Λουγκρίδης Νίκος ν. Eurolife Limited (2004) 1 ΑΑΔ 886

(2004) 1 ΑΑΔ 886

[*886]23 Απριλίου, 2004

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΝΙΚΟΣ ΛΟΥΓΚΡΙΔΗΣ,

Εφεσείων-Εναγόμενος,

ν.

EUROLIFE LIMITED,

Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11648)

 

Πολιτική Δικονομία ― Αποπληρωμή εξ αποφάσεως χρέους με μηνιαίες δόσεις ― Ακύρωση δόλιας μεταβίβασης και εγγραφής ακινήτου βάσει του Άρθρου 91Γ του περί Πολιτικής Δικονομίας Τροποποιητικού (αρ. 2) Νόμου του 1999 (Ν. 134(Ι)/99) και διαταγή επανεγγραφής του ακινήτου επ’ ονόματι του εξ αποφάσεως οφειλέτη ― Κατά πόσο η απουσία όσων είχαν συμφέρον στο ακίνητο επηρέαζε το κύρος του διατάγματος ακύρωσης της μεταβίβασης και εγγραφής του ακινήτου ― Κατά πόσο εφαρμόζονταν, στην παρούσα υπόθεση, τα Άρθρα 22 και 23 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6.

Ευρήματα Δικαστηρίου ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο ― Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του.

Η έφεση αυτή στρέφεται κατά της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία:

α) Ο καθ’ ου η αίτηση, εξ αποφάσεως οφειλέτης, διατάχθηκε να καταβάλλει το ποσό των £400 μηνιαίως από 1.4.2003 μέχρι εξοφλήσεως του εξ αποφάσεως χρέους του που ανερχόταν στο ποσό των £34.212,02, με τόκο και έξοδα.

β) Το Δικαστήριο κήρυξε άκυρη την μεταβίβαση και εγγραφή διαμερίσματος του καθ’ ου η αίτηση στη Λεμεσό προς τον γιό του για τον λόγο ότι έγινε καταδολιευτικά.

γ)  Το Δικαστήριο διέταξε επανεγγραφή του διαμερίσματος στο [*887]όνομα του καθ’ ου η αίτηση και εξέδωσε διάταγμα πώλησης του όταν και εφόσον αυτό γίνει.  Επ’ αυτού του σημείου ο καθ’ ου η αίτηση επικαλέσθηκε τα Άρθρα 22 και 23 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 και ισχυρίσθηκε ότι τα εν λόγω άρθρα παραβιάσθηκαν στην προκειμένη περίπτωση.

Οι λόγοι έφεσης εγείρουν θέματα εσφαλμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας του καθ’ ου η αίτηση - εφεσείοντος αναφορικά με τις ανάγκες του ιδίου και της οικογένειάς του για αξιοπρεπή διαβίωση, την γενική οικονομική του κατάσταση, τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει και την άσχημη διάθεση του κυρίως λόγω των ζημιών που υπέστη στο Χρηματιστήριο.  Με άλλο λόγο έφεσης προσβάλλεται το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί αναξιοπιστίας του εφεσείοντος.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Από την αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντος, σε συνάρτηση με τη δήλωσή του ότι το 1994 εργαζόταν με μισθό £2.000 το μήνα, αργότερα δε, μέχρι τον Οκτώβριο του 2000, διηύθυνε επενδυτική εταιρεία κερδίζοντας περίπου £1.700 το μήνα, εύλογα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσείων “είχε εισοδηματική ικανότητα της τάξεως των £1.700 τουλάχιστον ή και £2.000” και ότι, επομένως, εδικαιολογείτο η έκδοση διατάγματος για το ποσό των £400 μηνιαίως.

2.  Εύλογα το πρωτόδικο Δικαστήριο ασκώντας την εξουσία που του παρέχει το Άρθρο 91Γ(1) του περί Πολιτικής Δικονομίας Τροποποιητικού (αρ. 2) Νόμου του 1999 (Ν. 134(Ι)/99) διέταξε την ακύρωση της μεταβίβασης και εγγραφής του διαμερίσματος επ’ ονόματι του γιού του εφεσείοντος ως καταδολιευτικής, εφόσον (α) σύμφωνα με τη μαρτυρία του εφεσείοντος η μεταβίβαση και εγγραφή έγινε μερικές μέρες πριν την ακρόαση της αίτησης και (β) σε απάντηση του σε ερώτηση του Δικαστηρίου ο εφεσείων ανέφερε ότι το μεταβίβασε σε ανταπόδοση της πληρωμής £10.000 από το γιό του έναντι χρέους στη ΣΠΕ Πολεμιδιών, αναιρώντας προηγούμενη δήλωσή του ότι του το μεταβίβασε ως προίκα.  Η δε απουσία όλων των προσώπων που είχαν συμφέρον στο διαμέρισμα, δεν επηρεάζει, μεταξύ των διαδίκων, το κύρος του διατάγματος ακύρωσης της μεταβίβασης και εγγραφής του διαμερίσματος.

3.  Τα Άρθρα 22 και 23 του Κεφ. 6 δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο, στα πλαίσια εκδόσεως διατάγματος για ακύρωση της μεταβίβασης ακίνητης ιδιοκτησίας ως [*888]καταδολιευτικής, βάσει του εδαφίου 1 του Άρθρου 91Γ του Νόμου 134(Ι)/99, διατάσσει την κατάσχεση και πώληση της εν λόγω ακίνητης ιδιοκτησίας προς ικανοποίηση του εξ αποφάσεως χρέους, βάσει του εδαφίου (2) του ίδιου άρθρου. Χωρίς, βέβαια, σε τέτοια περίπτωση, να επηρεάζεται η εγκυρότητα, και τα εντεύθεν δικαιώματα του ενυπόθηκου δανειστού, της οποιασδήποτε, προηγούμενης της ακύρωσης, υποθήκης επί του διαμερίσματος.

4.  Δεν έχει τεκμηριωθεί λόγος που να δικαιολογεί την επέμβαση του Εφετείου στο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί αναξιοπιστίας του εφεσείοντος.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.

Έφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 17/3/03 (Αρ. Αγωγής 8475/97) με την οποία ενέκρινε σχετική αίτηση της ενάγουσας εταιρείας και εξέδωσε εναντίον του διάταγμα πληρωμής μηνιαίων δόσεων £400 μέχρι εξοφλήσεως του εξ’ αποφάσεως χρέους του, διάταγμα ακύρωσης της εγγραφής ενός διαμερίσματος επ’ ονόματι του υιού του καθώς και διάταγμα αποστολής της δικαστικής απόφασης στον Αρχηγό Αστυνομίας για διερεύνηση πιθανής διάπραξης ποινικού αδικήματος.

E. Κουδουνάρη, για τον Εφεσείοντα.

Α. Καλλένου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ..

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Στις 20.10.1999 το Ε.Δ. Λεμεσού εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης (ενάγουσας) και εναντίον του εφεσείοντος (εναγομένου) στην αγωγή 8475/1997 για το ποσό των £34.212,02, με τόκο προς 8% ετησίως από 5.12.1997 μέχρις εξοφλήσεως, πλέον £369,00 έξοδα της αγωγής με τόκο προς 8% ετησίως από 5.12.1997 και £2,00 έξοδα επίδοσης, πλέον ΦΠΑ. Επίσης, για το ποσό των £118,00 έξοδα, πλέον τόκο προς 8% ετησίως από 8.7.1999 μέχρις εξοφλήσεως, ως το διάταγμα του Δικαστηρίου της [*889]8.7.1999, και £2,00 έξοδα επίδοσης, πλέον ΦΠΑ. Ο εφεσείων όφειλε, επίσης, £355,10 έξοδα αίτησης για παραμερισμό της απόφασης, πλέον £32,48 ΦΠΑ.

Με αίτηση ημερομηνίας 5.11.2001 η εφεσίβλητη ζήτησε τις ακόλουθες θεραπείες:

“Α. Τη διεξαγωγή έρευνας αναφορικά με την οικονομική κατάσταση του εφεσείοντος, και αναφορικά με οποιαδήποτε δωρεά, παράδοση, μεταβίβαση, επιβάρυνση, διακίνηση ή απόκρυψη οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου που έχει ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση είσπραξης του εξ αποφάσεως χρέους ή μέρος αυτού.

Β. Διάταγμα όπως ο εφεσείων αποκαλύψει στο Δικαστήριο το όνομα και τη διεύθυνση του εργοδότη του και/ή άλλου προσώπου το οποίο του καταβάλλει μισθούς ή άλλα ποσά, λεπτομερή στοιχεία σχετικά με απολαβές ή οιαδήποτε εισοδήματα, πραγματικά και αναμενόμενα, τις ανάγκες του ιδίου και της οικογένειάς του και οιανδήποτε άλλη σχετική πληροφορία, αναφορικά με οποιαδήποτε εισοδήματα από εργασία ή άλλες πηγές.

Γ. Διάταγμα ακύρωσης οποιασδήποτε καταδολιευτικής μεταβίβασης δωρεάς, παράδοσης, επιβάρυνσης, διακίνησης ή άλλης αποξένωσης περιουσιακών στοιχείων ή διάθεσης των, από τον εφεσείοντα στα οποία αυτός προέβη μετά τη δημιουργία ή τη γένεση της αστικής ευθύνης τα οποία, περιουσιακά στοιχεία, δύνανται να διατεθούν για την πληρωμή του εξ αποφάσεως χρέους ή μέρους αυτού.

Δ. Διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάττει όπως το οφειλόμενο χρέος πληρωθεί με δόσεις προς £800, εκάστη ή στα ποσά που το Δικαστήριο ήθελε κρίνει εύλογα.

Ε. Διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάσσει τον εργοδότη του εφεσείοντος (εξ αποφάσεως οφειλέτη) να αποκόπτει από το μισθό του τέτοιο ποσό που το Δικαστήριο ήθελε θεωρήσει εύλογο και να το καταβάλλει στους εξ αποφάσεως πιστωτές προς μερική ή ολοκληρωτική αποπληρωμή του εξ αποφάσεως χρέους του στην αγωγή.

ΣΤ. Οιανδήποτε άλλη διαταγή ήθελε το Δικαστήριο διατάξει.

Ζ. Τα έξοδα της αίτησης, πλέον Φ.Π.Α. και έξοδα επίδοσης.”

[*890]Η αίτηση βασίστηκε στον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο (Κεφ. 6) άρθρα 82-90, 91Γ, 91Ε – 91Ζ, όπως έχουν τροποποιηθεί με το Νόμο 134(Ι)1999, στους περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμούς Δ.48 θθ1-3, 9 και στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου. Τα γεγονότα επί των οποίων στηρίχθηκε η αίτηση εξετέθησαν σε ένορκο δήλωση του Τάκη Χριστοφή, υπάλληλου της εφεσίβλητης. Στην αίτηση καταχωρήθηκε ένσταση. Τα γεγονότα επί των οποίων στηρίχθηκε εξετέθησαν σε ένορκο δήλωση του εφεσείοντος.

Κατά την ακρόαση εξετάστηκε ο εφεσείων ως ο εξ αποφάσεως οφειλέτης. Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την ενώπιόν του μαρτυρία, κρίνοντας, για τους λόγους που εξήγησε, τον εφεσείοντα ως αναξιόπιστο μάρτυρα, και αφού ανέλυσε τη νομική πτυχή του θέματος, κατέληξε ως εξής:

“Βλέπουμε λοιπόν πως ο Νόμος σύμφωνα με την πιο πάνω ανάλυση της νομικής πτυχής παρέχει τη δυνατότητα στο Δικαστήριο να λάβει υπόψη του όχι την εισοδηματική ικανότητα που έχει σήμερα ο Καθ΄ου η Αίτηση δηλαδή τι κερδίζει σήμερα αλλά την εισοδηματική ικανότητα αυτή ταύτη του Καθ΄ου η Αίτηση. Τι θα μπορούσε ο Καθ΄ου η Αίτηση να κερδίζει και δεν το κερδίζει ενώ θα μπορούσε να το κερδίσει. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του ιδίου του Καθ΄ου η Αίτηση απορρίπτονται από αυτόν εργασίες για £400 – 500 γιατί είναι λίγα. Επομένως είναι ασφαλές για το Δικαστήριο να θεωρήσει ότι τουλάχιστον έχει την εισοδηματική ικανότητα για το ποσό των £400 μηνιαίως. Δεν διατηρώ καμία αμφιβολία ότι ο Καθ΄ου η Αίτηση σύμφωνα με τη δική του εκδοχή είχε εισοδηματική ικανότητα της τάξεως των £1,700 τουλάχιστον ή και £2,000. Θα εκδώσω όμως υπό τις περιστάσεις και εξαντλώντας όλη την επιείκεια μου διάταγμα για το ποσό που ο ίδιος ανάφερε, δηλαδή για ποσό £400 μηνιαίως από 1.4.2003 μέχρι εξόφλησης.

......................................................................................................

Βλέπουμε λοιπόν ότι το Δικαστήριο έχει εξουσία να κηρύξει άκυρη οποιαδήποτε καταδολιευτική μεταβίβαση, επιβάρυνση ή αποξένωση περιουσιακού στοιχείου που έχει γίνει. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι η μεταβίβαση που έγινε από τον Καθ΄ου η Αίτηση προς το γιο του Ανδρέα Λουγκρίδη του διαμερίσματος 103 στην οδό Ικτίνου και Καλλικράτη στην πολυκατοικία Fysko Lotus Plaza στη Λεμεσό έγινε καταδολιευτικά. Για το λόγο αυτό κηρύσσω τη μεταβίβαση αυτή άκυρη. Ακόμα περαιτέρω και ασκώντας την εξουσία που μου παρέχει το άρθρο 91 Γ(α) δια[*891]τάσσω όπως το πιο πάνω διαμέρισμα επανεγγραφεί στο όνομα του Νίκου Λουγκρίδη. Ταυτόχρονα να γίνει εγγραφή του εξ αποφάσεως χρέους ως επιβάρυνση στην πιο πάνω ακίνητη ιδιοκτησία, δηλαδή στο πιο πάνω περιγραφόμενο διαμέρισμα. Συγχρόνως και δυνάμει των εξουσιών που παρέχονται από το Άρθρο 91 Γ(2)(α) διατάζω όπως το πιο πάνω διαμέρισμα πωληθεί προς ικανοποίηση του εξ αποφάσεως χρέους. Ο αρμόδιος λειτουργός του Τμήματος του Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ή οποιουδήποτε άλλου δημόσιου αρχείου στο οποίο εγγράφεται με την προσαγωγή πιστοποιημένου αντιγράφου ακυρωτικού διατάγματος εντέλλεται να προβεί σε κάθε αναγκαία διόρθωση των αρχείων όσον αφορά τις καταχωρήσεις των περιουσιακών στοιχείων που αναφέρονται πιο πάνω. Ενδεχόμενα έξοδα είτε υπό μορφή τελών είτε υπό μορφή φόρου είτε οτιδήποτε άλλο σχετικό τα οποία θα δημιουργηθούν εντέλλεται ο διευθυντής του Κτηματολογίου όπως αφού προβεί στις πιο πάνω πράξεις που ανάφερα, να υποβάλει αίτηση προς το Δικαστήριο για να δοθούν οδηγίες από το Δικαστήριο σχετικά με την είσπραξη τους. Ερμηνεύω το Άρθρο 91(Ε)(2) ως τέτοιο που μου δίνει τη δυνατότητα να διατάξω και την αποκοπή απολαβών και την ακύρωση της γενομένης μεταβίβασης γιατί τουλάχιστον μέχρι σήμερα δεν εκκρεμεί υπόθεση για διάπραξη ποινικού αδικήματος δυνάμει του Άρθρου 91 Β.

Η υπόθεση για τον Καθ΄ου η Αίτηση δεν τελειώνει ως εδώ. Ενώπιον μου υπάρχει μαρτυρία από την οποία ενδεχομένως οι αρμόδιες αρχές να κρίνουν και/ή καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι αποκαλύπτεται η διάπραξη ποινικών αδικημάτων είτε ετέρων είτε εκείνων που περιγράφονται στο Ν.134(Ι)/99. Δεν είναι αρμοδιότητα ούτε ευθύνη μου ούτε καθήκον μου και θα αποτελούσε πλήγμα για τη δίκαιη δίκη να λάβω εγώ θέση για τα πιο πάνω. Είναι αρμοδιότητα και καθήκον και ευθύνη άλλων να το πράξουν. Γι’ αυτό το σκοπό ο Πρωτοκολλητής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού και εφόσον η παρούσα υπόθεση αποστενογραφηθεί αν είναι δυνατό σήμερα, να επιδώσει αντίγραφο της απόφασης αυτής με επίδοση μέσω επιδότη στο Διευθυντή Επαρχιακού Κτηματολογίου Λεμεσού. Αντίγραφο της απόφασης αυτής να μεριμνήσει ο Πρωτοκολλητής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού να αποσταλεί στον Αρχηγό της Αστυνομίας για τη διερεύνηση ενδεχόμενης διάπραξης ποινικού αδικήματος.”

Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πιο πάνω απόφασης.

[*892]Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα και αδικαιολόγητα το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα όπως ο εφεσείων καταβάλλει £400 μηνιαίως από 1.4.2003 μέχρι εξοφλήσεως του εξ αποφάσεως χρέους του. Και τούτο διότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά τη μαρτυρία του εφεσείοντος για τις ανάγκες του ιδίου και της οικογένειάς του για αξιοπρεπή διαβίωση, δεν αξιολόγησε ορθά τη γενική οικονομική του κατάσταση, δεν έλαβε υπόψη τη μαρτυρία του ότι δεν είχε την ικανότητα να εργαστεί για τους λόγους που πρόβαλε, ούτε και έλαβε υπόψη τη μαρτυρία του αναφορικά με τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει, όπως πάθηση των νεφρών, πίεση, άγχος και άσχημη διάθεση κυρίως λόγω ζημιών που υπέστη στο Χρηματιστήριο. Ο λόγος δεν ευσταθεί. Όσον αφορά τα προβλήματα υγείας που επικαλέσθηκε ο εφεσείων, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε, ορθά, ότι ο εφεσείων ήταν διανοητικά και σωματικά υγιές άτομο και, εν πάση περιπτώσει, τα θέματα υγείας που έθεσε δεν τον εμπόδιζαν να εργαστεί. Κατά τα λοιπά, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τον εφεσείοντα ως γενικά αναξιόπιστο μάρτυρα. Είπε χαρακτηριστικά τα εξής:

“Δεν μου έκαμε καθόλου καλή εντύπωση ο μάρτυρας. Δεν ήταν μάρτυρας της αλήθειας. Όλες οι απαντήσεις του στόχευαν στο να οδηγήσουν το Δικαστήριο σε λανθασμένα συμπεράσματα. Την αναξιοπιστία στη μαρτυρία του δεν την κρίνω μόνο με τα όσα είπε, την κρίνω με τον τρόπο που τα εξέφρασε, το ύφος που υιοθέτησε και την μεγάλη διστακτικότητα του να δώσει τις απαντήσεις που έδιδε. Προκαλεί μεγάλη κατάπληξη πως ένας άνθρωπος στην ηλικία του Καθ΄ου η Αίτηση, απόφοιτος πανεπιστημίου, με εισοδήματα εξαιρετικά ψηλά για την περίοδο που τα περιέγραψε, με εισοδήματα που σήμερα και ακόμα σύμφωνα με την περιγραφή του ιδίου ανέρχονται σε £359 και με έξοδα πέραν των £640, πάντα με τη δική του περιγραφή, να απορρίπτει προτάσεις για £400 ή £500 το μήνα επειδή είναι λίγα. Μόνο λύπη προκαλεί η όλη θέση που υιοθέτησε ο Καθ΄ου η Αίτηση στο Δικαστήριο.”

Από την πιο πάνω αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντος, σε συνάρτηση με τη δήλωσή του ότι το 1994 εργαζόταν με μισθό £2.000 το μήνα, αργότερα δε, μέχρι τον Οκτώβριο του 2000, διηύθυνε επενδυτική εταιρεία κερδίζοντας περίπου £1.700 το μήνα, εύλογα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσείων “είχε εισοδηματική ικανότητα της τάξεως των £1.700 τουλάχιστον ή και £2.000” και ότι, επομένως, εδικαιολογείτο η έκδοση διατάγματος για το ποσό των £400 μηνιαίως.

[*893]Άλλος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι εσφαλμένα και αδικαιολόγητα το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα ακύρωσης της μεταβίβασης και εγγραφής διαμερίσματος του εφεσείοντος επ’ ονόματι του γιου του και τούτο διότι, ενόψει της μαρτυρίας του εφεσείοντος, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά, η μεταβίβαση και εγγραφή του διαμερίσματος δεν ήταν καταδολιευτική. Πέραν τούτου το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε ενώπιόν του όλα τα πρόσωπα που είχαν συμφέρον στο διαμέρισμα. Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Εύλογα το πρωτόδικο Δικαστήριο, ασκώντας την εξουσία που του παρέχει το άρθρο 91Γ(1) του περί Πολιτικής Δικονομίας Τροποποιητικού (αρ. 2) Νόμου του 1999 (Ν.134(Ι)/1999), διέταξε την ακύρωση της μεταβίβασης και εγγραφής του διαμερίσματος επ’ ονόματι του γιου του εφεσείοντος ως καταδολιευτικής, εφόσον, σύμφωνα με την ίδια τη μαρτυρία του εφεσείοντος, η μεταβίβαση και εγγραφή έγινε μερικές μόνο μέρες πριν την ακρόαση της αίτησης, κατά δε την ακρόαση ο εφεσείων, απαντώντας σε ερωτήσεις του Δικαστηρίου, ενώ αρχικά ανέφερε ότι μεταβίβασε το διαμέρισμα στο γιο του για να του δώσει προίκα, σε μεταγενέστερο στάδιο ανέφερε ότι το μεταβίβασε σε ανταπόδοση της πληρωμής £10.000 από το γιο του έναντι χρέους του στη ΣΠΕ Πολεμιδιών. Όσον αφορά το γεγονός ότι το Δικαστήριο δεν είχε ενώπιόν του όλα τα πρόσωπα τα οποία είχαν συμφέρον στο διαμέρισμα, παρατηρούμε ότι η απουσία τους από τη διαδικασία δεν επηρεάζει, μεταξύ των διαδίκων, το κύρος του διατάγματος ακύρωσης της μεταβίβασης και εγγραφής του διαμερίσματος.

Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα και αδικαιολόγητα το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα πώλησης του διαμερίσματος, όταν και εφόσον επανεγγραφεί επ’ ονόματι του εφεσείοντος, και τούτο διότι, (α) σύμφωνα με το άρθρο 22 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, “Κανένα ένταλμα εκτέλεσης με πώληση ακίνητης ιδιοκτησίας δεν θα εκδίδεται παρά μόνο με τη συναίνεση του εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτη χρέους, εκτός αν ένταλμα πώλησης της κινητής ιδιοκτησίας του οφειλέτη χρέους, που εκδόθηκε από το Δικαστήριο και που απευθύνθηκε στον επιτετραμμένο με την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων της Επαρχίας στην οποία βρίσκεται το Δικαστήριο επεστράφηκε στο Δικαστήριο ανεκτέλεστο ή εκτός αν φαίνεται ότι ο οφειλέτης χρέους δεν έχει πράγματι στην κατοχή του κινητή ιδιοκτησία.”, και (β) σύμφωνα με το άρθρο 23 του ίδιου Νόμου, “Η ακίνητη ιδιοκτησία του εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτη χρέους, η οποία δύναται να πωληθεί με εκτέλεση θα περιλαμβάνει μόνο την εγγεγραμμένη ακίνητη ιδιοκτησία που είναι εγγεγραμμένη στο όνομά του στα βιβλία του [*894]Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου: Νοείται ότι όταν η ιδιοκτησία συνίσταται ολικά ή μερικά από κατοικία ή κατοικίες πρέπει να αφήνεται ή παρέχεται στον οφειλέτη χρέους τέτοια στέγαση η οποία κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου είναι απόλυτα αναγκαία γι’ αυτόν και την οικογένειά του:” Στην προκείμενη περίπτωση παραβιάστηκαν, υποστηρίζει η δικηγόρος του εφεσείοντος, και τα δύο αυτά άρθρα. Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Τα άρθρα 22 και 23 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, εφαρμόζονται στη συνήθη περίπτωση κατά την οποία επιδιώκεται η έκδοση εντάλματος εκτέλεσης με πώληση ακίνητης ιδιοκτησίας του εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτη χρέους. Δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο, στα πλαίσια εκδόσεως διατάγματος για ακύρωση της μεταβίβασης ακίνητης ιδιοκτησίας ως καταδολιευτικής, βάσει του εδαφίου (1) του άρθρου 91Γ του Νόμου 134(Ι)/1999, διατάσσει την κατάσχεση και πώληση της εν λόγω ακίνητης ιδιοκτησίας προς ικανοποίηση του εξ αποφάσεως χρέους, βάσει του εδαφίου (2) του ίδιου άρθρου. Χωρίς, βέβαια, σε τέτοια περίπτωση, να επηρεάζεται η εγκυρότητα, και τα εντεύθεν δικαιώματα του ενυπόθηκου δανειστού, της οποιασδήποτε, προηγούμενης της ακύρωσης, υποθήκης επί του διαμερίσματος.

Με άλλο λόγο έφεσης προσβάλλεται το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί αναξιοπιστίας του εφεσείοντος. Οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει για να ανατρέψει ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων είναι γνωστές. Το ζήτημα της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο.  Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του. Στην προκείμενη περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο εξήγησε με επάρκεια τους λόγους για τους οποίους έκρινε τη μαρτυρία του εφεσείοντος ως αναξιόπιστη. Έχουμε ήδη παραθέσει το σχετικό απόσπασμα από την απόφασή του. Δε βλέπουμε γιατί να επέμβουμε.

Ο τελευταίος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι εσφαλμένα και αδικαιολόγητα το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε εντολή να αποσταλεί αντίγραφο των πρακτικών της 17.3.2003 στον Αρχηγό της Αστυνομίας για ενδεχόμενη διάπραξη ποινικού αδικήματος. Το λόγο αυτό δεν θα τον εξετάσουμε. Διότι, έστω και αν ευσταθεί, δε μπορεί να οδηγήσει στην ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.

[*895]Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο