Κυπριακό Διυλιστήριο Πετρελαίου Λτδ (Αρ. 3) (2004) 1 ΑΑΔ 1676

(2004) 1 ΑΑΔ 1676

[*1676]19 Οκτωβρίου, 2004

[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ)

ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΔΙΥΛΙΣΤΗΡΙΟΥ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ ΛΤΔ (ΑΡ. 3) ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΝΤΑΛΜΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΔΙΥΛΙΣΤΗΡΙΟΥ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ ΛΤΔ (ΑΡ. 3) ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΝΤΑΛΜΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ PROHIBITION,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΣΤΙΣ 17.5.2004 ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 18/2004.

(Αίτηση Αρ. 123/2004)

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari και Prohibition ― Απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών με την οποία απορρίφθηκε αίτημα των αιτητών για την εξαίρεση της Προέδρου από εκδίκαση υπόθεσης ― Ακυρώθηκε με Certiorari και απαγορεύθηκε με Prohibition η εκδίκαση της υπόθεσης υπό την προεδρία της Προέδρου, λόγω της δημιουργίας εντύπωσης ύπαρξης πιθανότητας προκατάληψης.

Προνομιακά εντάλματα ― Διαδικασία ― Υπόκειται στους δικονομικούς κανόνες που διέπουν την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων στην Αγγλία που είναι η Διαταγή 53, Θεσμοί 1-14 των Θεσμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας του 1965 (Rules of the Supreme Court 1965) που αντιστοιχεί με τη Δ.59, Θεσμοί 3-8 των Θεσμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας του 1883 (Rules of the Supreme Court 1883) ― Οι Κυπριακοί Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας, δεν ακολουθούνται.

[*1677]Προνομιακά εντάλματα ―  Δεδικασμένο ―  Κατά πόσο η απόρριψη αίτησης για έκδοση Certiorari και Prohibition για λόγους παρατυπίας δημιουργούσε δεδικασμένο αναφορικά με την προώθηση νέας αίτησης για έκδοση των εν λόγω προνομιακών ενταλμάτων.

Δικαστές ―  Εξαίρεση Δικαστού από εκδίκαση υπόθεσης ― Εφαρμοστέο κριτήριο.

Ο Γενικός Διευθυντής (ο Γενικός Διευθυντής) του Κυπριακού Διυλιστηρίου Πετρελαιοειδών Λτδ (οι αιτητές), καταχώρησε την υπ’ αρ. 18/2004 αίτηση ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών (το Δικαστήριο) αξιώνοντας, μεταξύ άλλων, αποζημιώσεις για τον παράνομο τερματισμό απασχόλησής του από τους αιτητές.

Οι αιτητές ήγειραν ένσταση στη συμμετοχή της Προέδρου του Δικαστηρίου, επειδή ο Γενικός Διευθυντής διετέλεσε για χρονικό διάστημα Πάρεδρος του Δικαστηρίου του οποίου προήδρευε η Πρόεδρος και μάλιστα παρεκάθησε σε αριθμό υποθέσεων με αυτή.  Το Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση στις 17.5.2004.

Οι αιτητές καταχώρησαν μονομερή αίτηση την υπ’ αρ. 63/2004 για άδεια καταχώρησης αίτησης Certiorari προς ακύρωση της απόφασης του Δικαστηρίου στην αίτηση υπ’ αρ. 18/2004, η οποία και ενεκρίθη.

Ακολούθως οι αιτητές καταχώρησαν την υπ’ αρ. 71/2004 αίτηση.  Ο Γενικός Διευθυντής καταχώρησε ένσταση υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι η αίτηση υπ’ αρ. 63/2004 ήταν παράτυπη και/ή στην ουσία δεν είχε καταχωρηθεί μονομερής αίτηση που να ζητά άδεια για την καταχώρηση αίτησης με κλήση.  Ο Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου που επιλήφθηκε της αίτησης, αποδέχθηκε την ένσταση και απέρριψε την αίτηση 71/2004 με έξοδα.

Οι αιτητές καταχώρησαν την υπ’ αρ. 115/2004 αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήρο με το ίδιο Αιτητικό όπως και στην αίτηση υπ’ αρ. 63/2004. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι οι αιτητές είχαν θεμελιώσει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση ώστε να δικαιολογείται η χορήγηση των αδειών για καταχώρηση αιτήσεων Certiorari και Prohibition, οι οποίες και χορηγήθηκαν.  Διατάχθηκε επίσης αναστολή της ισχύος της απόφασης του Δικαστηρίου ημερ. 17.5.2004 και δοθηκαν οδηγίες για καταχώρηση αίτησης και ένστασης.

Οι αιτητές καταχώρησαν την παρούσα αίτηση υπ’ αρ. 123/2004 με την οποία ζητούν την έκδοση ενταλμάτων Certiorari και Prohibition εναντίον της απόφασης του Δικαστηρίου που εκδόθηκε στις 17.5.2004 [*1678]στην υπόθεση υπ’ αρ. 18/2004.

Ο λόγος για τον οποίο ζητούνται οι αιτούμενες θεραπείες είναι ότι “υπάρχει αντικειμενική και/ή δικαιολογημένη εντύπωση ύπαρξης πιθανότητας προκατάληψης στο νου του μέσου εχέφρονα πολίτη, δηλαδή εξ αντικειμένου κώλυμα στη συμμετοχή της Δικαστού στη σύνθεση του Δικαστηρίου” στην υπόθεση 18/2004.  Ισχυρίσθηκαν ότι η πιο πάνω εντύπωση προέκυπτε από το γεγονός ότι ο Γενικός Διευθυντής ήταν εν ενεργεία Πάρεδρος του Δικαστηρίου από 2.12.1999 μέχρι 1.12.2003, με την τελευταία απόφαση του Δικαστηρίου, στο οποίο συμμετείχε με τη Δικαστή να εκδίδεται στις 22.9.2003, ο δε επίδικος τερματισμός της απασχόλησής του να γίνεται στις 26.11.2003.

Ο Γενικός Διευθυντής καταχώρησε ένσταση με την οποία εζητείτο η απόρριψη της αίτησης. Υποστήριξε ότι οι αιτητές παρέλειψαν να επιδιώξουν τη θεραπεία της παρατυπίας της αίτησης 63/2004 υποβάλλοντας σχετική αίτηση με βάση τη Δ.64 των Κυπριακών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας (Civil Procedure Rules), με αποτέλεσμα η τελική απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία λόγω παρατυπίας, απορρίφθηκε η αίτηση υπ’ αρ. 71/2004, να συνιστά δεδικασμένο ώστε να μη μπορεί να προωθηθεί η παρούσα αίτηση.  Υποστήριξε επίσης ότι, εν πάση περιπτώσει, η απόφαση της 17.5.2004 ότι η Δικαστής δεν είναι εξαιρετέα στη βάση της αρχής του αμερόληπτου (rule against bias), είναι ορθή.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Σε διαδικασία έκδοσης προνομιακών διαταγμάτων δεν ακολουθούνται οι Κυπριακοί Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας.  Επομένως, ο δικηγόρος των αιτητών δεν είχε τη δυνατότητα να κινηθεί στη βάση της Δ.64 για να θεραπεύσει την παρατυπία, ώστε να εγείρεται το ζήτημα κατά πόσο, ως εκ της παράλειψης του, η απόφαση στην αίτηση 71/2004 δημιουργούσε δεδικασμένο.

2.  Δεν δημιουργήθηκε όμως δεδικασμένο ούτε ανεξάρτητα από τη θέση του δικηγόρου του Γενικού Διευθυντή σε σχέση με τη Δ.64.  Και τούτο διότι η αίτηση υπ’ αρ. 71/2004 απορρίφθηκε λόγω παρατυπίας (formal defect) στην υποβολή της υπ’ αρ. 63/2004 αίτησης.

3.  Σύμφωνα με τη νομολογία το κριτήριο για εξαίρεση Δικαστή είναι: κατά πόσο, σε συγκεκριμένη περίπτωση, ως εκ της συμμετοχής συγκεκριμένου Δικαστή στη διαδικασία, δημιουργείται δικαιολογημένη εντύπωση ύπαρξης πιθανότητας προκατάληψης από το Δικαστή στο νου του μέσου εχέφρονα πολίτη, εφόσον γνωρίζει τα γεγονότα.  Εικασίες και καχυποψίες μόνο δεν είναι αρκετές.

[*1679]       Στη προκείμενη περίπτωση, ως έχουν τα γεγονότα, η συμμετοχή της Δικαστού στην εκδίκαση της υπ’ αρ. 18/2004 αίτησης του Γενικού Διευθυντή, όντως δημιουργεί στο νου του μέσου εχέφρονα πολίτη, εφόσον γνωρίζει τα γεγονότα, τη δικαιολογημένη εντύπωση ύπαρξης πιθανότητας προκατάληψης από τη Δικαστή υπέρ του Γενικού Διευθυντή.

Ως αποτέλεσμα η επίδικη απόφαση του Δικαστηρίου της 17.5.2004 ακυρώνεται στο δε Δικαστήριο απαγορεύεται να προχωρήσει στην εκδίκαση της υπ’ αρ. 18/2004 αίτησης υπό την προεδρία της Δικαστού κας Μόσχως Ζαμπακίδου Μουρτουβάνη. Η αίτηση να εκδικαστεί υπό την προεδρία άλλου Δικαστή του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών.

Η αίτηση επιτράπηκε με έξοδα εις βάρος του Γενικού Διευθυντή-αιτητή στην υπ’ αρ. 18/2004 αίτηση ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Γεωργιάδης, Πολιτική Έφεση Αρ. 11239, ημερ. 27.9.2002,

Τράπεζα Κύπρου Λτδ (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 1010.

Αίτηση.

Αίτηση από τους αιτητές για άδεια καταχώρισης αίτησης για έκδοση διατάγματος Certiorari προς ακύρωση της ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Λάρνακας ημερ. 17/5/04 στην Υπόθεση Αρ. 18/2004 απέρριψε την ένστασή τους ημερ. 3/5/04 για ύπαρξη κωλύματος της Προέδρου του Δικαστηρίου να συμμετάσχει στην εκδίκαση της Υπ’ Αρ. 18/04 με την οποία ο αιτητής στην υπόθεση αξίωνε από αυτούς αποζημιώσεις για παράνομο τερματισμό της απασχόλησής του και δεδουλευμέους μισθούς επειδή αυτός υπήρξε Πάρεδρος για χρονικό διάστημα του ιδίου Δικαστηρίου καθώς και αίτηση για άδεια έκδοσης διατάγματος prohibition με το οποίο να απαγορεύεται στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών - υπό την προεδρία της Δικαστού κας Μόσχως Ζαμπακίδου Μουρτουβάνη - να προχωρήσει με την εκδίκαση της Υπόθεσης Αρ. 18/2004 που εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών.

Π. Πολυβίου, για τους Αιτητές.

Χ. Κυριακίδης, για το Γ. Λάμπρου, Γενικό Διευθυντή των Αι[*1680]τητών.

Cur. adv. vult.

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Την 1.1.1998 ο κ. Γεώργιος Λάμπρου, από τη Λάρνακα, διορίστηκε Γενικός Διευθυντής (ο Γενικός Διευθυντής) του Κυπριακού Διυλιστηρίου Πετρελαιοειδών Λτδ (οι αιτητές). Με απόφασή τους, ημερομηνίας 25.11.2003, οι αιτητές τερμάτισαν την υπηρεσία του Γενικού Διευθυντή. Στις 12.11.2004 ο Γενικός Διευθυντής καταχώρησε την υπ’ αρ. 18/2004 αίτηση ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών. Αξίωσε, μεταξύ άλλων, αποζημιώσεις για αδικαιολόγητο ή/και παράνομο τερματισμό απασχόλησης και δεδουλευμένους μισθούς. Στις 18.2.2004 οι αιτητές καταχώρησαν εμφάνιση/υπεράσπιση στην απαίτηση του Γενικού Διευθυντή.

Στις 3.5.2004 οι αιτητές, μέσω του δικηγόρου τους, ήγειραν “θέμα κωλύματος της Προέδρου κας Μόσχως Ζαμπακίδου Μουρτουβάνη” (η Πρόεδρος). Η ένσταση στη συμμετοχή της Προέδρου βασιζόταν στο ότι ο Γενικός Διευθυντής ήταν για χρονικό διάστημα Πάρεδρος του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, του οποίου προήδρευε η Πρόεδρος και, μάλιστα, παρακάθησε σε αριθμό υποθέσεων με την ίδια. Στις 17.5.2004 το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών απέρριψε την ένσταση. Έκρινε ότι “η συμμετοχή του αιτητή ως Παρέδρου στο παρελθόν, δε μπορεί να αποτελέσει λόγο επηρεασμού ή εξαίρεσης της Δικαστού σε μεταγενέστερη διαδικασία όπου παρουσιάζεται ως διάδικος”. Δηλώθηκε στην απόφαση ότι, με το Γενικό Διευθυντή ως Πάρεδρο, “εξόσων φαίνονται από τους φακέλους στους οποίους ανατρέξαμε, εκδίκασε η Δικαστής με πλήρη ακρόαση τέσσερις υποθέσεις για τις οποίες εκδόθηκαν αποφάσεις. Η τελευταία απόφαση εκδόθηκε στις 22.9.2003.”. Συνακόλουθα, η υπόθεση ορίστηκε για οδηγίες στις 2.6.2004.

Στις 18.5.2004 οι αιτητές καταχώρησαν την υπ’ αρ. 63/2004 αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο με την οποία ζητούσαν:

“(α) Άδεια για καταχώρηση αίτησης για την έκδοση εντάλματος Certiorari για παραπομπή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς ακύρωση της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών που εκδόθηκε στις 17.5.2004 στην Υπόθεση Αρ. 18/2004.

(β) Άδεια για καταχώρηση αίτησης για την έκδοση εντάλματος Prohibition με το οποίο να απαγορεύεται στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών – υπό την προεδρία της Δικαστού κας Μόσχως Ζαμπακίδου Μουρτουβάνη – να προχωρήσει με την εκδί[*1681]καση της παρούσας υπόθεσης.

(γ) Όπως η ισχύς της πιο πάνω απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών ημερ. 17.5.2004 ανασταλεί μέχρι αποπεράτωσης της παρούσας διαδικασίας ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου ή μέχρι νεώτερης διαταγής του Ανωτάτου Δικαστηρίου και όπως  δοθούν από το Ανώτατο Δικαστήριο όλες οι απαραίτητες οδηγίες.

(δ) Όπως όλα τα διαβήματα και διαδικασίες σε σχέση και/ή σε συνέχεια της πιο πάνω απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών ημερ. 17.5.2004 ανασταλούν μέχρι νεώτερης απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου.”

Με απόφασή του, ημερομηνίας 25.5.2004, συνάδελφος Δικαστής ενέκρινε την αίτηση και εξέδωσε σχετικό διάταγμα. Ταυτόχρονα, έδωσε οδηγίες για καταχώρηση αίτησης και ένστασης.

Ακολούθως, οι αιτητές καταχώρησαν την υπ’ αρ. 71/2004 αίτηση. Ο Γενικός Διευθυντής καταχώρησε ένσταση στην αίτηση προβάλλοντας, ως πρώτο λόγο, τη θέση ότι η μονομερής αίτηση για άδεια για καταχώρηση αίτησης με κλήση, δηλαδή η αίτηση 63/2004, ήταν παράτυπη ή/και στην ουσία δεν είχε καταχωρηθεί μονομερής αίτηση που να ζητά άδεια για την καταχώρηση αίτησης με κλήση ή/και δεν υπήρξε συμμόρφωση με τη Δ.53, θ.θ.1 έως 14 των Θεσμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας του 1965 (Rules of the Supreme Court 1965) που αντιστοιχεί με τη Δ.59, θ.θ.3 έως 8 των Θεσμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας του 1883. (Rules of the Supreme Court 1883).

Ο συνάδελφος Δικαστής, αφού ανέλυσε τη σχετική νομολογία, με απόφασή του ημερομηνίας 20.7.2004, αποδέχθηκε την ένσταση. Με αναφορά στην απόφαση της Ολομέλειας Δώρος Γεωργιάδης, Πολιτική Έφεση Αρ. 11239, 27.9.2002, έκρινε ότι, επειδή στην αίτηση 63/2004 δεν καταχωρήθηκε μονομερής αίτηση, αυτή ήταν παράτυπη και, γι’ αυτό το λόγο, δε θα μπορούσε να δοθεί η άδεια που δόθηκε στις 25.5.2004. Συνακόλουθα, απέρριψε την αίτηση 71/2004 με έξοδα.

Στις 22.7.2004 οι αιτητές καταχώρησαν την υπ’ αρ. 115/2004 αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο με το ίδιο Αιτητικό όπως και στην αίτηση υπ’ αρ. 63/2004. Αφού μελέτησα την αίτηση, την έκθεση, όπως και την ένορκο δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης, έκρινα ότι οι αιτητές είχαν θεμελιώσει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση ώστε να δικαιολογείται η χορήγηση των αδειών που ζητήθηκαν υπό [*1682](α) και (β), τις οποίες και χορήγησα. Ταυτόχρονα, ανέστειλα την ισχύ της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, ημερομηνίας 17.5.2004, μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου. Ανέστειλα, επίσης, όλα τα διαβήματα και διαδικασία σε σχέση και/ή σε συνέχεια της εν λόγω απόφασης. Ακολούθως, έδωσα οδηγίες για καταχώρηση αίτησης και ένστασης.

Στις 6.8.2004 οι αιτητές καταχώρησαν την παρούσα υπ΄ αρ. 123/2004 αίτηση με την οποία ζητούν “την έκδοση εντάλματος Certiorari για ακύρωση της Ενδιάμεσης Απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών που εκδόθηκε στις 17.5.2004 στην Υπόθεση Αρ. 18/2004 καθώς και την έκδοση εντάλματος Prohibition με το οποίο να απαγορεύεται στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών – υπό την προεδρία της Δικαστού κας Μόσχως Ζαμπακίδου Μουρτουβάνη – να προχωρήσει με την εκδίκαση της Υπόθεσης Αρ. 18/2004 που εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών – Λάρνακα – καθώς και οποιαδήποτε άλλη συναφή προς τα εντάλματα Certiorari και Prohibition θεραπεία και όλες τις δέουσες και συνεπακόλουθες οδηγίες τις οποίες το Σεβαστό Δικαστήριο θα θεωρήσει εύλογες και δίκαιες υπό τις περιστάσεις.”. Ζητούν, επίσης, όπως τα έξοδα της παρούσας αίτησης βαρύνουν το Γενικό Διευθυντή-αιτητή στην υπόθεση 18/2004 ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, Λάρνακα.

Ο λόγος για τον οποίο ζητούνται οι αιτούμενες θεραπείες είναι ότι, δοθέντος ότι ο Γενικός Διευθυντής ήταν εν ενεργεία Πάρεδρος του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών από τις 2.12.1999 μέχρι την 1.12.2003, με την τελευταία απόφαση του Δικαστηρίου, στο οποίο συμμετείχε με τη Δικαστή, να εκδίδεται στις 22.9.2003, ο δε επίδικος τερματισμός της απασχόλησής του να γίνεται στις 26.11.2003, “υπάρχει αντικειμενική και/ή δικαιολογημένη εντύπωση ύπαρξης πιθανότητας προκατάληψης στο νου του μέσου εχέφρονα πολίτη, δηλαδή εξ αντικειμένου κώλυμα στη συμμετοχή της Δικαστού στη σύνθεση του Δικαστηρίου” στην υπόθεση 18/2004.

Την 21.9.2004, ο Γενικός Διευθυντής καταχώρησε, μέσω του δικηγόρου του, ένσταση στην αίτηση. Σύμφωνα με το δικηγόρο του, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί διότι:

1.  Οι αιτητές, παρά το γεγονός ότι στην ένσταση, στην αίτηση υπ’ αρ. 71/2004, προβλήθηκε η θέση ότι η μονομερής αίτηση για άδεια για καταχώρηση αίτησης με κλήση, δηλαδή η αίτηση 63/2004, ήταν παράτυπη, και στην ουσία δεν είχε καταχωρηθεί μονομερής αίτηση για άδεια, παρέλειψαν να επιδιώξουν τη θε[*1683]ραπεία της παρατυπίας, υποβάλλοντας σχετική αίτηση με βάση τη Δ.64 των Κυπριακών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας (Civil Procedure Rules), με αποτέλεσμα η τελική απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία, λόγω της παρατυπίας, απορρίφθηκε η αίτηση υπ’ αρ. 71/2004, να συνιστά δεδικασμένο ώστε να μη μπορεί να προωθηθεί η παρούσα αίτηση.

 

2.  Η απόφαση στην αίτηση υπ’ αρ. 71/2004 αποτελεί, ούτως ή άλλως, δεδικασμένο ώστε, και πάλι, να μη μπορεί να προωθηθεί η παρούσα αίτηση. Και,

3.  Εν πάση περιπτώσει, η απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών της 17.5.2004 ότι, ως έχουν τα γεγονότα, η Δικαστής δεν είναι εξαιρετέα, στη βάση της αρχής του αμερόληπτου (rule against bias), είναι ορθή.

Η ένσταση δεν ευσταθεί.

Σύμφωνα με τη νομολογία, επειδή στην Κύπρο δεν έχουν εκδοθεί θεσμοί που να διέπουν τη διαδικασία έκδοσης προνομιακών διαταγμάτων, ακολουθούνται, ως ζήτημα πρακτικής, οι αντίστοιχοι Αγγλικοί θεσμοί, ήτοι η Δ.53, θ.θ.1 έως 14 των Θεσμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας του 1965 (Rules of the Supreme Court 1965) που αντιστοιχεί με τη Δ.59, θ.θ.3 έως 8 των Θεσμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας του 1883. (Rules of the Supreme Court 1883). Δεν ακολουθούνται, όμως, και οι Κυπριακοί Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας, ένας από τους οποίους είναι και η Δ.64. (Βλ. Τράπεζα Κύπρου Λτδ (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 1010, στη σελ. 1020 και Α.Ν. Λοϊζου, Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας (2001), σελ. 386). Δεν είχε, επομένως, ο δικηγόρος των αιτητών τη δυνατότητα να κινηθεί στη βάση της Δ.64, για να θεραπεύσει την παρατυπία, ώστε να εγείρεται το ζήτημα κατά πόσο, ως εκ της παράλειψής του, η απόφαση στην αίτηση 71/2004 δημιούργησε δεδικασμένο.

Δε δημιουργήθηκε, όμως, κατά την άποψή μου, δεδικασμένο ούτε ανεξάρτητα από τη θέση του δικηγόρου του Γενικού Διευθυντή σε σχέση με τη Δ.64. Και τούτο διότι η αίτηση υπ’ αρ. 71/2004 απορρίφθηκε λόγω παρατυπίας (formal defect) στην υποβολή της υπ΄ αρ. 63/2004 αίτησης, όπως εξήγησε ο συνάδελφος Δικαστής που της επιλήφθηκε. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από το Halsbury’s Laws of England , 4th Ed., Vol. 11, para 1562:

1562. Second application. When an application for an order of certiorari, prohibition or mandamus has been made, argued and [*1684]refused on the ground of defects in the case as disclosed in the affidavits supporting the application, the applicant may not make a second application for the same order on amended affidavits containing fresh material or showing that the defects which caused the refusal have been remedied. This rule applies whether the motion is made in a private capacity or by a law officer on public grounds. Where, however, there was a mere formal defect, such as that the affidavits were wrongly entitled in the first place, there may be a second application on affidavits amended in this respect.

(Υπογράμμιση δική μου.)

Όσον αφορά, τέλος, το κατά πόσο η επίδικη απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, περί του μη εξαιρετέου της Δικαστού, είναι ορθή ή όχι στην ουσία της, δε θεωρώ σκόπιμο να ανακεφαλαιώσω την επί του θέματος νομολογία. Ένα είναι το κριτήριο: κατά πόσο, σε συγκεκριμένη περίπτωση, ως εκ της συμμετοχής συγκεκριμένου Δικαστή στη διαδικασία, δημιουργείται δικαιολογημένη εντύπωση ύπαρξης πιθανότητας προκατάληψης από το Δικαστή στο νου του μέσου εχέφρονα πολίτη, εφόσον γνωρίζει τα γεγονότα. Εικασίες και καχυποψίες μόνο δεν είναι αρκετές.

Στην προκείμενη περίπτωση, έχω την άποψη ότι, ως έχουν τα γεγονότα, και δεν θα τα επαναλάβω, η συμμετοχή της Δικαστού στην εκδίκαση της υπ’ αρ. 18/2004 αίτησης του Γενικού Διευθυντή, όντως δημιουργεί στο νου του μέσου εχέφρονα πολίτη, εφόσον γνωρίζει τα γεγονότα, τη δικαιολογημένη εντύπωση ύπαρξης πιθανότητας προκατάληψης από τη Δικαστή υπέρ του Γενικού Διευθυντή.

Ως αποτέλεσμα, η επίδικη απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών της 17.5.2004 ακυρώνεται, στο δε Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών απαγορεύεται να προχωρήσει στην εκδίκαση της υπ’ αρ. 18/2004 αίτησης υπό την προεδρία της Δικαστού κας Μόσχως Ζαμπακίδου Μουρτουβάνη. Η αίτηση να εκδικαστεί υπό την προεδρία άλλου Δικαστή του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών.

Τα έξοδα της παρούσας αίτησης επιδικάζονται εις βάρος του Γενικού Διευθυντή-αιτητή στην υπ΄ αρ. 18/2004 αίτηση ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών.

Η αίτηση επιτρέπεται με έξοδα εις βάρος του Γενικού Διευθυντή-αιτητή στην υπ’ αρ. 18/2004 αίτηση ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο