Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ. ν. Τάσου Γεωργίου Μαλιετζή (2004) 1 ΑΑΔ 1616

(2004) 1 ΑΑΔ 1616

[*1616]30 Σεπτεμβρίου, 2004

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

ΦΙΛΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,

Εφεσείουσα,

v.

ΤΑΣΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΑΛΙΕΤΖΗ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11766)

 

Πολιτική Δικονομία ― Απόφαση που λήφθηκε ερήμην της εναγομένης ― Αίτηση για παραμερισμό της και για επαναφορά της αγωγής ― Προϋποθέσεις για επιτυχία της αίτησης είναι η ικανοποιητική εξήγηση της καθυστέρησης στην καταχώρηση εμφάνισης και στην υποβολή της αίτησης για παραμερισμό και η απόδειξη εκ πρώτης όψεως ύπαρξης καλής υπεράσπισης στην αγωγή.

Η εφεσείουσα, ασφαλιστική εταιρεία του εναχθέντος οδηγού στην αγωγή αρ. 2079/96 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, αρνήθηκε να πληρώσει το ποσό που επιδικάσθηκε προς όφελος του εφεσίβλητου-ενάγοντος, με τον ισχυρισμο ότι το ασφαλιστήριο δεν κάλυπτε το συγκεκριμενο ατύχημα.

Ο εφεσίβλητος καταχώρησε την αγωγή 1635/02 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου με την οποία αξίωνε εναντίον της εφεσείουσας το ποσό του εξ αποφάσεως χρέους στην προηγούμενη αγωγή. Η αγωγή επιδόθηκε, δεν κατατέθηκε εμφάνιση και ο εφεσίβλητος, μετά από μονομερή αίτηση, εξασφάλισε απόφαση στην αγωγή.  Πέντε μήνες αργότερα η εφεσείουσα κατέθεσε αίτηση επαναφοράς της αγωγής με παραμερισμό της απόφασης. Υποστήριξε ότι είχε υπεράσπιση στην αγωγή και πως η μη καταχώρηση εμφάνισης οφειλόταν σε παραπλάνησή της από τον αντίδικο δικηγόρο.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση.  Κατέληξε πως η εκδοχή της εφεσείουσας δεν ήταν ειλικρινής και έκρινε ότι ενώ φαινόταν εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση, η στάση της εφεσείουσας, όπως εκδηλώθηκε με την απραξία της τόσο πριν όσο και μετά την έκδοση της απόφασης στην αγωγή, δεν δικαιολογούσε την επαναφορά.

[*1617]Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση και υποστήριξε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε ότι «απέτυχε να δικαιολογήσει τη μη έγκαιρη εμφάνιση της στο Δικαστήριο» και λανθασμένα και αντίθετα με τη νομολογία «εξέτασε ξεχωριστά τους δύο παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη για παραμερισμο της απόφασης, ήτοι την ύπαρξη υπεράσπισης και τους λόγους της αιτιολόγησης της καθυστέρησης και δεν τους συνυπολόγισε».

Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στους δύο κυρίως παράγοντες προς τους οποίους το Δικαστήριο πρέπει να κατευθύνει την προσοχή του κατά την άσκηση της διακριτικής εξουσίας για επαναφορά που είναι η ικανοποιητική εξήγηση της καθυστέρησης στην καταχώρηση εμφάνισης και στην υποβολή της αίτησης για παραμερισμό και η απόδειξη εκ πρώτης όψεως ύπαρξης συζητήσιμης υπεράσπισης στην αγωγή, απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια στην παρούσα υπόθεση.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Πεγιώτης ν. Κωμοδρόμου (2003) 1 Α.Α.Δ. 1601,

Bush κ.ά. ν. Γιαννή (2001) 1 Α.Α.Δ. 1342.

Έφεση.

Έφεση από την εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου που δόθηκε στις 8/7/03 (Αρ.�Αγωγής 1635/02) με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της ημερ. 11/4/03 για επαναφορά της αγωγής και παραμερισμό της απόφασης η οποία εκδόθηκε εναντίον της κατόπιν μονομερούς αίτησης του ενάγοντα για καταβολή από αυτήν του εξ’ αποφάσεως χρέους στην αγωγή του υπ’ αρ. 2079/96 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου με την οποία εκδόθηκε υπέρ αυτού απόφαση για αποζημιώσεις για ζημιές τις οποίες υπέστη σε ατύχημα, ως η ασφαλιστική εταιρεία του εναχθέντος οδηγού.

Θ. Ιωαννίδης, για την Εφεσείουσα.

Ν. Τσιαπαλής, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

[*1618]ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Νικολάου.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Κατόπιν τροχαίου ατυχήματος, ημερ. 23 Ιουλίου 1994, ο εφεσίβλητος κίνησε την αγωγή αρ. 2079/96 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου. Στις 11 Οκτωβρίου  2001 εκδόθηκε απόφαση υπέρ του για αποζημιώσεις. Με επιστολή ημερ. 18 Δεκεμβρίου 2001 ο συνήγορος του ζήτησε από την εφεσείουσα, ως την ασφαλιστική εταιρεία του εναχθέντος οδηγού, να πληρώσει το εξ αποφάσεως χρέος. Η εφεσείουσα, με επιστολή ημερ. 29 Ιανουαρίου 2002, αρνήθηκε ευθύνη και επανέλαβε, παραπέμποντας σε προηγούμενη επιστολή της, ότι το ασφαλιστήριο δεν κάλυπτε το συγκεκριμένο ατύχημα.

Προχώρησε λοιπόν ο εφεσίβλητος και στις 13 Μαΐου 2002 καταχώρισε την αγωγή αρ. 1635/02 του Επαρχιακού Δικαστηρίου  Πάφου, με την οποία αξίωνε εναντίον της εφεσείουσας το ποσό του εξ αποφάσεως χρέους στην προηγούμενη αγωγή. Η νέα αγωγή επιδόθηκε στις 17 Μαΐου 2001 αλλά δεν κατατέθηκε εμφάνιση.   Στις 11 Σεπτεμβρίου 2002 υποβλήθηκε μονομερής αίτηση για απόφαση. Ορίστηκε στις 13 Νοεμβρίου 2002 οπότε εκδόθηκε υπέρ του εφεσιβλήτου απόφαση στην αγωγή. Την 31 Ιανουαρίου 2003 ο συνήγορος του εφεσιβλήτου απέστειλε στην εφεσείουσα συστημένη επιστολή, ημερ. 30 Ιανουαρίου 2003, με την οποία την καλούσε να πληρώσει  το νέο χρέος και την προειδοποιούσε ότι αν παρέλειπε να ανταποκριθεί εντός δέκα ημερών θα λαμβάνονταν μέτρα εκτέλεσης. Την εφοδίασε και με αντίγραφο της απόφασης. Η εφεσείουσα δεν ανταποκρίθηκε. Ούτε έδωσε απάντηση στην επιστολή.

Στις 11 Απριλίου 2003 η εφεσείουσα κατέθεσε αίτηση επαναφοράς της αγωγής με παραμερισμό της απόφασης. Προέβαλε πως είχε υπεράσπιση στην αγωγή και πως η μη καταχώριση εμφάνισης οφειλόταν σε παραπλάνηση της από τον αντίδικο δικηγόρο ο οποίος, κατά τον ισχυρισμό της, τη διαβεβαίωσε ότι δεν θα προχωρούσε ερήμην της. Ο εφεσίβλητος διαφώνησε με το πρώτο και, με τη δική του εκδοχή, αντέκρουσε το δεύτερο. Διεξήχθη ακρόαση της αίτησης και, με την εκκαλούμενη απόφαση ημερ. 8 Ιουλίου 2003, το Επαρχιακό Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση. Κατέληξε πως η εκδοχή της εφεσείουσας δεν ήταν ειλικρινής και έκρινε ότι ενώ φαινόταν εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση, η στάση της εφεσείουσας, όπως εκδηλώθηκε με την απραξία της τόσο πριν όσο και μετά την έκδοση της απόφασης στην αγωγή, δεν δικαιολογούσε την επαναφορά.

Η εφεσείουσα προβάλλει τώρα ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο [*1619]υπέπεσε σε δύο σφάλματα: πρώτο, ότι λανθασμένα κατέληξε ότι η εφεσείουσα «απέτυχε να δικαιολογήσει τη μη έγκαιρη εμφάνιση της στο Δικαστήριο». και, δεύτερο, ότι λανθασμένα και αντίθετα με τη νομολογία «εξέτασε χωριστά τους δύο παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη για παραμερισμό της απόφασης, ήτοι την ύπαρξη υπεράσπισης και τους λόγους της αιτιολόγησης της καθυστέρησης και δεν τους συνυπολόγισε». Σε σχέση με τη νομολογία ιδιαίτερη αναφορά έγινε στην Πεγιώτης ν. Κωμοδρόμου (2003) 1 Α.Α.Δ. 1601, όπου αναφέρθηκαν τα εξής:

«Αποτελεί γεγονός ότι απαιτείται η αιτιολόγηση οποιασδήποτε καθυστέρησης εκ μέρους του εναγομένου να αποταθεί στο Δικαστήριο για παραμερισμό απόφασης που εκδίδεται στην απουσία του – (βλ., μεταξύ άλλων, Mine & Quarry Serv. Ltd v. Γεωργίου (1993) 1 Α.Α.Δ. 26).  Δε συνιστά, όμως, τέτοια παράλειψη αυτοτελή ή ανεξάρτητο λόγο για την απόρριψη αίτησης για παραμερισμό εκδοθείσας απόφασης, όπου ο εξαιτούμενος τον παραμερισμό της αποκαλύπτει συζητήσιμη υπεράσπιση.  Η καθυστέρηση μπορεί να αποτελέσει, αφ’ εαυτής, λόγο για παραμερισμό της απόφασης, όταν καθάπτεται της δικαστικής διαδικασίας. προσλαμβάνουσα μορφή καταφρόνησής της.»

Δεν διακρίναμε σφάλμα είτε στην κατάληξη του Δικαστηρίου αναφορικά με τις περιστάσεις της μη εμφάνισης της εφεσείουσας στην αγωγή είτε στον τρόπο με τον οποίο το Δικαστήριο προσέγγισε τους σχετικούς με το θέμα παράγοντες. Η συζήτηση σε σχέση με τους οποίους είχε κυρίως ως λόγο την επεξήγηση τους με νομολογία που, κατά τη γνώμη μας, παρουσιάζει εννοιολογικές δυσκολίες. Το λέμε βέβαια με κάθε εκτίμηση. Θεωρούμε χρήσιμη την απλοποίηση. Υπενθυμίζουμε επί του προκειμένου το εξής απόσπασμα από την Steven Bush κ.ά. ν. Γιαννάκη Γιαννή (2001) 1 Α.Α.Δ. 1342:

«Κατά την άσκηση της διακριτικής εξουσίας για επαναφορά, την οποία παρέχει στο Δικαστήριο η Δ.17, θ. 10, εξουσίας η οποία, όπως υποδείχθηκε στην Evans v. Bartlam [1937] 2 All E.R. 646, δεν εντάσσεται σε οποιαδήποτε στεγανά, το Δικαστήριο κατευθύνει την προσοχή του σε δύο κυρίως παράγοντες.  Ο ένας αφορά το κατά πόσο έχει εξηγηθεί η καθυστέρηση στην καταχώριση εμφάνισης και στην υποβολή της αίτησης για παραμερισμό, με τρόπο ώστε να φαίνεται ότι η επαναφορά δεν αντιστρατεύεται την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Σε αυτό λαμβάνεται υπόψη τόσο η στάση του αιτητή όσο και η αναγκαιότητα οριστικής λήξης της αντιδικίας αφού interest repulicae ut sit finis litium. Ο άλλος παράγοντας αναφέρεται στο κατά πόσο κα[*1620]ταδείχθηκε εκ πρώτης όψεως η συζητήσιμη υπεράσπιση στην απαίτηση.»

Έχουμε την άποψη ότι τα όσα συνέθεταν τη στάση της εφεσείουσας, όπως τα επεσήμανε το Επαρχιακό Δικαστήριο, δικαιολογούσαν κατά την άσκηση διακριτικής εξουσίας την απόρριψη της αίτησης για παραμερισμό της απόφασης και επαναφορά της αγωγής.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο