Ποντίκη Χρυστάλλα ν. Χρίστου Κωνσταντινίδη (2004) 1 ΑΑΔ 875

(2004) 1 ΑΑΔ 875

[*875]23 Απριλίου, 2004

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ/στές]

ΧΡΥΣΤΑΛΛΑ ΠΟΝΤΙΚΗ,

Εφεσείουσα-Εναγόμενη,

ν.

ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ,

Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11578)

 

Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Απόδοση αποκλειστικής ευθύνης σε οδηγό αυτοκινήτου η οποία κτύπησε και τραυμάτισε πεζό που διασταύρωνε κεντρική λεωφόρο στη Λευκωσία, έχοντας ήδη διανύσει απόσταση 3.10 μ. εντός της λεωφόρου ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

Αποζημιώσεις ― Απώλεια ευκαιρίας εργοδότησης ― Επιδίκαση αποζημιώσεων στη βάση της αρχής που καθιερώθηκε στη Richardson v. Mellish [1824-1834] All E.R. 258 ― Κατά πόσο η εν λόγω αρχή εφαρμόζεται αναφορικά με το αστικό αδίκημα της αμέλειας.

Αποζημιώσεις ― Απώλεια ευκαιρίας εργοδότησης ― Επιδικασθείσες αποζημιώσεις £40.000 σε εβδομηντάχρονο, μειώθηκαν κατ’ έφεση σε £25.000 ― Εφαρμοστέες αρχές αναφορικά με τον ορθό υπολογισμό των αποζημιώσεων.

Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Αξιούμενες θεραπείες ― Μη ρητή επίκληση της νομικής αρχής στην οποία βασίζεται η αξιούμενη θεραπεία ― Δεν αποκλείει την παροχή της, όταν αυτή προκύπτει από τα γεγονότα όπως είναι διατυπωμένα στην έκθεση απαιτήσεως.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε την εφεσείουσα αποκλειστικά υπεύθυνη για την πρόκληση τροχαίου ατυχήματος στο οποίο είχε εμπλακεί με τον εφεσίβλητο, ενώ αυτός διασταύρωνε πεζός κεντρική λεωφόρο της Λευκωσίας.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε στον εφεσίβλητο ποσό £12.000 σαν γενικές αποζημιώσεις και ποσό £40.000 για απώλεια ευκαιρίας εργοδότησης του για δύο χρόνια.  Ο εφεσίβλητος επρόκειτο να εργοδοτηθεί στην Αίγυπτο σαν εργοδηγός για δύο [*876]χρόνια από 1.1.99.  Το Δικαστήριο επιδίκασε στον εφεσίβλητο το ποσό των £40.000 λόγω απώλειας ευκαιρίας να εργοδοτηθεί, στη βάση της αρχής που διατυπώθηκε στην υπόθεση Richardson v. Mellish.

Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση, το μέρος της που αφορά την ευθύνη και την επιδίκαση ποσού £40.000 σαν αποζημίωση για απώλεια ευκαιρίας. Υποστήριξε ότι κακώς το Δικαστήριο υιοθέτησε την αρχή που διατυπώθηκε στην Richardson v. Mellish, δεδομένου ότι αφορούσε παράβαση συμφωνίας και όχι το αστικό αδίκημα της αμέλειας.  Υποστήριξε επίσης ότι δεν εκαλύπτετο από τα δικόγραφα η αποζημίωση στη βάση «απώλειας ευκαιρίας».

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ενόψει των γεγονότων που έγιναν δεκτά από το πρωτόδικο Δικαστήριο η απόφαση για επιμερισμό της ευθύνης ήταν ορθή.

2.  Η αρχή που διατυπώθηκε στην υπόθεση Richardson v. Mellish εφαρμόζεται και στην περίπτωση υπολογισμού των αποζημιώσεων που πηγάζουν από αστικό αδίκημα.  Το μέτρο είναι το ίδιο και στις δύο περιπτώσεις.

3.  Το γεγονός ότι στην έκθεση απαίτησης δεν γίνεται ρητή επίκληση της αρχής που διατυπώθηκε στην πιο πάνω υπόθεση δεν επηρεάζει τη σχετική αξίωση του εφεσίβλητου, αφού αυτή προκύπτει σαφώς από τα γεγονότα όπως είναι διατυπωμένα.

4.  Η αποζημίωση στη βάση απώλειας ευκαιρίας είναι ένα είδος αποζημίωσης που δεν μπορεί να υπολογισθεί με απόλυτη ακρίβεια γιατί ακριβώς υπάρχουν αστάθμητοι παράγοντες που εμποδίζουν τον ακριβή υπολογισμό της.  Σε κάθε υπόθεση, στον υπολογισμό της ζημίας το Δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπόψη μια σειρά παράγοντες, τους οποίους στο τέλος θα σταθμίσει για να φθάσει στο λογικό υπό τις περιστάσεις ποσό αποζημίωσης.

5.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν συνεκτίμησε ορθά τους πιο κάτω σχετικούς παράγοντες:

α) ότι ο εφεσίβλητος ήταν άνθρωπος προχωρημένης ηλικίας.

β) ότι ο εφεσίβλητος στο παρελθόν εγκατέλειψε την εργασία του λόγω οικογενειακών προβλημάτων.

γ)  ότι η ανικανότητα του εφεσίβλητου σύμφωνα με τη μαρτυρία ανερχόταν σε έξι μήνες και δεν θα μπορούσε να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο ο εφεσίβλητος μετά από έξι μήνες να μπορούσε να εργοδοτηθεί στους ίδιους ή άλλους εργοδότες.

[*877]Το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να υπολογίσει το ύψος των αποζημιώσεων στο πλαίσιο των αστάθμητων μελλοντικών παραγόντων και όχι στη βάση των σχεδόν με ακρίβεια απολαβών του εφεσίβλητου για δύο χρόνια.  Το ποσό αποζημίωσης λόγω απώλειας ευκαιρίας μειώνεται σε £25.000.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα εναντίον του εφεσίβλητου.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Richardson v. Mellish [1824-1834] All E.R. Rep. 258,

Mulvaine v. Joseph [1968] 112 SJ 927,

Hotson v. East Berkshine Area Health Authority [1987] 2 W.L.R. 287 (CA),

Cook v. Swinfen [1967] 1 W.L.R. 457 (CA),

The Empress of Britain [1913] 29 T.L.R. 423.

Έφεση.

Έφεση από την εναγόμενη κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 12/12/02 (Αρ. Αγωγής 2035/00) με την οποία βρέθηκε ως οδηγός αποκλειστικά υπεύθυνη για τον τραυματισμό του ενάγοντα όταν αυτός διασταυρώνοντας τη λεωφόρο Νίκης κτυπήθηκε από το αυτοκίνητό της και με την οποία επιδίκασε υπέρ του ενάγοντα και εναντίον της ποσό £12.000 ως γενικές αποζημιώσεις και ποσό £40.000 ως απώλεια ευκαιρίας εργοδότησής του για δύο χρόνια.

Στ. Οικονόμου, για την Εφεσείουσα.

Θ. Ιωαννίδης, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.:  Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Αρέστης.

ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ.:  Το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε την εφεσείουσα (στο εξής η οδηγός) αποκλειστικά υπεύθυνη για το δυστύχημα που [*878]έλαβε χώρα στις 21/12/98 όταν κτύπησε με το αυτοκίνητο της στη λεωφόρο Νίκης στη Λευκωσία τον εφεσίβλητο (στο εξής ο πεζός).  Ο πεζός διασταύρωνε τον εν λόγω δρόμο και τον τραυμάτισε.  Αμέσως πριν τη σύγκρουση η οδηγός ήταν στο ΑΛΤ της οδού 25ης Μαρτίου με σκοπό να στρίψει αριστερά και να εισέλθει στη λεωφόρο Νίκης, ενώ ο πεζός στεκόταν στο πεζοδρόμιο της λεωφόρου Νίκης κοντά στο άνοιγμα της 25ης Μαρτίου.  Όταν ο πεζός προχώρησε να διασταυρώσει και διάνυσε απόσταση 3.10 μ. εντός της λεωφόρου από το σημείο που αρχικά βρισκόταν κτυπήθηκε από το αυτοκίνητο που βγήκε από την πάροδο και έστριψε στη λεωφόρο.  Σαν συνέπεια του ατυχήματος ο πεζός υπέστη ανοικτό συντριπτικό κάταγμα κάτω τριτημορίου αριστερής κνήμης και περόνης.

Το πρωτόδικο δικαστήριο επιδίκασε στο πεζό ποσό £12.000 σαν γενικές αποζημιώσεις και ποσό £40.000 για απώλεια ευκαιρίας εργοδότησης για δύο χρόνια.  Σε σχέση με το δεύτερο ποσό δέχθηκε την εκδοχή του πεζού ότι επρόκειτο από 1/1/99 να εργοδοτηθεί στην Αίγυπτο σαν εργοδηγός σε εκεί υπό ανέγερση ξενοδοχείο για δύο χρόνια, και ότι το πιο πάνω ποσό θα ήταν οι απολαβές του γιαυτή την περίοδο.

Η οδηγός του αυτοκινήτου προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση με τρεις λόγους έφεσης.  Με τον πρώτο προσβάλλεται το μέρος της απόφασης που αφορά την ευθύνη.  Με τους άλλους δύο στην ουσία προσβάλλεται το ίδιο μέρος της απόφασης.  Αυτό που αναφέρεται στην επιδίκαση ποσού £40.000 σαν αποζημίωση για απώλεια ευκαιρίας, γιαυτό και θα τους εξετάσουμε μαζί.

Όσον αφορά το θέμα της ευθύνης είναι η θέση του συνηγόρου της οδηγού ότι κακώς αποδόθηκε πλήρης ευθύνη για το δυστύχημα σ’ αυτήν και ότι μέρος τουλάχιστο θα έπρεπε να αποδοθεί στον πεζό.  Ο πρωτόδικος δικαστής βρήκε τα γεγονότα του δυστυχήματος ως εξής:

«Κατά το χρόνο που ο ενάγοντας άρχισε να διασταυρώνει τη λεωφόρο Νίκης, η εναγόμενη βρισκόταν ακόμα στην οδό 25ης Μαρτίου, σταματημένη στο ΑΛΤ.  Η σύγκρουση έγινε αφού ο ενάγοντας διήνυσε 3.10 μ.  Άρα όταν η εναγόμενη εισήλθε πλέον στη λεωφόρο, ο ενάγοντας διασταύρωνε μπροστά της.  Παρά ταύτα, δεν τον αντελήφθη καθόλου πριν τη σύγκρουση.  .............................................................................................................

............................όταν ο ενάγοντας έκαμνε χρήση της λεωφόρου, η εναγόμενη δεν βρισκόταν σ’ αυτή.  Εν πάση περιπτώσει ο ενάγοντας προτού αρχίσει να διασταυρώνει, έλαβε υπόψη του την [*879]εναγόμενη και επεχείρησε να την προειδοποιήσει σε σχέση με την πρόθεση του.  Είναι όμως φανερό ότι η εναγόμενη είχε καθ’ όλο τον ουσιώδη χρόνο αλλού την προσοχή της.»

Βρίσκουμε ότι όπως έγιναν πιο πάνω δεχτά τα γεγονότα από το πρωτόδικο δικαστήριο η απόφαση για επιμερισμό της ευθύνης ήταν ορθή. Με την έφεση δεν προσβάλλονται τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου.  Δεν χρειάζεται να επέμβουμε.  Ο λόγος αυτός έφεσης απορρίπτεται.

Προχωρούμε να εξετάσουμε το θέμα των αποζημιώσεων για το ποσό των £40.000.  Η βάση της αξίωσης του πεζού, όπως προκύπτει από την έκθεση απαίτησης είναι ότι αυτός ήταν ανίκανος για εργασία λόγω του τραυματισμού του για περίοδο δύο ετών γι’ αυτό και αξιώνει αποζημιώσεις £50.000 στη βάση ότι είχε εισόδημα £2.000 το μήνα.  Αυτό είναι σαφές από την παραγρ. 5 της έκθεσης απαίτησης αλλά και την παραγρ. 6.  Η πρώτη λέγει, μεταξύ άλλων:

«Ο ενάγων για περίοδο ενός έτους δεν ήταν σε θέση να εργαστεί και απώλεσε την εργασία του και δεν εστάλη στην Αίγυπτο με αποτέλεσμα να απωλέσει το ποσό των £24.000 για περίοδο ενός έτους (υπογράμμιση δική μας).»

Η δεύτερη λέγει:

«Στη συνέχεια ο ενάγων λόγω του τραυματισμού του κατέστη ανίκανος να συνεχίσει την εργασία του εργοδηγού οικοδομικών έργων με αποτέλεσμα να υποστεί απώλεια μελλοντικών απολαβών»

(υπογράμμιση δική μας)

Θα πρέπει να πούμε ότι η περίοδος για την οποία αξιώνει απώλεια απολαβών συμπληρώνεται με την παραγρ. 7 της έκθεσης απαίτησης όπου καθορίζει αυτή την περίοδο από 1/1/99 μέχρι 31/1/01 γιαυτό και αξιώνει ποσό £50.000 και όχι £48.000 που θα ήταν το ποσό για δύο έτη. 

Τα κρίσιμα σημεία στην απόφαση του πρωτόδικου δικαστή σε σχέση με την πιο πάνω αξίωση ακολουθούν:

«Έχω την άποψη πως η πραγματική ουσία της σχετικής απαίτησης του ενάγοντα δεν είναι η συνήθης απώλεια εργασιακής ικανότητας, αλλά πρόκειται για απαίτηση λόγω απώλειας συγκεκριμένης ευκαιρίας για εργοδότηση.  Στην πρώτη περίπτωση θα [*880]ήταν σχετική η κατάσταση του καθ’ όλη τη μετέπειτα περίοδο, όπως δηλαδή έθεσε το θέμα ο κ. Οικονόμου.  Στη δεύτερη περίπτωση, αν λάβουμε ως δεδομένο ότι η ευκαιρία υφίστατο κατά τον συγκεκριμένο μόνο χρόνο χωρίς προοπτική αναβίωσης της, σχετική είναι η κατάσταση κατ’ εκείνο το χρόνο.»

Και περαιτέρω αναφέρει:

«Είναι φανερό από τα παραπάνω δεδομένα ότι ο ενάγοντας δεν ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο σε θέση να εργοδοτηθεί ως εργοδηγός στη συγκεκριμένη εργασία.  Η ευκαιρία απωλέσθηκε χωρίς πραγματική δυνατότητα αναβίωσης της, όπως προκύπτει από τη μαρτυρία του κου Ορφανίδη.  Η εναγόμενη είναι υπόλογη γι’ αυτή την απώλεια, στο βαθμό που ήταν αμελής.»

Ο πρωτόδικος δικαστής επιδίκασε στον πεζό ποσό £40.000 λόγω απώλειας ευκαιρίας να εργοδοτηθεί στηριγμένος στην αρχή που καθιερώθηκε στην υπόθεση Richardson v. Mellish [1824 -1834] Αll E.R. Rep. 258, της οποίας παραθέτει τα γεγονότα όπως συνοπτικά αναφέρονται στο σύγγραμμα McGregor on Damages, 15η έκδοση, παρα. 361, p. 223.  Τα παραθέτουμε και εμείς για μια πληρέστερη εικόνα των όσων στήριξαν την πρωτόδικη απόφαση:

«The defendant employed the plaintiff to command a ship which was chartered by the defendant to the East India Company for two voyages.  In an action for failing to implement the contract, the defendant contended that he was no liable for the amount in damages that the plaintiff would have earned on the second voyage, since it was in the discretion of the East second voyage, although the company generally permitted the renewal of such appointments. In other words, whether the plaintiff would have had the command on the second voyage turned upon a contingency depending on the will of a third party. The defendant’s contention was rejected, Best C.J. saying:  “Common sense says you are not to be paid for consequences which might not turn up in your favour; but the plaintiff is entitled to have a compensation for being deprived of that which almost certainly happens in these cases.”

Προσβάλλεται το πιο πάνω τμήμα της πρωτόδικης απόφασης για τους ακόλουθους βασικά λόγους:

(1)  Κακώς το δικαστήριο υιοθέτησε την αρχή που καθιερώθηκε στην υπόθεση Richardson v. Mellish (ανωτέρω) δεδομένου ότι αφορούσε παράβαση συμφωνίας και όχι το αστικό αδίκημα της [*881]αμέλειας.

(2) Οι έγγραφες προτάσεις του ενάγοντα δεν καλύπτουν την απώλεια απολαβών στη βάση της «απώλειας ευκαιρίας»

(3) Η μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου δεν δικαιολογούσε ανικανότητα του ενάγοντα για εργασία για περίοδο δύο ετών δοθέντος μάλιστα του γεγονότος ότι δεν αποκλείετο με βάση τη μαρτυρία που δόθηκε από πλευράς ενάγοντα η δημιουρία νέας ευκαιρίας εργοδότησης.

Θα απαντήσουμε τα πιο πάνω θέματα με την ίδια σειρά. 

(1)  Η αρχή στην υπόθεση Richardson v. Mellish

Δεν βρίσκουμε τίποτε το παράδοξο στην εφαρμογή της πιο πάνω αρχής σε υπόθεση υπολογισμού των αποζημιώσεων που πηγάζουν από αστικό αδίκημα.  Το μέτρο και στις δύο περιπτώσεις είναι το ίδιο.  Τα Αγγλικά Δικαστήρια προχώρησαν στην επιδίκαση αποζημιώσεων κατ’ εφαρμογή της αρχής που διατυπώθηκε στην υπόθεση Richardson v. Mellish (ανωτέρω) τόσο στην περίπτωση ζημιάς που προέκυψε από την παράβαση συμφωνίας όσο και από ζημιά που πήγασε από αστικό αδίκημα.  Παραδείγματα αποζημιώσεων με τη μορφή απώλειας ευκαιρίας ένεκα αστικού αδικήματος βρίσκουμε μεταξύ άλλων, στις υποθέσεις Mulvaine v. Joseph [1968] 112 SJ 927, Hotson v. East Berkshine Area Health Authority [1987] 2 W.L.R. 287 (CA) και Cook v. Swinfen [1967] 1 W.L.R. 457 (CA).

Από τη στιγμή που το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε σαν γεγονός ότι ο ενάγων απώλεσε ένεκα του δυστυχήματος την ευκαιρία να εργοδοτηθεί θα μπορούσε να προχωρήσει στον υπολογισμό της αποζημίωσης επί τη βάση της εν λόγω αρχής.

(2)  Μη κάλυψη της αποζημίωσης στη βάση «απώλειας ευκαιρίας» από τα δικόγραφα.

Είναι γεγονός ότι στην έκθεση απαίτησης του ενάγοντα δεν γίνεται ρητή επίκληση της πιο πάνω αρχής.  Δεν χρειαζόταν να γίνει κάτι τέτοιο. Τα γεγονότα είναι με τέτοιο τρόπο διατυπωμένα, ώστε είναι φανερό ότι ο ενάγων ισχυρίζεται ότι λόγω του τραυματισμού του δεν κατέστη δυνατό να σταλεί στην Αίγυπτο για εργασία και επομένως έχασε την ευκαιρία να εργοδοτηθεί.  Καταλήγουμε επομένως ότι δεν είναι βάσιμος ούτε αυτός ο ισχυρισμός.

(3)  Δεν δικαιολογείται η αποζημίωση για περίοδο δύο ετών

[*882]Στο σύγγραμμα McGregor on Damages (ανωτέρω) το ζήτημα της επιδίκασης αποζημίωσης με τη μορφή απώλειας ευκαιρίας εξετάζεται κάτω από το κεφάλαιο «The Problem of Certainty”.  Στις παραγράφους 343-344, σελ. 214 διαβάζουμε:

“A plaintiff claiming damages must prove his case.  To justify an award of substantial damages he must satisfy the court both as to the fact of damage and as to its amount.  If he satisfies the court on neither, his action will fail, or at the most he will be awarded nominal damages where a right has been infringed…….………..

On the other hand, where it is clear that some substantial loss has been incurred, the fact that an assessment is difficult because of the nature of the damage is no reason for awarding no damages or merely nominal damages……..

Indeed if absolute certainty were required as to the precise amount of loss that the plaintiff had suffered, no damages would be recovered at all in the great number of cases. This is particularly true since so much of damages claimed are in respect of prospective, and therefore necessarily contingent, loss.”

Μέσα στο πλαίσιο των πιο πάνω αρχών εξετάζεται σαν μια ειδική περίπτωση επιδίκασης αποζημίωσης παρά την κάποια αβεβαιότητα στον εκ των προτέρων καθορισμό της ζημιάς και η περίπτωση «where it is uncertain whether a particular pecuniary loss will be or would have been incurred.”  Αναφέρονται κάτω από αυτή την υποδιαίρεση τα εξής στην παραγρ. 352, σελ. 218:

«A pecuniary loss may also be difficult to assess because, like so much of loss for which damages are recoverable, it relates to the future, and is therefore necessarily contingent upon other facts.  This covers a wide field, ranging from gains prevented by the defendant’s wrong to expenses made necessary by the defendant’s wrong.”

Eίναι μέσα σ’ αυτό το τελευταίο πλαίσιο που η απώλεια ευκαιρίας αποτιμάται σαν ζημιά που παρέχει στον ενάγοντα το δικαίωμα διεκδίκησης αποζημίωσης παρά την κάποια αβεβαιότητα που δυνατόν να υπάρχει στην ακριβή αποτίμηση της ζημιάς.

Κάμαμε αυτή τη μακρά εισαγωγή στο ζήτημα της αποζημίωσης στη βάση απώλειας ευκαιρίας για να τονίσουμε το γεγονός ότι είναι είδος αποζημίωσης που δεν μπορεί να υπολογισθεί με απόλυτη [*883]ακρίβεια γιατί ακριβώς υπάρχουν αστάθμητοι παράγοντες που εμποδίζουν τον ακριβή υπολογισμό της.  Καταφεύγουμε και πάλι στο McGregor on Damages (ανωτέρω) παραγρ. 361 σελ. 223.  Με αναφορά στην υπόθεση The Empress of Britain [1913] 29 T.L.R. 423 αναφέρει:

«The contingency may not always be a near certainty: in each case it must be evaluated.  Thus in the Empress of Britain the plaintiff’s ship was tortiously sunk in the second year of charterparty in force for seven years on seven different voyages and cancelable at the charterers’ annual option.  It was held that, in assessing the recoverable loss of profits, the whole charterparty was to be taken into account, together with its special terms and all the contingencies.”

Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι σε κάθε υπόθεση στον υπολογισμό της ζημιάς θα πρέπει να ληφθεί υπόψη μια σειρά από παράγοντες, τους οποίους στο τέλος το δικαστήριο θα σταθμίσει για να φθάσει στο λογικό υπό τις περιστάσεις ποσό αποζημίωσης.

Στην πρωτόδικη απόφαση αναφέρονται τα εξής για τον τρόπο που υπολογίστηκε το ύψος της αποζημίωσης: 

«.........Το μέτρο θα καθοριστεί μέσα από αξιολόγηση των πιθανοτήτων για πραγμάτωση της ευκαιρίας, όπως προκύπτει από τη Richardson.  Σ’ εκείνη την υπόθεση ο ενάγοντας αν δεν μεσολαβούσε η ζημιογόνος ενέργεια, θα είχε την ευκαιρία να κερδίσει ποσό £4.000 ως £8.000. Επιδικάστηκαν αποζημιώσεις ύψους £7.500.  Εν προκειμένω η μαρτυρία είναι πως ο ενάγοντας θα ελάμβανε £20.500, καθαρό ποσό, για ένα χρόνο.  Το έργο διήρκησε δύο χρόνια.  Δεν έχει δοθεί οποιοδήποτε στοιχείο που να καταδεικνύει ότι ο ενάγοντας δεν θα εργοδοτείτο μέχρι την περάτωση του έργου.  Αντίθετα, ο προγραμματισμός των εργοδοτών του ήταν μακροχρόνιος και δεδομένη η πρόθεση τους να κρατούν έμπειρους ανθρώπους όπως ο ενάγοντας.  Ούτε σε ότι αφορά τον ενάγοντα έχει τεθεί ζήτημα ότι ο ίδιος θα εγκατέλειπε την εργασία του πριν την περάτωση του έργου.  Δεν διαφεύγει της προσοχής μου ότι στο παρελθόν οικογενειακά προβλήματα τον κράτησαν μακριά από την εργασία και ότι μάλιστα, ο ενάγοντας είχε διακόψει την εργασία του ενόσω εκείνα τα έργα δεν είχαν περατωθεί. Ο προγραμματισμός όμως, κατά τον ενάγοντα, ήταν να παραμείνει μέχρι την περάτωση του έργου.  Αναζήτησε δε, τη συγκεκριμένη εργασία μετά από μακρά διακοπή όταν αποφάσισε όντως να αναζητήσει εργασία, όπως είπε, και ενημέρωσε την οι[*884]κογένεια του σχετικά.  Ό,τι προκύπτει, δηλαδή, είναι ότι οι οικογενειακές του περιστάσεις, του επέτρεπαν πλέον να εργαστεί στο εξωτερικό απερίσπαστα.»

Πιστεύουμε ότι ενώ το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε προσπάθεια εφαρμογής των πιο πάνω αρχών δεν συνεκτίμησε ορθά όλους τους παράγοντες που περιέβαλλαν την υπόθεση.  Ακριβώς επειδή η ζημιά λόγω της φύσης της δεν μπορεί ν’ αποτιμηθεί με ακρίβεια υπάρχει ευχέρεια συνυπολογισμού κάθε παράγοντα που θα μπορούσε να συμβάλει στον  καθορισμό της ζημιάς μειώνοντας όσο το δυνατό την πιθανότητα λάθους.  Εξάλλου αν η ζημιά μπορούσε να καθορισθεί με ακρίβεια ο υπολογισμός της θα γινόταν σε άλλη βάση αρχών αποτίμησης της αποζημίωσης.  Ενώ από τη μια ο εναγόμενος θα πρέπει να καλύψει τη ζημιά που προκύπτει δε θα πρέπει να καλείται να πληρώσει γι’ αυτό που ενδεχόμενα στο τέλος να μη είναι βέβαιο ότι θ’ απωλέσει ο ενάγων. Στην προκείμενη περίπτωση δεν εκτιμήθηκαν σωστά από το δικαστήριο τα πιο κάτω:

(α) ότι ο ενάγων ήταν άνθρωπος προχωρημένης ηλικίας.  Ήδη εβδομήντα ετών όταν θ’ άρχιζε το συμβόλαιο του.  Δε θα μπορούσε να υπάρχει καμιά εγγύηση ότι θα ήταν σε θέση να εκπληρώσει τα καθήκοντα του μέχρι το τέλος της διετούς περιόδου.

(β) Δεν εκτιμήθηκε σωστά το γεγονός ότι ο ενάγων στο παρελθόν λόγω οικογενειακών προβλημάτων εγκατέλειψε την εργασία του.  Δεν είναι ορθό αυτό που το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρει ότι οι οικογενειακές του περιστάσεις του επέτρεπαν πλέον να εργαστεί στο εξωτερικό. Δε χρειάζεται βεβαιότητα για μια τέτοια αδυναμία, εδώ είναι αρκετή η πιθανότητα υπό το φως της εμπειρίας του παρελθόντος.

(γ) Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο των αστάθμητων μελλοντικών παραγόντων και όχι στο πλαίσιο της υποχρέωσης μείωσης της ζημιά όπως το πρωτόδικο δικαστήριο αντιμετώπισε το θέμα, λέμε ότι με δεδομένο ότι η υπάρχουσα μαρτυρία αποδίδει στον ενάγοντα ανικανότητα για εργασία μόνο έξι μηνών δε θα μπορούσε ν’ αποκλεισθεί το ενδεχόμενο ο ενάγων μετά τους έξι μήνες να μπορούσε να εργοδοτηθεί στους ίδιους ή άλλους εργοδότες.

Βρίσκουμε ενόψει όλων των πιο πάνω ότι ο λόγος έφεσης που προσβάλλει την απόφαση του δικαστηρίου να επιδικάσει ουσιαστικά στον ενάγοντα αποζημίωση για δύο χρόνια είναι βάσιμος.  Ο υπολογισμός της δε θα μπορούσε να γίνει σ’ αυτή τη βάση, δηλαδή, των σχεδόν με ακρίβεια απολαβών για δύο χρόνια αλλά στη βάση [*885]απώλειας ευκαιρίας για εργοδότηση συνυπολογιζομένων όμως όλων των άλλων παραγόντων που αναφέραμε πιο πάνω. Βρίσκουμε ότι είναι εδώ αναγκαία η επέμβαση μας ώστε να μειώσουμε το ποσό της αποζημίωσης λόγω απώλειας ευκαιρίας σε £25.000.

Η επίδικη απόφαση παραμερίζεται για το ποσό των £40.000 και αντικαθίσταται με απόφαση για £25.000.  Η διαταγή για έξοδα του πρωτόδικου δικαστηρίου παραμένει ως έχει. Ο εφεσίβλητος να πληρώσει τα έξοδα της έφεσης όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα εναντίον του εφεσίβλητου.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο