Παπανικολάου Ευριδίκη ν. Κυριακής Κότσαπα (2004) 1 ΑΑΔ 1800

(2004) 1 ΑΑΔ 1800

[*1800]2 Νοεμβρίου, 2004

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]

ΕΥΡΙΔΙΚΗ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ,

Εφεσείουσα-Ενάγουσα,

ν.

ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΚΟΤΣΑΠΑ,

Εφεσίβλητης-Εναγόμενης.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11762)

 

Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση για παραμερισμό απόφασης και για επαναφορά αγωγής η οποία είχε απορριφθεί λόγω απουσίας της ενάγουσας και/ή των δικηγόρων της κατά την ημέρα που η αγωγή ήταν ορισμένη για «προγραμματισμό» ― Απόρριψη αίτησης λόγω της μεγάλης καθυστέρησης που σημειώθηκε στην καταχώρησή της και της έλλειψης επαρκούς δικαιολογίας για την καθυστέρηση ― Η απασχόληση του δικηγόρου της ενάγουσας σε άλλη υπόθεση δεν αποτελούσε επαρκή δικαιολογία για την παράλειψη εμφάνισης της ενάγουσας και των δικηγόρων της την ημέρα που είχε ορισθεί η αγωγή ― Επιδίωξη του Δικαστηρίου πρέπει να είναι η εξισορρόπηση από τη μια του δικαιώματος διαδίκου να ακουστεί και από την άλλη η ανάγκη ταχείας διεκπεραίωσης των δικαστικών υποθέσεων ― Εφετείο έκρινε ορθή την πρωτόδικη απόφαση με την περαιτέρω επισήμανση απουσίας στοιχείων για πιθανότητα επιτυχίας της αγωγής.

Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση για επαναφορά αγωγής ― Δικαιοδοσία Δικαστηρίου ― Διέπεται από την αρχή στην υπόθεση Mesolongitis v. Koutas (1986) 1 C.L.R. 161.

Δικηγόροι ― Οι δικηγόροι θα πρέπει να προβαίνουν στα κατάλληλα διαβήματα για τον ορθό προγραμματισμό των υποχρεώσεών τους.

Εφετείο ― Παρατήρηση Εφετείου αναφορικά με τον ορισμό αγωγής για «προγραμματισμό» και κατά πόσο η διαδικασία «προγραμματισμού» προβλέπεται από τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας.

Η εφεσείουσα-ενάγουσα (η εφεσείουσα) καταχώρησε αίτηση στη βάση της Δ.33, θ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, για επαναφορά [*1801]της αγωγής, μετά την παρέλευση 7 και πλέον μηνών από την ημέρα που είχε απορριφθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση.  Εναντίον της απόρριψης της αίτησης επαναφοράς ασκήθηκε η παρούσα έφεση. Η εφεσείουσα προέβαλε τους ακόλουθους λόγους έφεσης:

1) Η απόρριψη της αίτησης για επαναφορά ήταν εσφαλμένη, αφού αυτή βασίστηκε στη μοναδική αιτιολογία ότι υπήρχε καθυστέρηση στην υποβολή της, που έδειχνε αδιαφορία και καταφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων του αντιδίκου.

2) Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε εξουσία να επιληφθεί της αίτησης, γιατί τούτο θα έπρεπε να κάμει Δικαστής που είχε απορρίψει την αγωγή.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η απουσία του δικηγόρου της εφεσείουσας κατά την ημέρα που είχε ορισθεί η αγωγή, την οποία η εφεσείουσα απέδωσε στην απασχόληση του δικηγόρου της σε ακρόαση αγωγής σε άλλη πόλη, είναι εντελώς ανεπαρκής για να δικαιολογήσει την παράλειψη εμφάνισης τόσο της ιδίας όσο και των δικηγόρων της.  Οι δικηγόροι θα πρέπει να προβαίνουν στα κατάλληλα διαβήματα για τον ορθό προγραμματισμό των υποχρεώσεών τους και έτσι λόγοι όπως αυτός δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για να δικαιολογηθεί επαναφορά της αγωγής.  Επιπρόσθετα η ένορκη δήλωση δεν περιέχει κανένα στοιχείο που να υποστηρίζει τις πιθανότητες επιτυχίας της αγωγής.

     Όπως έχει επανειλημμένα τονισθεί, πρέπει να διασφαλίζονται από τη μια το δικαίωμα ακρόασης του διάδικου και από την άλλη η ανάγκη ταχείας διεκπεραίωσης των δικαστικών υποθέσεων.

     Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά ενήργησε με το να απορρίψει την αίτηση της εφεσείουσας λόγω της μεγάλης καθυστέρησης που παρατηρήθηκε στην καταχώρησή της και την έλλειψη οποιασδήποτε δικαιολογίας για το γεγονός αυτό.

2.  Η εκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή δεν καθιστά άκυρη την απόφαση, αφού η δικαιοδοσία είναι εκείνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου γενικά.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.

[*1802]Παρατηρήσεις Εφετείου:

1.  Η εφεσείουσα δεν μπορεί από τη μια να βασίζει την αίτησή της στις πρόνοιες της Δ.33 και από την άλλη να διατείνεται στην αγόρευσή της ότι οι εν λόγω πρόνοιες δεν ισχύουν εφόσον η υπόθεσή της δεν ήταν ορισμένη για ακρόαση αλλά για «προγραμματισμό».

2.  Οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας δεν προβλέπουν για διαδικασία «προγραμματισμού».  Μια αγωγή μπορεί να οριστεί για «οδηγίες» (Διαταγή 30, θεσμός 1(α)) ή για «ακρόαση» (Διαταγή 31, θεσμός 1).  Στην παρούσα περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο όρισε την αγωγή για «προγραμματισμό», που ουσιαστικά ήταν ορισμός για «οδηγίες» μέσα στα πλαίσια της Διαταγής 30, θεσμός 1(α), που με βάση τη νέα επιφύλαξή του, το Δικαστήριο μπορεί να ενεργήσει αυτεπάγγελτα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Mesolongitis v. Koutas (1986) 1 C.L.R. 161,

Στυλιανού ν. Σκύρα Λίμα Λτδ (2003) 1 Α.Α.Δ. 1234,

Χαραλάμπους ν. Κ & Τ. Andreou Ltd κ.ά., Π.Ε. 11120, ημερ. 13.9.02,

Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204.

Έφεση.

Έφεση από την ενάγουσα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου που δόθηκε στις 18/7/03 (Αρ. Αγωγής 13722/92) με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της ημερ. 27.12.02 για επαναφορά της αγωγής της με την οποία αξίωνε γενικές και ειδικές αποζημιώσεις εναντίον της εναγόμενης με την οποία ενεπλάκη σε τροχαίο ατύχημα και η οποία είχε απορριφθεί στις 16/5/02 ημερομηνία κατά την οποία η υπόθεση είχε αναβληθεί ξανά για προγραμματισμό.

Γ. Μηχανικός και Θ. Ανδρέου, για την Eφεσείουσα.

Γ. Λουκαΐδης, για την Eφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Δ..

[*1803]ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.:  Στις 8.11.99 η εφεσείουσα-ενάγουσα καταχώρησε αγωγή απαιτώντας γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για ζημιές που προκλήθηκαν από τροχαίο ατύχημα.  Μετά την επίδοση της αγωγής στις 13.11.99, καταχωρήθηκε σημείωμα εμφάνισης στις 14.1.00.  Στις 28.9.01, δηλαδή περίπου ένα χρόνο και εννέα μήνες αργότερα, η εφεσείουσα καταχώρησε την Έκθεση Απαίτησης και ακολούθησε η Υπεράσπιση στις 8.1.02.  Σε αίτημα της εφεσείουσας για ορισμό, η αγωγή ορίστηκε για «προγραμματισμό» στις 11.4.02.  Κατά την πιο πάνω ημερομηνία εμφανίστηκε μόνο ο δικηγόρος της εφεσείουσας και η υπόθεση αναβλήθηκε ξανά για «προγραμματισμό» στις 16.5.02.  Την ημερομηνία εκείνη δεν εμφανίστηκε οποιοσδήποτε από τους διαδίκους ή τους δικηγόρους τους και το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή.  Μετά την παρέλευση 7 και πλέον μηνών, η εφεσείουσα-ενάγουσα καταχώρησε αίτηση για επαναφορά της αγωγής στις 27.12.02, την οποία ο πρωτόδικος Δικαστής απέρριψε.  Εναντίον της απορριπτικής απόφασης καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση.

Θα επιληφθούμε πρώτα του δεύτερου λόγου έφεσης, με τον οποίο η εφεσείουσα υπέβαλε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε εξουσία να επιληφθεί της αίτησης, γιατί τούτο θα έπρεπε να κάμει ο Δικαστής που είχε απορρίψει την αγωγή.  Η αρχή που διέπει το θέμα εκφράστηκε στην υπόθεση Mesolongitis v. Koutas (1986) 1 C.L.R. 161, όπου αποφασίστηκε ότι η δικαιοδοσία εκδίκασης αίτησης για επαναφορά αγωγής ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο και όπου τούτο είναι δυνατόν είναι προτιμητέο να εξετάζεται από το Δικαστή που είχε επιληφθεί της υπόθεσης.  Οι λόγοι που δεν εκδικάστηκε από τον ίδιο Δικαστή σε αυτή την υπόθεση παραμένουν άγνωστοι σε μας.  Εν πάση όμως περιπτώσει, η εκδίκαση της αίτησης από άλλο Δικαστή δεν καθιστά άκυρη την απόφαση, αφού, όπως αναφέραμε, η δικαιοδοσία είναι εκείνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου γενικά.  Ο λόγος αυτός της έφεσης, κατά την κρίση μας, θα πρέπει να απορριφθεί.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης, η εφεσείουσα προβάλλει πως η απόρριψη της αίτησης για επαναφορά ήταν εσφαλμένη, αφού αυτή βασίστηκε στην μοναδική αιτιολογία ότι υπήρχε καθυστέρηση στην υποβολή της, που έδειχνε αδιαφορία και καταφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων του αντίδικου.

Ας σημειωθεί ότι η εφεσείουσα βάσισε την αίτηση της στην Δ.33 θ.1, κάμνοντας και αναφορά στη Δ.57 που δίδει εξουσία στο Δικαστήριο να παρατείνει τις προθεσμίες.  Θεωρούμε όμως πως η Δ.57 δεν έχει εφαρμογή, καθότι  δεν ετίθετο θέμα προθεσμίας και εν πάση περιπτώσει η εφεσείουσα δεν είχε υποβάλει οποιοδήποτε αίτημα για παράταση προθεσμίας. 

[*1804]

Η Δ.33 θ.1 προνοεί τα ακόλουθα:

«Ιf on the day fixed for trial the parties do not appear when the trial is called on, upon proof that they (or the party at whose instance such day was fixed) had notice, the action υπόκειται σε απόρριψη and shall not subsequently be heard, unless upon application to the Court, the Court orders reinstatement of the action on the ground that it is equitable so to do in the circumstances of the case.”

Παρατηρούμε πως, ενώ η εφεσείουσα βασίζει την αίτηση της σε θεσμό που αναφέρεται στην απόρριψη αγωγής κατά την ημέρα της δίκης, εντούτοις σε άλλα σημεία του περιγράμματος και της αγόρευσής του συνηγόρου της, υποβάλλεται στο Εφετείο πως δεν ισχύουν οι πρόνοιες της Δ.33, εφόσον στην προκειμένη περίπτωση η υπόθεση δεν ήταν ορισμένη για ακρόαση, αλλά για «προγραμματισμό».  Επισημαίνουμε πως δεν μπορεί η εφεσείουσα ταυτόχρονα να επικαλείται εφαρμογή του σχετικού θεσμού και συνάμα να αρνείται κάτι τέτοιο.

Θα θέλαμε σε αυτό το στάδιο να παρατηρήσουμε ότι οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας δεν προβλέπουν για διαδικασία «προγραμματισμού».  Μια αγωγή μπορεί να οριστεί για «οδηγίες» (Διαταγή 30, θεσμός 1(α)) ή για «ακρόαση» (Διαταγή 31, θεσμός 1).  Στην παρούσα περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο όρισε την αγωγή για «προγραμματισμό», που ουσιαστικά ήταν ορισμός για «οδηγίες» μέσα στα πλαίσια της Διαταγής 30, θεσμός 1(α), που με βάση τη νέα επιφύλαξή του,  το Δικαστήριο μπορεί να ενεργήσει αυτεπάγγελτα.

Η αγωγή προφανώς απορρίφθηκε για μη προώθησή της, οι δε γενικές αρχές που ισχύουν και για παραμερισμό απόφασης και επαναφορά της αγωγής έχουν ανάλογη  εφαρμογή και στην παρούσα περίπτωση. Κρίνουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά ενήργησε με το να απορρίψει την αίτηση της εφεσείουσας λόγω της μεγάλης καθυστέρησης που παρατηρήθηκε στην καταχώρησή της και την έλλειψη οποιασδήποτε  δικαιολογίας για το γεγονός αυτό. 

Στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση αναφέρονται τα ακόλουθα:

«Η απουσία μου οφείλετο στο γεγονός ότι κατά την ανωτέρω ημερομηνία ευρισκόμουν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας εις την ακρόαση της αγωγής 5158/1999.  Είχαμε συμ[*1805]φωνήσει με το συνάδελφο κ. Θεοφάνη Ανδρέου όπως εμφανισθεί, όμως λόγω προσωπικού κωλύματος δεν μπόρεσε ούτε αυτός να παρευρεθεί.»

Κρίνουμε πως ο λόγος αυτός είναι εντελώς ανεπαρκής για να δικαιολογήσει την παράλειψη εμφάνισης της εφεσείουσας και των δικηγόρων της την ημέρα που είχε ορισθεί η αγωγή.  Στην υπόθεση Στυλιανού ν. Σκύρα Λίμα Λτδ (2003) 1 Α.Α.Δ. 1234 λέχθηκε πως οι δικηγόροι θα πρέπει να προβαίνουν στα κατάλληλα διαβήματα για τον ορθό προγραμματισμό των υποχρεώσεών τους και έτσι λόγοι όπως αυτός δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για να δικαιολογηθεί επαναφορά της αγωγής. Επιπρόσθετα, επισημαίνουμε πως η ένορκη δήλωση δεν περιέχει κανένα στοιχείο που να υποστηρίζει τις πιθανότητες επιτυχίας της αγωγής.

Όπως έχει επανειλημμένα τονισθεί, πρέπει να διασφαλίζονται από τη μια το δικαίωμα ακρόασης του διάδικου και από την άλλη η ανάγκη ταχείας διεκπεραίωσης των δικαστικών υποθέσεων.  Η άνευ φειδούς επανάνοιξη υπόθεσης  δημιουργεί αβεβαιότητα στην τελεσιδικία και γι΄αυτό, αν η συμπεριφορά διαδίκου είναι τέτοια που πλήττει τα θεμέλια της απονομής της δικαιοσύνης και καταδεικνύει καταφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας, το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί το αίτημα του διαδίκου. (Δέστε σχετικά Άννα Νικολάου Χαραλάμπους ν. Κ & T. Andreou Ltd κ.ά., Π.Ε. 11120, ημερ. 13.9.02 και Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204).

Κάτω από τις πιο πάνω συνθήκες, κρίνουμε πως ο πρωτόδικος Δικαστής ενήργησε εντός των πλαισίων της διακριτικής του ευχέρειας, με τρόπο ώστε να μην χωρεί οποιαδήποτε επέμβαση εκ μέρους μας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο