Ευθυμίου Χρύσω ν. Ανδρέα Χαραλάμπους (2004) 1 ΑΑΔ 700

(2004) 1 ΑΑΔ 700

[*700]19 Μαρτίου, 2004

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΧΡΥΣΩ ΕΥΘΥΜΙΟΥ,

Εφεσείουσα,

ν.

ΑΝΔΡΕΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11469)

 

Πολιτική Δικονομία ― Αποδοχή αίτησης για έκδοση απόφασης λόγω παράλειψης καταχώρησης εμφάνισης, παρά την ύπαρξη καταχωρημένης εμφάνισης και εξομοίωση της εν λόγω αίτησης προς αίτηση για απόφαση λόγω μη καταχώρησης υπεράσπισης ― Κατά πόσο η παρατυπία ήταν θεμελιώδης με αποτέλεσμα η αίτηση να καθίσταται ανυπόστατη ή κατά πόσο ήταν θεραπεύσιμη με το μηχανισμό της Δ.64 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών ― Διαφοροποίηση της παρούσας υπόθεσης από την υπόθεση Κτηματικές Επιχειρήσεις Μάκης Αυξεντίου Λτδ ν. Κυριακίδη κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 601.

Πολιτική Δικονομία ― Παραμερισμός, κατ’ έφεση, απόφασης η οποία εκδόθηκε πρωτοδίκως στη βάση ανυπόστατης αίτησης.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση εναντίον της εφεσείουσας επί αίτησης του εφεσίβλητου για απόφαση λόγω παράλειψης καταχώρησης εμφάνισης, ενώ η εφεσείουσα είχε καταχωρημένη εμφάνιση.  Η εφεσείουσα υπέβαλε αίτηση για παραμερισμό της εκδοθείσας απόφασης, το Δικαστήριο όμως την απέρριψε βασιζόμενο στην απόφαση Κτηματικές Επιχειρήσεις Μάκης Αυξεντίου Λτδ ν. Κυριακίδη κ.ά. και αποφάνθηκε ότι η όποια αντικανονικότητα δεν ήταν θεμελιώδης και θεραπεύθηκε βάσει της Δ.64, εφ’ όσον μάλιστα η εφεσείουσα δεν είχε καταχωρήσει υπεράσπιση και η αίτηση για απόφαση λόγω μη καταχώρησης υπεράσπισης θα μπορούσε να είχε γίνει ex parte ώστε η εφεσείουσα να μην επηρεάζετο δυσμενώς.  Αναφορικά με την ουσία το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι, αν και η εφεσείουσα είχε αποκαλύψει εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση, δεν εδικαιούτο να επιτύχει στην αίτησή της καθ’ όσον ήταν ένοχος αδικαιολόγητης καθυστέρησης στην καταχώρηση υπεράσπισης όπως και της εξεταζόμενης αίτησης.

[*701]

Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση προσβάλλοντας τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου τόσο αναφορικά προς την κανονικότητα της αίτησης, όσο και αναφορικά με την ουσία της.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ο λόγος της απόφασης Κτηματικές Επιχειρήσεις Μάκης Αυξεντίου Λτδ ν. Κυριακίδη κ.ά., δεν έχει εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση. Εκεί επρόκειτο όντως για παρατυπία εφόσον είχε γίνει προφορική αίτηση για απόφαση λόγω παράλειψης καταχώρησης εμφάνισης. Εδώ η αντικανονικότητα ήταν θεμελιώδης αφού προήρχετο από την έκδοση απόφασης επί αίτησης για απόφαση λόγω παράλειψης καταχώρησης εμφάνισης όταν υπήρχε ήδη καταχωρημένη εμφάνιση, με την εξομοίωση ουσιαστικά της αίτησης για απόφαση λόγω μη καταχώρησης εμφάνισης προς αίτηση για απόφαση λόγω μη καταχώρησης υπεράσπισης. Η ύπαρξη εμφάνισης αναιρούσε το ίδιο το βάθρο της αίτησης η οποία εστηρίζετο στην απουσία εμφάνισης, η δε καταχώρηση αλλά και προώθηση της από τον εφεσίβλητο, ο οποίος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι είχε καταχωρηθεί εμφάνιση, με μόνη αναφορά στο ότι η αγωγή είχε επιδοθεί, συνιστούσε παραπλάνηση του Δικαστηρίου με ανάλογο βαθμό ευθύνης του εφεσίβλητου.

2.  Το ανυπόστατο της αίτησης δεν μπορούσε να μετατραπεί σε κανονικό.  Αυτό οδηγεί αναποφεύκτως στον παραμερισμό της εκδοθείσας απόφασης ex debito justitiae και ανεξαρτήτως του ότι η εφεσείουσα, όπως διαπιστώθηκε πρωτόδικα, είχε και καλή υπεράσπιση επί της ουσίας.

3.  Η καθυστέρηση της εφεσείουσας δεν ήταν τέτοια που να συνιστούσε περιφρονητική συμπεριφορά ή λήψη βημάτων στη βάση της απόφασης ώστε να επηρέαζε το δικαίωμα της εφεσείουσας να επιτύχει παραμερισμό της απόφασης.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα εναντίον του εφεσίβλητου τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ’ έφεση.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Κτηματικές Επιχειρήσεις Μάκης Αυξεντίου Λτδ ν. Κυριακίδη κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 601.

[*702]Έφεση.

Έφεση από την εναγόμενη κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας που δόθηκε στις 9/8/02 (Αρ. Αγωγής 2154/97) με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της για παραμερισμό της εναντίον της εκδοθείσας στις 22/9/97 απόφασης για ποσό £1.535,- ως οφειλόμενο στον ενάγοντα για την πώληση και παράδοση σ’ αυτή φθαρτών και φρούτων και δεν έγινε δεκτή η εισήγηση της για παραμερισμό της απόφασης λόγω αντικανονικότητας (ex debito justitiae) για το λόγο ότι η όποια αντικανονικότητα προήρχετο από το γεγονός ότι, αντί να ζητηθεί απόφαση λόγω παράλειψης καταχώρισης υπεράσπισης ζητήθηκε απόφαση λόγω παράλειψης καταχώρισης εμφάνισης παρά την ύπαρξη εμφάνισης, δεν ήταν θεμελιώδης και θεραπεύθηκε βάσει της Δ.64.

Π. Ιακωβίδης για Μοντάνιο, για την Εφεσείουσα.

Γ. Γεωργίου για Κ. Ανδρέου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Το περίεργο πραγματικό υπόβαθρο της έφεσης αποκαλύπτει το θέμα που μας αφορά.  Με ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο που καταχωρήθηκε στις 26.5.1997 ο Εφεσίβλητος απαίτησε εναντίον της Εφεσείουσας ποσό £1.535,00 ως οφειλόμενο υπόλοιπο για την πώληση και παράδοση φθαρτών και φρούτων.  Το κλητήριο επιδόθηκε στην Εφεσείουσα στις 10.6.1997 και, με αίτηση ex parte ημερομηνίας 23.6.1997, ο Εφεσίβλητος ζήτησε απόφαση λόγω παράλειψης καταχώρισης εμφάνισης.  Καθ’ όσον όμως στις 24.6.1997 η Εφεσείουσα κατεχώρησε εμφάνιση, ο Εφεσίβλητος απέσυρε την αίτηση του στις 22.9.1997. Παρά ταύτα επανήλθε όμως στις 13.10.1998 με νέα αίτηση ex parte με την οποία ζητούσε και πάλι απόφαση λόγω παράλειψης καταχώρισης εμφάνισης. Αυτή τη φορά προώθησε την αίτηση του και εξασφάλισε απόφαση στη βάση ένορκης δήλωσης του με την οποία εβεβαιώνετο η απαίτηση.  Το μόνο σχετικό γεγονός που ανεφέρετο στην ίδια την αίτηση, ως προφανώς προκύπτον από το φάκελλο, ήταν ότι η αγωγή επεδόθη στις 10.6.1997 χωρίς να αναφέρεται ότι κατεχωρήθη εμφάνιση και ότι προηγούμενη αίτηση απεσύρθη ακριβώς για το λόγο αυτό.  Στο πρακτικό του Δικαστηρίου αναφέρεται ως ημερομηνία έκδοσης της απόφασης η 22.9.1997.  Ίσως να πρόκειται περί λάθους [*703]αφού η εν λόγω ημερομηνία προηγείτο της ίδιας της αίτησης κατά ένα σχεδόν έτος.  Στη συνταγμένη απόφαση αναφέρεται ως ημερομηνία έκδοσης η 6.11.1998.  Εν πάση περιπτώσει, η απόφαση δεν επεδόθη στην Εφεσείουσα.  Αν και στις 26.4.1999 εξεδόθη ένταλμα κινητών το οποίο επεστράφη ανεκτέλεστο, η Εφεσείουσα φαίνεται να πληροφορήθηκε την έκδοση απόφασης εναντίον της μόλις το 2001 κατά τη διαδικασία αιτήσεων του Εφεσίβλητου για πληρωμή με μηνιαίες δόσεις.  Μετά την καταχώριση μάλιστα στις 4.12.2001  ένστασης της στη δεύτερη αίτηση, η αίτηση εκείνη απεσύρθη στις 30.1.2002 για να της δοθεί η ευκαιρία να καταχωρήσει αίτηση για παραμερισμό της απόφασης, όπως και έπραξε στις 19.3.2002. Ήταν η θέση της ότι η απόφαση είχε εκδοθεί αντικανονικά και έπρεπε να παραμερισθεί ex debito justitiae και ότι, ακόμα και στη βάση των συνήθων αρχών που διέπουν τον παραμερισμό απόφασης, είχε καλή υπεράσπιση και θα έπρεπε να της επιτραπεί να την προβάλει.

Ο ευπαίδευτος Δικαστής ο οποίος άκουσε την αίτηση προσέγγισε το θέμα και από τις δύο απόψεις.  Ως προς την κανονικότητα της απόφασης, ήταν της γνώμης, βασιζόμενος και στην απόφαση Κτηματικές Επιχειρήσεις Μάκης Αυξεντίου Λτδ ν. Κυριακίδη κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 601, ότι η όποια αντικανονικότητα προήρχετο από το γεγονός ότι, αντί να ζητηθεί απόφαση λόγω παράλειψης καταχώρισης υπεράσπισης ζητήθηκε απόφαση λόγω παράλειψης καταχώρισης εμφάνισης παρά την ύπαρξη εμφάνισης, δεν ήταν θεμελιώδης και θεραπεύθηκε βάσει της Δ.64 με την ίδια την απόφαση του Δικαστηρίου, εφ’ όσον μάλιστα η Εφεσείουσα δεν είχε καταχωρίσει υπεράσπιση και η αίτηση για απόφαση λόγω μη καταχώρισης υπεράσπισης θα μπορούσε να είχε γίνει ex parte ώστε η Εφεσείουσα να μην επηρεάζετο δυσμενώς. Αλλά και ως προς την ουσία, ο ευπαίδευτος Δικαστής θεώρησε ότι, αν και η Εφεσείουσα είχε αποκαλύψει εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση, δεν εδικαιούτο να επιτύχει στην αίτηση της καθ’ όσον ήταν ένοχος αδικαιολόγητης καθυστέρησης στην καταχώριση υπεράσπισης όπως και της εξεταζόμενης αίτησης.

Με την έφεση προσβάλλονται και οι δύο πτυχές της απόφασης.  Ενδιαφέρει βεβαίως κατά κύριο λόγο το θέμα της κανονικότητας.  Και επ΄ αυτού τα πράγματα είναι καθαρά.  Δεν ήταν δυνατός ο χαρακτηρισμός ως μη θεμελιώδους της αντικανονικότητας που προήρχετο από την έκδοση απόφασης επί αίτησης για απόφαση λόγω παράλειψης καταχώρισης εμφάνισης όταν υπήρχε καταχωρημένη εμφάνιση, με την εξομοίωση ουσιαστικά της αίτησης για απόφαση λόγω μη καταχώρισης εμφάνισης προς αίτηση για απόφαση λόγω μη καταχώρισης υπεράσπισης.  Ούτε μπορούσε βεβαίως η αντικανονικότητα να θεραπευθεί με την έκδοση απόφασης η νομιμότητα [*704]της οποίας είναι ακριβώς το ζητούμενο.  Η ύπαρξη εμφάνισης αναιρούσε το ίδιο το βάθρο της αίτησης η οποία εστηρίζετο στην απουσία εμφάνισης, η δε καταχώρηση αλλά και προώθηση της από τον Εφεσίβλητο, ο οποίος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι είχε καταχωρηθεί εμφάνιση, με μόνη αναφορά στο ότι η αγωγή είχε επιδοθή, συνιστούσε παραπλάνηση του Δικαστηρίου με ανάλογο βαθμό ευθύνης του Εφεσίβλητου.  Τοσούτο μάλλον αφού προηγούμενη αίτηση για απόφαση λόγω μη καταχώρισης εμφάνισης είχε αποσυρθεί ακριβώς όταν διεπιστώθη ότι μια ημέρα μετά από την καταχώριση της κατεχωρήθη εμφάνιση. Συγχρόνως, η ύπαρξη εμφάνισης αναιρούσε και το ίδιο το βάθρο της επί της αίτησης εκδοθείσας απόφασης η οποία εβασίζετο στο ανύπαρκτο δεδομένο της μη καταχώρισης εμφάνισης.  

Η κατάσταση αυτή των πραγμάτων δεν μπορούσε να επηρεάζεται από το ότι ο Εφεσίβλητος θα μπορούσε να είχε καταχωρίσει αίτηση για απόφαση λόγω μη καταχώρισης υπεράσπισης και ότι η αίτηση αυτή θα μπορούσε να κατεχωρείτο ex parte.  Δεν ήταν τέτοια αίτηση που είχε καταχωρίσει ο Εφεσίβλητος και δεν ήταν δυνατό για το Δικαστήριο να την εχειρίζετο ως τέτοια είτε στην όψη της ως εκ του περιεχομένου και των θεσμών στους οποίους εβασίζετο είτε με προσφυγή στη Δ.64. Το ανυπόστατο δεν μπορούσε να μετατραπεί σε κανονικό.  Εξ άλλου, στην περίπτωση αίτησης για απόφαση λόγω μη καταχώρισης υπεράσπισης, αν και αυτή μπορεί να γίνει ex parte, το Δικαστήριο μπορεί πάντοτε να διατάξει επίδοση της, όπως πολύ σοφά πράττει πολλάκις σαν θέμα πρακτικής, και δεν είναι δυνατό να προβλεφθεί τι θα έπραττε το Δικαστήριο στην προκειμένη περίπτωση αν είχε ενώπιον του τέτοια αίτηση.

Πόρρω απέχει ο λόγος της απόφασης Κτηματικές Επιχειρήσεις Μάκης Αυξεντίου Λτδ ν. Κυριακίδη κ.ά., από του να έχει εφαρμογή στην υπόθεση αυτή. Εκεί επρόκειτο όντως για παρατυπία εφ΄ όσον αντί γραπτή είχε γίνει προφορική αίτηση για απόφαση λόγω παράλειψης καταχώρισης εμφάνισης.  Δεν ετίθετο θέμα όλως λανθασμένου της ουσίας της αίτησης ως εκ της ελλείψεως του ίδιου του υποβάθρου της.  Όπως παρατηρήθηκε, η γραπτή ή προφορική επίκληση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου αφορά τον τύπο της αίτησης και όχι την ουσία της.

Η θεώρηση μας οδηγεί αναποφεύκτως στον παραμερισμό της εκδοθείσας απόφασης ex debito justitiae και ανεξαρτήτως του ότι η Εφεσείουσα, όπως διαπίστωσε ο ευπαίδευτος Δικαστής, είχε και καλή υπεράσπιση επί της ουσίας. Ούτε βεβαίως χρειάζεται να υπεισέλθουμε στο θέμα που έχει εγείρει ο ευπαίδευτος συνήγορος για την [*705]Εφεσείουσα ότι, και αν η αίτηση ήθελε εξομοιωθεί προς αίτηση για απόφαση λόγω παράλειψης καταχώρισης υπεράσπισης, δεν θα μπορούσε να είχε εκδοθεί απόφαση επ’ αυτής καθ’ όσον η αίτηση δεν είχε επιδοθεί στην Εφεσείουσα.  Το θέμα απολήγει να είναι θεωρητικό αφού η αίτηση δεν ήταν και δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως αίτηση για απόφαση λόγω παράλειψης καταχώρισης υπεράσπισης.  Δεν θα μας απασχολήσει η άλλη πτυχή της έφεσης που αφορά τη διαπίστωση του ευπαίδευτου Δικαστή ότι η Εφεσείουσα ήταν ένοχη καθυστέρησης, πλην για να παρατηρήσουμε ότι η όποια καθυστέρηση μπορούσε να ήταν και δικαιολογημένη.  Να παρατηρήσουμε συναφώς ότι η απόφαση δεν επεδόθη στην Εφεσείουσα και ότι δεν υπήρχαν στοιχεία που να καταδεικνύουν ότι το ένταλμα κινητών έφερε την απόφαση σε γνώση της Εφεσείουσας, ενώ η διαδικασία των μηνιαίων δόσεων, στα πλαίσια της οποίας και έλαβε γνώση της απόφασης η Εφεσείουσα, άρχισε ενάμισυ έτος μετά και μπορούσε να υπήρχε σύγχυση ως προς το ποια απόφαση αφορούσε εν όψει και άλλης αγωγής του Εφεσίβλητου κατά της Εφεσείουσας.  Εν πάση περιπτώσει, η καθυστέρηση της Εφεσείουσας δεν ήταν τέτοια που να συνιστούσε περιφρονητική συμπεριφορά ή λήψη βημάτων στη βάση της απόφασης ώστε να επηρέαζε το δικαίωμα της Εφεσείουσας να επιτύχει παραμερισμό της απόφασης. (ίδε και Halsbury’s Laws of England, 4th Ed. Vol. 26, para. 559).

Η έφεση λοιπόν επιτυγχάνει.  Η προσβαλλόμενη απόφαση και διαταγή για έξοδα παραμερίζονται. Η αίτηση της Εφεσείουσας ημερομηνίας 8.4.2002 επιτυγχάνει και η εναντίον της εκδοθείσα απόφαση και διαταγή για έξοδα παραμερίζονται. Ο Εφεσίβλητος θα καταβάλει τα έξοδα της Εφεσείουσας πρωτοδίκως και κατ’ έφεση.

Η�έφεση επιτρέπεται με έξοδα εναντίον του εφεσίβλητου τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο