(2004) 1 ΑΑΔ 784
[*784]26 Μαρτίου, 2004
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
1. ΑΥΓΗ Ν. ΚΑΣΠΑΡΗ,
2. ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ Ν. ΚΑΣΠΑΡΗ,
Εφεσείουσες-Καθ΄ων η αίτηση,
ν.
ΒΑΣΟΥ ΑΝΔΡEΟΥ,
Εφεσιβλήτου-Αιτητή.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11397)
Αποφάσεις και διατάγματα ― Απαγορευτικό διάταγμα το οποίο εκδόθηκε μονομερώς και στη συνέχεια οριστικοποιήθηκε ― Έφεση εναντίον της απόφασης για οριστικοποίησή του, με προβολή λόγου έφεσης, με τον οποίο, μόνο το μονομερώς εκδοθέν διάταγμα, θα μπορούσε να προσβληθεί.
Η εφεσείουσα 1, ιδιοκτήτρια καταστήματος το οποίο είχε ενοικιάσει στον εφεσίβλητο για την περίοδο μεταξύ 31.12.1986 και 31.12.1988, εξασφάλισε απόφαση εναντίον του από το Ε.Δ. Πάφου με την οποία ο εφεσίβλητος διατασσόταν να παύσει να επεμβαίνει παράνομα στο κατάστημα. Μετά η εφεσείουσα 1 εξασφάλισε κατοχή του καταστήματος κατόπιν εντάλματος ανακτήσεως κατοχής. Ο εφεσίβλητος καταχώρησε έφεση και εξασφάλισε απόφαση με την οποία ακυρώνετο η πρωτόδικη απόφαση καθόσον αφορούσε την έξωσή του από το κατάστημα, δεν εξασφάλισε όμως διάταγμα για επιστροφή της κατοχής του καταστήματος. Ο εφεσίβλητος ειδοποίησε την εφεσείουσα 1 να του επιστρέψει την κατοχή του καταστήματος, αυτή αρνήθηκε και μεταβίβασε το κατάστημα στην θυγατέρα της, εφεσείουσα 2, η οποία άρχισε να το χρησιμοποιεί αρνούμενη να το παραδώσει στον εφεσίβλητο.
Ο εφεσίβλητος καταχώρησε αίτηση ενώπιον του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων, ζητώντας επανάκτηση της κατοχής του καταστήματος και λίγες μέρες αργότερα καταχώρησε μονομερή αίτηση ζητώντας διάταγμα που να απαγορεύει στις εφεσείουσες την μεταβίβαση και/ή αποξένωση του καταστήματος. Το Δικαστήριο εξέδωσε το ζητηθέν διάταγμα. Οι εφεσείουσες καταχώρησαν ένσταση στην οριστικο[*785]ποίησή του.
Κατά την ακρόαση ο δικηγόρος του εφεσίβλητου υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου και, επομένως, το μονομερώς εκδοθέν διάταγμα θάπρεπε να οριστικοποιηθεί μέχρι την έκδοση της τελικής απόφασης στην αίτηση ενώπιον του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων. Ο δικηγόρος των εφεσειουσών υποστήριξε ότι το διάταγμα δεν θάπρεπε να οριστικοποιηθεί για το λόγο ότι ο εφεσίβλητος απέκρυψε ουσιώδη γεγονότα και ότι, επίσης απουσίαζε το στοιχείο του κατεπείγοντος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε την οριστικοποίηση του διατάγματος.
Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης για το μοναδικό λόγο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι υπήρχαν οι επείγουσες περιστάσεις του Άρθρου 9 του Κεφ. 6 στις οποίες και βασίστηκε για την έκδοση του απαγορευτικού διατάγματος.
Αποφασίστηκε ότι:
Με τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης δεν μπορεί να προβάλλεται το ζήτημα του “κατεπείγοντος”, στη βάση του Άρθρου 9(1) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, ως λόγος εφέσεως των εφεσειουσών. Μετά την καταχώρηση ένστασης στο διάταγμα που εκδόθηκε μονομερώς, η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν, ουσιαστικά, διαδικασία έκδοσης προσωρινού διατάγματος διά κλήσεως. Ως εκ τούτου η τελική απόφαση μπορούσε να εφεσιβληθεί μόνο για λόγους που να ανάγονται στο κατά πόσο συνέτρεχαν ή όχι οι τρεις προϋποθέσεις εφαρμογής του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου. Με τον προβαλλόμενο λόγο έφεσης μόνο το μονομερώς εκδοθέν διάταγμα θα μπορούσε να προσβληθεί.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον των εφεσειουσών.
Έφεση.
Έφεση από τις καθ’ ων η αίτηση κατά της ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων Λεμεσού-Πάφου που δόθηκε στις 16/5/02 (Αρ. Αιτ. Ε6/02) με την οποία οριστικοποιήθηκε το προσωρινό διάταγμα ημερομ. 31/1/02 μέχρι την έκδοση της τελικής απόφασης στην αίτηση Ε6/02 και με την οποία απαγορεύετο στις καθ’ ων η αίτηση να μεταβιβάσουν ή αποξενώσουν το υποστατικό το οποίο ενοικίαζαν στον αιτητή βάση απόφασης [*786]του Εφετείου με την οποία ακυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση στην αγωγή 1097/89 για έξωσή του από το υποστατικό.
Χρ. Πατσαλίδης, για τις Εφεσείουσες.
Μ. Σάββα, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ..
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Δυνάμει ενοικιαστηρίου εγγράφου, ημερομηνίας 9.12.1986, ο εφεσίβλητος ενοικίασε από την εφεσείουσα 1 ένα κατάστημα το οποίο χρησιμοποιούσε ως καφενείο και σουβλιτζίδικο. Το ενοικιαστήριο έγγραφο άρχιζε στις 31.12.1986 και έληγε στις 31.12.1988.
Στις 28.6.1989 η εφεσείουσα 1 καταχώρησε την υπ’ αριθμό 1097/1989 αγωγή στο Ε.Δ. Πάφου εναντίον του εφεσίβλητου, ισχυριζόμενη ότι αυτός επενέβαινε παράνομα και/ή άλλως πως στο κατάστημα. Στις 29.5.1997 εκδόθηκε απόφαση στην αγωγή με την οποία ο εφεσίβλητος διατασσόταν να παύσει να επεμβαίνει παράνομα στο κατάστημα. Μετά το υπέρ της αποτέλεσμα, η εφεσείουσα 1 εξασφάλισε κατοχή του καταστήματος κατόπιν εντάλματος ανακτήσεως κατοχής. Εν τω μεταξύ, ο εφεσίβλητος καταχώρησε έφεση.
Στις 9.3.1999 το Εφετείο εξέδωσε απόφαση στην έφεση με την οποία ακύρωσε την πρωτόδικη απόφαση καθόσον αφορά την έξωση του εφεσίβλητου από το κατάστημα. Δεν προέβη, όμως, στην έκδοση διατάγματος για επιστροφή της κατοχής του καταστήματος στον εφεσίβλητο. Ενόψει της απόφασης του Εφετείου, ο εφεσίβλητος ειδοποίησε την εφεσείουσα 1 να του επιστρέψει την κατοχή του καταστήματος. Όμως αυτή δεν ανταποκρίθηκε, ενώ, στις 26.3.1999, μεταβίβασε το κατάστημα στη θυγατέρα της, εφεσείουσα 2, η οποία και άρχισε να το χρησιμοποιεί αρνούμενη να το παραδώσει στον εφεσίβλητο.
Στις 18.1.2003 ο εφεσίβλητος καταχώρησε την υπ’ αριθμό Ε6/2002 αίτηση ενώπιον του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων Λεμεσού – Πάφου, ζητώντας επανάκτηση της κατοχής του καταστήματος. Επτά μέρες αργότερα, στις 25.1.2002, ο εφεσίβλητος καταχώρησε μονομερή αίτηση, συνοδευόμενη από ένορκή του δήλωση, με την οποία ζητούσε διάταγμα με το οποίο να απαγορεύεται [*787]στις εφεσείουσες 1 και 2 να μεταβιβάσουν και/ή αποξενώσουν το κατάστημα. Στις 31.1.2002 το Δικαστήριο εξέδωσε το ζητηθέν διάταγμα αφού ο εφεσίβλητος υπέγραψε εγγύηση £1.000 στον Πρωτοκολλητή. Το διάταγμα ορίστηκε επιστρεπτέο στις 14.2.2002. Κατά την ημερομηνία εκείνη, και αφού ήδη από τις 12.2.2002 είχε καταχωρηθεί γραπτή ένσταση από τις εφεσείουσες, η αίτηση ορίστηκε για ακρόαση την 21.3.2002.
Κατά την ακρόαση ο δικηγόρος του εφεσίβλητου υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου και, επομένως, το μονομερώς εκδοθέν διάταγμα της 31.1.2002 θάπρεπε να οριστικοποιηθεί μέχρι την έκδοση τελικής απόφασης στη βασική αίτηση Ε6/2002. Αντίθετη ήταν η θέση του δικηγόρου των εφεσειουσών. Αν και δεν ισχυρίστηκε ότι οι εφεσείοντες θα υφίσταντο ζημιά από τυχόν οριστικοποίηση του διατάγματος, εν τούτοις επέμεινε ότι αυτό δε θάπρεπε να οριστικοποιηθεί για το λόγο ότι ο εφεσίβλητος απέκρυψε από το Δικαστήριο ουσιώδη γεγονότα και ότι, επίσης, απουσίαζε το στοιχείο του κατεπείγοντος.
Τελικά, το Δικαστήριο, αφού απέρριψε τον ισχυρισμό ότι ο εφεσίβλητος απέκρυψε ουσιώδη γεγονότα, και αφού δέχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, ήτοι ότι υπήρχε σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση, ότι υπήρχε σοβαρή πιθανότητα ο εφεσίβλητος να δικαιούται σε θεραπεία, και ότι, εκτός αν εξεδίδετο το διάταγμα θα ήταν δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο (εφόσον εάν αλλάξει το υφιστάμενο ιδιοκτησιακό καθεστώς ο εφεσίβλητος δε θα μπορεί να προωθήσει τη βασική αίτησή του), στις 16.5.2002 αποφάσισε την οριστικοποίηση του διατάγματος της 31.1.2002 μέχρι την έκδοση τελικής απόφασης στη βασική αίτηση Ε6/2002.
Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης του Δικαστηρίου για ένα και μόνο λόγο ο οποίος έχει, επί λέξει, ως εξής:
“Το Πρωτόδικο Δικαστήριο στην ενδιάμεση απόφαση του, εσφαλμένα έκρινε ότι υπήρχαν οι επείγουσες περιστάσεις του άρθρου 9 του Κεφ. 6, της υπό εξέτασης μονομερής αίτησης του εφεσίβλητου αιτητή, στις οποίες και βασίστηκε στην έκδοση του απαγορευτικού διατάγματος μεταβίβασης ή αποξένωσης του επίδικου υποστατικού μέχρι τελικής εκδίκασης της βασικής αίτησης υπ΄ αριθμό Ε6/02.”
Η έφεση δεν ευσταθεί. Το προσωρινό διάταγμα το οποίο εξέδωσε τελικά το Δικαστήριο, στις 16.5.2002, στηριζόμενο στο άρθρο 32 [*788]του περί Δικαστηρίων Νόμου, δεν το εξέδωσε μονομερώς, χωρίς, δηλαδή, να ακουσθούν οι εφεσείουσες. Το διάταγμα που εκδόθηκε μονομερώς την 31.1.2002 επιδόθηκε μετά την έκδοσή του, μαζί με την αίτηση, στις εφεσείουσες οι οποίες και καταχώρησαν γραπτή ένσταση στις 12.2.2002, με αποτέλεσμα η αίτηση να ακουσθεί και, στις 16.5.2002, με απόφαση του Δικαστηρίου, να οριστικοποιηθεί το διάταγμα της 31.1.2002. Με αυτά τα δεδομένα δεν μπορεί να προβάλλεται το ζήτημα του “κατεπείγοντος”, στη βάση του άρθρου 9(1) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, ως λόγος εφέσεως των εφεσειουσών. Μετά την καταχώρηση ένστασης στο διάταγμα της 31.1.2002 η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν, ουσιαστικά, διαδικασία έκδοσης προσωρινού διατάγματος δια κλήσεως. Ως εκ τούτου, η τελική απόφαση της 16.5.2002 μπορούσε να εφεσιβληθεί μόνο για λόγους που ν΄ ανάγονται στο κατά πόσο συνέτρεχαν ή όχι οι τρεις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου. Με τον προβαλλόμενο λόγο έφεσης θα μπορούσε να προσβληθεί μόνο το μονομερώς εκδοθέν διάταγμα της 31.1.2002. Όχι το διάταγμα της 16.5.2002.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος των εφεσειουσών.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειουσών.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο