Εκδόσεις Αρκτίνος Λίμιτεδ και Άλλοι ν. Νίκου Στέλικου (2004) 1 ΑΑΔ 949

(2004) 1 ΑΑΔ 949

[*949]13 Μαΐου, 2004

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

1.            ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΡΚΤΙΝΟΣ ΛΙΜΙΤΕΔ,

2.            ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΔΙΑΝΟΜΗΣ ΤΥΠΟΥ

   “ΠΑΠΥΡΟΣ” ΛΤΔ,

3.            ΑΡΙΣΤΟΣ Ν. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ,

4.            ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

ν.

ΝΙΚΟΥ ΣΤΕΛΙΚΟΥ,

Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11612)

 

Αποζημιώσεις ― Δυσφήμηση ― Λίβελλος ― Δημοσίευμα σε περίοπτη θέση εφημερίδας ευρείας κυκλοφορίας το οποίο συνέδεε τον εφεσίβλητο, Βοηθό Αστυνομικό Διευθυντή Λεμεσού, με το σκάνδαλο των “Ροζ Βίζων” ― Το επιδικασθέν πρωτόδικα ποσό των £6.000 κρίθηκε ορθό από το Εφετείο.

Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Λίβελλος ― Ψευδοϋπαινιγμός (false innuendo) Δ.19, θ.4 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών ― Κατά πόσο είναι αναγκαία η παράθεση λεπτομερειών όταν προβάλλεται ισχυρισμός ότι οι λέξεις χρησιμοποιήθηκαν με μορφή άλλη από τη συνηθισμένη ― Ποίο το ορθό κριτήριο αν ένα δημοσίευμα είναι ή όχι δυσφημηστικό.

Στην έκδοση της εφημερίδας “Πολίτης” της 17.10.99 δημοσιεύθηκε κείμενο αναφορικά με το άτομο του εφεσίβλητου ο οποίος υπηρετούσε σαν Βοηθός Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού και κατά τη θητεία του οποίου η Αστυνομία είχε συλλάβει δύο μέλη της Αστυνομικής δύναμης στα πλαίσια ανακρίσεων που είχαν αρχίσει στις 15.10.94 για υπόθεση που σχετιζόταν με την υπόθεση έκδοσης παράνομων αδειών παραμονής στην Κύπρο ξένων καλλιτέχνιδων (που κατέστη γνωστή σαν η υπόθεση “Ροζ σκάνδαλα” ή “Ροζ βίζες”).

[*950]Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ότι το εν λόγω δημοσίευμα ήταν δυσφημηστικό αφού ενέπλεκε και συνέδεε τον εφεσίβλητο με την πιο πάνω υπόθεση και του επιδίκασε αποζημιώσεις ύψους £6.000 με νόμιμο τόκο και έξοδα.  Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους:

1) Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έπρεπε να εξετάσει την υπεράσπιση του αληθούς των ισχυρισμών του δημοσιεύματος (justification) και την υπεράσπιση του έντιμου σχολίου (fair comment) αφού δεν προσκομίστηκε τέτοια μαρτυρία ούτε και έγινε οποιαδήποτε αναφορά κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας.

2) Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη στον καθορισμό των αποζημιώσεων ότι δεν υπήρξε εκ μέρους των εφεσειόντων απολογία.

3) Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το δημοσίευμα συνδεόταν με τα “Ροζ σκάνδαλα”, ότι τα πρόσωπα που αντιλήφθηκαν το δημοσίευμα ως δυσφημηστικό δεν ήταν τα πρόσωπα που έδωσαν μαρτυρία αλλά πολύ περισσότερα καθώς και το εύρημα ότι ο ενάγων ήταν ένας από τους τρεις Ανώτερους Αξιωματικούς που διοικούσαν την Αστυνομική Διεύθυνση Λεμεσού, κατά τον ουσιώδη χρόνο, είναι εσφαλμένα.

4) Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το δημοσίευμα επρόκειτο για ψευδοϋπαινιγμό είναι λανθασμένο.  Υποστηρίχθηκε συναφώς ότι εφόσον δεν υπήρξε ρητή αναφορά ως προς το είδος του υπαινιγμού στην ΄Εκθεση Απαίτησης του εφεσίβλητου, το Δικαστήριο δεν μπορούσε να καταλήξει σε συμπέρασμα ότι επρόκειτο για ψευδοϋπαινιγμό.

5) Το επιδικασθέν ποσό των αποζημιώσεων είναι υπερβολικό.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η ρητή αναφορά στην Έκθεση Υπεράσπισης στην υπεράσπιση της αλήθειας του ισχυρισμού του δημοσιεύματος και στην υπεράσπιση του έντιμου σχολίου, έθεταν υπό εξέταση τους εν λόγω ισχυρισμούς και ορθώς το Δικαστήριο προχώρησε στην εξέτασή τους.

2.  Η αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση ότι δεν υπήρξε απολογία δεν φαίνεται ότι έχει επηρεάσει το ύψος των αποζημιώσεων.

3.  Τα πιο πάνω ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που είχε γίνει δεκτή από το Δικαστήριο.

4.  Η εισήγηση των εφεσειόντων για τη ρητή αναφορά σε νομικό [*951]υπαινιγμό ή ψευδοϋπαινιγμό δεν μπορεί να γίνει δεκτή ενόψει των προνοιών της Δ.19, θ.4 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.  Οι εφαρμοζόμενες αρχές καθορίζουν ότι το ορθό κριτήριο αν ένα δημοσίευμα είναι ή όχι δυσφημηστικό είναι η αντίληψη του ορθά σκεπτόμενου συνηθισμένου πολίτη.  Και στην παρούσα περίπτωση η μαρτυρία που έχει δοθεί είναι ότι ένας μέσος λογικός πολίτης διαβάζοντας το σχετικό δημοσίευμα θα μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτό αναφερόταν στον εφεσίβλητο.

5.  Το ποσό των αποζημιώσεων είναι άμεσα συνυφασμένο με τη φύση και την έκταση της προσβολής της υπόληψης του ανθρώπου.  Ενόψει της εκτίμησης που έχαιρε ο εφεσίβλητος τόσο επαγγελματικά όσο και κοινωνικά οι αποζημιώσεις που επιδικάσθηκαν δεν είναι υπερβολικές.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Slim v. Daily Telegraph Ltd [1968] 1 All E.R. 497,

DDSA Ltd v. Times Newspapers [1972] 3 All E.R. 417,

Ηνωμένη Εκδοτική Εταιρεία Δίας Λτδ ν. Χατζηκώστα (1990) 1 Α.Α.Δ. 244,

Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ ν. Νικολάου (1993) 1 Α.Α.Δ. 285,

Cassell and Co. Ltd v. Broome [1972] 1 All E.R. 801 (HL),

ΔΙΑΣ Λτδ κ.ά. ν. Ναθαναήλ (1993) 1 Α.Α.Δ. 893.

Έφεση.

Έφεση από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου που δόθηκε στις 16/1/03 (Αρ. Αγωγής 8077/99) με την οποία κρίθηκε ως δυσφημηστικό εναντίον του ενάγοντα το δημοσίευμα στην εφημερίδα “Πολίτης” ημερομ. 17/10/99 επειδή συνέδεε τον ενάγοντα-μέλος της αστυνομικής δύναμης με σκάνδαλο και με την οποία επιδικάστηκαν υπέρ αυτού και εναντίον των εναγομένων αποζημιώσεις ύψους £6.000.

Μ. Κωνσταντίνου για Ηλιάδη & Πασχαλίδη, για τους Εφεσείο[*952]ντες.

Κ. Μελάς, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:

(α) Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση.

Ενώ ο εφεσίβλητος υπηρετούσε σαν Βοηθός Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού, η Αστυνομία είχε συλλάβει δύο μέλη της Αστυνομικής δύναμης στα πλαίσια ανακρίσεων που είχαν αρχίσει στις 15/10/94 για υπόθεση που σχετιζόταν με την έκδοση παράνομων αδειών παραμονής στην Κύπρο ξένων καλλιτέχνιδων (που κατέστη γνωστή σαν η υπόθεση “Ροζ σκάνδαλα” ή “Ροζ βίζες”).  Λίγες μέρες προτού αρχίσουν οι αστυνομικές ανακρίσεις και πιο συγκεκριμένα στις 12/10/99, ο εφεσίβλητος είχε αναχωρήσει μαζί με το γιο του και ένα συνάδελφο του για να μεταβεί στα μοναστήρια του Αγίου Διονυσίου και Βατοπεδίου στο Άγιο Όρος. Πέντε μέρες αργότερα και πιο συγκεκριμένα στις 17/10/99 δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Πολίτης” το πιο κάτω κείμενο:

“Θα συλληφθεί κι’ αυτός.

Κι άλλος ανώτερος αξιωματικός της αστυνομίας αναμένεται ότι σύντομα θα συλληφθεί, ωστόσο η αστυνομία δεν κατόρθωσε να τον βρει.

Ο άνθρωπος, όπως πολλοί γνωστοί τώρα τελευταία, έχει μεταβεί στο Άγιο Όρος για προσκύνημα. Βέβαια, μετά τον αγιασμό του στο Όρος αυτοί που θα επιχειρήσουν να τον συλλάβουν θα βρεθούν προ του κινδύνου να δημιουργήσουν ένα μάρτυρα.”

Το πιο πάνω δημοσίευμα κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως δυσφημιστικό αφού συνέδεε τον εφεσίβλητο με το πιο πάνω σκάνδαλο και του επιδικάστηκαν αποζημιώσεις ύψους £6,000 με νόμιμο τόκο και έξοδα.

 

(β) Οι λόγοι της έφεσης.

[*953]Με την παρούσα έφεση οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης για διάφορους λόγους, που εξετάζουμε πιο κάτω.

(i)  Οι εφεσείοντες δεν πρόβαλαν την υπεράσπιση ότι το δημοσίευμα ήταν αληθές (justification).

Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε την υπεράσπιση του αληθούς των ισχυρισμών του δημοσιεύματος, αφού δεν προσκομίστηκε τέτοια μαρτυρία ούτε και έγινε οποιαδήποτε αναφορά κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του σημείωσε ότι η δικηγόρος των εφεσειόντων κατά την τελική της αγόρευση πρόβαλε την υπεράσπιση της αλήθειας (justification), χωρίς όμως να έχει παρουσιασθεί προς τούτο οποιαδήποτε μαρτυρία και έτσι προέβηκε στην απόρριψη της εισήγησης.

Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή. Η υπεράσπιση της αλήθειας του ισχυρισμού προβάλλεται στην παράγραφο 9 της Έκθεσης Υπεράσπισης, στην οποία αναφέρεται ότι οι εφεσείοντες “ισχυρίζονται ότι τα όσα αναγράφονται στο δημοσίευμα είναι αληθή”. Η πιο πάνω αναφορά έθετε υπό εξέταση την υπεράσπιση του αληθούς του ισχυρισμού και ο μετέπειτα χειρισμός του από το πρωτόδικο Δικαστήριο κρίνεται ως ορθός.

(ii)  Οι εφεσείοντες δεν πρόβαλαν την υπεράσπιση του έντιμου σχολίου (fair comment).

Oι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι ουδέποτε ήγειραν, ούτε έθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου κατά τη διάρκεια της ακροματικής διαδικασίας την υπεράσπιση του έντιμου σχολίου (fair comment) και κατ’ επέκταση η εξέτασή του και η απόρριψή του από το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι λανθασμένη.

Και αυτή η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Στην Έκθεση Υπεράσπισης τους οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι “το εν λόγω δημοσίευμα εξέφραζε άποψη και/ή εύλογο σχόλιο και/ή εξέφραζε καταγραφή γεγονότων πράγμα αποδεκτό σε μια δημοκρατική κοινωνία”. Η πιο πάνω αναφορά στην υπεράσπιση του έντιμου σχολίου κατέστησε το θέμα επίδικο και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην εξέτασή του.

(iii) Εσφαλμένα κρίθηκε ότι το δημοσίευμα σχετιζόταν με τα [*954]“Ροζ σκάνδαλα”.

Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο εύρημα ότι το δημοσίευμα συνδεόταν με τα “Ροζ σκάνδαλα” είναι λανθασμένο και τούτο γιατί δεν υπάρχει συγκεκριμένη αναφορά στην Έκθεση Απαίτησης ποιό είναι το νόημα που απέρεε από το δημοσίευμα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αποφανθεί για το επίδικο σημείο τα πιο κάτω:

“Είναι ξεκάθαρο κατά την άποψη μας ότι, από την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία που έγινε αποδεκτή ότι, το δημοσίευμα ενέπλεκε και συνέδεε τον Ενάγοντα με το σκάνδαλο των παράνομων αδειών παραμονής στην Κύπρο σε καλλιτέχνιδες. Τόσο από τον τίτλο “θα συλληφθεί κι αυτός” όσο και με τον τρόπο που αρχίζει το δημοσίευμα “κι άλλος ανώτερος αξιωματικός της αστυνομίας ....” καταδεικνύεται ότι συσχετίζεται η σύλληψη του με τις συλλήψεις που προηγήθηκαν για τα “Ροζ σκάνδαλα” όπως αποκαλέσθηκαν, των δύο λοχιών και του αξιωματικού της αστυνομίας. Επομένως αποδίδει στον ενάγοντα ανάμειξη σε παράνομη πράξη.

Οι τελευταίες δύο γραμμές του δημοσιεύματος σαφώς χλευάζουν και κοροϊδεύουν τον ενάγοντα αποτεινόμενοι στα θρησκευτικά του πιστεύω όπως τα εξωτερίκευσε μεταβαίνοντας στο Άγιο Όρος.

Κατά συνέπεια κρίνω ότι το δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό για τον Ενάγοντα και δεν χωρεί περαιτέρω σχολιασμός.”

Η πιο πάνω προσέγγιση του Δικαστηρίου είναι ορθή. Χωρίς να υπάρχει εξειδικευμένη αναφορά ως προς το ποιό ακριβώς ήταν το νόημα του δυσφημιστικού δημοσιεύματος στην Έκθεση Απαίτησης, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το δημοσίευμα ήταν “χλευαστικό και επηρέασε δυσμενώς τη φήμη και το καλό όνομα του ενάγοντα στις επαγγελματικές του δραστηριότητες και γενικά στις συναλλαγές του” και ότι έχει υποστεί “βλάβη στη φήμη, τιμή, υπόληψη, χαρακτήρα και στην όλη προσωπικότητα του, επιφέροντας μεγάλη στενοχωρία και δυσφορία σ’ αυτόν”. Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι υπήρχε συγκεκριμένη αναφορά στην Έκθεση Απαίτησης του εφεσιβλήτου ως προς το δυσφημιστικό χαρακτήρα του δημοσιεύματος.

Υπήρχε επίσης ικανοποιητική μαρτυρία για να καταλήξει στο συ[*955]μπέρασμα ότι το δημοσίευμα συνδεόταν με τα “Ροζ σκάνδαλα”.

(iv) Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ότι μόνο λίγα πρόσωπα αντιλήφθηκαν ότι το δημοσίευμα αναφερόταν στον εφεσίβλητο.

Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το εύρημα του Δικαστηρίου ότι “τα πρόσωπα που αντιλήφθησαν το δημοσίευμα ως δυσφημιστικό, βέβαια δεν ήταν μόνο τα πρόσωπα που έδωσαν μαρτυρία, αλλά πολύ περισσότερα αφού δεκάδες τηλεφώνησαν στον ενάγοντα και άλλοι αντιλήφθησαν σε ποίον αναφέρετο το δημοσίευμα” είναι λανθασμένο. Και τούτο γιατί σύμφωνα με τον εφεσίβλητο μόνο “δεκάδες” πρόσωπα του τηλεφώνησαν μετά τη δημοσίευση και μόνο 30 πρόσωπα γνώριζαν ότι θα μετέβαινε στο Άγιο Όρος.

Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Εκτός από την πιο πάνω αναφερόμενη μαρτυρία έχει δοθεί μαρτυρία ότι το θέμα συζητήθηκε από συναδέλφους του εφεσιβλήτου στο γραφείο του (σύμφωνα με το ΜΕ1), από αστυνομικούς στα γραφεία της Αστυνομίας (σύμφωνα με το ΜΕ2), στο σπίτι του νονού του εγγονού του εφεσιβλήτου (σύμφωνα με το ΜΕ3) και από ολόκληρη την Αστυνομία (σύμφωνα με το ΜΕ4).

Η μαρτυρία των πιο πάνω που είχε γίνει δεκτή από το Δικαστήριο αντικρούει την εισήγηση των εφεσειόντων, η οποία κατ’ επέκταση απορρίπτεται.

(v) Το αξίωμα που κατείχε ο εφεσίβλητος.

Έχει υποβληθεί εκ μέρους των εφεσειόντων ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο “ενάγων ήταν ένας από τους τρεις ανώτερους αξιωματικούς που διοικούσαν την αστυνομική διεύθυνση Λεμεσού και ο μοναδικός ανώτερος αξιωματικός που βρισκόταν στο Άγιο Όρος κατά τον κρίσιμο χρόνο” είναι λανθασμένος, γιατί ουδεμία μαρτυρία υπήρχε ενώπιον του Δικαστηρίου ότι ο Αστυνόμος Β΄ ήταν Ανώτερος Αξιωματικός (όπως αναφέρεται στο δημοσίευμα).

Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Ο εφεσίβλητος είχε προαχθεί το 1997 στο βαθμό του Αστυνόμου Β΄ και είχε αναλάβει τα καθήκοντα του Αστυνομικού Διευθυντή Επιχειρήσεων της Αστυνομικής Διεύθυνσης Λεμεσού, ενώ από το 1998 είχε αναλάβει τα καθήκοντα του Υποδιοικητή της Λιμενικής και Ναυτικής Αστυνομίας.

Η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος [*956]ήταν ένας από τους τρεις Ανώτερους Αξιωματικούς που διοικούσαν την Αστυνομική Διεύθυνση Λεμεσού (ενώ ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο Αστυνόμος Β΄), δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί σαν μια αναφορά στη θέση του εφεσιβλήτου στην Αστυνομική δύναμη, που συμπεριλαμβανόταν στις ανώτερες βαθμίδες των προσώπων που υπηρετούσαν στην Αστυνομική Διεύθυνση Λεμεσού και η εισήγηση των εφεσειόντων δεν μπορεί παρά να απορριφθεί. Εξάλλου η πιο πάνω αναφορά δεν έχει επηρεάσει τον καθορισμό των αποζημιώσεων σε βαθμό που θα δικαιολογούσε την επέμβασή μας.

(vi) Το πρωτόδικο Δικαστήριο επηρεάστηκε στον καθορισμό των αποζημιώσεων από την έλλειψη απολογίας εκ μέρους των εφεσειόντων.

Οι εφεσείοντες εισηγούνται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη στον καθορισμό των αποζημιώσεων ότι δεν υπήρξε εκ μέρους των εφεσειόντων απολογία που οδήγησε σε λανθασμένο καθορισμό των αποζημιώσεων. Στην πρωτόδικη απόφαση αναφέρεται ότι “η αντεξέταση δεν περιορίστηκε μόνο στο θέμα των αποζημιώσεων αλλά έτεινε και κατεβλήθη προσπάθεια να φανεί ότι δεν αναφέρετο στον ενάγοντα. Δεν υπήρξε καμιά απολογία μέχρι σήμερα”.

Η πιο πάνω αναφορά στην έλλειψη απολογίας δεν μπορεί να επηρεάσει την ορθότητα του καθορισμού του ύψους των αποζημιώσεων, αφού η αναφορά αυτή δεν φαίνεται ότι έχει επηρεάσει το ύψος των αποζημιώσεων. Αντίθετα οι αποζημιώσεις φαίνεται ότι βασίστηκαν κυρίως στους λόγους που αναφέρονται στην απόφαση.

(vii) Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το δημοσίευμα επρόκειτο για ψευδοϋπαινιγμό είναι λανθασμένο.

Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αντιλήφθηκε σωστά τη διαφορά μεταξύ του υπό νομική έννοια υπαινιγμού (legal or true innuendo) που εξυπακούει ότι το δημοσίευμα δεν είναι κατανοητό από όλους τους αναγνώστες και του ψευδοϋπαινιγμού (false innuendo) που εξυπακούει ότι το δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό όταν προέρχεται από το συσχετισμό ή τη σύνδεση εξωγενών γεγονότων που γνωρίζει ο αναγνώστης. Είναι η θέση των εφεσειόντων ότι εφόσον δεν υπήρξε ρητή αναφορά ως προς το είδος του υπαινιγμού στην Έκθεση Απαίτησης του εφεσιβλήτου, το Δικαστήριο δεν μπορούσε να καταλήξει σε συμπέρασμα ότι επρόκειτο για ψευδοϋπαινιγμό.

Η διαφορά μεταξύ του νομικού ισχυρισμού και του ψευδοϋπαι[*957]νιγμού εξετάστηκε στην Αγγλική υπόθεση Slim v. Daily Telegraph Ltd [1968] 1 All ER 497, στην οποία λέχθηκε ότι,

“… Words may de defamatory in their ordinary and natural meaning. They may also, or in the alternative, bear a defamatory innuendo. A ‘true’ or ‘legal’ innuendo is a meaning which is different from the ordinary and natural meaning of the words, and defamatory because of special facts and circumstances known to those to whom the words are published. The ordinary meaning and the innuendo give rise to different causes of action, and, accordingly, must be separately pleaded - Sim v. Stretch. Words in their ordinary and natural meaning may be defamatory because of what they say expressly, e.g. ‘A is a thief’; or because of what they imply to the ordinary sensible man without knowledge of any special circumstances.”

Η πιο πάνω προσέγγιση υιοθετήθηκε στην υπόθεση DDSA Ltd v. Times Newspapers [1972] 3 All ER 417, στην οποία ο Lord Denning ανέφερε ότι,

“In the first place, there ought to have been an innuendo pleaded. This article is capable of many different meaning so many that it was necessary for the fair conduct of the trial that there should be pleaded a ‘popular’ or ‘false’ innuendo, or whatever you like to call it. In that innuendo the plaintiffs should set out the meaning or meanings which they say the words bear. That is necessary, not only for the fair conduct of the trial, but also to enable the defendant to know what to plead, whether to plead justification or fair comment or to apologise.”

Στην Αγγλία η θέσπιση το 1949 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δ.19, θ.6(2) και τώρα Δ.82, θ.3(1)) έχει καταστήσει αναγκαία την παράθεση λεπτομερειών όταν προβάλλεται ισχυρισμός από τον ενάγοντα ότι οι λέξεις χρησιμοποιήθηκαν με μορφή άλλη από τη συνηθισμένη. Όμως στην Κύπρο που εφαρμόζονται οι πρόνοιες της Δ.19, θ.4 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, η παράθεση των πιο πάνω λεπτομερειών δεν κρίνεται ως αναγκαία, νοουμένου ότι ο ενάγων προβάλλει στα σχετικά δικόγραφα τη σύνοψη των ουσιωδών γεγονότων πάνω στα οποία θα στηρίξει την αξίωση του (βλ. Ηνωμένη Εκδοτική Εταιρεία Δίας Λτδ ν. Χατζηκώστα (1990) 1 Α.Α.Δ. 244).

[*958]Στην παρούσα περίπτωση δεν υπάρχει ισχυρισμός στην Έκθεση Απαίτησης για την ύπαρξη υπαινιγμού υπό νομική έννοια ή ψευδοϋπαινιγμού με τη συνάρτηση του δημοσιεύματος με εξωγενή γεγονότα. Με το περιεχόμενο των παραγράφων 5 και 6 της Έκθεσης Απαίτησης ο εφεσίβλητος ισχυρίζεται ότι,

“5] Το ως άνω άρθρο και/ή σχόλιο και/ή είδηση αναφέρετο εις τον Ενάγοντα, ο οποίος είναι ανώτερος αξιωματικός της αστυνομίας Λεμεσού και επισκέφθηκε πρόσφατα το Άγιο Όρος.

6] Το πιο πάνω δημοσίευμα πλην των άλλων είναι χλευαστικό και επηρέασε δυσμενώς τη φήμη και το καλό όνομα του Ενάγοντα στις επαγγελματικές του δραστηριότητες και γενικά στις συναλλαγές του. Επιπλέον ο Ενάγων υπέστη και θα εξακολουθήσει να υφίσταται βλάβη στη φήμη, τιμή, υπόληψη, χαρακτήρα και στην όλη προσωπικότητα του, επιφέροντας μεγάλη στενοχωρία και δυσφορία σ’ αυτόν.”

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη τα πιο πάνω και τη σχετική νομολογία πάνω στο θέμα, διαμόρφωσε την κατάληξή του ως ακολούθως:

“Ως τελικό συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί από τα πιο πάνω κατά πόσο ένα δημοσίευμα είναι ή δεν είναι δυσφημιστικό εναπόκειται στην κρίση του Δικαστηρίου το οποίο κρίνει το όλο θέμα ως θέμα πραγματικό, αποδίδοντας στις λέξεις ή το κείμενο τη συνήθη και φυσική τους σημασία ως θα την αντίκριζε ο μέσος συνηθισμένος λογικός άνθρωπος και δεν έχει σημασία εάν ένας αναγνώστης θα εδέχετο το δημοσίευμα ως αληθινό ή ψεύτικο και ούτε έχει επίσης σημασία εάν η ερμηνεία ή έννοια ή το νόημα που αποδίδουν οι διάφοροι μάρτυρες στο δημοσίευμα (βλ. Τάσσος Παπαδόπουλος ν. Kyrix Publishing Co. Ltd (1963) 3 A.A.Δ. 90 και Harvey v. French 1832 1 Cr. 11). Επομένως σταθερό κριτήριο είναι κατά πόσο ο συνηθισμένος κοινός λογικός πολίτης θα μπορούσε να αντιληφθεί το δημοσίευμα ως δυσφημιστικό (βλ. Capital & County’s Bank v. Henty [1882] 7 A.C. σελ. 745).

Το Δικαστήριο όταν εξετάζει ένα τέτοιο θέμα δεν λαμβάνει υπόψη μόνο την ετυμολογία των λέξεων αλλά και την έννοια και σημασία τους όπως αυτή αναδύεται σε σχέση και σύνδεση με το χρόνο, τον τόπο και γενικά τα περιστατικά που τις περιβάλλουν αλλά και την επικρατούσα κοινή γνώμη για [*959]το θέμα (βλ. Tidmore v. Mills [1947] 32 Ala, AP. 243).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση το επίδικο δημοσίευμα καταγράφεται στην παρ. 4 της έκθεσης απαίτησης. Τα όσα αφορούν το πρόσωπο και το επάγγελμα του Ενάγοντος καταγράφονται στην παρ. 3 της έκθεσης απαίτησης και στις παρ. 5 και 6 της Έκθεσης Απαίτησης καταγράφονται όσα αναδεικνύουν ότι το δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό αφού χλευάζει και επηρεάζει δυσμενώς τη φήμη, το όνομα, την τιμή, υπόληψη, χαρακτήρα και γενικά την προσωπικότητα του.”

Έπεται ότι η εισήγηση των εφεσειόντων για την ρητή αναφορά σε νομικό υπαινιγμό ή ψευδοϋπαινιγμό δεν μπορεί να γίνει δεκτή, έχοντας υπόψη τις πρόνοιες της Δ.19, θ.4. Οι εφαρμοζόμενες αρχές καθορίζουν ότι το ορθό κριτήριο αν ένα δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό ή όχι είναι η αντίληψη του ορθά σκεπτόμενου συνηθισμένου κοινού πολίτη. (Βλ. Ατταλίδης ν. Ροδούλης, Πολιτική Έφεση 10697, της 21/6/2002). Και στην παρούσα περίπτωση η μαρτυρία που έχει δοθεί είναι ότι ένας μέσος λογικός πολίτης διαβάζοντας το σχετικό δημοσίευμα θα μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτό αναφερόταν στον εφεσίβλητο.

(viii) Το ποσό των £6,000 που επιδικάσθηκε ήταν υπερβολικό.

Έχει υποβληθεί από την ευπαίδευτη συνήγορο των εφεσειόντων ότι το ποσό των £6,000 που επιδικάσθηκε είναι υπερβολικό και τούτο γιατί δεν λήφθηκε υπόψη ο μικρός αριθμός των προσώπων που γνώριζαν ότι ο εφεσίβλητος είχε μεταβεί στο Άγιο Όρος και ότι τα πρόσωπα αυτά είχαν παραδεχθεί ότι δεν είχαν επηρεαστεί οι απόψεις τους για τη φήμη του εφεσιβλήτου, ενώ ένα μήνα αργότερα από τη δημοσίευση ο εφεσίβλητος έτυχε προαγωγής.

Το ποσό των αποζημιώσεων είναι άμεσα συνυφασμένο με τη φύση και την έκταση της προσβολής της υπόληψης του ανθρώπου. (Βλ. Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ. ν. Νικολάου (1993) 1 Α.Α.Δ. 285, Cassell and Co. Ltd. v. Broome [1972] 1 All ER 801 (HL)). Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση ΔΙΑΣ Λτδ κ.ά. ν. Ναθαναήλ (1993) 1 Α.Α.Δ. 893,

“Η υπόληψη του πολίτη, ως ανεξάρτητη και αυτοτελής ανθρώπινη ύπαρξη, απέκτησε σήμερα, και πολύ ορθά, αυξημένη εκτίμηση, που διασφαλίζεται και στο γραπτό δίκαιο. Τραυματισμός αυτής της υπόληψης επιφέρει την ανάλογη αποκατάσταση της.”

[*960]Η εισήγηση των εφεσειόντων ότι το ποσό που επιδικάσθηκε είναι υπερβολικό, δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Από τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου φαίνεται ότι ο εφεσίβλητος έχει υπηρετήσει για 33 χρόνια στην Αστυνομική Δύναμη Κύπρου σε διάφορες ηγετικές θέσεις και κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν ένας από τους τρεις Ανώτερους Αξιωματικούς της Αστυνομικής Διεύθυνσης Λεμεσού. Το δημοσίευμα βρισκόταν σε περίοπτη θέση στην 8η σελίδα της εφημερίδας, η οποία είχε παγκύπρια κυκλοφορία 6.500 αντιτύπων ημερησίως. Ο εφεσίβλητος έχαιρε εκτίμησης τόσο επαγγελματικά όσο και κοινωνικά. Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω δεν έχουμε πεισθεί ότι οι αποζημιώσεις που είχαν επιδικασθεί, ύψους £6.000, ήταν υπερβολικές.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο