Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Παρεκκλησιάς ν. Γιαννούλας Αλκιβιάδη (2004) 1 ΑΑΔ 1088

(2004) 1 ΑΑΔ 1088

[*1088]3 Ιουνίου, 2004

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

 

ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΑΣ,

Εφεσείουσα,

v.

ΓΙΑΝΝΟΥΛΑΣ ΑΛΚΙΒΙΑΔΗ,

Εφεσίβλητης.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11416)

 

Τόκος ― Επιδίκαση νόμιμου τόκου σε ποσά που οφείλονται δυνάμει δικαστικών αποφάσεων ― Συναρτάται με το ποσό το οποίο επιδικάζεται στα πλαίσια της απόφασης ― Άρθρο 33 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60).

Έξοδα ― Έξοδα δίκης ― Επιδίκαση εξόδων υπέρ του αποτυχόντος διαδίκου χωρίς να υπάρχει αποχρών λόγος για παρέκκλιση από τις αρχές που καθιέρωσε η νομολογία ― Επέμβαση Εφετείου κρίθηκε αναγκαία.

Στις 3.7.1998 το πρωτόδικο Δικαστήριο, στα πλαίσια αίτησης για συνοπτική απόφαση, εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης-ενάγουσας (η εφεσίβλητη) και εναντίον της εφεσείουσας-εναγομένης (η εφεσείουσα) για το ποσό των £11.000, που η εφεσίβλητη είχε καταθέσει στην εφεσείουσα δυνάμει πιστοποιητικού εμπρόθεσμης κατάθεσης ημερομηνίας 29.9.1993 και το οποίο η εφεσείουσα αποδέχθηκε να αποπληρώσει στις 29.9.1994 με τόκο 8%.  Στην εφεσείουσα παραχωρήθηκε άδεια για καταχώρηση υπεράσπισης στην αξίωση της εφεσίβλητης που αφορούσε στην πληρωμή τόκου προς 8% επί του κεφαλαίου και των τόκων που είχαν κεφαλαιοποιηθεί και ενσωματώθηκαν στο αρχικό κεφάλαιο.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη θέση της εφεσείουσας ότι η αξίωση της εφεσίβλητης για τόκους προς 8% επί του κεφαλαίου και των κεφαλαιοποιημένων τόκων στερείται ερείσματος ενόψει το όρου ότι “ο τόκος της καταθέσεως αυτής παύει αυτοδικαίως άμα [*1089]τη λήξει της”, και απέρριψε την αξίωση της εφεσίβλητης για πληρωμή τόκου 8% από της ημερομηνίας λήξεως (29.9.94) της κατάθεσης.  Το Δικαστήριο επιδίκασε όμως νόμιμο τόκο επί του ποσού των £11.000 από της ημερομηνίας καταχώρησης της αγωγής (13.5.97) μέχρι της 3.7.98 που εκδόθηκε η συνοπτική απόφαση και επίσης τα έξοδα της αγωγής υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας.

Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 33 του περί Δικαστηρίων Νόμου, η επιδίκαση νόμιμου τόκου συναρτάται με το ποσό το οποίο επιδικάζεται στα πλαίσια της απόφασης. Στην προκείμενη περίπτωση δεν επιδικάστηκε οποιοδήποτε ποσό. Τα επίδικα θέματα ήταν σαφώς καθορισμένα με βάση την ενδιάμεση απόφαση ημερομηνίας 3.7.98 με αναφορά και σε συνάρτηση προς την αξίωση της εφεσίβλητης. Η ενδιάμεση απόφαση ημερομηνίας 3.7.98 κατέστη τελεσίδικη και συνεπώς δεν παρεχόταν μεταγενέστερα στο δικαστήριο η ευχέρεια να επιδικάσει νόμιμο τόκο εφόσον το θέμα δεν ήταν επίδικο.

2.  Το δικαστήριο, κατά παρέκκλιση από τις αρχές που καθιέρωσε η νομολογία, επιδίκασε έξοδα υπέρ του αποτυχόντος διαδίκου, χωρίς αποχρώντα λόγο.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα

πρωτόδικα και κατ’ έφεση.

Έφεση.

Έφεση από την εναγόμενη εταιρεία κατά του μέρους της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 29/4/02 (Αρ. Αγωγής 3182/97) με το οποίο επιδικάστηκε νόμιμος τόκος προς όφελος της εφεσίβλητης ενάγουσας επί του ποσού των £11.000 από της καταχώρισης της αγωγής μέχρι την έκδοση της συνοπτικής απόφασης ήτοι, από 13.5.97 μέχρι 3/7/98 καθώς και κατά της καταδίκης της εναγόμενης στα έξοδα της αγωγής σε επιτυχούσα αγωγή της ενάγουσας με την οποία η εναγόμενη καταδικάστηκε στην πληρωμή σ’ αυτήν του ποσού των £11.000.- το οποίο η ενάγουσα κατέθεσε στην εναγόμενη δυνάμει πιστοποιητικού εμπρόθεσμης κατάθεσης και το οποίο κατά τη λήξη του η εναγόμενη αρνήθηκε να πληρώσει πλέον τόκο προς 8% από 30/9/93 μέχρι 29/9/94 πλέ[*1090]ον έξοδα.

Στ. Παύλου με Κ. Παπαχριστοφόρου και Στ. Παύλου, για την Εφεσείουσα.

Α. Γιωρκάτζης, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη, δυνάμει πιστοποιητικού εμπρόθεσμης κατάθεσης ημερομηνίας 29.9.1993, κατέθεσε £11.000 στην εφεσείουσα η οποία αποδέχθηκε να αποπληρώσει το εν λόγω ποσό στις 29.9.1994 με τόκο 8%. Όταν έφθασε ο χρόνος της αποπληρωμής, η εφεσίβλητη ζήτησε το λαβείν της όμως η εφεσείουσα, αρνήθηκε να πληρώσει οποιοδήποτε ποσό. Η εφεσίβλητη καταχώρησε αγωγή εναντίον της εφεσείουσας με την οποία αξίωσε τις £11.000 και τους δεδουλευμένους τόκους για ένα χρόνο προς 8% επί του εν λόγω ποσού καθώς και τόκους προς 8% επί του κεφαλαίου και των τόκων που είχαν κεφαλαιοποιηθεί και ενσωματώθηκαν στο αρχικό κεφάλαιο. Παραθέτουμε την αξίωση της εφεσίβλητης όπως εκτίθεται στο αιτητικό της έκθεσης απαίτησης:

«Α. Λ.Κ. 11.000.-

Β.   ΤΟΚΟΣ ΠΡΟΣ 8% ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΟΣΟΥ ΤΩΝ Λ.Κ.11.000.- ΑΠΟ 24/9/93 ΕΩΣ 23/9/94.

Γ.    Τόκος προς 8% επί του ποσού των Λ.Κ.11.880.- από 24/9/94 έως 23/9/95.

Δ.    Τόκος προς 8% επί του ποσού των Λ.Κ.12.830.04 από 24/9/95 έως 23/9/96.

Ε.    Τόκος προς 8% επί του ποσού των Λ.Κ.13.856.44 από 23/9/96 μέχρι τελείας εξοφλήσεως.

ΣΤ. Επιπρόσθετα και/ή εναλλακτικά ποσό Λ.Κ.11.000.- με τόκο 8% από 29/9/93 μέχρι τελείας εξοφλήσεως ως αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας.

Ζ.   Έξοδα και Φ.Π.Α.»

[*1091]Παρενθετικά σημειώνουμε ότι οι αναφερόμενες στην αγωγή ημερομηνίες δεν αντιστοιχούν προς ό,τι έχει σχέση με την πραγματικότητα. αυτό όμως δεν θα μας απασχολήσει αφού δεν επέσυρε το ενδιαφέρον κανενός μέχρι τώρα, ίσως λόγω της επουσιώδους σημασίας του.

Το δικαστήριο, στα πλαίσια αίτησης για συνοπτική απόφαση, εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας για το ποσό των £11.000 με τόκο 8% από 30.9.93 μέχρι 29.9.94 πλέον έξοδα. Επιδικάστηκε επίσης νόμιμος τόκος επί του ποσού της απόφασης από της ημερομηνίας έκδοσης της απόφασης (3.7.98) μέχρι εξοφλήσεως. Κρίθηκε επίσης ότι η περίπτωση ήταν κατάλληλη για να παραχωρηθεί άδεια στην εφεσείουσα για καταχώρηση υπεράσπισης στην αξίωση της εφεσίβλητης που αφορούσε στην πληρωμή τόκου προς 8% επί του κεφαλαίου και των κεφαλαιοποιημένων τόκων όπως ανωτέρω εκτίθεται ενόψει του γεγονότος ότι το πιστοποιητικό της εμπρόθεσμης κατάθεσης περιέχει όρο ότι «ο τόκος της καταθέσεως αυτής παύει αυτοδικαίως άμα τη λήξει της».

Από πλευράς εφεσείουσας υποστηρίχθηκε πρωτοδίκως ότι η αξίωση της εφεσίβλητης για τόκους προς 8% επί του κεφαλαίου και των κεφαλαιοποιημένων τόκων στερείται ερείσματος ενόψει του όρου ότι «ο τόκος της καταθέσεως αυτής παύει αυτοδικαίως άμα τη λήξει της». Αντίθετη ήταν η θέση της εφεσίβλητης η οποία ισχυρίστηκε αφενός ότι μεταξύ αυτής και της εφεσείουσας ακολούθησε προφορική συμφωνία δυνάμει της οποίας θα συνεχιζόταν η πληρωμή τόκου προς 8% και μετά τη λήξη της εμπρόθεσμης κατάθεσης μέχρι την ανάληψη του κεφαλαίου και αφ’ ετέρου  ότι ο εν λόγω όρος δεν είχε οποιαδήποτε νομική ισχύ. Το δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο πρώτος ισχυρισμός της εφεσίβλητης δεν έβρισκε ανάλογο έρεισμα στη δικογραφία και κατ’ εφαρμογή της αρχής ότι η δίκη διεξάγεται στη βάση της δικογραφίας και όχι έξω από αυτή  ο ισχυρισμός περί προφορικής συμφωνίας δεν έγινε αποδεκτός εφόσον δεν αποτελούσε μέρος των γραπτών προτάσεων της εφεσίβλητης. Καθόσον αφορά το δεύτερο ισχυρισμό ότι ο προμνησθείς όρος δεν είχε οποιαδήποτε νομική ισχύ, κρίθηκε πως επρόκειτο για ανεδαφικό ισχυρισμό. Το δικαστήριο προχωρώντας ακόμα πιο πέρα, έκρινε πως με βάση τα δικόγραφα και τη μαρτυρία και πάλι δεν μπορούσε να επιτύχει η αξίωση της εφεσίβλητης για τόκους κλπ ακόμα και σε περίπτωση που θα κρινόταν ότι ο όρος διατηρούσε νομική ισχύ. Οι πιο πάνω διαπιστώσεις, οδήγησαν στην απόρριψη της αξίωσης. Κρίθηκε ωστόσο ότι οι περιστάσεις της υπόθεσης παρείχαν τη δυνατότητα επιδίκασης νόμιμου τόκου. Αποτέλεσμα των πιο πάνω, ήταν η απόρριψη της αξίωσης της εφεσίβλητης για πληρωμή τόκου 8% από της ημερομηνίας λήξεως (29.9.94) της κατάθεσης, επιδικάστηκε όμως νόμιμος τόκος επί του ποσού των £11.000 από της ημερομηνίας καταχώρησης της αγωγής (13.5.97) μέχρι τις 3.7.98 που εκδόθηκε η συνοπτική απόφαση. Επιδικάστηκαν επίσης τα έξοδα της αγωγής υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας.

Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά του μέρους της πρωτόδικης απόφασης με το οποίο επιδικάστηκε νόμιμος τόκος προς όφελος της εφεσίβλητης επί του ποσού των £11.000 από της καταχώρισης της αγωγής μέχρι την έκδοση της συνοπτικής απόφασης ήτοι, από 13.5.97 μέχρι 3.7.98. Με την έφεση προσβάλλεται επίσης η καταδίκη της εφεσείουσας στα έξοδα της αγωγής.

Ενώπιόν μας έχει τεθεί μόνο το περίγραμμα αγόρευσης του δικηγόρου της εφεσείουσας. Ο δικηγόρος της εφεσίβλητης δεν καταχώρισε περίγραμμα αγόρευσης. Ωστόσο, κατά την ακρόαση της έφεσης ήταν παρών χωρίς βέβαια δικαίωμα λόγου*.

Καθόσον αφορά το θέμα της επιδίκασης νόμιμου τόκου προς όφελος της εφεσίβλητης από 13.5.97 μέχρι 3.7.98 φαίνεται ότι στην κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου εμφιλοχώρησε πλάνη. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 33 του περί Δικαστηρίων Νόμου, η επιδίκαση νόμιμου τόκου συναρτάται με το ποσό το οποίο επιδικάζεται στα πλαίσια της απόφασης. Στην προκείμενη περίπτωση δεν επιδικάστηκε οποιοδήποτε ποσό. Τα επίδικα θέματα ήταν σαφώς καθορισμένα με βάση την ενδιάμεση απόφαση ημερομηνίας 3.7.98 με αναφορά και σε συνάρτηση προς την αξίωση της εφεσίβλητης (ανωτέρω). Η ενδιάμεση απόφαση ημερομηνίας 3.7.98 κατέστη τελεσίδικη και συνεπώς δεν παρεχόταν μεταγενέστερα στο δικαστήριο η ευχέρεια να επιδικάσει νόμιμο τόκο εφόσον το θέμα δεν ήταν επίδικο. Το ζήτημα της επιδίκασης νόμιμου τόκου για τη συγκεκριμένη περίοδο (13.5.97-3.7.98) θα μπορούσε ενδεχομένως να εξεταζόταν από το δικαστήριο που εκδίκασε την αίτηση για συνοπτική απόφαση στα πλαίσια των εξουσιών που παρέχει ο νόμος αναφορικά με αυτό το θέμα. Το δικαστήριο που εκδίκασε μετέπειτα τα υπόλοιπα θέματα και εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση δεν διατηρούσε ευχέρεια επιδίκασης νόμιμου τόκου ενόψει της προηγούμενης τελεσίδικης ενδιάμεσης απόφασης και του γεγονότος ότι η εκκαλούμενη απόφαση δεν αφορούσε οποιοδήποτε ποσό υπό την έννοια ότι δεν έχει επιδικαστεί οποιοδήποτε ποσό.

Αναφορικά με το ζήτημα των εξόδων το σφάλμα του δικάσαντος δικαστηρίου είναι προφανές. Κατά παρέκκλιση από τις αρχές που καθιέρωσε η νομολογία* χωρίς αποχρώντα ή βάσιμο λόγο το δικαστήριο επιδίκασε έξοδα υπέρ του αποτυχόντος διαδίκου. Δεν έχουμε διαπιστώσει ο,τιδήποτε που θα δικαιολογούσε αυτή την κατάληξη.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα πρωτόδικα και κατ΄ έφεση. Η πρωτόδικη απόφαση κατά το μέρος που αφορά στην επιδίκαση νόμιμου τόκου και των εξόδων υπέρ της ενάγουσας/εφεσίβλητης παραμερίζεται.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα πρωτόδικα και κατ’ έφεση.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο