Τσιακλίδης Ηλίας ν. Ευάγγελου Ανδρέα Ευαγγέλου και Άλλου (2004) 1 ΑΑΔ 832

(2004) 1 ΑΑΔ 832

[*832]23 Απριλίου, 2004

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΗΛΙΑΣ ΤΣΙΑΚΛΙΔΗΣ,

Εφεσείων,

ν.

1.           ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ,

2.           ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ ΩΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ

   ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ                            ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΠΑΡΑΛΑΒΗΣ, ΗΜΕΡ. 4.2.99                                   ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ 93/98 Ε.Δ. ΛΑΡΝΑΚΑΣ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11034)

 

Ευρήματα Δικαστηρίου ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Εσφαλμένη αξιολόγηση μαρτυρίας και κατάληξη σε ακροσφαλή ευρήματα ― Οδήγησε σε έκδοση διατάγματος επανεκδίκασης.

Δυνάμει συμφωνίας ημερ. 14.2.1995 οι αγοραστές, ο Ηλίας Τσιακλίδης και η Σταυρούλλα Τσιακλίδη, αγόρασαν από την εταιρεία Εκτροφεία Βαγγέλης (Βαβατσινιά) Λτδ (η εταιρεία) «τις 1000 συνήθεις μετοχές της» έναντι ποσού ΛΚ£170.000.  Στον τρόπο πληρωμής επρονοείτο ότι τα ποσά των ΛΚ20.000.- και ΛΚ17.000.- θα επληρώνοντο μετά την υπογραφή της συμφωνίας με την παράδοση από τους αγοραστές προς την εταιρεία επιταγών για το ισάξιο ποσό με την υπογραφή της συμφωνίας.  Η μεταβίβαση των μετοχών επ’ ονόματι των αγοραστών συμφωνήθηκε να λάβει χώραν «με την ταυτόχρονη υπογραφή της συμφωνίας».  Στην παρ. 3 της συμφωνίας υπάρχει επιφύλαξη ότι κατά τη μεταβίβαση των μετοχών η εταιρεία δεν θα έχει χρέη και τα εγγεγραμμένα κτήματά της δεν θα βαρύνονται με υποθήκη ή με άλλο εμπράγματο βάρος.  Η συμφωνία υπογράφηκε από τον εφεσίβλητο 1 ως πωλητή και τον εφεσείοντα ως αγοραστή.

Ο εφεσίβλητος 1 καταχώρησε αγωγή αξιώνοντας εναντίον του εφεσείοντος «£20.000 ποσόν οφειλόμενον δυνάμει επιταγών ή και ποσό οφειλόμενο δυνάμει πώλησης και μεταβίβασης μετοχών ή/και σαν χρέος ή/και σαν αποζημιώσεις ή/και σαν οφειλή ή/και άλλως πως».  [*833]Ισχυρίσθηκε ότι στις 15.5.95 ο εφεσείων έναντι νομίμου ανταλλάγματος και ειδικά την πώληση και μεταβίβαση μετοχών από τον εφεσίβλητο 1 εξέδωσε 2 επιταγές για ποσό ΛΚ10.000 η κάθε μια, οι οποίες επεστράφηκαν απλήρωτες για το λόγο ότι ο εφεσείων σταμάτησε την πληρωμή τους.

Ο εφεσείων στην υπεράσπισή του ισχυρίσθηκε ότι: (α) με επιστολή του ημερ. 4.8.95 ακύρωσε τη συμφωνία και σταμάτησε την πληρωμή των επίδικων επιταγών επειδή, μεταξύ άλλων, η εταιρεία δεν τήρησε τους όρους της επίδικης συμφωνίας και επίσης επειδή είχε χρέη πέραν των όσων ο εφεσίβλητος 1 αποκάλυψε (β) η συμφωνία εκείνη αντικαταστάθηκε με άλλη συμφωνία.  Επομένως δεν ισχύει το αντάλλαγμα για το οποίο δόθηκαν οι επιταγές, και (γ) ο εφεσίβλητος 1 συμφώνησε στην ακύρωση της συμφωνίας αλλά δεν προσήλθε για να κάμει τις αναγκαίες διευθετήσεις παρά το ότι κλήθηκε επανειλημμένα από τον εφεσείοντα.  Με ανταπαίτησή του ο εφεσείων αξίωσε, μεταξύ άλλων, δήλωση του Δικαστηρίου ότι οι επίδικες επιταγές «είναι άκυρες και ή άνευ ουδενός αποτελέσματος και/ή δεν είναι πληρωτέες».

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείων έλαβε πλήρως την αντιπαροχή των επιδίκων επιταγών η οποία δεν ήταν άλλη από τη μεταβίβαση των μετοχών της εταιρείας στον εφεσείοντα.  Ως εκ τούτου εξέδωσε απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου 1 για το ποσό των £20.000.- και απέρριψε την ανταπαίτηση.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση.  Μετά την καταχώρηση της έφεσης ο εφεσείων τροποποίησε τον τίτλο της έφεσης με την προσθήκη του Επίσημου Παραλήπτη ως εφεσίβλητου 2 αφού διαπίστωσε ότι είχε εκδοθεί διάταγμα παραλαβής εναντίον του εφεσίβλητου 1 και επίσης πρόσθεσε δύο λόγους έφεσης.  Με τον πρώτο από αυτούς προσβάλλεται το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί της αξιοπιστίας του εφεσίβλητου 1 δεδομένου ότι απέκρυψε από το Δικαστήριο ότι είχε κηρύξει πτώχευση και ότι είχε εκδοθεί διάταγμα παραλαβής εναντίον του.  Με τον δεύτερο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι ο εφεσίβλητος 1 δεν είχε “locus standi” στην αγωγή λόγω του διατάγματος της παραλαβής και γι’ αυτό η εκκαλούμενη απόφαση είναι άκυρη.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ενώ τα σχετικά τεκμήρια καθώς και η απάντηση του εφεσίβλητου 1 στην υπεράσπιση, υποστήριζαν μέχρις ενός βαθμού την εκδοχή του εφεσείοντος, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσίβλητος 1 εντυπωσίασε ευνοϊκά το Δικαστήριο ως μάρτυρας αληθείας και η κατάθεσή του συγκλίνει με τα κατατεθέντα τεκ[*834]μήρια.

2.  Ζωτικά θέματα της υπόθεσης δεν έτυχαν σωστού χειρισμού με αποτέλεσμα να υπάρχει κενό στην αξιολόγηση της μαρτυρίας. Η έκδοση διατάγματος επανεκδίκασης από άλλο Δικαστή είναι, για αυτό το λόγο, επιβεβλημένη.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα. Διατάχθηκε επανεκδίκαση. Τα πρωτόδικα έξοδα και τα έξοδα της επανεκδίκασης θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της επανεκδίκασης.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Χαραλάμπους κ.ά. ν. Νέαρχος Ηλιάδης & Υιοί (1993) 1 Α.Α.Δ. 529,

Αθανασίου ν. Loizias Ltd (1993) 1 A.A.Δ. 947,

Γιασεμή ν. Ρούσου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1098.

Έφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας που δόθηκε στις 19/1/01 (Αρ. Αγωγής 293/96) με την οποία αποδέκτηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου - ενάγοντα 1, έκρινε ότι ο εναγόμενος έλαβε πλήρως την αντιπαροχή των επίδικων επιταγών η οποία δεν ήταν άλλη από τη μεταβίβαση των μετοχών της εταιρείας του ενάγοντα στον εναγόμενο και τη σύζυγο του και εξέδωσε απόφαση υπέρ του ενάγοντα 1 για το ποσό των £20.000, απέρριψε δε σχετική ανταπαίτηση.

Κ. Χατζηιωάννου, για τον Εφεσείοντα.

Καμία εμφάνιση, για τον Εφεσίβλητο 1.

Σπ. Κόκκινος, για τον Εφεσίβλητο 2.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

[*835]ΚΑΛΛΗΣ, Δ.:  Δυνάμει συμφωνίας ημερ. 14.2.1995 μεταξύ της Εταιρείας Εκτροφεία Βαγγέλης (Βαβατσινιά) Λτδ (η εταιρεία) από τη μια και των Ηλία Τσιακλή και Σταυρούλλας Τσιακλίδη (οι αγοραστές) από την άλλη, η εταιρεία πώλησε στους αγοραστές «τις 1000 συνήθεις μετοχές της». Το τίμημα πώλησης «του συνόλου των πιο πάνω μετοχών καθορίστηκε στο ποσό των Λ.Κ. £170,000.- πληρωτέο με τον ακόλουθο τρόπο:

«α.  Οι Αγοραστές αναλαμβάνουν να εξοφλήσουν τις υποθήκες που βαρύνουν την εταιρεία για ποσό Λ.Κ.130000.- (εκατόν τριάντα χιλιάδων λιρών Κύπρου) στην Τράπεζα Κύπρου Λτδ., Lombart Nat West Ltd., και Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Μακράσυκας.

β. Λ.Κ.3000 (τρεις χιλιάδες λίρες Κύπρου) με την υπογραφή της παρούσας συμφωνίας.

γ.  Λ.Κ. 20000- (είκοσι χιλιάδες λίρες Κύπρου) τρεις μήνες μετά την υπογραφή της παρούσας συμφωνίας.

δ. Λ.Κ. 17000- (δεκαεπτά χιλιάδες λίρες Κύπρου) μετά την  υπογραφή της παρούσας συμφωνίας.

Οι Αγοραστές αναφορικά με τις πληρωμές της παραγράφου 2(γ) και (δ) θα παραδώσουν στον Πωλητή επιταγές για το ισάξιο ποσό με την  υπογραφή της συμφωνίας.»

Η μεταβίβαση των μετοχών επ’ ονόματι των αγοραστών συμφωνήθηκε να λάβει χώραν «με την ταυτόχρονη υπογραφή της συμφωνίας».  Βλ. παραγ. 3 της συμφωνίας στην οποία υπάρχει η πιο κάτω επιφύλαξη:

«Νοείται ότι κατά τη μεταβίβαση των μετοχών η εταιρεία δεν θα έχει κανένα απολύτως χρέος προς οιονδήποτε πρόσωπο ή/και και τα εγγεγραμμένα κτήματα δεν θα έχουν ουδεμίαν υποθήκη ή άλλο εμπράγματο βάρος.»

Σύμφωνα με τον όρο 4 της συμφωνίας «οι αγοραστές με την υπογραφή της συμφωνίας θα έχουν το δικαίωμα κατοχής και χρήσης των εγγεγραμμένων κτημάτων της εταιρείας». Σημειώνεται ότι στο προοίμιο της συμφωνίας αναφέρεται ότι «ο πωλητής είναι ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης των κτημάτων με αριθμό εγγραφής 3950 και 3951 Φ/Σχ XLIX.17, τεμάχια 124 και 125 αντίστοιχα, στο χωριό Βαβατσινιά».

[*836]Η συμφωνία φέρει την υπογραφή του εφεσίβλητου 1 ο οποίος την υπέγραψε ως «πωλητής» και του εφεσείοντος ο οποίος την υπέγραψε ως «αγοραστής».

Με αγωγή του ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας ο εφεσίβλητος 1 αξίωσε εναντίον του εφεσείοντος «£20.000 ποσόν οφειλόμενον δυνάμει επιταγών ή/και ποσό οφειλόμενο δυνάμει πώλησης και μεταβίβασης μετοχών ή/και σαν χρέος ή/και σαν αποζημιώσεις ή/και σαν οφειλή ή/και άλλως πως».  Ισχυρίστηκε ότι στις 15.5.95 ο εφεσείων έναντι νομίμου ανταλλάγματος και ειδικά από πώληση και μεταβίβαση μετοχών επ΄ ονόματι του από τον εφεσίβλητο 1 εξέδωσε 2 επιταγές για ποσό Λ.Κ.10000 η κάθε μια.  Ισχυρίστηκε, επίσης, ότι οι επιταγές κατατέθηκαν δεόντως στην Τράπεζα πλην όμως επεστράφησαν απλήρωτες ή/και ατίμητες για το λόγο ότι ο εφεσείων σταμάτησε την πληρωμή τους.

Ο εφεσείων με την  υπεράσπιση του ισχυρίστηκε ότι το αντάλλαγμα για το οποίο εκδόθηκαν οι επίδικες επιταγές ήταν η μεταβίβαση μετοχών της εταιρείας δυνάμει της πιο πάνω συμφωνίας ημερ. 14.2.95.  Ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι με επιστολή του ημερ. 4.8.95 ακύρωσε την συμφωνία ημερ. 14.2.95 και σταμάτησε την πληρωμή των επιδίκων επιταγών επειδή:

(α)   η εταιρεία δεν ετήρησε όλους τους όρους της συμφωνίας ημερ. 14.2.95,

(β)   η εταιρεία, παρά τις διαβεβαιώσεις του εφεσίβλητου 1, είχε χρέη πέραν των όσων ο τελευταίος απεκάλυψε,

(γ)   ο εφεσίβλητος 1 ηρνείτο να παρουσιάσει ισολογισμό της εταιρείας κατά την ημερομηνία μεταβίβασης των μετοχών, και

(δ)   ο εφεσίβλητος 1 «δολίως και/ή ψευδώς επρόσθεσε χρέη δικά του στην εταιρεία».

Ήταν, επίσης, η θέση του εφεσείοντος ότι ο εφεσίβλητος 1 την 7.8.95 «εγγράφως και προφορικά συμφώνησε με την ακύρωση της συμφωνίας, ανέλαβε να δεχθεί επιστροφή των μετοχών της εταιρείας και να μεταβιβάσει ένα κτήμα της εταιρείας με αρ. εγγραφής 3951 (αφού γίνει διευθυντής και 100% μέτοχος της εταιρείας) στον εφεσείοντα υποθηκευμένο κατά το ισόποσο της αξίας του μετά το ποσό που έλαβε μέχρι εκείνη την ημέρα Λ.Κ. 10,50 (ήτοι υποθήκη για Λ.Κ.70.000)». Περαιτέρω ο εφεσίβλητος 1 ανέλαβε να επιστρέψει [*837]τις επίδικες επιταγές στον εφεσείοντα εντός είκοσι ημερών (βλ. παραγ. 7 της υπεράσπισης).

Τέλος ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι  ήταν και είναι έτοιμος να υλοποιήσει όλα τα πιο πάνω συμφωνηθέντα (βλ. παραγ. 7 της υπεράσπισης) αλλά ο εφεσίβλητος 1 παρέλειψε να προσέλθει «για να γίνουν οι αναγκαίες διευθετήσεις για τις υποθήκες και να υπογράψει τις μεταβιβάσεις μετοχών παρά το ότι εκλήθη επανειλημμένα υπό του εναγομένου και του λογιστή του να προσέλθει για να γίνουν οι διευθετήσεις».

Με την ανταπαίτηση του ο εφεσείων αξίωσε, ανάμεσα σ΄ άλλα, δήλωση του Δικαστηρίου ότι οι επίδικες επιταγές «είναι άκυρες και άνευ ουδενός αποτελέσματος και/ή δεν είναι πληρωτέες».  Αξίωσε, επίσης, διάταγμα «διατάττον τον εφεσίβλητο 1 να δεχθεί μεταβίβαση των μετοχών της εταιρείας και να ενεργήσει ούτως ώστε να μεταβιβασθεί επ’ ονόματι του εφεσείοντος το κτήμα με αρ. εγγραφής 3951 υποθηκευμένο για Λ.Κ.70.000 μόνον».

Με την αρχική απάντηση και υπεράσπιση στην ανταπαίτηση ο εφεσίβλητος 1 αρνήθηκε τους πιο πάνω ισχυρισμούς του εφεσείοντος περί ακύρωσης της συμφωνίας και επιστροφής των μετοχών και μεταβίβασης του κτήματος με αρ. εγγραφής 3951 (βλ. παραγ. 7 της Υπεράσπισης).  Με τροποποιημένο δικόγραφο του μετέβαλε τη θέση του.  Παραθέτουμε το σχετικό μέρος του δικογράφου:

«Ο ενάγων αρνείται την παράγραφο 7 της εκθέσεως υπερασπίσεως και ανταπαιτήσεως και ισχυρίζεται ότι εν πάση περιπτώσει η αναφερόμενη συμφωνία προνοούσε ότι ο ενάγων θα εχάριζε στον εναγόμενο τις δύο τελευταίες επιταγές για £2.867.- και £1.088.- αντίστοιχα.

Εν πάση περιπτώσει πράγματι ο ενάγων απεδέχθη την επιστροφή των μετοχών και να μεταβιβάση ένα κτήμα στην εταιρεία του εναγομένου.  Παρά ταύτα και παρά το ότι επανειλημμένα ο ενάγων εκάλεσε τον εναγόμενο να προσέλθη για μεταβίβαση, ο εναγόμενος δεν προσήλθε με αποτέλεσμα το κτήμα που ήταν υποθήκη να πωληθή στην δημοπρασία σε τρίτο πρόσωπο από το οποίο το αγόρασε πολύ φθηνότερα ο εναγόμενος ή και πρόσωπο της οικογένειας του.»

Ο εφεσίβλητος 1 υποστήριξε τις δικογραφημένες θέσεις του με την προφορική του μαρτυρία.  Την παραθέτουμε, όπως έχει συνοψισθεί από το Πρωτόδικο Δικαστήριο:

[*838]Στα πλαίσια της συμφωνίας ημερ. 14.2.95 ο εφεσίβλητος προσωπικά εξέδωσε 2 επιταγές ημερ. 15.5.95 για £10.000,00 έκαστη (Τεκ. Ε) προς τον εφεσίβλητο 1 τις οποίες ο τελευταίος κατέθεσε σε λογαριασμό στην Εθνική Τράπεζα χωρίς όμως να εξαργυρωθούν.   Ο εφεσίβλητος 1 είχε όμως στις 14.2.95 ημέρα δηλαδή της υπογραφής της συμφωνίας υπογράψει και παραδώσει στον εφεσείοντα και τη σύζυγο του έγγραφα μεταβίβασης του συνόλου των μετοχών από τον ίδιο και τις δύο θυγατέρες του που ήσαν επίσης μέτοχοι στην εταιρεία.

Λίγο αργότερα, και συγκεκριμένα στις 3.3.95, ο εφεσείων απέστειλε αριθμό επιστολών σε διάφορες Τράπεζες πληροφορώντας τις ότι υπήρξε αλλαγή των μετόχων και διευθυντών της εταιρείας και ότι είχαν οι νέοι μέτοχοι, δηλαδή ο εφεσείων και η σύζυγος του, αναλάβει την εξόφληση των υποθηκών της εταιρείας με βάση την συμφωνία που έγινε με τον εφεσίβλητο 1.

Παρά τις πιο πάνω διευθετήσεις ο εφεσείων δεν τίμησε τις επιταγές και τις σταμάτησε με επιστολή του ημερ. 4.5.95 προς την Τράπεζα Κύπρου Λτδ.  Ο εφεσίβλητος 1 ζήτησε κατ’ επανάληψη από τον εφεσείοντα όπως τιμηθούν οι επιταγές και ο ίδιος αφού του ζήτησε συγνώμη του ανέφερε ότι τις σταμάτησε διότι δεν είχε χρήματα στην Τράπεζα ζητώντας ταυτόχρονα δεκαπενθήμερη προθεσμία για διευθέτηση.  Παρά ταύτα ο εφεσείων τίποτε δεν έπραξε και έτσι συμφώνησαν μεταξύ τους όπως καταβληθεί στον εφεσίβλητο 1 το υπόλοιπο των χρημάτων και να του μεταβιβασθεί ένα κτήμα ως το Τεκ. Κ ημερ. 4.8.95.  Ταυτόχρονα είχε συμφωνηθεί η επαναμεταβίβαση των μετοχών στον ενάγοντα, πράγμα το οποίο όμως και πάλι δεν επετεύχθη.

Η δικογραφημένη θέση του εφεσείοντος περί ακύρωσης της πιο πάνω συμφωνίας ημερ. 14.2.95 και αντικατάστασης της με συμφωνία για πώληση του κτήματος με αρ. εγγραφής 3951 από τον εφεσίβλητο στον εφεσείοντα είχε σαν κύρια στηρίγματα της τα Τεκ. Κ και Λ. Το Τεκ. Κ αποτελείται από επιστολή του εφεσείοντος προς τον εφεσίβλητο 1 ημερ. 4.8.1995 με την οποία, ανάμεσα σ΄ άλλα, τον πληροφορεί ότι η συμφωνία ημερ. 14.2.95 «να θεωρηθεί άκυρη».

Το Τεκ. Λ αποτελεί συμφωνία μεταξύ του εφεσείοντος και του εφεσίβλητου 1 για επιστροφή του ισόποσου δύο επιταγών από τον εφεσίβλητο 1 στον εφεσείοντα.  Παραθέτουμε το κείμενο των δύο τεκμηρίων:

[*839]Τεκμήριο Κ.

«Λευκωσία, 4 Αυγούστου 1995.

Θέμα:  Μεταβίβαση εταιρείας ‘ΕΚΤΡΟΦΕΙΑ ΒΑΓΓΕΛΗ (ΒΑΒΑΤΣΙΝΙΑ) ΛΤΔ.

Αξιότιμε Κύριε,

Βρισκόμαστε στη δυσάρεστη θέση να σας πληροφορήσουμε ότι δεν είμαστε διατεθιμένοι να παραμείνουμε μέτοχοι της πιο πάνω εταιρείας, της οποίας τις μετοχές αγοράσαμε από εσάς, και η συμφωνία που διενεργήθηκε μεταξύ μας στις 14 Φεβρουαρίου 1995 να θεωρηθεί άκυρη διότι:

-     στο συμφωνητικό έγγραφο υπάρχουν λάθη και αντικρουόμενα σημεία, όπως οι όροι 2(Β) και 3.

-     παρόλες τις προφορικές διαβεβαιώσεις σας για παρουσίαση της οικονομικής κατάστασης της εταιρείας κατά τη μέρα μεταβίβασης αυτό δεν έγινε από δική σας αμέλεια ή παράλειψη.  Έτσι όπως εμφανίστηκε εκ των υστέρων, σε παράβαση του όρου 3, κατά τη μέρα της μεταβίβασης η εταιρεία είχε ανειλημμένες υποχρεώσεις έναντι τρίτων.

Ως εκ τούτου αναγκαστήκαμε να δώσουμε εντολή στην τράπεζα με την οποία συνεργαζόμαστε να μην επιτρέψει εξαργύρωση οποιασδήποτε επιταγής εκδώσαμε στο όνομα σας και για τη συγκεκριμένη συναλλαγή.  Ταυτόχρονα σας πληροφορούμε ότι θα ζητήσουμε απαλλαγή από την ευθύνη που αναλάβαμε για την αποπληρωμή των χρεών της πιο πάνω εταιρείας έναντι τρίτων.

Σαν δείγμα καλής θέλησης, κι εφόσον και σεις το επιθυμείτε, θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε σε αγορά του κτήματος με αριθμό εγγραφής 3951 Φ/ΣΧ XLIX.17 τεμάχιο 125 στο τίμημα που καθορίστηκε με το συμφωνητικό έγγραφο της 14ης Φεβρουαρίου 1995, νοουμένου ότι όποιο ποσό πληρώθηκε μέχρι σήμερα στο όνομα σας ή στο όνομα τρίτου για λογαριασμό σας θα ληφθεί υπόψη αφαιρετικά από το καθορισμένο τίμημα.

Τονίζουμε ότι τυχόν καθυστέρηση ή παράλειψη να επικοινωνήσετε μαζί μας για άμεση διευθέτηση του όλου θέματος θα μας αναγκάσει να προβούμε σε ενέργειες διεκδίκησης των χρηματικών ποσών που ήδη σας καταβλήθηκαν καθώς και αξίωση αποζημίωσης για τα έξοδα που πληρώσαμε.

[*840]Είμαστε στη διάθεση σας.

 

                                           Με εκτίμηση

 

                   Ηλίας Τσιακλίδης     Σταυρούλα Τσιακλίδη

Αποδέχομαι να μεταβιβάσω το κτήμα με αριθμό εγγραφής 3951 Φ/ΣΧ XLIX.17 τεμάχιο 125 που βρίσκεται στη Βαβατσινιά στον κ. Ηλία Τσιακλίδη.

 

                   Ευάγγελος Ευαγγέλου

                   7.8.95»

Τεκμήριο Λ.

«Η συμφωνία αυτή γίνεται στη Λευκωσία σήμερα 7.8.95 μεταξύ του κ. Ηλία Τσιακλίδη και του κ. Ευάγγελου Ευαγγέλου και μαρτυρεί τα ακόλουθα:

Επειδή ο κ. Ηλίας Τσιακλίδης ανέλαβε την υποχρέωση να δανειοδοτηθεί από τη Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Μακράσυκας το ποσό των £5000 με σκοπό να πληρώσει μέρος του κτήματος με αριθμό εγγραφής 3951 Φ/ΣΧ XLIX.17 τεμάχιο 125 κείμενο στο χωριό Βαβατσινιά ο κ. Ευάγγελος Ευαγγέλου αναλαμβάνει την υποχρέωση να επιστρέψει το ισόποσο των δύο επιταγών:  10300828 και 10300829 για £2867 και £1088 (σύνολο τρεις χιλιάδες εννιακόσιες πενήντα πέντε λίρες Κύπρου) αντίστοιχα εντός είκοσι ημερών από σήμερα.  Οι πιο πάνω επιταγές εκδόθηκαν για εξόφληση προσωπικών χρεών του κ. Ευάγγελου Ευαγγέλου.

 

                     Ευάγγελος Ευαγγέλου   Ηλίας Τσιακλίδης»

Ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ο συνήγορος του εφεσίβλητου 1 υπέβαλε ότι ο εφεσείων προσπάθησε να «αποσπάσει κατ’ ουσία το κτήμα» - με αρ. εγγραφής 3951 – από τον εφεσίβλητο 1 και ότι ουδέποτε η συμφωνία ακυρώθηκε με αποτέλεσμα να ισχύει και ο εφεσίβλητος 1 να δικαιούται στην αξίωση του.  Από την άλλη ο συνήγορος του εφεσείοντος υπέβαλε ότι η μαρτυρία έχει δείξει ότι η συμφωνία ακυρώθηκε με την μεταγενέστερη επιστολή – Τεκ. Κ – [*841]και άρα η ανταπαίτηση θα πρέπει να επιτύχει δεδομένου ότι ουδέποτε λήφθηκε αντάλλαγμα για τις επιταγές που είχε εκδώσει ο εφεσείων.

Αξιολογώντας τη μαρτυρία για σκοπούς ευρημάτων το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι ο εφεσίβλητος 1 «εντυπωσίασε ευνοϊκά το Δικαστήριο ως. μάρτυρας αληθείας, η κατάθεση του δε, συγκλίνει με τα κατατατεθέντα τεκμήρια και την  υπόλοιπη παρασχεθείσα μαρτυρία».  Οι βασικές του θέσεις – συνέχισε – συνάδουν με τη δικογραφία του ενώ ταυτόχρονα παρουσιάστηκαν λογικοφανείς και συνάδουσες με την πορεία της όλης συναλλαγής όπως αυτή τεκμηριώθηκε από τα έγγραφα.

Αναφορικά με τη μαρτυρία του εφεσείοντος το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι η θέση του ότι η εταιρεία «χρωστούσε περισσότερα χρήματα από ότι είχαν αναφερθεί κατά τη συμφωνία δεν τεκμηριώθηκε καθόλου και ήταν εντελώς ασαφής και αόριστη».

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε επίσης:

«Παραμένοντας στο ίδιο θέμα, είναι εμφανές ότι τα όσα κατελόγισαν στον Ενάγοντα ο Εναγόμενος και ο λογιστής του περί της μη συμμόρφωσης του Ενάγοντα με την υποχρέωση του να παρουσιάσει πλήρεις λογαριασμούς απέχουν πολύ από την πραγματικότητα.  Και στο σημείο αυτό παρατηρείται ότι η θέση του λογιστή Ανδρέα Νεοκλέους, ΜΥ1, ότι διάφοροι πελάτες της εταιρείας που προϋπήρχαν της συμφωνίας άρχισαν να έχουν οικονομικές απαιτήσεις από αυτή, δεν έπεισε διότι δεν τεκμηριώθηκε.  Όσα ανάφερε κατά τη μαρτυρία του προήλθαν από πληροφορίες που του είπε ο ίδιος ο Εναγόμενος, ο οποίος όμως, όπως λέχθηκε ήδη, δεν παρουσίασε με τη σειρά του οποιοδήποτε συγκεκριμένο στοιχείο.»

Αναφορικά με τα Τεκ. Κ και Λ (έχουν παρατεθεί στις σελ. 839-841, πιο πάνω) το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε:

«Συνάγεται ότι η θέση του ενάγοντα ότι ο εναγόμενος του είχε πράγματι πει ότι είχε σταματήσει τις επιταγές διότι δεν είχε χρήματα στην τράπεζα για να τις καλύψει, είναι ορθή.   Και ότι ήταν στο  πλαίσιο των διαβουλεύσεων για εξεύρεση λύσης και λόγω του χρόνου που ζητούσε ο Εναγόμενος για αποπληρωμή, που οι διάδικοι προχώρησαν στο Τεκ. Κ.

Για τον καθορισμό της πραγματικής έννοιας του Τεκ. Κ και [*842]την επίπτωση που αυτό είχε στη συμφωνία, το Τεκ. Κ πρέπει να διαβαστεί μαζί με το Τεκ. Λ, ίδιας ημερομηνίας.  Ενώ η επιστολή του Τεκ. Κ απευθυνόμενη από τον Εναγόμενο και τη σύζυγο του προς τον ενάγοντα, θεωρούσε άκυρη τη συμφωνία, ο ενάγων το μόνο που υπέγραψε στο τέλος της επιστολής ήταν την αποδοχή του να μεταβιβάσει το κτήμα υπ’ αρ. 3951 τεμάχιο 125 στον εναγόμενο, χωρίς να αποδεχθεί οτιδήποτε άλλο και χωρίς να καταγραφεί οτιδήποτε άλλο,  τουλάχιστον ρητά.  Εδώ πρέπει να παρατηρηθεί ότι η περιγραφόμενη ως ‘Συμφωνία’ στο Τεκ. Λ που έγινε την ίδια μέρα με την προσυπογραφή του Τεκ. Κ από τον ενάγοντα κατά τον τρόπο που προανεφέρθη, το μόνο που ουσιαστικά προέβλεπε ήταν ο τρόπος πληρωμής του τιμήματος αγοράς του τεμαχίου, η αξία του οποίου, ας σημειωθεί, πουθενά δεν καθορίστηκε με ακρίβεια.  Προστίθεται ότι ενώ αναφέρεται στην επιστολή Τεκ. Κ ότι ο εναγόμενος θα είχε την καλή διάθεση να αγοράσει το τεμάχιο ‘.... στο τίμημα που καθορίστηκε με το συμφωνητικό έγγραφο της 14ης  Φεβρουαρίου 1995 ...’ τέτοιο τίμημα δεν αναφέρεται στην ίδια τη συμφωνία.

Συνάγεται ότι το μόνο που ρητά τουλάχιστον συμφωνήθηκε από τον ενάγοντα προσυπογράφοντας το Τεκ. Κ ήταν η μεταβίβαση του τεμαχίου 125, προς υλοποίηση της οποίας υπογράφηκε και το Τεκ. Λ.  Όπως εκεί προβλέπετο, ο εναγόμενος θα δανειοδοτείτο προς το σκοπό πληρωμής μέρους του τιμήματος (όποιο και να ήταν αυτό), με το ποσό των £5,000.00 από την ΣΠΕ Μακράσυκας, όπως και έγινε, του ενάγοντα δεχόμενου στη μαρτυρία του ότι πράγματι του είχαν καταβληθεί οι £5,000.00.

Το Τεκ. Κ όμως δεν μπορεί αυτούσιο να θεωρηθεί ότι ακύρωσε τη συμφωνία. Όπως ορθά υπέδειξε ο κ. Ποιητής στην αγόρευση του, η συμφωνία είχε καταρτισθεί μεταξύ της εταιρείας και του εναγομένου και της συζύγου του και επομένως για την ακύρωση της χρειάζονταν τουλάχιστο να συμβληθούν στο Τεκ. Κ τα ίδια νομικά και φυσικά πρόσωπα.»

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το Τεκ. Κ «νομικά δεν μπορούσε να ανατρέψει τα δεδομένα της συμφωνίας, ημερ. 14.2.95», και ότι δεν εκτελέστηκε ποτέ εξ υπαιτιότητας του εφεσείοντα ο οποίος δεν ήταν έτοιμος και στην ουσία, δεν ήθελε την ενεργοποίηση των όσων συμφωνήθηκαν «με την επιστολή του Τεκ. Κ και τα όσα προφορικά, μέσα από τη μαρτυρία που δέχθηκε ο ενάγων πρόσθετα αποτέλεσαν κοινή αντίληψη μεταξύ του ιδίου και του εναγομένου».  Περαιτέρω το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο εφεσείων επιχείρησε μέσα από την αποστολή του [*843]Τεκ. Κ «να απεγκλωβηστεί από τις υποχρεώσεις του όπως αυτές απέρρεαν από τη συμφωνία και προς εκτέλεση της οποίας και ως αποτέλεσμα αυτής εξέδωσε σωρεία επιταγών προς όφελος του Ενάγοντα.  Δύο από αυτές για μεγάλα ποσά (Τεκ. Ε) είναι το επίδικο θέμα της αγωγής». 

Ως αποτέλεσμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και των πιο πάνω συμπερασμάτων και  διαπιστώσεων του το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείων έλαβε πλήρως την αντιπαροχή των επιδίκων επιταγών η οποία δεν ήταν άλλη από τη μεταβίβαση των μετόχων της εταιρείας – στον εφεσείοντα.  Ως εκ τούτου εξέδωσε απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου 1 για το ποσό των £20,000.- και απέρριψε την ανταπαίτηση.

Η παρούσα έφεση καταχωρήθηκε στις 19.1.2001.  Σημειώνουμε  ότι μετά την καταχώριση της ο εφεσείων διαπίστωσε ότι εναντίον του εφεσίβλητου 1 είχε εκδοθεί – την 4.2.99 – διάταγμα παραλαβής το οποίο εξακολουθεί να ισχύει.  Ως εκ τούτου ο εφεσείων προχώρησε στην τροποποίηση του τίτλου της έφεσης, με την προσθήκη του Επίσημου Παραλήπτη ως εφεσίβλητου 2 και την προσθήκη δύο ακόμη λόγων έφεσης.  Με τον πρώτο από αυτούς προσβάλλεται το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου περί της αξιοπιστίας του εφεσίβλητου 1 «δεδομένου ότι απέκρυψε από το Δικαστήριο και τους παράγοντες της δίκης ότι είχε διαπράξει πράξη πτώχευσης και ότι είχε εκδοθεί διάταγμα παραλαβής της περιουσίας του».  Με το δεύτερο λόγο της έφεσης υποστηρίζεται ότι η εκκαλούμενη απόφαση είναι άκυρη γιατί ο εφεσίβλητος δεν είχε «locus standi» να προωθεί την απαίτηση του λόγω του διατάγματος παραλαβής.

Η ορθότητα της πιο πάνω απόφασης έχει αμφισβητηθεί με 5 λόγους έφεσης.  Με τον ένα από αυτούς υποστηρίχθηκε ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε την υπόθεση ως ζήτημα αξιοπιστίας των μαρτύρων και διαδίκων και περαιτέρω εσφαλμένα έκρινε την αξιοπιστία των μαρτύρων.  Ο κ. Χ” Ιωάννου, εκ μέρους του εφεσείοντος, υπέβαλε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο:

(α)       Προτίμησε την καλά προετοιμασμένη αφήγηση από τη μαρτυρία από μνήμης από τη γραπτή μαρτυρία (Τεκμήρια δικόγραφα).

(β)       Αντί να ελέγξει την αλήθεια της προφορικής μαρτυρίας με βάση τα Τεκμήρια και κατά πόσον συνάδει με αυτά έπραξε το αντίθετο δηλαδή έλεγξε τα Τεκμήρια κατά πόσον ήταν σύμφωνα με την προφορική μαρτυρία και έδωσε σε αυτά ερμηνεία [*844]που δεν προέκυπτε από τα κείμενά τους.

(γ)        Απέδωσε μεγαλύτερη σημασία στην εντύπωση από τη συμπεριφορά του μάρτυρα από το περιεχόμενο της μαρτυρίας και τη σύγκρισή της με τα Τεκμήρια.

Στην παρούσα υπόθεση, σύμφωνα με την έκθεση απαιτήσεως, το επίδικο ποσό αξιώνεται δυνάμει της πιο πάνω συμφωνίας για την πώληση των μετοχών.  Ο εφεσείων με το δικόγραφο του ισχυρίσθηκε ότι η συμφωνία εκείνη ακυρώθηκε και αντικαταστάθηκε με συμφωνία για την πώληση του κτήματος με αρ. εγγραφής 3951.  Επομένως δεν ισχύει το αντάλλαγμα για το οποίο δόθηκαν οι επίδικες επιταγές.  Για να υποστηρίξει αυτή τη θέση του παρουσίασε την επιστολή Τεκ. Κ (έχει παρατεθεί στις σελ. 839-840, πιο πάνω).  Στην επιστολή εκείνη παραθέτει τους λόγους για τους οποίους η συμφωνία ημερ. 14.2.95 πρέπει να θεωρηθεί άκυρη.  Ένας από αυτούς ήταν η μη αποκάλυψη της πραγματικής οικονομικής κατάστασης της εταιρείας. Στην ίδια επιστολή γίνεται πρόταση του εφεσείοντος ν’ αγοράσει το κτήμα με αρ. εγγραφής 3951 «σαν δείγμα καλής θελήσεως».  Ταυτόχρονα ο εφεσείων προειδοποιεί τον εφεσίβλητο 1 ότι τυχόν καθυστέρηση ή παράλειψη του να επικοινωνήσει μαζί του – του εφεσείοντα – για διευθέτηση του όλου θέματος θα ανάγκαζε τον εφεσείοντα να προβεί σε ενέργειες διεκδίκησης των χρηματικών ποσών που ήδη κατεβλήθησαν καθώς και αξίωσης για αποζημιώσεις για τα έξοδα που πλήρωσε.

Παρά το ότι στην επιστολή Τεκ. Κ ο εφεσίβλητος 1 κατηγορήθηκε για μη αποκάλυψη της πραγματικής οικονομικής κατάστασης της εταιρείας και παρά τις προειδοποιήσεις και απειλές του εφεσείοντος δέχθηκε την πρόταση του τελευταίου να του μεταβιβάσει το κτήμα με αρ. εγγραφής 3951.

Παρατηρούμε:

(α)       Σύμφωνα με το προοίμιο της συμφωνίας πώλησης των μετοχών ημερ. 14.2.95 το κτήμα με αρ. εγγραφής 3951 ήταν εγγεγραμμένο στο όνομα της εταιρείας.

(β)       Με την συμφωνία ημερ. 14.2.95 και την μεταβίβαση των μετοχών το κτήμα συνέχισε να παραμένει στην ιδιοκτησία της εταιρείας της οποίας οι μετοχές είχαν αγορασθεί από τον εφεσείοντα και τη σύζυγο του.

Η τελευταία παρατήρηση μας αναφέρεται στο συμπέρασμα του [*845]Πρωτόδικου Δικαστηρίου (βλ. σελ. 10, πιο πάνω) με το οποίο κρίθηκε ότι ο εφεσείων «δεν ήταν έτοιμος και στην ουσία δεν ήθελε την ενεργοποίηση των όσων συμφωνήθηκαν με την επιστολή του «Τεκ. Κ».  Αυτό το συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου συνάδει με την δικογραφημένη θέση του εφεσίβλητου 1 στην απάντηση του στην  υπεράσπιση σύμφωνα με την οποία:

Ο εφεσίβλητος απεδέχθη την επιστροφή των μετοχών και την  μεταβίβαση ενός κτήματος στην εταιρεία του εφεσείοντος, πλην όμως παρά το ότι επανειλημμένα ο εφεσίβλητος 1 κάλεσε τον εφεσείοντα να προσέλθει για μεταβίβαση, ο εφεσείων δεν  προσήλθε με αποτέλεσμα το κτήμα που ήταν υποθήκη να πωληθεί στην δημοπρασία σε τρίτο πρόσωπο από το οποίο το αγόρασε πολύ φθηνότερα ο εφεσείων ή και πρόσωπο της οικογένειας του.

Το πιο πάνω συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου με το οποίο – επαναλαμβάνουμε – δέχθηκε την πιο πάνω δικογραφημένη θέση του εφεσίβλητου 1, παραγνωρίζει ότι ο εφεσείων με την ανταπαίτηση του, η οποία καταχωρήθηκε στις 17.5.96, αξίωσε – στην ουσία – ειδική εκτέλεση των όσων συμφωνήθηκαν με την επιστολή Τεκ. Κ.  Παραγνωρίζει επίσης ότι το εν λόγω κτήμα πωλήθηκε με δημοπρασία στις 23.10.96 ήτοι μετά την καταχώριση της ανταπαίτησης.

Εν όψει των πιο πάνω παρατηρήσεων μας εγείρεται το πιο κάτω ερώτημα:

Τι νόημα είχε η αποδοχή από τον εφεσίβλητο 1 της πρότασης του εφεσείοντος να του μεταβιβάσει το κτήμα με αρ. εγγραφής 3951 εφόσον το κτήμα βρισκόταν – στην ουσία – ήδη υπό την ιδιοκτησία του εφεσείοντος λόγω της αγοράς των μετοχών;

Έχουμε την άποψη πως η αποδοχή του εφεσίβλητου 1 να μεταβιβάσει το κτήμα με αρ. 3951 στον εφεσείοντα δεν είναι συμβατή με την ύπαρξη σε ισχύ της συμφωνίας πώλησης των μετοχών. Τονίζουμε ότι το  κτήμα εκείνο ήταν ιδιοκτησία της εταιρείας της οποίας οι μετοχές είχαν μεταβιβασθεί στον εφεσείοντα και τη σύζυγο του.

Διερωτώμεθα γιατί ο εφεσίβλητος 1 να δεχθεί να μεταβιβάσει το κτήμα στον εφεσείοντα εφόσον θεωρούσε ότι η συμφωνία μεταβίβασης των μετοχών εξακολουθούσε να βρίσκεται σε ισχύ.  Αυτή η πτυχή της υπόθεσης καθώς και η πιο πάνω έλλειψη συμβατότητας δεν απασχόλησαν το Πρωτόδικο Δικαστήριο.  Κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν συσχετισε την  [*846]ιδιοκτησία των μετοχών και του κτήματος – οι μετοχές ανήκαν στον εφεσείοντα και τη σύζυγο του και το κτήμα στην εταιρεία – με την αποδοχή του εφεσίβλητου 1 να μεταβιβάσει κτήμα που δεν του ανήκε – αν η συμφωνία εξακολουθούσε να ισχύει – στον εφεσείοντα.  Αντίθετα, ενώ τα Τεκ. Κ και Λ καθώς και η απάντηση του εφεσίβλητου 1 στην υπεράσπιση (βλ. σελ. 837, πιο πάνω), υποστήριζαν μέχρι ενός βαθμού την εκδοχή του εφεσείοντος το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσίβλητος 1 εντυπωσίασε ευνοϊκά το Δικαστήριο ως μάρτυρας αληθείας και η κατάθεση του συγκλίνει με τα κατατεθέντα τεκμήρια.

Έχουμε την άποψη πως η απουσία του πιο πάνω συσχετισμού και η πιο πάνω έλλειψη συμβατότητας καθώς και τα όσα έχουμε παρατηρήσει πιο πάνω σχετικά με την αποδοχή της δικογραφημένης θέσης του εφεσίβλητου 1, αναφορικά με το Τεκ. Κ  αποτελούν ζωτικά θέματα τα οποία δεν έτυχαν του σωστού χειρισμού με αποτέλεσμα να υπάρχει κενό στην αξιολόγηση της μαρτυρίας.  Επομένως η αξιολόγηση της μαρτυρίας πάσχει.  Αυτό έχει σαν συνέπεια την έκδοση διατάγματος επανεκδίκασης της αξίωσης και ανταπαίτησης από άλλο Δικαστή (Βλ. Χαραλάμπους κ.ά. ν. Νέαρχος Ηλιάδης & Υιοί (1993) 1 Α.Α.Δ. 529, Αθανασίου ν. Loizias Ltd (1993) 1 Α.Α.Δ. 947 και Γιασεμή ν. Ρούσου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1098).

Εν όψει της πιο πάνω κατάληξης μας δεν παρίσταται ανάγκη να εξετάσουμε τους υπόλοιπους λόγους της έφεσης.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.  Τα πρωτόδικα έξοδα και τα έξοδα της επανεκδίκασης θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της επανεκδίκασης.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα. Διατάσσεται επανεκδίκαση. Τα πρωτόδικα έξοδα και τα έξοδα της επανεκδίκασης θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της επανεκδίκασης.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο