(2004) 1 ΑΑΔ 1592
[*1592]30 Σεπτεμβρίου, 2004
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ &�ΥΙΟΣ ΛΙΜΙΤΕΔ,
Εφεσείουσα,
v.
SIGMA RADIO T.V. LIMITED,
Εφεσίβλητης.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11541)
Αστικά αδικήματα ― Λίβελλος ― Ζημιογόνος ψευδολογία ― Προβολή από τηλεοράσεως εκπομπής δυσφημιστικού περιεχομένου σε σχέση με την ενάγουσα ― Ενάγουσα επιχείρησε με την προσαγωγή βιντεοκασέτων να αποδείξει τα αδικήματα ― Αποδοχή των σχετικών βιντεοκασέτων ως τεκμηρίων από το πρωτόδικο Δικαστήριο ― Κατά πόσο το Δικαστήριο είχε εξουσία να διατάξει την προβολή των βιντεοκασέτων στο χώρο του Δικαστηρίου με σκοπό την απόδειξη του περιεχομένου τους ― Κατά πόσο εδικαιολογείτο η πρωτόδικη κατάληξη ότι δεν αποδείχθηκε το περιεχόμενο της δυσφημιστικής εκπομπής.
Απόδειξη ― Βιντεοκασέτες ― Κατά πόσο αποτελούν εξ ακοής μαρτυρία ― Κατά πόσο το περιεχόμενο βιντεοκασέτων αποτελεί μαρτυρία στην οποία το Δικαστήριο έχει πρόσβαση και μπορεί να τη διακριβώσει με την προβολή των ιδίων κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας.
Η εφεσείουσα κίνησε αγωγή εναντίον της εφεσίβλητης, ως ιδιοκτήτριας τηλεοπτικού σταθμού, αξιώνοντας αποζημιώσεις για λίβελλο και για ζημιογόνο ψευδολογία. Ισχυρίσθηκε ότι αυτά τα αστικά αδικήματα διαπράχθηκαν στη διάρκεια της εκπομπής «ΤΟΜΕΣ ΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ» η οποία είχε μεταδοθεί από το σταθμό στις 23.1.1997. Αξίωνε επίσης την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος, επειδή καθώς ισχυριζόταν ακολούθησε και επανάληψη. Τα όσα η εφεσείουσα διατείνετο ότι συνέθεταν το επιλήψιμο μέρος της εκπομπής τα παρέθεσε αυτούσια στην παράγραφο 4 της εκθέσεως απαιτήσεως. Η εφεσίβλητη αρνήθηκε τους «ισχυρισμούς και περιεχόμενο της παραγράφου 4 της εκθέσεως απαιτήσεως». Στη δίκη κατέθεσε μόνο ένας μάρτυρας εκ [*1593]μέρους της εφεσείουσας ο κ. Α. Αντωνίου μέτοχος και διευθυντής της και παρουσιάστηκε αριθμός τεκμηρίων.
Για να αποδείξει την υπόθεσή της η εφεσείουσα στηρίχθηκε σε βιντεογράφηση στην οποία προέβη ο ίδιος ο κ. Αντωνίου τόσο αναφορικά με την εκπομπή της 23.1.1997 όσο και με την αναμετάδοσή της την επομένη.
Ο συνήγορος της εφεσίβλητης έφερε ένσταση στην παρουσίαση των βιντεοκασέτων. Υπέβαλε ότι αποτελούσαν εξ ακοής μαρτυρία. Με δεδομένο ότι σύμφωνα με τον περί Αποδείξεως Νόμο, Κεφ. 9 (όπως τροποποιήθηκε) η βιντεοκασέτα θεωρείται έγγραφο, θα έπρεπε, καθώς εισηγήθηκε, να κατατίθετο από τον δημιουργό ο οποίος στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν ο χειριστής της βιντεοκασέτας. Υποστήριξε επίσης ότι οι βιντεοκασέτες αποτελούσαν εξ ακοής μαρτυρία και για το λόγο ότι δεν είχε τεθεί επιστημονικό υπόβαθρο.
Το Δικαστήριο απέρριψε τις ενστάσεις και οι βιντεοκασέτες κατατέθηκαν ως τεκμήρια. Το Δικαστήριο αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα ότι ο μάρτυρας της εφεσείουσας είχε καταθέσει την αλήθεια. Θεώρησε όμως πως ο μάρτυρας δεν συνέδεσε την εκπομπή, για την οποία γινόταν λόγος με την παράγραφο 4 της εκθέσεως απαιτήσεως όπου εκτίθετο ο λίβελλος. Το Δικαστήριο έκρινε εξ άλλου πως ούτε οι βιντεοκασέτες αποτελούσαν μαρτυρία ως προς το περιεχόμενο τους εφόσον αυτό δεν έγινε γνωστό με σχετική παρακολούθηση στη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας.
Το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή με έξοδα. Το Δικαστήριο εξέτασε την υπόθεση ώστε να υπάρχουν ευρήματα σε περίπτωση που η πρωτόδικη απόφαση ανατρεπόταν κατ’ έφεση και καθόρισε τις γενικές αποζημιώσεις σε ποσό £8.000.
Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση υποστηρίζοντας ότι: (α) Με τη μαρτυρία του κ. Αντωνίου, ότι ο ίδιος παρακολούθησε την εκπομπή, αποδείχθηκε το περιεχόμενό της το οποίο ταυτιζόταν με την παράγραφο 4 της εκθέσεως απαιτήσεως γιατί, καθώς γινόταν αντιληπτό, αυτό είχε υπόψη και σ’ αυτό αναφερόταν, και (β) εφόσον οι βιντεοκασέτες ταξινομούντο ως έγγραφο, το περιεχόμενό τους αποτελούσε μαρτυρία στην οποία το Δικαστήριο έχει πρόσβαση, και μπορούσε να τη διακριβώσει.
Η εφεσίβλητη, με αντέφεσή της υποστήριξε ότι εσφαλμένα έγινε δεκτή ως τεκμήριο η βιντεοκασέτα η οποία αφορούσε στην πρώτη, την κρίσιμη εκπομπή.
[*1594]Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την αντέφεση ως αβάσιμη.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αποδέχθηκε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:
1. Ο κ. Αντωνίου δεν αναφέρθηκε ρητά στο περιεχόμενο των βιντεοκασέτων. Όμως η σύνδεση του περιεχομένου τους με τις εκπομπές που παρακαλούθησε καθίστατο σαφής από τα συμφραζόμενα. Αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι το περιεχόμενό τους δεν μπορούσε να δοθεί με τέτοιο τρόπο. Και θα έπρεπε να διακριβωθεί με την προβολή των ιδίων, αφού γίνονταν προς τούτο οι αναγκαίες διευθετήσεις.
2. Εκτός από τις βιντεοκασέτες υπάρχει και η προφορική μαρτυρία του κ. Αντωνίου αναφορικά με το περιεχομενο της εκπομπής, η οποία δικαιολογούσε τις επισημάνσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο κ. Αντωνίου, ο οποίος θεωρήθηκε αξιόπιστος μάρτυρας, «ισχυρίστηκε ότι έβλεπε το εν λόγω πρόγραμμα στην τηλεόραση και το βιντεογραφούσε» και ότι οι κασέτες έγιναν δεκτές «με βάση τον ισχυρισμό του μάρτυρα ........ ότι περιέχουν ......... τα όσα επικαλούνται οι ενάγοντες στην παράγραφο 4 της Έκθεσης Απαίτησης τους». Η πρωτόδικη κατάληξη ότι δεν αποδείχθηκε το περιεχόμενο της εκπομπής δεν εδικαιολογείτο. Υπήρξε εν προκειμένω επαρκής απόδειξη ότι το περιεχόμενο της συνίστατο σε ό,τι εκτίθετο στην παράγραφο 4 της εκθέσεως απαιτήσεως. Το οποίο, σύμφωνα με το Δικαστήριο, αποτελούσε λίβελλο για τον οποίο υπολόγισε την αποζημίωση σε £8.000.
Η έφεση επιτράπηκε. Εκδόθηκε απόφαση υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της εφεσίβλητης για ποσό £8.000.- με έξοδα πρωτόδικα και κατ’ έφεση. Η αντέφεση απορρίφθηκε χωρίς διαταγή για έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από την ενάγουσα εταιρεία κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 8/11/02 (Αρ. Αγωγής 1038/97) με την οποία απέρριψε την αγωγή της εναντίον της εναγόμενης εταιρείας, ως ιδιοκτήτριας του τηλεοπτικού σταθμού ‘ΣΙΓΜΑ’, η οποία αξίωνε αποζημιώσεις για λίβελλο όπως και για ζημιογόνο ψευδολογία, αστικά αδικήματα τα οποία κατά τον ισχυρισμό της διαπράχθηκαν στη διάρκεια της εκπομπής “ΤΟΜΕΣ�ΣΤΑ�ΓΕΓΟΝΟΤΑ”, την οποία ο σταθμός μετέδωσε στις 23 Ιανουαρίου 1997, περί ώρα 8.15 μ.μ.
Α.�Χαβιαράς, για την Εφεσείουσα.
Γ. Τριλλίδης, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Γ. Νικολάου.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Με αγωγή εναντίον της εφεσίβλητης, ως ιδιοκτήτριας του τηλεοπτικού σταθμού ‘ΣΙΓΜΑ’, η εφεσείουσα αξίωνε αποζημιώσεις για λίβελλο όπως και για ζημιογόνο ψευδολογία. Κατά τον ισχυρισμό της, αυτά τα αστικά αδικήματα διαπράχθηκαν στη διάρκεια της εκπομπής «ΤΟΜΕΣ ΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ», την οποία ο σταθμός μετέδωσε στις 23 Ιανουαρίου 1997, περί ώρα 8.15 μ.μ. Επίσης αξίωνε την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος επειδή, καθώς ισχυριζόταν, ακολούθησε και επανάληψη. Τα όσα η εφεσείουσα διατείνετο ότι συνέθεταν το επιλήψιμο μέρος της εκπομπής τα παρέθεσε αυτούσια στην παράγραφο 4 της εκθέσεως απαιτήσεως. Η εφεσίβλητη δεν παραδέχθηκε «τους ισχυρισμούς και περιεχόμενο της παραγράφου 4 της έκθεσης απαιτήσεως». Παραδέχθηκε μόνο ότι στη μεταδοθείσα εκπομπή «μετείχε η Μαρία Σφέτσου και ο Πρόεδρος της Αρχής Λιμένων Κύπρου Ντίνος Ερωτοκρίτου», δύο από τα τρία πρόσωπα τα οποία, κατά την εφεσείουσα, είχαν λάβει μέρος στην εκπομπή.
Στη δίκη κατέθεσε εκ μέρους της εφεσείουσας μόνο ένας μάρτυρας, ο κ. Α. Αντωνίου, μέτοχος και διευθυντής της, και παρουσιάστηκε αριθμός τεκμηρίων. Η εφεσίβλητη δεν προσήγαγε οποιαδήποτε μαρτυρία.
Καταδείχθηκε από τηλεομοιότυπο των δικηγόρων της εφεσείουσας προς την εφεσίβλητη, ημερ. 24 Ιανουαρίου 1997, και από την αυθημερόν βεβαίωση λήψης του τηλεομοιότυπου ότι, όπως σημείωσε το Δικαστήριο, είχε υποβληθεί δεόντως αίτημα βάσει του άρθρου 18 του τότε ισχύοντος περί Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1992 (Ν. 29(Ι)/92)* για αντίγραφο της εκπομπής, με σκοπό την παρουσίασή του προς απόδειξη του περιεχομένου της εκπομπής. Η εφεσίβλητη δεν ανταποκρίθηκε. Γι’ αυτό η εφεσείουσα στηρίχθηκε σε βιντεογράφηση [*1596]στην οποία είχε προβεί ο ίδιος ο κ. Αντωνίου ο οποίος εξήγησε στη μαρτυρία του τις περιστάσεις. Είχε προαναγγελθεί πως η εν λόγω εκπομπή της 23ης Ιανουαρίου 1997 θα ασχολείτο με το θέμα και έτσι του δόθηκε χρόνος να ετοιμαστεί και να τη βιντεογραφήσει ολόκληρη, χρησιμοποιώντας την τηλεόραση και το βίντεο που είχε στο σπίτι του. Επίσης παρακολούθησε και βιντεογράφησε σε δεύτερη κασέτα την επανάληψη της μετάδοσης την επόμενη ημέρα. Ερωτηθείς κατά την κύρια εξέταση αν το περιεχόμενο της δεύτερης μετάδοσης σχετιζόταν με τα όσα αφορούσε η εκπομπή της 23ης Ιανουαρίου 1997, ο μάρτυρας απάντησε καταφατικά. Τις βιντεοκασέτες, καθώς πρόσθεσε, τις φύλαξε στο χρηματοκιβώτιο του μέχρι που τις παρουσίασε στο Δικαστήριο. Αντεξετάστηκε από τον τότε συνήγορο της εφεσίβλητης ως προς τον τρόπο με τον οποίο είχε γίνει η βιντεογράφηση. Του υποβλήθηκε η εξής ερώτηση:
«Ε. Κύριε μάρτυρα, συμφωνείτε μαζί μου ότι η διαδικασία την οποία ακολουθήσατε για να βιντεογραφήσετε την εκπομπή, την επίδικη εκπομπή, είναι ότι ανοίξετε την τηλεόραση και ό,τι έδειχνε η τηλεόραση προσπαθήσατε να το καταγράψετε στις εν λόγω κασέτες;»
Το Δικαστήριο ζήτησε την εξής διευκρίνιση από τον δικηγόρο της εφεσίβλητης:
«Για να γνωρίζει και ο μάρτυρας και το Δικαστήριο, είναι η θέση σας ότι έτσι έγινε η βιντεογράφηση και την υποβάλλετε στον μάρτυρα αν συμφωνεί ή όχι;»
Ο συνήγορος έδωσε καταφατική απάντηση. Το Δικαστήριο επέτρεψε την υποβληθείσα ερώτηση και ο μάρτυρας απάντησε:
«Α. Η τηλεόραση ήταν ανοικτή και βιντεογραφούσα το μέρος το οποίο με ενδιέφερε.»
Ακολούθησαν, στην ίδια γραμμή αντεξέτασης, οι εξής ερωτήσεις και απαντήσεις:
«Ε. Δηλαδή, συμφωνείτε μαζί μου, ό,τι έδειχνε η τηλεόραση προσπαθήσατε να το καταγράψετε την ίδια ώρα πάνω στο video;
Α. Μάλιστα.
Ε. Δηλαδή κύριε μάρτυρα, συμφωνείτε μαζί μου ότι ισχυρισμός σας είναι ότι ό,τι δείχνει η τηλεόραση, μια τηλεόραση, μια δεδομένη στιγμή και ό,τι βλέπει εκείνος ο οποίος παρα[*1597]κολουθεί την τηλεόραση εκείνη τη στιγμή καταγράφεται πάνω στο video; Ό,τι δείχνει η τηλεόραση δηλαδή μπορεί να καταγραφεί την ίδια ώρα πάνω στο video;
Α. Δεν είμαι ειδικός αλλά από ό,τι ξέρω έτσι είναι.
Ε. Κύριε μάρτυρα, σας υποβάλλω ότι μπορεί η τηλεόραση τη δεδομένη στιγμή να δείχνει άλλο κανάλι ή να δείχνει άλλη εκπομπή, αλλά την ίδια ώρα μπορεί με το video να καταγράψεις άλλο κανάλι. Τι έχεις να πεις; Συμφωνείς μαζί μου;»
Ο συνήγορος της εφεσείουσας υπέβαλε ένσταση και δεν επιτράπηκε η τελευταία ερώτηση. Το Δικαστήριο είπε τα εξής:
«Δεν επιτρέπεται η ερώτηση γιατί είναι και άσχετη. Ο μάρτυρας ισχυρίστηκε ότι έβλεπε το εν λόγω πρόγραμμα στην τηλεόραση και το βιντεογραφούσε. Τώρα, αν ένας με την τηλεόρασή του μπορούσε να βιντεογραφήσει και άλλο πρόγραμμα που έδειχνε η τηλεόραση, σε άλλο κανάλι, είναι άλλο θέμα.»
Είναι σαφές ότι η θέση της εφεσίβλητης κατά την αντεξέταση του μάρτυρα δεν ήταν ποτέ ότι ο μάρτυρας δεν παρακολούθησε την εκπομπή. Η θέση της ήταν πρώτο, ότι δεν υπήρχε ένδειξη ή βάσιμη ένδειξη ότι είχε επιτύχει η βιντεογράφηση. και, δεύτερο, ότι αν επικρατούσε η άποψη πως είχε επιτύχει, οι εν λόγω βιντεοκασέτες δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις δεκτότητας αποδεικτικού στοιχείου.
Κατά τη δίκη υποβλήθηκαν εκ μέρους της εφεσίβλητης ενστάσεις στην παρουσίαση των βιντεοκασέτων. Ο συνήγορος της εφεσίβλητης υπέβαλε ότι αποτελούσαν εξ ακοής μαρτυρία. Με δεδομένο ότι σύμφωνα με τον περί Αποδείξεως Νόμο, Κεφ. 9 (όπως τροποποιήθηκε), η βιντεοκασέτα θεωρείται έγγραφο, θα έπρεπε, καθώς εισηγήθηκε, να κατατίθετο από τον δημιουργό ο οποίος στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν ο χειριστής της βιντεοκάμερας. Το βασικό μέρος της εισήγησης διατυπώθηκε ως εξής:
«...... η βιντεοκασέτα θεωρείται ότι είναι έγγραφο. Ως εκ τούτου, είναι ξεκάθαρο ότι σύμφωνα με τους Κανόνες Αποδείξεως, το έγγραφο πρέπει να κατατίθεται από τον maker, από τον δημιουργό του εν λόγω εγγράφου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο δημιουργός είναι ο ίδιος ο cameraman, ο οποίος έπαιρνε εκείνη την ώρα στην camera του το συγκεκριμένο πρόγραμμα. Δηλαδή το έβλεπε και το έπαιρνε.»
Έπειτα, προς υποστήριξη της όμοιας ένστασης στην παρουσίαση της δεύτερης κασέτας, ο συνήγορος πρόσθεσε και κάτι άλλο το [*1598]οποίο είχε σχέση με την προαναφερθείσα παρακολούθηση της εκπομπής από τον κ. Αντωνίου:
«Στη συγκεκριμένη περίπτωση επιχειρείται να μπει μαρτυρία προς επιβεβαίωση κάποιου περιεχομένου από άτομο το οποίο δεν είναι ο δημιουργός. Είναι αυτός ο οποίος ισχυρίζεται ότι “Το βιντεογράφησα την ώρα που έβλεπα την εκπομπή”. Είναι, κατά την ταπεινή μου άποψη, παράβαση του Κανόνα που απαγορεύει την εξ ακοής μαρτυρία.»
Ο συνήγορος επίσης εισηγήθηκε ότι οι βιντεοκασέτες αποτελούσαν εξ ακοής μαρτυρία για ακόμα ένα λόγο, ήτοι για τον λόγο ότι δεν είχε τεθεί επιστημονικό υπόβαθρο. Διατύπωσε αυτή την εισήγηση ως εξής:
«...... αποτελεί εξ ακοής μαρτυρία και για ακόμα ένα άλλο λόγο, για τον λόγο ότι δεν τέθηκε το υπόβαθρο στον μάρτυρα για να μαρτυρήσει ότι εκείνο το οποίο κρατά, το οποίο είναι προϊόν του video, όπως ισχυρίζεται, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν πράγματι είναι ορθό εκείνο το προϊόν από το video. Δηλαδή, χρειάζονται και κάποιες επιστημονικές γνώσεις. Εφόσον η συγκεκριμένη κασέτα είναι προϊόν κάποιου ηλεκτρονικού συστήματος, μπορεί να θεωρηθεί και ηλεκτρονικός υπολογιστής σύμφωνα με τον περί Αποδείξεως Νόμο και θα έπρεπε να τεθεί εκείνο το υπόβαθρο για να αποδείξει το προϊόν εκείνο.»
Το Δικαστήριο απέρριψε τις αντίστοιχες ενστάσεις και οι βιντεοκασέτες κατατέθηκαν ως τεκμήρια.
Μετά την παρουσίαση της δεύτερης βιντεοκασέτας, ο συνήγορος της εφεσείουσας απευθύνθηκε προς το Δικαστήριο για καθοδήγηση αναφορικά με την εξωτερίκευση του περιεχομένου τους, στο οποίο επρόκειτο να αναφερθεί με την επόμενη του ερώτηση. Προχώρησε μάλιστα και διατύπωσε την ερώτηση, με αναφορά στο περιεχόμενο των βιντεοκασέτων, για να εξηγήσει το πρόβλημα:
“Προκύπτει ένα τεχνικό πρόβλημα και ζητώ την καθοδήγηση του Δικαστηρίου. Θέλω να υποβάλω ερωτήσεις στον μάρτυρα σε σχέση με κάποιο περιεχόμενο των κασετών. Στο τεκμήριο 2, δηλαδή στην κασέτα 23.1., η κα Σφέτσου λέει στην αρχή, στη σελ. 1, παράγρ. 4, της Έκθεσης Απαίτησης, τα εξής: ..................”
Ο συνήγορος της εφεσίβλητης υπέβαλε ένσταση στη διατυπωθείσα ερώτηση. Ενδιαφέρει το ακόλουθο μέρος της ένστασης:
[*1599]«Έχω την ταπεινή άποψη ότι εφόσον το Δικαστήριο σας και η δική μας πλευρά δεν έχει δει και δεν μπορεί να δει επί του παρόντος το περιεχόμενο των εν λόγω κασετών που έχουν κατατεθεί ως τεκμήρια, δεν μπορούμε να παρακολουθήσουμε ούτε εμείς ούτε το Δικαστήριο σας την εξέλιξη της διαδικασίας. Ούτε εμείς μπορούμε να αντεξετάσουμε. Και ποιος μπορεί να μας πει ότι το συγκεκριμένο περιεχόμενο των κασετών είναι όπως αναφέρεται στην Έκθεση Απαίτησης; Είναι κάτι το οποίο πρέπει να επαληθευτεί κατά την ακρόαση, να τεθεί ενώπιον τόσο σ’ εμάς όσο και στο Δικαστήριο σας για να παρακολουθούμε.»
Το Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση για λόγο που παρέκαμπτε την ουσία του προβλήματος το οποίο είχαν θέσει και οι δυο συνήγοροι, με το δικό του τρόπο ο καθένας. Ενώ θα έπρεπε να το αντιμετώπιζε.
Όταν έφθασε η ώρα για αντεξέταση, ο συνήγορος της εφεσίβλητης ζήτησε αναβολή επειδή, όπως είχε προαναφέρει με την προηγηθείσα ένσταση του, δεν γνώριζε το περιεχόμενο των βιντεοκασέτων και επομένως αδυνατούσε να προχωρήσει. Εξέφρασε τότε την άποψη ότι το περιεχόμενο τους θα έπρεπε όλοι να το έβλεπαν και να το άκουαν στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας. Ο συνήγορος της εφεσείουσας δεν έφερε ένσταση αλλά και δεν ανέπτυξε επί του προκειμένου οποιαδήποτε πρωτοβουλία. Το Δικαστήριο βρήκε δικαιολογημένο το αίτημα για αναβολή με το εξής σκεπτικό:
«...... οι εν λόγω βιντεοκασέτες έχουν παρουσιαστεί μετά από ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου, με βάση τον ισχυρισμό του μάρτυρα ότι περιέχουν, τουλάχιστον το τεκμήριο 2, τα όσα επικαλούνται οι ενάγοντες στην παράγραφο 4 της Έκθεσης Απαίτησης τους. Εφόσον οι εν λόγω κασέτες δεν έχουν επιδειχθεί σήμερα στο Δικαστήριο, είναι ορθή η θέση του συνηγόρου των εναγομένων ότι δεν είναι δυνατό να αντεξετάσει εφόσον δεν γνωρίζει αν πράγματι οι βιντεοκασέτες ανταποκρίνονται με τα όσα ισχυρίζονται στην Έκθεση Απαίτησης ή όχι.»
Κατά τη συνέχιση της δίκης δύο εβδομάδες αργότερα, δεν έγινε οποιαδήποτε αναφορά στο πρόβλημα για το οποίο είχε δοθεί η αναβολή. Εκείνο που συνέβηκε ήταν ότι κατόπιν δήλωσης του συνηγόρου της εφεσείουσας ότι δεν θα προωθείτο η δικογραφημένη απαίτηση για ειδική ζημία, ύψους £120.000, και ότι η αξίωση θα περιοριζόταν πια σε μόνο γενικές αποζημιώσεις για λίβελλο, ο συνήγορος της εφεσίβλητης προχώρησε σε αντεξέταση του κ. Αντωνίου. Η δίκη συμπληρώθηκε με αγορεύσεις σε νέα ημερομηνία.
[*1600]Με την εκκαλούμενη απόφαση το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή με έξοδα. Αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα ότι ο μάρτυρας της εφεσείουσας είχε καταθέσει την αλήθεια. Θεώρησε όμως πως ο μάρτυρας δεν συνέδεσε την εκπομπή, για την οποία γινόταν λόγος, με την παράγραφο 4 της εκθέσεως απαιτήσεως όπου εκτίθετο ο λίβελλος. Σχετικά είναι τα ακόλουθα αποσπάσματα:
«..... δεν είπε οτιδήποτε που να αναφέρεται ή έστω να υιοθετεί το περιεχόμενο της παραγράφου 4 της Έκθεσης Απαίτησης, όπου παρατίθεται verbatim το ισχυριζόμενο κείμενο ούτως ώστε να αποτελέσει τούτο μέρος της μαρτυρίας του. Μίλησε αόριστα για εκπομπή της 23.1.97 και περί ώρα 8.15 μ.μ. με τίτλο «ΤΟΜΕΣ» ή «ΤΟΜΕΣ ΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ» την οποία βιντεογράφησε ο ίδιος τη στιγμή που αυτή προβαλλόταν στην οποία μετείχαν η κα Μαρία Σφέτσου και ο κ. Ντίνος Ερωτοκρίτου ....................................... ούτε και ο Μ.Ε.1 ανέφερε σε οποιοδήποτε μέρος της μαρτυρίας του ότι τα όσα αναφέρονται στην βιντεοταινία (τεκμήριο 2) είναι τα ίδια με όσα αναφέρονται στην παράγραφο 4 της Έκθεσης Απαίτησης................... Ήδη ανέφερα ότι πουθενά στη μαρτυρία του ο Μ.Ε.1 έχει υιοθετήσει το περιεχόμενο της παραγράφου 4 της Έκθεσης Απαίτησης (το κείμενο δηλαδή της εκπομπής) και να αναφέρει ότι ήταν αυτό που μεταδόθηκε κατά τη συγκεκριμένη εκπομπή, αλλ’ ούτε και συνέδεσε το περιεχόμενο της εν λόγω παραγράφου με την εν λόγω βιντεοταινία (τεκμήριο 2). Ούτε και ανέφερε ότι παρακολουθούσε συνέχεια την εκπομπή και το περιεχόμενο αυτής ήταν το ίδιο με τα όσα αναφέρονται στην παράγραφο 4 της Έκθεσης Απαίτησης, ούτως ώστε το Δικαστήριο να εξέταζε κατά πόσο η προφορική του μαρτυρία ήταν αρκετή, ανεξάρτητα παρουσίασης και της βιντεοταινίας ή της μη προβολής αυτής στο Δικαστήριο για να αποδείξει το περιεχόμενο της εκπομπής με δευτερογενή μαρτυρία. Αυτό που αποδεικνύεται από την όλη μαρτυρία του Μ.Ε.1 είναι ότι το τεκμήριο 2 περιέχει την εκπομπή που παρακολούθησε και βιντεογράφησε στις 21.1.97 και περί ώρα 8.15 μ.μ. με τίτλο «ΤΟΜΕΣ» ή «ΤΟΜΕΣ ΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ», στην οποία μετείχαν η Μαρία Σφέτσου και ο Ντίνος Ερωτοκρίτου, Πρόεδρος της Αρχής Λιμένων Κύπρου, αλλά όχι και το περιεχόμενο της εν λόγω εκπομπής.»
Το Δικαστήριο έκρινε εξ άλλου πως ούτε οι βιντεοκασέτες αποτελούσαν μαρτυρία ως προς το περιεχόμενο τους εφόσον αυτό δεν έγινε γνωστό με σχετική παρακολούθηση στη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας:
[*1601]«Όμως, η βιντεοταινία, παρά το ότι έγινε δεκτή από το Δικαστήριο, και κατατέθηκε ως τεκμήριο, εντούτοις, δεν ζητήθηκε από πλευράς εναγόντων να προβληθεί στο Δικαστήριο, ούτως ώστε να δει και ακούσει και το Δικαστήριο το περιεχόμενο της.......................................................................................................
Το Δικαστήριο δεν έχει εξουσία αλλ’ ούτε και ενδείκνυται να δει την εν λόγω βιντεοταινία με τη χρήση σχετικής συσκευής (video) αναπαραγωγής ήχου και/ή εικόνας σε χώρους άλλους από το Δικαστήριο για να ελέγξει και να εξακριβώσει αν τα όσα περιέχονται στην εν λόγω ταινία είναι τα ίδια που οι ενάγοντες επικαλούνται στην Έκθεση Απαίτησης τους και ιδιαίτερα στην παράγραφο 4 αυτής.»
Κατέληξε λοιπόν ότι δεν αποδείχθηκε ο λίβελλος. Ωστόσο προχώρησε και στα περαιτέρω ώστε να υπάρχουν ευρήματα σε περίπτωση που θα επικρατούσε κατ’ έφεση διαφορετική άποψη ως προς την απόδειξη του περιεχομένου της εκπομπής. Θεώρησε, με υποθετική βάση το περιεχόμενο της παραγράφου 4 της εκθέσεως απαιτήσεως, ότι τα όσα καταλογίζονταν στην εφεσίβλητη συνιστούσαν λίβελλο και καθόρισε τις γενικές αποζημιώσεις σε ποσό £8.000.=.
Η έφεση στρέφεται κατά της πρωτόδικης άποψης ότι οι ισχυρισμοί που περιέχονται στην παράγραφο 4 της εκθέσεως απαιτήσεως παρέμειναν αναπόδεικτοι και δεν συσχετίσθηκαν με το περιεχόμενο της εκπομπής. Έχει δύο σκέλη. Πρώτο, ότι με τη μαρτυρία του κ. Αντωνίου, ότι ο ίδιος παρακολούθησε την εκπομπή, αποδείχθηκε το περιεχόμενο της το οποίο ταυτιζόταν με την παράγραφο 4 της εκθέσεως απαιτήσεως γιατί, καθώς γινόταν αντιληπτό, αυτό είχε υπόψη και σ’ αυτό αναφερόταν. Δεύτερο, ότι εφόσον νομοθετικά οι βιντεοκασέτες ταξινομούντο ως έγγραφο, το περιεχόμενο τους αποτελούσε μαρτυρία στην οποία το Δικαστήριο έχει πρόσβαση, και μπορούσε να τη διακριβώσει. Κατατέθηκε και αντέφεση με την οποία προβάλλεται ότι εσφαλμένα έγινε δεκτή ως τεκμήριο η βιντεοκασέτα η οποία αφορούσε στην πρώτη, την κρίσιμη εκπομπή.
Προηγείται η εξέταση της αντέφεσης αφού το εν τέλει αποδεικτικό υλικό προσδιορίζεται μόνο με τη διεκπεραίωση της. Τη θεωρούμε ολωσδιόλου αβάσιμη. Ό,τι προτάθηκε εκ μέρους της εφεσίβλητης πρωτοδίκως και επαναλήφθηκε στην ενώπιον μας διαδικασία για αποκλεισμό των βιντεοκασέτων, προδήλως δεν ευσταθεί. Και θεωρούμε, με εκτίμηση, πως δεν δικαιολογείται να αφιερώσουμε χρόνο για να εξηγήσουμε.
[*1602]Προχωρούμε στην έφεση. Είναι προφανές ότι οι βιντεοκασέτες κατατέθηκαν ως τεκμήρια με σκοπό την απόδειξη του περιεχομένου τους. Οι δε ενστάσεις αναφορικά με την κατάθεση τους σ’ αυτό ακριβώς αναφέροντο. Ο κ. Αντωνίου δεν αναφέρθηκε ρητά στο περιεχόμενο τους. Δεν το εξειδίκευσε, δηλαδή, δεν το επανέλαβε. Ούτε και προέβη σε άμεση φραστική σύγκριση του περιεχομένου τους με την παράγραφο 4 της εκθέσεως απαιτήσεως. Ωστόσο, από τα συμφραζόμενα, καθίστατο σαφής η σύνδεση του περιεχομένου τους με τις εκπομπές τις οποίες ο μάρτυρας παρακολούθησε. Αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι το περιεχόμενο τους δεν μπορούσε να δοθεί με τέτοιο τρόπο. Και θα έπρεπε να είχε διακριβωθεί με την προβολή των ιδίων. Θα έπρεπε προς τούτο να γίνονταν οι αναγκαίες διευθετήσεις. Δυσκολευόμαστε να αντιληφθούμε γιατί δεν έγιναν όταν μάλιστα το θέμα, όπως φαίνεται από τα σχετικά αποσπάσματα που παραθέσαμε, τέθηκε επανειλημμένα. Τη μια φορά όταν ο συνήγορος της εφεσείουσας ζήτησε την καθοδήγηση του Δικαστηρίου σχετικά με το «τεχνικό πρόβλημα» όπως το χαρακτήρισε. Και τη δεύτερη φορά όταν, προτού αρχίσει η αντεξέταση του κ. Αντωνίου, ο συνήγορος της εφεσίβλητης ζήτησε και του δόθηκε για τον ίδιο λόγο αναβολή. Αν η έκβαση της υπόθεσης εξαρτάτο από αυτή την πτυχή θα διατάσσαμε επανεκδίκαση.
Υπάρχει όμως πέρα από τις ίδιες τις βιντεοκασέτες και η προφορική μαρτυρία του κ. Αντωνίου αναφορικά με το περιεχόμενο της εκπομπής. Τα όσα ήδη αναφέραμε για τον τρόπο με τον οποίο ο κ. Αντωνίου συνέδεσε τις εκπομπές με τις βιντεοκασέτες ισχύουν και για τη σύνδεση των ιδίων των εκπομπών με την παράγραφο 4 της εκθέσεως απαιτήσεως. Αυτή ήταν προφανώς και η αντίληψη του Δικαστηρίου κατά την εξέλιξη της δίκης. Όπως φαίνεται σε αποσπάσματα που παραθέσαμε, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι ο κ. Αντωνίου, ο οποίος θεωρήθηκε αξιόπιστος μάρτυρας, «ισχυρίστηκε ότι έβλεπε το εν λόγω πρόγραμμα στην τηλεόραση και το βιντεογραφούσε» και ότι οι κασέτες έγιναν δεκτές «με βάση τον ισχυρισμό του μάρτυρα ...... ότι περιέχουν ........ τα όσα επικαλούνται οι ενάγοντες στην παράγραφο 4 της Έκθεσης Απαίτησης τους». Η μαρτυρία δικαιολογούσε αυτές τις επισημάνσεις. Φαίνεται όμως πως στη σκέψη του Δικαστηρίου η εικόνα μεταβλήθηκε όταν το πραγματικό νόημα της προφορικής μαρτυρίας του κ. Αντωνίου εκτοπίστηκε από μια στενή ερμηνεία όταν η μαρτυρία του αποτυπώθηκε στο χαρτί. Κατά τη γνώμη μας, δεν εδικαιολογείτο η πρωτόδικη κατάληξη ότι δεν αποδείχθηκε το περιεχόμενο της εκπομπής. Υπήρξε εν προκειμένω επαρκής απόδειξη ότι το περιεχόμενο της συνίσταστο σε ό,τι εκτίθετο στην παράγραφο 4 της εκθέσεως απαιτήσεως. Το οποίο, σύμφωνα με το Δικαστήριο, αποτελούσε λίβελλο για τον οποίο, [*1603]όπως προαναφέραμε, υπολόγισε την αποζημίωση σε £8.000,=.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Εκδίδεται υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της εφεσίβλητης απόφαση για ποσό £8.000,= πλέον τα έξοδα, πρωτόδικα και έφεσης. Η αντέφεση απορρίπτεται χωρίς διαταγή για έξοδα.
Η έφεση επιτρέπεται. Εκδίδεται απόφαση υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της εφεσίβλητης για ποσό £8.000.- με έξοδα πρωτόδικα και κατ’ έφεση. Η αντέφεση απορρίπτεται χωρίς διαταγή για έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο