Κυπριανού Αμβρόσιος ν. Ευριδίκης Βασιλείου (2004) 1 ΑΑΔ 1320

(2004) 1 ΑΑΔ 1320

[*1320]19 Ιουλίου, 2004

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΕΥΡΙΔΙΚΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,

Εφεσίβλητης.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11463)

 

Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Έκθεση απαιτήσεως ― Εφόσον στοχειοθετούνται τα ουσιώδη γεγονότα τα οποία περιβάλλουν την απαίτηση είναι παραδεκτή η παροχή αρμόζουσας θεραπείας άσχετα από το ακριβές νομικό πέπλο κάτω από το οποίο τίθεται η απαίτηση.

Αγωγή ― Αγώγιμο δικαίωμα ― Συναρτάται με τα γεγονότα τα οποία το στοιχειοθετούν και όχι με το χαρακτηρισμό που του αποδίδεται.

Με την αγωγή του ο εφεσείων αξίωσε από την εφεσίβλητη το ποσό των Λ.Κ.22.000 «δυνάμει γραμματίου και/ή γραμματίου συνήθους τύπου και/ή συναλλαγματικής και/ή δανείου και/ή συμφωνίας και/ή εγγράφου αναγνωρίσεως χρέους ημερομηνίας 11.3.94 έναντι νομίμου ανταλλάγματος». Αξίωσε επίσης, «τόκο 9% επί του πιο πάνω ποσού από 11.3.94 μέχρις εξοφλήσεως ή την εκατοστιαία μονάδα τόκου την οποία το σεβαστό Δικαστήριο θεωρεί δίκαιη υπό τις περιστάσεις».

Η εκδοχή της εφεσίβλητης ήταν ότι το εν λόγω έγγραφο ήταν προϊόν πλαστογραφίας και παραποίησης εγγράφου.

Στο στάδιο των τελικών αγορεύσεων ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ο συνήγορος του εφεσείοντος περιόρισε την αξίωσή του σε γραμμάτιο συνήθους τύπου.  Για τον λόγο αυτό το πρωτόδικο Δικαστήριο έθεσε το ερώτημα κατά πόσο το έγγραφο ημερ. 11.3.94 (το επίδικο έγγραφο) είναι γραμμάτιο συνήθους τύπου. Ο συνήγορος του εφεσείοντος απάντησε καταφατικά.

[*1321]Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή αφού έκρινε ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι το επίδικο γραμμάτιο είναι γραμμάτιο συνήθους τύπου.

Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πιο πάνω κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Έχει επίσης έντονα αμφισβητηθεί το μέρος της εκκαλούμενης απόφασης με το οποίο η αξίωση του εφεσείοντος φέρεται να είχε περιοριστεί σε γραμμάτιο συνήθους τύπου.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η ενασχόληση του πρωτόδικου Δικαστηρίου μόνο με την υπεράσπιση της εφεσίβλητης σε αξίωση δυνάμει γραμματίου συνήθους τύπου δεν ήταν αρκετή.

2.  Με δεδομένα: (α) τον προσδιορισμό των γεγονότων στο σώμα της έκθεσης απαίτησης τα οποία στοιχειοθετούν την πιο πάνω αξίωση του εφεσείοντος και (β) τη σχετική μαρτυρία αναφορικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες η εφεσίβλητη πήρε το επίδικο ποσό από τον εφεσείοντα, το Δικαστήριο έπρεπε να είχε αξιολογήσει το σύνολο της μαρτυρίας, να είχε προβεί στα σχετικά ευρήματά του και να είχε αποφανθεί επί της εγκυρότητας της αξίωσης του εφεσείοντος με βάση τους ισχυρισμούς της έκθεσης απαιτήσεως και της μαρτυρίας την οποία θα έκρινε αξιόπιστη, άσχετα από το χαρακτηρισμό του αγώγιμου δικαιώματος. Το Δικαστήριο όμως δεν ενήργησε ως ανωτέρω.  Επομένως ζωτικό θέμα δεν έχει τύχει οποιουδήποτε χειρισμού, παράλειψη που καθιστά αναπόφευκτη την επανεκδίκαση της υπόθεσης. Η επανεκδίκαση θα καλύψει μόνο τις αιτίες αγωγής τις οποίες επικαλέσθηκε ο εφεσείων ήτοι «δυνάμει γραμματίου και/ή συναλλαγματικής και/ή δανείου και/ή συμφωνίας και/ή εγγράφου αναγνωρίσεως χρέους ημερ. 11.3.94».

Παρά την πιο πάνω κατάληξή του το Εφετείο εξέτασε τους λόγους έφεσης που σχετίζονται με την ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία κρίθηκε ότι το επίδικο γραμμάτιο δεν είναι γραμμάτιο συνήθους τύπου, με στόχο να είναι αποσαφηνισμένο το θέμα της φύσεως του γραμματίου κατά την επανεκδίκαση και να μην καταστεί επίδικο στο μέλλον. Το Εφετείο επικύρωσε και υιοθέτησε την πρωτόδικη κατάληξη επί του θέματος αυτού.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα εναντίον της [*1322]εφεσίβλητης. Διατάχθηκε επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας και τα έξοδα της επανεκδίκασης θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της επανεκδίκασης.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Χρυσάνθου ν. Παγκρατίου (1998) 1 Α.Α.Δ. 675,

Kennedy Hotels Ltd v. Indirdjian (1992) 1 A.A.Δ. 400,

Maison Jenny Ltd v. Krashias Footwear Industry Ltd, Πολιτική Έφεση 10881, ημερ. 24.7.2002,

Γεωργίου ν. Γεωργίου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1592,

Stylianou v. Papacleovoulou (1982) 3 C.L.R. 542,

Frederickou Schools Co. Ltd a.ο. v. Acuac Inc., Πολιτικές Εφέσεις 8266 και 8530, ημερ. 10.10.2002,

D. & G. Products Ltd v. Αναστασίου, Πολιτική Έφεση 10744, ημερ. 13.9.2002,

Αντωνιάδου ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2003) 1 Α.Α.Δ. 530,

Παπαδόπουλος κ.ά. ν. Λιβέρα (1992) 1 Α.Α.Δ. 606,

Χαραλάμπους κ.ά. ν. Ηλιάδης & Υιοί Λτδ (1993) 1 Α.Α.Δ. 529.

Έφεση.

Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας που δόθηκε στις 9/7/02 (Αρ. Αγωγής 1410/96) με την οποία απέρριψε την αγωγή του με την οποία αξίωνε το ποσό των Λ.Κ. 22.000 δυνάμει γραμματίου και/ή γραμματίου συνήθους τύπου και/ή συναλλαγματικής και/ή δανείου και/ή συμφωνίας και/ή εγγράφου αναγνωρίσεως χρέους ημερομηνίας 11.3.1994 έναντι νομίμου ανταλλάγματος καθώς επίσης, τόκο 9% επί του πιο πάνω ποσού από 11.3.94 μέχρις εξοφλήσεως, αφού έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε [*1323]ότι το επίδικο γραμμάτιο αποτελούσε γραμμάτιο συνήθους τύπου.

Σ. Δράκος, για τον Εφεσείοντα.

Α. Παπαχαραλάμπους, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με αγωγή του ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) ο εφεσείων αξίωσε το ποσό των «Λ.Κ. 22.000 δυνάμει γραμματίου και/ή γραμματίου συνήθους τύπου και/ή συναλλαγματικής και/ή δανείου και/ή συμφωνίας και/ή εγγράφου αναγνωρίσεως χρέους ημερομηνίας 11.3.1994 έναντι νομίμου ανταλλάγματος». Αξίωσε, επίσης, «τόκο 9% επί του πιο πάνω ποσού από 11.3.94 μέχρις εξοφλήσεως ή την εκατοστιαία μονάδα τόκου και περίοδο τόκου την οποία το σεβαστό Δικαστήριο θεωρεί δίκαιη υπό τις περιστάσεις».

Η εκδοχή της εφεσίβλητης, όπως είχε διατυπωθεί στο δικόγραφο της, ήταν πως το εν λόγω έγγραφο ήταν προϊόν πλαστογραφίας και παραποίησης εγγράφου. Παραθέτουμε το σχετικό μέρος της υπεράσπισης:

«Η παρούσα αγωγή και η αγωγή 9111/94 είναι προϊόν πλαστογραφίας και παραποίησης εγγράφου. Στον ενάγοντα είχαν δοθεί εκ μέρους της εναγομένης λευκές κόλλες υπογεγραμμένες για να προβαίνει ο ενάγων στην είσπραξη των ενοικίων της εναγομένης στο Λονδίνο όπου θα τις συμπλήρωνε ανάλογα.

Σε κάποιο στάδιο η σχέση αυτή έπαυσε να υφίσταται πλην όμως ο ενάγων κατακράτησε τις λευκές κόλλες, όμως παράνομα και αυθαίρετα τις μετατρέπει σε γραμμάτια και/ή έγγραφα αναγνωρίσεως χρέους και/ή άλλως πως.»

Η εφεσίβλητη ισχυρίσθηκε επίσης «ότι το εν λόγω γραμμάτιο και/ή έγγραφο αναγνωρίσεως χρέους και/ή άλλως πως είναι παράνομο και/ή αντίθετο με το νόμο».

Στο στάδιο των τελικών αγορεύσεων ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος περιόρισε την αξίωση του σε γραμμάτιο συνήθους τύπου. Για τον λόγο αυτό το Πρωτόδικο Δικαστήριο έθεσε το ερώτημα κατά πόσο το έγγραφο* ημερ. 11.3.94 (το επίδικο έγγραφο) είναι γραμμάτιο συνήθους τύπου.

Για τους λόγους που φαίνονται πιο κάτω το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν έχει αποδειχθεί ότι το επίδικο γραμμάτιο είναι γραμμάτιο συνήθους τύπου και απέρριψε την αγωγή:

(α)   Το γραμμάτιο δεν περιλάμβανε έγγραφη υπόσχεση «περί πληρωμής εις πρώτην ζήτησιν ή καθωρισμένον ή προσδιορίσιμον μέλλοντα χρόνον» όπως απαιτείται από το αρ. 78 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.

(β)   Συμφωνήθηκε τόκος που «υπερβαίνει το όριο του αρ. 78 του Κεφ. 149».

(γ)   Δεν υπήρχε μαρτυρία πως οι φερόμενοι ως μάρτυρες της υπογραφής του εγγράφου ήταν πρόσωπα ικανά να συμβάλλονται «όπως ρητά προνοεί το αρ. 78 του Κεφ. 149”.

[*1325]Η έφεση.

Με την παρούσα έφεση έχει αμφισβητηθεί η ορθότητα της πιο πάνω κατάληξης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Έχει επίσης έντονα αμφισβητηθεί το μέρος της εκκαλούμενης απόφασης με το οποίο η αξίωση του εφεσείοντος φέρεται να είχε περιοριστεί σε γραμμάτιο συνήθους τύπου. Θα ασχοληθούμε πρώτα με το λόγο της έφεσης που σχετίζεται με τη νομική φύση του επίδικου γραμματίου. Πράγματι στη διάρκεια της τελικής αγόρευσης του κ. Δράκου το Πρωτόδικο Δικαστήριο υπέβαλε στον κ. Δράκο την ερώτηση: «Ποιά η εισήγηση σας ως προς τη νομική φύση του επίδικου εγγράφου και ειδικότερα σε αναφορά με το Κεφ. 262, αν δεν είναι γραμμάτιο συνήθους τύπου;» στην οποία ο κ. Δράκος απάντησε:  «Περιορίζομαι ότι είναι γραμμάτιο συνήθους τύπου».

Δεν θα ασχοληθούμε με τις επιπτώσεις της πιο πάνω δήλωσης του κ. Δράκου. Αυτό γιατί δεν έχει σημασία ο χαρακτηρισμός τον οποίο έδωσε ο κ. Δράκος στο επίδικο έγγραφο. Σύμφωνα με τη νομολογία το αγώγιμο δικαίωμα συναρτάται με τα γεγονότα τα οποία το στοιχειοθετούν και όχι με το χαρακτηρισμό που του αποδίδεται. Βλ. Χρυσάνθου ν. Παγκρατίου (1998) 1 Α.Α.Δ. 675, 681 στην οποία, με αναφορά στη θεμελιακή απόφαση Kennedy Hotels Ltd v. Indirdjian (1992) 1 Α.Α.Δ. 400, λέχθηκαν τα εξής:

«... το αγώγιμο δικαίωμα συναρτάται με τα γεγονότα τα οποία το στοιχειοθετούν και όχι με το χαρακτηρισμό ο οποίος του αποδίδεται. Παρέχεται η δυνατότητα χορήγησης οποιασδήποτε θεραπείας η οποία δικαιολογείται από τα γεγονότα, τα οποία στοιχειοθετούν το αγώγιμο δικαίωμα, βάσει της έκθεσης απαιτήσεως (Βλ. Stylianou v. Papacleovoulou (1982) 1 C.L.R. 542, Kennedy Hotels Ltd v. Indirdjian (1992) 1 Α.Α.Δ. 400).

Στην έκθεση απαιτήσεως του εφεσείοντα προσδιορίζονται τα γεγονότα τα οποία στοιχειοθετούν την επέμβαση στο δικαίωμα διαβάσεως της εφεσίβλητης. Μάλιστα, το αστικό αδίκημα που διαπράχθηκε χαρακτηρίζεται, αθροιστικά και διαζευτικά ως επέμβαση ή οχληρία. Εφόσον ήθελαν αποδειχθεί τα γεγονότα, τα οποία προβάλλονται, η εφεσίβλητη εδικαιούτο στις ίδιες θεραπείες ανεξάρτητα από το χαρακτηρισμό του αγώγιμου δικαιώματος. Για τους λόγους αυτούς, αποτελεί ακαδημαϊκό ερώτημα εάν το αγώγιμο δικαίωμα συνιστούσε επέμβαση ή οχληρία.»

Βλ. επίσης Maison Jenny Ltd v. Krashias Footwear Industry Ltd, Πολιτική Έφεση 10881/24.7.2002: «Εφόσον στοιχειοθετού[*1326]νται τα ουσιώδη γεγονότα τα οποία περιβάλλουν την απαίτηση είναι παραδεκτή η παροχή αρμόζουσας θεραπείας άσχετα από το ακριβές νομικό πέπλο κάτω από το οποίο τίθεται η απαίτηση».   Βλ. και Γεωργίου ν. Γεωργίου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1592: «Είναι δυνατή και η παροχή θεραπείας χωρίς να έχει επιζητηθεί εφόσον στοιχειοθετούνται τα γεγονότα στο σώμα της απαίτησης». Βλ., επίσης, και Stylianou v. Papacleovoulou (1982) 3 C.L.R. 542, 552, Frederickou Schools Co. Ltd and Others v. Acuac Inc., Πολιτικές Εφέσεις 8266 και 8530/10.10.2002, D. & G. Products Ltd v. Αναστασίου, Πολιτική Έφεση 10744/13.9.2002, Αντωνιάδου ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας�(Χρηματοδοτήσεις) Λτδ. (2003) 1 Α.Α.Δ. 530.

Στην παρούσα υπόθεση ο εφεσείων αξίωσε Λ.Κ. 22,000 «δυνάμει γραμματίου και/ή γραμματίου συνήθους τύπου και/ή συναλλαγματικής και/ή δανείου και/ή συμφωνίας και/ή εγγράφου αναγνωρίσεως χρέους ημερομηνίας 11.3.94 έναντι νομίμου ανταλλάγματος». Στο σώμα της έκθεσης απαίτησης έχει προσδιορίσει τα γεγονότα τα οποία στοιχειοθετούν την πιο πάνω αξίωση του. Περαιτέρω έχει δοθεί και σχετική μαρτυρία – κυρίως κατά την αντεξέταση – αναφορικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες η εφεσίβλητη πήρε το επίδικο ποσό από τον εφεσείοντα. Τούτου δοθέντος το Πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να είχε αξιολογήσει το σύνολο της μαρτυρίας, να είχε κάμει σχετικά ευρήματα και να είχε αποφανθεί επί της εγκυρότητας της αξίωσης του εφεσείοντος με βάση τους ισχυρισμούς που περιέχονται στην έκθεση απαιτήσεως και την μαρτυρία την οποία θα έκρινε αξιόπιστη. Εν όψει του περιεχομένου της αξίωσης, των ισχυρισμών της έκθεσης απαίτησης και της μαρτυρίας αποτελούσε καθαρώς ακαδημαϊκό εγχείρημα εάν το αγώγιμο δικαίωμα βασιζόταν επί γραμματίου συνήθους τύπου ή άλλου γραμματίου (βλ. Χρυσάνθου, πιο πάνω).

Είναι λοιπόν η κατάληξη μας ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έχει επιληφθεί των πραγματικών και ουσιαστικών θεμάτων όπως προέκυψαν από τα δικόγραφα και τη μαρτυρία και δεν έκαμε τα απαραίτητα ευρήματα. Δεν αποφάνθηκε επί της εγκυρότητας της αξίωσης του εφεσείοντος όπως προέκυψε από τη μαρτυρία, άσχετα από το χαρακτηρισμό του αγώγιμου δικαιώματος. Επομένως ζωτικό θέμα δεν έχει τύχει οποιουδήποτε χειρισμού. Αυτή η κατάσταση πραγμάτων καθιστά αναπόφευκτη την επανεκδίκαση της υπόθεσης (Βλ. Παπαδόπουλος και άλλος ν. Λιβέρα (1992) 1 Α.Α.Δ. 606 και Χαραλάμπους κ.ά. ν. Ηλιάδη & Υιοί Λτδ (1993) 1 Α.Α.Δ. 529).

Σημειώνουμε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε μόνο [*1327]επί της εγκυρότητας της υπεράσπισης της εφεσίβλητης σε αξίωση δυνάμει «γραμματίου συνήθους τύπου».  Έκρινε, για τους λόγους που εξήγησε, ότι η εκδοχή της εφεσίβλητης είναι κατασκευασμένη και αν επρόκειτο για γραμμάτιο συνήθους τύπου δεν θα ήταν διατεθειμένο να δεχθεί την υπεράσπιση της. Αφού δε ασχολήθηκε με τη μαρτυρία της εφεσίβλητης κατέληξε ως εξής:

«Δεν θα επεκταθώ σε άλλα σημεία της μαρτυρίας για να καταδείξω το αναξιόπιστο της εναγομένης ενόψει της κατάληξης, ούτως ή άλλως, της υπόθεσης του ενάγοντα. Η κατάληξη είναι πως αν το επίδικο έγγραφο ήταν γραμμάτιο συνήθους τύπου, η υπεράσπιση της εναγομένης θ’ αποτύγχανε.»

Ωστόσο η ενασχόληση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου μόνο με την υπεράσπιση της εφεσίβλητης σε αξίωση, δυνάμει γραμματίου συνήθους τύπου, δεν ήταν αρκετή. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έχει αποφανθεί επί του κατά πόσο ο εφεσείων δικαιούται σε απόφαση για το επίδικο ποσό δυνάμει οποιασδήποτε από τις υπόλοιπες αιτίες αγωγής τις οποίες έχει επικαλεσθεί ήτοι «δυνάμει γραμματίου και/ή συναλλαγματικής και/ή δανείου και/ή συμφωνίας και/ή εγγράφου αναγνωρίσεως χρέους ημερ. 11.3.94». Επί του προκειμένου υπογραμμίζουμε ότι η επανεκδίκαση θα καλύψει μόνο αυτές τις αιτίες αγωγής.

Παρά την πιο πάνω κατάληξη μας θα εξετάσουμε τους λόγους έφεσης που σχετίζονται με την ορθότητα της απόφασης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία κρίθηκε ότι το επίδικο γραμμάτιο δεν είναι γραμμάτιο συνήθους τύπου. Αυτό για να είναι αποσαφηνισμένο το θέμα της φύσεως του γραμματίου κατά την επανεκδίκαση και για να μη καταστεί επίδικο στο μέλλον. Ως προς τον πρώτο από τους λόγους για τους οποίους κρίθηκε ότι το επίδικο γραμμάτιο δεν είναι γραμμάτιο συνήθους τύπου (βλ. σελ. 1324, πιο πάνω) το Πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το θέμα ως εξής:

«Κύρια προϋπόθεση ενός γραμματίου συνήθους τύπου είναι, να περιλαμβάνεται ‘έγγραφος υπόσχεσις .... περί πληρωμής εις πρώτην ζήτησιν ή καθ΄ ωρισμένον ή προσδιορίσιμον μέλλοντα χρόνο’. Εν προκειμένω δεν υπάρχει τέτοια υπόσχεση. Ό,τι υπάρχει είναι αφενός μια δήλωση περί οφειλής και αφετέρου η αναφορά ότι ‘το παρόν γραμμάτιο η συμφωνία είναι ληξιπρόθεσμη στις 31.1.96’. Το πρώτο, σαφώς δεν αποτελεί υπόσχεση πληρωμής, αλλ’ αναγνώριση οφειλής. Αλλ’ ούτε το δεύτερο συνιστά υπόσχεση πληρωμής. Οι προϋποθέσεις του άρθρου 78* του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, πρέπει να τηρούνται αυστηρά (Papastratis v. Economou (1970) 1 C.L.R. 11). Έτσι, όταν τίθεται ζήτημα ως προς τη νομική υπόσταση ενός εγγράφου για το οποίο υπάρχει εισήγηση ότι είναι γραμμάτιο συνήθους τύπου, το μοναδικό ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 78 και αποτελεί σφάλμα η ερμηνευτική προσέγγιση ως να ήταν ζήτημα ύπαρξης ή μη ασάφειας στο κείμενο (Παύλου κ.ά. ν. Ελληνικής Τράπεζας (1990) 1 Α.Α.Δ. 483). Εν προκειμένω, από τη στιγμή που δεν περιλαμβάνεται ρητώς και με σαφήνεια η κυριότερη προϋπόθεση του άρθρου 78, δηλ. υπόσχεση περί πληρωμής, θα ήταν σφάλμα, υπό το φως της Παύλου, να προχωρήσω, παρά ταύτα, σε ερμηνευτική προσπάθεια για το κατά πόσο η φράση περί ‘ληξιπρόθεσμου στις 31.1.96’, θα μπορούσε να σημαίνει υπόσχεση πληρωμής στις 31.1.96. Η υπόθεση Αναξαγόρας Χαραλάμπους κ.ά. ν. Χρηματοδοτήσεις Πάνθηρας Λτδ (2000) 1 Α.Α.Δ. 733 που επικαλέστηκε ο κ. Δράκος σε σχέση με το ζήτημα αυτό, δεν είναι σχετική.»

Συμφωνούμε με την προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου και την υιοθετούμε. Έπεται πως ορθά κρίθηκε ότι το επίδικο γραμμάτιο δεν είναι γραμμάτιο συνήθους τύπου. Η κατάληξη αυτή καθιστά αχρείαστη την εξέταση των δύο άλλων λόγων της έφεσης που σχετίζονται με το ίδιο θέμα.

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτυγχάνει.  Η υπόθεση παραπέμπεται στο Επαρχιακό Δικαστήριο για επανεκδίκαση από άλλο Δικαστή, όπως υποδεικνύεται πιο πάνω.

Η εφεσίβλητη να πληρώσει στον εφεσείοντα τα έξοδα της έφεσης. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας και τα έξοδα της επανεκδίκασης θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της επανεκδίκασης.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα εναντίον της εφεσίβλητης. Διατάσσεται επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο [*1329]Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας και τα έξοδα της επανεκδίκασης θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της επανεκδίκασης.

 

 

 

 

 

 

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο