Rana Wahed Ali (Αρ. 2) (2004) 1 ΑΑΔ 1791

(2004) 1 ΑΑΔ 1791

[*1791]1 Νοεμβρίου, 2004

[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ RANA WAHED ALI (ΑΡ. 2),

Αιτητή,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

1. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,

2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

3. ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΩΣ,

    ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση. 

(Αίτηση Αρ. 142/2004)

 

Προνομιακά εντάλματα ― Habeas Corpus ― Διατάγματα κράτησης και απέλασης ― Αίτηση για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus προς απελευθέρωση του αιτητή ο οποίος εκρατείτο για σκοπούς απέλασης, μετά από την απόρριψη αίτησής του για πολιτικό άσυλο ― Κατά πόσο υπήρχε έρεισμα για την κράτηση του αιτητή στην απουσία ένδειξης ότι γνωστοποιήθηκε σ’ αυτόν η έκδοση διαταγμάτων απέλασης και κράτησης ― Κατά πόσο ήταν νόμιμη η έκδοση νέου διατάγματος κράτησης του αιτητή, πριν από την τελική εκδίκαση της αίτησής του για έκδοση Habeas Corpus, χωρίς την άδεια ή τις οδηγίες του Δικαστηρίου.

Διοικητικό Δίκαιο ― Διοικητικές πράξεις που δεν εξωτερικεύονται δεν αποκτούν οντότητα.

Ο αιτητής, ο οποίος είναι Πακιστανός, τελεί υπό κράτηση από τις 31.5.2004 δυνάμει διαταγμάτων κράτησης και απέλασής του ημερομηνίας 31.5.2004 και 3.6.2004, επειδή είναι απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει της παραγ. (Κ) του εδαφίου 1 του Άρθρου 6 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105.

Στις 15.9.2004 καταχώρησε την παρούσα αίτηση η οποία ορίστηκε για ακρόαση στις 23.9.2004.  Η ακρόαση αναβλήθηκε για τις 28.9.2004 λόγω απουσίας του μεταφραστή ο οποίος θα μετέφραζε από τη γλώσσα του αιτητή στα Αγγλικά.

Στο μεταξύ και ενώ εκκρεμούσε η παρούσα αίτηση ο αιτητής απελά[*1792]θηκε στις 24.9.2004. Έφθασε μέχρι την Ιορδανία και επέστρεψε στην Κύπρο στις 26.9.2004 ύστερα από οδηγίες της Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης.  Την ίδια μέρα εκδόθηκαν νέα διατάγματα απέλασης/κράτησης εναντίον του αιτητή επειδή κρίθηκε ότι ο απώτερος στόχος του ήταν να χρησιμοποιήσει τη διαδικασία ασύλου για να νομιμοποιήσει την παραμονή του στη Δημοκρατία.  Η εκτέλεση του διατάγματος απέλασης ανεστάλη αμέσως για να διασφαλισθεί η εδώ παρουσία του μέχρι την εξέταση της αίτησής του για άσυλο.  Η αίτησή του για άσυλο απορρίφθηκε στις 28.9.2004, το διάταγμα απέλασης παρέμεινε σε ισχύ μέχρι την εκπνοή της προθεσμίας για υποβολή ιεραρχικής προσφυγής κατά της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.  Με το διάταγμα απέλασης παρέμεινε σε ισχύ και το διάταγμα κράτησης.

Ο αιτητής κατέθεσε ενόρκως ότι ουδέποτε έλαβε γνώση των πιο πάνω διαταγμάτων κράτησης και απέλασης του ημερ. 31.5.2004 και 3.6.2004.  Η Διοίκηση δεν αντέκρουσε τη θέση του αιτητή.

Με την παρούσα αίτηση ο αιτητής ζητά να αφεθεί ελεύθερος από την κράτηση η οποία άρχισε στις 31.5.2004.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού άντλησε καθοδήγηση από την απόφαση του Νικολάου, Δ. στην Kashir Saleemi, Αίτηση 153/2004 / 7.10.2004, την οποία και υιοθέτησε, έκρινε ότι στην απουσία γνωστοποίησης των διαταγμάτων στον αιτητή δεν υπάρχει έρεισμα για την κράτησή του μέχρι τις 15.9.2004, ημερομηνία καταχώρησης της παρούσας αίτησης.

Εξετάζοντας το θέμα της νομιμότητας κράτησης του αιτητή στη βάση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασής του στις 26.9.2004 το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν τηρήθηκαν οι σχετικοί κανόνες πρακτικής και αποφάνθηκε ότι:

Εφόσον η κράτηση του αιτητή βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο και τις οδηγίες του Δικαστηρίου, μέχρι την τελική εκδίκαση της υπόθεσης, η έκδοση διατάγματος κράτησης δεν ήταν νόμιμη, πριν την τελική εκδίκαση της υπόθεσης, χωρίς την άδεια ή τις οδηγίες του Δικαστηρίου.

Η αίτηση επιτράπηκε με έξοδα.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Kashir Saleemi, Αίτηση 153/2004, ημερ. 7.10.2004.

[*1793]Αίτηση.

Αίτηση από τον αιτητή, από το Πακιστάν, εναντίον του οποίου στις 31.5.2004 και 3.6.2004 εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασής του για το λόγο ότι ήταν απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει της παραγρ. (Κ) του εδαφίου (1) του Άρθρου 6 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105 για έκδοση διατάγματος Habeas Corpus ώστε να αφεθεί ελεύθερος από την κράτησή του στον Αστυνομικό Σταθμό Αραδίππου, όπου κρατείται από 31.5.04.

Γ. Ερωτοκρίτου, για τον Αιτητή.

Μ. Σπηλιωτοπούλου, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.:  Με την παρούσα αίτηση ο αιτητής ζητά την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus ad Subjiciendum για την απελευθέρωση του από την Αστυνομική κράτηση.

Τα γεγονότα που σχετίζονται με το αίτημα του έχουν ως εξής:

(1)  Ο αιτητής συνελήφθηκε στις 30.5.2004 από άνδρες της Αστυνομίας των Βρεττανικών Βάσεων στην περιοχή Περγάμου για το αδίκημα της παράνομης εισόδου στο έδαφος των Βρεττανικών Βάσεων.  Μεταφέρθηκε στα κρατητήρια της Αστυνομικής Διεύθυνσης Λάρνακας όπου τέθηκε υπό κράτηση. Δεν κατείχε οποιαδήποτε ταξιδιωτικό έγγραφο και δήλωσε ότι ονομαζόταν ALI VAHET.

(2)  Στις 31.5.2004 εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης του αιτητή με το πιο πάνω όνομα – ALI VAHET – για το λόγο ότι ήταν απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει της παραγ. (Κ) του εδαφίου (1) του αρ. 6 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105.

(3)  Την 3.6.2004 ο αιτητής έδωσε γραπτή κατάθεση στην Αστυνομία των Βρεττανικών Βάσεων Δεκέλειας από την οποία προέκυψε ότι ονομάζεται ALI WAHΑD γεννηθείς το 1979 στο Gogrowala του Πακιστάν.

(4)  Ως αποτέλεσμα της διαπίστωσης των πραγματικών στοιχείων του αιτητή την 3.6.2004 εκδόθηκαν νέα διατάγματα κράτησης και απέλασης με τα πραγματικά στοιχεία του, επειδή ο αιτητής «είναι απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει της παραγ. (Κ) του εδαφίου (1) του αρ. 6 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσε[*1794]ως Νόμου, Κεφ. 105».

(5)  Ακολούθως έγιναν ενέργειες μέσω των αεροπορικών αερογραμμών Emirates, Royal Jordanian, Gulf Air για έκδοση εισιτηρίου για τον επαναπατρισμό του. Αυτό δεν κατέστη δυνατό «καθ’ ότι δεν έγινε δεκτός στις πτήσεις τους λόγω του ότι δεν είναι κάτοχος ταξιδιωτικού εγγράφου του Πακιστάν».  Ως εκ τούτου ο αιτητής συνέχισε να τελεί υπό κράτηση στα κρατητήρια της Αστυνομικής Διεύθυνσης Λάρνακας μέχρι τις 15.9.2004.

Η παρούσα αίτηση καταχωρήθηκε στις 15.9.2004. Έγινε επιστρεπτέα στις 17.9.2004.  Κατά την ημερομηνία εκείνη οι καθ’ ων η αίτηση ζήτησαν χρόνο 3 ημερών για την καταχώριση ένστασης.  Το αίτημα τους εγκρίθηκε και η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 23.9.2004.  Η ένσταση καταχωρήθηκε στις 22.9.2004. Υποστηρίχθηκε από ένορκη δήλωση η οποία περιλάμβανε τα γεγονότα που έχουν εκτεθεί πιο πάνω (βλ. σελ. 1793).

Στις 23.9.2004 δεν έλαβε χώραν ακρόαση λόγω της απουσίας του μεταφραστή ο οποίος θα μετέφραζε από τη γλώσσα του αιτητή – “Urdu” – στα Αγγλικά και η ακρόαση ορίστηκε στις 28.9.2004.

Στο μεταξύ και ενώ εκκρεμούσε η παρούσα αίτηση ο αιτητής απελάθηκε στις 24.9.2004. Έφθασε μέχρι την Ιορδανία και επέστρεψε στην Κύπρο στις 26.9.2004 ύστερα από οδηγίες της Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης.  Οι λόγοι της απέλασης και της επιστροφής φαίνονται στη συμπληρωματική ένορκη δήλωση της Διευθύντριας – ημερ. 30.9.2004.  Την μεταφέρω:

«Στις 15.9.2004 επιδόθηκε στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης η αίτηση 142/2004 οπόταν περιήλθε υπόψη  μου η πρόθεση του αλλοδαπού να ζητήσει άσυλο.

Επειδή αυτός δεν ήταν κάτοχος διαβατηρίου και επομένως δεν μπορούσε να εκδιωχθεί από τη Δημοκρατία δεδομένου ότι είχα προχωρήσει με την έκδοση (α) κυπριακού ταξιδιωτικού εγγράφου (τεκμήριο 1) και (β) εξουσιοδότησης για αγορά εισιτηρίου (τεκμήριο 2) από τις 3.6.2004 και η απέλαση του ήταν αδύνατη σύμφωνα με τις επιστολές της Αστυνομίας ημερ. 11.6.2004 και 13.7.2004 (τεκμήρια 3 και 4 αντίστοιχα) δεν έκρινα απαραίτητο να αναστείλω αμέσως την εκτέλεση του διατάγματος απέλασης.

Στο μεταξύ όμως, κατόπιν διαβημάτων του ίδιου του αλλοδαπού και της οικογένειας του στο Πακιστάν σε συνεργασία με [*1795]την αστυνομία, ο πατέρας του αλλοδαπού προέβη σε ένορκη δήλωση στο Πακιστάν για τα στοιχεία του στην οποίαν περιέλαβε και άλλες πληροφορίες γι’ αυτόν, την οποίαν απέστειλε στην Αστυνομία και με βάση αυτή η Ιορδανική αεροπορική εταιρεία αποδέχθηκε να τον επαναπατρίσει (τεκμήριο 5 α και β).

Ο αλλοδαπός αναχώρησε για τη χώρα του μέσω Αμμάν στις 24.9.2004 και ώρα 09:15 με την πτήση των Ιορδανικών αερογραμμών RJ134.

Τα ανωτέρω περιήλθαν υπόψη μου αργότερα την ίδια μέρα δηλ. 24.9.2004 κατόπιν παράδοσης σε μένα στο Αρχηγείο ΥΑΜ όπου βρισκόμουν σε σύσκεψη, ιδιόχειρης επιστολής του δικηγόρου κ. Ερωτοκρίτου προς τον Διοικητή ΥΑΜ κ. Ιατρόπουλο ημερ. 24.9.2004 (τεκμήριο 6).

Μελετώντας προσεκτικά όλα τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης, δηλ.

-      την κατάθεση του αλλοδαπού στην Αστυνομία των Βρεττανικών Βάσεων όπου είχε κατ’ αρχήν συλληφθεί στις 30.5.2004 (τεκμήριο 7) όπου στη σελίδα 5 δηλώνει ξεκάθαρα ότι ο λόγος που ήρθε στην Κύπρο (κατεχόμενο μέρος κατ΄ αρχήν και μετά στις ελεύθερες περιοχές) ήταν για εργασία χωρίς να αναφέρει ή έστω υπαινιχθεί ότι αντιμετωπίζει κανένα κίνδυνο στη χώρα του και να ζητήσει προστασία,

-      το γεγονός ότι κρατείτο από τις 31.5.2004 και δεν ζήτησε άσυλο,

-      και ότι η οικογένεια του προσπάθησε να διευκολύνει τον επαναπατρισμό του

έκρινα ότι οι ενέργειες του δικηγόρου του για την καταχώριση αίτησης Habeas Corpus στις 15.9.2004 επικαλούμενος ότι ο πελάτης του κρατείται παράνομα, αφού δύο εργάσιμες μέρες πριν την καταχώριση της αίτησης Habeas Corpus δηλ. στις 10.9.2004 ισχυρίζεται ότι απέστειλε επιστολή στους:

-      Αρχή Προσφύγων (η οποία σημειωτέον έχει δια νόμου καταργηθεί)

-      Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

-      Επίτροπο Διοίκησης και

-      Εθνικό Οργανισμό Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων την οποίαν κοινοποίησε στους

     A S F και

[*1796]                   UNHCR

(δεν μπορώ παρά να σημειώσω ότι ο μόνος που δεν ενημερώθηκε είναι ο Λειτουργός της Δημοκρατίας με βάση διαταγμάτων του οποίου ο αλλοδαπός κρατείτο για απέλαση, δηλ. εγώ, παράλειψη που με προβληματίζει αφού ο κος Ερωτοκρίτου φοβάται για τη ζωή του πελάτη του σε περίπτωση εκδίωξής του από τη Δημοκρατία) αποσκοπούσαν ουσιαστικά στη νομιμοποίηση της παραμονής του αλλοδαπού εδώ.

Επειδή όμως υπάρχει η κατά νόμο εντεταλμένη Υπηρεσία η οποία εξετάζει τους ισχυρισμούς του αλλοδαπού ότι κινδυνεύει η ζωή του στη χώρα του, και από σεβασμό στο Δικαστήριο όπου ο αλλοδαπός είχε κληθεί να εμφανιστεί στις 28.9.2004, έκρινα σκόπιμο να προσπαθήσω να επιστρέψει αυτός στη Δημοκρατία.

Ζήτησα λοιπόν από το Διοικητή της ΥΑΜ να προσπαθήσει μέσω των αστυνομικών αρχών στο αεροδρόμιο στο Αμμάν, και προέβηκα και προσωπικά σε διάφορες ενέργειες μέσω της Πρεσβείας μας στη Δαμασκό και των εκπροσώπων των Κυπριακών και Ιορδανικών αερογραμμών στο Αμμάν για να επιστρέψει ο αλλοδαπός εφ’ όσον το επιθυμούσε (τεκμήριο 8).

Ο αλλοδαπός δήλωσε ότι “he wouldn’t mind coming back” (στην Κύπρο) στον κ. Mohammad Kharabsheh εκπρόσωπο των Ιορδανικών αερογραμμών στο Αμμάν και ως εκ τούτου έγιναν διευθετήσεις για τη διαμονή του σε ξενοδοχείο στο Αμμάν μέχρι τις 26.9.2004 που υπήρχε πτήση για να επιστρέψει.

Στις 26.9.2004 ο αλλοδαπός επέστρεψε στη Δημοκρατία.

Την ίδια μέρα προέβηκα στην έκδοση νέων διαταγμάτων απέλασης/κράτησης εναντίον του (τεκμήριο 9 α και β) γιατί, όπως ανάφερα ανωτέρω, έκρινα ότι ο απώτερος στόχος του ήταν να χρησιμοποιήσει τη διαδικασία ασύλου για να νομιμοποιήσει την παραμονή του στη Δημοκρατία.  Ανέστειλα δε αμέσως την εκτέλεση του διατάγματος απέλασης για να διασφαλίσω την εδώ παρουσία του μέχρι την εξέταση της αίτησής του για άσυλο.

Η Υπηρεσία Ασύλου με ενημέρωσε στις 28.9.2004 ότι η αίτησή του απορρίφθηκε (τεκμήριο 10) και λαμβάνοντας υπόψη τους λόγους απόρριψης της αίτησης αποφάσισα να μην ακυρώσω το διάταγμα απέλασης οπόταν αυτόματα θα ακυρώνετο και το διάταγμα κράτησης μέχρι την εκπνοή της προθεσμίας για υποβολή ιε[*1797]ραρχικής προσφυγής κατά της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

Είναι η θέση μου ότι η κράτηση του αλλοδαπού με βάση τα διατάγματα απέλασης και κράτησης τα οποία εξέδωσα τόσο στις 31.5.2004 όσο και στις 26.9.2004 είναι καθόλα νόμιμη αφού ουδέποτε ακύρωσα το διάταγμα απέλασης οπόταν θα ακυρώνετο αυτόματα και το διάταγμα κράτησης, αλλά μόνο ανέστειλα την εκτέλεση του διατάγματος απέλασης ημερ. 26.9.2004 για να μην μπορεί ο αλλοδαπός να εκδιωχθεί αφού ισχυρίστηκε ότι κινδυνεύει η ζωή του αν επιστρέψει στη χώρα του.

Όσον αφορά τέλος την κράτησή του μέχρι την εκπνοή της περιόδου υποβολής ιεραρχικής προσφυγής έκρινα ότι είναι επιβεβλημένη για να είναι δυνατή η εκτέλεση του διατάγματος απέλασης όταν θα ενεργοποιήσω την εκτέλεσή του εφόσον ο αλλοδαπός δεν υποβάλει ιεραρχική προσφυγή πράγμα πολύ συνηθισμένο γιατί γνωρίζοντας την πραγματικότητα οι ίδιοι, ότι δηλ. δεν κινδυνεύουν στη χώρα τους δεν είναι διατεθειμένοι να υποστούν περισσότερα έξοδα με την υποβολή ιεραρχικής προσφυγής.

Όπως ειλικρινά πιστεύω και όπως πληροφορούμαι η κράτηση του Αιτητή είναι καθόλα νόμιμη και ειλικρινά πιστεύω ότι η παρούσα αίτηση δεν θα πρέπει να τύχει επιτυχίας.»

Σημειώνεται ότι στις 6.10.2004 ο αιτητής άσκησε την Προσφυγή 947/2004 με την οποία επιδιώκει την ακύρωση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης που εκδόθηκαν στις 26.9.2004.  Σημειώνεται, επίσης, ότι στις 6.10.2004 ο αιτητής άσκησε διοικητική προσφυγή κατά της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.  Ως εκ τούτου η Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης αποφάσισε να μην ακυρώσει τα διατάγματα απέλασης/κράτησης αλλά να διατηρήσει την αναστολή του διατάγματος απέλασης μέχρι την λήψη της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής «λαμβάνοντας υπόψη ότι η εξέταση της αίτησης ασύλου ακολούθησε την ταχύρρυθμη διαδικασία με τον περί Προσφύγων Νόμο του 2000 – 2004, επομένως η Αναθεωρητική Αρχή υποχρεούται με βάση το άρθρο 28(Η) του ίδιου Νόμου να εκδώσει την απόφαση της μέσα σε 15 μέρες».

Ο αιτητής κατέθεσε ενόρκως και υιοθέτησε την ένορκη δήλωση του. Ανέφερε, επίσης, ότι ουδέποτε έλαβε γνώση των πιο πάνω διαταγμάτων κράτησης και απέλασης του ημερ. 31.5.2004 και 3.6.2004.

Δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου από τη Διοί[*1798]κηση το οποίο να αντικρούει την πιο πάνω θέση.  Αντίθετα η Διοίκηση στις 14.10.2004 επέδωσε στον αιτητή επιστολή ημερ. 3.6.2004 (Τεκ. Α) με την οποία τον πληροφορούσε ότι στις 3.6.2004 εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης εναντίον του.  Διαπιστώνω, επομένως, ότι ο αιτητής δεν έλαβε γνώση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης ημερ. 31.5.2004 και 3.6.2004.

Με την παρούσα αίτηση ο αιτητής ζήτησε να αφεθεί ελεύθερος από την κράτηση η οποία άρχισε στις 31.5.2004. 

Οι λόγοι της εν λόγω κράτησης έχουν εκτεθεί στην ένορκη δήλωση των καθ’ ων η αίτηση ημερ. 22.9.2004.  Έχουν παρατεθεί στις σελ. 1793-1794, παράγραφοι (1) – (5).

Έχω εξετάσει τους λόγους που έχει επικαλεσθεί η Διοίκηση προς υποστήριξη της νομιμότητας της κράτησης η οποία άρχισε στις 31.5.2004. Σχετίζονται με την έκδοση των πιο πάνω διαταγμάτων κράτησης και απέλασης ημερ. 3.6.2004. Λαμβάνω υπόψη την πιο πάνω διαπίστωση μου, σύμφωνα με την οποία ο αιτητής δεν έλαβε γνώση των διαταγμάτων εκείνων. Σε περίπτωση που θα ελάμβανε γνώση δεν θα είχα δικαιοδοσία να εξετάσω την αίτηση γιατί η αμφισβήτηση της νομιμότητας τέτοιων διαταγμάτων εμπίπτει εντός της δυνάμει του αρ. 146.1 του Συντάγματος δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Ωστόσο στην απουσία γνωστοποίησης των διαταγμάτων στον αιτητή δεν υπάρχει έρεισμα για την κράτηση του.  Για την κατάληξη μου αυτή έχω αντλήσει καθοδήγηση από την απόφαση του αδελφού Δικαστή Νικολάου στην Kashir Saleemi, Αίτηση 153/2004/7.10.2004, στην οποία λέχθηκαν τα εξής:

«Η αίτηση επιτυγχάνει.  Διατάσσεται η άμεση απελευθέρωση του αιτητή.  Επιδικάζονται έξοδα υπέρ του.

Ο λόγος είναι προφανής.  Καθώς ανέφερα κατά τη συζήτηση, δεν θα είχα δικαιοδοσία να εξετάσω την περίπτωση εφόσον διαπίστωνα ότι εκδόθηκαν εκτελεστές διοικητικές αποφάσεις που εξωτερικεύθηκαν, δηλαδή που δεν παρέμειναν internum και που επομένως απέκτησαν οντότητα.  Τη ελλείψει όμως ένδειξης στο φάκελο ότι γνωστοποιήθηκε στον αιτητή η έκδοση των διαταγμάτων απέλασης και κράτησης δεν υπάρχει έρεισμα για την κράτηση του.  Δεν χρειάζεται εδώ να επεκταθώ ευρύτερα.  Η κοινοποίηση δεν μπορεί να γίνει μέσω των δικογραφημάτων: βλ. Αλίκη Γεωργίου ν. Δήμου Λάρνακας (Αρ. 1) (1998) 3 Α.Α.Δ. 197, στη σελ. 203.»

[*1799]Για τους λόγους που υποδεικνύονται στην απόφαση του αδελφού Δικαστή Νικολάου, τους οποίους υιοθετώ, θεωρώ ότι δεν υπάρχει έρεισμα για την κράτηση του  αιτητή μέχρι τις 15.9.2004 – ημερομηνία καταχώρισης της παρούσας αίτησης.

Όπως έχει ήδη υποδειχθεί (βλ. σελ. 1796, πιο πάνω) στις 26.9.2004 εκδόθηκαν νέα διατάγματα κράτησης και απέλασης του αιτητή.  Η εκτέλεση του διατάγματος απέλασης έχει ανασταλεί.  Το διάταγμα κράτησης βρίσκεται σε ισχύ.  Θεωρώ ότι και αυτή η κράτηση δεν είναι νόμιμη για τους εξής λόγους:

Σύμφωνα με την σχετική πρακτική με την καταχώρηση της ένστασης και την προσαγωγή του διαδίκου, εκ μέρους του οποίου είχε εκδοθεί, ενώπιον του Δικαστηρίου η εξουσία δυνάμει της οποία έλαβε χώραν η αρχική κράτηση αναστέλλεται και μέχρι την τελική εκδίκαση της υπόθεσης, η κράτηση του κρατούμενου βρίσκεται κάτω από τον έλεγχο και τις οδηγίες του Δικαστηρίου ενώπιον του οποίου βρίσκεται η ένσταση.  Ο αιτητής δεν κρατείται δυνάμει του αρχικού διατάγματος αλλά δυνάμει του εντάλματος Habeas Corpus (Halsbury’s Laws of England, 3rd ed., Vo. 11, παραγ. 92: «Custody pending hearing.  Upon the return and the production of the party on whose behalf it was issued, the authority under which the original commitment took place is suspended, and, until the case is finally disposed of, the custody of the prisoner is under the control and direction of the Court to which the return is made.  The prisoner is detained not under the original commitment, but under the authority of the writ.»).

Εφόσον η κράτηση του αιτητή βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο και τις οδηγίες του Δικαστηρίου, μέχρι την τελική εκδίκαση της υπόθεσης, θεωρώ ότι δεν ήταν νόμιμη η έκδοση διατάγματος κράτησης, πριν από την τελική εκδίκαση της υπόθεσης, χωρίς την άδεια ή τις οδηγίες του Δικαστηρίου.  Τονίζεται ότι πρόκειται για θέμα που αφορά την ελευθερία του ατόμου.  Επομένως δεν επιτρέπεται οποιαδήποτε χαλάρωση των σχετικών κανόνων πρακτικής.  Οι τελευταίοι πρέπει να εφαρμόζονται με θρησκευτική ευλάβεια.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η αίτηση επιτυγχάνει με έξοδα.  Διατάσσεται η άμεση απελευθέρωση του αιτητή.

Η�αίτηση επιτρέπεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο