Badar Hakam Qasem Hussein (2004) 1 ΑΑΔ 1625

(2004) 1 ΑΑΔ 1625

[*1625]4 Οκτωβρίου, 2004

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στής]

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ

HAKAM QASEM HUSSEIN BADAR,

Αιτητή,

ΚΑΙ

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ,

Καθ’ ου η αίτηση,

ΚΑΙ

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΗΜΕΡ. 4.8.2004

ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΦΥΓΟΔΙΚΟΥ ΑΡ. 1/04.

(Αίτηση Αρ. 121/2004)

 

Φυγόδικοι ― Έκδοση φυγοδίκων ―  Διαδικασία έκδοσης ―  Διάταγμα κράτησης αλλοδαπού για σκοπούς έκδοσής του στην Ιταλία για να δικασθεί για ισχυριζόμενα αδικήματα ―  Κατά πόσο, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, η έκδοση θα ήταν άδικο ή καταπιεστικό μέτρο εν τη εννοία του Άρθρου 10(3)(β) του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970 (Ν. 97/70) ― Ποία η εμβέλεια του Άρθρου 10(3)(β) του Ν. 97/1970 ―  Πλήρης ομοιότητα του με το Άρθρο 8(3)(β) της Αγγλικής Fugitine Offenders Act 1967 ―  Εκτενής αναφορά στη σχετική νομολογία και ανάλυση αυθεντιών.

Φυγόδικοι ―  Έκδοση φυγοδίκων ―  Καθυστέρηση στην προώθηση αιτήματος για έκδοση φυγοδίκου ― Άπτεται των εχέγγυων της δίκαιης δίκης, όπως προσδιορίζονται στο Σύνταγμα και εξηγούνται από την κυπριακή νομολογία και τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ― Το θέμα ως πραγματικό, εξαρτάται από το σύνολο των περιστάσεων που αφορούν το κατά πόσο η έκδοση θα απέληγε να ήταν άδικο ή καταπιεστικό μέτρο λόγω της καθυστέρησης.

Φυγόδικοι ― Έκδοση φυγοδίκων ― Τι αποδεικτικά στοιχεία χρειάζο[*1626]νται για έκδοση σχετικού διατάγματος ―  Κατά πόσο το Δικαστήριο έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη μόνο νομίμως ληφθείσα μαρτυρία ―  Κατά πόσο έχει εφαρμογή το Άρθρο 94 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

Δικαιώματα διαδίκων ―  Δικαίωμα για δίκαιη δίκη ―  Εξέτασή του στα πλαίσια του Άρθρου 10(3)(β) του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970 (Ν. 97/70).

Φυγόδικοι ―  Κατά πόσο το Δικαστήριο στα πλαίσια διαδικασίας έκδοσης έχει αρμοδιότητα να κρίνει κατά πόσο ο αιτητής δικαιούται να καταστεί πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Ο αιτητής, που είναι Ιορδανός πολίτης νυμφευμένος με Κυπρία και κατοικεί και εργάζεται στην Κύπρο, διετάχθη από το Επαρχιακό Δικαστήριο να παραμείνει υπό κράτηση για να εκδοθεί στην Ιταλία όπου θα δικασθεί για αδίκημα το οποίο διεπράχθη, κατ’ ισχυρισμό, το 1999 μέχρι το 2000 και αφορά συμμετοχή του σε προσπάθεια εξαργύρωσης στο Λίβανο επιταγής μεγάλης αξίας κλαπείσας στη Γαλλία.  Η Ιταλία ζήτησε την έκδοση του αιτητή το καλοκαίρι του 2003 ώστε να δικαστεί για μεγάλο αριθμό σοβαρών αδικημάτων που αφορούσαν απάτη και ξέπλυμα βρώμικου χρήματος.

Ο αιτητής αμφισβητεί τη νομιμότητα της κράτησής του για σκοπούς έκδοσης του προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους:

1) Δεν απεδείχθη δεόντως ότι η Ιταλία έχει προσχωρήσει στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως Φυγοδίκων της 13.12.1957 (η Σύμβαση), καθ’ όσον η προσχώρηση συνιστά όρο εφαρμογής της Σύμβασης.

     Υποστηρίχθηκε σχετικά ότι το πιστοποιητικό προσχώρησης της Ιταλίας στη Σύμβαση είναι ανεπαρκές καθ’ ότι δεν εχορηγήθη και υπεγράφη από τον Υπουργό Εξωτερικών, όπως απαιτεί το Άρθρο 4(2)(α) του περί Αποδείξεως Διεθνών Συμβάσεων Νόμου του 2002, Ν. 103(Ι)/2002 αλλά από τον Διευθυντή Πολιτικών Υποθέσεων - Πολυμερών Σχέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών. Το Δικαστήριο απέρριψε την εισήγηση αυτή στη βάση του ότι ο Υπουργός εκχώρησε την εν λόγω εξουσία του στον εν λόγω λειτουργό, ενεργώντας δυνάμει του περί Εκχωρήσεως της Ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου του 1962, Ν. 23/1962.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε επίσης τη θέση του συνηγόρου του αιτητή ότι η εκχώρηση δεν ήταν νόμιμη.  Το Δικαστήριο υπέδειξε ότι το Άρθρο 3 του Νόμου 23/62 επιτρέπει την εκχώρηση εξουσίας Υπουργού εκτός εάν ο νόμος ο οποίος παρέχει την εξουσία ρητά απαγορεύει τούτο, που δεν είναι η περίπτωση με το Ν. 103(Ι)/2002.

[*1627]

2) Ο αιτητής δεν υπόκειται σε έκδοση καθ’ ότι είναι Κύπριος υπήκοος.

     Η εισήγηση αυτή βασίζεται στο Άρθρο 6(1)(α)(β) της Σύμβασης και του περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως Φυγοδίκων (Κυρωτικός) Νόμου του 1970, Ν. 95/70.

     Ο αιτητής εισηγείται ότι είναι “Κύπριος υπήκοος” καθ’ ότι, αν και δεν είναι πολίτης της Δημοκρατίας δικαιούται να καταστεί πολίτης της Δημοκρατίας δυνάμει του Άρθρου 110(2) του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002, Ν. 14(Ι)/2002.

     Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εισήγηση.  Έκρινε ότι ο αιτητής δεν έχει απόλυτο νομικό δικαίωμα να καταστεί πολίτης της Δημοκρατίας παρά μόνο δικαίωμα να καταστεί πολίτης της Δημοκρατίας εφ’ όσον ικανοποιήσει τον Υπουργό Εσωτερικών ότι στην περίπτωση του συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 110(2).

     Ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου υποστηρίχθηκε ότι είναι το ίδιο το Δικαστήριο, στα πλαίσια της διαδικασίας έκδοσης, που κρίνει κατά πόσο ικανοποιούνται οι πρόνοιες του Άρθρου 110(2) και έτσι κατά πόσο ο αιτητής δικαιούται να καταστεί πολίτης της Δημοκρατίας. Ο αιτητής αναφέρθηκε στην Αίτηση Έκδοσης Αρ. 4/95, 22.4.1996, αναφορικά με τον Αναστάσιο Χατζηπετρή καθώς και στο Άρθρο 6(1)(γ) της Σύμβασης.

3) Η μαρτυρία στην οποία ουσιαστικά βασίζεται το αίτημα για έκδοση είναι ανεπαρκής και/ή προέρχεται από παρακολούθηση και υποκλοπή τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και έτσι μη αποδεκτή ως ληφθείσα παρανόμως.

4) Η Αίτηση για έκδοση του αιτητή υπ’ αρ. 6/2003 η οποία είχε τελικά αποσυρθεί μετά από πολλές αναβολές, στις 26.1.2004 για να επανασυλληφθεί όμως ο αιτητής μόλις ώρες αργότερα και να αρχίσει η νέα διαδικασία έκδοσης του, Αίτηση 1/2004, απέληξε να ήταν καταχρηστική και έτσι εμόλυνε και την Αίτηση 1/2004.

5) Σημειώθηκε υπέρμετρη καθυστέρηση εκ μέρους των Ιταλικών αρχών στην προώθηση του αιτήματος για έκδοση του.

     Το Δικαστήριο απέρριψε την εισήγηση αυτή στη βάση ότι η καθυστέρηση, ως επηρεάζουσα το δικαίωμα για δίκαιη δίκη, δεν εξετάζεται από το Κυπριακό δικαστήριο αλλά από το Ιταλικό ως εκδικάζον δικαστήριο, ενώ το θέμα που αφορά την εφαρμογή του Άρθρου 10(3)(β) του Ν. 97/70 εξετάζεται από το Ανώτατο Δικαστήριο στα πλαίσια Αίτησης Habeas Corpus.

Αποφασίστηκε ότι:

[*1628]1.    Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το λόγο 1) ανωτέρω είναι ορθή. Δεν τίθεται θέμα εφαρμογής του Άρθρου 4(2)(α) και για τον πρόσθετο λόγο ότι δεν αφορά την περίπτωση του Άρθρου 4(1)(iii) που είναι η προκείμενη.  Επιπλέον η Ιταλία είναι, όπως προκύπτει από τη Σύμβαση, εκ των χωρών που προσχώρησαν σ’ αυτή από την ίδια ημέρα της υπογραφής της, που είναι και η ίδια με την ημερομηνία στην οποία αναφέρεται και το εν λόγω πιστοποιητικό.

2.  Το Άρθρο 6(1)(γ) της Σύμβασης δεν μπορεί να ερμηνευθεί ώστε να αναθέτει στο Δικαστήριο την αρμοδιότητα να εκτιμήσει κατά πόσο ο αιτητής έχει την ιδιότητα του υπηκόου.  Την αρμοδιότητα αυτή την έχει η διοίκηση και μπορεί να την ασκήσει οποτεδήποτε πριν από την ημερομηνία έκδοσης.

3.  Το βάρος αποδείξεως ισχυριζόμενης παρανομίας βρίσκεται στην πλευρά του διαδίκου που την εγείρει, δοθέντος μάλιστα του τεκμηρίου της νομιμότητας.  Στην προκείμενη περίπτωση το τεκμήριο της νομιμότητας επενεργεί υπέρ της νομιμότητας λήψεως της μαρτυρίας τόσο ως προς το Κυπριακό όσο και ως προς το Ιταλικό δίκαιο και ουδεμία συγκεκριμένη εισήγηση υπάρχει περί του αντιθέτου. Επίσης το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία είναι επαρκής για σκοπούς έκδοσης, είναι ορθό, τοσούτω μάλλον εν όψει του ότι είναι το Άρθρο 12 της Σύμβασης και όχι το Άρθρο 9(5)(α) του Νόμου 97/70 που εφαρμόζεται.

4.  Δεν έχει σημειωθεί κατάχρηση, όπως αυτή είναι αντιληπτή από τη νομολογία, αναφορικά με την Αίτηση 6/2003, ούτε από τις Ιταλικές αρχές αλλά ούτε και από τις Κυπριακές αρχές.

5.  Η εφαρμογή του Άρθρου 10(3) γίνεται λοιπόν όντως, όπως το ίδιο ορίζει, από το Ανώτατο Δικαστήριο στα πλαίσια της προνοούμενης αίτησης Habeas Corpus. Στα πλαίσια του Άρθρου 10(3)(β) όμως το Δικαστήριο εξετάζει κάθε σχετικό παράγοντα περιλαμβανομένου του δικαίου της δίκης.  Η εμβέλεια του Άρθρου 10(3)(β) δεν μπορεί να περιορισθεί ώστε να αποκλείει οποιοδήποτε παράγοντα μπορεί να είναι σχετικός στη δεδομένη περίπτωση ως προς τις συνέπειες της καθυστέρησης αφού οι όροι “άδικον ή καταπιεστικόν μέτρον” στο ίδιο το Άρθρο 10(3)(β) είναι ευρείς.  Ευθέως σχετική προς το Άρθρο 10(3)(β) είναι και η Αγγλική νομολογία.  Το Άρθρο 8(3)(β) της Fugitive Offenders Act 1967 είναι ακριβώς το ίδιο με το Άρθρο 10(3)(β) στην οποία το πράγμα τίθεται και εξειδικεύεται περαιτέρω.

     Η ευθύνη για την καθυστέρηση διαδραματίζει ρόλο πρωταρχικής σημασίας.  Η δεδομένη πολύ μακρά καθυστέρηση εκ μέρους των [*1629]Ιταλικών αρχών να ζητήσουν την έκδοση του αιτητή, για την οποία ο αιτητής δεν ευθύνεται και για την οποία δεν δόθηκαν εξηγήσεις, υπερβαίνει κατά πολύ κάθε χρόνο που θα αναμένετο να ήταν εύλογος υπό τις περιστάσεις.  Στην καθυστέρηση αυτή προστίθεται και η καθυστέρηση που προκλήθηκε λόγω της αναποτελεσματικότητας της προηγούμενης διαδικασίας που απέληξε στην απόσυρση της πρώτης αίτησης για έκδοση.  Υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, και της μη πρωταρχικής σημασίας της ισχυριζόμενης συμμετοχής του αιτητή στο αδίκημα για το οποίο ζητείται η έκδοσή του, η έκδοση του αιτητή θα συνιστούσε άδικο και καταπιεστικό μέτρο.  Ως εκ τούτου διατάσσεται η αποφυλάκιση του αιτητή για το λόγο ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 10(3)(β).

Η αίτηση έγινε δεκτή. Εκδόθηκε διαταγή ως ανωτέρω.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Δημοκρατία ν. Στυλιανίδη (1996) 3 Α.Α.Δ. 274,

Χατζηπετρή, Αίτηση Έκδοσης Αρ. 4/95, 22.4.1996,

El Bustani (1991) 1 Α.Α.Δ. 736,

Vaskevitch (1992) 1(A) A.A.Δ. 136,

Νικολαΐδης (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1964,

Wehbe (1985) 1 C.L.R. 56,

Kakis v. Government of the Republic of Cyprus [1978] 2 All E.R. 634,

Osman (No. 4) [1992] 1 All E.R. 579,

Γεωργίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 814,

Καρπένκο (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 989.

 

Αίτηση.

Αίτηση από τον αιτητή, Ιορδανό, ο οποίος διαμένει και εργάζεται στην Κύπρο, εναντίον του διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας το οποίο εκδόθηκε στις 4/8/04 στα πλαίσια της αίτη[*1630]σης για έκδοση φυγοδίκου Αρ. 1/04, με το οποίο διατάχθηκε η κράτησή του για σκοπούς έκδοσης του στην Ιταλία, χώρα η οποία ζήτησε την έκδοση του για μεγάλο αριθμό σοβαρών αδικημάτων.

Δ. Θεοδώρου με Ν. Θεοδώρου, για τον Αιτητή.

Ε. Λοϊζίδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Ο Αιτητής, ο οποίος είναι Ιορδανός πολίτης νυμφευμένος με Κυπρία και κατοικεί και εργάζεται στην Κύπρο, αμφισβητεί τη νομιμότητα της κράτησης του η οποία διετάχθη από το Επαρχιακό Δικαστήριο για σκοπούς έκδοσης του στην Ιταλία. Το ιστορικό της υπόθεσης είναι μακρό. Το αδίκημα για το οποίο διετάχθη η κράτηση διεπράχθη, κατ’ ισχυρισμό, το 1999 μέχρι το 2000 και αφορά συμμετοχή του σε προσπάθεια εξαργύρωσης στο Λίβανο επιταγής μεγάλης αξίας κλαπείσας στη Γαλλία.  Η Ιταλία ζήτησε την έκδοση του Αιτητή το καλοκαίρι του 2003 για ένα μεγάλο αριθμό σοβαρών αδικημάτων που κάλυπταν ένα πολύ ευρύτερο φάσμα δραστηριοτήτων απάτης και ξεπλύματος βρώμικου χρήματος.  Έγινε τότε η πρώτη διαδικασία για έκδοση του Αιτητή, Αίτηση 6/2003, η οποία τελικά απεσύρθη, μετά από πολλές αναβολές, στις 26.1.2004, για να επανασυλληφθεί όμως ο Αιτητής μόλις ώρες αργότερα και να αρχίσει η νέα διαδικασία έκδοσης του, Αίτηση 1/2004, η οποία και απέληξε στη διαταχθείσα κράτηση του.

Κατά τη συζήτηση που έγινε στα πλαίσια της ακρόασης της Αίτησης ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Αιτητή, σοφά ενεργώντας, απέσυρε αρκετούς από τους λόγους για τους οποίους, όπως αναφέρεται στην Αίτηση, θα έπρεπε η κράτηση του Αιτητή να κριθεί παράνομη. Θα εξετάσω λοιπόν μόνο τους εναπομείναντες, με απαρχή την εισήγηση ότι δεν απεδείχθη δεόντως ότι η Ιταλία έχει προσχωρήσει στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως Φυγοδίκων της 13.12.1957, καθ΄όσον η προσχώρηση συνιστά όρο εφαρμογής της Σύμβασης. Το σχετικό επιχείρημα ενώπιον της ευπαιδεύτου Δικαστή ήταν ότι, αν και υπάρχει πιστοποιητικό του Διευθυντή Πολιτικών Υποθέσεων-Πολυμερών Σχέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών ότι η Ιταλία προσχώρησε στη Σύμβαση στις 13.12.1957, το εν λόγω πιστοποιητικό είναι ανεπαρκές διότι δεν εξεδόθη δεόντως. Γίνεται συναφώς αναφορά στο άρθρο 4(2)(α) του περί Αποδείξεως Διεθνών Συμβάσεων Νόμου του 2002, Ν. 103(Ι)/2002, το οποίο προνοεί ότι:

“4.-(2)  Το αναφερόμενο στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) [*1631]του παρόντος άρθρου πιστοποιητικό -

(α)   Χορηγείται και υπογράφεται από τον Υπουργό Εξωτερικών μόνο σε περίπτωση που η Διεθνής Σύμβαση ή η επιφύλαξη της Δημοκρατίας ή η επιφύλαξη προσχώρησης ή η επιφύλαξη ξένου κράτους, σε σχέση με την οποία υποβάλλεται το συγκεκριμένο αίτημα, δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.”

Στην προκειμένη περίπτωση, είναι η εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τον Αιτητή, το εν λόγω πιστοποιητικό δεν εχορηγήθη και υπεγράφη από τον Υπουργό Εξωτερικών, όπως απαιτεί το άρθρο 4(2)(α), αλλά από τον εν λόγω λειτουργό του Υπουργείου.  Η ευπαίδευτη Δικαστής απέρριψε την εισήγηση αυτή στη βάση ότι ο Υπουργός, ενεργώντας δυνάμει του περί Εκχωρήσεως της Ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου του 1962, Ν. 23/1962, εκχώρησε την εν λόγω εξουσία του στον εν λόγω λειτουργό.  Η εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τον Αιτητή είναι ότι η εκχώρηση αυτή δεν ήταν νόμιμη καθ΄όσον εκχώρηση εξουσίας επιτρέπεται, σύμφωνα με τη νομολογία (ίδε Δημοκρατία ν. Στυλιανίδη (1996) 3 Α.Α.Δ. 274), μόνο όπου ο νόμος ο οποίος παρέχει την εξουσία ρητά το επιτρέπει, που δεν είναι η περίπτωση με το Νόμο 103(Ι)/2002.  Η εισήγηση αυτή απερρίφθη από την ευπαίδευτη Δικαστή η οποία υπέδειξε ότι το άρθρο 3 του Νόμου 23/62 επιτρέπει την εκχώρηση εξουσίας Υπουργού εκτός αν ο νόμος ο οποίος παρέχει την εξουσία ρητά απαγορεύει τούτο, που δεν είναι η περίπτωση με το Ν. 103(Ι)/2002.

Θα συμφωνούσα με την ευπαίδευτη Δικαστή, σημειώνοντας ότι η υπόθεση Στυλιανίδη, ανωτέρω, διαφοροποιείται κατά το ότι αφορούσε εξουσία που ανατίθεται σε δημόσιο υπάλληλο, στην περίπτωση του οποίου δεν έχει εφαρμογή ο Ν. 23/62.  Υπάρχει όμως και ένας άλλος πιο θεμελιακός λόγος, όπως εισηγείται η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία, για τον οποίο δεν τίθεται θέμα εφαρμογής του άρθρου 4(2)(α). Το εν λόγω άρθρο, σύμφωνα με τους όρους του, αφορά μόνο τις περιπτώσεις του άρθρου 4(1)(i)(ii)(iv) και όχι την περίπτωση του άρθρου 4(1)(iii) που είναι η προκειμένη.  Στην περίπτωση απόδειξης προσχώρησης άλλου κράτους δεν είναι αναγκαίο το σχετικό πιστοποιητικό να υπογράφεται από τον Υπουργό.  Να πω όμως περαιτέρω ότι η Ιταλία είναι, όπως προκύπτει από την ίδια τη Σύμβαση, εκ των χωρών που προσχώρησαν σε αυτή από την ίδια την ημέρα της υπογραφής της, δηλαδή της 13.12.1957 (που είναι βεβαίως η ημερομηνία στην οποία αναφέρεται και το εν λόγω πιστοποιητικό).

[*1632]Η επόμενη εισήγηση του Αιτητή η οποία αρμόζει να εξετασθεί τώρα είναι ότι ο Αιτητής δεν υπόκειται σε έκδοση καθ΄ότι είναι Κύπριος υπήκοος. Η εισήγηση βασίζεται στο Άρθρο 6(1)(α)(β) της Σύμβασης και του περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως Φυγοδίκων (Κυρωτικός) Νόμου του 1970, Ν. 95/70, το οποίο προνοεί:

“6.1.-(α)  Έκαστον των Συμβαλλομένων Μερών θα έχη την ευχέρειαν αρνήσεως εκδόσεως υπηκόων αυτού.

(β) Έκαστον των Συμβαλλομένων Μερών, διά δηλώσεώς του κατά την υπογραφήν ή την κατάθεσιν του κυρωτικού εγγράφου ή της προσχωρήσεως, θα δύναται να καθορίση ως προς εαυτό τον όρον “υπήκοος” υπό την έννοιαν του παρόντος Συμφώνου.”

Στο Ν. 95/70 περιέχεται η ακόλουθη επιφύλαξη της Κύπρου όσον αφορά το Άρθρο 6 της Σύμβασης:

“Η Κυβέρνησις της Κυπριακής Δημοκρατίας δηλοί ότι, εν όσω δυνάμει του Συντάγματος ουδεμία έκδοσις πολίτου της Δημοκρατίας επιτρέπεται (Δήλωσις εις όσον αφορά το Άρθρον 1), ο όρος «υπήκοοι», εντός της εννοίας της Συμβάσεως, εις όσον αφορά την Κυπριακήν Δημοκρατίαν, θα σημαίνει «πολίτας της Κυπριακής Δημοκρατίας ή πρόσωπα άτινα δυνάμει των εκάστοτε εν ισχύϊ προνοιών εν σχέσει προς την Κυπριακήν υπηκοότητα, θα δικαιούνται να καταστώσι πολίται της Δημοκρατίας».”

Ο Αιτητής εισηγείται ότι είναι “Κύπριος υπήκοος” καθ΄ότι, αν και δεν είναι πολίτης της Δημοκρατίας, δικαιούται να καταστεί πολίτης της Δημοκρατίας δυνάμει του άρθρου 110(2) του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002, Ν. 141(Ι)/2002 το οποίο προνοεί:

“110.-(2) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4), ο Υπουργός μπορεί, όταν υποβληθεί αίτηση κατά τον καθορισμένο τρόπο και δοθεί διαβεβαίωση πίστεως στη Δημοκρατία στον τύπο ο οποίος καθορίζεται στο Δεύτερο Πίνακα, να μεριμνήσει για την εγγραφή ως πολίτη της Δημοκρατίας, οιουδήποτε προσώπου, που είναι ενήλικο και πλήρους ικανότητας πρόσωπο και που ικανοποιεί τον Υπουργό ότι-

(α)   Είναι ο/η σύζυγος ή ο χήρος ή η χήρα πολίτη της Δημοκρατίας ή, ήταν ο/η σύζυγος πρσώπου το οποίο, αν δεν είχε αποβιώσει, θα είχε καταστεί ή θα είχε δικαίωμα να καταστεί πολίτης της Δημοκρατίας·

[*1633]

(β)   διαμένει με το/τη σύζυγό του στην Κύπρο για χρονικό διάστημα όχι μικρότερο των τριών χρόνων·

(γ)   είναι καλού χαρακτήρα· και

(δ)   προτίθεται να εξακολουθήσει να διαμένει στη Δημοκρατία ή, ανάλογα με την περίπτωση, να διατελεί στη δημόσια υπηρεσία της Δημοκρατίας ή στην εκπαιδευτική υπηρεσία της Δημοκρατίας ή στην Αστυνομική Δύναμη της Δημοκρατίας και μετά την εγγραφή του ως πολίτη της Δημοκρατίας.

Νοείται ότι ο Υπουργός μπορεί, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές συνθήκες οποιασδήποτε συγκεκριμένης περίπτωσης, να μεριμνήσει για τη συντέλεση της εγγραφής δυνάμει του παρόντος εδαφίου, έστω και αν ο/η σύζυγος είχε διαμείνει με τη/το σύζυγο του/της στην Κύπρο για χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών χρόνων, αλλά όχι μικρότερο των δύο χρόνων.  Στις περιπτώσεις προσώπων που μένουν μόνιμα ή προσωρινά στο εξωτερικό, η διαμονή με το/τη σύζυγο σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να είναι λιγότερη από τρία χρόνια:

Νοείται περαιτέρω ότι οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που ο αλλοδαπός εισέρχεται ή παραμένει παράνομα στη Δημοκρατία.”

Η ευπαίδευτη Δικαστής απέρριψε την εισήγηση αυτή.  Αναφερθείσα και στη σχετική νομολογία (Αίτηση Έκδοσης 4/95, 22.4.1996, αναφορικά με τον Αναστάσιο Χατζηπετρή), έκρινε ότι ο Αιτητής δεν έχει απόλυτο νομικό δικαίωμα να καταστεί πολίτης της Δημοκρατίας παρά μόνο δικαίωμα να καταστεί πολίτης της Δημοκρατίας εφ΄όσον ικανοποιήσει τον Υπουργό Εσωτερικών ότι στην περίπτωση του συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 110(2).

Ενώπιον μου υποστηρίχθηκε ουσιαστικά ότι είναι το ίδιο το Δικαστήριο, στα πλαίσια της διαδικασίας έκδοσης, που κρίνει κατά πόσο ικανοποιούνται οι πρόνοιες του άρθρου 110(2) και έτσι κατά πόσο ο Αιτητής δικαιούται να καταστεί πολίτης της Δημοκρατίας.  Γίνεται συναφώς αναφορά στην υπόθεση Χατζηπετρή, ανωτέρω, καθώς και στο Άρθρο 6(1)(γ) της Σύμβασης το οποίο προνοεί:

“6.1.-(γ)  Η ιδιότης του υπηκόου θέλει εκτιμηθή κατά την λήψιν της περί εκδόσεως αποφάσεως.

[*1634]Ουχ ήττον, εάν η ιδιότης αύτη δεν ανεγνωρίσθη ειμή κατά την μεταξύ αποφάσεως και ημερομηνίας εκδόσεως χρονικήν περίοδον, το υποκείμενον εις έκδοσιν Μέρος θα δύναται ωσαύτως να επωφεληθή της διατάξεως του εδαφίου (α) της παρούσης παραγράφου.”

Η εισήγηση είναι σαφώς λανθασμένη.  Η απόφαση κατά πόσο οποιοδήποτε πρόσωπο δικαιούται να καταστεί πολίτης της Δημοκρατίας δυνάμει του άρθρου 110(2) είναι διοικητική απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών και όχι δικαστική κρίση.  Εξυπακούει την αξιολόγηση στοιχείων στα πλαίσια διακριτικής εξουσίας και όχι δεδομένη ιδιότητα πηγάζουσα αμέσως και ευθέως εκ του Συντάγματος ή του Νόμου.  Αυτή είναι και η ουσία της υπόθεσης Χατζηπετρή, ανωτέρω, η οποία κάθε άλλο παρά θα μπορούσε να συνδράμει την εισήγηση του αιτητή.  Αλλά ούτε και το άρθρο 6(1)(γ) τη βοηθά αφού δεν μπορεί να ερμηνευθεί ώστε να αναθέτει στο Δικαστήριο την αρμοδιότητα να εκτιμήσει κατά πόσο ο Αιτητής έχει την ιδιότητα του υπηκόου.  Είναι η διοίκηση, ως εκπροσωπούσα “το υποκείμενον εις έκδοσιν Μέρος”, που έχει την αρμοδιότητα αυτή και την οποία μπορεί να ασκήσει, όπως λέγει το Άρθρο 6(1)(γ), οποτεδήποτε πριν από την ημερομηνία έκδοσης.  Τούτο δεν σημαίνει ότι το υπό έκδοση πρόσωπο μένει χωρίς θεραπεία αν ισχυρίζεται ότι έχει δικαίωμα να καταστεί πολίτης της Δημοκρατίας.  Έχει δικαίωμα, ακόμα και μετά από διάταγμα κράτησης του για σκοπούς έκδοσης, να υποβάλει σχετική αίτηση όπως προνοείται στο άρθρο 110(2), το οποίο η διοίκηση θα αναμένεται βεβαίως να εξετάσει πριν από την ημερομηνία έκδοσης, αλλά και, αν δεν γίνει δεκτή η αίτηση του, να προσβάλει με προσφυγή την απόρριψη της ως διοικητικής πράξης.

Δύο άλλες εισηγήσεις του Αιτητή αφορούν τη μαρτυρία.  Η μία είναι ότι η μαρτυρία στην οποία ουσιαστικά βασίζεται το αίτημα για έκδοση του είναι μαρτυρία προερχόμενη από παρακολούθηση και υποκλοπή τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και έτσι μη αποδεκτή ως ληφθείσα παρανόμως. Η ευπαίδευτη Δικαστής φαίνεται να απέρριψε την εισήγηση αυτή στη βάση ότι, δεδομένου και του τεκμηρίου της νομιμότητας, δεν κατεδείχθη ότι η μαρτυρία εξασφαλίσθηκε παρανόμως σε σχέση με το δίκαιο της Κύπρου ή το δίκαιο της Ιταλίας και ότι εν πάση περιπτώσει, με την τροποποίηση του άρθρου 9(5)(α) του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970 (Ν. 97/70) από το άρθρο 2 του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων (Τροποποιητικός) Νόμου του 1990 (Ν. 97/90), δεν τίθεται πλέον θέμα εφαρμογής του  Άρθρου 94 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφάλαιο 155, όπως είχε εισηγηθεί ο Αιτητής.  Η εισήγηση ενώπιον μου είναι ότι η εν λόγω τροποποίηση δεν επηρεάζει την υποχρέωση του Δικαστηρίου, κατ εφαρμο[*1635]γή του άρθρου 94, να λάβει υπ΄όψη του μόνο νομίμως ληφθείσα μαρτυρία.

Είναι προφανές ότι με την εν λόγω τροποποίηση του άρθρου 9(5)(α) δεν τίθεται στην προκειμένη περίπτωση θέμα εφαρμογής των προνοιών του παρά μόνο των προνοιών της Σύμβασης ως προς το τι αποδεικτικά στοιχεία χρειάζονται, και δη του Άρθρου 12.2 το οποίο αναφέρεται σε έκθεση γεγονότων μόνο (ίδε και In re Εl Bustani (1991) 1 Α.Α.Δ. 736).  Δεν μπορεί λοιπόν να γίνεται λόγος για εφαρμογή του άρθρου 94, ακόμα και αν η περίπτωση θα ήταν κατά τα άλλα κατάλληλη για προσφυγή σε αυτό, που δεν είναι η προκειμένη αφού το θέμα δεν αφορά σύγκρουση μαρτυρίας αλλά τα συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν από αυτή, ή να γίνεται αναφορά στα κρατούντα ως προς τα committal proceedings στην Αγγλία ως ρυθμιστικά του πράγματος.  Αυτό βεβαίως μπορεί να μην εξαντλεί το θέμα αφού παραμένει η διάσταση που αφορά το κατ’ ισχυρισμό παράνομο της μαρτυρίας, με την έννοια ότι η μη εφαρμογή του άρθρου 9(5)(α) μπορεί να μην σημαίνει και ότι η έκδοση μπορεί να προχωρήσει στη βάση παρανόμως ληφθείσας μαρτυρίας.

Δεν χρειάζεται όμως να επεκταθώ επ΄αυτού.  Στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι δεδομένο ότι η εν λόγω μαρτυρία ελήφθη παρανόμως, στην πραγματικότητα μάλιστα δεν υπάρχει τέτοια εισήγηση.  Η εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τον Αιτητή είναι μάλλον ότι δεν γνωρίζουμε αν η καταγραφή των εν λόγω τηλεφωνικών συνδιαλέξεων θα ήταν παράνομη στα πλαίσια του περί Προστασίας του Απορρήτου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας Νόμου του 1996, Ν. 92(Ι)/96, αφού δεν παρουσιάσθηκε μαρτυρία που να καταδεικνύει ότι η μαρτυρία ελήφθη με τρόπο που να πληρούνται οι προϋποθέσεις του εν λόγω Νόμου, ούτε αν η μαρτυρία αυτή θα εγίνετο δεκτή στα Ιταλικά δικαστήρια. Δεν είναι όμως έτσι που θα πρέπει να προσεγγισθεί το θέμα.  Το βάρος είναι στον ισχυριζόμενο παρανομία να την προσδιορίσει και να την αποδείξει, δοθέντος μάλιστα του τεκμηρίου της νομιμότητας.  Εδώ το τεκμήριο της νομιμότητας επενεργεί υπέρ της νομιμότητας λήψεως της μαρτυρίας τόσο ως προς το Κυπριακό όσο και ως προς το Ιταλικό δίκαιο και ουδεμία συγκεκριμένη εισήγηση υπάρχει περί του αντιθέτου. Έθεσα μάλιστα ευθέως το ερώτημα στον ευπαίδευτο συνήγορο για τον Αιτητή κατά πόσο αμφισβητείται η συνταγματικότητα του Ν. 92(Ι)/96 και έλαβα ευθέως αρνητική απάντηση.  Δεν υπάρχει λοιπόν το παραμικρό υπόβαθρο στο οποίο να μπορεί να στηρίζεται εισήγηση για παράνομη λήψη της μαρτυρίας σε σχέση με το Κυπριακό αλλά ούτε και σε σχέση με το Ιταλικό δίκαιο.

[*1636]Η άλλη εισήγηση του Αιτητή ως προς τη μαρτυρία είναι ότι αυτή είναι ανεπαρκής, τοσούτω μάλλον αφού παρατίθεται επιλεκτικά, καθ΄όσον από τις εν λόγω τηλεφωνικές συνδιαλέξεις δεν προκύπτει ότι ο Αιτητής γνώριζε ότι η επιταγή είχε κλαπεί, δοθέντος ότι τέτοια γνώση θα ήταν απαραίτητη για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα για το οποίο ζητείται η έκδοση του και δοθείσας της δικής του εκδοχής ότι ο ίδιος απλώς μεσολαβούσε για να διευκολύνει την εξαργύρωση της επιταγής.  Η εισήγηση αυτή ετέθη ενώπιον της ευπαίδευτης Δικαστή στα πλαίσια ευρύτερης εισήγησης ως προς τις προϋποθέσεις της έκδοσης και η άποψη της φαίνεται να ήταν ότι η μαρτυρία που είχε ενώπιον της υπό τη μορφή των καταγραφών των εν λόγω τηλεφωνικών συνδιαλέξεων ήταν επαρκής.  Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Αιτητή έκανε επί μέρους αναφορά στις εν λόγω καταγραφές, καλώντας με να εξάξω αντίθετο συμπέρασμα.  Δεν μπορώ να πράξω τούτο.  Όπως υπέδειξα στον ευπαίδευτο συνήγορο κατά την ακρόαση, τα Κυπριακά δικαστήρια δεν είναι εκδικάζοντα δικαστήρια ώστε να προβαίνουν σε αξιολόγηση της μαρτυρίας για σκοπούς ενοχής.  Η οποιαδήποτε αναφορά στη μαρτυρία έχει πολύ περιορισμένο σκοπό και στην προκειμένη περίπτωση δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία ότι η μαρτυρία είναι τέτοια που να είναι επαρκής για σκοπούς έκδοσης, τοσούτο μάλλον εν όψει του ότι είναι το Άρθρο 12 της Σύμβασης και όχι το άρθρο 9(5)(α) του Νόμου 97/70 που εφαρμόζεται.

Είναι επίσης εισήγηση του Αιτητή ότι η πρώτη διαδικασία έκδοσης του, η Αίτηση 6/2003, απέληξε να ήταν καταχρηστική και έτσι να εμόλυνε και την επόμενη διαδικασία, την Αίτηση 1/2004 η οποία και μας αφορά.  Η εισήγηση είναι ότι, αν και η Δημοκρατία εγνώριζε ότι η Αίτηση 6/2003 έπασχε και δεν μπορούσε να επιτύχει, την εκράτησε εν ζωή μέχρις ότου οι Ιταλικές αρχές ήσαν έτοιμες να υποβάλουν νέο αίτημα με όλα τα αναγκαία έγγραφα που μάλιστα περιορίζετο πλέον μόνο στην εμπλοκή του Αιτητή ως προς την εν λόγω επιταγή.  Γίνεται συναφώς ιδιαίτερη αναφορά στην επιστολή ημερ. 23.10.2003 που εστάλη από τις Κυπριακές προς τις Ιταλικές αρχές ως αποκαλυπτική της ούτω κατ΄ισχυρισμό επιδίωξης της Δημοκρατίας.  Η εισήγηση αυτή απερρίφθη από την ευπαίδευτη Δικαστή η οποία έκρινε ότι με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσαν να ερμηνευθούν έτσι τα πράγματα.  Δεν υπήρξαν, διαπίστωσε, ούτε αλλότρια κίνητρα ούτε οτιδήποτε άλλο που να αποκαλύπτει κατάχρηση όπως αυτή γίνεται αντιληπτή στη νομολογία στην οποία και αναφέρθηκε. 

Δεν μπορώ να διαπιστώσω λανθασμένη αντίληψη της νομικής θέσης ή λανθασμένη εφαρμογή της εκ μέρους της ευπαίδευτης Δικαστή.  Οι αρχές που διέπουν το θέμα ετέθησαν  σαφώς και ορθώς, [*1637]όπως και εφαρμόσθησαν.  Είναι γεγονός ότι από τις 25.8.2003 που καταχωρήθηκε η εξουσιοδότηση για έναρξη της διαδικασίας υπήρξαν οκτώ αναβολές της ακρόασης μέχρι τις 26.1.2004 που η Αίτηση 6/2003 απεσύρθη, κάτι που κάθε άλλο παρά επιθυμητό είναι.  Οι πέντε μήνες όμως που διέρρευσαν χωρίς να ακουσθεί η Αίτηση δεν αποκάλυπταν από μόνοι τους κατάχρηση, ούτε μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι αναβολές επιδιώχθησαν για αλλότριο σκοπό.  Είναι επίσης γεγονός, και τούτο είναι που επικαλείται κυρίως ο Αιτητής, ότι η επιστολή της 23.10.2003 αναφέρεται ουσιαστικά στις αδυναμίες της Αίτησης 6/2003 και στο επιθυμητό της υποβολής νέου αιτήματος με όλα τα αναγκαία έγγραφα εξ αρχής.  Δεν μπορεί όμως να  ερμηνευθεί τούτο ως κατάχρηση όπως αυτή είναι αντιληπτή στη νομολογία.  Μπορεί να υπήρξε ανεπάρκεια και αναποτελεσματικότητα εκ μέρους των Ιταλικών αρχών ως προς την πληρότητα της Αίτησης 6/2003, αυτό όμως δεν ανάγεται αναγκαστικά σε κατάχρηση.  Ακόμα δε λιγότερο θα μπορούσε να γίνεται λόγος για κατάχρηση εκ μέρους των Κυπριακών αρχών. Την επιστολή της 23.10.2003 την ερμηνεύω ως αποκαλυπτική του ενδιαφέροντος των Κυπριακών αρχών να πληροφορήσουν τις Ιταλικές αρχές, οι οποίες είχαν και το πρώτιστο συμφέρον στο πράγμα ως το κράτος που ζητούσε την έκδοση, για την πορεία της Αίτησης 6/2003 και τις δικές τους απόψεις και εισηγήσεις ως το κράτος που προωθούσε το αίτημα για έκδοση.  Θα ήταν ανεύθυνο εκ μέρους τους, εν αναμονή της επανεκτιμήσεως του πράγματος από τις άμεσα ενδιαφερόμενες Ιταλικές αρχές και της λήψης απόφασης για τα περαιτέρω, να απέσυραν τότε την Αίτηση 6/2003, η βεβαιότητα για την τύχη της οποίας, εξ άλλου, μόνο από το Δικαστήριο θα μπορούσε να εκρίνετο, και μάλιστα ενόσω εκκρεμούσε και αίτημα του Αιτητή για μετάφραση εγγράφων και ενώ ο ίδιος ο Αιτητής δεν έφερε ένσταση στις επόμενες αναβολές.

Η τελευταία εισήγηση του Αιτητή είναι ότι υπήρξε υπέρμετρη καθυστέρηση εκ μέρους των Ιταλικών αρχών στην προώθηση του αιτήματος για έκδοση του. Ενώ, παρατηρεί, το αδίκημα για το οποίο εζητήθη η έκδοση διεπράχθη κατ΄ισχυρισμό την περίοδο 1999-2000 ότε έγιναν και οι καταγραφές των εν λόγων τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, η έκδοση του δεν εζητήθη παρά μόνο τρία χρόνια αργότερα και ενώ οι Ιταλικές αρχές εγνώριζαν ότι αυτός ήταν στην Κύπρο, χωρίς να υπάρχει η παραμικρή εξήγηση για την καθυστέρηση αυτή.  Σε τούτο, λέγει, πρέπει να προστεθεί και η καθυστέρηση που υπήρξε ως εκ της Αίτησης 6/2003 η οποία ήταν ατελέσφορη ως εκ του ότι ποτέ δεν εξετάσθηκε και τελικά απεσύρθη πέντε μήνες μετά από την καταχώρηση της αφού στο μεταξύ προκάλεσε μεγάλη και αχρείαστη ταλαιπωρία στον Αιτητή.  Η ευπαίδευτη Δικαστής απέρριψε την εισήγηση αυτή στη βάση ότι η καθυστέρηση, ως επηρεάζουσα το δι[*1638]καίωμα για δίκαιη δίκη, είναι θέμα που εξετάζεται όχι από το Κυπριακό δικαστήριο αλλά από το Ιταλικό δικαστήριο ως εκδικάζον δικαστήριο, ενώ το θέμα που αφορά την εφαρμογή του άρθρου 10(3)(β) του Ν. 97/70 είναι θέμα που εξετάζεται από το Ανώτατο Δικαστήριο στα πλαίσια Αίτησης habeas corpus.  Το άρθρο 10(3) προνοεί:

“10.-(3)  Το Ανώτατον Δικαστήριον, επιλαμβανόμενον της τοιαύτης αιτήσεως, δύναται, μη επηρεαζομένης οιασδήποτε ετέρας δικαιοδοσίας αυτού, να διατάξη την αποφυλάκισιν του υπό έκδοσιν προσώπου, εφ΄όσον ήθελε κρίνει ότι -

.........................................................................................................

(β)          λόγω της παρόδου μακρού χρόνου, αφ΄ου εγένετο η διάπραξις του αδικήματος, ή, αναλόγως της περιπτώσεως, αφ΄ου καταζητείται προς έκτισιν ποινής μετά καταδίκην αυτού·

.........................................................................................................

η απόδοσις αυτού θα απετέλει, λαμβανομένων υπ΄όψιν απασών των περιστάσεων, άδικον ή καταπιεστικόν μέτρον.”

Η εφαρμογή του άρθρου 10(3) γίνεται λοιπόν όντως, όπως το ίδιο ορίζει, από το Ανώτατο Δικαστήριο στα πλαίσια της προνοούμενης αίτησης habeas corpus. Στα πλαίσια του άρθρου 10(3)(β) όμως το Δικαστήριο εξετάζει κάθε παράγοντα που μπορεί να είναι σχετικός, περιλαμβανομένου του δικαίου της δίκης.  Δεν υπάρχει οτιδήποτε στην απόφαση In Re Vaskevitch (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. 136, στην οποία με παρέπεμψε η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία επιχειρηματολογώντας ότι το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη δεν υπεισέρχεται στη διαδικασία έκδοσης, και η οποία δεν αφορούσε το θέμα της καθυστέρησης αλλά ειδικές πτυχές του Συντάγματος σε σχέση με άλλη πτυχή της διαδικασίας έκδοσης, που να συνηγορεί άλλως πως. Απεναντίας, ότι το άρθρο 10(3)(β) δεν αποκλείει, στην κατάλληλη περίπτωση, εξέταση και παραγόντων που αφορούν το δίκαιο της δίκης προκύπτει από την απόφαση στην υπόθεση In Re Νικολαΐδης (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1964.  Όπως το έθεσε ο Πικής, Π., δίδοντας την απόφαση της Ολομέλειας (σελίδες 1969-1970):

“Η καθυστέρηση, ως παράγοντας ανασχετικός της έκδοσης φυγοδίκου, όπως διαγράφεται από την αγγλική νομολογία, άπτε[*1639]ται και των εχέγγυων της δίκαιης δίκης, όπως προσδιορίζονται στο Σύνταγμα και εξηγούνται από την κυπριακή νομολογία και τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.  Η αρχή της δίκαιης δίκης είναι καθολική αναπόσπαστη πτυχή των δικαιωμάτων του ανθρώπου.”

Αλλά και στην απόφαση Ιn Re Wehbe (1985) 1 C.L.R. 56 ετονίσθη ότι το θέμα, ως θέμα πραγματικό, εξαρτάται από το σύνολο των περιστάσεων που αφορούν το κατά πόσο η έκδοση θα απέληγε να ήταν άδικο ή καταπιεστικό μέτρο λόγω της καθυστέρησης.

Η εμβέλεια του άρθρου 10(3)(β) λοιπόν δεν μπορεί να περιορισθεί ώστε να αποκλείει οποιοδήποτε παράγοντα μπορεί να είναι σχετικός στη δεδομένη περίπτωση ως προς τις συνέπειες της καθυστέρησης αφού οι όροι “άδικον ή καταπιεστικόν μέτρον”, που είναι το ζητούμενο, είναι ευρείς.

Ευθέως σχετική ως προς το άρθρο 10(3)(β) είναι βεβαίως και η Αγγλική νομολογία, καθ΄όσον το σχετικό άρθρο 8(3)(b) του Fugitive Offenders Act 1967 είναι ακριβώς το ίδιο όπως το δικό μας άρθρο 10(3)(β), στην οποία το πράγμα τίθεται έτσι και εξειδικεύεται περαιτέρω. Στην Kakis v. Government of the Republic of Cyprus [1978] 2 Αll Ε.R 634, το House of Lords (διαφωνούντος του Lord Keith) αποφάσισε ότι υπήρχαν περιστάσεις που δικαιολογούσαν εφαρμογή του άρθρου 8(3)(b) και μάλιστα λαμβάνοντας υπ΄όψη παράγοντες που αφορούσαν το δίκαιο της δίκης αυτής καθ’αυτής. Επεξηγώντας τους όρους “unjust and oppressive”, ο Lord Diplock είπε (σελίδες 638-639):

“‘Unjust’ I regard as directed primarily to the risk of prejudice to the accused in the conduct of the trial itself, ‘oppressive’ as directed to hardship to the accused resulting from changes in his circumstances that have occurred during the period to be taken into consideration; but there is room for overlapping, and between them they would cover all cases where to return him would not be fair. Delay in the commencement or conduct of extradition proceedings which is brought about by the accused himself by fleeing the country, concealing his whereabouts or evading arrest cannot, in my view, be relied on as a ground for holding it to be either unjust or oppressive to return him. Any difficulties that he may encounter in the conduct of his defence in consequence of delay due to such causes are of his own choice and making. Save in most exceptional circumstances it would be neither unjust nor oppressive that he should be required to accept them.

[*1640]

As respects delay which is not brought about by the acts of the accused himself, however, the question of where responsibility lies for the delay is not generally relevant.  What matters is not so much the cause of such delay as its effect;   or, rather, the effects of those events which would not have happened before the trial of the accused if it had taken place with ordinary promptitude. So where the application for discharge under s 8(3) is based on the ‘passage of time’ under para (b) and not on absence of good faith under para (c), the court is not normally concerned with what could be an invidious task of considering whether there inaction of the requisitioning government or its prosecuting authorities which resulted in delay was blameworthy or otherwise.”

Ο Lord Russell, συμφωνώντας με την απόφαση του Lord Diplock, πρόσθεσε (σ. 641):

“It is not merely a question whether the length of the time passed would make it unjust or oppressive to return the fugitive.  Regard must be had to all the circumstances.  Those circumstances are not restricted to circumstances from which the passage of time resulted. They include circumstances taking place during the passage of time which may (as I think here) give to the particular passage of time a quality or significance leading to a conclusion that return would be unjust or oppressive.”

Και ο Lord Scarman, επίσης συμφωνώντας με την απόφαση του Lord Diplock, πρόσθεσε (σ. 645):

“It is not permissible, in my judgment, to consider the passage of time divorced from the course of events which it allows to develop.  For the purposes of this jurisdiction, time is not an abstraction but the necessary cradle of events, the impact of which on the applicant has to be assessed.”

O Lord Edmund-Davies επίσης συμφώνησε με την απόφαση του Lord Diplock αν και είχε ακόμα πιο αυστηρή άποψη ως προς καθυστέρηση που δεν οφείλεται στον Αιτητή.  Όπως είπε (σ. 640):

“..... the answer to the question of where responsibility lies for the delay may well have a direct bearing on the issues of injustice and oppression. Thus, the fact that the requesting government is shown [*1641]to have been inexcusably dilatory in taking steps to bring the fugitive to justice may serve to establish both the injustice and the oppressiveness of making an order for his return, whereas the issue might be left in some doubt, if the only known fact related to the extent of the passage of time, …..”

Ήταν αυτή η διαφορά έμφασης που επεξηγήθη ως μόνο φαινομενική στην υπόθεση In Re Osman (No 4) [1992] 1 All E.R. 579 από τον Woolf, L.J. (ως ήτο τότε).  Αναφερόμενος στο ανωτέρω παρατεθέν απόσπασμα από την απόφαση του Lord Diplock, είπε (σ. 587):

“In this passage from his speech in Kakis’s case it could, at first sight, appear that Lord Diplock did not regard culpability on the part of the requesting state as being relevant. However I would draw attention to the fact that the remarks of Lord Diplock are preceded by the word ‘generally’ at one stage and, at another, by the word ‘normally’ If Lord Diplock had intended to indicate that the culpability of the requesting state was not a material matter then this, as I understand it, would be inconsistent with the approach which the House of Lords adopted in Narang’s case.

However, I do not regard Lord Diplock as intending to adopt a different approach. He was indicating that if the applicant has brought the delay upon himself by his own acts then that delay was not generally relevant;  but if, on the other hand, it was a situation where, as a result of the passage of time (not brought about by the applicant), injustice or oppression resulted then irrespective of whether the requesting state was or was not blameworthy the applicant would be entitled to be discharged.  Lord Diplock was not suggesting that, in a case which was close to the borderline as to whether or not the applicant was entitled to be discharged, the fact that the requesting state had been guilty of culpable delay was not a matter which the court was entitled to take into consideration.”

Πρωταρχικής σημασίας λοιπόν είναι το ερώτημα ποίος ευθύνεται για την καθυστέρηση.  Αν ευθύνεται ο Αιτητής, δεν μπορεί κατά κανόνα να την επικαλείται.  Αυτή ήταν η περίπτωση στην In Re Νικολαΐδη στην οποία εκρίθη ότι, καθ΄όσον η καθυστέρηση, αν και μεγάλη, οφείλετο αποκλειστικά σε υπαιτιότητα του Αιτητή, αυτή δεν μπορούσε να επενεργήσει προς όφελος του.  Ομοίως και στην In Re Γεωργίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 814, όπου εκρίθη ότι, όχι μόνο η περίοδος για την οποία εγίνετο λόγος δεν ήταν μακρά ώστε να δικαιολογούσε εφαρμογή του άρθρου 10(3)(β), αλλά και ότι αυτή οφείλετο και [*1642]στην προσπάθεια του ίδιου του Αιτητή να αποφύγει την έκδοση.  Αν η καθυστέρηση δεν οφείλεται στον Αιτητή θα πρέπει να εξετασθούν η έκταση και οι συνέπειες της για τον Αιτητή, περιλαμβανομένων των εν των μεταξύ διαμορφωθεισών καταστάσεων του και των εύλογων προσδοκιών του, θα ήταν δε ασφαλώς επιβαρυντικό για τη χώρα η οποία αιτείται την έκδοση αν η καθυστέρηση οφείλετο στην ίδια.  Ο χρόνος αυτός καθ΄αυτός βεβαίως δεν είναι αποφασιστικό κριτήριο.  Όπως το έθεσε ο Νικολάου, Δ., στην υπόθεση In Re Καρπένκο (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 989, σελίδες 995-996:

 

“Η πάροδος χρόνου, ακόμα και μακρού, δεν είναι αφ΄εαυτής λόγος για μη έκδοση φυγοδίκου. Θα συνιστούσε λόγο μόνο εφόσον, καθώς αναφέρεται στο άρθρο 10(3)(β) του Ν. 97/1970, “θα απετέλει, λαμβανομένων υπ΄όψιν απασών των περιστάσεων, άδικον ή καταπιεστικόν μέτρον.”. Κατά την κρίση μου δεν συντρέχουν εδώ περιστάσεις με τέτοια επενέργεια.”

Στην υπόθεση εκείνη τα αδικήματα διαπράχθησαν το 1993 και το ένταλμα σύλληψης του Αιτητή εξεδόθη ένα χρόνο μετά.  Εκρίθη ότι δεν υπήρξε τέτοια καθυστέρηση στη διερεύνηση και τροχιοδρόμηση της σύλληψης και έκδοσης του Αιτητή, που ήταν το χρονικό διάστημα ως προς το οποίο είχε υποβληθεί εισήγηση για εφαρμογή του άρθρου 10(3)(β) (η εισήγηση δεν επεκτείνετο στο χρόνο που ακολούθησε μέχρι την εν λόγω απόφαση), που να δικαιολογούσε εφαρμογή του άρθρου 10(3)(β).

Ούτε και στην In Re Wehbe, ανωτέρω, εκρίθη ότι το διάστημα του ενός και πλέον έτους που διέρρευσε μεταξύ της διάπραξης των αδικημάτων και της έναρξης της διαδικασίας έκδοσης ήταν αδικαιολόγητα μακρύ για να είχε εφαρμογή το άρθρο 10(3)(β).

Απεναντίας, στην Kakis, ανωτέρω, εκρίθη ότι οι αλλαγές που μεσολάβησαν ως προς τις συνθήκες ζωής του Αιτητή και των ανάλογων εύλογων προσδοκιών του δικαιολογούσαν εφαρμογή του άρθρου 8(3)b) έστω και αν το αδίκημα ήταν το σοβαρότατο αδίκημα του φόνου.

Αφετηρία για την εξέταση στην προκειμένη υπόθεση των αρχών της νομολογίας που διέπουν την εφαρμογή του άρθρου 10(3)(β) είναι, βεβαίως, η δεδομένη και πολύ μακρά καθυστέρηση εκ μέρους των Ιταλικών αρχών να αιτηθούν την έκδοση του Αιτητή. Για την καθυστέρηση αυτή, για την οποία δεν ευθύνεται ο Αιτητής, δεν έχουν δοθεί εξηγήσεις. Αν και δεν υπάρχουν στοιχεία που να καταδεικνύουν ότι, ως εκ της καθυστέρησης, ο Αιτητής ενδεχομένως να [*1643]επηρεασθεί στην υπεράσπιση του ενώπιον των Ιταλικών δικαστηρίων αν εκδοθεί, χωρίς όμως να διαφεύγει συγχρόνως και το ότι η δίκη του θα μπορεί να αρχίσει τουλάχιστον πέντε ολόκληρα χρόνια μετά από το αδίκημα, το γεγονός παραμένει ότι οι Ιταλικές αρχές, για λόγους που το Δικαστήριο δεν γνωρίζει, ούτε βεβαίως μπορεί να υποθέτει, και που μόνο οι ίδιες θα μπορούσαν να είχαν δώσει εξηγήσεις, καθυστέρησαν πέρα από κάθε χρόνο που θα αναμένετο να ήταν εύλογος υπό τις περιστάσεις να προχωρήσουν στην έκδοση εντάλματος συλλήψεως του Αιτητή και στην υποβολή αιτήματος προς έκδοση του.  Στην καθυστέρηση αυτή προστίθεται και η περαιτέρω καθυστέρηση που προεκλήθη ως εκ της αναποτελεσματικότητας της προηγούμενης διαδικασίας που απέληξε στην απόσυρση της πρώτης αίτησης για έκδοση.  Η διαδικασία εκείνη, αν και όπως διαπιστώθη δεν ήταν καταχρηστική, εν τούτοις επιβάρυνε χρονικά την ήδη βεβαρυμένη με καθυστέρηση διαγωγή των Ιταλικών αρχών και υπέβαλε τον Αιτητή σε επιπρόσθετο άγχος, ταλαιπωρία και δαπάνη.  Εξ άλλου, στο χρόνο των 4-5 ετών από την ισχυριζόμενη διάπραξη του αδικήματος ο Αιτητής, ο οποίος είναι νυμφευμένος με Κυπρία και κατοικεί και εργάζεται στην Κύπρο, ασφαλώς έχει δημιουργήσει και επενδύσει σε ένα τρόπο οικογενειακής ζωής και εργασίας χωρίς, μέχρι τον Αύγουστο του 2003, την προοπτική της έκδοσης του στην Ιταλία. Υπό αυτές τις περιστάσεις, για να μην αναφέρω και το ότι η κατ’ ισχυρισμό συμμετοχή του Αιτητή στο αδίκημα για το οποίο ζητείται η έκδοση του δεν φαίνεται να ήταν πρωταρχικής σημασίας, φρονώ ότι η έκδοση του όντως θα συνιστούσε άδικο και καταπιεστικό μέτρο.  Διατάσσεται ως εκ τούτου η αποφυλάκιση του Αιτητή για το λόγο ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 10(3)(β).

Η αίτηση γίνεται δεκτή. Εκδίδεται διαταγή ως ανωτέρω.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο