(2004) 1 ΑΑΔ 1535
[*1535]13 Σεπτεμβρίου, 2004
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ
ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
(ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ FASTACT DEVELOPMENTS LTD ΚΑΙ EVA INVESTMENTS LTD ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΝΤΑΛΜΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΣΕΡΤΙΟΡΑΡΙ (CERTIORARI),
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ (Κ. ΚΛΗΡΙΔΗ Π.Ε.Δ.) ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΙΣ 29.1.2002 – ΑΛΛΑ ΣΥΝΤΑΧΘΗΚΕ ΣΤΙΣ 20.2.2002 ΚΑΙ ΕΠΙΔΟΘΗΚΕ ΣΤΙΣ ΑΙΤΗΤΡΙΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΣΤΙΣ 21.2.2002 ΣΤΗΝ ΕΝΑΡΚΤΗΡΙΑ Ή ΓΕΝΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΥΠ΄ΑΡΙΘΜΟ 58/2001 ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 10.12.1999 ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ ΜΟΣΧΑΣ.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11353)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Έφεση εναντίον της πρωτόδικης απόφασης με την οποία ακυρώθηκε με ένταλμα Certiorari διάταγμα τύπου Mareva ― Ύπαρξη εναλλακτικών ένδικων μέσων στην απουσία εξαιρετικών περιστάσεων για παράκαμψη του κανόνα ότι όπου προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο δεν χωρεί αίτηση για έκδοση εντάλματος Certiorari ― Η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων πρέπει να αποδεικνύεται πάντοτε, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται η έκδοση του εντάλματος Certiorari.
Στις 22.1.2001 η εταιρεία BMTL, εταιρεία Ρωσικών συμφερόντων, εγγεγραμμένη στο Guernsey, Ηνωμένου Βασιλείου, με μονομερή αίτηση υπ’ αριθμό 58/2001 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκω[*1536]σίας, ζήτησε την αναγνώριση ως εκτελεστέας και την εγγραφή απόφασης του Διαιτητικού Δικαστηρίου του Εμπορικού Βιομηχανικού Επιμελητηρίου της Μόσχας, σύμφωνα με την οποία η εταιρεία ΝΚΑΖ μετοχική εταιρεία ανοικτού τύπου εγγεγραμμένη στη Ρωσική Ομοσπονδία θάπρεπε να της καταβάλει το ποσό των $11.802.869,00 πλέον το ποσό των $532.440,50 τόκους και $12.093,96 έξοδα. Στις 6.2.2001 το Δικαστήριο αναγνώρισε την εν λόγω διαιτητική απόφαση ως εκτελεστέα και την ενέγραψε.
Στις 15.11.2001 η ΒΜΤL καταχώρησε μονομερή αίτηση και αίτηση διά κλήσεως στα πλαίσια της αίτησης 58/2001 με τις οποίες ζητούσε διάταγμα κατασχέσεως εις χείρας τρίτων, ως μεσεγγυούχων (garnishee order), συγκεκριμένα των εταιρειών Fastact και Eva. Η αίτηση αποσύρθηκε στις 10.12.2001 εφόσον η διαιτητική απόφαση δεν μπορούσε ακόμα να εκτελεστεί. Η ισχύς της είχε ανασταλεί μέχρις ότου η ΝΚΑΖ αποτεινόταν στο Δικαστήριο ζητώντας το παραμερισμό της εντός 30 ημερών από την ημέρα επίδοσης της σ’ αυτή. Όμως, το διάταγμα ουδέποτε επιδόθηκε από την ΒΜΤL στη ΝΚΑΖ ούτε έγινε οποιαδήποτε προσπάθεια για επίδοσή του.
Στις 17.1.2002 η ΒΜΤL καταχώρησε νέα μονομερή αίτηση στα πλαίσια της αίτησης υπ’ αριθμό 58/2001 με την οποία ζητούσε διάταγμα mareva εναντίον της Fastact και της Eva. Στις 29.1.2002 το Δικαστήριο εξέδωσε το διάταγμα με ημερομηνία επιστροφής αρχικά την 13.2.2002 και μετά την 28.2.2002. Το διάταγμα επιδόθηκε στις 21.2.2002. Σύμφωνα με αυτό απαγορευόταν στην ΝΚΑΖ, όπως και στις Fastact και Eva και στις τράπεζες με τις οποίες συνεργάζονταν, να παρατραβήξουν, και/ή αποσύρουν και/ή πληρώσουν και/ή δεσμεύσουν και/ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο χρησιμοποιήσουν ποσό μέχρι Δολαρίων Αμερικής 12.347.402,00 (...) μέχρις ακροάσεως και/ή τελείας αποπερατώσεως της παρούσας αγωγής. Το διάταγμα ορίστηκε στις 15.3.2002 για να καταχωρηθεί μέχρι τότε ένσταση από τις Fastact και Eva οι οποίες είχαν πρόθεση να αμφισβητήσουν τη δικαιδοσία του Δικαστηρίου.
Στις 7.3.2002 οι Fastact και Eva καταχώρησαν αίτηση για άδεια καταχώρησης αίτησης για ένταλμα Certiorari για ακύρωση του διατάγματος. Η άδεια χορηγήθηκε και στη συνέχεια, κατόπιν ακροάσεως, εκδόθηκε και το ένταλμα Certiorari το οποίο ακύρωσε το διάταγμα της 29.1.2002 στη βάση της έλλειψης δικαιοδοσίας και της κατάχρησης της διαδικασίας εκ μέρους της ΒΜΤL.
H BMTL καταχώρησε την παρούσα έφεση αμφισβητώντας την ορθότητα της απόφασης και προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, ότι η αί[*1537]τηση για άδεια δεν έπρεπε να δοθεί ούτε το ένταλμα Certiorari να εκδοθεί επειδή υπήρχαν άλλα ένδικα μέσα και δεν συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή αλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο θέμα.
Το Ανώτατο Δικαστήριο επέτρεψε την έφεση στη βάση του πιο πάνω λόγου έφεσης και αφού αναφέρθηκε στη σχετική νομολογία αποφάνθηκε περαιτέρω ότι η πιο πάνω αρχή ισχύει ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το ένταλμα. Έστω, δηλαδή, και αν ο προβαλλόμενος λόγος είναι έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας. Αν δε, παρά την μη ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για Certiorari, η μη ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων συνιστά, a fortiori, λόγο απόρριψης της αίτησης.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα υπέρ της
εφεσείουσας, πρωτόδικα και κατ’ έφεση.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
R. v. Secretary of State [1986] 1 All E.R. 717,
Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41,
Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469,
Hellenger Trading Ltd (2000) 1 A.A.Δ. 1965,
Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 552.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εταιρεία BMTL, ρωσικών συμφερόντων, κατά της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου που δόθηκε στις 10/4/02 (Αρ. Αίτ. 17/02) με την οποία, κατόπιν αίτησης από τις αιτήτριες εταιρείες Fastact Developments Ltd και Eva Investments Ltd, από τη Λευκωσία, οι οποίες, κατά τους ισχυρισμούς της εταιρείας Ρωσικών συμφερόντων Base Metal Trading Ltd (BMTL) εγγεγραμμένης στο Ηνωμένο Βασίλειο, ενεργούσαν σαν θεματοφύλακες και/ή καταπιστευματοδόχοι της εταιρείας NKAZ μετοχικής εταιρείας ανοικτού τύπου εγγεγραμμένης στη Ρωσική Ομοσπονδία η οποία διεξάγει εργασίες στη Ρωσία, για άδεια καταχώρισης αίτησης (ex-parte) για έκδοση διατάγματος [*1538]Certiorari προς ακύρωση του εκδοθέντος από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 29/1/02 διατάγματος Mareva εναντίον τους στα πλαίσια της μονομερούς αίτησης υπ’ αρ. 58/01 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με την οποία με βάση τον περί Διεθνούς Διαιτησίας σε Εμπορικά Θέματα Νόμο του 1987 (Ν. 101/87) και τον Κυρωτικό Νόμο της Σύμβασης περί Αναγνωρίσεως και Εκτελέσεως Αλλοδαπών Διαιτητικών Αποφάσεων (Ν. 84/79), ζήτησε και έλαβε από το Δικαστήριο στις 6/2/01 την αναγνώριση ως εκτελεστέας και την εγγραφή απόφασης του Διαιτητικού Δικαστηρίου του Εμπορικού Βιομηχανικού Επιμελητηρίου της Μόσχας, ημερομηνίας 10.12.1999, σύμφωνα με την οποία η ΝΚΑΖ θάπρεπε να της καταβάλει το ποσό των Δολαρίων Αμερικής 11.802.869,00, πλέον το ποσό των Δολαρίων Αμερικής 532.440,50 τόκους και Δολαρίων Αμερικής 12.093,96 έξοδα, το Δικαστήριο εξέδωσε το αιτηθέν διάταγμα και ακύρωσε το διάταγμα της 29/1/02.
Α. Αδαμίδης, για την Εφεσείουσα, Base Metal Trading Ltd, από το Guernsey, Ηνωμένου Βασιλείου.
Δ. Παπαδόπουλος, για τις Εφεσίβλητες, Fastact Developments Ltd και Eva Investments Ltd, από τη Λευκωσία.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ..
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Η εταιρεία Base Metal Trading Ltd (BMTL) είναι εταιρεία Ρωσικών συμφερόντων, εγγεγραμμένη στο Guernsey, Ηνωμένου Βασιλείου. Η εταιρεία Νοβοκουζνέτσκι Αλιουμίνιγιεβι Ζαβόντ (MEAT “NKAZ”) (NKAZ) είναι μετοχική εταιρεία ανοικτού τύπου εγγεγραμμένη στη Ρωσική Ομοσπονδία. Διεξάγει εργασίες στη Ρωσία.
Στις 22.1.2001, με μονομερή αίτηση (ex parte) υπ’ αριθμό 58/2001 στο Ε.Δ. Λευκωσίας (το Δικαστήριο), η BMTL, με βάση τον περί Διεθνούς Διαιτησίας σε Εμπορικά Θέματα Νόμο του 1987 (Ν.101/87) και τον Κυρωτικό Νόμο της Σύμβασης περί Αναγνωρίσεως και Εκτελέσεως Αλλοδαπών Διαιτητικών Αποφάσεων (Ν.84/79), ζήτησε την αναγνώριση ως εκτελεστέας και την εγγραφή απόφασης του Διαιτητικού Δικαστηρίου του Εμπορικού Βιομηχανικού Επιμελητηρίου της Μόσχας, ημερομηνίας 10.12.1999, σύμφωνα με την οποία η NKAZ θάπρεπε να της καταβάλει το ποσό των Δολαρίων Αμερικής [*1539]11.802.869,00, πλέον το ποσό των Δολαρίων Αμερικής 532.440,50 τόκους και Δολαρίων Αμερικής 12.093,96 έξοδα.
Στις 6.2.2001 το Δικαστήριο αναγνώρισε την εν λόγω διαιτητική απόφαση ως εκτελεστέα και την ενέγραψε. Σύμφωνα με το διάταγμα εγγραφής, το οποίο συνετάχθη στις 7.2.2001, η NKAZ είχε το δικαίωμα να αποταθεί στο Δικαστήριο ζητώντας τον παραμερισμό του εντός τριάντα ημερών από την ημερομηνία επίδοσής του σε αυτή. Μέχρι τότε, η ισχύς του αναστάληκε. Όμως, το διάταγμα ουδέποτε επιδόθηκε από την BMTL στη ΝΚΑΖ ούτε έγινε οποιαδήποτε προσπάθεια για επίδοσή του.
Στις 15.11.2001 η BMTL καταχώρησε μονομερή αίτηση (ex parte) και αίτηση δια κλήσεως (by summons), στα πλαίσια της αίτησης υπ’ αριθμό 58/2001, με τις οποίες ζητούσε διάταγμα κατασχέσεως εις χείρας τρίτων, ως μεσεγγυούχων (garnishee order), συγκεκριμένα των εταιρειών Fastact Developments Ltd (Fastact) και Eva Investments Ltd (Eva). Η μονομερής αίτηση ορίστηκε στις 4.12.2001. Τελικά, όμως, αποσύρθηκε στις 10.12.2001, εφόσον η διαιτητική απόφαση δεν μπορούσε ακόμα να εκτελεστεί. Τόσο η μονομερής αίτηση όσο και η δια κλήσεως ουδέποτε επιδόθηκαν στις Fastact και Eva.
Στις 17.1.2002 η BMTL καταχώρησε νέα μονομερή αίτηση (ex parte), στα πλαίσια της αίτησης υπ’ αριθμό 58/2001, με την οποία ζητούσε διάταγμα mareva εναντίον της Fastact και της Eva. Η αίτηση ορίστηκε στις 21.1.2002 και, ακολούθως, στις 29.1.2002. Στις 29.1.2002 το Δικαστήριο εξέδωσε το διάταγμα με ημερομηνία επιστροφής την 13.2.2002. Λόγω καθυστέρησης εμβάσματος από το εξωτερικό του αναγκαίου ποσού για την ορισθείσα από το Δικαστήριο εγγύηση, το διάταγμα συντάχθηκε στις 20.2.2002 με μετατεθείσα από το Δικαστήριο ημερομηνία επιστροφής την 28.2.2002. Το διάταγμα επιδόθηκε στη Fastact και στην Eva την 21.2.2002. Επιδόθηκε, επίσης, σε διάφορες τράπεζες με τις οποίες συνεργάζονταν οι Fastact και Eva στην Κύπρο. Σύμφωνα μ’ αυτό απαγορευόταν στη NKAZ, όπως και στις Fastact και Eva, (οι οποίες, κατά τους ισχυρισμούς της BMTL, ενεργούσαν ως θεματοφύλακες και ή καταπιστευματοδόχοι της NKAZ), και στις τράπεζες με τις οποίες συνεργάζονταν, να “παρατραβήξουν και/ή αποσύρουν και/ή πληρώσουν και/ή μεταφέρουν και/ή δεσμεύσουν και/ή σπαταλήσουν και/ή με οιονδήποτε άλλο τρόπο χρησιμοποιήσουν ποσό μέχρι Δολαρίων Αμερικής 12.347.402,00 (...) μέχρις ακροάσεως και/ή τελείας αποπερατώσεως της παρούσας αγωγής ή αιτήσεως ή μέχρις ότου το διάταγμα ημερομηνίας 06/02/2001 καταστεί χωρίς όρο και/ή μέχρι νε[*1540]ωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.”
Στις 28.2.2002 οι Fastact και Eva εμφανίστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου και, αφού δήλωσαν ότι θα καταχωρήσουν ένσταση στο διάταγμα της 29.1.2002, επιφύλαξαν το δικαίωμα να αμφισβητήσουν τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Ακολούθως, με τη συναίνεση των Fastact και Eva, το διάταγμα ορίστηκε στις 15.3.2002 για να καταχωρηθεί, μέχρι τότε, η ένσταση.
Επτά μέρες αργότερα, στις 7.3.2002, οι Fastact και Eva, αντί να καταχωρήσουν ένσταση, καταχώρησαν την υπ’ αρ. 17/2002 μονομερή αίτηση (ex parte) στο Ανώτατο Δικαστήριο ζητώντας άδεια για καταχώρηση αίτησης για ένταλμα certiorari για ακύρωση του διατάγματος.
Την επομένη, 8.3.2002, συνάδελφος Δικαστής χορήγησε τη ζητηθείσα άδεια, όπως και διάταγμα αναστολής του διατάγματος της 29.1.2002. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό πρακτικό:
“8 Μαρτίου 2002
Για τις Αιτήτριες: κ. Δ. Παπαδόπουλος.
Ο κ. Παπαδόπουλος ακούεται.
Δικαστήριο: Έχω διαβάζει την αίτηση και έχω διεξέλθει τα στοιχεία τα οποία την συνοδεύουν. Πιστεύω ότι δικαιολογείται η παροχή άδειας για καταχώρηση αίτησης για ένταλμα Certiorari, η οποία και παραχωρείται.
Θα καταχωρηθεί η αίτηση μέχρι τις 12.3.2002 και να οριστεί στις 15.3.2002.
Η ισχύς του προσβαλλόμενου διατάγματος αναστέλλεται.”
Ακολούθως, αφού καταχωρήθηκε ένσταση από την BMTL και έγινε ακρόαση, στις 10.4.2002, ο συνάδελφος Δικαστής εξέδωσε ένταλμα certiorari και ακύρωσε το διάταγμα της 29.1.2002. Έκρινε ότι το Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να το εκδώσει και ότι υπήρξε κατάχρηση διαδικασίας εκ μέρους της BMTL.
Με την ενώπιόν μας έφεση, η εφεσείουσα BMTL αμφισβητεί, για σειρά λόγων, την ορθότητα της απόφασης του συνάδελφου Δικαστή να χορηγήσει άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος certiorari και, στη συνέχεια, να εκδώσει ένταλμα [*1541]certiorari και ακυρώσει το διάταγμα της 29.1.2002.
Προβάλλεται, μεταξύ άλλων, ως λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα ο συνάδελφος Δικαστής χορήγησε άδεια για καταχώρηση εντάλματος certiorari για ακύρωση του διατάγματος της 29.1.2002 και, ακολούθως, εσφαλμένα εξέδωσε τελικά τέτοιο διάταγμα καθότι “ενώ υπήρχαν άλλα διαδικαστικά και ένδικα μέσα (εμφάνιση των Εφεσιβλήτων στις 28/02/2002 ενώπιον του δικαστηρίου, ένσταση στην έκδοση του διατάγματος, ενδεχόμενη έφεση αν η ένσταση δεν γινόταν δεκτή) και χωρίς να υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις, παρενέβη και μάλιστα ήλεγξε τη διακριτική ευχέρεια του Επαρχιακού Δικαστηρίου”. Θα πρέπει να υπομνησθεί, υποστήριξε συναφώς στη γραπτή του αγόρευση ο δικηγόρος της εφεσείουσας, “ότι το διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ορίσθηκε επιστρεπτέο στις 28/2/2002, ότι συντάχθηκε στις 20/02/2002, ότι επιδόθηκε στους Εφεσιβλήτους στις 21/02/2002 και ότι οι Εφεσίβλητοι στις 28/02/2002 δήλωσαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ότι θα καταχωρήσουν ένσταση στην έκδοση του διατάγματος και συνήνεσαν να ορισθεί η υπόθεση για οδηγίες στις 15/03/2002, χωρίς να αναφέρουν οτιδήποτε αναφορικά με ειδικές ή άλλες επείγουσες περιστάσεις που θα επέβαλλαν την άμεση παρέμβαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στο ήδη εκδοθέν από αυτό διάταγμα. Τέτοιες περιστάσεις δεν υπήρχαν εν πάση περιπτώσει, ούτε τότε ούτε μετά.”
Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης ευσταθεί.
Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα και, περαιτέρω, στην περίπτωση όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα. (Βλ., μεταξύ άλλων, R. v. Secretary of State [1986] 1 All ER 717, Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Στ. Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469 και Χρ. Μιχαήλ και Στ. Μιχαηλίδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 247). Στη Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, διευκρινίστηκε, ορθά, ότι η αρχή αυτή “ισχύει γενικά, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα”. Έστω, δηλαδή, και αν ο προβαλλόμενος λόγος είναι έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας. (Βλ., επίσης, Σ. Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 552). Αν δε, παρά τη μη [*1542]ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για certiorari, η μη ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων συνιστά, a fortiori, λόγο απόρριψης της αίτησης.
Στην προκείμενη περίπτωση, από το πρακτικό της 8.3.2002 δε διαφαίνεται κατά πόσο, προτού χορηγήσει τη ζητηθείσα άδεια, ο συνάδελφος Δικαστής κατηύθυνε τη σκέψη του στο ερώτημα κατά πόσο συνέτρεχαν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούσαν συζητήσιμο το ότι έπρεπε να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δε θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα για να του χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για ένταλμα certiorari. Από δε την απόφασή του της 10.4.2002, είναι σαφές ότι δεν κατηύθυνε τη σκέψη του στο ίδιο ερώτημα προτού εκδώσει το ένταλμα certiorari.
Μελετήσαμε όλα όσα τέθηκαν ενώπιον του συνάδελφου Δικαστή. Έχουμε την άποψη ότι δεν υπήρχαν ενώπιόν του οποιαδήποτε δεδομένα, είτε στο στάδιο της αίτησης για άδεια για καταχώρηση αίτησης είτε στο στάδιο της αίτησης για έκδοση εντάλματος certiorari, τα οποία να μπορούσαν να θεωρηθούν ότι συνιστούσαν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούσαν συζητήσιμο το ότι έπρεπε να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δε θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα για τη χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για ένταλμα certiorari ή, a fortiori, για την έκδοση εντάλματος certiorari. Στις εφεσίβλητες Fastact και Eva, προσφερόταν άλλη θεραπεία, ήτοι ένσταση στο διάταγμα της 29.1.2002. Θεραπεία την οποία, στις 28.2.2002, δήλωσαν στο Δικαστήριο ότι θα επεδίωκαν με την καταχώρηση ένστασης μέχρι τις 15.3.2002. Αντί τούτου, επτά μέρες αργότερα, στις 7.3.2002, άλλαξαν πορεία. Και με την υπ’ αρ. 17/2002 μονομερή αίτηση (ex parte) ζήτησαν άδεια από το Ανώτατο Δικαστήριο για καταχώρηση αίτησης για ένταλμα certiorari για ακύρωση του διατάγματος χωρίς να συντρέχουν, όπως αναφέραμε, επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις.
Δεδομένου ότι, όπως εξηγήσαμε, ο προαναφερόμενος λόγος έφεσης ευσταθεί, δε θα εξετάσουμε τους υπόλοιπους λόγους έφεσης που προβάλλονται και οι οποίοι άπτονται της απόφασης του συνάδελφου Δικαστή επί της ουσίας της αίτησης για έκδοση εντάλματος certiorari με το οποίο να ακυρώνεται το διάταγμα της 29.1.2002.
Η έφεση επιτυγχάνει.
[*1543]
Η απόφαση του συνάδελφου Δικαστή, αντικείμενο της έφεσης, παραμερίζεται.
Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας, πρωτόδικα και κατ’ έφεση.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα υπέρ της εφεσείουσας, πρωτόδικα και κατ’ έφεση.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο