Khan Soharab Hossain (2004) 1 ΑΑΔ 1031

(2004) 1 ΑΑΔ 1031

[*1031]20 Μαΐου, 2004

[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ SOHARAB HOSSAIN KHAN,

Αιτητή,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

ΜΕΣΩ

1.  ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,

2.  ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

3.  ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΩΣ,

     ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Καθ’ων η αίτηση.

.

(Αίτηση Αρ. 44/2004)

 

Προνομιακά εντάλματα ― Habeas Corpus ― Διατάγματα κράτησης και απέλασης ― Αίτηση για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus προς απελευθέρωση του αιτητή του οποίου το διάταγμα απέλασης αναστάληκε ενόψει αίτησής του για πολιτικό άσυλο παρέμεινε, όμως, σε ισχύ το διάταγμα κράτησής του ― Ανασκόπηση της πρόσφατης νομολογίας επί του θέματος τείνει να καταδείξει ότι δεν είναι δυνατός ο διαχωρισμός του διατάγματος απέλασης από εκείνο της κράτησης προς το σκοπό απέλασης και ότι τυχόν αναστολή του διατάγματος απέλασης επιφέρει αναπόφευκτα την αναστολή και του διατάγματος κράτησης ― Η αίτηση για έκδοση Habeas Corpus έγινε δεκτή.

Αλλοδαποί ― Κράτηση αλλοδαπού που έχει υποβάλει αίτημα για την παροχή πολιτικού ασύλου ― Ο περί Προσφύγων Νόμος 2000-2004, Άρθρο 7(4) και (6) ― Εφαρμοστέες αρχές ― Δυνατότητα άσκησης διοικητικής προσφυγής στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων και προθεσμίες υποβολής της.

Ο αιτητής αφίχθηκε στην Κύπρο από την Μπαγκλαντές στις 22.6.2003 για να φοιτήσει σε κολλέγιο.  Στις 3.3.2004 συνελήφθη εργαζόμενος παράνομα και καταδικάστηκε σε ένα μήνα φυλάκιση για το αδίκημα της παράνομης απασχόλησης και επιπρόσθετα σε 15 μέρες φυλάκιση για επίθεση εναντίον αστυνομικού.  Ενώ εξέτιε την [*1032]ποινή του υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου του 2000-2004. Η αίτηση αυτή απερρίφθη. Ο αιτητής υπέβαλε διοικητική προσφυγή εμπρόθεσμα στις 14.4.2004.  Στις 2.4.2004, ενώ εκκρεμούσε η αίτησή του για παραχώρηση διεθνούς προστασίας εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασής του.  Το διάταγμα απέλασης αναστάληκε δύο φορές, στις 13.4.2004 και στις 29.4.2004 για να διερευνηθούν οι ισχυρισμοί του ότι είχε υποβάλει διοικητική προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.  Αντίθετα το διάταγμα κράτησης παρέμεινε σε ισχύ. 

Ο αιτητής υπέβαλε την παρούσα αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus με στόχο την απελευθέρωσή του υποστηρίζοντας ότι το διάταγμα κράτησής του εκδόθηκε παράνομα.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η ανασκόπηση της πρόσφατης επί του θέματος νομολογίας, τείνει να καταδείξει ότι δεν είναι δυνατός ο διαχωρισμός του διατάγματος απέλασης από εκείνο της κράτησης προς το σκοπό απέλασης και ότι τυχόν αναστολή του διατάγματος απέλασης επιφέρει αναπόφευκτα την αναστολή και του διατάγματος κράτησης, το οποίο έχει χαρακτήρα προσωρινής κράτησης προς το σκοπό διευκόλυνσης της εκτέλεσης του διατάγματος απέλασης.

2.  Στην παρούσα περίπτωση η αναστολή του διατάγματος απέλασης δεν μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστο το διάταγμα κράτησης.  Έχοντας υπόψη τις πρόνοιες του Άρθρου 18(6) του Νόμου 9(Ι)/2004, που καθορίζει ότι ο αιτητής δικαιούται να παραμείνει στη Δημοκρατία μέχρι την τελική έκβαση του αιτήματος ασύλου, μπορεί να λεχθεί ότι αυτός πρέπει να αφήνεται ελεύθερος.  Η κράτηση προσώπου που έχει υποβάλει αίτημα για την παροχή ασύλου προβλέπεται κατ’ εξαίρεση στο Άρθρο 7(4) και (6) του περί Προσφύγων Νόμου και επιτρέπεται μόνο με δικαστικό διάταγμα στις προβλεπόμενες στο εν λόγω άρθρο περιπτώσεις.

3.  Η εκκρεμούσα αίτηση του αιτητή για την παροχή ασύλου του επιτρέπει να επικαλεστεί τις πρόνοιες των περί Προσφύγων Νόμων, οι οποίες του παρέχουν το δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία μέχρι την τελική έκβαση της αίτησης του.  Η αναστολή του διατάγματος απέλασης ανέστειλε ταυτόχρονα και το διάταγμα κράτησης του, αφού η κράτηση είναι αναπόσπαστο μέρος της διαδικασίας απέλασης.

[*1033]Η αίτηση έγινε δεκτή με έξοδα εναντίον των καθ’ ων η αίτηση.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Hassan (2004) 1 Α.Α.Δ. 648,

Ahmed (2004) 1 Α.Α.Δ. 670,

Hassan, Αίτηση Αρ. 48/04, ημερ. 30.4.04.

Αίτηση.

Αίτηση απο τον αιτητή, αλλοδαπό από τη Μπαγκλαντές, για έκδοση διατάγματος Habeas Corpus ώστε να αφεθεί ελεύθερος από τις Κεντρικές Φυλακές όπου εκρατείτο προς έκτιση δεκαπενθήμερης ποινής φυλάκισης η οποία του επιβλήθηκε και εναντίον του οποίου εκδόθηκαν στις 2/4/04 διατάγματα κράτησης και απέλασης ενώ εκκρεμούσε διοικητική προσφυγή του δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου Ν. 6(Ι)/00, όπως τροποποιήθηκε, και αναμένετο απόφαση από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων επί της προσφυγής την οποία άσκησε εμπρόθεσμα κατόπιν απόρριψης από την Υπηρεσία Ασύλου της αίτησής του για παραχώρηση διεθνούς προστασίας.

Γ. Ερωτοκρίτου, για τον Αιτητή.

Ρ. Παπαέτη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση ο αιτητής ζητά την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus για να αφεθεί ελεύθερος, καθ’ ον χρόνο εκκρεμεί εναντίον του, κατόπιν καταδίκης του από Ποινικό Δικαστήριο, διάταγμα κράτησης και απέλασης (σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κεφ. 105) και ταυτόχρονα εξέταση αίτησής του για την παραχώρηση διεθνούς προστασίας (ασύλου) σύμφωνα με τις πρόνοιες των περί Προσφύγων Νόμων του 2000-2004.

(α) Τα γεγονότα.

Ο αιτητής αφίχθηκε στην Κύπρο από την Μπαγκλαντές στις 22/6/2003 για να φοιτήσει στο KES College και του παραχωρήθηκε άδεια παραμονής ως φοιτητή μέχρι τις 30/6/2004. Στις 19/2/2003 οι υπεύθυνοι του πιο πάνω Κολλεγίου πληροφόρησαν το Υπουργείο [*1034]Εσωτερικών ότι ο αιτητής εγκατέλειψε τη φοίτηση και τον τόπο διαμονής του. Στις 3/3/2004 ο αιτητής συνελήφθηκε εργαζόμενος παράνομα και καταδικάστηκε σε ένα μήνα φυλάκιση για το αδίκημα της παράνομης απασχόλησης και επιπρόσθετα σε 15 μέρες φυλάκιση για επίθεση εναντίον αστυνομικού.

Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω καταδίκης του ο αιτητής κατέστη, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 6(1)(κ) του Κεφ. 105, απαγορευμένος μετανάστης, γεγονός που ενεργοποιούσε το δικαίωμα της Λειτουργού Μετανάστευσης να διατάξει την κράτηση και απέλασή του από τη Δημοκρατία. Ενώ εξέτιε την ποινή του ο αιτητής υπέβαλε στις 19/3/2004 αίτηση για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, σύμφωνα με τις πρόνοιες των περί Προσφύγων Νόμων του 2000-2004. Η υποβολή της αίτησης προβάλλει το ερώτημα αν επήλθε μεταβολή στην προσωπική κατάσταση του αιτητή διαφοροποιώντας το νομικό καθεστώς του, αν δηλαδή η νομική του θέση διέπεται πλέον όχι από τις πρόνοιες του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, αλλά από τις σχετικές ρυθμίσεις των περί Προσφύγων Νόμων του 2000-2004. Σύμφωνα με τα άρθρα 13(1) και 14(1) του Κεφ. 105 όπως τροποποιήθηκαν με τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως (Τροποποιητικό) (Αρ.2) Νόμο του 2001, Ν. 164(Ι)/2001, οι εξουσίες της Λειτουργού Μετανάστευσης αναφορικά με οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο είναι απαγορευμένος μετανάστης ασκούνται “με την επιφύλαξη των διατάξεων του περί Προσφύγων Νόμου”. Οι ερμηνευτικές διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, μετά και από την τελευταία τροποποίηση που υπέστησαν με τον περί Προσφύγων (Τροποποιητικό) Νόμο του 2004, Ν. 9(Ι)/2004, ορίζουν ότι:

“«αίτηση» σημαίνει αίτηση για παραχώρηση διεθνούς προστασίας·

«αιτητής» σημαίνει αλλοδαπό, ο οποίος έχει υποβάλει αίτηση και η ιδιότητα αυτή ισχύει για την περίοδο από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης μέχρι τη λήψη τελικής απόφασης σε σχέση με την αίτηση αυτή·

«Αναθεωρητική Αρχή» σημαίνει την ανεξάρτητη Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων που εγκαθιδρύεται δυνάμει του Μέρους V του παρόντος Νόμου.”

Ο Ν. 9(Ι)/2004 που τέθηκε σε ισχύ στις 6/2/2004, θεσπίζει τις αρχές που διέπουν τις διαδικασίες ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου ως το όργανο που επιλαμβάνεται σε πρώτο βαθμό των αιτήσεων, οι απο[*1035]φάσεις της οποίας υπόκεινται σε “διοικητική προσφυγή” ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων. Σύμφωνα με το άρθρο 18(6),

“(6) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 11Β(3) του παρόντος Νόμου, οι αποφάσεις της Υπηρεσίας Ασύλου δεν καθίστανται εκτελεστές πριν από την πάροδο της προθεσμίας για άσκηση διοικητικής προσφυγής και, σε περίπτωση άσκησης διοικητικής προσφυγής, πριν από την έκδοση της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής, περίπτωση κατά την οποία ο αιτητής δικαιούται να παραμείνει στη Δημοκρατία μέχρι την έκδοση της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής.”

Στην κρινόμενη περίπτωση, η αίτηση του αιτητή, που υποβλήθηκε στις 19/3/2004, απορρίφθηκε με αιτιολογημένη απόφαση του Προϊσταμένου της Αρχής Ασύλου ημερομηνίας 8/4/2004. Οι προθεσμίες υποβολής διοικητικής προσφυγής καθορίζονται στο άρθρο 28ΣΤ του Ν. 9(Ι)/2004 ως ακολούθως:

“28ΣΤ.-(1) Η διοικητική προσφυγή ασκείται μέσα σε δέκα εργάσιμες ημέρες από την ημερομηνία που λαμβάνει γνώση της απόφασης του Προϊσταμένου ο αιτητής, στις περιπτώσεις εξέτασης της αίτησης με την ταχύρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων του άρθρου 12Δ.

(2) Η διοικητική προσφυγή ασκείται μέσα σε είκοσι εργάσιμες ημέρες από την ημερομηνία που λαμβάνει γνώση της απόφασης του Προϊσταμένου ή του Διευθυντή ο αιτητής, σε όλες τις άλλες περιπτώσεις εκτός των αναφερόμενων στο εδάφιο (1).”

Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι ο αιτητής θα έπρεπε να προσφύγει στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων μέσα σε 20 μέρες σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 28ΣΤ(2), ενώ ταυτόχρονα είχε δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 18(6) που προεκτέθηκε, μέχρι την έκδοση της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής. Η διοικητική προσφυγή του αιτητή ασκήθηκε εμπρόθεσμα στις 14/4/2004. Έπεται ότι οποιοδήποτε μέτρο απέλασης του αιτητή θα έπρεπε να ανασταλεί, μέχρι να αποφανθεί το δευτεροβάθμιο όργανο. Αυτό επιβεβαιώνει και ο Σπυρίδων Βλ. Βρέλλης στο πολύ πρόσφατο σύγγραμμά του “Δίκαιο Αλλοδαπών”, Νομική Βιβλιοθήκη, Έκδοση 2003, σελ. 271, όπου σχολιάζοντας και ερμηνεύοντας τις αντίστοιχες ρυθμίσεις του Ελληνικού Δικαίου, οι οποίες σε ό,τι αφορά τα ζητήματα αναγνώρισης φυσικού προσώπου [*1036]ως πρόσφυγα, είναι πανομοιότυπες με τις προβλεπόμενες στους περί Προσφύγων Νόμους του 2000-2004 και αποτελούν επέκταση των γενικότερων αρχών και δεσμεύσεων που προκύπτουν από τη Σύμβαση της Γενεύης περί της νομικής κατάστασης των προσφύγων, της 28/7/1951 και από τη Σύμβαση του Δουβλίνου της 15/6/1990, η οποία δεσμεύει και την Κύπρο, τονίζει ότι:

“Κατά τη διάρκεια της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής και μετά την άσκησή της μέχρις εκδόσεως της αποφάσεως του Υπουργού αναστέλλεται κάθε μέτρο απομακρύνσεως του αλλοδαπού από τη Χώρα μας (άρθρο 3 παρ. 4 εδ. β΄ π.δ. 61/1999).”

Στην παρούσα περίπτωση φαίνεται ότι η έκδοση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης του αιτητή στις 2/4/2004, ενώ εκκρεμούσε η αίτηση του για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, ερχόταν σε αντίθεση με τις πρόνοιες του άρθρου 18(6) του Ν. 9(Ι)/2004, το οποίο παρείχε στον αιτητή δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία, αλλά και στο ίδιο το άρθρο 14 του Κεφ. 105, το οποίο θέτει την ενεργοποίηση των μέτρων κράτησης και απέλασης, κάτω από την επιφύλαξη αντίθετων προβλέψεων στους περί Προσφύγων Νόμους. Επιπρόσθετα διαπιστώνεται ότι ο αιτητής υφίσταται τις συνέπειες παράνομης κράτησης, ελεγχόμενης με ένταλμα της φύσεως Habeas Corpus. Όπως δηλώθηκε ενόρκως από τους καθ’ων η αίτηση, το διάταγμα απέλασης αναστάληκε δύο φορές, στις 13/4/2004 και 29/4/2004, για να διερευνηθούν οι ισχυρισμοί του ότι είχε υποβάλει διοικητική προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου. Το διάταγμα κράτησης αντίθετα, παρέμεινε σε ισχύ και το ερώτημα που τίθεται είναι το κατά πόσο μπορεί αυτό να ελεγχθεί με προνομιακό διάταγμα Habeas Corpus με δεδομένη τη νομολογιακή αρχή ότι θέματα που αφορούν τη σύλληψη και κράτηση αλλοδαπών εμπίπτουν στη σφαίρα του δημόσιου δικαίου.

Η κράτηση αλλοδαπού με σκοπό την απέλαση του σε συσχετισμό με την εξέταση αίτησης που υποβάλλει για την παροχή ασύλου, εξετάστηκε πρόσφατα σε τρεις υποθέσεις από το Ανώτατο Δικαστήριο.

Στην Muhammed Hassan (2004) 1 Α.Α.Δ. 648 ο αιτητής αφίχθηκε στην Κύπρο παράνομα με αποτέλεσμα να συλληφθεί και να καταδικαστεί σε τετράμηνη φυλάκιση για παράνομη είσοδο στη Δημοκρατία. Την ημέρα της αποφυλάκισης του στις 12/2/2004 εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα απέλασης και κράτησης, δυνάμει του άρθρου 6(1) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου. Επειδή όμως υπήρχε εκκρεμούσα αίτησή του για πολιτικό άσυλο, [*1037]αναστάληκε η εκτέλεση του διατάγματος απέλασης χωρίς όμως ταυτόχρονη αναστολή του διατάγματος κράτησης. Παρέμεινε δε υπό κράτηση μέχρι την 12/3/2004, ημερομηνία κατά την οποία αποτάθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο προσβάλλοντας το παράνομο της κράτησης αυτής και ζητώντας την έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus για τον έλεγχο της νομιμότητάς της. Ο Χατζηχαμπής, Δ. που εκδίκασε την αίτηση, αποφάνθηκε ως ακολούθως:

“Η άποψή μου είναι ότι εδώ δεν εξετάζεται η νομιμότητα της κράτησης του διατάγματος απέλασης. Το διάταγμα απέλασης έχει εκδοθεί και υφίσταται, έχει όμως ανασταλεί χωρίς να έχει ανασταλεί ρητά το διάταγμα κράτησης. Το Δικαστήριο επομένως ενεργεί στη βάση ότι το διάταγμα απέλασης έχει ανασταλεί από τον ίδιο τον εκδότη του. Εξετάζοντας την πρόνοια η οποία επιτρέπει την κράτηση προσώπου για σκοπούς απέλασης, απευθύνομαι στο άρθρο 14(1) το οποίο προνοεί ότι:

“Τηρουμένων των διατάξεων του νόμου αλλά και με την επιφύλαξη των διατάξεων του περί Προσφύγων Νόμου, δύναται να διαταχθεί η απέλαση προσώπου ο οποίος είναι απαγορευμένος μετανάστης και εν τω μεταξύ να τεθεί υπό κράτηση.”

Είναι φανερό στο μυαλό μου ότι η κράτηση δεν είναι κάτι το οποίο μπορεί να υφίσταται ανεξάρτητα από την απέλαση. Η κράτηση διενεργείται μόνο για σκοπούς απέλασης. Και αν το διάταγμα απέλασης έχει, όπως στην προκείμενη περίπτωση, ανασταλεί δεν νοείται κράτηση προσώπου για σκοπούς απέλασης. Η αναστολή του διατάγματος απέλασης εξυπακούει και αναστολή του διατάγματος κράτησης. Η κράτηση υπό αυτές τις συνθήκες απολήγει να είναι παράνομη, χωρίς να υπεισέρχεται κανείς στη νομιμότητα του διατάγματος απέλασης και κράτησης παρά μόνο στο γεγονός ότι αυτό δεν είναι σε ισχύ. Για το λόγο αυτό, καταλήγω ότι η κράτηση του Αιτητή, όπως το έχει θέσει και ο κ. Μαππουρίδης για σκοπούς απέλασης του, είναι όντως παράνομη.

Θα ήθελα όμως περαιτέρω να αναφερθώ στον περί Προσφύγων Νόμο διότι θεωρώ ότι υπάρχει και άλλη πτυχή του πράγματος η οποία είναι πολύ σημαντική. Ο Νόμος αυτός συμπλέκει ουσιαστικά τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο με τον περί Προσφύγων Νόμο και επηρεάζει τις πρόνοιες του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου ο οποίος ρητά στο άρθρο 14, στο οποίο αναφέρθηκα, παραπέμπει [*1038]στην επιφύλαξη των προνοιών του περί Προσφύγων Νόμου. Η ουσία του πράγματος είναι ότι αλλοδαπός ο οποίος έχει υποβάλει αίτημα για παροχή ασύλου δεν μπορεί να κρατείται πλην όπως ορίζεται στο άρθρο 4 του περί Προσφύγων Νόμου. Η κράτηση αυτή επιτρέπεται μόνο με διάταγμα Δικαστηρίου στις περιπτώσεις που αναφέρονται και διάταγμα Δικαστηρίου δεν υπάρχει στην προκείμενη περίπτωση. Και για το λόγο αυτό λοιπόν θεωρώ ότι η κράτηση του αιτητή είναι παράνομη.”

Παρόμοιο ερώτημα εξετάστηκε στην υπόθεση Bilal Ahmed (2004) 1 A.A.Δ. 670. Σε αυτή την περίπτωση ο αιτητής – αλλοδαπός εξέτιε ποινή φυλάκισης εννέα μηνών κατόπιν καταδίκης του από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας για πλαστοπροσωπία. Ενώ εξέτιε την ποινή του υπέβαλε αίτηση ασύλου προς την Αρχή Προσφύγων. Εκκρεμούσης της αίτησης αποφυλακίστηκε, στις 12/2/2004, ημερομηνία κατά την οποία εκδόθηκαν διατάγματα απέλασης και κράτησής του επειδή ήταν απαγορευμένος μετανάστης, δυνάμει των προνοιών των άρθρων 6(1)(κ) και 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου. Την ίδια μέρα αναστάληκε το διάταγμα απέλασης, ενόψει προφανώς της ολοκλήρωσης της διαδικασίας για την αίτηση ασύλου, όχι όμως και το διάταγμα κράτησης. Ο αλλοδαπός παρέμεινε κρατούμενος μέχρι την 18/3/2004, που εκδικάστηκε το αίτημά του για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus. Διατάσσοντας την απελευθέρωσή του ο Δικαστής Κραμβής σημείωσε μεταξύ άλλων στην απόφαση του τα ακόλουθα:

“Στην προκείμενη περίπτωση θεωρώ ότι η αναστολή του διατάγματος απέλασης στις 12.2.2004 αυτοδικαίως κατέστησε άνευ αντικειμένου το διάταγμα κράτησης για σκοπούς απέλασης εφόσον ο σκοπός έκδοσης του εν λόγω διατάγματος έπαυσε να υφίσταται. Διαστέλλοντας επομένως την ορθή προσέγγιση του Χατζηχαμπή, Δ. στην Essa (ανωτέρω), αποφαίνομαι ότι η κράτηση προσώπου ελέγχεται εν πάση περιπτώσει με προνομιακό ένταλμα Habeas Corpus και εφόσον στην πορεία ελέγχου της νομιμότητας διαφανεί ξεκάθαρα ότι η κράτηση στερείται παντελώς νόμιμου ερείσματος τότε εκδίδεται το ένταλμα Habeas Corpus και διατάσσεται η άμεση απελευθέρωση του αιτητή έστω και αν η κράτηση έλκει φαινομενικά ισχύ από πράξη της διοίκησης. Παρενθετικά θα μπορούσε εδώ να ειπωθεί πως αν κατά την κρίση της αρμόδιας αρχής επιβαλλόταν η κράτηση του αιτητή για σκοπούς εξέτασης της εκκρεμούσας αίτησής του για πολιτικό άσυλο τότε έπρεπε να είχαν τύχει εφαρμογής οι σχετικές επί του θέματος της κράτησης αιτητών για πολιτικό άσυλο κλπ πρόνοιες των άρθρων 4, [*1039]7(4) και 7(6) των περί Προσφύγων Νόμων του 2000-2004 (Νόμοι 6(Ι)/2000, 6(Ι)/2002, 53(Ι)/2003, 67(Ι)/2003 και 9(Ι)/2004).”

Σε μια τρίτη περίπτωση αίτησης με παρόμοια γεγονότα που εκδικάστηκε λίγο αργότερα, στην Hassan Ibrar, Αρ. Αίτησης 48/2004, της 30/4/2004, ο αιτητής αφού κατέστη απαγορευμένος μετανάστης, είχε τεθεί υπό κράτηση για το σκοπό απέλασης, από τις 7/4/2004. Στις 28/4/2004 ανεστάλη το διάταγμα απέλασής του λόγω του ότι επανεξεταζόταν αίτημα του για παραχώρηση πολιτικού ασύλου, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά στο διάταγμα κράτησης και ο αιτητής παρέμεινε κρατούμενος. Εκδίδοντας την απόφασή του ο Χατζηχαμπής, Δ. τόνισε μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα:

“Έχω εκφράσει τις απόψεις μου ως προς το συσχετισμό του διατάγματος απέλασης με το διάταγμα κράτησης που εκδίδεται προς αποτελεσματική εκτέλεση του στην υπόθεση Muhammed Hassan (2004) 1 Α.Α.Δ. 648, ότι δηλαδή το διάταγμα κράτησης δεν μπορεί να στέκεται μόνο του αλλά συναρτάται άμεσα προς το διάταγμα απέλασης και ότι η αναστολή του διατάγματος απέλασης αναστέλλει ουσιαστικά και το διάταγμα κράτησης. Δεδομένης της διαμορφωθείσας έτσι από την ίδια τη διοίκηση κατάστασης πραγμάτων, θεωρώ ότι η αναστολή του διατάγματος απέλασης επέφερε και αναστολή του διατάγματος κράτησης ανεξαρτήτως και των ευρύτερων διαστάσεων του περί Προσφύγων Νόμου, τη συμπλοκή του οποίου με τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο έχω επίσης σχολιάσει στην προαναφερθείσα απόφαση.

Για το λόγο αυτό θεωρώ ότι η κράτηση του Αιτητή σήμερα είναι όντως παράνομη και θα εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα και ο Αιτητής θα αφεθεί ελεύθερος.”

Η ανασκόπηση της πρόσφατης επί του θέματος νομολογίας, τείνει να καταδείξει ότι δεν είναι δυνατός ο διαχωρισμός του διατάγματος απέλασης από εκείνο της κράτησης προς το σκοπό απέλασης και ότι τυχόν αναστολή του διατάγματος απέλασης επιφέρει αναπόφευκτα την αναστολή και του διατάγματος κράτησης, το οποίο έχει χαρακτήρα προσωρινής κράτησης προς το σκοπό διευκόλυνσης της εκτέλεσης του διατάγματος απέλασης.

Στην Ελλάδα η κράτηση αλλοδαπού στα πλαίσια της διαδικασίας απέλασης αποτελεί εξαιρετικό μέτρο που διατάσσεται όταν ο αλλοδαπός κρίνεται ύποπτος φυγής ή επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη. Στο σύγγραμμα του Σπ. Βλ. Βρέλλη, “Δίκαιο Αλλοδαπών” [*1040](πιο πάνω) σελ. 183, αναφέρονται τα εξής σχετικά:

“Εφ’ όσον ο αλλοδαπός, εκ των εν γένει περιστάσεων, κρίνεται ύποπτος φυγής ή επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη, με απόφαση των [άνω] οργάνων ....., διατάσσεται η προσωρινή κράτησή του μέχρι την έκδοση, εντός τριών ημερών, απόφασης περί της απέλασής του. Εφ’ όσον εκδοθεί απόφαση απέλασης, η κράτηση συνεχίζεται μέχρι την εκτέλεση της απέλασης, σε καμία όμως περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις μήνες. Ο αλλοδαπός πρέπει να πληροφορείται στη γλώσσα που κατανοεί τους λόγους της κράτησής του. Ο αλλοδαπός που κρατείται έχει το δικαίωμα να προβάλει αντιρρήσεις κατά της απόφασης κράτησής του ενώπιον του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου στην περιφέρεια του οποίου κρατείται, ο οποίος κρίνει για τη νομιμότητά της, με ανάλογη εφαρμογή της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 243 του ν. 2717/1999» (άρθρο 44 παρ. 3 ν. 2910/2001, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 21 παρ. 7 ν. 3013/2002. Πρβλ. υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς άρθρο 27 παρ. 6 ν. 1975/91, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παρ. 1 ν. 2452/1996). Ο αλλοδαπός κρατείται στην οικεία αστυνομική Αρχή. Μέχρις ότου ολοκληρωθούν οι διαδικασίες απελάσεώς του μπορεί να παραμείνει σε ειδικούς χώρους, οι οποίοι ιδρύονται με απόφαση του Γενικού Γραμματέως της Περιφερείας και λειτουργούν με μέριμνα της Περιφερείας. Την ευθύνη φυλάξεως των ειδικών αυτών χώρων έχει η Ελληνική Αστυνομία (άρθρο 48 ν. 2910/2001).

Αν πάλιν ο προς απέλαση αλλοδαπός δεν κρίνεται ύποπτος φυγής ούτε επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη ή αν ο Πρόεδρος του Διοικητικού Πρωτοδικείου διαφωνεί ως προς την κράτησή του, με την απόφαση απελάσεως τάσσεται σε αυτόν προθεσμία προς αναχώρηση, η οποία δεν δύναται να υπερβαίνει τις τριάντα ημέρες (άρθρο 44 παρ. 4 ν. 2910/2001).”

Στην παρούσα περίπτωση η αναστολή του διατάγματος απέλασης δεν μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστο το διάταγμα κράτησης. Έχοντας υπόψη τις πρόνοιες του άρθρου 18(6) του Νόμου 9(I)/2004, που καθορίζει ότι ο αιτητής δικαιούται να παραμείνει στη Δημοκρατία μέχρι την τελική έκβαση του αιτήματος ασύλου, μπορεί να λεχθεί ότι αυτός πρέπει να αφήνεται ελεύθερος. Η κράτηση προσώπου που έχει υποβάλει αίτημα για την παροχή ασύλου προβλέπεται κατ’ εξαίρεση στο άρθρο 7(4) και (6) του περί Προσφύγων Νόμου και επιτρέπεται μόνο με δικαστικό διάταγμα ως ακολούθως:

[*1041]

“4(α) Απαγορεύεται η κράτηση αιτητή λόγω της ιδιότητάς του ως αιτητή ασύλου.

(β) Η κράτηση αιτητή επιτρέπεται μόνο με διάταγμα Δικαστηρίου και μόνο στις πιο κάτω περιπτώσεις:

(i)   Για την εξακρίβωση της ταυτότητας ή της ιθαγένειάς του, και σε περίπτωση που δεν έχει ιθαγένεια τη χώρα της προηγούμενης συνήθους διαμονής του, σε περίπτωση που κατέστρεψε ή απαλλάχθηκε από τα ταξιδιωτικά ή προσωπικά του έγγραφα ή χρησιμοποίησε πλαστά έγγραφα κατά την άφιξή του στη Δημοκρατία με στόχο να παραπλανήσει τις αρμόδιες αρχές, νοουμένου ότι δεν αποκαλύπτει τις ενέργειες του αυτές και την πραγματική του ταυτότητα κατά την υποβολή της αίτησης·

(ii)  για τη διερεύνηση νέων στοιχείων που επιθυμεί να υποβάλει ο αιτητής για απόδειξη των ισχυρισμών του ως προς την αίτηση ασύλου του, σε περίπτωση που η αίτησή του απορρίφθηκε τόσο σε πρώτο όσο και σε δεύτερο βαθμό και εκδόθηκε εναντίον του διάταγμα απέλασης.

(γ) Η κράτηση ανήλικου αιτητή απαγορεύεται.»

(6) Η διάρκεια της κράτησης του αιτητή δυνάμει του εδαφίου (4) δεν μπορεί να υπερβεί τις οκτώ ημέρες. Η κράτηση δύναται να ανανεωθεί για περαιτέρω περιόδους οκτώ ημερών, ύστερα από διάταγμα του Δικαστηρίου, αλλά σε καμία περίπτωση η ολική κράτηση δυνάμει του εδαφίου (4) μπορεί να υπερβαίνει τις τριάντα δύο ημέρες.”

Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι η εκκρεμούσα αίτηση του αιτητή για την παροχή ασύλου του επιτρέπει να επικαλεστεί τις πρόνοιες των περί Προσφύγων Νόμων, οι οποίες του παρέχουν το δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία μέχρι την τελική έκβαση της αίτησης του. Η αναστολή του διατάγματος απέλασης ανέστειλε ταυτόχρονα και το διάταγμα κράτησης του, αφού η κράτηση είναι αναπόσπαστο μέρος της διαδικασίας απέλασης.

Η αίτηση επιτυγχάνει. Εκδίδεται διάταγμα απόλυσης του αιτητή, με έξοδα εναντίον των καθ’ων η αίτηση.

[*1042]

Η αίτηση γίνεται δεκτή με έξοδα εναντίον των καθ’ ων η αίτηση.

 

 

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο