Ahmed Jamil (2004) 1 ΑΑΔ 1752

(2004) 1 ΑΑΔ 1752

[*1752]22 Οκτωβρίου, 2004

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ JAMIL AHMED,

Αιτητής,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

1.   ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,

2.   ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

3.   ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

4.   ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΩΣ,

      ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Καθ΄ων η αίτηση.

(Αίτηση Αρ. 151/2004)

 

Προνομιακά εντάλματα ―  Habeas Corpus ―  Διατάγματα κράτησης και απέλασης ― Αίτηση για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus προς απελευθέρωση του αιτητή του οποίου το διάταγμα απέλασης αναστάληκε ενόψει της αίτησής του για πολιτικό άσυλο παρέμεινε, όμως, σε ισχύ το διάταγμα κράτησής του ―  Απόρριψη αίτησης λόγω μη δυνατότητας άσκησης δικαστικού ελέγχου της νομιμότητας κράτησης για σκοπούς απέλασης με ένταλμα Habeas Corpus.

Αλλοδαποί ―  Διάταγμα κράτησης και απέλασης ― Τα Άρθρα 11.5 και 11.6 του Συντάγματος δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση που καλύπτεται από το Άρθρο 11.2(στ) του Συντάγματος, σε σχέση με κράτηση αλλοδαπού για σκοπούς απέλασης ή έκδοσης.

Αλλοδαποί ―  Κράτηση αλλοδαπού που έχει υποβάλει αίτημα για την παροχή πολιτικού ασύλου ―  Απαγορεύεται ρητά από το Άρθρο 7(4) των περί Προσφύγων Νόμων 2000-2004 (Ν. 6(Ι)/2000, όπως τροποποιήθηκε) η κράτηση αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή ασύλου.

Διοικητικό Δίκαιο ―  Ανάκληση διοικητικής πράξης ―  Αναστολή εκτέλεσης διατάγματος απέλασης ―  Αν δεν έχει χρονικό προσδιορισμό, είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι ισοδυναμεί με ανάκληση.

Ο αιτητής ήλθε στη χώρα μας στις 22.9.97 και του χορηγήθηκε άδεια παραμονής ως φοιτητή μέχρι τις 30.7.99.  Διέκοψε όμως τη φοί[*1753]τησή του και, αφού παρέμεινε παράνομα στη Δημοκρατία, στις 11.10.00 επέστρεψε στη χώρα του.

Στις 12.2.01 επανήλθε ως επισκέπτης.  Μετά από παραστάσεις του ιδίου και του κολλεγίου όπου φοιτούσε, λήφθηκαν υπόψη διαβεβαιώσεις πως η διακοπή της φοίτησής του οφειλόταν σε ασθένεια του πατέρα του και σε οικονομικές δυσκολίες και του επετράπη να συνεχίσει τη φοίτησή του, αφού του είχε χορηγηθεί άδεια παραμονής μέχρι τις 30.6.03. Δε ανανέωσε την εγγραφή του για το εαρινό τετράμηνο του 2003, και στις 12.6.03 κηρύχθηκε αναζητούμενος. Στις 30.7.04, μετά από δεκατετράμηνη παράνομη παραμονή του εντοπίστηκε από τις αρχές και εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα απέλασής του ως απαγορευμένου μετανάστη και κράτησής του μέχρι την απέλασή του.  Στις 31.7.04 υπέβαλε αίτηση πολιτικού ασύλου και η εκτέλεση του διατάγματος απέλασης του ανεστάλη μέχρι την εξέταση της αίτησης για πολιτικό άσυλο.

Στις 14.9.04 λήφθηκε απόφαση για απόρριψη του αιτήματος για πολιτικό άσυλο και διατηρήθηκε η ίδια κατάσταση πραγμάτων μέχρι την εκδίκαση διοικητικής προσφυγής που ο αιτητής άσκησε εναντίον της απόρριψης της αίτησής του για πολιτικό άσυλο.

Ο αιτητής υπέβαλε την παρούσα αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus με στόχο την απελευθέρωσή του υποστηρίζοντας ότι το διάταγμα κράτησής του εκδόθηκε παράνομα.  Τα επιχειρήματα του αιτητή συνοψίζονται ως ακολούθως:

1) Από τη στιγμή της υποβολής αίτησης για άσυλο δεν ήταν νόμιμη η διατήρηση σε ισχύ του διατάγματος απέλασης και η κράτηση του αιτητή.  Επικαλέσθηκε, προς υποστήριξη αυτού του επιχειρήματος, τα Άρθρα 7(4)(α) και 18(6) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν.6(Ι)/00 όπως τροποποιήθηκε) και το Άρθρο 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105 όπως τροποποιήθηκε.

2) Ούτως ή άλλως θα πρέπει να θεωρηθεί ότι η αναστολή του διατάγματος απέλασης συνεπάγεται και αναστολή του διατάγματος κράτησης.

3) Το Κεφ. 105 στην έκταση που εξουσιοδοτεί την έκδοση του διατάγματος κράτησης, όπως το υπό συζήτηση διάταγμα, είναι αντίθετο προς το Άρθρο 11 του Συντάγματος.

Οι καθ’ ων η αίτηση υποστήριξαν πως το Άρθρο 7(4)(α) του περί Προσφύγων Νόμου δεν αναιρεί την εξουσία για έκδοση διαταγμάτων [*1754]κράτησης και απέλασης ούτε επηρεάζει αφ’ εαυτού την ισχύ τους αφού ό,τι απαγορεύει είναι μόνο την κράτηση του αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή ασύλου. Ενώ, στην προκείμενη περίπτωση, ο αιτητής κρατείται για άλλους λόγους, ενόψει δηλαδή διατάγματος απέλασης εκδοθέντος στη βάση της κήρυξής του ως απαγορευμένου μετανάστη.  Οπότε, η αίτηση για Habeas Corpus καθίσταται απαράδεκτη αφού, όπως κρίθηκε σε σειρά υποθέσεων, το διάταγμα απέλασης και το συναρτημένο προς αυτό διάταγμα κράτησης μπορεί να ελεγχθούν μόνο στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση και αποφάνθηκε ότι:

1.  Δεν έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει την παρούσα αίτηση, συμφωνώντας με την κατάληξη του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις υποθέσεις Sharif (2004) 1 Α.Α.Δ. 644, Elnajar (2004) 1 Α.Α.Δ. 675 και  Bondar (Αρ. 1) (2004) 1 Α.Α.Δ. 1652.  Η νομιμότητα του διατάγματος απέλασης και του διατάγματος κράτησης που εκδόθηκε ενόψει του, όπως εξηγήθηκε στη σειρά των υποθέσεων που αναφέρθηκαν, εμπίπτει στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

2.  Τα διατάγματα που εκδόθηκαν στην παρούσα περίπτωση δεν είχαν ως βάση την ιδιότητα του αιτητή ως αιτητή ασύλου, γι’ αυτό και η κράτηση του αιτητή δεν ήταν παράνομη, ως παραβαίνουσα το Άρθρο 7(4) του περί Προσφύγων Νόμου.

3.  Το επιχείρημα του αιτητή στην παράγραφο 3) ανωτέρω δεν ευσταθεί ενόψει των νομολογηθέντων στην υπόθεση Palmer alias Olugbile (2003) 1 Α.Α.Δ. 683.

Η αίτηση απορρίφθηκε. Δεν

εκδόθηκε διαταγή για έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Hassan (2004) 1 Α.Α.Δ. 648,

Ahmed (2004) 1 Α.Α.Δ. 670,

Khan (2004) 1 Α.Α.Δ. 1031,

Sharif (2004) 1 Α.Α.Δ. 644,

Elnajar (2004) 1 Α.Α.Δ. 675,

[*1755]Bondar (Αρ. 1) (2004) 1 Α.Α.Δ. 1652,

Πολιτίδη ν. Αστυνομίας (1999) 1 Α.Α.Δ. 1256,

Popa v. Δημοκρατίας, Αίτηση Αρ. 7/2000, ημερομηνίας 14.1.2000,

Sardasht, Αίτηση Αρ. 25/2003, ημερομηνίας 6.3.03,

Palmer Alias Al Monsol Babajide Olugbile (2003) 1 A.A.Δ. 683,

Nazar (2003) 1 A.A.Δ. 772,

Barqawi (2003) 1 A.A.Δ. 1417.

Αίτηση.

Αίτηση από τον αιτητή - αλλοδαπό, ο οποίος κρατείται δυνάμει διατάγματος κράτησης συναρτημένου προς διάταγμα απέλασης ημερ. 12/6/03 τα οποία εκδόθηκαν από το Λειτουργό Μετανάστευσης βάσει του Άρθρου 14 του Κεφ. 105 για έκδοση διατάγματος Habeas Corpus για άμεση απελευθέρωσή του λόγω παράνομης κράτησης του δεδομένου ότι υπέβαλε αίτηση πολιτικού ασύλου κατ’ επίκληση του Άρθρου 7(4)(α) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν.6(Ι)/00, όπως τροποποιήθηκε.

Γ. Ερωτοκρίτου, για τον Αιτητή.

Δ. Χρυσανδρέα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής αφίχθηκε στη Δημοκρατία στις 22.9.97. Δήλωσε ως σκοπό του τη φοίτησή του στο κολλέγιο Intercollege Λευκωσίας και του χορηγήθηκε άδεια παραμονής ως φοιτητή μέχρι τις 30.7.99.  Διέκοψε όμως τη φοίτησή του και, αφού παρέμεινε παράνομα στη Δημοκρατία, στις 11.10.00 επέστρεψε στη χώρα του.

Στις 12.2.01 επανήλθε και πέτυχε είσοδο στη Δημοκρατία ως επισκέπτης. Ακολούθησαν παραστάσεις του ιδίου και του Intercollege, λήφθηκαν υπόψη διαβεβαιώσεις πως η διακοπή της φοίτησής του οφειλόταν σε ασθένεια του πατέρα του και σε οικονομικές δυσκολίες και του επετράπη να συνεχίσει τη φοίτησή του.  Του χορηγήθηκε συναφώς άδεια παραμονής μέχρι τις 30.6.03.

[*1756]Τον Απρίλιο 2003 το Intercollege  πληροφόρησε αρμοδίως πως ο αιτητής δεν ανανέωσε την εγγραφή του για το εαρινό τετράμηνο του 2003 και αυτός, στις 12.6.03, κηρύχθηκε αναζητούμενος. Στις 30.7.04, δηλαδή μετά από δεκατετράμηνη παράνομη παραμονή του στη Δημοκρατία, ο αιτητής εντοπίστηκε όταν οι αρχές διεξήγαγαν επιχείρηση για εντοπισμό αλλοδαπών που παραμένουν παράνομα στη Δημοκρατία.  Την ίδια μέρα εκδόθηκαν διατάγματα απέλασής του ως απαγορευμένου μετανάστη και κράτησής του μέχρις ότου απελαθεί.

Στις 4 Αυγούστου 2004 ο δικηγόρος του αιτητή πληροφόρησε εγγράφως πως στις 31.7.04 ο αιτητής του ζήτησε και συμπλήρωσε αίτηση πολιτικού ασύλου επειδή στη χώρα του  “είχε σοβαρότατα προβλήματα τα οποία αφορούν τις πολιτικές και θρησκευτικές του πεποιθήσεις με αποτέλεσμα να μη καθίσταται δυνατή η επιστροφή του χωρίς κίνδυνο της ζωής του”.  Η κα Α. Σιακαλλή, Αν. Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ενημερώθηκε στις 13.8.04 και, όπως χειρογράφως σημείωσε στο διάταγμα απέλασης και εξήγησε ενόρκως ενώπιόν μου, αποφάσισε να μην ακυρώσει τα διατάγματα απέλασης και κράτησης αλλά να αναστείλει την εκτέλεση του διατάγματος απέλασης μέχρι να ενημερωθεί για το αποτέλεσμα της εξέτασης της αίτησης για πολιτικό άσυλο.

Στις 14.9.04 η Υπηρεσία Ασύλου της κοινοποίησε απόφαση για απόρριψη του αιτήματος για πολιτικό άσυλο και διατήρησε την ίδια κατάσταση πραγμάτων “για να μη εκδιωχθεί ο αιτητής από τη Δημοκρατία μέχρι τη συμπλήρωση της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης για άσυλο”.  Σημειώνω ότι ο αιτητής άσκησε εμπροθέσμως διοικητική προσφυγή προς την Αναθεωρητική Αρχή κατά της απόρριψης της αίτησής του για πολιτικό άσυλο.

Στις 17.9.04, με επιστολή του δικηγόρου του, ο αιτητής ζήτησε την άμεση απελευθέρωσή του θεωρώντας ότι “κρατείται παράνομα από τη στιγμή που είναι αιτητής ασύλου”.  Ακολούθησε η παρούσα αίτηση για την έκδοση εντάλματος της φύσης habeas corpus.

Κατά την αντεξέταση της κας Σιακαλλή, που δεν αφορούσε στα πιο πάνω, υποβλήθηκαν ερωτήσεις σε σχέση με τη γνωστοποίηση των διαταγμάτων απέλασης και κράτησης προς τον αιτητή.  Η κα Σιακαλλή δεν ήταν ενήμερη αλλά σημειώνω πως εν τέλει αυτό το ζήτημα δεν συναρτήθηκε προς τους λόγους που προωθήθηκαν ως επιβάλλοντες την απελευθέρωση του αιτητή. Ανεξάρτητα από οτιδήποτε άλλο, είναι δεκτό και από τον αιτητή πως στο μεταξύ έλαβε πλήρη γνώση τους αφού επισυνάπτονται στην ένσταση της Δημοκρατίας που του επιδόθηκε. Επομένως, όπως διευκρίνισε ο κ. Ερωτοκρίτου, τώρα [*1757]που είναι ο χρόνος εξέτασης της νομιμότητας της συνεχιζόμενης κράτησης, αναφέρθηκε στο θέμα μόνο σε σχέση με την προθεσμία για άσκηση προσφυγής κατά το Άρθρο 146 του Συντάγματος.  Θέμα, βεβαίως, που δεν μας αφορά εδώ.  Συνοψίζω τα επιχειρήματα του αιτητή:

1.  Από τη στιγμή της υποβολής αίτησης για άσυλο δεν ήταν νόμιμη η διατήρηση σε ισχύ του διατάγματος απέλασης και, πάντως, η κράτηση του αιτητή, ιδωμένη αυτοτελώς.  Αυτά, κατ΄επίκληση του άρθρου 7(4)(α) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 [Ν. 6(Ι)/00 όπως τροποποιήθηκε] σύμφωνα με το οποίο “απαγορεύεται η κράτηση του αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή ασύλου” και του άρθρου 18(6) του ίδιου Νόμου σύμφωνα με το οποίο “οι αποφάσεις της Υπηρεσίας Ασύλου δεν καθίστανται εκτελεστές πριν από την πάροδο της προθεσμίας για άσκηση διοικητικής προσφυγής και, σε περίπτωση άσκησης διοικητικής προσφυγής, πριν από την έκδοση της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής, περίπτωση κατά την οποία ο αιτητής δικαιούται να παραμείνει στη Δημοκρατία μέχρι την έκδοση της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής”. Με παράλληλη αναφορά στο άρθρο 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, όπως τροποποιήθηκε, σύμφωνα με το οποίο η εξουσία για έκδοση διατάγματος απέλασης και εν τω μεταξύ κράτησης παρέχεται “με την επιφύλαξη των διατάξεων του περί Προσφύγων Νόμου”.

2.  Ούτως ή άλλως, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι η αναστολή του διατάγματος απέλασης συνεπάγεται και αναστολή του διατάγματος κράτησης.  Οπότε, η από τότε περαιτέρω κράτηση εστερείτο νόμιμου ερείσματος. Επικαλέστηκε επ’ αυτού τις αποφάσεις των δικαστών Χατζηχαμπή, Κραμβή και Ηλιάδη στις υποθέσεις, Αναφορικά με την αίτηση του Muhammed Hassan (2004) 1 Α.Α.Δ. 648, Αναφορικά με την αίτηση του Bilal Ahmed (2004) 1 Α.Α.Δ. 670 και Αναφορικά με την Αίτηση του Soharab Hossain Khan (2004) 1 Α.Α.Δ. 1031.

3.  Το Κεφ. 105, στην έκταση που εξουσιοδοτεί την έκδοση του διατάγματος κράτησης ως το συζητούμενο, είναι αντίθετο προς το Άρθρο 11 του Συντάγματος, κατ’ εφαρμογήν του οποίου ο αιτητής θα έπρεπε να είχε προσαχθεί ενώπιον δικαστηρίου εντός 24 ωρών από τη σύλληψή του.

Οι καθ’ ων η αίτηση υπέδειξαν πως ο αιτητής κρατείται στη βάση διατάγματος κράτησης συναρτημένου προς διάταγμα απέλασης, τα οποία αυτονόμως δικαιούται να εκδώσει ο Λειτουργός Μετανάστευσης δυνάμει του άρθρου 14 του Κεφ. 105. Αναφέρθηκαν στο άρθρο 7(1) του περί Προσφύγων Νόμου με την εισήγηση πως η πρόνοιά του σύμφωνα με την οποία ο παρανόμως εισερχόμενος στη Δημοκρατία δεν υπόκειται σε τιμωρία λόγω μόνο της παράνομης εισόδου ή διαμονής του, νοουμένου ότι παρουσιάζεται, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στις αρχές και εκθέτει τους λόγους της παράνομης εισόδου ή διαμονής του.  Με την παρατήρηση πως ο αιτητής βρίσκεται εντελώς έξω από τις παραμέτρους αυτού του άρθρου αφού εισήλθε νόμιμα στη Δημοκρατία και, πάντως, κάθε άλλο παρά υπέβαλε αίτηση για άσυλο χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.  Σημειώνω συναφώς και την πρόνοια του άρθρου 8 του ίδιου Νόμου κατά το οποίο, σε αιτητή ο οποίος εισέρχεται στη Δημοκρατία, όπως αναφέρεται στο άρθρο 7, χορηγείται άδεια προσωρινής διαμονής που θα καλύπτει όλη την περίοδο μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της τελικής απόφασης αναφορικά με την αίτησή του για αναγνώρισή του ως πρόσφυγα.

Είναι η εισήγηση των καθ’ ων η αίτηση πως το άρθρο 7(4)(α) του περί Προσφύγων Νόμου δεν αναιρεί την εξουσία για έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης ούτε επηρεάζει αφ’ εαυτού την ισχύ τους αφού ό,τι απαγορεύει είναι μόνο την κράτηση του αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή ασύλου.  Ενώ, εν προκειμένω, ο αιτητής κρατείται για άλλους λόγους, ενόψει δηλαδή διατάγματος απέλασης εκδοθέντος στη βάση της κήρυξής του ως απαγορευμένου μετανάστη. Οπότε, η αίτηση για habeas corpus καθίσταται απαράδεκτη αφού, όπως κρίθηκε σε σειρά υποθέσεων*, το διάταγμα απέλασης και το συναρτημένο προς αυτό διάταγμα κράτησης μπορεί να ελεγχθούν μόνο στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Παρέπεμψε δε σε άλλη σειρά πρωτόδικων αποφάσεων, διαφορετικών κατά το σκεπτικό και την κατάληξη από τις τρεις που επικαλέστηκε ο αιτητής, σε σχέση με τις επιπτώσεις από την αναστολή της εκτέλεσης του διατάγματος απέλασης. Πρόκειται για τις αποφάσεις των δικαστών Γαβριηλίδη, Αρτέμη και Παπαδοπούλου στις υποθέσεις Αναφορικά με την αίτηση του Ali Sharif (2004) 1 Α.Α.Δ. 644, Αναφορικά με την αίτηση του Mohammed Saad Elnajar (2004) 1 [*1759]Α.Α.Δ. 675 και Αναφορικά με την αίτηση της Elena Bondar (Αρ. 1) (2004) 1 Α.Α.Δ. 1652Τελικά, επί του ζητήματος του Άρθρου 11 του Συντάγματος επικαλέστηκε την απόφασή μου στην Peter Jimmy Palmer (ανωτέρω).

Είναι σαφές πως ανεστάλη μόνο η εκτέλεση του διατάγματος απέλασης, για να παραμείνει στην Κύπρο ο αιτητής εκκρεμούσας της διαδικασίας εξέτασης της αίτησής του για άσυλο.  Δεν ανεστάλη, στοχευμένα βεβαίως, είτε το ίδιο το διάταγμα απέλασης είτε το διάταγμα κράτησης. Πρέπει να θεωρήσουμε πως κατ’ ανάγκην επέρχεται αναστολή και του διατάγματος κράτησης, ενόψει τέτοιας αναστολής;  Δεν μπορώ να συμφωνήσω με αυτή την προσέγγιση.  Η αναστολή εκτέλεσης διακρίνεται από την ανάκληση της διοικητικής πράξης.  Είναι βεβαίως δυνατό να θεωρηθεί ότι η χωρίς χρονικό προσδιορισμό αναστολή εκτέλεσης ισοδυναμεί με ανάκληση.  Αναφέρονται στο θέμα ο Παπαχατζής στο Σύστημα του ισχύοντος στην Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου 6η έκδοση σελ. 669 και ο Μιχ. Δ. Στασινόπουλος στο Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων – Ανατύπωση 1982 σελ. 387 με την επεξήγηση στο δεύτερο πως  “εις τον δικαστήν απόκειται να ανεύρη εκ τη τοιαύτη περί αναστολής εκτελέσεως πράξει πρόθεσιν προς ουσιαστικήν ανάκλησιν...”. Και εν προκειμένω, τα πράγματα δεν καταδεικνύουν ανάκληση.  Και δεν ήταν καν για ακαθόριστο χρόνο που αναστάληκε η εκτέλεση του διατάγματος απέλασης.  Εκδήλως αναστάληκε η εκτέλεσή του για το χρόνο που θα απαιτείτο, λαμβανομένων υπόψη και των προθεσμιών του Νόμου περί Προσφύγων, για τη συμπλήρωση της διαδικασίας της αίτησης για άσυλο με τη σαφή πρόθεση να παραμείνουν σε ισχύ το ίδιο το διάταγμα απέλασης και βεβαίως το διάταγμα κράτησης.

Συμφωνώ, επομένως, με την κατάληξη στις υποθέσεις Αli Sharif, Mohammed Saad Elnajar και Elena Bondar (Αρ. 1), (ανωτέρω). 

Τούτου δοθέντος, η περίπτωση εκφεύγει της δικαιοδοσίας μου στο πλαίσιο αίτησης για habeas corpus.  Η νομιμότητα του διατάγματος απέλασης και του διατάγματος κράτησης που εκδόθηκε ενόψει του, όπως εξηγήθηκε στη σειρά των υποθέσεων που αναφέρθηκαν, εμπίπτει στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

Λανθασμένη, όμως, θεωρώ και την αντίληψη που διατρέχει την εισήγηση του αιτητή πως, σε κάθε περίπτωση, ακόμα δηλαδή και στην περίπτωση αλλοδαπού που ενώ εισήλθε νόμιμα, παρέμενε παρανόμως στη Δημοκρατία αναζητούμενος, όπως ο αιτητής, εκ μόνης της υποβολής και της εξέτασης αίτησης ασύλου απαγορεύεται η κράτησή [*1760]του.  Το άρθρο 14 του Κεφ. 105 στο οποίο αναφέρθηκε ο αιτητής τελεί υπό την επιφύλαξη των προνοιών του περί Προσφύγων Νόμου, βεβαίως στην έκταση που αυτές το επηρεάζουν και το άρθρο 7(4) του περί Προσφύγων Νόμου το οποίο επικαλέστηκε ο αιτητής, δεν συνιστά πρόνοια η οποία, όπως την κατανοώ, άνευ ετέρου το επηρεάζει. Απαγορεύει την κράτηση αιτητή εκτός κατά τον τρόπο που εκεί ορίζεται, λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή ασύλου και τα διατάγματα που εκδόθηκαν δεν είχαν ως βάση αυτή την ιδιότητα του αιτητή.  Εκδόθηκαν για λόγους άλλους, μάλιστα πριν ο αιτητής υποβάλει καν αίτηση για άσυλο.

Απομένουν τα περί του Άρθρου 11 του Συντάγματος.  Όσα ανέφερα στην Peter Jimmy Palmer (ανωτέρω), σε σχέση με τα οποία δεν υπήρξε αντίλογος, είναι σχετικά. Αφορούσαν στο Άρθρο 11.6 του Συντάγματος αλλά εκτείνονται και στο Άρθρο 11.5 ως το υπόβαθρό του:

“Το Άρθρο 11.6 αφορά στη διαφορετική περίπτωση συλληφθέντος προσαχθησομένου ενώπιον του Δικαστηρίου και σημειώνω ως ευθέως σχετική την απόφαση του Στυλιανίδη, Δ., όπως ήταν τότε, στη Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 1) (1992) 1 Α.Α.Δ. 136, στην οποία ακριβώς εξηγήθηκε το ανεφάρμοστο του Άρθρου 11.6 σε ό,τι καλύπτεται από το Άρθρο 11.2(στ), στην περίπτωση εκείνη σε σχέση με κράτηση για σκοπούς έκδοσης. Κατά το Άρθρο 11.2(στ) του Συντάγματος, όταν και όπως ο νόμος ορίζει (βλ. σχετικά και το Άρθρο 32 του Συντάγματος), είναι επιτρεπτή η σύλληψη και η κράτηση αλλοδαπού “καθού εγένοντο ενέργειαι προς τον σκοπόν απέλασης ή έκδοσης”.  Προσθέτω και τις υποθέσεις Seyithan Kerem Dogan v. Αστυνομίας (1995) 1 Α.Α.Δ. 301 και Ιn re Uckac (1988) 1 A.A.Δ. 271, σε σχέση με τη διάρκεια της κράτησης, με τη διευκρίνιση, βεβαίως, πως δεν έχουν εγερθεί εδώ τα θέματα που εκεί απασχόλησαν.”

Η αίτηση απορρίπτεται.  Δεν θα εκδώσω διαταγή για έξοδα.

Η�αίτηση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο