Πίττας Χριστάκης ν. Unigoods Trading Company Ltd (2004) 1 ΑΑΔ 1761

(2004) 1 ΑΑΔ 1761

[*1761]25 Οκτωβρίου, 2004

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΠΙΤΤΑΣ,

Εφεσείων,

ν.

UNIGOODS TRADING COMPANY LTD,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11542)

 

Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση για παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε ερήμην ― Διακριτική εξουσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.17, θ.10 ― Ο αιτητής οφείλει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι έχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπεράσπιση και επίσης ότι η καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης για παραμερισμό, ήταν υπό τις περιστάσεις δικαιολογημένη.

Οι εφεσίβλητοι διεκδικούσαν με την αγωγή τους ποσό £26.566,00, το οποίο ο εφεσείων εισέπραξε από χρήματα της εταιρείας, όντας ένας από τους Διοικητικούς Συμβούλους και Διευθυντής της.

Στις 21.11.2000 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε απόφαση εναντίον του εφεσείοντος λόγω παράλειψής του να καταχωρήσει εμφάνιση στο ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα που του είχε επιδοθεί στις 21.9.2000.  Στις 11.2.2002 ο εφεσείων καταχώρησε αίτηση για παραμερισμό της απόφασης αποδίδοντας την παράλειψή του να εμφανισθεί στη διαδικασία σε ατυχή γεγονότα, που δεν είχαν σχέση προς το ενδιαφέρον του για την υπόθεση.  Προκειμένου δε να καταδείξει ότι έχει καλή υπεράσπιση επικαλέσθηκε την ύπαρξη προφορικής συμφωνίας στη βάση της οποίας εδικαιούτο να εισπράξει το αξιούμενο με την αγωγή ποσό για συμπλήρωση του μισθού του ως Διευθυντής.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση επειδή ο εφεσείων δεν ικανοποίησε το Δικαστήριο ότι είχε εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση στην αγωγή και σοβαρή και εύλογη αιτιολογία για την καθυστέρηση που σημειώθηκε μεταξύ της έκδοσης της απόφασης και της καταχώρησης της αίτησης παραμερισμού.

Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων ζήτησε την ακύρωση της από[*1762]φασης προσβάλλοντας ως εσφαλμένα τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι απέτυχε να αποδείξει εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση και ότι η συμπεριφορά του προσλαμβάνει μορφή καταφρόνησης της διαδικασίας και των δικαιωμάτων του αντιδίκου.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναζήτησε στοιχεία που να υποστήριζαν τον ισχυρισμό που πρόβαλε ο εφεσείων αναφορικά με την ύπαρξη καλής υπεράσπισης.  Όμως δεν υπήρχαν τέτοια στοιχεία και απέρριψε την ύπαρξη συζητήσιμης υπόθεσης.

2.  Η κατάληξη επίσης – ότι ο εφεσείων δεν έχει δώσει «επαρκή στήριξη στους ισχυρισμούς του» - είναι ορθή.

3.  Η εκτίμηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι τα γεγονότα που καλύπτουν την εκ μέρους του εφεσείοντος αντιμετώπιση της εναντίον του διαδικασίας κρινόμενα στο σύνολό τους καταδεικνύουν ότι αυτός επέδειξε κατά συρροή αδιαφορία, η οποία, υπό τις συνθήκες, προσλαμβάνει μορφή καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων του αντιδίκου, είναι ορθή.

4.  Ο λόγος έφεσης με τον οποίο ο εφεσείων διατυπώνει παράπονο ότι οι εφεσίβλητοι δεν απέδειξαν πλήρως την απαίτησή τους δεν μπορεί να συσχετισθεί με τις ανάγκες της αίτησης παραμερισμού και δεν θα απασχολήσει το Εφετείο.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Mine & Quarry Serv. Ltd v. Γεωργίου (1993) 1 Α.Α.Δ. 26.

Έφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας που δόθηκε στις 10/12/02 (Αρ. Αγωγής 3842/00) με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του ημερ. 11/2/02 για παραμερισμό της ερήμην του εκδοθείσας, στις 21/11/00, απόφασης λόγω παράλειψής του να καταχωρίσει εμφάνιση στο επιδοθέν σ’ αυτόν νομότυπα, στις 21/9/00, ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα.

Χρ. Κληρίδης, για τον Εφεσείοντα.

[*1763]Αλ. Τσιρίδης, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Στις 21/11/2000 εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων - εναγόντων και εναντίον του εφεσείοντος - εναγομένου, λόγω παράλειψης του τελευταίου να καταχωρίσει εμφάνιση στο νομότυπα επιδοθέν στις 21/9/2000 ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα.  Πρόκειται για κανονική απόφαση, ο παραμερισμός της οποίας μπορεί να επιτευχθεί μόνο στη βάση της Δ.17, θ.10, των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

Δεκατέσσερις, περίπου, μήνες αργότερα, στις 11/2/2002, ο εφεσείων ζήτησε από το Δικαστήριο τον παραμερισμό της απόφασης.  Η αίτησή του απορρίφθηκε, με αποτέλεσμα την καταχώριση της παρούσας έφεσης, με την οποία ζητείται η ακύρωση της απόφασης, για τους εξής λόγους:-

«Λόγος Έφεσης 1.

Το Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Εναγόμενος απέτυχε να αποδείξει εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση.

Λόγος Έφεσης 2.

Το Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ισχυρισμοί του Εναγόμενου δεν αληθεύουν και συνεπώς λανθασμένα θεώρησε ότι ο Εναγόμενος δεν έχει εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση.

Λόγος Έφεσης 3.

Η απόφαση του Δικαστηρίου να απορρίψει την αίτηση του Εναγομένου είναι λανθασμένη καθότι δεν εξέτασε κατά πόσο οι Ενάγοντες είχαν αποδείξει αρχικώς πλήρως την απαίτηση τους.

Λόγος Έφεσης 4.

Το Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι η συμπεριφορά του Εναγόμενου όσον αφορά την αντιμετώπιση της διαδικασίας προσλαμβάνει μορφή καταφρόνησης της διαδικασίας και των δικαιωμάτων του αντιδίκου.» 

Ο εφεσείων, την παράλειψή του να εμφανισθεί στη διαδικασία, [*1764]την απέδωσε σε ατυχή γεγονότα, ξένα με το ενδιαφέρον του για την υπόθεση.  Αμέσως, με την επίδοση σ’ αυτόν της αγωγής, υπέγραψε σχετική εξουσιοδότηση. κακή, όμως, συνεννόηση των υπαλλήλων του γραφείου του συνηγόρου του δεν επέτρεψε την καταχώριση του σημειώματος, προφανώς λόγω απώλειας της εξουσιοδότησης.  Υπέγραψε νέα εξουσιοδότηση, η οποία και πάλι, λόγω κακής συνεννόησης, δεν καταχωρήθηκε.  Στις 5/3/2001 ο συνήγορός του, επ’ ευκαιρία εμφάνισής του στο δικαστήριο σε άλλη αγωγή, διαπίστωσε την παράλειψη και έδρασε αμέσως.  Απέστειλε, την ίδια μέρα, σημείωμα εμφάνισης, το οποίο, όμως, επεστράφη από το Πρωτοκολλητείο στο τέλος Μαρτίου, με την ενημέρωση ότι είχε ήδη εκδοθεί απόφαση.  Ζητήθηκαν τα πρακτικά, για σκοπούς υποβολής αίτησης παραμερισμού, την οποία και καταχώρισε στις 28/6/2001.  Η αίτηση αυτή, λόγω μη έγκαιρης εμφάνισης του συνηγόρου, απορρίφθηκε στις 21/12/2001.  Ακολούθησε νέα, στις 11/2/2002, και είναι αυτή για την οποία παραπονείται ότι κακώς απορρίφθηκε. 

Η αγωγή των εφεσιβλήτων αφορούσε διεκδίκηση ποσού £26.566,00, το οποίο ο εφεσείων εισέπραξε από χρήματα της εταιρείας, όντας ένας από τους Διοικητικούς Συμβούλους και Διευθυντής της. 

Ο εφεσείων, προκειμένου να καταδείξει ότι έχει καλή υπεράσπιση, επικαλείται προφορική συμφωνία με την εταιρεία και τον κυριότερο μέτοχό της, στη βάση της οποίας εδικαιούτο να εισπράξει τα αξιούμενα από τους εφεσίβλητους ποσά, για να συμπληρώνεται ο μισθός του, που ήταν περίπου £13.000,00, και άλλα έξοδα που είχε ως Διευθυντής.  Ό,τι εισέπραξε, ισχυρίζεται το εισέπραξε νόμιμα, ως αντάλλαγμα μισθών και εξόδων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας τη θέση του εφεσείοντα, κατέληξε ως εξής:-

«Αναμφίβολα αν αληθεύουν οι ισχυρισμοί του ότι δεν οφείλει οποιοδήποτε ποσό αυτό θα ήταν μία καλή υπεράσπιση. ...  Θα ήταν αναμενόμενο και αποτελεί υποχρέωση του αιτητή με βάση το βάρος που φέρει, να παραθέσει λεπτομέρειες σχετικά με τα ποσά που εισέπραττε και τα έξοδα που αυτά κάλυπταν, ούτως ώστε να δώσει επαρκή στήριξη στους ισχυρισμούς του και να καλύψει, στο βαθμό που χρειάζεται για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, τη θέση του περί ύπαρξης προφορικής συμφωνίας και είσπραξης από τον ίδιο χρημάτων από τους ενάγοντες με βάση αυτή τη συμφωνία.  Ακόμα και η αναφορά του στο ύψος του καθαρού μισθού του καλύπτεται από αοριστία.»

[*1765]Εισηγείται ο εφεσείων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε ότι δεν καταδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση, καθότι λανθασμένα, στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας, θεώρησε ότι δεν αληθεύουν οι ισχυρισμοί του, όπως επίσης και ότι απαιτείτο να δοθούν λεπτομέρειες της εκδοχής του.

Η αναφορά του Δικαστηρίου ότι «... αν αληθεύουν οι ισχυρισμοί του ότι δεν οφείλει οποιοδήποτε ποσό αυτό θα ήταν μία καλή υπεράσπιση», δεν αποτελεί αξιολόγηση της μαρτυρίας και απόρριψη του ισχυρισμού.  Το Δικαστήριο, στη συνέχεια, αναζήτησε στοιχεία, που να υποστήριζαν αυτό τον ισχυρισμό. δεν υπήρχαν και απέρριψε την ύπαρξη συζητήσιμης υπόθεσης.

Η κατάληξη επίσης - ότι ο αιτητής (εφεσείων) δεν έχει δώσει «επαρκή στήριξη στους ισχυρισμούς του» - είναι ορθή. Σίγουρα δεν απαιτείτο ο εφεσείων να αποδείξει τον ισχυρισμό του για προφορική συμφωνία, αφού αυτό είναι ζήτημα της δίκης. Απαιτείτο, όμως, να θέσει στη διάθεση του Δικαστηρίου στοιχεία, που να υποστήριζαν τη θέση του ότι τα ποσά εισπράχθηκαν για να συμπληρωθεί ο μισθός του.  Δεν αρκούσε αναφορά ότι, τα όποια ποσά εισέπραξε, τα εισέπραξε για να συμπληρώνει το ποσό των £13.000,00, χωρίς περαιτέρω στοιχεία.

Για τον παράγοντα της αιτιολόγησης της οποιασδήποτε καθυστέρησης εναγομένου να αποταθεί στο δικαστήριο, στην υπόθεση Mine & Quarry Serv. Ltd ν. Γεωργίου (1993) 1 Α.Α.Δ. 26, επισημαίνεται ότι:- (σελ. 30)

«Η ανεξήγητη αργοπορία είναι παράγων που ασκεί έντονα αρνητική επίδραση κατά του διαδίκου που παρέλειψε να κινηθεί με την πρώτη δυνατή ευκαιρία για να διεκδικήσει το δικαίωμα να ξανανοίξει την υπόθεση του.»

Σ’ ό,τι αφορά το ζήτημα της καθυστέρησης, το Δικαστήριο κατέληξε ως εξής:-

«Ενώ ο αιτητής πληροφορήθηκε τον Μάρτιο του 2001 ότι εκδόθηκε εναντίον του απόφαση, καταχώρισε την πρώτη αίτηση παραμερισμού τρεις και πλέον μήνες μετά. Η δικαιολογία που έδωσε δεν κρίνεται ικανοποιητική.  Αδυνατώ να αντιληφθώ γιατί ανέμενε την ετοιμασία οποιωνδήποτε πρακτικών.  Ούτε δόθηκαν επαρκή στοιχεία για την αναγκαιότητα ετοιμασίας των πρακτικών αυτών.  Το ζήτημα όμως δεν παρέμεινε μέχρι εδώ.  Η πρώτη αυτή αίτηση απορρίφθηκε λόγω παράλειψης του δικηγόρου του [*1766]αιτητή να εμφανιστεί.  Μετά την απόρριψη της παρήλθαν ακόμα δύο μήνες μέχρις ότου καταχωρηθεί η παρούσα αίτηση.  Δεν δόθηκε καμία δικαιολογία γι’ αυτή την καθυστέρηση.  Εύκολα μπορεί να διαπιστωθεί ότι η παρούσα αίτηση αποτελεί ουσιαστικά αντιγραφή της αίτησης που απορρίφθηκε. Ήταν δυνατό να καταχωρηθεί αμέσως μετά την απόρριψη της αρχικής.

Η συμπεριφορά του αιτητή δεν μπορεί και δεν πρέπει να κριθεί αποσπασματικά.  Τα γεγονότα που καλύπτουν την εκ μέρους του αντιμετώπιση της εναντίον του διαδικασίας κρινόμενα στο σύνολο τους, σωρευτικά, καταδεικνύουν ότι αυτός επέδειξε κατά συρροή αδιαφορία η οποία, υπό τις συνθήκες, προσλαμβάνει μορφή καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων του αντιδίκου.»

Ούτε στα πιο πάνω διαπιστώνουμε λάθος εκτίμηση.  Διαφορετική αντιμετώπιση θα είχε ως αποτέλεσμα η πορεία της δικαστικής διαδικασίας να χαράσσεται ανάλογα με τη διάθεση του εναγομένου, χωρίς καμιά βεβαιότητα για το χρόνο διεκπεραίωσης των δικαστικών υποθέσεων και τη διάγνωση των δικαιωμάτων του ενάγοντα.

Ο τρίτος λόγος έφεσης, με τον οποίο διατυπώνει το παράπονο ότι οι εφεσίβλητοι δεν απέδειξαν πλήρως την απαίτησή τους, δεν μπορεί να συσχετισθεί με τις ανάγκες της αίτησης παραμερισμού και δε θα μας απασχολήσει.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο