Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (2004) 1 ΑΑΔ 1516

(2004) 1 ΑΑΔ 1516

[*1516]8 Σεπτεμβρίου, 2004

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155(4) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν. 33/64), ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΕΙ ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΕΝΤΑΛΜΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI ΚΑΙ/ Ή ΜΑΝDAMUS,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΙΣ 20 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2004 ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΜΕ ΑΡ. 11062/2004.

(Αίτηση Αρ. 127/2004)

――――――――――

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari και Mandamus ― Αίτηση για άδεια καταχώρησης αίτησης προς έκδοση των προνομιακών ενταλμάτων Certiorari και Mandamus εναντίον απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία δεν επιβλήθηκε ποινή σε κατηγορούμενο που κρίθηκε ένοχος, κατόπιν παραδοχής, σε κατηγορία για εγκατάλειψη του εδάφους της Δημοκρατίας και για είσοδο σ’ αυτό από μη εγκεκριμένο αεροδρόμιο, κατά παράβαση του Άρθρου 12(1) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105 όπως τροποποιήθηκε ― Ισχυρισμός για υπέρβαση δικαιοδοσίας και για ύπαρξη νομικού λάθους εμφανούς στο πρακτικό ― Άρνηση άδειας ― Δεν τεκμηριώθηκαν οι προβληθέντες ισχυρισμοί ― Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου δεν ελέγχεται με προνομιακά εντάλματα.

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου δεν ελέγχεται από το Ανώτατο Δικαστήριο με προνομιακά εντάλματα.

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Πλάνη επί νομικού σημείου ―Πότε αποτελεί λόγο ακύρωσης με την έκδοση εντάλματος [*1517]Certiorari.

Ποινικό Δίκαιο ― Ποινή ― Απόφαση με την οποία δεν επιβάλλεται οποιαδήποτε ποινή δεν υπόκειται σε έφεση.

Ο περί Κηδεμονίας και Άλλων Τρόπων Μεταχείρισης Αδικοπραγούντων Νόμος του 1996 (Ν. 46(Ι)/96) ― Απαλλαγή κατηγορουμένου μετά από καταδίκη – Προϋποθέσεις.

Ποινικό Δίκαιο ― Ποινή ― Αρχή της ίσης μεταχείρισης των παραβατών ― Επιβάλλει τη συνεκτίμηση κάθε παράγοντα που άπτεται της τιμωρίας τους.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας δεν επέβαλε ποινή σε κατηγορούμενο ο οποίος κρίθηκε ένοχος, κατόπιν παραδοχής, σε κατηγορία για εγκατάλειψη του εδάφους της Δημοκρατίας και για είσοδο σ’ αυτό από το μη εγκεκριμένο αεροδρόμιο της Τύμπου.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά στον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 866/04 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ημερομηνίας 29.4.04, έκρινε πως ο κατηγορούμενος έτυχε άνισης μεταχείρισης.  Στην απόφαση εξηγείται ότι, η διωκτική αρχή, κατά αντίθεση και αντίφαση προς τα εξαγγελθέντα και εφαρμοζόμενα από την Κυβέρνηση, με τις κατηγορίες που προσήψε στον κατηγορούμενο, τον διέκρινε από όλους τους άλλους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Οπότε ενόψει των ανωτέρω, σε συνδυασμό και με τις ιδιάζουσες περιστάσεις υπό τις οποίες διενεργήθηκε η ποινική δίωξη στην προκείμενη περίπτωση δεν του επέβαλε ποινή.

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας καταχώρησε την παρούσα αίτηση για άδεια καταχώρησης αίτησης Certiorari και Mandamus επικαλούμενος τους ακόλουθους λόγους:

1) Σύμφωνα με το Άρθρο 12(1) και 5 του περί Αλλοδαπών  και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105 όπως τροποποιήθηκε, ο (Νόμος), ο παραβάτης υπόκειται στις ποινές που προβλέπονται και στο Άρθρο 26 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.  (Η εισήγηση καταλήγει πως “δεν υφίσταται νομοθέτημα το οποίο να εξουσιοδοτεί το Δικαστήριο, παρά την παραδοχή και/ή την καταδίκη του κατηγορουμένου, να μη επιβάλει οποιαδήποτε ποινή”).  Σύμφωνα δε με το Άρθρο 47 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, κάθε Δικαστήριο που καταδικάζει πρόσωπο, “επιβάλλει σ’ αυτό τέτοια ποινή όπως προβλέπεται από το νομοθέτημα δυνάμει του οποίου καταδικάζεται και όπως απαιτούν τα περιστατικά της υπόθεσης”.

2) Υπάρχει νομικό λάθος εμφανές στο πρακτικό, υπό την έννοια της [*1518]ύπαρξης φανερά εσφαλμένης ερμηνείας νόμου ή εσφαλμένης εφαρμογής του σε δεδομένη περίπτωση. Ο αιτητής εισηγήθηκε πως “θα πρέπει να υπάρχει πλάνη που μπορεί αμέσως να διακριβωθεί από το Δικαστήριο και όχι κατόπιν ερμηνείας των στοιχείων και της μαρτυρίας”.  Στην προκείμενη περίπτωση αφέθηκαν διοικητικές οδηγίες να υπερισχύσουν έναντι του Νόμου.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο λειτούργησε υπό την πεπλανημένη αντίληψη πως, για τους λόγους που παρέθεσε, είχε αρθεί το αξιόποινο της πράξης.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το Άρθρο 10 του περί Κηδεμονίας και Άλλων Τρόπων Μεταχείρισης Αδικοπραγούντων Νόμου του 1996 (Ν. 46(Ι)/96) προνοεί πως, υπό τους παράγοντες που καθορίζονται, το Δικαστήριο μπορεί να απαλλάξει απόλυτα τον κατηγορούμενο όταν κρίνει ότι “δεν είναι σκόπιμο να επιβάλει ποινή”.

2.  Η προσέγγιση του αιτητή θα έπρεπε και να απολήξει στην αθώωση του κατηγορουμένου.  Ενώ η διαδικασία διεξάχθηκε και περατώθηκε υπό το δεδομένο της καταδίκης του.  Η τελική κατάληξη του Δικαστηρίου δεν συσχετίσθηκε με τη διάπραξη των αδικημάτων από τον κατηγορούμενο αλλά με την, κατά την απόφαση, άνιση μεταχείρισή του, με αναφορά στα “εξαγγελθέντα και εφαρμοζόμενα”.  Η υπόθεση Pouris and Others v. The Republic (1983) 2 C.L.R. 148, την οποία επικαλέστηκε ο αιτητής ως προς τη μη δίωξη άλλων και την αρχή της ισότητας, αφορούσε σε θέμα σχετικό με την καταδίκη και όχι την ποινή.

3.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο κινήθηκε εντός της δικαιοδοσίας του και άσκησε διακριτική εξουσία.  Η ορθότητα της κατάληξης στην οποία άχθηκε δεν είναι θέμα το οποίο μπορεί να εξεταστεί στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας.

Η αίτηση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 141,

Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 143,

Pouris a.ο. v. Republic (1983) 2 C.L.R. 148,

Pouris a.ο. v. Republic (1983) 2 C.L.R. 170.

[*1519]

Αίτηση.

Αίτηση από το Γενικό Εισαγγελέα για άδεια καταχώρισης αίτησης για έκδοση διατάγματος Certiorari προς ακύρωση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην υπόθεση 11062/04 με την οποία έκρινε τον κατηγορούμενο ένοχο, κατόπιν παραδοχής, σε κατηγορία για εγκατάλειψη του εδάφους της Δημοκρατίας και για είσοδο σ’ αυτό από το μη εγκεκριμμένο αεροδρόμιο της Τύμπου δεν επέβαλε όμως σ’ αυτόν οποιαδήποτε ποινή καθώς και για έκδοση διατάγματος Mandamus ώστε το Δικαστήριο να ολοκληρώσει την ενώπιόν του διαδικασία με την επιβολή ποινής στον κατηγορούμενο.

Α. Στεφάνου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Αιτητή.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Σύμφωνα με το άρθρο 12(1) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105 όπως τροποποιήθηκε, (ο Νόμος), «κανένα πρόσωπο δεν θα εισέρχεται ή εγκαταλείπει τη Δημοκρατία εκτός δια μέσου εγκριμένου λιμανιού», όρος που κατά τις ερμηνευτικές διατάξεις του Νόμου περιλαμβάνει και αερολιμάνι. Ο παραβάτης, σύμφωνα με το άρθρο 12(5) του Νόμου, είναι ένοχος αδικήματος «και υπόκειται σε φυλάκιση για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις £1000 ή και στις δυο ποινές της φυλάκισης και του προστίμου».

Ο Αστυνομικός Διευθυντής Λευκωσίας άσκησε ποινική δίωξη κατά του Νεόφυτου Κωνσταντίνου από την Έγκωμη (Αρ. Υπόθεσης 11062/04 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας).  Ο κατηγορούμενος, αφού παραδέχθηκε ενοχή, βρέθηκε ένοχος σε κατηγορία για εγκατάλειψη του εδάφους της Δημοκρατίας και για είσοδο σ’ αυτό από το μη εγκριμένο αεροδρόμιο της Τύμπου.  Το πρωτόδικο δικαστήριο, με αναφορά στον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 866/04 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ημερομηνίας 29.4.04, σε Κώδικα για την εφαρμογή του που καταρτίστηκε από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας και σε Ανακοίνωση που εκδόθηκε από το Διευθυντή του Διπλωματικού Γραφείου του Προέδρου της Δημοκρατίας προς το κοινό, έκρινε πως ο κατηγορούμενος έτυχε άνισης μεταχείρισης.  Όπως εξηγείται στην απόφαση, η διωκτική αρχή, κατά αντίθεση και αντίφαση προς τα εξαγγελθέντα και εφαρμοζόμενα από την Κυβέρνηση «διέκρινε από όλους τους άλλους πολίτες της Ευ[*1520]ρωπαϊκής Ένωσης τον κατηγορούμενο, και προσήψε εναντίον του τις προαναφερθείσες δυο κατηγορίες». Οπότε, όπως καταλήγει η απόφαση, «ενόψει των ανωτέρω, σε συνδυασμό και με τις ιδιάζουσες περιστάσεις υπό τις οποίες διενεργήθηκε η ποινική δίωξη του κατηγορουμένου στην προκείμενη περίπτωση, δεν επιβάλλεται στον κατηγορούμενο οποιαδήποτε ποινή».

Παρέπεμψε συναφώς στα πιο κάτω αποσπάσματα από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου που εξέδωσε ο Πικής Π. στην Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 141:

“Η τιμωρία των παραβατών αποτελεί αρμοδιότητα της Δικαιοσύνης. Η αρχή της ίσης μεταχείρισης των παραβατών επιβάλλει τη συνεκτίμηση κάθε παράγοντα που άπτεται της τιμωρίας τους. Αποκλεισμός οποιουδήποτε σχετικού παράγοντα στην άσκηση των εξουσιών μας, θα περιόριζε τον ορίζοντα της Δικαιοσύνης σε περιθώρια ασυμβίβαστα με την αυτοτέλεια που απολαμβάνει – και που, εξ ορισμού, πρέπει να απολαμβάνει – στο πεδίο της λειτουργίας της και θα συνιστούσε αντινομία προς το καθήκον εξασφάλισης των δικαιωμάτων του ανθρώπου, που επιβάλλει το Άρθρο 35 του Συντάγματος. Όταν δύο εγκληματούν και ο ένας προσάγεται στο δικαστήριο ενώ ο άλλος όχι, η εφαρμογή του νόμου καθίσταται ανισομερής, ο νόμος τραυματίζεται και το κράτος δικαίου εξασθενεί. Η αδυναμία της Δικαιοσύνης να αντιδράσει σε τέτοιο ενδεχόμενο, θα ισοδυναμούσε με συγκατάνευση στην ανισοπολιτεία”.

...............................................................................................................

“Η αρχή της ισότητας, όπως καθιερώνεται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος, είναι καθολική.  Η ισονομία και η ισοπολιτεία αποτελούν την πεμπτουσία της Δικαιοσύνης.  Η ισότητα καθιερώνεται ως ανθρώπινο δικαίωμα και τυγχάνει, όπως αναγνωριζει η νομολογία, καθολικής εφαρμογής – (βλ. Police v. Georghiades (1983) 2 C.L.R. 33). H ισότητα αποτελεί έκφραση της Δικαιοσύνης εκτείνεται σε όλο το εύρος της πολιτειακής λειτουργίας. Το Άρθρο 35 του Συντάγματος ορίζει ότι αποτελεί καθήκον όλων των εξουσιών της Πολιτείας, της Νομοθετικής, της Εκτελεστικής και της Δικαστικής, η διασφάλιση και αποτελεσματική εφαρμογή των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, μέσα στα όρια της αρμοδιότητας της κάθε εξουσίας.”

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ζητά άδεια για την υποβολή αίτησης για την έκδοση εντάλματος της φύσης certiorari [*1521]“προς ακύρωση του διατάγματος και/ή της απόφασης” και mandamus “με το οποίο να υποχρεώνεται το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας να ολοκληρώσει την ενώπιόν του διαδικασία με την ενάσκηση του καθήκοντός του και/ή της υποχρέωσής του για επιβολή ποινής στον  κατηγορούμενο στην  Ποινική Υπόθεση με αρ. 11062/2004”.

Ορθά ο κ. Στεφάνου αναφέρθηκε κατ’ αρχάς στην ανυπαρξία άλλου διαθέσιμου ένδικου μέσου, ως παράγοντα σχετικού προς τη χορήγηση άδειας, και είναι γεγονός πως, ενόψει της δεσμευτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 143, απόφαση με την οποία δεν επιβάλλεται οποιαδήποτε ποινή δεν υπόκειται σε έφεση.

Κατά την πρώτη από τις θέσεις, ο πρωτόδικος δικαστής «δεν είχε δικαιοδοσία ή εξουσία να επιβάλει οποιαδήποτε ποινή και/ή είχε υποχρέωση να επιβάλει, κατά τη διακριτική του ευχέρεια, ποινή». Οι λόγοι, όπως αναφέρονται στην αίτηση, παραπέμπουν στο ίδιο το άρθρο 12(1) και (5) του Νόμου κατά το οποίο ο παραβάτης υπόκειται στις ποινές που προβλέπονται και στο άρθρο 26 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 όπου γενικά προσδιορίζονται τα είδη των ποινών.  Με την κατάληξη πως «δεν υφίσταται νομοθέτημα το οποίο να εξουσιοδοτεί το Δικαστήριο, παρά την παραδοχή και/ή την καταδίκη του κατηγορουμένου, να μή επιβάλει οποιαδήποτε ποινή». Ενώπιόν μου, κατά την περαιτέρω ανάπτυξη του θέματος, έγινε αναφορά και στο άρθρο 47 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 σύμφωνα με το οποίο κάθε Δικαστήριο που καταδικάζει πρόσωπο, «επιβάλλει σ’ αυτό τέτοια ποινή όπως προβλέπεται από το νομοθέτημα δυνάμει του οποίου καταδικάζεται και όπως απαιτούν τα περιστατικά της υπόθεσης».

Αυτά, όμως, χωρίς αναφορά στο άρθρο 10 του περί Κηδεμονίας και Άλλων Τρόπων Μεταχείρισης Αδικοπραγούντων Νόμου του 1996 [Ν. 46(Ι)/96], το οποίο παραθέτω:

“(1) Όταν το Δικαστήριο, καταδικάζοντας πρόσωπο για αδίκημα για το οποίο η ποινή δεν καθορίζεται από οποιοδήποτε νόμο είναι της γνώμης, αφού λάβει υπόψη τις περιστάσεις, περιλαμβανομένης της φύσης του αδικήματος και του χαρακτήρα του αδικοπραγούντος, ότι δεν είναι σκόπιμο να επιβάλει ποινή και ότι δεν αρμόζει να εκδοθεί διάταγμα κηδεμονίας, τότε δύναται να εκδώσει διάταγμα που να τον απαλλάσσει απόλυτα ή, αν το θεωρεί πρέπον, να τον απαλλάξει με τον όρο ότι δεν θα διαπράξει αδίκημα κατά τη διάρκεια χρονικού διαστήματος που δεν θα [*1522]υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες από την ημερομηνία εκδόσεως του διατάγματος, όπως θα οριστεί σε αυτό.

Διάταγμα με το οποίο απαλλάσσεται πρόσωπο με όρους που αναφέρονται πιο πάνω καλείται “διάταγμα απαλλαγής υπό όρους” και η περίοδος που ορίζεται σε αυτό καλείται “περίοδος απαλλαγής υπό όρους”.

Πριν από την έκδοση διατάγματος απαλλαγής υπό όρους το δικαστήριο εξηγεί στον αδικοπραγούντα σε γλώσσα καταληπτή ότι, αν διαπράξει άλλο αδίκημα κατά τη διάρκεια της περιόδου απαλλαγής υπό όρους, θα υπόκειται σε ποινή για το αρχικό αδίκημα.

Όταν, με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, σε πρόσωπο που έχει απαλλαγεί υπό όρους, βάσει του παρόντος άρθρου, επιβάλλεται ποινή για το αδίκημα αναφορικά με το οποίο εκδόθηκε το διάταγμα απαλλαγής υπό όρους, τότε αυτό παύει να ισχύει.”

Ζήτησα άποψη επ’ αυτού, ο κ. Στεφάνου το είχε υπόψη και επιχειρηματολόγησε. Ορθά δέχτηκε πως η αναφορά του άρθρου σε ποινή που «δεν καθορίζεται», παραπέμπει στις ποινές που είναι υποχρεωτικές από το Νόμο. Επικαλούμενος αγγλική νομολογία πως μεταχείριση κατηγορουμένου κατά τέτοιο τρόπο συνιστά ποινή υποκείμενη σε έφεση εισηγήθηκε πως, εν προκειμένω, αφού και ο πρωτόδικος δικαστής δεν «απάλλαξε απόλυτα» τον κατηγορούμενο, δεν είχαμε στην πραγματικότητα άσκηση εξουσίας δυνάμει του άρθρου 10.

Δεν μπορώ να συμμεριστώ αυτή τη σκέψη. Αντίθετα προς τη θεμελιακή πρόταση στην αίτηση, όπως την παρέθεσα, υπάρχει νομοθέτημα το οποίο ευθέως παρέχει εξουσία ως η ασκηθείσα. Τα υποστηριχθέντα δε σε σχέση με την κατάταξη της μεταχείρισης κατά το άρθρο 10 ως ποινής, παραγνωρίζουν πως το ίδιο το άρθρο ρητώς την αποχαρακτηρίζει ως τέτοια. Προβλέπεται σ’ αυτό πως, υπό τους παράγοντες που καθορίζονται, το Δικαστήριο μπορεί να απαλλάξει απόλυτα τον κατηγορούμενο όταν κρίνει ότι «δεν είναι σκόπιμο να επιβάλει ποινή». Τα περί το λεκτικό που χρησιμοποιήθηκε, δεν επηρεάζουν την ουσία.  Η απόλυτη απαλλαγή είναι συναρτημένη προς τη μή επιβολή ποινής και κατ’ ανάγκην ακολουθεί εφόσον το Δικαστήριο, όπως εν προκειμένω, δεν επιβάλλει όρους.

Κατά τη δεύτερη θέση, υπάρχει νομικό λάθος εμφανές στο πρα[*1523]κτικό.  Με την ορθή αναγνώριση πως αυτό το νομικό λάθος, ως προϋπόθεση για την ύπαρξη δικαιοδοσίας προς έκδοση προνομιακών ενταλμάτων, «δεν περιλαμβάνει νομικά εσφαλμένες αποφάσεις αλλά αναφέρεται στις περιπτώσεις όπου υπάρχει φανερά εσφαλμένη ερμηνεία νόμου ή εσφαλμένη εφαρμογή του σε δεδομένη περίπτωση». Με την πρόσθετη επισήμανση πως «θα πρέπει να υπάρχει πλάνη που μπορεί αμέσως να διακριβωθεί από το Δικαστήριο και όχι κατόπιν ερμηνείας των στοιχείων και της μαρτυρίας». Αναφέρθηκε συναφώς ο κ. Στεφάνου στη νομολογία, κυπριακή και αγγλική αλλά αρκεί η παράθεση του πιο κάτω αποσπάσματος από τους Halsbury’ s Laws of England, 3η έκδοση, τόμος 11, §119, που υιοθετήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο:

“Where the proceedings are regular upon their face and the inferior tribunal had jurisdiction, the superior court will not grant the order of certiorari on the ground that the inferior tribunal had misconceived a point of law. When the inferior tribunal has jurisdiction to decide a matter, it cannot (merely because it incidentally misconstrues a statute, or admits illegal evidence, or rejects legal evidence, or misdirects itself as to the weight of the evidence, or convicts without evidence) be deemed to exceed or abuse its jurisdiction”.

Σε μετάφραση:

“Όπου η διαδικασία είναι στην όψη της κανονική και το κατώτερο δικαστήριο είχε δικαιοδοσία, το ανώτερο δικαστήριο δεν θα εκδώσει ένταλμα certiorari για το λόγο ότι το κατώτερο δικαστήριο πλανήθηκε επί νομικού σημείου.  Όταν το κατώτερο δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να αποφασίσει ένα θέμα, δεν μπορεί (απλώς επειδή παρεμπιπτόντως παρερμηνεύει ένα νόμο ή επιτρέπει την εισαγωγή παράνομης μαρτυρίας, ή απορρίπτει νόμιμη μαρτυρία, ή καθοδηγεί εσφαλμένα τον εαυτό του αναφορικά με το βάρος της μαρτυρίας, ή καταδικάζει χωρίς μαρτυρία) να θεωρηθεί ότι υπερβαίνει ή καταχράται τη δικαιοδοσία του”.

Παραθέτω ολόκληρο το απόσπασμα από την αίτηση, σε σχέση με το κατά την εισήγηση, αναδεικνυόμενο ως νομικό λάθος εμφανές στο πρακτικό:

“Η προσβαλλόμενη απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου  είναι λανθασμένη στην όψη της (is based on an error of law apparent on the face of the record) διότι παρερμήνευσε τα σχετικά νομοθετήματα.  Συγκεκριμένα αντί το Δικαστήριο να ερμηνεύσει τις νομοθετικές διατάξεις περιορίστηκε στην εφαρμογή [*1524]διοικητικών οδηγιών που εκδόθηκαν από τις αρχές της Δημοκρατίας και οι οποίες, προφανώς, δεν αποτελούν μέρος της νομοθεσίας.

Ο Κανονισμός αριθ. 866/2004 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ημερομηνίας 29.4.2004, δεν περιέχει οποιαδήποτε αναφορά στους όρους υπό τους οποίους διέρχονται οι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης την γραμμή μεταξύ των περιοχών, οι οποίες βρίσκονται υπό τον αποτελεσματικό έλεγχο της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας και μη.  Ο Κανονισμός δεν καταργεί και δεν επηρεάζει τις απαγορευτικές διατάξεις του άρθρου 12(1) και (5) του Κεφ. 105, ως τροποποιήθηκε.

Περαιτέρω, λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι, από την ερμηνεία του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 866/2004 που δόθηκε από τον Κώδικα για την εφαρμογή του Κανονισμού και την Ανακοίνωση του Διευθυντή του Διπλωματικού γραφείου του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, μπορούσε να εξαχθεί συμπέρασμα δυσμενούς διάκρισης του κατηγορουμένου και συμπέρασμα προσβολής της αρχής της ισότητας του άρθρου 28 του Συντάγματος.

Δεν υπήρχαν ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου οποιαδήποτε στοιχεία και/ή γεγονότα από τα οποία να προκύπτει δυσμενής διάκριση εναντίον του κατηγορουμένου.  Ο κατηγορούμενος διέπραξε  σε δύο διαφορετικές περιπτώσεις το αδίκημα που προβλέπεται από το άρθρο 12(1) και 12(5) του Κεφ. 105 και γι’ αυτά διώχθηκε ποινικά”.

Επίσης παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου:

«Ο Κανονισμός, ευθέως τουλάχιστον, δεν προβαίνει στην κατάργηση του άρθρου 12(1), ανωτέρω. Όμως, το πράττει αυτό κατ’ ουσίαν ο προαναφερθείς Κανόνας 1(α) του Κώδικα. Η άποψη αυτή ενισχύεται έτι περαιτέρω από κάποιες αναφορές οι οποίες υπάρχουν στην προαναφερθείσα Ανακοίνωση. Ενώ σε κάποιο σημείο της επισημαίνεται ότι οποιοσδήποτε πολίτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, περιλαμβανομένου κύπριου πολίτη, “ο οποίος διέρχεται την γραμμή έχοντας αφιχθεί στην Κύπρο από μη νόμιμο σημείο εισόδου παραβαίνει τον νόμο”, και τονίζεται η υποχρέωση για την χρήση των νόμιμων σημείων εισόδου και εξόδου, σε άλλο σημείο δηλώνεται ότι “Η Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, δικαιούται ως θέμα εσωτερικού δικαίου [*1525]να επιβάλει διοικητικές ή άλλες κυρώσεις υπό μορφή προστίμου σε όσους πολίτες της Ε.Ε., περιλαμβανομένων και κυπρίων, παραβαίνουν την υποχρέωση αυτή”. Η αναφορά στο πιο πάνω απόσπασμα “σε διοικητικές ή άλλες κυρώσεις υπό μορφή προστίμου”, σαφώς δεν εννοεί τις ποινικές κυρώσεις που προνοεί το άρθρο 12(1), ανωτέρω, που περιλαμβάνουν και την ποινή φυλάκισης, η επιβολή των οποίων εμπίπτει αποκλειστικά στην αρμοδιότητα των Δικαστηρίων της Δημοκρατίας.

Ο Κώδικας και η τοποθέτηση της Κυβέρνησης στο πιο πάνω απόσπασμα, από την Ανακοίνωση, σαφώς λαμβάνουν την θέση ότι οι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, περιλαμβανομένων των κύπριων πολιτών, δεν διώκονται ποινικώς όταν εισέρχονται ή εξέρχονται από το έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας από μη εγκεκριμένο λιμάνι, κατά παράβαση του άρθρου 12(1), ανωτέρω.  Απολαμβάνουν, σε σχέση με τα αδικήματα αυτά, καθεστώς ασυλίας.

Εν τούτοις, ενεργώντας κατά πλήρη αντίθεση και αντίφαση με τα εξαγγελθέντα και εφαρμοζόμενα, ως ανωτέρω αναφέρεται, από την Κυβέρνηση, η διωκτική αρχή της Δημοκρατίας διέκρινε από όλους τους άλλους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης τον κατηγορούμενο, και προσήψε εναντίον του τις προαναφερθείσες δύο κατηγορίες.  Η μεταχείριση αυτή του κατηγορουμένου αναμφίβολα αντιβαίνει προς το Άρθρο 28 του Συντάγματος που προνοεί ότι “πάντες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου” και εγείρει σοβαρότατο ζήτημα αναφορικά με το θέμα της επιβληθησομένης ποινής.”

Οι αναφορές στην απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με την επιβίωση του άρθρου 12(1) δεν διαφοροποιούν την αιτιολογική της βάση και δεν νομίζω ότι δικαιολογείται η εισήγηση, όπως αυτή εξηγήθηκε και κατά την ακρόαση, πως αφέθηκαν διοικητικές οδηγίες να υπερισχύσουν έναντι του Νόμου. Ούτε πως, εν τέλει, λειτούργησε το πρωτόδικο δικαστήριο υπό την πεπλανημένη αντίληψη πως, για τους λόγους που παρέθεσε, είχε αρθεί το αξιόποινο της πράξης. Τέτοια προσέγγιση θα έπρεπε και να απολήξει στην αθώωση του κατηγορουμένου. Ενώ η διαδικασία διεξάχθηκε και περατώθηκε υπό το δεδομένο της καταδίκης του. Η ουσία είναι πως ήταν σε σχέση με την μεταχείριση του κατηγορουμένου ως ενόχου για τα αδικήματα που εκδηλώθηκε ο προβληματισμός και η τελική κατάληξη συσχετίστηκε όχι με τη διάπραξη αδικημάτων από τον κατηγορούμενο αλλά με την, κατά την απόφαση, άνιση μεταχείρισή του, με αναφορά στα «εξαγγελθέντα και εφαρμοζόμενα». Σημειώ[*1526]νω πως η υπόθεση Pouris and Others v. The Republic (1983) 2 C.L.R. 148 την οποία επικαλέστηκε ο κ. Στεφάνου ως προς τη μή δίωξη  άλλων και την αρχή της ισότητας, αφορούσε σε θέμα σχετικό με την καταδίκη και όχι την ποινή. Όταν επικυρώθηκε δε η καταδίκη, σε σχέση με την έφεση κατά της ποινής (βλ. Pouris and Others v. Republic (1983) 2 C.L.R. 170), το Ανώτατο Δικαστήριο δεν απέρριψε τους όμοιους ισχυρισμούς με αναφορά στην ανυπαρξία δυνατότητας επηρεασμού της εξ αιτίας της μη δίωξης άλλων. Επικύρωσε την ποινή αφού υπέδειξε πως δεν ήταν ακριβές ότι ουδείς άλλος διώχθηκε και πως ήταν πολύ πιθανό, ενόψει ψηφίσματος της Βουλής των Αντιπροσώπων, να διωχθούν και άλλοι. Όπως δεν αναφέρεται στη σχετικότητα της ίσης μεταχείρισης προς την ποινή και η αναφορά στο σύγγραμμα “Σύνταγμα” του Ανδρέα Ν. Λοΐζου σελ. 179, το οποίο επίσης επικαλέστηκε ο κ. Στεφάνου, στο θεμελιώδες πως “η παρανομία δεν αποτελεί μέτρο για ίση μεταχείριση” και πως “η θεραπεία έγκειται στην καταστολή της παρανομίας και όχι στην επέκτασή της χάριν της ισότητας”. Αυτά αφορούσαν σε παράνομες διεκδικήσεις με έρεισμά τους την ικανοποίηση τους σε άλλες περιπτώσεις και δεν επηρεάζουν τη βασική αρχή σε σχέση με την ισότητα ως σχετικής προς την επιμέτρηση της ποινής. Κεφάλαιο στο οποίο ο συγγραφέας, πάντα με αναφορά στη νομολογία, αναφέρεται αλλού (βλ. σελ. 177) όπου επισημαίνει πως «εφόσον η δίωξη των παραβατών είναι εκτός του ελέγχου των δικαστικών αρχών, η παράλειψη δίωξης ενός από αυτούς λαμβάνεται υπόψη ως μετριαστικός παράγοντας της ποινής των υπολοίπων προς άμβλυνση του αισθήματος αδικίας που δημιουργεί η άνιση μεταχείριση». Και έχω ήδη παραθέσει και τα αποσπάσματα από την υπόθεση Δημητρίου, στην οποία παρέπεμψε ο πρωτόδικος δικαστής.

Το πρωτόδικο δικαστήριο κινήθηκε εντός της δικαιοδοσίας του και άσκησε διακριτική εξουσία. Η ορθότητα της κατάληξης στην οποία άχθηκε δεν είναι θέμα το οποίο μπορεί να εξεταστεί στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας. Αυτό προϋποθέτει στάθμιση  και κρίση για τις οποίες στερούμαι δικαιοδοσίας αφού, σ’αυτή τη διαδικασία, ελέγχεται μόνο η νομιμότητα και όχι η ορθότητα της απόφασης. Δεν είναι δυνατό η διαδικασία να μεταλλαχθεί σε έφεση και εν τέλει να επιβληθεί στο πρωτόδικο Δικαστήριο ο τρόπος με τον οποίο θα χειριστεί θέμα για το οποίο έχει δικαιοδοσία.

Δεν έχει στοιχειοθετηθεί εκ πρώτης όψεως υπέρβαση εξουσίας ή νομικό λάθος εμφανές στο πρακτικό και η αίτηση απορρίπτεται.

Η αίτηση απορρίπτεται.

[*1527]

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο