Κωνσταντινίδη Ελενίτσα ν. Nur Habib Hissin (2004) 1 ΑΑΔ 1774

(2004) 1 ΑΑΔ 1774

[*1774]25 Οκτωβρίου, 2004

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΕΛΕΝΙΤΣΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ,

Εφεσείουσα,

v.

NUR HABIB HISSIN,

Εφεσίβλητης.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11606)

 

Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση για παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε ερήμην ―  Διακριτική εξουσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου ―  Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.17, θ.10 ― Ο αιτητής οφείλει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι έχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπεράσπιση και επίσης ότι η καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης για παραμερισμό, ήταν υπό τις περιστάσεις δικαιολογημένη.

Ευρήματα Δικαστηρίου ―  Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων ―  Αποτελεί κατ’ εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου.

Έξοδα ―  Επιδίκαση εξόδων ―  Διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου ―  Κατά κανόνα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης, εκτός αν συντρέχουν γεγονότα που δικαιολογούν απόκλιση από τον κανόνα.

Στις 26.9.1996, η εφεσείουσα-ενάγουσα (η εφεσείουσα) κίνησε αγωγή εναντίον της εφεσίβλητης-εναγόμενης (η εφεσίβλητη) με την οποία αξίωνε (α) δήλωση του Δικαστηρίου ότι η μεταξύ τους συμφωνία για την πώληση μιας έπαυλης στον Άγιο Τύχωνα, είναι άκυρη, (β) διάταγμα που να διατάσσει την εφεσίβλητη να παραδώσει ελεύθερη κατοχή της εν λόγω έπαυλης και (γ) αποζημιώσεις.  Η εφεσείουσα εξασφάλισε διατάγματα υποκατάστατης επίδοσης του γενικά οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος και της έκθεσης απαίτησης διά τοιχοκολλήσεως στην επίδικη έπαυλη.  Η εφεσίβλητη παρέλειψε να καταχωρήσει εμφάνιση και στις 2.2.1998 η εφεσείουσα εξασφάλισε απόφαση ερήμην εναντίον της εφεσίβλητης.  Η εφεσίβλητη υπέβαλε αίτηση για παραμερισμό της.  Η εφεσίβλητη ισχυρίστηκε πως λόγω απουσίας της στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα κατά τον κρίσιμο χρόνο, όπου διαμένει μονίμως, δεν καταχώρησε σημείωμα εμφάνισης γιατί δεν έλαβε γνώση της αγωγής και της διαδικασίας που άρχισε εναντίον της.  Μετά από μακρόχρονη [*1775]απουσία από την Κύπρο γύρισε ξανά εδώ στις 26.7.2002 οπότε διαπίστωσε με έκπληξη ότι η έπαυλη βρισκόταν στην κατοχή της εφεσείουσας.  Η εφεσείουσα γνώριζε πολύ καλά ότι η εφεσίβλητη απουσίαζε μονίμως από την Κύπρο αφού διαμένει σε σπίτι απέναντι από την επίδικη έπαυλη.  Η εφεσείουσα ισχυρίστηκε πως η εφεσίβλητη διέμενε στην Κύπρο αλλά ταξίδευε στο εξωτερικό κατά τακτά χρονικά διαστήματα.  Το Δικαστήριο αποδέχθηκε την εκδοχή της εφεσίβλητης και διέταξε τον παραμερισμό της απόφασης αφού διαπίστωσε ότι η εφεσίβλητη δεν έλαβε γνώση της διαδικασίας που άρχισε εναντίον της ένεκα μακρόχρονης απουσίας της στο εξωτερικό και ότι υπήρχε επίσης εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπεράσπιση.

Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση για παραμερισμό της ερήμην εκδοθείσας απόφασης εναντίον της εφεσίβλητης.  Η έφεση εστρέφετο και εναντίον της διαταγής των εξόδων.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην αποδοχή της εκδοχής της εφεσίβλητης και συνακόλουθα στην διαπίστωση ότι η εφεσίβλητη δεν έλαβε γνώση της διαδικασίας που άρχισε εναντίον της λόγω κακής επίδοσης, μετά από ορθή αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων και του μαρτυρικού υλικού που είχε ενώπιόν του. Η καθυστέρηση της εφεσίβλητης να εμφανιστεί και να επιδιώξει τον παραμερισμό της απόφασης που εκδόθηκε ερήμην, ήταν υπό τις περιστάσεις δικαιολογημενη όπως ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο.

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τα στοιχεία υπεράσπισης που είχε ενώπιόν του και χωρίς να υπεισέλθει στην ουσία της υπεράσπισης ορθά διαπίστωσε ότι υπήρχε εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση.

3.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε ορθά τη διακριτική του εξουσία για επαναφορά δυνάμει των προνοιών της Δ.17, θ.10, εξουσία η οποία δεν εντάσσεται σε οποιαδήποτε στεγανά.

4.  Δεν δικαιολογείται ανατροπή της εκκαλούμενης απόφασης αναφορικά με τη διαταγή των εξόδων.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Evans v. Bartlam [1937] 2 All E.R. 646.

[*1776]Έφεση.

Έφεση από την ενάγουσα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 5/2/03 (Αρ. Αγωγής 5965/96) με την οποία έγινε δεκτή η αίτηση της εναγόμενης για παραμερισμό της ερήμην της εκδοθείσας απόφασης και εκδόθηκε σχετική απόφαση παραμερισμού, αφού το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η εφεσίβλητη δεν έλαβε γνώση της διαδικασίας που άρχισε εναντίον της ένεκα μακρόχρονης απουσίας της στο εξωτερικό και ότι υπήρχε επίσης εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπεράσπιση.

Κ. Μελάς, για την Εφεσείουσα.

Φ. Φιλίππου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:  Με γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα που καταχωρήθηκε στις 26.9.1996, η εφεσείουσα κίνησε αγωγή (αρ. 5965/96) εναντίον της εφεσίβλητης στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού αξιώνοντας,

«Α. Δήλωση και/ή διάταγμα και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η συμφωνία ημερομηνίας 24.4.1984 μεταξύ αφ’ ενός της Εναγούσης και της εταιρείας Hatem Investments Limited και του θανόντος Habib S. Hoson [Hissin], εκπροσωπουμένου από την Εναγόμενη, είναι άκυρη και/ή ακυρώθηκε νόμιμα και τελειωτικά.

 Β.  Διάταγμα διατάσσον την Εναγόμενη, τους αντιπροσώπους, υπηρέτας και/ή οποιοσδήποτε έλκει συμφέρον από αυτή, παραδώση ελεύθερη κατοχή της έπαυλης που κείται στο ακίνητο αριθμός εγγραφής 8285, τεμ. 334/1, Φ/Σ LIV54/38 και 9829, τεμ. 311/1/1, Φ/Σ LIV54/38, στον Αγιο Τύχωνα.

 Γ.  Αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας.»

Στο κλητήριο ένταλμα αναγράφεται ως διεύθυνση της εφεσίβλητης ο Άγιος Τύχωνας χωρίς οδό και αριθμό. Κατόπιν δυο διαδοχικών αιτήσεων της εφεσείουσας, υποστηριζόμενων με ενόρκους δηλώσεις παρόμοιου περιεχομένου στα ουσιώδη σημεία, εκδόθηκαν αντιστοίχως διατάγματα υποκατάστατης επίδοσης του κλητηρίου [*1777]εντάλματος και της έκθεσης απαίτησης διά τοιχοκολλήσεως στην επίδικη έπαυλη που βρίσκεται στον Άγιο Τύχωνα.

Επειδή η εφεσίβλητη παρέλειψε να καταχωρήσει εμφάνιση, η εφεσείουσα υπέβαλε αίτηση και πήρε απόφαση εναντίον της αντιδίκου της. Όταν αυτό περιήλθε σε γνώση της εφεσίβλητης, η τελευταία, υπέβαλε αίτηση  για παραμερισμό της απόφασης που εκδόθηκε εναντίον της. Η εφεσείουσα καταχώρησε ένσταση και μετά από ακρόαση, η αίτηση εγκρίθηκε. Εκδόθηκε απόφαση με την οποία διατάχθηκε ο παραμερισμός της ερήμην της εφεσίβλητης εκδοθείσας απόφασης ημερ. 2.2.98. Το δικαστήριο κατέληξε στο πιο πάνω αποτέλεσμα αφού διαπίστωσε ότι η εφεσίβλητη δεν έλαβε γνώση της διαδικασίας που άρχισε εναντίον της ένεκα μακρόχρονης απουσίας της στο εξωτερικό και ότι υπήρχε επίσης εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπεράσπιση.

Με την παρούσα έφεση, η εφεσείουσα αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης για παραμερισμό για τους πιο κάτω λόγους,

(α)  Το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι υπήρχε συζητήσιμη και εκ πρώτης όψεως καλόπιστη υπεράσπιση.

(β)  Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα απεφάνθη ότι η εφεσίβλητη απέδειξε στοιχεία ικανά να δικαιολογήσουν την για τόσα χρόνια μη εμφάνισή της στην εναντίον της αγωγή.

(γ)  Το πρωτόδικο δικαστήριο ενήργησε λανθασμένα διαδικαστικά κρίνοντας θέματα που ήταν εκτός των ορίων της αρμοδιότητας και δικαιοδοσίας του.

(δ)  Η διαταγή ως προς τα έξοδα είναι λανθασμένη και αναιτιολόγητη.

Για το θέμα του κατά πόσο η εφεσίβλητη έλαβε γνώση της αγωγής, η εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι η εφεσίβλητη διέμενε στην επίδικη έπαυλη, ταξίδευε όμως κατά τακτά χρονικά διαστήματα στο εξωτερικό και επέστρεφε πάλι στην Κύπρο. Η επίδοση του κλητηρίου εντάλματος στην εφεσίβλητη δεν ήταν ευχερής επειδή αυτή απουσίαζε συχνά από την οικία (έπαυλη) στην οποία διέμενε. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο εγκρίθηκαν από το δικαστήριο οι προμνησθείσες αιτήσεις για υποκατάστατο επίδοση των δικογράφων διά τοιχοκολλήσεως, διάβημα που άνοιξε το δρόμο για την έκδοση απόφασης στην απουσία της εφεσίβλητης.

[*1778]Η εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι ο λόγος για τον οποίο δεν καταχώρησε σημείωμα εμφάνισης είναι γιατί δεν έλαβε ποτέ γνώση της αγωγής και της διαδικασίας που άρχισε εναντίον της. Κατά τον κρίσιμο χρόνο βρισκόταν στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα στη διεύθυνση Dana Plaza Building, Corniche Road, Abu Dabi, U.A.E. όπου διαμένει μονίμως. Μετά από μακρόχρονη απουσία από την Κύπρο γύρισε ξανά στο νησί στις 26.7.2002 οπότε με έκπληξη της διαπίστωσε ότι η έπαυλη βρισκόταν στην κατοχή της εφεσείουσας. Η τελευταία φορά που ήρθε στην Κύπρο για διακοπές ήταν από 12.8.95 μέχρι 26.8.95 δηλαδή, 13 μήνες πριν από την καταχώρηση (26.9.96) της αγωγής. Η εφεσείουσα αλλά και ο σύζυγος της, ο οποίος με  τις ενόρκους δηλώσεις του υποστήριξε τις αιτήσεις της συζύγου του, στα πλαίσια της πρωτόδικης διαδικασίας, γνώριζαν πολύ καλά ότι απουσίαζε μονίμως από την Κύπρο γιατί το σπίτι στο οποίο διαμένουν, βρίσκεται απέναντι από την επίδικη έπαυλη.

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατά την εξέταση της αίτησης για παραμερισμό, προτίμησε τη μαρτυρία της εφεσίβλητης η οποία, με στοιχεία (διαβατήριο κλπ) απέδειξε τον ισχυρισμό της ότι είναι μόνιμος κάτοικος εξωτερικού και ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο απουσίαζε από την Κύπρο για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Εν ολίγοις, το δικαστήριο είχε ενώπιόν του δυο εκδοχές· την εκδοχή της εφεσείουσας ότι η εφεσίβλητη διέμενε στην Κύπρο αλλά ταξίδευε στο εξωτερικό κατά τακτά χρονικά διαστήματα και την εκδοχή της εφεσίβλητης ότι είναι μόνιμος κάτοικος εξωτερικού και ότι κατά τους κρίσιμους χρόνους που διατάχθηκαν οι υποκατάστατες επιδόσεις και εκδόθηκε η απόφαση στην απουσία της, αυτή απουσίαζε από την Κύπρο για πολλά χρόνια.

Η κατάληξη του δικαστηρίου ότι η εκδοχή της εφεσίβλητης αντικατοπτρίζει την αλήθεια των γεγονότων που αφορούν την υπόθεση και συνακόλουθα η διαπίστωση ότι η εφεσίβλητη δεν έλαβε γνώση της διαδικασίας που άρχισε εναντίον της λόγω κακής επίδοσης, ήταν το αποτέλεσμα ορθής αξιολόγησης της αξιοπιστίας των μαρτύρων και του μαρτυρικού υλικού που το δικαστήριο είχε ενώπιόν του. Επανειλημμένα έχει αναφερθεί ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων αποτελεί κατ’ εξοχή έργο του δικαστηρίου που ακούει και παρακολουθεί τους μάρτυρες ενώ καταθέτουν. Το Εφετείο επεμβαίνει προς ανατροπή ευρημάτων αξιοπιστίας μόνο στις περιπτώσεις όπου τα συγκεκριμένα ευρήματα είναι ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε ως αξιόπιστη. Αν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα που έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Στην υπόθεση που εξετάζουμε, η κατάληξη του δικαστηρίου να αποδεχθεί τη μαρτυρία  της εφεσίβλητης και να απορρίψει εκείνη της εφεσείουσας αιτιολογείται με σαφήνεια. Με δεδομένη πλέον τη διαπίστωση ότι η επίδοση της αγωγής διά τοιχοκολλήσεως απέτυχε εφόσον η εφεσίβλητη δεν έλαβε γνώση της αγωγής ένεκα της μακρόχρονης απουσίας της στο εξωτερικό, θεωρούμε ως πέρα για πέρα ορθή την εκκαλούμενη απόφαση σχετικά με αυτή τη πτυχή. Η καθυστέρηση της εφεσίβλητης να εμφανιστεί και να επιδιώξει τον παραμερισμό της απόφασης που εκδόθηκε ερήμην, ήταν υπό τις περιστάσεις δικαιολογημένη όπως ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο δικαστήριο.

Η αποκάλυψη εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπεράσπισης, προκειμένου να επιτύχει η αίτηση για παραμερισμό, συνιστά πρωταρχικό παράγοντα ο οποίος λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο κατά την ενάσκηση της διακριτικής του ευχέρειας. Δεν απαιτείται απόδειξη των γεγονότων που στοιχειοθετούν την υπεράσπιση. Είναι αρκετό να εγερθεί το ζήτημα το οποίο κρίνεται χωρίς αξιολόγηση της μαρτυρίας. Το δικαστήριο ερευνά τα ενώπιόν του στοιχεία για να διαγνώσει μόνο αν υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση ή συζητήσιμο σημείο χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία της υπεράσπισης. Το δικαστήριο, εξέτασε τα στοιχεία υπεράσπισης που είχε ενώπιόν του και χωρίς να υπεισέλθει στην ουσία της υπεράσπισης ορθά διαπίστωσε ότι υπήρχε εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση. Αναφορικά με τα έξοδα που έχουν επιδικαστεί δεν διαπιστώνουμε βάσιμο λόγο που θα δικαιολογούσε την ανατροπή της εκκαλούμενης απόφασης κατά το μέρος που άπτεται αυτής της πτυχής.

Καταλήγοντας διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, κατόπιν ορθής εφαρμογής των καθιερωμένων από τη νομολογία* αρχών άσκησε ακριβοδίκαια την διακριτική του εξουσία για επαναφορά δυνάμει των προνοιών της Δ.17 θ. 10, εξουσία η οποία, όπως υποδείχθηκε στην Evans v. Bartlam [1937] 2 All E.R. 646 δεν εντάσσεται σε οποιαδήποτε στεγανά.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο