Lapertas Fisheries Ltd και Άλλοι ν. Παναγιώτη Ζαβρού (2004) 1 ΑΑΔ 1261

(2004) 1 ΑΑΔ 1261

[*1261]5 Ιουλίου, 2004

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

1. LAPERTAS FISHERIES LTD,

2. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Π. ΛΑΠΕΡΤΑ,

3. KATHLEEN M. MOHSENI,

Εφεσείοντες,

v.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΖΑΡΒΟΥ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11512)

 

Συμβάσεις ― Σύμβαση για αγορά με ιδιωτική τοποθέτηση μετοχών εταιρείας η οποία επρόκειτο να εισαχθεί στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου ― Κατά πόσο η εταιρεία είχε παραβεί ουσιώδη όρο της σύμβασης όταν δεν υπέβαλε αίτηση για εισαγωγή των τίτλων της στο Χρηματιστήριο ούτε και κατάθεσε το ενημερωτικό της δελτίο.

Αποζημιώσεις ― Ειδικές αποζημιώσεις ― Πρέπει να εξειδικεύονται λεπτομερώς στα δικόγραφα και να αποδεικνύονται με μαρτυρία.

Έξοδα ― Αποτέλεσμα της δίκης ― Έξοδα κατά κανόνα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης, εκτός αν συντρέχουν γεγονότα που δικαιολογούν απόκλιση από τον κανόνα.

Ο εφεσίβλητος υπέγραψε αίτηση για απόκτηση με ιδιωτική τοποθέτηση 25.000 μετοχών στο κεφάλαιο των εφεσειόντων συνολικής αξίας £10.000.  Η αίτηση περιείχε όρο σύμφωνα με τον οποίο, ανκαι σκοπός της εταιρείας των εφεσειόντων ήταν η εισαγωγή των μετοχών της στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, οι εφεσείοντες δεν εγγυούνταν την εξέλιξη αυτή, παρ’ όλον ότι αναλάμβαναν να καταχωρήσουν στο Χρηματιστήριο το ενημερωτικό τους δελτίο μέχρι τις 28.2.2000.  Ο εφεσίβλητος είχε επίσης ενημερωθεί για την κατάσταση των εφεσειόντων και τους διάφορους κινδύνους οι οποίοι είχαν αρνητική επίδραση στην απόδοση της εταιρείας και στη δυνατότητα εισαγωγής της στο Χρηματιστήριο.

[*1262]Οι εφεσείοντες δεν υπέβαλαν την αίτηση για εισαγωγή των τίτλων τους στο Χρηματιστήριο, ούτε και κατάθεσαν το ενημερωτικό τους δελτίο.

Ο εφεσίβλητος κατέβαλε το ποσό των £10.000 στις 17.1.2000.  Με επιστολή του ημερ. 29.11.2000 απαίτησε την επιστροφή των χρημάτων του. Τελικά καταχώρησε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο το οποίο αποφάσισε ότι η υποχρέωση υποβολής αίτησης για εισαγωγή των τίτλων των εφεσειόντων στο Χρηματιστήριο καθώς και η υποχρέωση κατάθεσης ενημερωτικού δελτίου μέχρι τις 28.2.2000 συνιστούσε ουσιώδη όρο της συμφωνίας, τον οποίον δεν εκπλήρωναν οι εφεσείοντες.  Το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου για ποσό £10.000, με νόμιμο τόκο και έξοδα.  Η αγωγή εναντίον των εναγομένων 2 και 3, διοικητικών συμβούλων των εφεσειόντων, η οποία στηριζόταν στις πρόνοιες του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (Τροποποιητικό) (Αρ. 4) Νόμο του 2000, Ν. 42(Ι)/2000, απορρίφθηκε.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση, προσβάλλοντας ως εσφαλμένη τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπήρξε συμβόλαιο που προνοούσε υποχρέωση καταχώρησης αίτησης για εισαγωγή στο Χρηματιστήριο.  Το επιχείρημά τους εστηρίζετο στο γεγονός ότι η πρόταση έγινε το Δεκέμβριο του 1999, ενώ ουσιαστικά η σύμβαση εκτελέστηκε και από τις δύο πλευρές με την έκδοση και παράδοση των μετοχών στον εφεσίβλητο.  Οι εφεσείοντες υποστήριξαν επίσης ότι στην πρωτόδικη απόφαση δεν προσδιορίζεται από που πηγάζει η συμβατική υποχρέωση επιστροφής των χρημάτων που κατέβαλε ο εφεσίβλητος, ούτε δικογραφήθηκαν ή αποδείχθηκαν οι οποιεσδήποτε ειδικές ζημιές, όπως θα έπρεπε.  Τέλος οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο δεν έδωσε έξοδα υπέρ των εναγομένων 2 και 3, εναντίον των οποίων η αγωγή απορρίφθηκε, επειδή εκπροσωπήθηκαν από τον ίδιο δικηγόρο.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Δεν αποδείχθηκαν οι προϋποθέσεις που έπρεπε να αποδειχθούν ούτως ώστε η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για παράβαση ουσιώδους όρου της σύμβασης να θεωρηθεί ορθή.

2.  Αν ήταν σωστή η διαπίστωση ότι παραβιάστηκε ουσιώδης όρος της σύμβασης, τότε το αναίτιο μέρος, δηλαδή ο εφεσίβλητος, θα έπρεπε να αποδείξει και τη ζημιά την οποία υπέστη.  Δεν  εξυπακούεται, χωρίς περαιτέρω απόδειξη του ύψους της κατ’ ισχυρισμόν ζημιάς, ότι ο ενάγων-εφεσίβλητος υπέστη ζημιά ίση με την αξία των μετοχών [*1263]που αγόρασε.

3.  Χαρακτηριστικό των πιο πάνω είναι και το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος, παρά την υπέρ του δικαστική απόφαση για το ποσό που κατέβαλε, παραμένει ιδιοκτήτης των μετοχών οι οποίες εξακολουθούν να είναι εγγεγραμμένες επ’ ονόματί του.

4.  Οι εφεσείοντες 2 και 3 είχαν εναχθεί υπό την εταιρική τους ιδιότητα και αφού η αγωγή εναντίον τους απορρίφθηκε, δικαιούνται να μην επιβαρυνθούν με τα έξοδα της διαδικασίας.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα εναντίον

του εφεσίβλητου και υπέρ των εφεσειόντων, τόσο κατ’ έφεση, όσο και πρωτοδίκως.

Έφεση.

Έφεση από την εναγόμενη εταιρεία 1 και εναγομένους 2 &�3 - διοικητικούς της συμβούλους κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας που δόθηκε στις 30/9/02 (Αρ. Αγωγής 1872/01) με την οποία επιδίκασε υπέρ του ενάγοντα και εναντίον των εναγομένων ποσό £10.000 πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα το οποίο ο εναγόμενος τους κατέβαλε, προς απόκτηση 25.000 μετοχών τους αφού έκρινε ότι η παράλειψη των εναγομένων να υποβάλουν αίτηση για εισαγωγή των τίτλων τους στο Χρηματιστήριο και η μη έγκαιρη κατάθεση του ενημερωτικού τους δελτίου συνιστούσε αθέτηση της μεταξύ των μερών συμφωνίας.

Π. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες.

Αλ. Αλεξάνδρου για Κούσιο και Κορφιώτη, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Δικαστής Νικολαΐδης.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες είναι εταιρεία εγγεγραμμένη σύμφωνα με τον περί Εταιρειών Νόμο, Κεφ.113, με έδρα την επαρχία Λάρνακας. Στις 13.12.1999 ο εφεσίβλητος υπέγραψε αίτηση για απόκτηση 25.000 μετοχών στο κεφάλαιο των εφεσειόντων. Οι μετοχές, συνολικής αξίας £10.000, ήταν μέρος ιδιωτικής τοποθέτησης και υπόκεινταν στους όρους και κανονισμούς του καταστατι[*1264]κού της εταιρείας των εφεσειόντων. Σύμφωνα με τον όρο της αίτησης που υπέγραψε ο εφεσίβλητος, άνκαι σκοπός της εταιρείας ήταν η εισαγωγή των μετοχών της στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, οι εφεσείοντες δεν εγγυούνταν την εξέλιξη αυτή, παρ’ όλον ότι αναλάμβαναν να καταχωρήσουν στο Χρηματιστήριο το ενημερωτικό τους δελτίο μέχρι τις 28.2.2000.

Ο εφεσίβλητος είχε επίσης ενημερωθεί για την κατάσταση των εφεσειόντων και τους διάφορους κινδύνους οι οποίοι, από μόνοι τους ή όλοι μαζί, είχαν αρνητική επίδραση στην απόδοση της εταιρείας και στη δυνατότητα εισαγωγής της στο Χρηματιστήριο.

Οι εφεσείοντες δεν υπέβαλαν την αίτηση για εισαγωγή των τίτλων τους στο χρηματιστήριο αξιών, ούτε και κατάθεσαν το ενημερωτικό τους δελτίο.

Ο εφεσίβλητος, ο οποίος, προς εκπλήρωση των υποχρεώσεών του κατέβαλε το ποσό των £10.000 στις 17.1.2000, σε μεταγενέστερο στάδιο και συγκεκριμένα με επιστολή του ημερ. 29.11.2000, απαίτησε επιστροφή των χρημάτων του. Τελικά προσέφυγε στο Επαρχιακό Δικαστήριο, το οποίο αποφάσισε ότι η υποχρέωση υποβολής αίτησης για εισαγωγή των τίτλων των εφεσειόντων στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, καθώς και η αναληφθείσα υποχρέωση κατάθεσης ενημερωτικού δελτίου μέχρι τις 28.2.2000, συνιστούσε ουσιώδη όρο της συμφωνίας, τον οποίο οι εφεσείοντες δεν εκπλήρωσαν. Έτσι εξέδωσε απόφαση υπέρ του εφεσιβλήτου και εναντίον των εφεσειόντων για ποσό £10.000, με νόμιμο τόκο και έξοδα. Συνάμα απέρριψε την αγωγή εναντίον των εναγομένων 2 και 3, διοικητικών συμβούλων των εφεσειόντων, η οποία στηριζόταν στις πρόνοιες του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (Τροποποιητικό) (Αρ.4) Νόμο του 2000, Ν.42(Ι)/2000.

Με την παρούσα έφεση οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι υπήρξε συμβόλαιο που προνοούσε υποχρέωση καταχώρησης αίτησης για εισαγωγή στο Χρηματιστήριο ήταν λανθασμένη. Στηρίζουν το επιχείρημά τους στο γεγονός ότι η πρόταση έγινε το Δεκέμβριο του 1999, ενώ ουσιαστικά η σύμβαση εκτελέστηκε και από τις δύο πλευρές με την έκδοση και παράδοση των μετοχών στον εφεσίβλητο. Συνεπώς δεν μπορεί, πάντα κατά τους εφεσείοντες, να θεωρηθεί ότι υπήρξε αθέτηση της συμφωνίας για την παράλειψή τους να καταχωρήσουν το ενημερωτικό τους δελτίο που έπρεπε, εν πάση περιπτώσει, να κατατεθεί αργότερα και δη μέχρι τις 28.2.2000. Επίσης υποστηρίζεται ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να σχολιάσει τους όρους 7, 8, 9 και 10 της [*1265]αίτησης που υπέγραψε ο εφεσίβλητος, οι οποίοι ουσιαστικά απαλλάσσουν τους εφεσείοντες από οποιαδήποτε ευθύνη σε περίπτωση αδυναμίας τους να ενταχθούν στο Χρηματιστήριο.

Ακόμα σημειώνεται από τους εφεσείοντες ότι στην απόφαση δεν προσδιορίζεται από πού πηγάζει η συμβατική υποχρέωση επιστροφής των χρημάτων που κατέβαλε ο εφεσίβλητος. Υποστηρίζεται ότι ακόμα κι’ αν θεωρηθεί ότι υπήρξε παράβαση ουσιώδους όρου, οι οποιεσδήποτε ειδικές ζημιές θα έπρεπε, όχι μόνο να δικογραφηθούν, αλλά και να αποδειχθούν με την αναγκαία λεπτομέρεια, πράγμα το οποίο δεν έχει γίνει.

Θα πρέπει κατ’ αρχάς να λεχθεί ότι άνκαι οι όροι 6, 7, 8, 9 και 10 ουσιαστικά απαλλάσσουν τους εφεσείοντες από την υποχρέωση ένταξής τους στο Χ.Α.Κ., η υποχρέωσή τους να καταχωρήσουν το ενημερωτικό δελτίο μέχρι τις 28.2.2000 παραμένει. Όμως, παρ’ όλα αυτά, πολλά μένουν να αποδειχθούν για να θεωρηθεί ότι η αθέτηση αυτής της υποχρέωσης συνιστούσε παράβαση ουσιώδους όρου της συμφωνίας. Στην πραγματικότητα κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι η εισαγωγή των μετοχών των εφεσειόντων στο Χρηματιστήριο, ήταν προϋπόθεση της σύναψης της συμφωνίας. Όμως, ένα τέτοιο συμπέρασμα ουσιαστικά αντικρούεται από τη ρητή απαλλαγή των εφεσειόντων στην περίπτωση που οι μετοχές τους δεν εισαχθούν στο Χρηματιστήριο. Πώς είναι, με άλλα λόγια, δυνατόν, από τη μια οι εφεσείοντες να απαλλάσσονται της υποχρέωσής τους για ένταξη και από την άλλη να θεωρείται ουσιώδης όρος η υποβολή ενημερωτικού δελτίου.

Είναι αλήθεια ότι από την έκθεση απαίτησης συνάγεται ότι η απαίτηση του εφεσιβλήτου βασίζεται κυρίως στο Νόμο 42(Ι)/2000 και μόνο επικουρικά προωθείται ισχυρισμός για αθέτηση της συμφωνίας. Το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι ο Νόμος 42(Ι)/2000 δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής για τους εναγόμενους 2 και 3 και επί του σημείου αυτού δεν έχει ασκηθεί έφεση. Εν πάση περιπτώσει, θα πρέπει να σημειωθεί και το ότι το άρθρο 3(1) του Νόμου 42(Ι)/2000 είχε κριθεί αντισυνταγματικό στην υπόθεση Lapertas Fisheries Ltd κ.ά. ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 335.

Πολλά μπορούν να λεχθούν για τις προϋποθέσεις που έπρεπε να αποδειχθούν ούτως ώστε η διαπίστωση του Δικαστηρίου για παράβαση ουσιώδους όρου να θεωρηθεί ορθή. Για παράδειγμα, θα έπρεπε να είχε εξεταστεί ποιες υποχρεώσεις πηγάζουν από τη σύμβαση, ποιος όρος που νομιμοποιεί το αναίτιο μέρος να αξιώσει αποζημιώσεις παραβιάστηκε και κυρίως, κατά πόσο η παράλειψη των εφε[*1266]σειόντων να καταχωρήσουν ενημερωτικό δελτίο συνιστά παράβαση όρου της σύμβασης, νοουμένου ότι η σύμβαση είχε ήδη εκτελεστεί. Πολλά τα ερωτήματα. Ήταν, για παράδειγμα, ο όρος αυτός προϋπόθεση ή αίρεση για την υλοποίηση της σύμβασης; Τίποτε από όλα αυτά δεν έχει αποδειχθεί.

Όμως, δεν υπάρχει λόγος να εξετάσουμε αυτά τα ερωτήματα σε βάθος για έναν απλό λόγο. Το Δικαστήριο και μάλιστα χωρίς καμιά αιτιολόγηση, επιδίκασε υπό μορφή αποζημιώσεων στον ενάγοντα-εφεσίβλητο ποσό £10.000 που ουσιαστικά αντιστοιχούσε στο ποσό που κατέβαλε για αγορά των μετοχών. Αν ήταν σωστή η διαπίστωση ότι παραβιάστηκε ουσιώδης όρος της σύμβασης, τότε το αναίτιο μέρος, δηλαδή ο εφεσίβλητος, θα έπρεπε να αποδείξει και τη ζημιά την οποία υπέστη. Δεν εξυπακούεται, χωρίς περαιτέρω απόδειξη του ύψους της κατ’ ισχυρισμόν ζημιάς, ότι ο ενάγων-εφεσίβλητος υπέστη ζημιά ίση με την αξία των μετοχών που αγόρασε. Κατ’ αρχάς θα πρέπει να υπήρχε μαρτυρία για την αξία των μετοχών κατά το χρόνο αθέτησης της σύμβασης, αφού ο εφεσίβλητος θα δικαιούταν, στην περίπτωση αθέτησης από τους αντισυμβαλλόμενούς του, τη ζημιά που υπέστη, βασικό μέρος της οποίας ήταν η διαφορά μεταξύ της τιμής αγοράς των μετοχών κατά το χρόνο υπογραφής της σύμβασης και της αξίας τους κατά το χρόνο αθέτησης της σύμβασης. Χαρακτηριστικό των πιο πάνω είναι και το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος, παρά την υπέρ του δικαστική απόφαση για το ποσό που κατέβαλε, παραμένει ιδιοκτήτης των μετοχών και οι οποίες εξακολουθούν να είναι εγγεγραμμένες επ’ ονόματί του.

Εν όψει των πιο πάνω, καταλήγουμε ότι η έφεση ευσταθεί και συνεπώς η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου θα πρέπει να παραμεριστεί.

Οι εφεσείοντες προσβάλλουν επίσης και την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μη δώσει έξοδα υπέρ των εναγομένων 2 και 3, διοικητικών συμβούλων των εφεσειόντων, εναντίον των οποίων η αγωγή απορρίφθηκε για τους λόγους που είπαμε πιο πάνω. To Δικαστήριο κατέληξε ότι άνκαι οι εφεσείοντες 2 και 3 απαλλάχτηκαν, το γεγονός ότι εκπροσωπήθηκαν από τον ίδιο δικηγόρο δεν έδιδε το δικαίωμα στο Δικαστήριο να τους καταλογίσει έξοδα.

Και ο λόγος αυτός ευσταθεί. Οι εφεσείοντες 2 και 3 είχαν εναχθεί υπό την εταιρική τους ιδιότητα και ασφαλώς, αφού η αγωγή εναντίον τους απορρίφθηκε, δικαιούνται να μην επιβαρυνθούν με τα έξοδα της διαδικασίας.

[*1267]Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται, με έξοδα εναντίον του εφεσιβλήτου και υπέρ όλων των εφεσειόντων, τόσο κατ’ έφεση, όσο και πρωτοδίκως.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα εναντίον του εφεσίβλητου και υπέρ των εφεσειόντων, τόσο κατ’ έφεση, όσο και πρωτοδίκως.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο