Παναγιώτου Στέλλα Λουκαΐδου (2004) 1 ΑΑΔ 1094

(2004) 1 ΑΑΔ 1094

[*1094]3 Ιουνίου, 2004

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡO 155(4) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 11.2 ΚΑΙ 3 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ  ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 18 ΤΟΥ ΚΕΦ. 155,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΠΟΥ ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΣΤΙΣ 22.7.2003,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ

ΣΤΕΛΛΑΣ ΛΟΥΚΑΪΔΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11780)

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης με την οποία απερρίφθη αίτηση για άδεια καταχώρησης αίτησης προς έκδοση εντάλματος Certiorari με σκοπό την ακύρωση εντάλματος σύλληψης ― Ισχυρισμοί ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο στήριξε την απόφασή του σε καταργηθέν άρθρο της Ποινικής Δικονομίας, δεν έδωσε τη δέουσα σημασία στους λόγους για τους οποίους η Αστυνομία ζήτησε το ένταλμα σύλληψης και δεν εφάρμοσε ορθά τις πρόνοιες του Άρθρου 11 του Συντάγματος ― Επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης.

Ποινική Δικονομία ― Ένταλμα σύλληψης ― Εξουσία του Δικαστηρίου για έκδοση εντάλματος σύλληψης ― Παρέχεται από το Άρθρο 11.2(γ) του Συντάγματος και το Άρθρο 18(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 (όπως έχει τροποποιηθεί με το Νόμο 10(Ι)/96) – Αποτελεί προϋπόθεση η ύπαρξη εύλογης υπόνοιας διάπραξης αδικήματος από το πρόσωπο εναντίον του οποίου ζητείται η έκδοση εντάλματος σύλληψης.

Δικαστική απόφαση ― Αιτιολογία ― Το τι αποτελεί δέουσα αιτιολογία [*1095]εξαρτάται από τα περιστατικά και τη φύση της υπόθεσης.

Στις 22.7.2003 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εξέδωσε ένταλμα σύλληψης της εφεσείουσας μετά από γραπτή μαρτυρία που δημιουργούσε εύλογες υποψίες ότι ενείχετο σε υπόθεση κλοπής από υπάλληλο του χρηματικού ποσού των £47.656,53 περιουσία του δικηγορικού συλλόγου Λεμεσού και αδικημάτων συγκάλυψης, αδικήματα που διαπράχθηκαν μεταξύ 1.6.2001 και 16.7.2003 στη Λεμεσό.  Το ένταλμα σύλληψης (επίδικο ένταλμα) εκτελέστηκε την ίδια μέρα.

Στις 28.7.2003 η εφεσείουσα ζήτησε άδεια από το Ανώτατο Δικαστήριο για καταχώρηση αίτησης προς έκδοση εντάλματος Certiorari για την ακύρωση του επίδικου εντάλματος προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους:

α) Ο σκοπός για τον οποίο ζητήθηκε το επίδικο ένταλμα είναι αντίθετος προς τις πρόνοιες του Άρθρου 11.2(γ) του Συντάγματος.

β) Το επίδικο ένταλμα είναι αναιτιολόγητο και εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση δικαιοδοσίας και/ή του Συντάγματος.

Ο πρωτόδικος Δικαστής έκρινε ότι το επίδικο ένταλμα ήταν αιτιολογημένο και απέρριψε την αίτηση για άδεια.

Εναντίον της πιο πάνω απόφασης έχει ασκηθεί η παρούσα έφεση. Προβλήθηκε ο λόγος ότι η εκκαλούμενη απόφαση είναι νομικά εσφαλμένη στην ολότητά της επειδή το Πρωτόδικο Δικαστήριο στήριξε την απόφασή του σε άρθρο της Ποινικής Δικονομίας το οποίο έχει καταργηθεί. Περαιτέρω το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αποδώσει τη δέουσα σημασία στους λόγους για τους οποίους η Αστυνομία ζήτησε το επίδικο ένταλμα και επίσης παρέλειψε να ερμηνεύσει και/ή εφαρμόσει ορθά τις πρόνοιες του Άρθρου 11 του Συντάγματος.

Ο συνήγορος της εφεσείουσας στο περίγραμμα αγόρευσής του υπέβαλε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο «στήριξε την απόφασή του στο Άρθρο 18 του Κεφ. 155, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίηση του με το Άρθρο 2 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) του 1996 (Ν.10(Ι)/96) και όχι στο τροποποιηθέν Άρθρο 18».  Τέλος ο συνήγορος υποστήριξε ότι παραγνωρίσθηκε η επί του θέματος σχετική νομολογία.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η εξουσία για την έκδοση εντάλματος σύλληψης παρέχεται από το Άρθρο 18(1) του Κεφ. 155 (όπως έχει τροποποιηθεί με το Νόμο [*1096]10(Ι)/96). Οι πιο πάνω διατάξεις καθιστούν δυνατή την έκδοση εντάλματος σύλληψης από το Δικαστήριο αν υπάρχει εύλογη υπόνοια ότι ένα πρόσωπο διέπραξε αδίκημα. Περαιτέρω το Άρθρο 18(1) προδιαγράφει και τον τρόπο που πρέπει να αποδεικνύεται η ύπαρξη της εύλογης υπόνοιας. Το Άρθρο 11.3 του Συντάγματος ορίζει ότι το δικαστικό ένταλμα σύλληψης πρέπει να είναι αιτιολογημένο και να εκδίδεται σύμφωνα προς τον τύπο, το περιεχόμενο και τη διάρκεια ισχύος του εντάλματος σύλληψης, όπως προδιαγράφεται στο Άρθρο 19 του Κεφ. 155.

2.  Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο οι λόγοι που τέθηκαν στην ένορκη δήλωση αποκαλύπτουν ή όχι εύλογη υπόνοια ότι η εφεσείουσα διέπραξε το αδίκημα όπως απαιτείται από το Άρθρο 11.2(γ) του Συντάγματος και το Άρθρο 18(1) του Κεφ. 155.  Ενόψει του περιεχομένου της εν λόγω ένορκης δήλωσης, η απάντηση στο ερώτημα είναι καταφατική.

3.  Η έκδοση του εντάλματος ήταν αναγκαία ενόψει των ιδιαίτερων περιστατικών της υπόθεσης, ο δε λόγος έκδοσής του είναι η ύπαρξη υπόνοιας για τη διάπραξη αδικήματος απο την εφεσείουσα.

4.  Τόσο το καταργηθέν όσο και το νέο Άρθρο 18(1) επιτρέπουν την έκδοση εντάλματος σύλληψης. Με το νέο Άρθρο 18(1) υιοθετούνται οι πρόνοιες του Άρθρου 11.3(γ) του Συντάγματος. Είναι πρόδηλο ότι η εγκυρότητα του επίδικου εντάλματος έχει εξεταστεί με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 11.3(γ).

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207,

Σύνδεσμος για Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα (1997) 1 Α.Α.Δ. 1014,

Σιακαλλής (Αρ. 1) (2001) 1 Α.Α.Δ. 282,

Παναγιώτου, Αίτηση 111/2002, ημερ. 12.12.2002,

Γεωργαλλίδης (2003) 1 Α.Α.Δ. 302,

Μ.Χ. Δικηγόρος (1993) 1 Α.Α.Δ. 734,

Neophytou v. Police (1981) 2 C.L.R. 195.

[*1097]Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα υπάλληλο του Δικηγορικού Συλλόγου Λεμεσού κατά της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου που δόθηκε στις 30/7/03 (Αρ. Αιτ. 60/03) με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της για άδεια καταχώρισης αίτησης για έκδοση διατάγματος  Certiorari προς ακύρωση του εντάλματος σύλληψής της το οποίο εξέδωσε το Ε.Δ. Λεμεσού στις 22/7/03 προς διευκόλυνση των αστυνομικών εξετάσεων για πιθανή διάπραξη από αυτήν του αδικήματος της κλοπής χρηματικού ποσού υπό υπαλλήλου.

Ε. Πουργουρίδης, για την Εφεσείουσα.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Στις 22.7.2003 ο Λοχίας Ελ. Κυριάκου του Τμήματος Ανιχνεύσεως Εγλημάτων Λεμεσού παρουσιάσθηκε ενώπιον Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (το Επαρχιακό Δικαστήριο) και ζήτησε την έκδοση εντάλματος σύλληψης της Στέλλας Λουκαΐδου Παναγιώτου από τη Λεμεσό (η εφεσείουσα).  Προς υποστήριξη του αιτήματος του κατέθεσε ενόρκως τα εξής:

«.... υπάρχει γραπτή μαρτυρία που δημιουργεί εύλογη υποψία ότι η Στέλλα Λουκαΐδου Παναγιώτου, οδός Βασιλείου Ζώτου 8, Αγία Φύλα, 3115 Λεμεσός, Δ.Τ. 579513, υπάλληλος του Δικηγορικού Συλλόγου Λεμεσού ενέχεται σε υπόθεση κλοπής, από υπάλληλο του χρηματικού ποσού των £47,656.53 περιουσία του δικηγορικού συλλόγου και αδικημάτων Συγκάλυψης, αδίκημα που διαπράχθηκε μεταξύ 1.6.2001 και 16.7.2003 στη Λεμεσό.

Συγκεκριμένα κατά το πιο πάνω διάστημα η ύποπτη εργαζόταν ως υπάλληλος του δικηγορικού συλλόγου Λεμεσού και ανάμεσα στα καθήκοντα της ήταν η προμήθεια χαρτοσήμων από τον Έφορο Τελών, δικηγοροσήμων από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, η διάθεση αυτών προς τα μέλη του δικηγορικού συλλόγου και το κοινό από το χώρο του Επ. Δικαστηρίου Λ/σού. Επίσης είχε την ευθύνη είσπραξης και κατάθεσης των χρημάτων που προέκυπταν από τις πωλήσεις των πιο πάνω.  Η ύποπτη ήταν το μόνο πρόσωπο που χειριζόταν το ταμείο διαχείρισης των χαρτοσήμων και δικηγοροσήμων.

Μετά από λογιστικό έλεγχο που διενεργήθηκε στα βιβλία του [*1098]δικηγορικού συλλόγου και ολοκληρώθηκε στις 16.7.2002 από δύο διαφορετικούς ελεγκτές διαπιστώθηκε έλλειμμα στο ταμείο της ύποπτης ύψους £47,656.53. Σύμφωνα με τον Αντιπρόεδρο του συλλόγου Χάρη Πέτρου και τον Ταμία Δημήτρη Αραούζο, η ύποπτη αρχικά υποσχέθηκε ότι θα κάλυπτε το έλλειμμα της παρά το γεγονός ότι δεν μπορούσε να δώσει εξηγήσεις για το πώς δημιουργήθηκε το έλλειμμα. Στη συνέχεια αυτή δεν το έπραξε και στις 17.7.2003 παύτηκε από την εργασία της. Από το λογιστικό έλεγχο που διενεργήθηκε διαπιστώθηκε ότι σύμφωνα με τις αγορές και πωλήσεις χαρτοσήμων και δικηγοροσήμων που έκανε η ύποπτη κατά το πιο πάνω διάστημα και σύμφωνα με τις καταθέσεις των εισπράξεων που παρουσίαζε η ίδια στο δικηγορικό σύλλογο έπρεπε να είχε αποθέματα στην κατοχή της στις 10.7.2003 χαρτόσημα και δικηγορόσημα συνολικής αξίας £60,791.14 ενώ από τη φυσική καταμέτρηση, τα αποθέματα της ανέρχονταν στις £14,186.84, χωρίς να μπορεί να δικαιολογήσει την διαφορά.

Η μαρτυρία βασίζεται σε γραπτές καταθέσεις των Χάρη Πέτρου, Δημήτρη Αραούζου, μέλη του δικηγορικού συλλόγου και τα των ελεγκτών Μάριου Ευθυμίου και Στέφανου Στεφάνου.

Ως εκ τούτου αιτούμαι από το Σεβαστό σας Δικαστήριο την έκδοση εντάλματος σύλληψης της πιο πάνω ύποπτης καθώς και ένταλμα έρευνας της οικίας, υποστατικών και οχημάτων της στην πιο πάνω διεύθυνση, για διευκόλυνση των Αστυνομικών εξετάσεων.»

ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΝΕΚΡΙΝΕ ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ. ΠΑΡΑΘΕΤΟΥΜΕ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ:

«ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΡΧΗΓΟΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ – ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΝ ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ ΑΛΛΟΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΝ ΕΝ ΚΥΠΡΩ.

Εντέλλεστε δια του παρόντος όπως προβείτε εις την σύλληψη της Στέλλας Λουκαΐδου Παναγιώτου, οδός Βασιλείου Ζώτου 8, Αγία Φύλα, 3115 Λεμεσός, Δ.Τ. 579513, υπάλληλος του Δικηγορικού Συλλόγου Λεμεσού, εναντίον της οποίας υπάρχει γραπτή μαρτυρία που δημιουργεί εύλογες υποψίες ότι ενέχεται σε υπόθεση κλοπής από υπάλληλο του χρηματικού ποσού των £47,656.53 περιουσία του δικηγορικού συλλόγου Λ/σου και αδικημάτων Συγκάλυψης, αδικήματα που διαπράχθηκαν μεταξύ 1.6.2001 και 16.7.2003 στη Λεμεσό.

Και προσαγάγητε τούτον ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου πά[*1099]ραυτα (η την ημέρα του .......... 2003, και ώρα ........... προ μεσημβρίας) ίνα απαντήσει εις την ως άνω κατηγορία και τύχη μεταχειρίσεως συμφώνως προς τον νόμο.

Έχω ικανοποιηθεί λογικά για την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος.

Εξεδόθη από εμένα σήμερα την 22ην ημέρα του Ιουλίου 2003 και ώρα 10.50 π.μ..

(Υπογραφή)..........................................

                                                                Επαρχ. Δικαστής

                                                                      Λεμεσού.»

Το ένταλμα συλλήψεως (το επίδικο ένταλμα) εκτελέσθηκε την ίδια μέρα – 22.7.2003 – η ώρα 13.25.

Στις 28.7.2003 η εφεσείουσα αποτάθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο, με μονομερή αίτηση, για παραχώρηση άδειας για καταχώριση αίτησης προς έκδοση εντάλματος Certiorari για την ακύρωση του επίδικου εντάλματος.

Οι λόγοι για τους οποίους ζητήθηκε το ένταλμα Certiorari  ήταν οι εξής:

(α) Ο σκοπός για τον οποίο ζητήθηκε το επίδικο ένταλμα είναι ασυμβίβαστος και/ή αντίθετος με τις πρόνοιες του αρ. 11.2 (γ) του Συντάγματος και/ή άγνωστος στο Νόμο.

(β) Το επίδικο ένταλμα είναι αναιτιολόγητο και εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση δικαιοδοσίας και/ή του Συντάγματος.

Ο αδελφός μας Δικαστής, ο οποίος επελήφθη πρωτοδίκως της  μονομερούς αίτησης (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) απέρριψε την αίτηση. Έκρινε ότι το επίδικο ένταλμα ήταν αιτιολογημένο. Έθεσε το θέμα ως εξής:

«Ο ισχυρισμός ότι το επίδικο ένταλμα είναι αναιτιολόγητο δεν ευσταθεί. Αναφέρει ο Δικαστής ότι υπάρχει γραπτή μαρτυρία που δημιουργεί εύλογες υποψίες ότι η αιτήτρια ενέχεται σε υπόθεση κλοπής υπό υπαλλήλου του χρηματικού ποσού των £47,656.53 περιουσία του δικηγορικού συλλόγου Λεμεσού και συνάμα σημειώνει: ‘έχω ικανοποιηθεί λογικά για την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος’. Τα πιο πάνω στοιχεία συνιστούν στο σύνολό τους [*1100]ικανοποιητική αιτιολογία για τους σκοπούς έκδοσης του εντάλματος. Τα στοιχεία μαρτυρίας που εξέθεσε στην ένορκη δήλωση του το αστυνομικό όργανο ήταν υπό τις περιστάσεις επαρκώς ικανοποιητικά ώστε να δημιουργούν εύλογη υποψία στο Δικαστή ότι η αιτήτρια πιθανό να ενεχόταν στη διάπραξη του αδικήματος της κλοπής υπό υπαλλήλου. Αναφέρεται μεταξύ άλλων στην ένορκη δήλωση ότι ‘από το λογιστικό έλεγχο που διενεργήθηκε διαπιστώθηκε ότι σύμφωνα με τις αγορές και πωλήσεις χαρτοσήμων και δικηγοροσήμων που έκαμε η ύποπτη κατά το πιο πάνω διάστημα και σύμφωνα με τις καταθέσεις των εισπράξεων που παρουσίαζε η ίδια στο δικηγορικό σύλλογο έπρεπε να είχε αποθέματα στην κατοχή της στις 10.7.2003 χαρτόσημα και δικηγορόσημα συνολικής αξίας £60.791,14 ενώ από τη φυσική καταμέτρηση, τα αποθέματα της ανέρχονταν στις £14.186,84 χωρίς να μπορεί να δικαιολογήσει τη διαφορά.»

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, επίσης, ότι ο σκοπός για τον οποίο εκδόθηκε το επίδικο ένταλμα ήταν η προσαγωγή της εφεσείουσας ενώπιον του Δικαστηρίου. Αυτό - συνέχισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο – αναφέρεται ρητά στο ένταλμα. Πρόσθεσε «ότι τα γεγονότα που το αστυνομικό όργανο εξέθεσε στη δήλωση του προς υποστήριξη του αιτήματος για έκδοση του εντάλματος σύλληψης, συνιστούσαν λόγους (grounds), με βάση των οποίων, θεωρήθηκε ως αναγκαίο ή επιθυμητό το ένταλμα». Πρόσθεσε,επίσης, ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο ενήργησε εν προκειμένω δικαστικά και εντός των πλαισίων της νομιμότητας όπως διαγράφονται στο άρθρο 18(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, σε συνάρτηση προς το άρθρο 11.2 (γ) του Συντάγματος.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ως εξής:

«Η αναφορά στο τέλος της δήλωσης του αστυνομικού οργάνου ότι ζητούσε την έκδοση του εντάλματος σύλληψης για διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων, προφανώς συσχετίζεται προς τον απώτερο πραγματικό στόχο της αστυνομίας χωρίς ωστόσο, να επηρεάζεται η νομιμότητα του εντάλματος, η έκδοση του οποίου, έγινε με βάση συγκεκριμένων γεγονότων και για το σκοπό προσαγωγής της συλληφθείσας ενώπιον Δικαστηρίου.»

Η έφεση.

Εναντίον της πιο πάνω απόφασης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου έχει ασκηθεί η παρούσα έφεση από την εφεσείουσα. Ο κ. Ε. Πουργουρίδης, εκ μέρους της εφεσείουσας, πρόβαλε ένα και μόνο λόγο έφεσης. Υποστήριξε ότι η εκκαλούμενη απόφαση είναι νομικά εσφαλμένη στην ολότητα της. Τούτο γιατί το Πρωτόδικο Δικαστήριο στήριξε την απόφαση του σε άρθρο της Ποινικής Δικονομίας το οποίο καταργήθηκε και/ή δεν έλαβε υπόψη του την ισχύουσα νομοθεσία. Περαιτέρω, το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αποδώσει την δέουσα και/ή καμιά σημασία στους λόγους για τους οποίους η αστυνομία ζήτησε το επίδικο ένταλμα και/ή τις πιθανές συνέπειες στην εγκυρότητα του εντάλματος και περαιτέρω παρέλειψε να ερμηνεύσει και/ή να εφαρμόσει ορθά τις πρόνοιες του αρ. 11 του Συντάγματος.

Στο περίγραμμα αγόρευσης του ο κ. Πουργουρίδης αναφέρθηκε στο αρ. 11.2 (γ)* του Συντάγματος και στα αρ. 18 και 19** του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Υπέβαλε ότι το ένταλμα [*1102]συλλήψεως πρέπει να εκδίδεται με βάση τον τύπο που καθορίζει ο Νόμος. Από δε την ανάγνωση της πρωτόδικης απόφασης – συμπλήρωσε ο κ. Πουργουρίδης – «προκύπτει σαφώς πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο στήριξε την απόφαση του στο αρ. 18 του Κεφ. 155, όπως τούτο ίσχυε πριν από την τροποποίηση του με το αρ. 2 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) του 1996 (Ν 10(Ι)/96) και όχι στο τροποποιηθέν αρ. 18».

Τέλος ο κ. Πουργουρίδης υποστήριξε ότι παραγνωρίστηκε η επί του θέματος σχετική νομολογία η οποία έχει διαμορφωθεί στις υποθέσεις Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207, Σύνδεσμος για Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα (1997) 1 Α.Α.Δ. 1014, Σιακαλλής (Αρ. 1) (2001) 1 Α.Α.Δ. 282, Παναγιώτου, Αίτηση 111/2002/12.12.2002 και Γεωργαλλίδης (2003) 1 Α.Α.Δ. 302.

Η εξουσία για την έκδοση εντάλματος σύλληψης παρέχεται από το αρ. 11.2 (γ) του Συντάγματος και το αρ. 18(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 (όπως έχει τροποποιηθεί με το Νόμο 10(Ι)/96). Οι πιο πάνω διατάξεις καθιστούν δυνατή την έκδοση εντάλματος σύλληψης από το Δικαστήριο αν υπάρχει εύλογη υπόνοια ότι ένα πρόσωπο διέπραξε αδίκημα. Περαιτέρω το αρ. 18(1) προδιαγράφει και τον τρόπο που πρέπει να αποδεικνύεται η ύπαρξης της εύλογης υπόνοιας. Αυτό πρέπει να γίνεται μέσα από γραπτή ένορκη δήλωση η οποία να ικανοποιεί το Δικαστή «ότι υπάρχει εύλογη υπόνοια να πιστεύεται ότι ένα πρόσωπο διέπραξε αδίκημα». Το αρ. 11.3 του Συντάγματος ορίζει ότι το δικαστικό ένταλμα σύλληψης πρέπει να είναι αιτιολογημένο και να εκδίδεται σύμφωνα «προς τους υπό του Νόμου προδιαγεγραμμένους τύπους». Το αρ. 19 του Κεφ. 155 προδιαγράφει τον τύπο, το περιεχόμενο και τη διάρκεια ισχύος του εντάλματος σύλληψης.

Εν όψει των απαιτήσεων του αρ. 11.2 (γ) του Συντάγματος και του αρ. 18(1) του Κεφ. 155 το πρώτο ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο οι λόγοι για τους οποίους ζητήθηκε το ένταλμα, όπως διατυπώθηκαν στην σχετική ένορκη δήλωση (έχει παρατεθεί στη σελ. 2, πιο πάνω) αποκαλύπτουν ή όχι εύλογη υπόνοια ότι η εφεσείουσα διέπραξε αδίκημα όπως απαιτείται από το αρ. 11.2 (γ) του Συντάγματος και το αρ. 18(1) του Κεφ. 155.

Ανάγνωση της σχετικής ένορκης δήλωσης αποκαλύπτει:

(α) Τα αδικήματα για τα οποία η εφεσείουσα εθεωρείτο ύποπτη – κλοπή από υπάλληλο του χρηματικού ποσού των £47,656.53 περιουσία του δικηγορικού συλλόγου Λεμεσού και αδικήματα συγκάλυ[*1103]ψης.

(β) Το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων.

(γ) Τις συνθήκες διάπραξης των.

(δ) Την μαρτυρία επί της οποίας βασίζετο η εύλογη υπόνοια.  Κατονομάζονται 4 μάρτυρες και δίδονται λεπτομέρειες της μαρτυρίας τους.

Έχουμε λάβει υπόψη το περιεχόμενο της εν λόγω ένορκης δήλωσης. Έχουμε την άποψη ότι η σχετική μαρτυρία ήταν από κάθε άποψη επαρκής για απόδειξη του στοιχείου της εύλογης υπόνοιας.  Επομένως η απάντηση στο ερώτημα που θέσαμε είναι καταφατική.

Τα επόμενα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν είναι κατά πόσο,

(α) τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης καθιστούσαν ή όχι την έκδοση του εντάλματος αναγκαία (βλ. Πολυκάρπου, πιο πάνω), και

(β) κατά πόσο το ένταλμα είναι αιτιολογημένο όπως απαιτείται από το αρ. 11.3 του Συντάγματος.

Ως προς το πρώτο ερώτημα έχουμε την άποψη πως οδηγός για τον προσδιορισμό της αναγκαιότητας είναι η φύση και σοβαρότητα των αδικημάτων. Θεωρούμε ότι η σοβαρότητα και η φύση των αδικημάτων καθιστούσαν αναγκαία την έκδοση του επίδικου εντάλματος.

Ως προς το δεύτερο ερώτημα το τί αποτελεί δέουσα αιτιολογία εξαρτάται από τα περιστατικά και τη φύση της υπόθεσης (βλ. Μ.Χ. Δικηγόρος (1993) 1 Α.Α.Δ. 734).

Μια δικαστική απόφαση είναι δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη όταν παρέχει στο Εφετείο τη δυνατότητα να αντιληφθεί τους λόγους για τους οποίους το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην εκκαλούμενη απόφαση (Neophytou v. Police (1981) 2 C.L.R. 195).

Στη σφαίρα του διοικητικού δικαίου η αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης αποτελεί ένα από τους τύπους της πράξης. Στην περίπτωση που μας απασχολεί ο τύπος του εντάλματος προδιαγράφεται από το αρ. 19 του Κεφ. 155. Υπογραμμίζεται ότι το άρθρο αυτό [*1104]απαιτεί «επίσης και βεβαίωση του Δικαστή ότι έχει ικανοποιηθεί λογικά για την ύπαρξη της ανάγκης εκδόσεως του εντάλματος».

Εξέταση του επίδικου εντάλματος αποκαλύπτει ότι συνάδει πλήρως με τις προδιαγραφές του αρ. 19 του Κεφ. 155. Η συμπερίληψη της πιο πάνω βεβαίωσης δεν μπορεί παρά να σημαίνει ότι η αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος προκύπτει από τη φύση και σοβαρότητα του αδικήματος, όπως περιγράφεται στη σχετική ένορκη δήλωση.

Από το κείμενο του επίδικου εντάλματος προκύπτει σαφώς ο λόγος για τον οποίο το Δικαστήριο κατέληξε στην έκδοση του επίδικου εντάλματος. Αυτός είναι η ύπαρξη υπόνοιας για τη διάπραξη αδικήματος από την εφεσείουσα. Ακολουθεί πως η εισήγηση για έλλειψη αιτιολογίας δεν ευσταθεί.

Αναφορικά με την εισήγηση που σχετίζεται με την επίκληση του καταργηθέντος αρ. 18(1) του Κεφ. 155 από το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχουμε την άποψη πως η σχετική επίκληση δεν είχε οποιαδήποτε επίδραση επί του λόγου (ratio)  της εκκαλούμενης απόφασης. Αυτό γιατί τόσο το καταργηθέν όσο και το νέο αρ. 18(1) επιτρέπουν την έκδοση εντάλματος σύλληψης. Αυτό που συντελέσθηκε με το νέο αρ. 18(1) είναι η υιοθέτηση των προνοιών του αρ. 11.3 (γ) του Συντάγματος. Είναι πρόδηλο ότι η εγκυρότητα του επίδικου εντάλματος έχει εξεταστεί με βάσει τις πρόνοιες του αρ. 11.3 (γ). Επομένως η εφεσείουσα δεν μπορεί να οικοδομήσει επί της πιο πάνω αναφοράς.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο