Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ ν. Χριστάκη Χρίστου Παντελή και Άλλων (2004) 1 ΑΑΔ 854

(2004) 1 ΑΑΔ 854

[*854]23 Απριλίου, 2004

[ΝΙΚΟΛΑOY, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΩΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ,

Εφεσείουσα-Ενάγουσα,

ν.

1. ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΧΡΙΣΤΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗ,

2. ΑΓΓΕΛΙΝΑΣ ΤΣΟΥΚΚΑ,

3. ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΣΟΥΚΚΑ,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11386)

 

Συμβάσεις ― Σύμβαση ενοικιαγοράς ― Παράλειψη καταβολής των προβλεπομένων από τη σύμβαση ενοικιαγοράς ενοικιαστικών δόσεων ― Εφαρμοστέες αρχές αναφορικά με το δικαίωμα του εκμισθωτή σε αποζημιώσεις ― Ποίο το μέτρο αποζημιώσεων σε περίπτωση που ο μισθωτής παραλείπει να επιστρέψει τα εμπορεύματα, αντικείμενο της ενοικιαγοράς ή τα οικειοποιείται.

Συμβάσεις ― Σύμβαση ενοικιαγοράς ― Προκαταβολή ― Κατά πόσο η πληρωμή ή όχι προκαταβολής αποτελεί προαπαιτούμενο για την εγκυρότητα της συμφωνίας ενοικιαγοράς ― Ποία η πραγματική φύση σύμβασης ενοικιαγοράς, υπό την τριμερή της μορφή.

Η εφεσείουσα είχε χρηματοδοτήσει την αγορά μηχανημάτων επιπλοποιείου από τον εφεσίβλητο 1 ο οποίος στη συνέχεια συμβλήθηκε με την εφεσείουσα δυνάμει σύμβασης ενοικιαγοράς ημερομηνίας 27.12.1996.  Το σύνολο της τιμής ήταν £5.000.  Αφού πληρώθηκε προκαταβολή εκ £1.032, το υπόλοιπο των £5.396,64 (£3.968 - ποσό χρηματοδότησης + £1.428,64 - δικαιώματα ενοικιαγοράς) θα πληρώνετο με 48 μηνιαίες δόσεις εκ £112,43 της κάθε μιας, της πρώτης δόσης πληρωτέας την 27.1.1997 και των υπολοίπων την 27η ημέρα κάθε επόμενου μηνός μέχρις εξοφλήσεως, με δικαίωμα αγοράς εκ £10.  Η συμφωνία προέβλεπε ρητά ότι εάν ο εφεσίβλητος 1 καθυστερούσε την πληρωμή οποιασδήποτε δόσης η εφεσείουσα θα είχε δικαίωμα να τερματίσει τη συμφωνία αμέσως και να αναλάβει κατοχή των αντικειμένων της ενοικιαγοράς.  Οι εφεσίβλητοι 2 και 3 εγγυήθηκαν την εκπλήρωση της [*855]υποχρέωσης του εφεσίβλητου 1 δυνάμει της σύμβασης ενοικιαγοράς.  Ο εφεσίβλητος 1 καθυστέρησε δόσεις αναφορικά με την περίοδο από 27.6.1997, μέρος, μέχρι 27.10.1998 πλέον τόκους.  Η εφεσείουσα τερμάτισε τη συμφωνία με επιστολή της ημερ. 7.8.1998 και κάλεσε τον εφεσίβλητο 1 να της παραδώσει τα αντικείμενα της ενοικιαγοράς, όλους δε τους εφεσίβλητους να πληρώσουν όλα τα οφειλόμενα προς αυτή ποσά.

Η εφεσείουσα καταχώρησε αγωγή εναντίον του εφεσίβλητου 1 και των εγγυητών για το ποσό των £4.786,89 που αντιπροσώπευε τις καθυστερημένες δόσεις, πλέον τόκο προς 9% ετησίως πάνω σε κάθε καθυστερημένη δόση.  Πρόσθετα η εφεσείουσα ζήτησε διατάγματα επιστροφής των μηχανημάτων και την παράδοση δύο οχημάτων τα οποία είχαν δεσμευθεί ως περαιτέρω εξασφάλιση των υποχρεώσεων του εφεσίβλητου 1 βάσει σχετικής έγγραφης συμφωνίας.

Με την υπεράσπιση οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν, μεταξύ άλλων, ότι η εφεσείουσα δεν είναι ιδιοκτήτρια των αντικειμένων.  Περαιτέρω, ισχυρίστηκαν ότι η συμφωνία ενοικιαγοράς καταρτίστηκε εικονικά για το λόγο ότι ουδέποτε τα μέρη είχαν πρόθεση να συνάψουν και ουδέποτε συνήψαν, συμφωνία ενοικιαγοράς.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή πάνω στη βάση ότι:

α) η επίδικη συμφωνία δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ως συμφωνία ενοικιαγοράς,

β) η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει την ιδιοκτησία της επί των εμπορευμάτων,

γ)  δεν δόθηκε μαρτυρία εάν όντως πληρώθηκε οποιαδήποτε προκαταβολή,

δ) η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει ότι ο εφεσίβλητος 1 παρέλειψε να πληρώσει τις δόσεις και “επομένως, δεν είναι δυνατό να διαπιστωθεί εάν αυτοδικαίως οι ενάγοντες προέβησαν στον τερματισμό της συμφωνίας”,

ε)  η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει την πρόκληση ζημιάς συνεπεία της παράβασης της συμφωνίας.

Όσον αφορά τη συμφωνία δέσμευσης το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι αυτή συμπαρασύρεται με τα όσα αποφάσισε προηγουμένως, εφόσον η ισχύς και η εφαρμογή της συναρτάται άμεσα με τη συμφωνία ενοικιαγοράς.

Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση.

Αποφασίστηκε ότι:

[*856]

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε το συμβόλαιο ενοικιαγοράς στο σύνολό του με γνώμονα την εξαγωγή της πραγματικής φύσης της συναλλαγής.

2.  Η εφεσείουσα κατέστη αυτόματα ιδιοκτήτρια των εμπορευμάτων με την εκ μέρους της εξόφληση συγκεκριμένου τιμολογίου, εξόφληση με την οποία χρεώθηκε ο “λογαριασμός ενοικιαγοράς” του εφεσίβλητου 1.

3.  Το θέμα της προκαταβολής με εκείνο του δικαιώματος αγοράς ήταν εντελώς ξεχωριστά θέματα και το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα τα συνέδεσε.  Η πληρωμή ή όχι της προκαταβολής από τον μετέπειτα ενοικιαγοραστή αποτελεί μέρος της συμφωνίας του ιδίου με τον έμπορο και προηγείται της συμφωνίας για τη χρηματοδότηση.  Δεν αποτελεί μέρος της.

4.  Με την κατάθεση του “λογαριασμού ενοικιαγοράς” του εφεσίβλητου 1 για τη χρονική περίοδο από 27.12.1996 μέχρι 2.9.1998 και σε συνδυασμό με το συμβόλαιο ενοικιαγοράς η εφεσείουσα απέδειξε την ύπαρξη καθυστερημένων δόσεων ενοικίου και, συνακόλουθα, ότι δικαιωματικά τερμάτισε τη συμφωνία βάσει του σχετικού όρου της.

5.  Εφόσον τα αντικείμενα της ενοικιαγοράς δεν επεστράφησαν η εφεσείουσα δικαιούται να της επιδικαστούν αποζημιώσεις κατ’ εφαρμογήν των αρχών που διατυπώθηκαν στην Ελληνική Τράπεζα Λτδ κ.ά. ν. Νίκου Τσαρτελλή και στην Αντωνιάδου ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ.

6.  Η εφεσείουσα δικαιούται επίσης όπως τα αντικείμενα ενοικιαγοράς και τα δεσμευθέντα δύο οχήματα της παραδοθούν από τον εφεσίβλητο 1 προς πώληση τους με δημόσιο πλειστηριασμό για ολική ή μερική εξόφληση των εκ της παρούσης αποφάσεως οφειλομένων ποσών.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση, εις βάρος των εφεσιβλήτων.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Ελληνική Τράπεζα Λτδ κ.ά. ν. Τσαρτελλή (2003) 1 Α.Α.Δ. 246,

Αντωνιάδου ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ, [*857](2003) 1 Α.Α.Δ. 530,

Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1432.

Έφεση.

Έφεση από την ενάγουσα εταιρεία κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας που δόθηκε στις 28/3/01 (Αρ. Αγωγής 1388/98) με την οποία απέρριψε την αγωγή της με την οποία αξίωνε από τον εναγόμενο 1, ως ενοικιαγοραστή και από τους εναγόμενους 2 και 3, ως εγγυητές, την καταβολή £4.786,89 υπόλοιπο καθυστερημένων ενοικίων και/ή ως αποζημιώσεις συνεπεία παράβασης συμφωνίας ενοικιαγοράς και συνεπακόλουθου τερματισμού της, πλέον τόκο προς 9% ετησίως πάνω σε κάθε καθυστερημένη δόση, μέχρι εξοφλήσεως και επιπλέον διατάγματα για επιστροφή σ’ αυτήν των αντικειμένων της ενοικιαγοράς και για παράδοση οχημάτων τα οποία είχαν δεσμευτεί για περαιτέρω εξασφάλιση των υποχρεώσεων του εναγόμενου 1 βάσει της σχετικής συμφωνίας.

Α. Ιντιάνος, για την Εφεσείουσα.

Α. Μαθηκολώνης, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑOY, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ..

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την υπ΄αρ. 1388/98 αγωγή που καταχώρησε στο Ε.Δ. Αμμοχώστου, η εφεσείουσα αξίωσε από τον εφεσίβλητο 1, ως ενοικιαγοραστή, και από τους εφεσίβλητους 2 και 3, ως εγγυητές, την καταβολή £4.786,89 υπόλοιπο καθυστερημένων ενοικίων και/ή ως αποζημιώσεις συνεπεία παράβασης συμφωνίας ενοικιαγοράς και συνεπακόλουθου τερματισμού της, πλέον τόκο προς 9% ετησίως πάνω σε κάθε καθυστερημένη δόση, μέχρι εξοφλήσεως. Πρόσθετα, η εφεσείουσα ζήτησε διατάγματα για την επιστροφή των μηχανημάτων επιπλοποιείου, αντικείμενα της ενοικιαγοράς, και, επίσης, για την παράδοση δύο οχημάτων τα οποία είχαν δεσμευθεί ως περαιτέρω εξασφάλιση των υποχρεώσεων του εφεσίβλητου 1 βάσει σχετικής έγγραφης συμφωνίας. Όλων προς πώλησή τους με δημόσιο πλειστηριασμό για ολική ή μερική εξόφληση της απαιτήσεως.

[*858]

Με την έκθεση απαιτήσεως, η εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι είναι ιδιοκτήτρια των αντικειμένων της ενοικιαγοράς βάσει συγκεκριμένου τιμολογίου. Τα εν λόγω αντικείμενα περιήλθαν στην κατοχή του εφεσίβλητου 1 δυνάμει συμφωνίας ενοικιαγοράς ημερομηνίας 27.12.1996. Το σύνολο τιμής ήταν £5.000. Αφού πληρώθηκε προκαταβολή εκ £1.032, το υπόλοιπο των £5,396.64 (£3.968 – ποσό χρηματοδότησης + £1.428,64 – δικαιώματα ενοικιαγοράς) θα πληρώνετο με 48 μηνιαίες δόσεις, εκ £112,43 της κάθε μιας, της πρώτης δόσης πληρωτέας την 27.1.1997 και των υπόλοιπων δόσεων την 27η ημέρα κάθε επόμενου μηνός, μέχρις εξοφλήσεως, με δικαίωμα αγοράς εκ £10. Η συμφωνία προέβλεπε ρητά ότι, εάν ο εφεσίβλητος 1 καθυστερούσε την πληρωμή οποιασδήποτε δόσης, η εφεσείουσα, άνευ επηρεασμού του δικαιώματός της να απαιτήσει πληρωμή των καθυστερημένων ενοικίων και/ή αποζημιώσεις για παράβαση, θα εδικαιούτο να τερματίσει αμέσως τη συμφωνία και να αναλάβει κατοχή των αντικειμένων της ενοικιαγοράς. Ο εφεσίβλητος 1 πλήρωσε έναντι, σε διάφορες ημερομηνίες, ποσό £609,75 ενώ καθυστερεί δόσεις, οι οποίες ανέρχονται σε £1.863,71 και αφορούν την περίοδο από 27.6.1997, μέρος, μέχρι 27.10.1998, πλέον τόκους, τις οποίες παρέλειψε ή και αρνήθηκε να πληρώσει παρά το ότι η εφεσείουσα τον κάλεσε επανειλημμένα να το πράξει. Γι΄αυτό και η εφεσείουσα, με επιστολή της ημερομηνίας 7.8.1998, τερμάτισε τη συμφωνία και κάλεσε τον εφεσίβλητο 1 να της παραδώσει τα αντικείμενα της ενοικιαγοράς, όλους δε τους εφεσίβλητους να πληρώσουν όλα τα οφειλόμενα προς αυτήν ποσά. Οι εφεσίβλητοι, όμως, παρέλειψαν να συμμορφωθούν, εξού και η εναντίον τους αγωγή.

Με την υπεράσπιση οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν ότι η εφεσείουσα είναι ιδιοκτήτρια των αντικειμένων. Περαιτέρω, ισχυρίστηκαν ότι η συμφωνία ενοικιαγοράς καταρτίστηκε εικονικά για το λόγο ότι ουδέποτε τα μέρη είχαν πρόθεση να συνάψουν, και ουδέποτε συνήψαν, συμφωνία ενοικιαγοράς. Η συμφωνία ήταν στην πραγματικότητα συμφωνία δανείου. Απέβλεπε δε στη χρέωση του εφεσίβλητου 1 με τόκους πέραν των επιτρεπομένων από το νόμο. Διαζευκτικά, οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν ότι καθυστέρησαν ή παρέλειψαν να πληρώσουν οποιαδήποτε δόση καθώς και ότι οι εφεσίβλητοι τερμάτισαν με επιστολή τους τη συμφωνία. Όσον αφορά τη συμφωνία δέσμευσης των δύο οχημάτων, αν και παραδέχθηκαν τη σύναψή της, εν τούτοις ισχυρίστηκαν ότι αυτή είναι άκυρη επειδή η συμφωνία ενοικιαγοράς, με την οποία συνδέεται άμεσα, είναι άκυρη λόγω εικονικότητας. Οι εφεσίβλητοι πρόβαλαν και ανταπαίτηση ζητώντας δήλωση του δικαστηρίου ότι οι εν λόγω δύο συμφωνίες είναι άκυρες.

[*859]

Με την απάντηση και την υπεράσπιση στην ανταπαίτηση, η εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι, κατά τον καταρτισμό της συμφωνίας ενοικιαγοράς, είχε παρουσιαστεί τιμολόγιο μεταξύ πωλητού και αγοραστού και είχε δηλωθεί προκαταβολή, οπότε αυτή κατέβαλε στον πωλητή το υπόλοιπο του τιμήματος. Επίσης, η εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι οι εφεσίβλητοι την είχαν διαβεβαιώσει “για τη μεταξύ των πώληση των επίδικων αντικειμένων και δεν είχαν λόγους να το αμφισβητούν”. Τελικά, η εφεσείουσα απέρριψε και την ανταπαίτηση των εφεσιβλήτων.

Προς υποστήριξη της απαίτησης έδωσαν μαρτυρία η Άντρη Καραγιώργη, υπάλληλος της εφεσείουσας στο κατάστημα Παραλιμνίου, και ο Γεώργιος Σάρδαλος, Διευθυντής του ίδιου καταστήματος.

Η Άντρη Καραγιώργη παρουσίασε το συμβόλαιο ενοικιαγοράς. Είναι το Τεκμήριο 1. Πρόκειται για τυποποιημένο έγγραφο συμφωνίας ενοικιαγοράς, συμπληρωμένο με το χέρι. Φέρει ημερομηνία 27.12.1996 και είναι υπογραμμένο, ως ήταν παραδεκτό,  από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη. Για την εφεσείουσα υπέγραψε η μάρτυς και ο Γεώργιος Σάρδαλος. Ως έμπορος υπέγραψε η Αγγελίνα Τσούκκα, ήτοι η εφεσίβλητη 2, η οποία υπέγραψε και ως εγγυήτρια. Ως ενοικιαστής υπέγραψε ο εφεσίβλητος 1 Χριστάκης Χρίστου. Ως εγγυητής υπέγραψε, επίσης, ο εφεσίβλητος 3 Γεώργιος Τσούκκας. Τα αντικείμενα της ενοικιαγοράς περιγράφονται ως μηχανήματα επιπλοποιείου με αναφορά σε τιμολόγιο αρ. 02180, ενώ το συνολικό ποσό της ενοικιαγοράς καθορίζεται στις £5.396,64. Η μάρτυς κατέθεσε και ένα τιμολόγιο αρ. 02180. Είναι το Τεκμήριο 2. Είναι συμπληρωμένο με το χέρι, φέρει ημερομηνία 27.12.1996 και αναφέρεται σε τέσσερα μηχανήματα επιπλοποιείου συνολικής αξίας £5.000. Είναι υπογραμμένο από την εφεσίβλητη 2 Αγγελίνα Τσούκκα, ως την παραδώσασα, και τον εφεσίβλητο 1 Χριστάκη Χρίστου ως τον παραλήπτη των μηχανημάτων. Στο κάτω μέρος αναφέρεται υπό μορφή οδηγιών όπως “το προϊόν του συμβολαίου κατατεθεί προς εξόφληση του λογαριασμού...” και αναγράφεται ένας αριθμός, προφανώς κάποιου λογαριασμού.

Μετά τη συμπλήρωση της μαρτυρίας της Άντρης Καραγιώργη, κατατέθηκαν, εκ συμφώνου, μια επιστολή της εφεσείουσας προς τον εφεσίβλητο 1 ημερομηνίας 7.8.1998 (Τεκμήριο 3) και ένα έγγραφο υπό τον τίτλο “Έγγραφο Δέσμευσης” ημερομηνίας 27.12.1996 (Τεκμήριο 4). Με την επιστολή, Τεκμήριο 3, η εφεσείουσα τερμάτιζε τη συμφωνία ενοικιαγοράς λόγω της καθυστέρησης του εφεσίβλητου [*860]1 να προβεί στην πληρωμή των μηνιαίων ενοικίων και ζητούσε την πληρωμή τους, με επιφύλαξη των δικαιωμάτων της για αποζημιώσεις λόγω της παράλειψης του εφεσίβλητου 1 να τηρήσει τους όρους της συμφωνίας. Ταυτόχρονα, ο εφεσίβλητος 1 εκαλείτο να παραδώσει αμέσως στην εφεσείουσα τα αντικείμενα της ενοικιαγοράς. Με το Τεκμήριο 4 εδίδετο περαιτέρω εξασφάλιση προς την εφεσείουσα υπό μορφή δέσμευσης δύο συγκεκριμένων οχημάτων του εφεσίβλητου 1.

Ο Γεώργιος Σάρδαλος κατέθεσε ότι το Τεκμήριο 1 έφερε την υπογραφή του και ότι ήταν αυτός που είχε δώσει την έγκριση για τη σύναψη της συμφωνίας ενοικιαγοράς. Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν απευθυνθεί προς αυτόν ούτε τους γνώριζε προσωπικά. Εξήγησε, επίσης, τη διαδικασία η οποία ακολουθείτο για την έγκριση αίτησης για ενοικιαγορά. Σε υποβολή ότι η συγκεκριμένη περίπτωση αφορούσε στην πραγματικότητα δάνειο και όχι ενοικιαγορά, απάντησε αρνητικά.

Μετά τη συμπλήρωση της μαρτυρίας του Γεώργιου Σάρδαλου κατατέθηκε, εκ συμφώνου, έγγραφο ημερομηνίας 10.10.2001 το οποίο τιτλοφορείται “Πιστοποιητικό” και φέρεται να έγινε σύμφωνα με το άρθρο 5 Α(4) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9. Συνοδεύεται από μια κατάσταση λογαριασμού ημερομηνίας 2.9.1998. Και τα δύο έγγραφα είναι το Τεκμήριο 5.

Οι εφεσίβλητοι δεν πρόσφεραν οποιαδήποτε μαρτυρία.

Ακολούθως αγόρευσαν οι δικηγόροι των διαδίκων. Ο δικηγόρος της εφεσείουσας εισηγήθηκε ότι, με την προσαχθείσα μαρτυρία, αποδείχθηκε η απαίτηση, ενώ αντικρούστηκαν οι ισχυρισμοί της υπεράσπισης. Όσο, ειδικότερα, αφορά τον ισχυρισμό της υπεράσπισης περί εικονικότητας, εισηγήθηκε ότι, εφόσον οι εφεσίβλητοι δεν πρόσφεραν οποιαδήποτε μαρτυρία, ο ισχυρισμός παρέμεινε μετέωρος και δεν αποδείχθηκε. Αντίθετη ήταν η θέση του δικηγόρου των εφεσιβλήτων. Εισηγήθηκε ότι, με την προσαχθείσα μαρτυρία, δεν αποδείχθηκε ούτε η συμφωνία ενοικιαγοράς ούτε η ιδιοκτησία της εφεσείουσας επί των αντικειμένων της ενοικιαγοράς. Η εικονικότητα της συμφωνίας ενοικιαγοράς αποδείχθηκε από την ίδια τη μαρτυρία της εφεσείουσας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι “εκείνο το οποίο οι εναγόμενοι βασικά αμφισβητούν είναι ότι το εν λόγω έγγραφο συνιστά στην πραγματικότητα συμφωνία ενοικιαγοράς όπως ο νόμος καθορίζει το συγκεκριμένο αυτό είδος της συμβατικής συναλλαγής” και ότι “αναφορικά με το ζήτημα αυτό υπάρχουν μόνο τα διάφορα έγγραφα τα οποία έχουν κατατεθεί και είναι τεκμήρια”, απέρριψε την αγωγή πάνω στη βάση ότι: (α) η επίδικη συμφωνία δε μπορούσε να χαρακτηριστεί ως συμφωνία ενοικιαγοράς εφόσον στον όρο 6(α) του Τεκμηρίου 1 έλειπε οποιαδήποτε αναφορά στο ποσό το οποίο ο εφεσίβλητος 1 θα κατέβαλλε στο πλαίσιο της άσκησης του δικαιώματος αγοράς των εμπορευμάτων,* (β) η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει την ιδιοκτησία της επί των εμπορευμάτων, (γ) δε δόθηκε μαρτυρία εάν όντως πληρώθηκε οποιαδήποτε προκαταβολή, (δ) εάν όντως υπήρχε συμφωνία ενοικιαγοράς, η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει, με σαφή και θετική μαρτυρία, ότι ο εφεσίβλητος 1 “παρέλειψε να πληρώσει τις δόσεις ενοικίου για κάποια συγκεκριμένη περίοδο πριν από τον τερματισμό της συμφωνίας όπως είχε υποχρέωση να πράξει” και “επομένως, δεν είναι δυνατό να διαπιστωθεί εάν αυτοδικαίως οι ενάγοντες προέβησαν στον τερματισμό της συμφωνίας”, και (ε) “εάν όμως διαπιστωθεί ότι υπό τις περιστάσεις οι ενάγοντες προέβησαν πράγματι σε τερματισμό της συμφωνίας δυνάμει του όρου 5(α)” απέτυχαν να αποδείξουν, με θετική μαρτυρία, ότι υπέστησαν “ζημιά συνεπεία παράβασης συμφωνίας ή ότι κάποιες δόσεις κατέστησαν πληρωτέες πριν από τον τερματισμό της”.

Όσον αφορά τη συμφωνία δέσμευσης (Τεκμήριο 4) το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι αυτή συμπαρασύρεται με τα όσα αποφάσισε προηγουμένως, εφόσον η ισχύς και η εφαρμογή της συναρτάται άμεσα με τη συμφωνία ενοικιαγοράς.

Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν εδόθη στον εφεσίβλητο 1 το δικαίωμα αγοράς των αντικειμένων της ενοικιαγοράς και τούτο διότι στο Τεκμήριο 1 υπάρχει σαφής σχετική πρόβλεψη με τη φράση “£10.- επιπρόσθετα στη τελευταία δόση ως δικαίωμα αγοράς” η οποία δεν αξιολογήθηκε ως έπρεπε.  Ο λόγος ευσταθεί. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απομόνωσε ένα μόνο από τους όρους του συμβολαί[*862]ου ενοικιαγοράς, επί του οποίου και στήριξε το συμπέρασμά του ότι δεν εδόθη στον ενοικιαστή δικαίωμα αγοράς, ενώ θα έπρεπε να εξετάσει το συμβόλαιο ενοικιαγοράς στο σύνολό του με γνώμονα την εξαγωγή της πραγματικής φύσης της συναλλαγής. Ο όρος 6(α) στον οποίο παραπέμπει το πρωτόδικο Δικαστήριο συναντάται στην εισαγωγική (3η) σελίδα του Τεκμηρίου 1. Στον όρο αυτό όντως δεν είναι συμπληρωμένο το κενό ως προς το ποσό του δικαιώματος αγοράς. Όμως, στην εξωτερική (1η) σελίδα του Τεκμηρίου 1 (την οποία εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεωρεί ότι δεν αποτελεί μέρος της συμφωνίας των μερών αλλά “το υλικό στη βάση του οποίου θα μπορούσε να συνομολογηθεί μια συμφωνία ενοικιαγοράς του τύπου που αποκαλείται τριμερής”), κάτω από τον τίτλο “ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΛΗΡΩΜΗΣ”, και ακριβώς κάτω από το χρονοδιάγραμμα των πληρωμών, αναφέρεται “C£10.- επιπρόσθετα στην τελευταία δόση ως δικαίωμα αγοράς”. Συναφώς, παρατηρούμε ότι οι εφεσίβλητοι δεν αρνούνται με την υπεράσπισή τους τον ισχυρισμό στην έκθεση απαιτήσεως ότι το δικαίωμα αγοράς είχε καθοριστεί στο συμβόλαιο ενοικιαγοράς στο ποσό των £10. Ακολουθεί ότι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επίδικη συμφωνία δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ως συμφωνία ενοικιαγοράς, εφόσον στον όρο 6(α) του Τεκμηρίου 1 έλειπε οποιαδήποτε αναφορά στο ποσό το οποίο ο εφεσίβλητος 1 θα κατέβαλλε στο πλαίσιο της άσκησης του δικαιώματος αγοράς των εμπορευμάτων, είναι εσφαλμένη. Δεδομένου δε ότι η επίδικη συμφωνία ήταν συμφωνία ενοικιαγοράς, έπεται ότι, με την εκ μέρους της εξόφληση του τιμολογίου Τεκμηρίου 2, εξόφληση με την οποία χρεώθηκε ο “λογαριασμός ενοικιαγοράς” του εφεσίβλητου 1 (Τεκμήριο 5), η εφεσείουσα κατέστη αυτόματα ιδιοκτήτρια των εμπορευμάτων.

Άλλος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, εφόσον δεν υπήρχε καθόλου μαρτυρία κατά πόσο είχε όντως πληρωθεί οποιοδήποτε ποσό ως προκαταβολή στην έμπορο, σε συνδυασμό με το δικαίωμα αγοράς, ως αντάλλαγμα, η επίδικη συμφωνία δεν αποτελούσε συμφωνία ενοικιαγοράς. Και αυτός ο λόγος ευσταθεί. Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο συνέδεσε τα δύο θέματα, ήτοι εκείνο της προκαταβολής και εκείνο του δικαιώματος αγοράς. Τα δύο θέματα είναι εντελώς ξεχωριστά. Η συμφωνία ενοικιαγοράς, υπό την τριμερή της μορφή, όπως στην προκείμενη περίπτωση, εμπεριέχει στην πραγματικότητα δύο συμφωνίες. Η πρώτη συμφωνία αναφέρεται στη σχέση του εμπόρου με το χρηματοδότη στη βάση της οποίας μεταβιβάζεται η ιδιοκτησία των εμπορευμάτων στο χρηματοδότη έναντι του ανταλλάγματος το οποίο, αντάλλαγμα, είναι το ποσό της χρηματοδότησης. Σ’ αυτή τη συμφωνία δεν εμπλέκεται καθόλου ο ενοικιαγορα[*863]στής. Η πληρωμή ή όχι της προκαταβολής από το μετέπειτα ενοικιαγοραστή αποτελεί μέρος της συμφωνίας του ίδιου με τον έμπορο και προηγείται της συμφωνίας για τη χρηματοδότηση. Δεν αποτελεί μέρος της. Η δεύτερη συμφωνία αναφέρεται στη σχέση χρηματοδότη – ενοικιαγοραστή και εμπεριέχει δύο στοιχεία. Την παραχώρηση της κατοχής και της χρήσης των αντικειμένων της ενοικιαγοράς στον ενοικιαγοραστή, αφενός, και την υποχρέωση του ενοικιαγοραστή να επιστρέψει την κατοχή των εμπορευμάτων στο χρηματοδότη (ιδιοκτήτη) εάν και εφόσον δεν ασκήσει το δικαίωμα αγοράς, αφετέρου. (Βλ., μεταξύ άλλων, Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1432). Επομένως, η πληρωμή ή όχι προκαταβολής δεν αποτελεί προαπαιτούμενο για την εγκυρότητα της συμφωνίας ενοικιαγοράς, εφόσον δεν απαιτείται από το νόμο, και, κατά συνέπεια, η απόδειξη ή όχι της πληρωμής της προκαταβολής είναι άνευ ουσιαστικής σημασίας και, εν πάση περιπτώσει, δε συνδέεται καθ΄οιονδήποτε τρόπο με το δικαίωμα αγοράς.

Προβάλλεται επίσης ως λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι, εάν όντως υπήρχε συμφωνία ενοικιαγοράς, η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει ότι υπήρχαν καθυστερημένες δόσεις ενοικίου και για ποιο ποσό και κατά πόσο “αυτοδικαίως οι ενάγοντες προέβησαν στον τερματισμό της συμφωνίας”.  Και αυτός ο λόγος είναι βάσιμος. Με την κατάθεση του “λογαριασμού ενοικιαγοράς” του εφεσίβλητου 1 για τη χρονική περίοδο από 27.12.1996 μέχρι 2.9.1998 (Τεκμήριο 5) και σε συνδυασμό με το συμβόλαιο ενοικιαγοράς της 27.12.1996 (Τεκμήριο 1), η εφεσείουσα απέδειξε την ύπαρξη καθυστερημένων δόσεων ενοικίου και, συνακόλουθα, ότι δικαιωματικά, βάσει του όρου 5(α) του Τεκμηρίου 1, με την επιστολή της 7.8.1998 (Τεκμήριο 3), τερμάτισε τη συμφωνία ενοικιαγοράς.

Ο τελευταίος λόγος έφεσης αφορά τη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει, με θετική μαρτυρία, ότι υπέστη οποιαδήποτε ζημιά από την παράβαση της συμφωνίας ενοικιαγοράς. Και αυτός ο λόγος ευσταθεί. Με τον τερματισμό της συμφωνίας ενοικιαγοράς, ο εκμισθωτής αποκτά δικαίωμα αποζημιώσεως για όση ζημιά υφίσταται. Ποια είναι η ζημιά αυτή διαγράφεται στο ακόλουθο απόσπασμα από την Ελληνική Τράπεζα Λτδ κ.ά. ν. Νίκου Τσαρτελλή (2003) 1 Α.Α.Δ. 246:

“Η παράλειψη καταβολής των προβλεπομένων από σύμβαση ενοικιαγοράς ενοικιαστικών δόσεων παρέχει, αφ΄εαυτής, έρεισμα για την καταγγελία της, επαγόμενη τον τερματισμό της, [*864]εφόσον παρέχεται τέτοιο δικαίωμα από τις πρόνοιές της. Επί τούτου, ο εκμισθωτής αποκτά δικαίωμα αποζημιώσεων, ανάλογο προς τη ζημία που υφίσταται. Αυτή ποικίλλει, ανάλογα με τα επακόλουθα του τερματισμού. Εάν επιστραφεί το αντικείμενο της μίσθωσης, η ζημία περιορίζεται στη διαφορά μεταξύ, αφενός, του ολικού τμήματος της ενοικιαγοράς και, αφετέρου, της αξίας του αντικειμένου της μίσθωσης κατά το χρόνο της επιστροφής, που συνήθως παίρνει τη μορφή του τμήματος της διάθεσής του. Στην περίπτωση μη επιστροφής του αντικειμένου της ενοικιαγοράς, ο εκμισθωτής δικαιούται σε αποζημιώσεις για ποσό ίσο προς την αξία του αντικειμένου το οποίο κατακρατεί ή οικειοποιείται ο μισθωτής. Τα αστικά αδικήματα της παράνομης κατακράτησης (detinue) και της παράνομης οικειοποίησης (conversion) διαγράφουν, ανάλογα με την περίπτωση, το πλαίσιο διεκδίκησης αποζημιώσεων για τη ζημία που υφίσταται ο εκμισθωτής. Και στις δύο περιπτώσεις, η αξία των απωλεσθέντων αντικειμένων θεωρείται ίση προς τη συμφωνηθείσα στη σύμβαση ενοικιαγοράς αξία των αντικειμένων.”

........................................................................................................

Στις Overstone Ltd. v. Shipway [1962] 1 W.L.R. 117 και Yeoman Credit Ltd. v. McLean [1962] 1 W.L.R. 131, διευκρινίζεται ότι, στον καθορισμό της ζημίας, λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι η αξία των αντικειμένων καθορίζεται με αναφορά στο χρόνο που επέρχεται η ζημία, ως αποτέλεσμα της κατακράτησης ή της οικειοποίησης. Έτσι ο χρόνος καθορισμού των αποζημιώσεων επέρχεται πρότερα του χρόνου καταβολής των δόσεων ενοικιαγοράς, γεγονός που λαμβάνεται υπόψη στον καθορισμό των αποζημιώσεων.”

Στην προκείμενη περίπτωση, εφόσον τα αντικείμενα της ενοικιαγοράς δεν επεστράφησαν, η εφεσείουσα, κατ’ εφαρμογή των πιο πάνω αρχών, δικαιούται να της επιδικαστούν τα ακόλουθα ποσά εναντίον των εφεσιβλήτων 1, 2 και 3 ομού και/ή κεχωρισμένως:

(α) Ποσό ίσο προς τις μη καταβληθείσες 14 σχεδόν δόσεις για την περίοδο από 27.6.1997, μέρος, μέχρι και 27.7.1998, αμέσως δηλαδή πριν τον τερματισμό της συμφωνίας στις 7.8.1998, με τόκο προς 9% ετησίως από την ημερομηνία μη καταβολής εκάστης μηνιαίας δόσης, μέχρις εξοφλήσεως (αξίωση Β.(α-ν) στην αγωγή).

(β) Ποσό £3.260,47, που αντιπροσωπεύει το υπόλοιπο της αξίας των αντικειμένων της ενοικιαγοράς, μειωμένο κατά ποσό ίσο προς το αποκτώμενο από την εφεσείουσα όφελος, από το γεγονός ότι [*865]λαμβάνει την αξία των αντικειμένων της ενοικιαγοράς ως ζημιά νωρίτερα απ’  ότι κανονικά θα την έπαιρνε. Η ζημιά καθορίζεται κατά το χρόνο τερματισμού της συμφωνίας και μη επιστροφής των αντικειμένων της ενοικιαγοράς, δηλαδή, στις 7.8.1998. Ένας πρόσφορος τρόπος καθορισμού του οφέλους που αποκτά η εφεσείουσα παρέχεται με την αφαίρεση από το ποσό των £3.260,47 ποσού ίσου προς τα δικαιώματα ενοικιαγοράς που ενσωματώνονται στις επόμενες 29 δόσεις, ήτοι ποσού £863,13. Τοιουτοτρόπως, το ποσό της αποζημίωσης καθορίζεται σε £2.397,34, πλέον τόκο προς 8% ετησίως από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής, ήτοι από 2.12.1998, μέχρις εξοφλήσεως.

(Για παρόμοιο με τον πιο πάνω υπολογισμό της αποζημίωσης βλέπε Αντωνιάδου ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2003) 1 Α.Α.Δ. 530.)

Η εφεσείουσα δικαιούται, επίσης, όπως τα αντικείμενα της ενοικιαγοράς, αλλά και τα δεσμευθέντα δύο οχήματα (Τεκμήριο 4), της παραδοθούν από τον εφεσίβλητο 1 προς πώλησή τους με δημόσιο πλειστηριασμό για ολική ή μερική εξόφληση των εκ της παρούσης αποφάσεως οφειλομένων ποσών. Η παράδοση να γίνει στα Κεντρικά Γραφεία της εφεσείουσας στο Παραλίμνι εντός επτά ημερών από της επιδόσεως του διατάγματος του Δικαστηρίου.

Απόφαση και Διάταγμα ανάλογα.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα εις βάρος των εφεσιβλήτων, πρωτόδικα και κατ’ έφεση.

H�έφεση επιτρέπεται με έξοδα, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση, εις βάρος των εφεσιβλήτων.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο