Κυπριακό Διυλιστήριο Πετρελαίου Λτδ (Αρ. 2) (2004) 1 ΑΑΔ 1358

(2004) 1 ΑΑΔ 1358

[*1358]20 Ιουλίου, 2004

[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 154.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΔΙΥΛΙΣΤΗΡΙΟΥ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ ΛΤΔ (ΑΡ. 2) ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΝΤΑΛΜΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΔΙΥΛΙΣΤΗΡΙΟΥ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ ΛΤΔ (ΑΡ. 2) ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΝΤΑΛΜΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ PROHIBITION

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΣΤΙΣ 17.5.2004 ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 18/2004.

(Αίτηση Αρ. 71/2004)

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari και Prohibition ― Απορρίφθηκε αίτηση για έκδοση ενταλμάτων Certiorari και Prohibition εναντίον απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών για τη μη εξαίρεση της Προέδρου από εκδίκαση υπόθεσης, λόγω παρατυπίας της αρχικής αίτησης για παραχώρηση άδειας ― Κατά πόσο το θέμα της παρατυπίας της αίτησης για άδεια μπορεί να εγερθεί μετά την χορήγηση της άδειας ― Ποία η ενδεδειγμένη διαδικασία για παραμερισμό ή ακύρωση διατάγματος με το οποίο χορηγείται ή απορρίπτεται αίτηση για άδεια ― Κατά πόσο είναι δυνατή η άσκηση έφεσης.

Προνομιακά εντάλματα ― Διαδικασία ― Υπόκειται στους δικονομικούς κανόνες που διέπουν την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων [*1359]στην Αγγλία, που είναι η Διαταγή 53, Θεσμοί 1-14 των Αγγλικών Θεσμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Rules of the Supreme Court of England) ― Ανάγκη για αυστηρή συμμόρφωση με τους τύπους που προβλέπονται από τους Θεσμούς.

Πολιτική Δικονομία ― Παρατυπία ― Παράλειψη συμμόρφωσης προς διαδικαστικούς κανονισμούς, που είναι ουσίας, δεν μπορεί να θεραπευθεί.

Οι αιτητές, μετά την παραχώρηση άδειας από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 25.5.2004, καταχώρησαν την παρούσα αίτηση για έκδοση (α) εντάλματος Certiorari για ακύρωση της ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών με την οποία είχε απορριφθεί αίτημα τους για εξαίρεση της Προέδρου από την εκδίκαση της υπόθεσης 18/2004 και (β) εντάλματος Prohibition με το οποίο να απαγορεύεται στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών υπό την προεδρία της Προέδρου να προχωρήσει με την εκδίκαση της πιο πάνω υπόθεσης.

Οι αιτητές υποστήριξαν ότι ο κύριος λόγος για τον οποίο επιδιώκονται οι πιο πάνω θεραπείες είναι ότι υπήρξε ιδιάζουσα σχέση μεταξύ της Προέδρου του Δικαστηρίου και του Γενικού Διευθυντή των Διϋλιστηρίων λόγω του ότι ο τελευταίος παρεκάθητο ως πάρεδρος στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών υπό την προεδρία της Προέδρου, είναι δε ο αιτητής στην υπόθεση 18/2004 για παράνομο τερματισμό των υπηρεσιών του από το Κυπριακό Διϋλιστήριο, αιτητών στην παρούσα διαδικασία.

Ο Γενικός Διευθυντής έφερε ένσταση στην παρούσα αίτηση ισχυριζόμενος ότι η καταχωρηθείσα μονομερής αίτηση για παραχώρηση άδειας για καταχώρηση αίτησης διά κλήσεως είναι παράτυπη και/ή στην ουσία δεν έχει καταχωρηθεί μονομερής αίτηση που να ζητά άδεια για την καταχώρηση αίτησης με κλήση ή/και δεν υπήρξε συμμόρφωση προς τη Δ.53, θ.1-14 των Αγγλικών Θεσμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Rules of the Supreme Court of England, 1979) που αντιστοιχεί στη Δ.59, θ.3-8 των παλαιών Αγγλικών Θεσμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου (1956).

Στην αγόρευσή του ο συνήγορος του Γενικού Διευθυντή υπέβαλε ότι δεν είχε υποβληθεί μονομερής αίτηση για τη χορήγηση άδειας για καταχώρηση της παρούσας αίτησης. Έρεισμα της εισήγησης αυτής αποτέλεσε η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Δώρος Γεωργιάδης, Π.Ε. 11239/27.9.2002 στην οποία λέχθηκε ότι το αίτημα για χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για [*1360]ένταλμα Certiorari «θα πρέπει να αποτελείται από τρία έγγραφα: (α) μονομερή αίτηση για άδεια, (β) δήλωση (statement) που πρέπει να περιέχει το όνομα και περιγραφή του αιτητή, την αιτούμενη θεραπεία και τους λόγους στους οποίους βασίζεται, και (γ) ένορκη/ες δήλωση/εις».

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Στην παρούσα υπόθεση δεν έχει καταχωρηθεί μονομερής αίτηση, κατά παράβαση των αρχών της Δώρου Γεωργιάδη (ανωτέρω).  Επομένως η αρχική αίτηση ήταν παράτυπη και δεν θα μπορούσε γι’ αυτό το λόγο να δοθεί η άδεια που δόθηκε στις 25.5.2004 στην Αίτηση 63/2004.

2.  Αναφορικά με την εισήγηση του δικηγόρου των αιτητών ότι το θέμα της παρατυπίας δεν μπορεί να εγερθεί μετά τη χορήγηση της άδειας, όπως έχει λεχθεί στην Δώρος Γεωργιάδης (ανωτέρω), τυγχάνει εφαρμογής η Αγγλική Πρακτική που προδιαγράφεται στους Αγγλικούς Κανονισμούς. Σύμφωνα με την Δ.53 (13) (1) διάταγμα με το οποίο χορηγείται άδεια ή απορρίπτεται η αίτηση για άδεια δεν υπόκειται σε έφεση. Πλην όμως, σύμφωνα με την Δ.53 (13) (2) μπορεί να υποβληθεί αίτηση στο Δικαστήριο για παραμερισμό ή ακύρωση των πιο πάνω διαταγμάτων. Περαιτέρω, σύμφωνα με την Δ.53 (15)(2) η αίτηση διά κλήσεως, η οποία καταχωρείται μετά τη χορήγηση της άδειας, επιδίδεται σε όλα τα πρόσωπα που επηρεάζονται άμεσα.  Τέλος, σύμφωνα με την Δ.53 (19) (1), όλα τα πρόσωπα που επιθυμούν ν’ ακουστούν ως ενιστάμενα στην αίτηση μπορούν ν’ ακουστούν.

3.  Στην παρούσα υπόθεση ο Γενικός Διευθυντής θα μπορούσε να κάμει χρήση της διαδικασίας που προβλέπεται από την πιο πάνω Δ.53 (13)(2) και να ζητήσει παραμερισμό ή ακύρωση του διατάγματος με το οποίο έχει χορηγηθεί η άδεια.  Σε τέτοια περίπτωση ασφαλώς θα μπορούσε να εγείρει το θέμα της παρατυπίας της αίτησης. Δεν υπάρχει λόγος γιατί να μη μπορεί να το εγείρει στη διαδικασία της ένστασης. Η παρούσα διαδικασία μπορεί να παραλληλισθεί με τη διαδικασία χορήγησης, ύστερα από μονομερή αίτηση, προσωρινού διατάγματος.  Ο επηρεαζόμενος διαθέτει την ευχέρεια να ζητήσει με αίτηση διά κλήσεως την ακύρωση του ή τη διαφοροποίηση του.  Διαθέτει επίσης την ευχέρεια να καταχωρήσει ένσταση.  Και στις δύο περιπτώσεις μπορεί να εγείρει θέμα παρατυπίας της μονομερούς αίτησης.  Το δε Δικαστήριο μπορεί να ακυρώσει το διάταγμα για λόγους παρατυπίας.

Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα.

[*1361]Αναφερόμενες υποθέσεις:

Γεωργιάδης, Πολιτική Έφεση 11239, ημερ. 27.9.2002,

Umber Industrial Co. Ltd (1990) 1 Α.Α.Δ. 731,

Angeo & Co. Ltd (Αρ. 1) (1992) 1 Α.Α.Δ. 374,

Γερολέμου, Αίτηση 22/2002, ημερ. 3.4.2002,

Τσιβίκου (2003) 1 Α.Α.Δ. 15.

Αίτηση.

Αίτηση από τους αιτητές, σε ήδη παραχωρηθείσα στις 25/5/04 άδεια, για έκδοση διατάγματος Certiorari για ακύρωση της ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών που εκδόθηκε στις 17.5.2004 στην Υπόθεση Αρ. 18/2004 και την έκδοση διατάγματος Prohibition με το οποίο να απαγορεύεται στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών – υπό την Προεδρία της Δικαστού κας Μόσχως Ζαμπακίδου-Μουρτουβάνη – να προχωρήσει με την εκδίκαση της Υπόθεσης Αρ. 18/2004 που εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών - Λάρνακα.

Π. Πολυβίου με Μ. Κραμβή, για τους Αιτητές.

Χ. Κυριακίδης, για τον Kαθ’ ου η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση οι αιτητές ζητούν την έκδοση εντάλματος Certiorari για ακύρωση της ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών που εκδόθηκε στις 17.5.2004 στην Υπόθεση 18/2004. Ζητούν επίσης την έκδοση εντάλματος Prohibition με το οποίο να απαγορεύεται στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών – υπό την Προεδρία της Δικαστού κας Μόσχως Ζαμπακίδου-Μουρτουβάνη – να προχωρήσει με την εκδίκαση της υπόθεσης αρ. 18/2004 που εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών - Λάρνακα. Τέλος ζητούν «οποιαδήποτε άλλη συναφή προς τα εντάλματα Certiorari και Prohibition θεραπεία και όλες τις δέουσες και συνακόλουθες οδηγίες τις οποίες το Δικαστήριο θα θεωρήσει εύλογες και δίκαιες υπό τις περιστάσεις».

Σημειώνεται ότι η άδεια για την καταχώριση της παρούσας αί[*1362]τησης δόθηκε στις 25.5.2004 στην Αίτηση με αρ. 63/2004.  Παραθέτω τα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα αίτηση όπως έχουν συνοψισθεί στην απόφαση μου στην πιο πάνω Αίτηση με αρ. 63/2004:

Την 1.1.1998 ο Γεώργιος Λάμπρου από τη Λάρνακα (ο Γενικός Διευθυντής) διορίσθηκε Γενικός Διευθυντής του Κυπριακού Διϋλιστηρίου Πετρελαίου Λτδ (οι αιτητές). Με απόφαση τους ημερ. 25.11.2003 οι αιτητές τερμάτισαν την υπηρεσία του Γενικού Διευθυντή. Στις 12.1.2004 ο Γενικός Διευθυντής καταχώρησε ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών την αίτηση με αρ. 18/2004. Αξίωσε, ανάμεσα σ’ άλλα, αποζημιώσεις για αδικαιολόγητο ή και παράνομο τερματισμό απασχόλησης και δεδουλευμένους μισθούς.

Στις 18.2.2004 οι αιτητές καταχώρησαν εμφάνιση/υπεράσπιση στην πιο πάνω απαίτηση του Γενικού Διευθυντή.

Στις 3.5.2004 οι αιτητές μέσω του δικηγόρου τους, ήγειραν «θέμα κωλύματος της Προέδρου του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών κας Μόσχως Ζαμπακίδου Μουρτουβάνη» (η Πρόεδρος). Η ένσταση στη συμμετοχή της Προέδρου βασίζετο στο ότι ο Γενικός Διευθυντής ήταν για χρονικό διάστημα Πάρεδρος του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, του οποίου προήδρευε η Πρόεδρος και μάλιστα παρεκάθησε σε αριθμό υποθέσεων με την ίδια.

Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών στη Λάρνακα με απόφαση του ημερ. 17.5.2002 (η εκκαλούμενη απόφαση) απέρριψε την πιο πάνω ένσταση. Στην εκκαλούμενη απόφαση αναφέρεται ότι με τον Γενικό Διευθυντή «ως Πρόεδρο εξ’ όσων φαίνονται από τους φακέλους εκδίκασε η Δικαστής με πλήρη ακρόαση τέσσερεις υποθέσεις για τις οποίες εκδόθηκαν αποφάσεις. Η τελευταία απόφαση εκδόθηκε στις 22.9.2003».

Περαιτέρω στην εκκαλούμενη απόφαση γίνεται εκτεταμένη αναφορά στη σχετική νομολογία (βλ. Makrides v. Republic (1984) 3 C.L.R. 304, Πίτσιλλος ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 268, Adidas Ltd v. Krashias (1990) 1 C.L.R. 873, Σοφοκλέους ν. Ταβελούδη κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 837, Locabail (U.K.) Ltd v. Bayfield Properties [2001] 1 All E.R. 65, Taylor and Another v. Lawrence and Another [2002] 2 All E.R. 363 και Αποστολίδου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2002) 3 Α.Α.Δ. 80).

Η απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών καταλή[*1363]γει ως εξής:

‘Παρόλον ότι και η Δικαστής έχει ιδιαίτερη προσωπική ευαισθησία στο να δικάσει την παρούσα υπόθεση εντούτοις το θέμα δεν πρέπει να τελειώνει στην προσωπική ευαισθησία της Δικαστού.  Ούτε θα πρέπει να ακολουθήσει τη γνώμη ενός διαδίκου που ισχυρίζεται ότι η Δικαστής δεν είναι αντικειμενικά αμερόληπτος.

Όπως εκτεταμένα αναφέραμε πιο πάνω παραθέτοντας σχετική νομολογία θα πρέπει να συντρέχουν βάσιμοι λόγοι που να δικαιολογούν τον αποκλεισμό του Δικαστή από τη σύνθεση του Δικαστηρίου.

Ο μόνος λόγος εξαίρεσης της Δικαστού αφού αποκλείστηκαν όλοι οι άλλοι είναι η ιδιάζουσα σχέση του αιτητή ως μέλους του Δικαστηρίου το οποίο συνεδριάζει στη Λάρνακα και στο οποίο προεδρεύει η Δικαστής και η εκδίκαση ορισμένων υποθέσεων στις οποίες παρακάθησε ο αιτητής ως πάρεδρος.

Η συμμετοχή του αιτητή ως παρέδρου στο παρελθόν δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο επηρεασμού ή εξαίρεσης της Δικαστού σε μεταγενέστερη διαδικασία όπου παρουσιάζεται ως διάδικος (Βλέπε υπόθεση Locabail U.K. Ltd, ανωτέρω και Lawal v. Northern Spirit Limited (H.L.) [2004] 1 All E.R. 187).

Εν όψει όλων των πιο πάνω έχουμε καταλήξει ότι δεν υπάρχει κανένας καλός λόγος που να δικαιολογεί την εξαίρεση της Δικαστού και ως εκ τούτου το αίτημα των καθ’ ων η αίτηση για εξαίρεση απορρίπτεται. Η υπόθεση ορίζεται για οδηγίες στις 2.6.2004 στις 9.00 π.μ..’

Στις 18.5.2004 οι αιτητές καταχώρησαν την παρούσα αίτηση με την οποία ζητούν:

‘(α)  Άδεια για καταχώρηση αίτησης για την έκδοση εντάλματος Certiorari για παραπομπή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς ακύρωση της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών που εκδόθηκε στις 17.5.2004 στην Υπόθεση Αρ. 18/2004 (Τεκμήριο 3).

(β) Άδεια για καταχώρηση αίτησης για την έκδοση εντάλματος Prohibition με το οποίο να απαγορεύεται στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών – υπό την προεδρία της Δικαστού κας [*1364]Μόσχως Ζαμπακίδου Μουρτουβάνη – να προχωρήσει με την εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης.’

.........................................................................................................

Ο κύριος λόγος για τον οποίο επιδιώκονται οι πιο πάνω θεραπείες έχει ως εξής:

Στην παρούσα περίπτωση ο Γενικός Διευθυντής υπήρξε μέλος του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών που συνεδρίαζε στη Λάρνακα από το 1999 μέχρι το τέλος του 2003 και, ως πάρεδρος, ο Γενικός Διευθυντής έλαβε μέρος σε υποθέσεις ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών υπό την προεδρία της κας Μόσχως Ζαμπακίδου Μουρτουβάνη (της Προέδρου). Ως εκ τούτου υπάρχει «εξ αντικειμένου κώλυμα», καθότι υπάρχει και/ή υπήρχε ιδιάζουσα σχέση μεταξύ της Προέδρου του Δικαστηρίου και του Γενικού Διευθυντή. Η Πρόεδρος και ο Γενικός Διευθυντής ήταν μέλη του ιδίου Δικαστηρίου σε αριθμό υποθέσεων. Μεταξύ μελών του ιδίου Δικαστηρίου αναπτύσσεται ιδιάζουσα σχέση, τέτοια ώστε να δημιουργείται η εντύπωση σε τρίτα πρόσωπα ότι είναι δυνατό να υπάρχει «προκατάληψη» εκ μέρους του εκδικάζοντος Δικαστού (δηλαδή της Προέδρου). Στην παρούσα περίπτωση υπάρχει μια ιδιάζουσα σχέση, ότι δηλαδή η Πρόεδρος και ο Γενικός Διευθυντής παρεκάθησαν μαζί – ως εκδικάζον Δικαστήριο – σε σειρά υποθέσεων παρόμοιας φύσης με την παρούσα. Από μέλος του Δικαστηρίου ο Γενικός Διευθυντής είναι τώρα διάδικος και η υπόθεσή του θα εκδικασθεί από την Πρόεδρο (με την οποία είχε εκδικάσει αριθμό υποθέσεων παρόμοιας φύσης). Αυτό – κατά την εισήγηση των καθ’ ων η αίτηση (νυν αιτητών) – δημιουργεί εξ αντικειμένου κώλυμα και/ή προκατάληψη (πάντα από την νομική άποψη).»

Η παρούσα αίτηση συνάντησε την ένσταση του Γενικού Διευθυντή. Με τον πρώτο λόγο της ένστασης ο Γενικός Διευθυντής ισχυρίσθηκε ότι η καταχωρηθείσα μονομερής αίτηση για παραχώρηση άδειας για καταχώριση αίτησης δια κλήσεως είναι παράτυπη ή/και στην ουσία δεν έχει καταχωρηθεί μονομερής Αίτηση που να ζητά άδεια για την καταχώρηση αίτησης με κλήση ή/και δεν έχει υπάρξει συμμόρφωση με τη Δ.53  θ.1-14 των Αγγλικών Θεσμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Rules of the Supreme Court of England, 1979) που αντιστοιχεί στη Δ.59  θ.3-8 των παλαιών Αγγλικών Θεσμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου (1956).

Στην αγόρευση του επί του πιο πάνω λόγου της ένστασης ο κ. Κυ[*1365]ριακίδης, εκ μέρους του Γενικού Διευθυντή, υπέβαλε ότι δεν είχε υποβληθεί μονομερής αίτηση για τη χορήγηση άδειας για καταχώριση της παρούσας αίτησης. Υπάρχει – συνέχισε – «έκθεση σύμφωνα με το αρ. 155.4 του Συντάγματος» Αν δε αυτό που τιτλοφορείται «έκθεση» είναι αίτηση δεν έχουμε αίτηση. Αν δε θεωρηθεί ότι η αίτηση είναι έκθεση τότε δεν έχουμε έκθεση.

Έρεισμα της εισήγησης του κ. Κυριακίδη αποτέλεσε η απόφαση της Ολομέλειας στην Δώρος Γεωργιάδης, Πολιτική Έφεση 11239/27.9.2002 στην οποία λέχθηκε ότι το αίτημα για χορήγηση άδειας για καταχώριση αίτησης για ένταλμα Certiorari «θα πρέπει να αποτελείται από τρία έγγραφα: (α) μονομερής αίτηση για άδεια, (β) δήλωση (statement) που πρέπει να περιέχει το όνομα και περιγραφή του αιτητή, την αιτούμενη θεραπεία και τους λόγους στους οποίους βασίζεται, και (γ)  ένορκη/ες δήλωση/εις».

Ο κ. Πολυβίου, εκ μέρους των αιτητών, υπέβαλε ότι η αίτηση του συνάδει με τους δικονομικούς κανόνες για τους εξής λόγους:

(α)   Στον τίτλο της Αίτησης αναφέρεται ότι πρόκειται για αίτηση για άδεια για καταχώριση αίτησης για ένταλμα της φύσης Certiorari και για άδεια καταχώρισης αίτησης για ένταλμα Prohibition.

(β)   Η αίτηση περιλαμβάνει «έκθεση».

(γ)   Η αίτηση περιλαμβάνει τις αιτούμενες θεραπείες και τους λόγους για τους οποίους ζητούνται οι αιτούμενες θεραπείες.

(δ)   Στο τέλος της αίτησης αναφέρεται ότι «η παρούσα αίτηση γίνεται από τους κ.κ. Χρυσαφίνη και Πολυβίου, Διεύθυνση Επίδοσης:  το δικηγορικό γραφείο των κ.κ. Χρυσαφίνη και Πολυβίου .... Λευκωσία».

(ε) Η αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση.

Ο κ. Πολυβίου υπέβαλε, επίσης, ότι ο Γενικός Διευθυντής δεν μπορούσε να εγείρει θέμα παρατυπίας εφόσον το Δικαστήριο έδωσε άδεια για καταχώριση της αίτησης και εφόσον ενώπιον του Δικαστηρίου «δεν είναι η μονομερής αίτηση ως ουσιώδες έγγραφο».  Υπάρχει – συνέχισε ο κ. Πολυβίου – και αίτηση και έκθεση γεγονότων. Η «πρώτη αίτηση – κατέληξε – ήταν το κλειδί με το οποίο ανοίχθηκε η πόρτα και δεν είναι θέμα ουσίας η ένσταση».

[*1366]Στην Δώρος Γεωργιάδης, Πολιτική Έφεση 11239/27.9.2002, την οποία έχει επικαλεσθεί ο κ. Κυριακίδης, με αναφορά στην Αγγλική Νομολογία, λέχθηκαν τα εξής σε σχέση με τη διαδικασία και το νομότυπο του αιτήματος του εφεσείοντος-αιτητή:

«Επιβάλλεται όμως να πούμε πως ίσως απορριπτική θα έπρεπε να ήταν η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και για ένα άλλο λόγο που αφορά τη διαδικασία και το νομότυπο του αιτήματος του εφεσείοντα-αιτητή.

Επειδή δεν υπάρχει καθόλου πρόνοια, είτε στο Νόμο 14/60, είτε σε Κανονισμούς και επειδή δεν έγιναν Κανονισμοί από το Ανώτατο Δικαστήριο μετά ή πριν την ανεξαρτησία, το Δικαστήριο ως θέμα πρακτικής ακολουθούσε και εφάρμοζε διαδικασία ανάλογη με αυτή που εφαρμοζόταν στην Αγγλία (Ellinas v. Republic (1989) 1 C.L.R. 17). Eίναι η θέση της νομολογίας μας πως στην απουσία διαδικαστικού κανονισμού μπορεί και ακολουθείται η Αγγλική πρακτική που προδιαγράφεται στους Αγγλικούς Κανονισμούς σε διαδικασία προνομιακών ενταλμάτων. Προκύπτει δε από τη Νομολογία πως το Ανώτατο Δικαστήριο έχει με σταθερότητα ακολουθήσει τους Κανονισμούς που ίσχυαν στην Αγγλία κατά το χρόνο της εφαρμογής του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. (Τράπεζα Κύπρου (Αρ. 5) (1997) 1 Α.Α.Δ. 1319).

Στην Γιάγκου (Αρ. 1) (1998) 1 Α.Α.Δ. 1265 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

‘Στην Κύπρο το Ανώτατο Δικαστήριο έχει αποκλειστικό δικαίωμα για την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 154.4 του Συντάγματος. Επειδή δε, δεν έχουν εκδοθεί διαδικαστικοί κανονισμοί που διέπουν τη διαδικασία έκδοσης προνομιακών ενταλμάτων, εφαρμόζονται οι αντίστοιχοι Αγγλικοί Κανόνες (Ίδε In re Aeroporos, πιο πάνω, Ροδοθέου (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 602) που είναι η Διαταγή 53, Θεσμοί 1-14 των Αγγλικών Θεσμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Rules of the Supreme Court of England). (Ίδε The Supreme Court Practice 1979, V.1, σ. 819 που αντιστοιχεί στη Διαταγή 59, θεσμοί 3-8 των παλαιών Αγγλικών Θεσμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου (The Annual Practice 1956, σ. 1302). Ίδε επίσης Halsbury’ s Laws of England, 4th Edition, V.11, paras 1528-1573)’

H Aγγλική Δ.53 θ.1(2) προνοεί τα ακόλουθα:

[*1367]‘An application for such leave must be made ex parte to a Divisional court of the Queen’ s Bench Division, except in vacation when it may be made to a judge in chambers, and must be supported by a statement setting out the name and description of the applicant, the relief sought and the grounds on which it is sought, and by affidavits, to be filed before the application is made, verifying the facts relied on.’

Όπως προκύπτει από τα πιο πάνω, το αίτημα θα πρέπει να αποτελείται από τρία έγγραφα: (α) μονομερής αίτηση για άδεια, (β) δήλωση (statement) που πρέπει να περιέχει το όνομα και περιγραφή του αιτητή, την αιτούμενη θεραπεία και τους λόγους στους οποίους βασίζεται και (γ) ένορκη/ες δήλωση/εις. Στην υπό εξέταση περίπτωση υπάρχουν μόνο δύο έγγραφα. Η ένορκη δήλωση που περιέχει και επαληθεύει τα γεγονότα και το τι τιτλοφορείται ‘δήλωση’ που περιέχει το όνομα του αιτητή, τις αιτούμενες θεραπείες και τα νομικά σημεία στα οποία στηρίζεται. Μονομερής αίτηση δεν υπάρχει. Όμως η πιο πάνω ‘δήλωση’ ακολούθως αίφνης ονομάζεται ‘η παρούσα αίτηση’ και παρατίθενται σ΄αυτή Άρθρα του Συντάγματος, του Νόμου 14/60, Κανονισμοί και άλλα (συμπεριλαμβανομένης και της Δ.48 θ. 1 και 2) και ακολούθως αναφέρεται πως ‘η παρούσα αίτηση’ έγινε από τους δικηγόρους του αιτητή, δίδοντας και τη διεύθυνση επίδοσης τους και τελειώνει με αναφορά στην ημερομηνία καταχώρισης και ορισμού της. Είναι προφανές ότι σύμφωνα με τους Κανονισμούς δεν μπορεί το ίδιο έγγραφο να είναι και η ‘Δήλωση’ (Statement) που απαιτεί ο Κανονισμός αλλά και η Αίτηση. Πρέπει να υπάρχει μονομερής Αίτηση (που ας σημειωθεί δεν μπορεί να βασίζεται στη Δ.48) η οποία να υποστηρίζεται από ξεχωριστή ανεξάρτητη ‘Δήλωση’, που όπως αναφέρεται στην παράγραφο 53/1/7 του White Book 1976, p.800, δεν πρέπει να περιέχει οτιδήποτε πέραν του ονόματος και της περιγραφής του αιτητή, της αιτούμενης θεραπείας, και των λόγων στους οποίους βασίζεται. Σχετική είναι και η Umber Industrial Co. Ltd (1990) 1 A.A.Δ 731).  Στην υπόθεση αυτή γίνεται παραπομπή, όσον αφορά τον τύπο που πρέπει να έχει η ‘Δήλωση’ (ή ‘Έκθεση’ όπως ονομάζεται) στο Atkin’ s Court Forms, 2nd Ed. Vol. 14, p.75, Volume 22,  και Chitty & Jacob’ s Queen’ s Bench Forms, 20th Ed. pp 1007-1008.

Είναι ως εκ τούτου παράτυπη η Αίτηση και θα μπορούσε να λεχθεί ότι στην ουσία δεν έχει καταχωρηθεί μονομερής Αίτηση που να ζητά άδεια για την καταχώριση αίτησης με κλήση, αφού η αναφορά που γίνεται επί του προκειμένου στις ‘Αιτούμενες Θεραπείες’ στη Δήλωση που καταχωρήθηκε, δεν συνιστά αίτημα [*1368]αλλά είναι περιγραφική των αιτούμενων θεραπειών, όπως προνοείται από την Αγγλική Δ.53, θ.2.»

Στην Umber Industrial Co. Ltd (1990) 1 Α.Α.Δ. 731 κρίθηκε ότι η παράλειψη των αιτητών να συμμορφωθούν με τους διαδικαστικούς κανονισμούς, που είναι ουσίας, δεν μπορεί να θεραπευθεί.

Παράλειψη συμμόρφωσης με τα διαδικαστικά προαπαιτούμενα για την έγερση της διαδικασίας καθιστά το αίτημα προς το Δικαστήριο άνευ αντικειμένου.  Αυτό έχει βεβαιωθεί στην Angeo & Co. Ltd (Αρ. 1) (1992) 1 Α.Α.Δ. 374 (απόφαση Αρτέμη, Δ.) στην οποία με αναφορά σε προηγούμενη νομολογία λέχθηκαν τα εξής:

«Το ερώτημα που θα πρέπει τώρα ν’ απαντηθεί είναι κατά πόσο η αποτυχία των αιτητών να αναφέρουν το λόγο για τον οποίο ζητούν την έκδοση του Εντάλματος καθώς και τη σχετική νομική πρόνοια στο σώμα της αίτησης, οδηγεί στην εξ υπ’ αρχής ακυρότητα της αίτησης.

Η αποτυχία αυτή των αιτητών να αποκαλύψουν το λόγο για τον οποίο ζητούν την ακύρωση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου, μπορεί να παρομοιασθεί με κλητήριο ένταλμα αγωγής όπου ζητούνται συγκεκριμένες θεραπείες χωρίς όμως να αποκαλύπτεται βάση αγωγής στο σώμα του κλητηρίου. Μιά τέτοια αγωγή θα οδηγούσε για το λόγο αυτό στην απόρριψη της. Έτσι, κατά την κρίση μου, κατ’ αναλογία στο ίδιο αποτέλεσμα πρέπει να καταλήξει και η παρούσα αίτηση.

Σε τελευταία απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Λεύκος Γεωργιάδης (1992) 1 Α.Α.Δ. 298) τονίζεται από τον Γ. Πική, Δ., ότι η διαδικασία αίτησης για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος υπόκειται στους δικονομικούς κανόνες που διέπουν την έκδοση ανάλογων διαταγμάτων στο Ηνωμένο Βασίλειο (In re Aeroporos and Others (1988) 1 C.L.R. 302 και Ellinas v. Republic (1989) 1 C.L.R. 17), και παράλειψη συμμόρφωσης με τα προαπαιτούμενα για την έγερση της διαδικασίας καθιστά το αίτημα προς το Δικαστήριο άνευ αντικειμένου.  Συναφώς στην πιο πάνω απόφαση αναφέρονται τα ακόλουθα:

‘Ο προσδιορισμός του λόγου για τον οποίο επιζητείται η έκδοση προνομιακού εντάλματος συνιστά το ουσιωδέστερο στοιχείο της αίτησης. Η παροχή άδειας για υποβολή αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος είναι συνυφασμένη με τους λόγους για τους οποίους επιδιώκεται και συναρτάται με αυτούς. (Βλ. Ευθυμίου [*1369](1990) 1 Α.Α.Δ. 1 και Θεοδούλου (Αρ. 2) (1990) 1 Α.Α.Δ. 756).’»

Η ανάγκη για αυστηρή συμμόρφωση με τους τύπους που προβλέπονται από τους Θεσμούς έχει τονισθεί στην Γιάννης Γερολέμου, Αίτηση 22/2002/3.4.2002. Ο Αρτέμης, Δ., έθεσε το θέμα ως εξής:

«Υπάρχει όμως και ακόμη ένας λόγος που πρέπει να οδηγήσει σε απόρριψη της αίτησης. Σύμφωνα με τους Αγγλικούς Κανονισμούς που ακολουθούνται στην Κύπρο και σύμφωνα με την Κυπριακή νομολογία, στην αίτηση πρέπει να επισυνάπτονται όλα τα σχετικά έγγραφα και, συγκεκριμένα, η απόφαση ή το διάταγμα ή το ένταλμα του οποίου επιδιώκεται η ακύρωση. Όπως αποφασίστηκε στην In re Aeroporos & Others (1988) 1 C.L.R. 302, η επισύναψη πιστοποιημένων αντιγράφων των ενταλμάτων ερεύνης αποτελούσε απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία της αίτησης. Η Ο.59 r. 8 των Αγγλικών Θεσμών αναφέρει ότι πριν την ακρόαση της αίτησης για ακύρωση απόφασης πρέπει να έχει καταχωρηθεί “a copy thereof verified by affidavit” και όπως λέχθηκε και στην In re Aeroporos & Others (πιο πάνω) “the production of the judicial warrants and their verification is a prerequisite for the valid exercise of the powers vested in the Court to review judicial acts by way of Certiorari”.

Στην παρούσα περίπτωση το τί έχει επισυναφθεί στην αίτηση είναι ένα, όπως φαίνεται, φωτοστατικό αντίγραφο του εντάλματος έρευνας καθώς και της ένορκης δήλωσης του αστυφύλακα βάσει της οποίας εκδόθηκε το ένταλμα. Τα φωτοστατικά αυτά αντίγραφα δεν ικανοποιούν την αναγκαιότητα ύπαρξης πιστοποιημένων αντιγράφων και ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε και γι’ αυτό το λόγο να δοθεί η αιτούμενη άδεια.»

Βλ. και Κυριάκος Χαρ. Τσιβίκου (2003) 1 Α.Α.Δ. 15.

Στην παρούσα υπόθεση δεν έχουν καταχωρηθεί τρία έγγραφα. Έχουν καταχωρηθεί δύο έγγραφα, τα εξής:

(α)  Έγγραφο που τιτλοφορείται «Έκθεση σύμφωνα με το άρθρο 155.4 του Συντάγματος, τα άρθρα 3 και 9 του Περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964, όπως τροποποιήθηκε, και τους Κανονισμούς του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας 1983, Δ.59, Καν. 3(2) (Order 59, r.3(2)), καθώς και τις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου».

[*1370]

(β)   Ένορκη δήλωση.

Την πιο πάνω έκθεση ακολουθούν τα εξής κεφάλαια:

1.   Όνομα και Περιγραφή των αιτητών.

2.   Σύντομο ιστορικό των γεγονότων που οδήγησαν στην παρούσα αίτηση.

3.   Οι αιτούμενες θεραπείες.

4.   Οι λόγοι για τους οποίους οι αιτητές ζητούν τις πιο πάνω θεραπείες.

5.   Η παρούσα αίτηση γίνεται από τους κ.κ. Χρυσαφίνη και Πολυβίου κλπ.

Περαιτέρω στον τίτλο της αίτησης περιλαμβάνονται και τα εξής:

«Αναφορικά με την Αίτηση του Κυπριακού Διϋλιστηρίου Πετρελαίου Λτδ για άδεια καταχώρηση αίτησης για ένταλμα της φύσης Certiorari

και

Αναφορικά με την Αίτηση του Κυπριακού Διϋλιστηρίου Πετρελαίου Λτδ για άδεια καταχώρηση αίτησης για ένταλμα της φύσης Prohibition»

Όπως τονίσθηκε στην Δώρος Γεωργιάδης (πιο πάνω) πρέπει να υπάρχει μονομερής αίτηση η οποία να υποστηρίζεται από ξεχωριστή ανεξάρτητη δήλωση. Στην παρούσα υπόθεση δεν έχει καταχωρηθεί μονομερής αίτηση. Επομένως η αρχική αίτηση ήταν παράτυπη και δεν θα μπορούσε γι’ αυτό το λόγο να δοθεί η άδεια που δόθηκε στις 25.5.2004 στην πιο πάνω Αίτηση 63/2004.

Αναφορικά με την εισήγηση του κ. Πολυβίου ότι το θέμα της παρατυπίας δεν μπορεί να εγερθεί μετά την χορήγηση της άδειας, όπως έχει λεχθεί στην Δώρος Γεωργιάδης (πιο πάνω), τυγχάνει εφαρμογής η Αγγλική Πρακτική που προδιαγράφεται στους Αγγλικούς Κανονισμούς. Σύμφωνα με την Δ.53 (13) (1) διάταγμα με το οποίο χορηγείται άδεια ή απορρίπτεται η αίτηση για άδεια δεν υπόκειται σε [*1371]έφεση. Πλην όμως, σύμφωνα με την Δ.53 (13) (2) μπορεί να υποβληθεί αίτηση στο Δικαστήριο για παραμερισμό ή ακύρωση των πιο πάνω διαταγμάτων. Περαιτέρω, σύμφωνα με την Δ.53 (15) (2) η αίτηση δια κλήσεως, η οποία καταχωρείται μετά τη χορήγηση της άδειας, επιδίδεται σε όλα τα πρόσωπα που επηρεάζονται άμεσα. Τέλος, σύμφωνα με την Δ.53 (19) (1), όλα τα πρόσωπα που επιθυμούν ν’ ακουστούν ως ενιστάμενα στην αίτηση μπορούν ν’ ακουστούν.

Λαμβάνω υπόψη μου τις πιο πάνω διαδικαστικές πρόνοιες.  Έχω την άποψη πως στην παρούσα υπόθεση ο Γενικός Διευθυντής θα μπορούσε να κάμει χρήση της διαδικασίας που προβλέπεται από την πιο πάνω Δ.53 (13) (2) και να ζητήσει παραμερισμό ή ακύρωση του διατάγματος με το οποίο έχει χορηγηθεί η άδεια. Σε τέτοια περίπτωση ασφαλώς θα μπορούσε να εγείρει το θέμα της παρατυπίας της αίτησης. Δεν βλέπω λόγο γιατί να μη μπορεί να το εγείρει στη διαδικασία της ένστασης. Η παρούσα διαδικασία μπορεί να παραλληλισθεί με τη διαδικασία χορήγησης, ύστερα από μονομερή αίτηση, προσωρινού διατάγματος. Ο επηρεαζόμενος διαθέτει την ευχέρεια να ζητήσει με αίτηση δια κλήσεως την ακύρωση του ή τη διαφοροποίηση του (βλ. Δ.48 θ.4 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών). Διαθέτει, επίσης, την ευχέρεια να καταχωρήσει ένσταση. Και στις δύο περιπτώσεις μπορεί να εγείρει θέμα παρατυπίας της μονομερούς αίτησης.  Το δε δικαστήριο μπορεί να ακυρώσει το διάταγμα για λόγους παρατυπίας.

Για τους πιο πάνω λόγους η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο