Κωνσταντίνου Δέσποινα ν. Γεώργιου Χαραλάμπους Κωνσταντίνου (2004) 1 ΑΑΔ 1192

(2004) 1 ΑΑΔ 1192

[*1192]1 Ιουλίου, 2004

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

Εφεσείουσα,

v.

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11623)

 

Οικογενειακό Δικαστήριο ― Δικαιοδοσία Οικογενειακού Δικαστηρίου ― Αίτηση παραχώρησης αποκλειστικής χρήσης οικογενειακής κατοικίας ― Δικαστήριο, έχει δικαιοδοσία εφόσον η αίτηση καταχωρείται διαρκούντος του γάμου.

Οικογενειακό Δικαστήριο ― Περιουσιακές σχέσεις συζύγων ― Δικαιοδοσία Οικογενειακού Δικαστηρίου και εφαρμοστέο δίκαιο ― Ερμηνεία του όρου “περιουσιακές σχέσεις” ― Διεκδίκηση μεριδίου της οικογενειακής κατοικίας από τον σύζυγο, μετά τη λύση του γάμου, ανάλογα με τη συνεισφορά του.

Δικαιοδοσία Δικαστηρίου ― Τα γεγονότα με βάση, τα οποία κρίνεται, είναι εκείνα, που συνθέτουν την απαίτηση ― Το Δικαστήριο μπορεί και αυτεπάγγελτα να εξετάζει το θέμα της δικαιοδοσίας σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας.

Η εφεσείουσα-αιτήτρια (η εφεσείουσα) εφεσίβαλε απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία απέρριψε μονομερή αίτησή της εναντίον του εφεσίβλητου, πρώην συζύγου της.  Στόχος της αίτησης η οποία καταχωρήθηκε μετά τη λύση του γάμου, ήταν, ουσιαστικά, η παραχώρηση στην ίδια αποκλειστικής χρήσης της οικογενειακής κατοικίας τους στον Άγιο Παύλο Λευκωσίας αναφορικά με την οποία ισχυρίζετο ότι ήταν απόλυτη ιδιοκτήτρια.  Ο εφεσίβλητος στην ένσταση που καταχώρησε ισχυρίστηκε ότι η επίδικη κατοικία αποτελούσε κοινή περιουσία και των δύο.  Επίσης ισχυρίστηκε ότι είχε συνεισφέρει περισσότερο από την εφεσείουσα για την απόκτηση της κατοικίας και απαίτησε την εγγραφή μεριδίου [*1193]επ’ ονόματί του ανάλογα με την συνεισφορά του. Προς αυτό τον σκοπό καταχώρησε αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο δυνάμει των Άρθρων 2 και 14 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (Ν. 232/91) διεκδικώντας τα δικαιώματά του.

Το Δικαστήριο εξετάζοντας αυτεπάγγελτα το ερώτημα κατά πόσο είχε την καθ’ ύλην δικαιοδοσία για επίλυση των θεμάτων της αίτησης, έδωσε αρνητική απάντηση στο ερώτημα και αποφάνθηκε ότι αποκλειστική αρμοδιότητα είχε το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας.

Η ορθότητα του συμπεράσματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί έλλειψης αρμοδιότητας αμφισβητήθηκε με την παρούσα έφεση.  Ο συνήγορος της εφεσείουσας παρέπεμψε στην Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (1996) 1 Α.Α.Δ. 260 στην οποία όπως το έθεσε – αποφασίστηκε ότι τα Οικογενειακά Δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία να επιληφθούν αιτήσεων παραχώρησης της χρήσης οικογενειακής κατοικίας μετά τη λύση του γάμου, παρά μόνο διαρκούντος του γάμου.  Συνεπώς – κατέληξε – η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν έχει καθ’ ύλην αρμοδιότητα να επιληφθεί της μονομερούς αίτησης της εφεσείουσας είναι εντελώς λανθασμένη.

Ο συνήγορος του εφεσίβλητου, υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση. Υπέβαλε ότι αυτή είναι ευθυγραμμισμένη με τις θέσεις της νομολογίας, όπως έχουν διατυπωθεί στις αποφάσεις του Εφετείου στην Λογγίνου ν. Λογγίνου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1347, Γρηγορίου ν. Γρηγορίου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1461 και Μιχαήλ ν. Γιάγκου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1643.

Το ερώτημα που τέθηκε στην κατ’ έφεση διαδικασία ήταν κατά πόσο οι αξιώσεις της εφεσείουσας εμπίπτουν εντός της δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το βάθρο για την εξέταση του θέματος της δικαιοδοσίας είναι η διαφορά, όπως καθορίζεται στο δικόγραφο, το οποίο προσδιορίζει το επίδικο θέμα και τα γεγονότα που στοιχειοθετούν τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου είναι εκείνα που συνθέτουν την απαίτηση αποκλειστική πηγή αναζήτησης της οποίας είναι η έκθεση απαιτήσεως.

2.  Η δικαιοδοσία των Οικογενειακών Δικαστηρίων ρυθμίζεται από το Άρθρο 11 του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου του [*1194]1990 (Ν. 23/90), όπως έχει τροποποιηθεί με το Άρθρο 3 του Νόμου 26(Ι)/98.

3.  Σύμφωνα με το Άρθρο 11(2)(ε) του Νόμου 23/90 τα Οικογενειακά Δικαστήρια έχουν εξουσία να επιλαμβάνονται υποθέσεων που αφορούν, μεταξύ άλλων, θέματα “περιουσιακών σχέσεων” των συζύγων ή οποιαδήποτε άλλη “γαμική ή οικογενειακή διαφορά”.  Οι αξιώσεις που εγείρονται στο δικόγραφο της εφεσείουσας στην παρούσα υπόθεση, δεν αφορούν θέμα ή διαφορά εντός της έννοιας του Άρθρου 11(2)(ε) του Νόμου 23/90. Επομένως δεν εμπίπτουν εντός της δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου.

4.  Η αξίωση του εφεσίβλητου δυνάμει του Άρθρου 14 του Νόμου 232/91 δεν μπορεί να εντάξει τις αξιώσεις της εφεσείουσας εντός της δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου.

5.  Τα Οικογενειακά Δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία να επιληφθούν αιτήσεων παραχώρησης της χρήσης οικογενειακής κατοικίας μετά τη λύση του γάμου.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα εναντίον του εφεσίβλητου. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της αίτησης.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (1996) 1 Α.Α.Δ. 260,

Λογγίνου ν. Λογγίνου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1347,

Γρηγορίου ν. Γρηγορίου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1461,

Μιχαήλ ν. Γιάγκου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1643,

Βουνού ν. Βουνού (1995) 1 Α.Α.Δ. 168,

Μούρτζινου ν. Global Cruises (1992) 1 A.A.Δ. 1160,

Σάββα ν. Σάββα, Έφεση 168, ημερ. 9.7.2002,

Σάββα ν. Σάββα (Αρ. 2) (2003) 1 Α.Α.Δ. 1025.

Έφεση.

[*1195]

Έφεση από την αιτήτρια κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 17/2/03 (Αρ. Αγωγής 13645/02) με την οποία απορρίφθηκαν, κατόπιν ένστασης του πρώην συζύγου της, τα παραχωρηθέντα μετά από μονομερή αίτησή της διατάγματα για αποκλειστική χρήση από αυτήν της επίδικης κατοικίας επειδή κρίθηκε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν είχε καθ’ ύλη δικαιοδοσία για την έκδοσή τους.

Μ. Μούρος, για την Εφεσείουσα.

Π. Παπαγεωργίου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Οι διάδικοι ήταν αντρόγυνο. Τέλεσαν το γάμο τους στις 29.7.1979. Ο γάμος τους διαλύθηκε την 3.6.2002. Με αγωγή της την οποία καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) στις 18.12.2002 η εφεσείουσα αξίωσε:

(α)   Διάταγμα του Δικαστηρίου που να εμποδίζει τον εφεσίβλητο – πρώην σύζυγο της – από του να επεμβαίνει με οποιοδήποτε τρόπο στην κατοικία της που βρίσκεται στην οδό Στυλλή Γωνία 11 στον Άγιο Παύλο, Λευκωσία (η επίδικη κατοικία) εντός του ακινήτου – Τεμ. 313.

(β)   Διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάσσει τον εφεσίβλητο να μην εισέρχεται στην επίδικη κατοικία «και/ή διαμένει εντός αυτής και/ή να μην παρενοχλεί, επεμβαίνει και/ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο διαταράττει και/ή επεμβαίνει στην ακεραιότητα, ειρήνη και/ή ησυχία της Ενάγουσας».

(γ)   Διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάσσει τον εφεσίβλητο να εγκαταλείψει αμέσως την επίδικη κατοικία.

(δ)   Διάταγμα του Δικαστηρίου που να εμποδίζει τον εφεσίβλητο από του να προκαλεί οχληρία καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην επίδικη κατοικία.

(ε) Αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση του εφεσίβλητου στην [*1196]επίδικη κατοικία καθώς και για τη σχετική οχληρία που προξενείται.

Ύστερα από μονομερή αίτηση της που καταχωρήθηκε την ίδια ημερομηνία – 18.12.2002 – το Πρωτόδικο Δικαστήριο χορήγησε:

(α)   Διάταγμα με το οποίο να εμποδίζεται ο εφεσίβλητος να επεμβαίνει στην επίδικη κατοικία.

(β)   Διάταγμα με το οποίο να εμποδίζεται ο εφεσίβλητος να επεμβαίνει στην επίδικη κατοικία «ή να διαμένει εντός αυτής και/ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο να διαταράττει και/ή επεμβαίνει στην ακεραιότητα, ειρήνη και/ή ησυχία της ενάγουσας».

(γ)   Διάταγμα με το οποίο ο εφεσίβλητος καλείται να εγκαταλείψει αμέσως την επίδικη κατοικία και να μην διαμένει εντός αυτής.

Τα πιο πάνω διατάγματα ήταν επιστρεπτέα για να δοθεί ευκαιρία στον εφεσίβλητο να προβάλει ένσταση.

Στην ένορκη δήλωση της που υποστήριζε την μονομερή αίτηση η εφεσείουσα ισχυρίσθηκε ότι ήταν απόλυτη ιδιοκτήτρια της επίδικης κατοικίας. Ισχυρίσθηκε, επίσης, ότι ο πρώην σύζυγος της – ο εφεσίβλητος – διαμένει στην επίδικη κατοικία και αρνείται να την εγκαταλείψει. Τέλος ισχυρίσθηκε ότι δεν μπορεί να απολαύσει ανενόχλητη την χρήση της κατοικίας της «διότι ο εναγόμενος ασκεί ψυχολογική πίεση εις βάρος της και εκστομίζει ύβρεις εναντίον της».

Ο εφεσίβλητος καταχώρησε ένσταση. Στην ένορκη δήλωση του που υποστήριζε την ένσταση του ισχυρίστηκε ότι η επίδικη κατοικία αποκτήθηκε μετά την τέλεση του γάμου του με την εφεσείουσα και ότι αποτελεί κοινή περιουσία και των δύο. Επίσης ισχυρίσθηκε ότι είχε συνεισφέρει περισσότερο από την εφεσείουσα για την απόκτηση της κατοικίας. Απαίτησε όπως εγγραφεί μερίδιο της κατοικίας στο όνομα του ανάλογα με την συνεισφορά του. Προς αυτό τον σκοπό καταχώρησε αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο δυνάμει των αρ. 2 και 14 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (Ν 232/91) και των αρ. 2, 3, 11, 12(1) (α), 14(β), 15, 16, 17(2) και (3), 18 και 26 του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου του 1990 (Ν 23/90), όπου διεκδικεί τα δικαιώματα του. Περαιτέρω ισχυρίσθηκε ότι δεν ενοχλεί την εφεσείουσα με την συμπεριφορά του και δεν προκαλεί ανησυχία «και/ή οχληρία δι’ οιονδήποτε μέλος της οικογένειας του». Ως εκ τούτου, δεν εμπο[*1197]δίζει την εφεσείουσα από του να απολαύσει ανενόχλητα την χρήση της κατοικίας.

Κατά την ακρόαση της αίτησης το Πρωτόδικο Δικαστήριο ήγειρε αυτεπάγγελτα το ερώτημα κατά πόσο το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας έχει την καθ’ ύλην δικαιοδοσία να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα και κάλεσε και τις δύο πλευρές να αγορεύσουν επί του θέματος.

Αφού άκουσε τους συνήγορους των μερών το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι τα διατάγματα (α) και (γ), πιο πάνω (βλ. σελ. 1196) αφορούν ακίνητη περιουσία η οποία εμπίπτει στην έννοια «περιουσία» όπως καθορίζεται από το άρθρο 2 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμο του 1991 (Ν 232/91). Αυτό γιατί με βάση τα γεγονότα η εν λόγω κατοικία είναι περιουσία που αποκτήθηκε μετά τον γάμο. «Δεν θα μπορούσα – συνέχισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο – να επιληφθώ της υπόθεσης και να καταλήξω σε συμπέρασμα κατά πόσο η ενάγουσα δικαιούται στην έκδοση των διαταγμάτων χωρίς να κάνω ευρήματα σε σχέση με τα ιδιοκτησιακά συμφέροντα και των δύο συζύγων. Δεν επιτρέπεται να προβώ σε τέτοια ευρήματα επειδή αποκλειστική αρμοδιότητα για την επίλυση αυτών των θεμάτων την έχει το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας».

Αναφορικά με το διάταγμα (β) το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο τρόπος με τον οποίο τίθεται το αίτημα δηλαδή σε συνδυασμό με τα περιουσιακά συμφέροντα της εφεσείουσας και όχι αποκλειστικά για λόγους προστασίας της, καταδεικνύει ότι η εφεσείουσα επιχειρεί να εφαρμόσει τα περιουσιακά της δικαιώματα προβάλλοντας την κακή συμπεριφορά του συζύγου της ως αιτία για να το πετύχει αυτό. Ως έχει το επιζητούμενο διάταγμα – κατέληξε το Πρωτόδικο Δικαστήριο – εμπίπτει στις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων.

Η έφεση.

Η ορθότητα του συμπεράσματος του Πρωτόδικου Δικαστηρίου περί έλλειψης αρμοδιότητας αμφισβητήθηκε με την παρούσα έφεση. Υποστηρίχθηκε ότι ήταν εσφαλμένο. Ο κ. Μούρος, εκ μέρους της εφεσείουσας, υπέβαλε ότι πρόκειται για διαφορά μεταξύ προσώπων (της εφεσείουσας από την μια και του εφεσίβλητου από την άλλη) που υπήρξαν νόμιμοι σύζυγοι και ο γάμος τους έχει λυθεί με απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας την 3.6.2002, γεγονός παραδεκτό.

[*1198]

Το ισχυριζόμενο δικαίωμα του εφεσίβλητου – συνέχισε ο κ. Μούρος – στα πλαίσια της αίτησης περιουσιακών διαφορών αρ. 162/02 που καταχώρησε στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας είναι ενοχικό και όχι εμπράγματο. Επομένως η φύση της διαφοράς των διαδίκων εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, το δε Οικογενειακό Δικαστήριο δεν έχει οποιαδήποτε αρμοδιότητα για διαφορές μεταξύ προσώπων που δεν είναι σύζυγοι. Ο ευπαίδευτος συνήγορος παρέπεμψε στην Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (1996) 1 Α.Α.Δ. 260, στην οποία – όπως το έθεσε – αποφασίστηκε ότι τα Οικογενειακά Δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία να επιληφθούν αιτήσεων παραχώρησης της χρήσης οικογενειακής κατοικίας μετά τη λύση του γάμου, παρά μόνο διαρκούντος του γάμου.

Συνεπώς – κατέληξε - η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν έχει καθ’ ύλη αρμοδιότητα να επιληφθεί της μονομερούς αίτησης της ενάγουσας-εφεσείουσας ημερ. 18.12.2002 είναι εντελώς λανθασμένη.

Από την άλλη ο κ. Παπαγεωργίου, εκ μέρους του εφεσίβλητου, υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση. Υπέβαλε ότι αυτή είναι ευθυγραμμισμένη με τις θέσεις της νομολογίας, όπως έχουν διατυπωθεί στις αποφάσεις του Εφετείου στην Λογγίνου ν. Λογγίνου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1347, Γρηγορίου ν. Γρηγορίου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1461 και Μιχαήλ ν. Γιάγκου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1643.

Έχει νομολογηθεί ότι το βάθρο για την εξέταση του θέματος της δικαιοδοσίας είναι η διαφορά, όπως καθορίζεται στο δικόγραφο, το οποίο προσδιορίζει το επίδικο θέμα (Βουνού ν. Βουνού (1995) 1 Α.Α.Δ. 168) και ότι τα γεγονότα που στοιχειοθετούν τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου είναι εκείνα που συνθέτουν την απαίτηση αποκλειστική πηγή αναζήτησης της οποίας είναι η έκθεση απαιτήσεως (Μούρτζινου ν. Global Cruises (1992) 1 A.Α.Δ. 1160).

Εξέταση της απαίτησης της εφεσείουσας, όπως έχει παρατεθεί στην «οπισθογράφηση απαιτήσεως» (βλ. σελ. 1195, 1196, πιο πάνω) αποκαλύπτει δύο αιτίες ή βάσεις αγωγής – την οχληρία και την παράνομη επέμβαση. Από δε τα παραδεκτά γεγονότα της παρούσας υπόθεσης προκύπτει ότι η αγωγή καταχωρήθηκε μετά τη λύση του γάμου.

Το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο οι πιο πάνω αξιώσεις εμπίπτουν εντός της δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστήριου.

Η δικαιοδοσία των Οικογενειακών Δικαστηρίων ρυθμίζεται από το αρ. 11* του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου του 1990 (Ν 23/90), όπως έχει τροποποιηθεί με το αρ. 3 του Νόμου 26(Ι)/98.

Στο αρ. 2 του Νόμου 23/90, όπως έχει τροποποιηθεί με το αρ. 2 του Νόμου 26(Ι)/98, βρίσκουμε τον πιο κάτω ορισμό του όρου «περιουσιακές σχέσεις» τον οποίο συναντούμε στο πιο πάνω αρ. 11(2) (ε) του Νόμου 23/90:

«‘περιουσιακές σχέσεις’ σημαίνει τις σχέσεις που αφορούν κινητή και ακίνητη ιδιοκτησία που αποκτήθηκε με την προοπτική του γάμου πριν ή οποτεδήποτε μετά τη σύναψη του γάμου από οποιοδήποτε από τους συζύγους σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμων του 1991 έως 1998.»

Σύμφωνα με το ενώπιον μας υλικό (βλ. την αίτηση του εφεσίβλητου με αρ. 162/2002 στο Οικογενειακό Δικαστήριο) ο εφεσίβλητος αποτάθηκε στο Οικογενειακό Δικαστήριο για να του αποδοθεί το μέρος εκείνο της αύξησης της περιουσίας της εφεσείουσας «η οποία αποκτήθηκε μετά το γάμο των διαδίκων και η οποία προέρχεται από την άμεση ή/και έμμεση συμβολή του».

Διαζευκτικά και σε σχέση με την επίδικη κατοικία ο εφεσίβλητος αξίωσε:

(α)  Δήλωση του Δικαστηρίου ότι δικαιούται να εγγραφεί ως ιδιοκτήτης κατά 6/10 ή 60% μερίδιο ή κατά οποιοδήποτε άλλο μερίδιο ήθελε κρίνει το Δικαστήριο επί της επίδικης κατοικίας.

(β)  Διάταγμα του Δικαστηρίου όπως εγγραφεί ως ιδιοκτήτης κατά 60% μερίδιο ή και οποιοδήποτε άλλο μερίδιο ήθελε κρίνει το Δικαστήριο επί της επίδικης καταδίκης.

Νομικό βάθρο των πιο πάνω αξιώσεων του εφεσίβλητου είναι το αρ. 14* του πιο πάνω Νόμου 232/91.

Οι όροι «περιουσία» και «συνεισφορά» που συναντούμε στο αρ. 14(1) και (2) του Νόμου 232/91, αντιστοίχως, έχουν ως εξής:

«‘περιουσία’ σημαίνει την κινητή και ακίνητη περιουσία η οποία αποκτήθηκε μετά τη σύναψη του γάμου από οποιοδήποτε από τους συζύγους.

‘συνεισφορά’ σημαίνει την οποιασδήποτε μορφής συνεισφορά των συζύγων στην απόκτηση ή τη δημιουργία περιουσίας και περιλαμβάνει τη φροντίδα της οικογενειακής εστίας και των μελών της οικογένειας.»

Σύμφωνα με το πιο πάνω αρ. 11(2) (ε) του Νόμου 23/90 τα Οικογενειακά Δικαστήρια έχουν εξουσία να επιλαμβάνονται υποθέσεων που αφορούν, μεταξύ άλλων, θέματα «περιουσιακών σχέσεων» των συζύγων ή οποιαδήποτε άλλη «γαμική ή οικογενειακή διαφορά».  Έχουμε την άποψη πως οι αξιώσεις που εγείρονται με το δικόγραφο της εφεσείουσας δεν αφορούν με κανένα τρόπο «θέμα περιουσιακών σχέσεων των συζύγων ή οποιαδήποτε άλλη γαμική ή οικογενειακή διαφορά» εντός της έννοιας του αρ. 11(2) (ε) του Νόμου 23/90. Επομένως δεν εμπίπτουν εντός της δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Έπεται πως η κρίση του Πρωτόδικου Δι[*1201]καστηρίου περί του αντιθέτου είναι εσφαλμένη.

Το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος διεκδικεί μέρος της επίδικης κατοικίας δεν είναι ικανό να εντάξει τις επίδικες αξιώσεις της εφεσείουσας εντός της δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου.  Οι σχετικές αξιώσεις του εφεσίβλητου, οι οποίες βασίζονται επί του αρ. 14 του Νόμου 232/91, εμπίπτουν εντός της δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου (βλ. αρ. 2 του Νόμου 232/91 (ορισμός του όρου «Δικαστήριο») και 14).  Σε περίπτωση που ο εφεσίβλητος πετύχει στην αξίωση του θα τύχει των θεραπειών που προβλέπονται από το Νόμο 232/91.

Σύμφωνα με το Πρωτόδικο Δικαστήριο οι αξιώσεις του εφεσίβλητου καθιστούσαν αναγκαία την διατύπωση δικαστικής κρίσης επί των ιδιοκτησιακών συμφερόντων των διαδίκων. Παρατηρούμε ότι οι σχετικές αξιώσεις του εφεσίβλητου βασίζονται επί του αρ. 14 του Νόμου 232/91.  Ωστόσο τέτοια κρίση δεν χρειάζεται να διατυπωθεί δυνάμει του αρ. 14 του Νόμου 232/91. Αυτό γιατί σε τέτοια διαδικασία το Οικογενειακό Δικαστήριο δεν καλείται να αποφασίσει επί των ιδιοκτησιακών συμφερόντων των συζύγων αλλά καλείται να αποφασίσει επί του κατά πόσο ο αιτητής σύζυγος έχει συμβάλει με οποιοδήποτε τρόπο στην αύξηση της περιουσίας της οποίας ιδιοκτήτης είναι ο άλλος σύζυγος. Περαιτέρω το Οικογενειακό Δικαστήριο καλείται να αποδώσει στον αιτητή σύζυγο το μέρος της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή.

Επομένως η αξίωση του εφεσίβλητου δυνάμει του αρ. 14 του Νόμου 232/91 δεν μπορεί να εντάξει τις πιο πάνω αξιώσεις της εφεσείουσας εντός της δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου.

Υπάρχει ακόμα μια παράμετρος της παρούσας υπόθεσης η οποία αποκλείει την ανάληψη δικαιοδοσίας από το Οικογενειακό Δικαστήριο. Αυτή σχετίζεται με τη λύση του γάμου.  Η επίδικη διαφορά αφορά την περίοδο μετά τη λύση του γάμου. Έχει νομολογηθεί ότι σε σχέση με διαφορές που αφορούν την περίοδο μετά τη λύση του γάμου το Οικογενειακό Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία.    Σχετική είναι η απόφαση στην Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (1996) 1 Α.Α.Δ. 260 στην οποία η σύζυγος, μετά τη λύση του γάμου, ζήτησε την παραχώρηση αποκλειστικής χρήσης κατοικίας που ήταν η οικογενειακή στέγη και συνιδιοκτησία των δύο συζύγων. Η αιτήτρια σύζυγος ισχυρίσθηκε ότι παρά την έκδοση διαζυγίου, «συνεχίζεται η συνοίκηση όλων στο επίδικο σπίτι». Η κατάσταση αυτή ήταν, σύμφωνα με την αιτήτρια, ανυπόφορη και «καθιστά επιτακτική την έκδοση του προσωρινού διατάγματος». Το Οικογενειακό Δικαστήριο [*1202]έκρινε, ανάμεσα σ’ άλλα, ότι η σχετική αίτηση δεν μπορούσε να υποβληθεί μετά τη λύση του γάμου.  Η αιτήτρια εφεσίβαλε την απόφαση. Το Εφετείο υπέδειξε ότι όλοι οι λόγοι έφεσης «κατατείνουν στη διαμόρφωση ενός μόνο ερωτήματος: κατά πόσον είναι δυνατή η προσφυγή στο δικαστήριο και η παροχή θεραπείας μετά την οριστική λύση του γάμου, δεδομένου ότι, όπως κρίθηκε με την απόφαση Βουνού ν. Βουνού (1995) 1 Α.Α.Δ. 168, το δικαστήριο μπορεί να επεκτείνει την ισχύ των διαταγμάτων του και μετά το διαζύγιο».

Το Εφετείο κατέληξε ως εξής:

«Δεν είναι δυνατό το αίτημα θεραπείας του Άρθρου 17 να μπορεί να γίνει σε απροσδιόριστο χρόνο ανεξάρτητα από την ύπαρξη του γάμου. Μια τέτοια ερμηνεία θα προσέκρουε και σε άλλες διατάξεις που προβλέπουν για οριστική επίλυση των περιουσιακών διαφορών. Εξάλλου τη δυνατότητα για θεραπεία δημιουργεί η διάσταση των συζύγων που γεννά άμεσα τις ανάγκες δικαστικής προστασίας για αντιμετώπιση της ρήξης.

Γι’ αυτούς τους λόγους το πρωτόδικο δικαστήριο δεν είχε αρμοδιότητα να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα ούτε ύστερα από μονομερές διάβημα ούτε στην κύρια αίτηση.»

Στην παρούσα υπόθεση – όπως και στη Χριστοδούλου (πιο πάνω) – στην ουσία η εφεσείουσα αξίωσε αποκλειστική χρήση της επίδικης κατοικίας.  Η διεκδίκηση της αξίωσης της στο Οικογενειακό Δικαστήριο θα προσέκρουε στα νομολογηθέντα στη Χριστοδούλου (πιο πάνω). Ορθά λοιπόν αποτάθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Βλ. και Σάββα ν. Σάββα, Έφεση 168/9.7.02 στην οποία ο εφεσείων καταχώρησε αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο αξιώνοντας από την εφεσίβλητη – πρώην σύζυγο του – κατοχή ενός καταστήματος εγγεγραμμένου στο όνομα του και χρησιμοποιούμενου από την εφεσίβλητη. Το Εφετείο έκρινε ότι ορθά το Οικογενειακό Δικαστήριο αρνήθηκε την ανάληψη δικαιοδοσίας γιατί, ανάμεσα σ’ άλλα, «επί διαφορών που αφορούσαν την περίοδο μετά τη λύση του γάμου και την επίλυση των περιουσιακών διαφορών δεν είχε πλέον δικαιοδοσία το Οικογενειακό Δικαστήριο». Βλ., επίσης, Σάββα ν. Σάββα (Αρ. 2) (2003) 1 Α.Α.Δ. 1025 στην οποία το Εφετείο έκρινε ότι ορθά το Οικογενειακό Δικαστήριο αρνήθηκε την ανάληψη δικαιοδοσίας σε αίτηση του συζύγου με την οποία ζητούσε όπως η εφεσίβλητη – πρώην σύζυγος του – του καταβάλει το ήμισυ της ενοικιαστικής αξίας της συζυγικής οικίας της οποίας οι δύο σύζυγοι ήσαν ιδιοκτήτες κατά εν δεύτερο έκαστος και της οποίας η σύζυγος είχε την αποκλειστική χρήση δυνάμει δικαστικού διατάγματος που είχε [*1203]εκδοθεί πριν από τη λύση του γάμου.

Το Εφετείο έθεσε το θέμα ως εξής:

«Με τη λύση του γάμου λήγει και η ισχύς του διατάγματος αποκλειστικής χρήσης. Οποιοδήποτε δικαίωμα του αποκλεισθέντος συζύγου σε αποζημίωση δεν μπορεί να εντάσσεται πλέον στα πλαίσια του άρθρου 17(1), και αν ακόμα αυτό παρείχε δικαίωμα σε αποζημίωση, παρά μόνο στις γενικότερες αρχές δικαίου και στη δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων.»

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτυγχάνει. Η αίτηση για προσωρινό διάταγμα παραπέμπεται στο Πρωτόδικο Δικαστήριο για να κριθεί επί τους ουσίας της. Ο εφεσίβλητος να πληρώσει στην εφεσείουσα τα έξοδα της έφεσης. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της αίτησης για προσωρινό διάταγμα.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα εναντίον του εφεσίβλητου. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της αίτησης.

 

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο