγόμενο με κριθάρι. Στην συνέχεια και κάπου μεταξύ των ετών 1991 – 1993 τον προμήθευαν με Pellets δικής τους συνταγής. Η τιμή των Pellets αυτών ήταν στην αρχή £75, ύστερα έγινε £80 και ύστερα £85.

Χρόνια μετά την έναρξη της συνεργασίας τους, γύρω στο 1993 (1994-1995 ανέφερε όταν ρωτήθηκε συγκεκριμένα για την συμφωνία των £90, 1995 ανέφερε και η Μ.Ε.2) συνέβησαν τελικά τα όσα αναφέρονται στις λεπτομέρειες που δόθηκαν.

Η πιο πάνω θέση αποτέλεσε το θεμέλιο πάνω στο οποίο κτίστηκε η όλη υπόθεση της Ενάγουσας κατά την ακρόαση. Υποβαστάζει τον κεφαλαιώδους σημασίας ισχυρισμό ότι η συμφωνία ήταν για σιτηρέσιο βάρους 972 κιλών (που μειώθηκαν περαιτέρω μετά την αφαίρεση της σκόνης) και όχι ενός τόνου ως ισχυρίστηκε ο Εναγόμενος. Ομοίως οι αναφορές για τις εκάστοτε ισχύουσες τιμές των Pellets είναι άρρηκτα συνδεδεμένες, αναπόσπαστες θα έλεγα, με τις αντίστοιχες χρεώσεις και τον χρόνο που αυτές έγιναν βάσει των τιμολογίων – τεκμήριο 1 ως αυτές αντικατοπτρίζονται και στις καταστάσεις λογαριασμού τεκμήριο 2 Α- 2 Ε. Διαφορετική είναι η “δια ζώσης” εικόνα που πα[*588]ρουσιάζει την χρέωση των Pellets να κυμαίνεται από £75 - £90 και διαφορετική θα ήταν εάν προωθείτο η δικογραφημένη θέση σύμφωνα με την οποία η χρέωση ήταν ανέκαθεν £90.

Η πιο πάνω μαρτυρία που βρίσκεται στον πυρήνα των λεχθέντων του Μ.Ε.1 (και της Μ.Ε.2) είναι εκτός δικογράφων και ως εκ τούτου θα πρέπει να αγνοηθεί. Αυτό επιτάσσει η θεμελιακή και άκαμπτη αρχή του δικαίου μας που απαιτεί απόλυτη προσήλωση στις έγγραφες προτάσεις, ως την έχω σκιαγραφήσει πιο πριν. Η εξέλιξη αυτή δυναμιτίζει την υπόθεση της Ενάγουσας, αφού η δικογραφημένη της θέση που είναι η μόνη που μετρά, παραμένει χωρίς προώθηση και κατ’ επέκταση αστοιχειοθέτητη. Εάν η Ενάγουσα επιθυμούσε να προωθήσει μια διαφορετική θέση κατά την ακρόαση, ως εντέλει έπραξε, όφειλε να αποταθεί στο Δικαστήριο εκ των προτέρων για να της δοθεί άδεια τροποποίησης των λεπτομερειών (βλ. The Annual Practice 1953 σελ. 351). Η παράλειψη της να το πράξει την δεσμεύει και την εμποδίζει από του να προωθεί και να στηρίζεται σε άλλα γεγονότα.

Διαφορετική κατάληξη θα άφηνε την δίκη χωρίς οριοθέτηση και θα άνοιγε διάπλατα την πόρτα στο δικαίωμα αιφνιδιασμού του αντιδίκου, πράγμα ανεπίτρεπτο (βλ. Αριστοδήμου ν. Χαραλάμπους (1990) 1 Α.Α.Δ. 319).

Ενόψει των πιο πάνω, δεν μένει αποδεκτή μαρτυρία ικανή να στηρίξει την αξίωση της Ενάγουσας με αποτέλεσμα αυτή να έχει αποτύχει να αποσείσει το βάρος με το οποίο ήταν επιφορτισμένη.”

Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης πάνω στη βάση ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή χωρίς να αποφανθεί επί της ουσίας της διαφοράς.

Η έφεση ευσταθεί. Η δικογραφημένη θέση της εφεσείουσας ήταν, πράγματι, ότι, από την αρχή της συνεργασίας τους, ο εφεσίβλητος ζήτησε τις δώδεκα αναλογίες στην τροφή (Pellets) ταυτόχρονα δε, εφόσον ήταν αδύνατο η τροφή να είναι ένας τόνος ακριβώς, καθορίστηκε η τιμή των £90 τα 972 κιλά. Κατά την ακρόαση, ο Διευθυντής της εφεσείουσας όντως ανέφερε ότι, στην αρχή της συνεργασίας (το 1988), προμήθευε τον εφεσίβλητο με κριθάρι. Ήταν δε αργότερα, μεταξύ 1991 έως 1993, που προμήθευε τον εφεσίβλητο με την τροφή, η δε τιμή ήταν στην αρχή £75, ύστερα έγινε £80, ύστερα £85 και, γύρω στο 1993, £90. Είναι, αναντίλεκτα, [*589]διαφορετική, όπως παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, “η «δια ζώσης» εικόνα που παρουσιάζει την χρέωση των Pellets να κυμαίνεται από £75 - £90 και διαφορετική θα ήταν εάν προωθείτο η δικογραφημένη θέση σύμφωνα με την οποία η χρέωση ήταν ανέκαθεν £90.” Όμως, η εικόνα αυτή δεν “απέχει κατά παρασάγγας από την δικογραφημένη” όπως έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Αντίθετα, κινείται μέσα στα πλαίσια της δικογραφημένης θέσης της εφεσείουσας, και δη εις βάρος της, χωρίς, ταυτόχρονα, να παραβλάπτει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τη δικογραφημένη θέση του εφεσίβλητου. Οι δικονομικοί κανόνες υπάρχουν για να διευκολύνουν και προστατεύουν τους διαδίκους και όχι για να συνιστούν τροχοπέδη στην απονομή της δικαιοσύνης.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε, παρά την παρατηρηθείσα διάσταση μεταξύ της δικογραφημένης θέσης της εφεσείουσας και της μαρτυρίας του Διευθυντή της, να προχωρήσει στην αξιολόγηση της ενώπιόν του προφορικής μαρτυρίας στο σύνολό της, σε συνάρτηση με τα κατατεθέντα τεκμήρια, και, αφού καταλήξει στα ευρήματα και συμπεράσματά του, να εκδώσει απόφαση επί της ουσίας της διαφοράς.

Η έφεση επιτυγχάνει. Με έξοδα υπέρ της εφεσείουσας.

Διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή.

Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας να ακολουθήσουν τα έξοδα της επανεκδίκασης.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα υπέρ της εφεσείουσας. Διατάσσεται επανεκδίκαση από άλλο δικαστή.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο