Πλοίο "Naime S" σημαίας Comoros Islands, AK International UK Limited ν. (Αρ. 2) (2004) 1 ΑΑΔ 1456

(2004) 1 ΑΑΔ 1456

[*1456]20 Αυγούστου, 2004

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]

AK INTERNATIONAL UK LIMITED,

Ενάγοντες,

v.

ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ “NAIME S” ΣΗΜΑΙΑΣ COMOROS ISLANDS (ΑΡ. 2),

Εναγομένου.

(Αγωγή Ναυτοδικείου Αρ. 34/2004)

 

Αποφάσεις και Διατάγματα ― Προσωρινά διατάγματα ― Ακύρωση προσωρινού διατάγματος το οποίο εκδίδεται μονομερώς λόγω παράλειψης αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων ― Εφαρμοστέες αρχές ως προς τη δυνατότητα του Δικαστηρίου να συνεχίσει ή ακόμη και να εκδώσει δεύτερο προσωρινό διάταγμα παρόμοιο με το πρώτο.

Αποφάσεις και Διατάγματα ― Προσωρινά διατάγματα δυνάμει του Άρθρου 32 του  περί Δικαστηρίων Νόμου, 1960 (Ν.14/60) ― Προϋποθέσεις εκδόσεως ― Το Δικαστήριο δεν εμπλέκεται σ’ αυτό το στάδιο σε εξέταση της ουσίας της αγωγής ― Εξετάζει μόνο το κατά πόσο υπάρχει ζήτημα για εκδίκαση κατά την ακρόαση της αγωγής με βάση πάντοτε τη μαρτυρία που έχει ενώπιόν του υπό μορφή ενόρκων δηλώσεων.

Ναυτοδικείο ― Σύλληψη πλοίου ― Διαταγή για κατάθεση εγγύησης εκ μέρους των εναγόντων για τυχόν ζημιές που δυνατό να υποστεί το εναγόμενο πλοίο και/ή οι ιδιοκτήτες του σε νέα αίτηση για σύλληψη του πλοίου, μετά από ακύρωση προηγούμενου διατάγματος σύλληψής του ― Κατά πόσο το Δικαστήριο δεσμεύεται από την προηγούμενη εγγύηση.

Ναυτοδικείο ― Σύλληψη πλοίου ― Εγγύηση για απελευθέρωση του πλοίου ― Κριτήρια στη βάση των οποίων αποφασίζεται.

Ναυτοδικείο ― Σύλληψη πλοίου ― Έξοδα ― Άρθρο 212 του περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Ναυτοδικείου) Διαδικαστικού Κανονισμού.

[*1457]Στις 22.7.2004 το Ναυτοδικείο εξέδωσε μονομερώς στα πλαίσια της αγωγής 34/2004, διάταγμα σύλληψης του εναγομένου πλοίου, το οποίο στις 3.8.2004 ακυρώθηκε λόγω μη αποκάλυψης εκ μέρους των εναγόντων-αιτητών των ακόλουθων δύο ουσιωδών γεγονότων:

1) Συμφωνίας μεταξύ του συνηγόρου των εναγόντων και του συνηγόρου του εναγομένου πλοίου, με την οποία ο συνήγορος του πλοίου αναλάμβανε ευθύνη να μη φύγει το πλοίο, εκτός εάν επληρούντο ορισμένες προϋποθέσεις και

2) Όρου διαιτησίας στη σύμβαση ναύλωσης ημερομηνίας 23.6.2004 (τεκμήριο 3), που συνιστούσε το νομικό υπόβαθρο της απαίτησης των εναγόντων εναντίον του πλοίου στην πιο πάνω αγωγή.

Στις 5.8.2004 οι ενάγοντες καταχώρησαν και πάλιν μονομερώς την παρούσα αίτηση με το ίδιο αιτητικό την οποία χειρίστηκε άλλος Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις 6.8.2004.  Κρίθηκε από το Δικαστήριο, ενόψει του ότι προηγήθηκε παρομοίου τύπου αίτηση και απορρίφθηκε αλλά και της παρουσίας του συνηγόρου του εναγομένου πλοίου, ότι η αίτηση δεν θα έπρεπε να εξεταστεί μονομερώς.  Δόθηκαν οδηγίες να καταχωρηθεί ένσταση και η αίτηση ακούστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού στις 13.8.2004.

Η αίτηση στηρίζεται στους περί Δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου Κύπρου Θεσμούς 1893 - Διαταγή 50 επ., 203 επ., 205 και 237 - στο Άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/60), και στις συμφυείς δικαιοδοσίες του Ναυτοδικείου.

Τα γεγονότα δίδονται από τη δικηγόρο του γραφείου των εναγόντων κα Στ. Βασιλείου, η οποία εξουσιοδοτήθηκε, καθώς αναφέρει, από τους ενάγοντες. Η κα Βασιλείου δικαιολόγησε την απόκρυψη ότι οφείλεται σε λανθασμένη διατύπωση της επιστολής του συνηγόρου των εναγόντων (Τεκμήριο 17).  Είπε ότι δεν υπήρχε συμφωνία μεταξύ των συνηγόρων, ως λανθασμένα διατυπώθηκε.  Υπήρχε μόνο πρόσκληση προς τον συνήγορο του πλοίου να επιβεβαιώσει ότι μπορούσε να εγγυηθεί να μη φύγει το πλοίο για δύο-τρεις μέρες, όπως είχε προφορικά εισηγηθεί. Μεσολαβούσε, όμως Σαββατοκυρίακο (24 και 25 Ιουλίου) και ο συνήγορος των εναγόντων ήθελε να έχει εγγύηση μέχρι την Τρίτη 27.7.2004, αφού υπήρχε ο κίνδυνος στις 23.7.2004, που ήταν προγραμματισμένη ακρόαση άλλης αίτησης σύλληψης στην αγωγή 31/2004, να ελευθερωθεί το πλοίο. Σ’ ό,τι αφορά τη ρήτρα διαιτησίας στο τεκμήριο 3, η δικηγόρος αναφέρει ότι ούτε αυτή έγινε αντιληπτή, λόγω της βιασύνης να ετοιμαστεί η αίτηση. Οι παραλείψεις αποκάλυψης, συνεχίζει δεν θα πρέπει να εμποδίσουν τώ[*1458]ρα το Δικαστήριο να εκδώσει το διάταγμα, αφού δεν υπάρχει δέσμευση ότι δε θα φύγει το πλοίο.  Η παραπομπή σε διαιτησία, αφορά διαφορές που θα προέκυπταν από την εκτέλεση του ναυλοσυμφώνου και όχι από τη μη εκτέλεσή του. Η ύπαρξή της δεν επιδρά στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου.

Η αναγκαιότητα έκδοσης του διατάγματος προκύπτει από το γεγονός ότι οι πλοιοκτήτες είναι αλλοδαποί και το πλοίο, εάν συμβιβαστεί η αγωγή 31/2004, μπορεί να εγκαταλείψει την Κύπρο. Διαπραγματεύσεις πώλησης του πλοίου, με Ρώσο αγοραστή, βρίσκονται στο τελικό στάδιο.

Οι πλοιοκτήτες καταχώρησαν ένσταση προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, τους πιο κάτω λόγους:

1) Η αίτηση των εναγόντων αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας και/ή έμμεση προσπάθειά τους να εφεσιβάλουν ή αναθεωρήσουν την απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 3.8.2004.

2) Η μη αποκάλυψη της συμφωνίας δεν είναι αθώα μη αποκάλυψη γι’ αυτό και δεν δίδεται οποιαδήποτε αξιόπιστη εξήγηση για την μη αποκάλυψή της.

3) Το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα στις 6.8.2004 για έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, γιατί δεν μπορούσε να ενεργήσει ως Εφετείο στην προηγούμενη απόφαση ακύρωσης.

4) Οι ενάγοντες παρά την προσπάθεια που έχει γίνει για τροποποίηση των όσων σχετικών έχουν λεχθεί κατά τη διαδικασία της Αίτησης ημερομηνίας 22.7.04, δεν έχουν οποιοδήποτε συμβατικό ή άλλο δικαίωμα επί του εναγομένου πλοίου για να δικαιούνται στην αξίωση που ήγειραν στην αγωγή 34/2004 για διάταγμα του Δικαστηρίου διατάσσον την εγγραφή του 50% του εναγόμενου πλοίου στο όνομά τους ή για απόφαση για ποσό Δολλαρίων Η.Π.Α. 500.000 για το 50% της ισχυριζόμενης αξίας του εναγόμενου πλοίου.

5) Η συμφωνία ναύλωσης ημερομηνίας 23.6.2004 έχει διαφοροποιηθεί και/ή αντικατασταθεί με συμφωνία ημερομηνίας 14.7.04 η οποία έχει παραβιασθεί από τον εκπρόσωπο των εναγόντων.

6) Οι ενάγοντες έχουν παραβεί τους κανόνες της επιείκειας, επειδή, μεταξύ άλλων, δεν προσήλθαν στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια.

Με την παρούσα αίτηση, ζητείται, επίσης, όπως οποιαδήποτε εγγύη[*1459]ση ήθελε διαταχθεί να κατατεθεί από τους ενάγοντες, αυτή να υποκαταστήσει, με την κατάθεσή της, την εγγύηση που κατατέθηκε βάσει του διατάγματος ημερομηνίας 22/7/2004, η οποία και να μειωθεί από £80.000, στο ποσό των £40.000.

Σ’ ό,τι αφορά το ποσό της εγγύησης για την απελευθέρωση του πλοίου από τους πλοιοκτήτες οι ενάγοντες υποστήριξαν ότι αυτό είναι της τάξης των $670.000, πλέον έξοδα, έτσι που να καλύπτεται η απαίτηση τους στην αγωγή 34/2004 για $500.000, που αντιστοιχεί στο 50% της αξίας του πλοίου, πλέον $170.000, που καταβλήθηκαν τους πλοιοκτήτες για την απελευθέρωση του πλοίου από σύλληψη δυνάμει διατάγματος στην αγωγή Ναυτοδικείου 4/2004, έναντι του συμφωνημένου ναύλου.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Όπως προκύπτει από τη σχετική νομολογία, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το Δικαστήριο καταλήγει να ακυρώσει ένα προσωρινό διάταγμα που εκδόθηκε μονομερώς, λόγω παράλειψης αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων, δε στερείται της εξουσίας να το συνεχίσει, ή ακόμη και να εκδώσει δεύτερο, όταν τα γεγονότα, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που δεν είχαν αποκαλυφθεί, τεθούν ενώπιόν του και νοουμένου ότι καταλήγει για το αθώο της μη αποκάλυψης και την ύπαρξη δυνατότητας έκδοσής του, εάν αποκαλύπτονταν τα σχετικά γεγονότα.

2.  Η ένσταση των καθ’ ων η αίτηση δεν εσυνοδεύετο, όπως θα έπρεπε, από ένορκη δήλωση, στην οποία δίδονται τα γεγονότα.  Δεν είναι αρκετό το ότι επισυνάπτονται αντίγραφα των ενόρκων δηλώσεων που καταχωρήθηκαν στην προηγούμενη ένσταση χωρίς οτιδήποτε άλλο. Δεδομένης όμως της αντεξέτασης της κας Βασιλείου επί των ισχυρισμών που περιέχονται στα Τεκμήρια ως και της αρχής ότι το βάρος αποδείξεως της αίτησης φέρουν οι αιτητές, το Δικαστήριο καταλήγει ότι υπάρχει ενώπιον του μαρτυρία για τους σκοπούς της αίτησης, που καλύπτει και τη θέση των καθ’ ων η αίτηση.

3.  Το γράμμα και το πνεύμα του πρακτικού του Δικαστηρίου ημερομηνίας 6.8.2004, δεν οδηγούν στο συμπέρασμα που αναφέρεται στην παράγραφο 3 ανωτέρω, των ενστάσεων των καθ’ ων η αίτηση.

4.  Η μόνη κατάληξη στις εξηγήσεις που δίδονται από τους ενάγοντες ως προς τη μη αποκάλυψη των γεγονότων, που οδήγησε στην ακύρωση του προηγούμενου διατάγματος, είναι ότι η σπουδή που διακατείχε τους ενάγοντες, μετά που πληροφορήθηκαν ότι υπήρχε εν[*1460]δεχόμενο η αγωγή – στην οποία υπήρχε διάταγμα σύλληψης του πλοίου – να διευθετείτο στις 23/7/2004, δεν τους επέτρεπε να εκτιμούν ορθά οτιδήποτε είχε συμφωνηθεί, είτε διαμειφθεί μεταξύ αυτών και των πλοιοκτητών ή των συνηγόρων τους.  Από τις εξηγήσεις που δίδονται, προκύπτει ότι οι ενάγοντες ανησυχούσαν και ήθελαν να προχωρήσουν στη σύλληψη του πλοίου πριν από τις 23/7/2004.  Και όντως η 23η Ιουλίου 2004, ήταν η μέρα που θα μπορούσε το πλοίο να αποπλεύσει, ό,τι και να συνέβαινε, είτε υπήρχε συμφωνία μεταξύ των συνηγόρων είτε όχι και ίσχυε αυτό που προσπάθησε να εξηγήσει στο Δικαστήριο η κα Βασιλείου.

Η μη αποκάλυψη των εναγόντων οφείλεται στη σπουδή που αναφέρεται ανωτέρω και δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ότι δεν ήταν αθώα, ούτε ότι είχε τέτοια φύση που να εμπόδιζε το Δικαστήριο, αν εγνώριζε όλα τα γεγονότα όπως προκύπτουν από το Τεκμήριο 17 και τις εξηγήσεις που δόθηκαν, να εξέδιδε το διάταγμα.  Στην σπουδή αυτή οφείλεται και η παράλειψη υπόδειξης της πρόνοιας για διαιτησία.  Για τις παραλείψεις τους αυτές οι ενάγοντες έχουν τιμωρηθεί με την ακύρωση του διατάγματος και τη διαταγή πληρωμής των εξόδων.

Ενόψει των ανωτέρω, η παρούσα υπόθεση εμπίπτει στις εξαιρετικές εκείνες περιστάσεις που, σύμφωνα με τη νομολογία, παρέχεται δυνατότητα στο Δικαστήριο να εκδώσει δεύτερο προσωρινό διάταγμα, παρόμοιο με το πρώτο.

5.  Οι ισχυρισμοί και οι θέσεις των διαδίκων οδηγούν αβίαστα στο συμπέρασμα ότι υπάρχει ζήτημα για εκδίκαση, αφού υπάρχουν εκ διαμέτρου αντίθετοι ισχυρισμοί, τόσο σε σχέση με προφορικές συμφωνίες όσο και σε σχέση με τη σημασία εγγράφων που επισυνάπτονται ως τεκμήρια.

6.  Το Δικαστήριο στο παρόν στάδιο δεν εμπλέκεται σε εξέταση εκείνων που συνιστούν την ουσία της αγωγής και δεν επιλύει αμφισβητήσεις σε σχέση με γεγονότα στα οποία θα στηριχθούν οι διάδικοι κατά την ακρόαση.  Αντικείμενο σ’ αυτό το στάδιο είναι το κατά πόσο υπάρχει ζήτημα για εκδίκαση κατά την ακρόαση της αγωγής.

7.  Η εγγύηση, που διατάχθηκαν οι ενάγοντες να καταθέσουν σε προηγούμενη αίτηση, και/ή η διαφοροποίησή της δεν μπορούν εδώ να εξεταστούν. Η παρούσα είναι νέα αίτηση και αποφασίζεται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε προηγούμενη διαταγή του Δικαστηρίου.

Σ’ ό,τι αφορά την εγγύηση για απελευθέρωση του πλοίου, αυτή - και πάλιν - αποφασίζεται με δεδομένη την απαίτηση των εναγόντων και την ικανοποίηση απόφασης, η οποία τυχόν ήθελε εκδοθεί.

[*1461]Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω:

Εκδίδεται το αιτούμενο διάταγμα.  Οι εναγόμενοι διατάσσονται όπως, για σκοπούς ελευθέρωσης του πλοίου, καταχωρήσουν εγγύηση για το ποσό των £400.000.- προς ικανοποίηση απόφασης που τυχόν ήθελε εκδοθεί προς όφελος των εναγόντων.  Οι ενάγοντες διατάσσονται να συμμορφωθούν με τις οδηγίες που αναφέρονται λεπτομερώς στην απόφαση του Δικαστηρίου, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και η κατάθεση μέχρι τις 25.8.2004 τραπεζικής εγγύησης για το ποσό των £80.000.- για τυχόν ζημιές που δυνατό να υποστεί το εναγόμενο πλοίο και/ή οι ιδιοκτήτες του.  Τα έξοδα της αίτησης να είναι έξοδα στην αγωγή.

Η αίτηση επιτράπηκε. Δεν εκδόθηκε διαταγή για έξοδα έτσι ώστε τα έξοδα

της παρούσας να είναι έξοδα στην αγωγή.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Lloyds Bowmaker Ltd v. Britannia Arrow [1988] 3 All E.R. 178 (CA),

Brink’s-MAT ltd v. Elcombe [1988] 3 All E.R. 188 (CA),

Woodhouse v. Consignia Plc [2002] EWCA Civ 275,

Henderson v. Henderson [1843] 3 Hare 100,

Behbehani v. Salem [1989] 2 All E.R. 143 (CA),

Σμυρνιός (2000) 1 Α.Α.Δ. 43,

Odysseos v. Pieris Estates a.ο. (1982) 1 C.L.R. 557,

K.O.T. v. Θεωρή (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ. 255,

Cyprus Sulphur κ.ά. ν. Παραρλάμα κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1040,

Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248,

Bacardi & Co. Ltd v. Vinco Ltd (1996) 1 A.A.Δ. 788,

El Fath Co v. E.D.T. Shipping κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1255.

[*1462]Αίτηση σε Αγωγή Ναυτοδικείου.

Μονομερής αίτηση των εναγόντων-αιτητών ημερομηνίας 5/8/04 για διάταγμα σύλληψης του εναγόμενου πλοίου, κατόπιν ακύρωσης από το Δικαστήριο, στις 3/8/04, του διατάγματος σύλληψής του το οποίο είχε εκδοθεί σε πανομοιότυπη με την παρούσα αίτηση των αιτητών ημερομηνίας 22/7/04 και ένσταση εκ μέρους των πλοιοκτητών για απόρριψη της αίτησης των εναγόντων.

Α. Θεοφίλου, για τους Αιτητές.

Α.�Γιωρκάτζης, για το Καθ’ ου η αίτηση-Εναγόμενο Πλοίο.

Cur. adv. vult.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Στις 22/7/2004, οι ενάγοντες καταχώρισαν αγωγή in rem εναντίον του εναγομένου πλοίου, την υπ’ αρ. 34/2004. Εναντίον του πλοίου υπάρχει ήδη, στην Αγωγή 4/2004, διάταγμα, με το οποίο εμποδίζεται ο απόπλους του από το λιμάνι Λεμεσού.

Στα πλαίσια της αγωγής 34/2004, εκδόθηκε από αδελφό Δικαστή μονομερώς διάταγμα, το οποίο, στη συνέχεια, μετά από ακροαματική διαδικασία, ακυρώθηκε από τον ίδιο, λόγω παράβασης εκ μέρους των εναγόντων - αιτητών του καθήκοντος αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων. Συγκεκριμένα, απεκρύβησαν συμφωνία μεταξύ του συνηγόρου των εναγόντων και του συνηγόρου του εναγομένου πλοίου, με την οποία ο συνήγορος του πλοίου αναλάμβανε ευθύνη να μη φύγει το πλοίο, εκτός εάν επληρούντο ορισμένες προϋποθέσεις, και όρος διαιτησίας, αφού σχετική αναφορά στη σύμβαση ναύλωσης δεν υποδείχθηκε και δεν επεξηγήθηκε στο Δικαστήριο.

Την ακύρωση του διατάγματος ακολούθησε, στις 5/8/2004, η καταχώριση - και πάλιν μονομερώς - της παρούσας, με το ίδιο αιτητικό, την οποία χειρίστηκε άλλος αδελφός Δικαστής στις 6/8/2004. Ενώπιόν του εκπροσωπήθηκε το εναγόμενο πλοίο από το συνήγορο κ. Γιωρκάτζη, ο οποίος είχε ειδοποιηθεί για την αίτηση από το Πρωτοκολλητείο, λόγω ύπαρξης σημειώματος ανακοπής κατά της σύλληψης.

Κρίθηκε από το Δικαστήριο, ενόψει του ότι προηγήθηκε παρομοίου τύπου αίτηση και απορρίφθηκε αλλά και της παρουσίας του συνηγόρου του εναγομένου πλοίου, ότι η αίτηση δε θα έπρεπε να εξεταστεί μονομερώς. Δόθηκαν οδηγίες να καταχωρηθεί ένσταση και η αίτηση ακούστηκε ενώπιόν μου στις 13/8/2004.

[*1463]

Οι ενάγοντες, με την αγωγή τους, αξιώνουν:-

1.  Απόφαση ότι είναι ιδιοκτήτες κατά 50% του εναγομένου πλοίου, δυνάμει συμφωνίας ημερομηνίας 2/7/2004, και ζητούν διάταγμα μεταβίβασής του επ’ ονόματί τους και/ή, διαζευκτικά, απόφαση για την αξία του ποσοστού της ιδιοκτησίας τους, που προσδιορίζουν σε $500.000,-.

2.  Ποσό $170.000,-, που κατέβαλαν στο πλοίο ή για την απελευθέρωσή του από σύλληψη, στην οποία τελούσε δυνάμει διατάγματος στην Αγωγή 4/2004. και

3.  Αποζημιώσεις πέραν των £Κ150.000,- για ζημιές, έξοδα και απώλειες που υπέστησαν ή θα υποστούν από τη μη εκτέλεση και/ή τον τερματισμό της πιο πάνω ναύλωσης.

Η αίτηση στηρίζεται στους περί Δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου Κύπρου Θεσμούς 1893 - Διαταγή 50 επ., 203 επ., 205 και 237 - στο Άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/60), και στις συμφυείς δικαιοδοσίες του Ναυτοδικείου.

Τα γεγονότα δίδονται από την κα Στέφη Βασιλείου, δικηγόρο στο γραφείο των εναγόντων, εξουσιοδοτημένη, καθώς αναφέρει, από τους ενάγοντες.

Αναφερόμενη στο ιστορικό της προηγούμενης αίτησης, η οποία οδηγήθηκε σε αποτυχία με την απόφαση ακύρωσης του διατάγματος σύλληψης, την ορθότητα της οποίας δεν αμφισβητεί, δικαιολόγησε την απόκρυψη να οφείλεται σε λανθασμένη διατύπωση της επιστολής του κ. Θεοφίλου - Τεκμήριο 17. Δεν υπήρχε, είπε, συμφωνία μεταξύ των συνηγόρων, ως λανθασμένα διατυπώθηκε. Το μόνο που υπήρχε ήταν πρόσκληση προς τον κ. Γιωρκάτζη να επιβεβαιώσει ότι μπορούσε να εγγυηθεί να μη φύγει το πλοίο για δυο - τρεις μέρες, όπως είχε προφορικά εισηγηθεί. Μεσολαβούσε, όμως, Σαββατοκύριακο (24 και 25 Ιουλίου) και ο κ. Θεοφίλου ήθελε να έχει εγγύηση μέχρι την Τρίτη 27/7/2004, αφού υπήρχε ο κίνδυνος στις 23/7/2004, που ήταν προγραμματισμένη ακρόαση άλλης αίτησης σύλληψης στην αγωγή 31/2004, να ελευθερωθεί το πλοίο. Ήταν με την εντύπωση ότι η παράλειψη του κ. Γιωρκάτζη να απαντήσει στην επιστολή ημερομηνίας 20/7/2004 καθιστούσε ανενεργό ή ανεπιβεβαίωτη την πρόταση και, επειδή δεν ήθελαν να υπάρχει αντιδικία με συνάδελφο για το τι λέχθηκε προφορικά, ζήτησαν γραπτή επιβεβαίωση.  Εν πάση περιπτώσει, καταλήγει, ο μόνος λόγος που ζητούσαν τη [*1464]συμφωνία ήταν για να δοθεί δυνατότητα στους ενάγοντες να συλλάβουν το πλοίο, εάν δεν υπήρχε συμβιβασμός.  Σ’ ό,τι αφορά τη ρήτρα διαιτησίας στο Τεκμήριο 3, ούτε αυτή έγινε αντιληπτή, λόγω της βιασύνης να ετοιμαστεί η αίτηση. Οι παραλείψεις αποκάλυψης, συνεχίζει, δε θα πρέπει να εμποδίσουν τώρα το Δικαστήριο να εκδώσει το διάταγμα, αφού δεν υπάρχει δέσμευση ότι δε θα φύγει το πλοίο. Η παραπομπή σε διαιτησία, που προβλέπεται στη σύμβαση ναύλωσης, αφορά διαφορές που θα προέκυπταν από την εκτέλεση του ναυλοσυμφώνου και όχι από τη μη εκτέλεσή του. Η ύπαρξή της δεν επιδρά στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Οι πλοιοκτήτες μπορούν, σ’ ό,τι αφορά τη ρήτρα διαιτησίας, στα πλαίσια της αγωγής, να ζητήσουν ακύρωση του κλητηρίου, με χωριστή αίτηση. Το Δικαστήριο είναι το κατάλληλο, αφού το πλοίο βρίσκεται στην Κύπρο, η ναύλωση, η καταβολή των χρημάτων και η παράβαση της σύμβασης ναύλωσης έγιναν στην Κύπρο.

Διατείνονται οι ενάγοντες ότι, από την αρχή των διαπραγματεύσεων που οδήγησαν στη συμφωνία ναύλωσης, ημερομηνίας 23/6/2004 - Τεκμήριο 3, γι’ αυτούς ενεργούσε ο κ. Alex Kalloghlian.  Επειδή το πλοίο τελούσε υπό σύλληψη σε άλλη αγωγή, οι πλοιοκτήτες ζήτησαν προπληρωμή μέρους του ναύλου. Οι ενάγοντες προπλήρωσαν ποσό $170.000,- έναντι του ναύλου, με τον όρο ότι τα χρήματα θα πληρώνονταν από τον κ. Price, κοινό δικηγόρο των μερών τότε, για την απελευθέρωση του πλοίου από τη σύλληψη - (εξόφληση υποθήκης επί του πλοίου, διαγραφή της υποθήκης από τα νηολόγια του Παναμά και Flensburg, ως και πληρωμή των εξόδων του Αξιωματικού Ναυτοδικείου και λιμενικών τελών). Περαιτέρω, είχε συμφωνηθεί ότι, σε αντάλλαγμα της προπληρωμής του μέρους του ναύλου, θα παραδίδονταν στους ενάγοντες έγγραφα τίτλου ιδιοκτησίας επί 50% του πλοίου και το άλλο 50% θα παρέμενε στους πλοιοκτήτες αλλά επ’ ονόματι του κοινού δικηγόρου κ. Price, για λογαριασμό των πλοιοκτητών. Τα έγγραφα θα εκρατούντο από τον κ. Price, δικηγόρο του Οίκου Jeffrey Green Russel, για λογαριασμό των εναγόντων, μέχρι να φτάσει το πλοίο στο λιμάνι και να φορτώσει το φορτίο. Πληρεξούσιος των πλοιοκτητών ήταν ο Captain Ismail, ο οποίος, στις 2/7/2004, καθυστερημένα, μετά από απαίτηση των εναγόντων, υπέγραψε και παρέδωσε στο δικηγόρο κ. Price το έγγραφο μεταβίβασης του πλοίου (bill of sale), με το οποίο οι πλοιοκτήτες μεταβίβαζαν το πλοίο κατά 50% στον κ. Price, που θα το κρατούσε για τους ίδιους, και κατά 50% στον εκπρόσωπο των εναγόντων, κ. Alex Kalloghlian, για να χρησιμοποιηθεί όπως είχε συμφωνηθεί, στην περίπτωση που το πλοίο δεν εκτελούσε το συμφωνηθέν ταξίδι. Ήταν περαιτέρω η συμφωνία ότι, αν το ταξίδι εκτελείτο, το έγγραφο αυτό θα επιστρεφόταν [*1465]στους πλοιοκτήτες, χωρίς να χρησιμοποιηθεί.

Το πλοίο, παρά την απελευθέρωσή του, στις 25/6/2004, δεν προχώρησε σε εκτέλεση της μεταφοράς. Τελούσε υπό σύλληψη σε άλλη αγωγή, χωρίς οι ενάγοντες να το γνωρίζουν. Επειδή η ημερομηνία ακύρωσης της ναύλωσης από τους ενάγοντες ήταν η 7η Ιουλίου, 2004, ζητήθηκε από τους ναυλομεσίτες των πλοιοκτητών παράταση μέχρι τις 12/7/2004. Στις 6/7/2004, πληροφορήθηκαν, από το δικηγόρο κ. Price και τον αντιπρόσωπο των πλοιοκτητών Captain Ismail, ότι εκκρεμούσαν και άλλες αξιώσεις. Ζήτησαν να πληροφορηθούν το συνολικό ύψος των απαιτήσεων εναντίον του πλοίου, αφού οι πλοιοκτήτες ζητούσαν από τους ενάγοντες προπληρωμή και του υπολοίπου ναύλου, ως και επιπρόσθετο δάνειο, για να καταστεί δυνατή η πραγματοποίηση του ταξιδιού. Ακολούθησαν διαπραγματεύσεις μεταξύ του εκπροσώπου των εναγόντων κ. Kalloghlian και του Captain Ismail και αντηλλάγησαν διάφορες επιστολές, με σκοπό να οδηγηθεί το όλο ζήτημα σε συμφωνία.  Ενάγοντες και πλοιοκτήτες ζήτησαν από τον κοινό δικηγόρο κ. Price να ετοιμάσει συμφωνία, την οποία θα υπέγραφαν.  Αυτή θα περιλάμβανε ό,τι προκαταρκτικά διατύπωσαν στη γραπτή σημείωση Τεκμήριο 13 - και απέστειλαν στον κ. Price. Το έγγραφο - Τεκμήριο 13 - είναι η θέση των εναγόντων, σ’ αντίθεση με εκείνη των πλοιοκτητών, ότι δεν είναι συμφωνία, αλλά μόνο δίδει κατευθυντήριες γραμμές. Ο κ. Price ετοίμασε και απέστειλε το Τεκμήριο 14 προς συζήτηση και υπογραφή.  Ο εκπρόσωπος των εναγόντων, κ. Kalloghlian, ενημέρωσε τον εκπρόσωπο των πλοιοκτητών ότι δε συμφωνούν οι ενάγοντες και ότι θα προχωρούσε σε τερματισμό του ναυλοσυμφώνου.  Ο Captain Ismail, εκ μέρους των πλοιοκτητών, την ίδια ημέρα, 16/7/2004, απέστειλε νέα χειρόγραφη πρόταση - Τεκμήριο 15.

Στις 19/7/2004, οι ενάγοντες πληροφορήθηκαν από το συνήγορό τους, κ. Θεοφίλου, στον οποίο ανέθεσαν την υπόθεση, ότι, ενώπιον του Δικαστηρίου σε άλλη αγωγή, έγινε ισχυρισμός ότι το πλοίο πωλήθηκε, στις 28/6/2004, σε εταιρεία από τις Βρετανικές Παρθένες Νήσους. Ζήτησαν από το μέχρι τότε κοινό δικηγόρο κ. Price εξηγήσεις. Αυτός αρνήθηκε ότι γνώριζε οτιδήποτε και ότι, σύμφωνα με τις οδηγίες που είχε, ήταν υποχρεωμένος να μεταβιβάσει ο ίδιος το πλοίο στην εταιρεία BVI, για τους σκοπούς του Τεκμηρίου 14, εάν αυτό υπογραφόταν. Ακολούθησαν συζητήσεις μεταξύ του εκπροσώπου των εναγόντων, του συνηγόρου κ. Price και του εκπροσώπου των πλοιοκτητών, ο οποίος, στις 19/7/2004, διαβεβαίωσε ότι η ιδιοκτησία δε μεταβιβάστηκε και ότι το bill of sale, ημερομηνίας 28/6/2004, υπεγράφη για να αποφευχθούν απαιτήσεις εναντίον του πλοίου, δεν μπορούσε, όμως, να χρησιμοποιηθεί για μεταβίβαση, [*1466]αφού ήταν στην κατοχή του και δεν πληρώθηκε οποιοδήποτε ποσό για τη δήθεν αγορά του. Ακολούθησε, στις 19/7/2004, από τον κ. Price, με οδηγίες του εκπροσώπου των πλοιοκτητών, ελαφρά τροποποιημένο σχέδιο συμφωνίας, το οποίο και απορρίφθηκε από τους ενάγοντες.

Οι ενάγοντες, στη συνέχεια, μέσω του συνηγόρου τους, απέστειλαν την επιστολή ημερομηνίας 20/7/2004 προς το δικηγόρο του πλοίου κ. Γιωρκάτζη, με κοινοποίηση προς το μέχρι τότε κοινό δικηγόρο κ. Price, ο οποίος τούς απέστειλε επιστολή, με σημείωση «άνευ βλάβης», στην οποία απάντησαν με επιστολή - Τεκμήριο 18, απορρίπτοντες τους ισχυρισμούς του. Ο κ. Price απέστειλε νέα επιστολή στους ενάγοντες - Τεκμήριο 19, με την οποία προσπαθεί να απεκδυθεί τη σχέση δικηγόρου - πελάτη, που είχε με τους ενάγοντες, και προβάλλει ότι η καταβολή του ποσού των $170.000,-, η οποία έγινε μέσω του, έγινε ως δάνειο. Σε επιστολή, επίσης, του δικηγορικού οίκου, στον οποίο εργάζεται ο κ. Price, επαναλαμβάνεται η ίδια θέση. Η πρόταση των εναγόντων - Τεκμήριο 17 - δεν έγινε δεκτή και οι ενάγοντες θεώρησαν ότι η συμφωνία για εκτέλεση του συμφωνηθέντος ταξιδιού ματαιώθηκε. Δικαιούνται, ισχυρίζονται, ό,τι προβλέπεται στο έγγραφο μεταβίβασης του πλοίου - Τεκμήριο 8, αφού είναι  δικαιούχοι να εγγραφούν κύριοι του πλοίου σε ποσοστό 50%. Η αξία, όπως δίδεται από τους ίδιους τους πλοιοκτήτες, είναι πέραν του $1.000.000,- και η διαζευκτική αποζημίωση των $500.000,-, που ζητούν, είναι εύλογη.  Θα ζημιωθούν, προβάλλουν, ποσό $210.000,-, που θα καταβάλουν ως επιπρόσθετο ναύλο, εκτός από το ποσό των $170.000,-, που έχουν ήδη καταβάλει έναντι.

Η αναγκαιότητα έκδοσης του διατάγματος προκύπτει από το γεγονός ότι οι πλοιοκτήτες είναι αλλοδαποί και το πλοίο, εάν συμβιβαστεί η αγωγή 31/2004 και ικανοποιηθεί η απαίτηση του Αξιωματικού Ναυτοδικείου, μπορεί να εγκαταλείψει την Κύπρο. Διαπραγματεύσεις πώλησης του πλοίου, με Ρώσο αγοραστή, σύμφωνα με πληροφόρηση από τον κ. Kalloghlian, βρίσκονται σε τελικό στάδιο.

Οι πλοιοκτήτες καταχώρισαν ένσταση και προβάλλουν διάφορους λόγους για απόρριψη της αίτησης.  Για σκοπούς διευκόλυνσης, παρατίθενται όπως ακριβώς διατυπώνονται στην ένσταση:-

«1.  Η αίτηση των Εναγόντων αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου αφού γίνεται μετά την απόρριψη από το Δικαστήριο, μετά από ακροαματική διαδικασία, της πανομοιότυπης αίτησης των Εναγόντων ημερομηνίας 22/7/04 για σύλληψη του Εναγομένου Πλοίου.

[*1467]2.        Η αίτηση των Εναγόντων ημερομηνίας 5/8/04 στην ουσία αποτελεί έμμεση προσπάθεια των Εναγόντων να εφεσιβάλουν ή να αναθεωρήσουν την απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 3/8/04.

3.  Η αίτηση των Εναγόντων προωθείται παρά την σαφή θέση του Εντίμου Δικαστή Κου Αρτέμη ο οποίος της επιλήφθηκε ότι δεν θα ήταν διατεθειμένος να παραχωρήσει διάταγμα σύλληψης του Εναγομένου Πλοίου υπό τας περιστάσεις γιατί στην ουσία θα ενεργούσε ως εφετείο της απόφασης του Εντίμου Δικαστή Κου Γαβριηλίδη και εν πάση περιπτώσει το Δικαστήριο με την απόφαση του ημερομηνίας 3/8/04 δεν απέρριψε την αίτηση για σύλληψη μόνο για μη αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων αλλά για το ότι δεν στοιχειοθετήθηκε το επείγον.

4.  Η αίτηση των Εναγόντων ημερομηνίας 22/7/04 απερρίφθη μεταξύ άλλων γιατί η προσοχή του Δικαστηρίου δεν είχε επιστηθεί στο ότι στο περιεχόμενο της παραγράφου 1 της επιστολής του Α. Θεοφίλου τεκμήριο 17 στην ΄Ενορκη Δήλωση της Στέφης Βασιλείου ημερομηνίας 5/8/04 προς τον Α. Γιωρκάτζη όπου αναφέρεται ‘At first we note your personal guarantee that the ship will not sail from Cyprus unless we reach an agreement or at least two (2) full weekdays will pass from the collapse of our negotiations or before 18.00 hours of next Tuesday 27704, whichever will be the latest’ γεγονός που κρίθηκε από το Δικαστήριο ότι αποτελούσε ουσιώδη μη αποκάλυψη. Αυτή η μη αποκάλυψη δεν είναι αθώα μη αποκάλυψη γι’ αυτό και δεν δίδεται οποιαδήποτε αξιόπιστη εξήγηση για την μη αποκάλυψη της.  Σε περίπτωση που η μη αποκάλυψη οφείλετο σε λάθος θα έπρεπε να επισημανθεί η προσοχή του Δικαστηρίου και να εξηγηθεί ότι αποτελούσε λάθος στην Ένορκο Δήλωση ή εν πάση περιπτώσει θα έπρεπε να προηγηθεί επιστολή με την οποία να εζητείτο να παρασχεθεί εγγύηση για τον μη απόπλουν του Εναγομένου Πλοίου.

5.  Είναι ανεπίτρεπτο και νομικά απαράδεκτο να δίδεται η ευκαιρία στους Αιτητές/Ενάγοντες να έχουν ‘δικαίωμα για δεύτερη δαγκωματιά στο κεράσι’ ιδιαίτερα όταν η προσπάθεια όπως εις την παρούσα περίπτωση να εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου το ίδιο αίτημα με διορθώσεις και ουσιαστικές τροποποιήσεις των γεγονότων επί των οποίων στηρίζεται με βάση τα όσα λέχθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία από τους Καθ’ ων η Αίτηση και από τα γεγονότα που [*1468]υποστήριζαν την Ένσταση των Καθ’ ων η Αίτηση στην Αίτηση για σύλληψη του Εναγομένου Πλοίου ημερομηνίας 22/7/04.

6.  Οι Ενάγοντες παρά την προσπάθεια που έχει γίνει για τροποποίηση των όσων σχετικών έχουν λεχθεί κατά την διαδικασία της Αίτησης ημερομηνίας 22/7/04, δεν έχουν οποιοδήποτε συμβατικό ή άλλο δικαίωμα επί του Εναγομένου Πλοίου για να δικαιούνται την εγγραφή του 50% του Εναγομένου Πλοίου στο όνομα τους και/ή 500.000 δολάρια Αμερικής για το 50% της ισχυριζόμενης αξίας του Εναγομένου Πλοίου.

7. Η εξασφάλιση του δανείου των 170.000.- δολαρίων Αμερικής έγινε με τους όρους που περιέχονται στην αλληλογραφία του Franklin Price με τον Kalloghlian και ως εκ τούτου η μόνη εξασφάλιση του Kalloghlian είναι τα έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή του Franklin Price σε διαταγή του Kalloghlian που εν πάση περιπτώσει δεν προσδίδει δικαιώματα στους Ενάγοντες και δεν τους νομιμοποιεί να αξιούν εναντίον του Εναγομένου Πλοίου.

8. Η συμφωνία ναύλωσης ημερομηνίας 23.6.04 έχει διαφορο-ποιηθεί και/ή αντικατασταθεί με την συμφωνία ημερομηνίας 14.7.04 η οποία έχει παραβιασθεί από τον Kalloghlian.

9. Οι Ενάγοντες-Αιτητές έχουν παραβεί τους κανόνες της επιείκειας καθ’ ότι, αν και αποτάθηκαν στο Δικαστήριο μονομερώς, εν τούτοις δεν αποκάλυψαν στο Δικαστήριο όλα τα ουσιώδη γεγονότα ή και παραπλάνησαν το Δικαστήριο και/ή δεν προσήλθαν στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια (clean hands).»

Την ένσταση συνοδεύει ένορκη δήλωση από μέρους της κας Μύριας Βασιλείου, δικηγόρου, συνεργαζόμενης με το δικηγορικό γραφείο των συνηγόρων του εναγομένου πλοίου.

Για τους σκοπούς της ένστασης, λέγει:-

«... καταθέτω επισυνάπτοντας στην παρούσα Ένορκο Δήλωση τις Ενόρκους Δηλώσεις των Franklin Price ως τεκμήριο ΜΒ1 και Μαριάννας Λαμάρη ως τεκμήριο ΜΒ2 ημερομηνίας 23/7/04 που συνοδεύουν την Ένσταση του Εναγομένου Πλοίου στην Αίτηση των Εναγόντων για σύλληψη του Εναγομένου Πλοίου ημερομηνίας 22/7/04 που οι Ενάγοντες παρέλειψαν να αποκαλύψουν το περιεχόμενο τους για τους σκοπούς της νέας [*1469]Αίτησης τους για σύλληψη του Εναγομένου Πλοίου ημερομηνίας 5/8/04.»

Συνεχίζει ότι ο κ. Franklin Price θα βρίσκεται στην Κύπρο για σκοπούς αντεξέτασης, κατά την ημέρα της ακρόασης, και επισυνάπτει αντίγραφο ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, που εστάλη στον κ. Price από τον κ. Alex Kalloghlian και αποτελεί αλληλογραφία του κ. Alex Kalloghlian με τους Chancellor Logistics Ltd, οι οποίοι τον συμβούλεψαν να μην αποδεχθεί εισήγηση για μεταβίβαση της ιδιοκτησίας του εναγομένου πλοίου επ’ ονόματί του. Επίσης, δηλώνει ότι οι πλοιοκτήτες έχουν καταχωρίσει αγωγή εναντίον των εναγόντων, με την οποία αξιούν αποζημιώσεις πέραν των 225.000,- δολαρίων Αμερικής για απώλειες και ζημιές, που υπέστησαν ως αποτέλεσμα της σύλληψης του πλοίου στις 22/7/2004.  Δε δικαιολογείται, καταλήγει, η έκδοση διατάγματος σύλληψης και, σε περίπτωση έκδοσης, επιπρόσθετα και ανεξάρτητα από το ποσό που βρίσκεται κατατεθειμένο στο Δικαστήριο για κάλυψη των ζημιών του εναγομένου πλοίου από τις συνέπειες του διατάγματος ημερομηνίας 22/7/2004, το οποίο ακυρώθηκε, θα πρέπει να διαταχθεί η καταβολή εγγύησης που να ικανοποιεί τον Πρωτοκολλητή, για ποσό τουλάχιστον £250.000,-, για κάλυψη των ζημιών των ιδιοκτητών του πλοίου, οι οποίοι δεν είναι τα ίδια πρόσωπα με τους συμβληθέντες με τον κ. Alex Kalloghlian για δανειοδότηση και τους ενάγοντες για ναύλωση του πλοίου.

Η ενόρκως δηλούσα, εκ μέρους των αιτητών, αντεξετάστηκε επί μακρώ, τόσο ως προς τις εξηγήσεις που δίδονται για την απόκρυψη στην προηγούμενη διαδικασία όσο και για τους ισχυρισμούς των εναγόντων και τις διαφοροποιήσεις που υπάρχουν σε σχέση με την προηγούμενη ένορκη δήλωση. Ήταν η εισήγηση του κ. Γιωρκάτζη προς τη μάρτυρα ότι οι διαφοροποιήσεις ήταν αποτέλεσμα των όσων ακούστηκαν στην προηγούμενη διαδικασία, θέση που απορρίφθηκε, με την επεξήγηση ότι οι όποιες διαφοροποιήσεις υπάρχουν δε μεταβάλλουν τη θέση, αλλά επεξηγούν τα ζητήματα με μεγαλύτερη λεπτομέρεια.

Οι συνήγοροι, με εμπεριστατωμένες και πολύ βοηθητικές αγορεύσεις και αναφορές στη νομολογία, στήριξαν, η κάθε πλευρά, τη θέση της. Αναφέρθηκαν, μεταξύ άλλων, στις υποθέσεις Lloyds Bowmaker Ltd v Britannia Arrow [1988] 3 All ER 178 (CA). Brink’s-MAT Ltd v Elcombe [1988] 3 All ER 188 (CA). Woodhouse v Consignia Plc [2002] EWCA Civ 275. Henderson v Henderson [1843] 3 Hare 100. Behbehani  v Salem [1989] 2 All ER 143 (CA).

[*1470]

Το σχετικό απόσπασμα από την Lloyds Bowmaker Ltd v Britannia Arrow, (ανωτέρω), έχει ως εξής:- (σελ. 183)

“In my view these authorities support the propositions of law advanced by counsel for Mr Lavens as set out above.  However, the last submission of counsel for Britannia Arrow is also correct in my view, ie even though a first injunction is discharged because of material non-disclosure, the court has a discretion whether to grant a second Mareva injunction at a stage when the whole of the facts, including that of the original non-disclosure, are before it, and may well grant such a second injunction if the original non-disclosure was innocent and if an injunction could properly be granted even had the facts been disclosed.”

Στην υπόθεση Brink’s-MAT Ltd v Elcombe, (ανωτέρω), το πιο κάτω απόσπασμα είναι σχετικό:- (σελ. 193)

“… ‘its is not for every omission that the injunction will be automatically discharged. A locus poenitentiae may sometimes be afforded’: see Bank Mellat v Nikpour [1985] FSR 87 at 90 per Lord Denning MR. The court has a discretion, notwithstanding proof of material non-disclosure which justifies or requires the immediate discharge of the ex parte order, nevertheless to continue the order, or to make a new order on terms:

‘… when the whole of the facts, including that of the original non-disclosure, are before it, [the court] may well grant such a second injunction if the original non-disclosure was innocent and if an injunction could properly be granted even had the facts been disclosed.’

(See Lloyds Bowmaker Ltd v Bratannia Arrow Hodings plc (Lavens, third party) [1988] 3 All ER 178 at 183 per Glidewell LJ.)”

Στην υπόθεση, επίσης, Woodhouse v Consignia Plc, (ανωτέρω), αναφέρονται τα εξής:-

“There is a public interest in discouraging a party who makes an unsuccessful interlocutory application from making a subsequent application for the same relief, based on material which was not, but could have been, deployed in support of the [*1471]first application. In some contexts, this is partly because, as Chadwick LJ said in Securum, there is a need for the court to allot its limited resources to other cases. But at least as important is the general need, in the interests of justice, to protect the respondents to successive applications in such circumstances from oppression. The rationale for the rule in Henderson v Henderson [1843] 3 Hare 100 that, in the absence of special circumstances, parties should bring their whole case before the court so that all aspects of it may be decided (subject to appeal) once and for all, is a rule of public policy based on the desirability, in the general interest as well as that of the parties themselves, that litigation should not drag on for ever, and that a defendant should not be oppressed by successive suits when one would do: see per Sir Thomas Bingham MR in Barrow v Bankside Ltd [1966] 1 WLR 257, 260A-D.

Ό,τι συνάγεται από τις πιο πάνω αποφάσεις, αποσπάσματα των οποίων παρέθεσα, είναι ότι, εκεί που το Δικαστήριο καταλήγει να ακυρώσει ένα προσωρινό διάταγμα που εκδόθηκε μονομερώς, λόγω παράλειψης αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων, δε στερείται εξουσίας να το συνεχίσει, ή ακόμη και να εκδώσει δεύτερο, όταν τα γεγονότα, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που δεν είχαν αποκαλυφθεί, τεθούν ενώπιόν του και νοουμένου ότι καταλήγει για το αθώο της μη αποκάλυψης και την ύπαρξη δυνατότητας έκδοσής του, εάν αποκαλύπτονταν τα σχετικά γεγονότα.

Ένα από τα επιχειρήματα του κ. Γιωρκάτζη για τη μη έκδοση εδώ του διατάγματος είναι ότι οι αιτητές αποτάθηκαν μονομερώς, χωρίς να αποκαλύπτουν και πάλιν ουσιώδη γεγονότα, όπως είναι επιστολή του κ. Price προς τους ενάγοντες, ημερομηνίας 21/7/2004, την οποία δεν επισύναψαν, και τα Τεκμήρια 1 - 5, που κατατέθηκαν κατά την αντεξέταση της κας Στέφης Βασιλείου.

Δεν τίθεται ζήτημα εδώ απόκρυψης γεγονότων, αφού οι καθ’ ων είχαν την ευκαιρία να καταχωρίσουν ένσταση και να θέσουν ενώπιον του Δικαστηρίου τους δικούς τους ισχυρισμούς, προτού αποφασιστεί η έκδοση ή μη του διατάγματος. Εάν η επιστολή αυτή ήταν ουσιώδης, είχαν τη δυνατότητα να την θέσουν οι ίδιοι ενώπιον του Δικαστηρίου. Στην υπόθεση Σμυρνιός (2000) 1 Α.Α.Δ. 43, επεξηγείται η μορφή μονομερούς αίτησης, για την οποία δίδονται οδηγίες επίδοσης. Η ένσταση των καθ’ ων, πρέπει να σημειώσω ότι δε θέτει, με την ένορκο δήλωση της κας Βασιλείου, γεγονότα, όπως προβλέπεται από τους Θεσμούς. Το ότι επισυνάπτονται αντίγραφα των [*1472]ενόρκων δηλώσεων που καταχωρήθηκαν στην προηγούμενη ένσταση χωρίς οτιδήποτε άλλο, δεν είναι αρκετό, αφού η ένσταση πρέπει να συνοδεύεται από ένορκη δήλωση, στην οποία να δίδονται τα γεγονότα.  Δεδομένης, όμως, εδώ της αντεξέτασης της κας Στέφης Βασιλείου, επί πλείστων όσων ισχυρισμών περιέχονται στα Τεκμήρια ΜΒ1 και ΜΒ2, ως και της αρχής ότι οι αιτητές είναι αυτοί που έχουν το βάρος απόδειξης της αίτησης, καταλήγω ότι υπάρχει ενώπιόν μου μαρτυρία για τους σκοπούς της αίτησης, που καλύπτει και τη θέση των καθ’ ων.

Δε βρίσκω, επίσης, να έχει βάση ο λόγος ένστασης ότι, στις 6/8/2004, το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα έκδοσης του αιτουμένου διατάγματος, γιατί δεν μπορούσε να ενεργήσει ως Εφετείο στην προηγούμενη απόφαση ακύρωσης.  Το γράμμα και το πνεύμα του πρακτικού του Δικαστηρίου, ημερομηνίας 6/8/2004, δεν οδηγούν σε τέτοιο συμπέρασμα.  Εάν η εισήγηση ήταν ορθή, τότε ποίο το νόημα των οδηγιών για καταχώριση ένστασης και ορισμό της αίτησης για ακρόαση;  Από την κατάληξη αυτή επηρεάζονται αρνητικά οι υπ αρ. 1, 2, 3 και 5 λόγοι ένστασης.

Ο τέταρτος λόγος ένστασης, εάν, δηλαδή, η μη αποκάλυψη των δύο συμφωνιών, που οδήγησε στην ακύρωση του προηγούμενου διατάγματος, ήταν αθώα, σύμφωνα με τα όσα λέχθηκαν ως εξηγήσεις, πρέπει να πω ότι με έχει απασχολήσει ιδιαίτερα.  Είναι η εισήγηση του κ. Θεοφίλου ότι δεν υπάρχει με την ένσταση αμφισβήτηση των εξηγήσεων που δόθηκαν, αφού η ένορκη δήλωση της κας Μύριας Βασιλείου δεν  αναφέρεται στο ζήτημα αυτό.  Δεν πιστεύω ότι οι εξηγήσεις είναι θέμα  αμφισβήτησης από τους καθ’ ων αλλά ζήτημα εξέτασης από το Δικαστήριο, δεδομένου ότι στην παρούσα υπόθεση επρόκειτο για κείμενο επιστολής και συμφωνίες συνηγόρων. Έχω μελετήσει πολύ προσεκτικά τις εξηγήσεις που δίδονται και όσα η κα Στ. Βασιλείου, αντεξεταζόμενη, είπε.  Ομολογώ ότι η μόνη κατάληξη για τις εξηγήσεις που δίδονται είναι ότι η σπουδή που διακατείχε τους ενάγοντες, μετά που πληροφορήθηκαν ότι υπήρχε ενδεχόμενο η αγωγή - στην οποία υπήρχε διάταγμα σύλληψης του πλοίου - να διευθετείτο στις 23/7/2004, δεν τους επέτρεπε να εκτιμούν ορθά οτιδήποτε είχε συμφωνηθεί, είτε διαμειφθεί μεταξύ αυτών και των πλοιοκτητών ή των συνηγόρων τους.  Από τις εξηγήσεις που δίδονται, προκύπτει ότι οι ενάγοντες ανησυχούσαν και ήθελαν να προχωρήσουν στη σύλληψη του πλοίου πριν από τις 23/7/2004.  Την ημερομηνία αυτή εξέπνεε και η προθεσμία των δύο ημερών μετά τον τερματισμό των διαπραγματεύσεων (21/7/2004) και υπήρχε πληροφορία ότι θα έφευγε το πλοίο. Η κατάληξή μου αυτή προκύπτει από την ημερομηνία της επιστολής Τεκμήριο 17 και την [*1473]προθεσμία που έθεταν για να υπογραφεί συμφωνία, που ήταν η επομένη, διαφορετικά, όπως έλεγαν, η συμφωνία του ναυλοσυμφώνου θα θεωρείτο ότι είχε τερματισθεί. Δεν μπορώ να αντιληφθώ τη σημασία της εξήγησης που δόθηκε, αφού, με την επιστολή, τερματιζόταν η σύμβαση ναύλωσης στις 21/7/2004 και κατέρρεαν, έτσι, και οι διαπραγματεύσεις. Συνεπώς, το πλοίο, στις 23/7/2004, μπορούσε να φύγει. Ό,τι και να συνέβαινε, είτε υπήρχε συμφωνία μεταξύ των συνηγόρων είτε όχι και ίσχυε αυτό που προσπάθησε να εξηγήσει η κα Βασιλείου, η 23η Ιουλίου, 2004, ήταν η μέρα που θα μπορούσε το πλοίο να αποπλεύσει.

Οι ενάγοντες, βέβαια, είτε υπήρχε συμφωνία μεταξύ των συνηγόρων για μη αναχώρηση του πλοίου είτε όχι, είχαν δικαίωμα, οποτεδήποτε έκριναν, να ενεργήσουν για διασφάλιση των συμφερόντων τους. Ενήργησαν, θέτοντας προθεσμία για την επίλυση της διαφοράς, η οποία, όμως, λόγω των χρονικών περιθωρίων που υπήρχαν, δεν τους παρείχε την πολυτέλεια να επεξηγήσουν με λεπτομέρεια στο Δικαστήριο ό,τι παρέλειψαν. Η μη αποκάλυψη αυτή οφείλεται στη σπουδή των εναγόντων και δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ότι δεν είναι αθώα, ούτε ότι είναι τέτοιας φύσης που να εμπόδιζε το Δικαστήριο, αν εγνώριζε όλα τα γεγονότα όπως προκύπτουν από το Τεκμήριο 17 και τις εξηγήσεις που δόθηκαν, να εξέδιδε το διάταγμα.  Στη σπουδή αυτή οφείλεται και η παράλειψη υπόδειξης της πρόνοιας για διαιτησία.  Η δικαιολόγηση της παράλειψης υποστηρίζεται από τα χρονικά πλαίσια που υπήρχαν. Η ανησυχία απελευθέρωσης του πλοίου στις 23/7/2004 και η ανάγκη αποτροπής αυτού του κινδύνου δεν επέτρεψε στους ενάγοντες να εκπληρώσουν το καθήκον που έχουν στο Δικαστήριο - να θέτουν, δηλαδή, ενώπιόν του κάθε ουσιώδες γεγονός που επιδρά στην κρίση του.  Για τις παραλείψεις τους αυτές οι ενάγοντες έχουν τιμωρηθεί με την ακύρωση του διατάγματος και τη διαταγή πληρωμής των εξόδων.

Καταλήγω, έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, ότι η παρούσα υπόθεση εμπίπτει στις εξαιρετικές εκείνες περιπτώσεις που, σύμφωνα με τη νομολογία, παρέχεται δυνατότητα στο Δικαστήριο να εκδώσει δεύτερο προσωρινό διάταγμα, παρόμοιο με το πρώτο.

Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης, προχωρώ να εξετάσω την αίτηση στην ουσία της.

Το Άρθρο 32 του Νόμου 14/60, στη βάση του οποίου εκδίδονται προσωρινά διατάγματα, το οποίο αποτελεί και τη βάση της αίτησης, έχει ερμηνευθεί σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου [*1474]- (βλ. Odysseos v. Pieris Estates and others (1982) 1 C.L.R. 557. Κ.Ο.Τ. ν. Θεωρή (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ. 255. Cyprus Sulphur κ.ά. ν. Παραρλάμα κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1040. Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248. Bacardi & Co. Ltd v. Vinco Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 788).

Σύμφωνα, επίσης, με την υπόθεση El Fath Co v. E.D.T. Shipping και άλλος (1992) 1 Α.Α.Δ. 1255:- (σελ. 1268)

«..., το Δικαστήριο δεν εμπλέκεται σε εξέταση εκείνων που συνιστούν την ουσία της αγωγής και δεν επιλύει αμφισβητήσεις σε σχέση με γεγονότα στα οποία θα στηριχθούν οι διάδικοι κατά την ακρόαση. Αντικείμενο της εξέτασης σ’ αυτό το στάδιο είναι το κατά πόσο υπάρχει ζήτημα για εκδίκαση κατά την ακρόαση της αγωγής. (Βλ. The Ship ‘Gloriana’ and Another v. Breidi (1982) 1 C.L.R. 409).»

Έχω εξετάσει τους ισχυρισμούς που προβάλλουν οι αιτητές, ως και τα όσα, κατά την αντεξέταση της κας Στέφης Βασιλείου, αναφέρθηκαν ως οι θέσεις του εναγομένου πλοίου, τα οποία προκύπτουν, επίσης, από τα επισυνημμένα στην ένσταση Τεκμήρια ΜΒ1 - ΜΒ5. Μελέτησα όλα τα επισυνημμένα στην αίτηση τεκμήρια.  Αβίαστα προκύπτει ότι υπάρχει ζήτημα για εκδίκαση, αφού υπάρχουν εκ διαμέτρου αντίθετοι ισχυρισμοί, τόσο σε σχέση με προφορικές συμφωνίες όσο και σε σχέση με τη σημασία εγγράφων, που επισυνάπτονται ως τεκμήρια. Υπάρχει παραδοχή ότι καταβλήθηκε το ποσό των $170.000,-. Το εάν καταβλήθηκε έναντι του συμπεφωνημένου ναύλου ή ως δάνειο, ως η θέση του εναγομένου, και προς ποίον, είναι ζητήματα που θα εξεταστούν στην αγωγή.  Υπάρχει, επίσης, ακόμα ένα ζήτημα - το ζήτημα του Τεκμηρίου 8 και η σημασία του και κατά πόσο η σύμβαση ναύλωσης αντικαταστάθηκε με συμφωνία ημερομηνίας 14/7/2004. Αμφισβητείται, επίσης, η νομιμοποίηση των εναγόντων για την καταχώριση της αγωγής. Προκύπτει, από διάφορα έγγραφα, ότι στο όνομα των εναγόντων γίνεται αναφορά, επιπρόσθετα με την αναφορά του ονόματος του κ. Kalloghlian. Ούτε η εισήγηση του κ. Γιωρκάτζη - ότι η αγωγή δεν μπορεί να προχωρήσει, αφού δεν έχει συμπεριληφθεί ως εναγόμενος και ο κ. Price - μπορεί να απασχολήσει και να αποφασιστεί, μέσα από αντικρουόμενες θέσεις, στο παρόν στάδιο. Η ιδιότητα, με την οποία ενεργούσε ο κ. Price, όντας δικηγόρος, δεν είναι απλή, για να καταλήξει το Δικαστήριο, μέσα από αποσπασματικά τεθέντα ενώπιόν του κείμενα. Είναι και αυτό θέμα της κυρίως αγωγής.

[*1475]Με την παρούσα αίτηση, ζητείται, επίσης, όπως, οποιαδήποτε εγγύηση ήθελε διαταχθεί να κατατεθεί από τους ενάγοντες, αυτή να υποκαταστήσει, με την κατάθεσή της, την εγγύηση που κατατέθηκε βάσει του διατάγματος ημερομηνίας 22/7/2004, η οποία και να μειωθεί από £80.000,- στο ποσό των £40.000,-.

Σ’ ό,τι αφορά το ποσό της εγγύησης για την απελευθέρωση του πλοίου από τους πλοιοκτήτες, αυτό να είναι της τάξης των $670.000,-, πλέον έξοδα, έτσι που να καλύπτεται η απαίτηση των εναγόντων - $500.000,-, αναφέρει, είναι η διαζευκτική αξίωση, που αντιστοιχεί στο 50% της αξίας του πλοίου, πλέον $170.000,-, που καταβλήθηκαν στους πλοιοκτήτες.

Ο κ. Γιωρκάτζης, σε σχέση με τα θέματα αυτά, ανέφερε ότι δεν παρέχεται δυνατότητα διαφοροποίησης της διαταγής της εγγύησης στην προηγούμενη αίτηση, αφού έχει, ήδη, καταχωρηθεί αγωγή, με την οποία αξιώνονται αποζημιώσεις από τους ενάγοντες. Σ’ ό,τι αφορά την εγγύηση για την απελευθέρωση του πλοίου, επεσήμανε ότι το ποσό των $170.000,- δεν μπορεί να είναι επιπλέον του ποσού που ζητείται ως αποζημίωση.

Η εγγύηση, που διατάχθηκαν οι ενάγοντες να καταθέσουν σε προηγούμενη αίτηση, και/ή η διαφοροποίησή της δεν μπορούν εδώ να εξεταστούν. Η παρούσα είναι νέα αίτηση και αποφασίζεται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε προηγούμενη διαταγή του Δικαστηρίου.

Σ’ ό,τι αφορά την εγγύηση για απελευθέρωση του πλοίου, αυτή - και πάλιν - αποφασίζεται με δεδομένη την απαίτηση των εναγόντων και την ικανοποίηση απόφασης, η οποία τυχόν ήθελε εκδοθεί.

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω:-

1.  Εκδίδεται διάταγμα σύλληψης του πλοίου NAIME S που τώρα βρίσκεται ελλιμενισμένο στο Λιμάνι Λεμεσού.

2.  Ο Αξιωματικός Ναυτοδικείου να ελευθερώσει το πλοίο κατόπιν οδηγιών του Πρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου μόλις καταχωρηθεί εκ μέρους των εναγομένων εγγύηση που να ικανοποιεί τον Πρωτοκολλητή για το ποσό των £400.000,- για την ικανοποίηση απόφασης που τυχόν ήθελε εκδοθεί προς όφελος των εναγόντων.

3.  Οι ενάγοντες να συμμορφωθούν με τις πιο κάτω οδηγίες:-

[*1476](α) Να καταθέσουν στο Δικαστήριο το ποσό των £800,- για τυχόν έξοδα του Αξιωματικού Ναυτοδικείου σε σχέση με την κράτηση του πλοίου κατά το χρόνο που αυτό θα τελεί υπό σύλληψη, ποσό το οποίο δυνατόν αργότερα να αυξηθεί.

(β)  Να καταθέσουν στο Δικαστήριο οποιοδήποτε επιπλέον ποσό που ήθελε ζητήσει ο Πρωτοκολλητής του Ανωτάτου Δικαστηρίου από τους ενάγοντες σχετικά με τη σύλληψη και αν αυτοί παραλείψουν να συμμορφωθούν εντός έξι ημερών από την ημέρα που θα τους ζητηθεί, τότε το διάταγμα σύλληψης θα ακυρούται.

(γ)  Να καταθέσουν μέχρι τις 25/8/2004 τραπεζική εγγύηση για το ποσό των £80.000,- για τυχόν ζημιές που δυνατό να υποστεί το εναγόμενο πλοίο και/ή οι ιδιοκτήτες του.

(δ)  Να καταθέσουν, εντός της ημέρας, προσωπική εγγύηση για το ποσό των £2.000,- για τυχόν ζημιές που δυνατόν να υποστεί το εναγόμενο πλοίο και/ή οι ιδιοκτήτες του.

4.  Το ένταλμα σύλληψης δε θα συνταχθεί και εκτελεστεί μέχρις ότου οι ενάγοντες συμμορφωθούν με τις υποπαραγράφους (α) και (δ) της παραγράφου 3. Σε περίπτωση που οι ενάγοντες παραλείψουν να συμμορφωθούν με την υποπαράγραφο (γ) της παραγράφου 3, το διάταγμα σύλληψης θα ακυρωθεί.

5.  Σ’ ό,τι αφορά τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας, με απασχόλησε κατά πόσο δικαιολογείται απόκλιση από την αρχή που προβλέπεται στο Άρθρο 212 του περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Ναυτοδικείου) Διαδικαστικού Κανονισμού. Έχοντας υπόψη ότι αποτελεί δεύτερη αίτηση, πανομοιότυπη με προηγούμενη, στην οποία ακυρώθηκε το διάταγμα και οι αιτητές τιμωρήθηκαν με τα έξοδα, καταλήγω να μην εκδώσω οποιαδήποτε διαταγή, έτσι ώστε τα έξοδα της παρούσας να είναι έξοδα στην αγωγή.

Η αίτηση επιτρέπεται. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα έτσι ώστε τα έξοδα της παρούσας να είναι έξοδα στην αγωγή.

 

[*1477]

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο