Μιχαήλ Ανδρέας Θεοδούλου ν. Γιαννάκη Ηλία Κυριάκου (2004) 1 ΑΑΔ 1825

(2004) 1 ΑΑΔ 1825

[*1825]9 Νοεμβρίου, 2004

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ ΜΙΧΑΗΛ,

Εφεσείων-Εναγόμενος,

ν.

ΓΙΑΝΝΑΚΗ ΗΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,

Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11376)

 

Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Ανακοπή πορείας αυτοκινήτου στον κύριο δρόμο από εισερχόμενο από πάροδο μοτοποδήλατο ― Οδηγός μοτοποδηλάτου κρίθηκε αποκλειστικά υπεύθυνος για την πρόκληση του ατυχήματος.

Αμέλεια ― Ταχύτητα οχημάτων ― Υπερβολική ταχύτητα ― Δεν μπορεί από μόνη της να στοιχειοθετήσει αμέλεια ή συντρέχουσα αμέλεια.

Ευρήματα Δικαστηρίου ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Τροχαίο ατύχημα ― Στη βάση της μαρτυρίας που το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη, ορθά καταλογίσθηκε αποκλειστική ευθύνη στον εφεσείοντα ― Προϋποθέσεις επέμβασης Εφετείου επί του ζητήματος της αξιοπιστίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων αμφισβητεί την απόδοση σ’ αυτόν αποκλειστικής ευθύνης για την πρόκληση τροχαίου ατυχήματος το οποίο σημειώθηκε στο δρόμο Πόλης Χρυσοχούς - Πάφου και στο οποίο το μοτοποδήλατο που οδηγούσε εισήλθε στον κύριο δρόμο από πάροδο αριστερά με σκοπό να στρίψει δεξιά και να κατευθυνθεί στην Πόλη Χρυσοχούς, ανακόπτοντας την πορεία του οχήματος του εφεσίβλητου στον κύριο δρόμο και προκαλώντας σύγκρουση με αυτό.  Σύμφωνα με τον εφεσίβλητο η ταχύτητά του ήταν γύρω στα 52-60 χιλιόμετρα και η σύγκρουση έλαβε χώρα στο κέντρο του δρόμου, το δε όριο ταχύτητας ήταν 30 χλμ. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε απορρίψει τη μαρτυρία του κύριου μάρτυρα του εφεσείοντος, τον οποίο ο εφεσείων κάλεσε ως εμπειρογνώμονα, σύμφωνα με την οποία αν το όχημα του εφεσίβλητου έτρεχε με 50 χλμ την ώρα, θα μπορούσε να εφαρμόσει έγκαιρα τα φρέ[*1826]να του για να αποφύγει τη σύγκρουση.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του πιο πάνω εμπειρογνώμονα γιατί ο μάρτυς δεν επεξήγησε στο Δικαστήριο το μαθηματικό τρόπο με τον οποίο κατέληξε στο συμπέρασμα του, γιατί είπε ψέματα στο Δικαστήριο ότι επισκέφθηκε το χώρο του ατυχήματος λίγο μετά τη σύγκρουση, γιατί έλαβε υπόψη την κατάσταση της ασφάλτου όπως αυτή ήταν στις αρχές του 1999 (δηλαδή ένα χρόνο μετά τη σύγκρουση) και γιατί έλαβε υπόψη του δεδομένα που δεν γνώριζε ποιά ήταν την ημέρα του ατυχήματος, όπως π.χ. ο συντελεστής τριβής.

Ο εφεσείων αμφισβητεί επίσης την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την ταχύτητα του εφεσίβλητου.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου βασίζονται πάνω στην αξιοπιστία των μαρτύρων. Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι κατά γενικό κανόνα το Εφετείο δεν επεμβαίνει σε ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που βασίζονται πάνω στην αξιοπιστία των μαρτύρων, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο βρίσκεται πάντα σε καλύτερη θέση να αξιολογήσει τη μαρτυρία που προσφέρεται.

2.  Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι η υπερβολική ταχύτητα δεν μπορεί από μόνη της να στοιχειοθετήσει αμέλεια, εκτός αν οι υπόλοιπες λεπτομέρειες συνηγορούν στην ύπαρξη αμέλειας.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Γεωργίου ν. Καψού (1997) 1 Α.Α.Δ. 164,

Χριστοδούλου ν. Αριστοδήμου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 552,

Αθανασίου ν. Loizias and Sons Contracting and Building (Overseas) Ltd (1993) 2 A.A.Δ. 529,

Katsiamalis v. Republic (1980) 2 C.L.R. 107,

Quinn v. Scott [1965] 2 All E.R. 588,

Alexandrou v. Gamble (1974) 1 C.L.R. 5,

[*1827]Demou v. Constantinou a.o. (1979) 1 C.L.R. 21,

Ioakim v. Soteriades (1984) 1 C.L.R. 175,

Παναγίδου κ.ά. ν. Κόκκινου (2001) 1 Α.Α.Δ. 122.

Έφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου που δόθηκε στις 26/3/02 (Αρ. Αγωγής 445/99) με την οποία του καταλόγισε αποκλειστική ευθύνη για το τροχαίο ατύχημα το οποίο συνέβη στις 5/1/98 στην Πάφο όταν το μοτοποδήλατο το οποίο οδηγούσε χωρίς άδεια οδήγησης, εισερχόμενο από πάροδο στον κύριο δρόμο έφραξε την πορεία του ενάγοντα ο οποίος οδηγούσε το αυτοκίνητό του στον κύριο δρόμο.

Λ. Γεωργίου, για τον Εφεσείοντα.

Θ. Κορφιώτης για Α. Εύζωνα, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:

(α) Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση.

Γύρω στις 7.30 μ.μ. της 5/1/98 ενώ ο εφεσίβλητος (εναγόμενος) οδηγούσε το υπ’ αριθμό ΕΑΑ 556 όχημα του κατά μήκος της κύριας οδού Πόλης Χρυσοχούς – Πάφου, σε ένα σημείο του δρόμου όπου υπάρχει στα αριστερά πάροδος που οδηγεί στο χωριό Στενή, συγκρούστηκε με το υπ’ αριθμό RJ 158 μοτοποδήλατο που οδηγούσε ο εφεσείων (ενάγων). Το μοτοποδήλατο εισερχόταν στον κύριο δρόμο από την πάροδο με σκοπό να στρίψει δεξιά και να κατευθυνθεί στην Πόλη Χρυσοχούς. Ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι το μοτοποδήλατο, που δεν είχε ούτε τα μπροστινά ούτε τα πισινά του φώτα αναμμένα, εισήλθε στον κύριο δρόμο χωρίς να σταματήσει στη συμβολή των δύο δρόμων και ότι μόλις το αντιλήφθηκε από μια απόσταση γύρω στα 10-15 μέτρα εφάρμοσε τα φρένα του χωρίς να μπορέσει να αποφύγει τη σύγκρουση. Σύμφωνα με τον εφεσίβλητο η ταχύτητα του ήταν γύρω στα  52-60 χιλιόμετρα και η σύγκρουση έλαβε χώρα στο κέντρο του δρόμου. Ο εφεσείων, που κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν 70 χρόνων, στην κατάθεση του προς την Αστυνομία δεκαεπτά μέρες [*1828]μετά το ατύχημα ανέφερε ότι δεν είχε άδεια οδήγησης και οδηγούσε το πιο πάνω μοτοποδήλατο για πρώτη φορά και επειδή ανήκε στο γιο του που απουσίαζε στο εξωτερικό δεν είχε ζητήσει τη συγκατάθεση του. Αναφορικά με τα περιστατικά που οδήγησαν στη σύγκρουση ο πιο πάνω ανέφερε τα ακόλουθα: “Όταν έφτασα στη διασταύρωση του δρόμου Στενής και Πόλης Χρυσοχούς – Πάφου εγώ δεν πρόσεξα ότι ερχόταν αυτοκίνητο και προσπάθησα να διασταυρώσω για να μπω στην αριστερή πλευρά. Δεν θυμούμαι αν έκανα ΑΛΤ ή όχι, στη συνέχεια είδα σε πολύ μικρή απόσταση περίπου δεκαπέντε μέτρα φώτα αυτοκινήτου, στη συνέχεια συγκρούστηκα μαζί του και δεν θυμούμαι τι έγινε”.

Κατά τη διάρκεια της ένορκης του κατάθεσης στο Δικαστήριο ο εφεσείων ανέφερε ότι το μοτοποδήλατο ανήκε στο γιο του που απουσιάζει για 5-6 χρόνια στην Ελλάδα και ότι την οδηγούσε για τα τελευταία 3-4 χρόνια χωρίς άδεια. Την ημέρα του ατυχήματος ξεκίνησε από το σπίτι του για να πάει να φέρει τσιγάρα. Είχε τα φώτα του μοτοποδηλάτου αναμμένα και οδηγούσε με ταχύτητα 5 χιλιομέτρων. Όταν έφθασε στη συμβολή των δρόμων που υπήρχε το σημείο ΑΛΤ, είδε τα φώτα από μακριά, υπολόγισε ότι θα μπορούσε να περάσει, συνέχισε το δρόμο του και ήλθε το αυτοκίνητο “σαν κεραυνός, εσάρισε με”. Αντεξεταζόμενος για το περιεχόμενο της κατάθεσης του προς την αστυνομία μετά το ατύχημα, αρχικά υποστήριξε ότι ο αρμόδιος αστυνομικός πήγε στο νοσοκομείο και τον είδε, βγήκε έξω, “έκαμε τα χαρτιά και έβαλε με και υπόγραψα τα δίχως να το διαβάσω”. Όταν του υποβλήθηκε ότι στην κατάθεση του προς την αστυνομία είχε πει “για το δυστύχημα φέρω εγώ την ευθύνη και ήδη τιμωρήθηκα αρκετά”, ο εφεσείων είπε ότι δεν είχε δώσει καμιά κατάθεση στην αστυνομία.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο εφεσείων έφερε αποκλειστική ευθύνη για το ατύχημα. Η γενεσιουργός αιτία του ατυχήματος ήταν η είσοδος του εφεσείοντος στον κύριο δρόμο, φράζοντας έτσι την πορεία του εφεσιβλήτου που οδηγούσε στον κύριο δρόμο. Το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος, σύμφωνα και με τη δική του παραδοχή, οδηγούσε με 50-60 χιλιόμετρα σε περιοχή στην οποία υπήρχε όριο ταχύτητας 30 χλμ, δεν μπορούσε να αποδείξει ότι ο εφεσίβλητος ήταν ένοχος συντρέχουσας αμέλειας.

(β) Η έφεση.

Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης αναφορικά με τον καταλογισμό της ευθύνης και εισηγείται ότι τα ευρήματα του Δικαστηρίου δεν συνάδουν με τη μαρτυρία που έχει δοθεί ότι η ευθύνη θα έπρεπε να αποδοθεί εξί[*1829]σου μεταξύ των δύο οδηγών.

Προς ενίσχυση των θέσεων του ο εφεσείων επικαλέστηκε τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα Θράσου Ο’ Μαχόνη που είχε καλέσει, σύμφωνα με την οποία αν το όχημα του εφεσιβλήτου έτρεχε με 50 χλμ την ώρα θα μπορούσε να εφαρμόσει έγκαιρα τα φρένα του για να αποφύγει τη σύγκρουση.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του πιο πάνω εμπειρογνώμονα, γιατί ο μάρτυς “δεν εφοδίασε το Δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για τον έλεγχο της ακρίβειας των συμπερασμάτων του και γιατί δεν είχε αποδειχθεί το υπόβαθρο των γεγονότων στα οποία στήριξε τη γνώμη του”. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι ο μάρτυς είχε λάβει υπόψη του την αστυνομική έκθεση που δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο και ότι βάσισε το συμπέρασμα του στην κατάσταση της ασφάλτου όπως ήταν στις αρχές του 1999, ένα χρόνο δηλαδή μετά τη σύγκρουση. Επιπρόσθετα το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο μάρτυς είπε ψέματα ότι επισκέφθηκε το χώρο λίγο μετά το δυστύχημα, ένα περίπου μήνα, μετά από οδηγίες που του έδωσε ο δικηγόρος του εφεσείοντος.

(i) Η μαρτυρία του εμπειρογνώμονα.

Ο κύριος μάρτυς του εφεσείοντος αναφορικά με τα αίτια της σύγκρουσης ήταν ο Θράσος Ο’ Μαχόνη, που είναι μεταξύ άλλων μέλος του Αγγλικού Ινστιτούτου Μηχανολόγων Μηχανικών και του Αμερικανικού Συνδέσμου Μηχανολόγων Μηχανικών και λειτουργεί γραφείο στη Λάρνακα από το 1989. Ο μάρτυς ανέφερε αρχικά ότι επισκέφθηκε το χώρο της σύγκρουσης ένα μήνα μετά τη σύγκρουση. Αργότερα κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης του ο μάρτυς ανέφερε ότι του είχαν δοθεί οδηγίες από το δικηγόρο του εφεσιβλήτου τον Ιούνιο του 1999 να εξετάσει τα αίτια του ατυχήματος και ακολούθως επισκέφθηκε το χώρο του για πρώτη φορά και αργότερα για δεύτερη φορά το Σεπτέμβρη ή Οκτώβρη του 2000, αφού πήρε προηγουμένως το σχέδιο του ατυχήματος από την αστυνομία, πάνω στο οποίο βάσισε τα συμπεράσματα του. Ο μάρτυς δεν γνώριζε ποιά ήταν η κατάσταση του δρόμου την ημέρα του ατυχήματος, αν δηλαδή η άσφαλτος ήταν καθαρή, αν είχε ή όχι μικρές πέτρες ή αν υπήρχε ομίχλη που θα μπορούσε να επηρεάσει την επιφάνεια της. Ο μάρτυς παραδέχθηκε επίσης ότι δεν είχε εξετάσει το όχημα του εφεσιβλήτου και δεν γνώριζε το βάρος του ή την κατάσταση των ελαστικών του. Παρόλα αυτά ο μάρτυς βασίστηκε στο μήκος των ιχνών φρένων του οχήματος του εφεσιβλήτου, που ήταν 13.3 μ. και αφού πρόσθεσε το μήκος των φρένων που ήταν καλυμμένα από το όχημα του εφεσιβλήτου που είχε ακινητοποιηθεί, που ήταν 5 μέτρα [*1830]και αφού πρόσθεσε επίσης 1.5 δευτερόλεπτα ως απόσταση σκέψης του οδηγού προτού αποφασίσει λόγω του επερχόμενου κινδύνου να εφαρμόσει φρένα (που ισοδυναμούσε με απόσταση 16.7 μέτρων ανά δευτερόλεπτο σε ταχύτητα 60 χλμ), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πραγματική ταχύτητα του εφεσιβλήτου ήταν μια ταχύτητα 59.4. Η ταχύτητα αυτή θα έπρεπε να αυξηθεί λόγω της αντίστασης που πρόβαλε το μοτοποδήλατο μετά από τη σύγκρουση. Η εισήγηση του μάρτυρα ήταν ότι η πραγματική ταχύτητα του εφεσιβλήτου υπερέβαινε τα 59.4 χιλιόμετρα ανά ώρα και ότι αν έτρεχε με μια ταχύτητα 50 χιλιομέτρων ανά ώρα θα μπορούσε να αποφύγει τη σύγκρουση.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του πιο πάνω εμπειρογνώμονα γιατί ο μάρτυς δεν επεξήγησε στο Δικαστήριο το μαθηματικό τρόπο με τον οποίο κατέληξε στο συμπέρασμα του, γιατί είπε ψέματα στο Δικαστήριο ότι επισκέφθηκε το χώρο του ατυχήματος λίγο μετά τη σύγκρουση (ενώ τούτο, αν έγινε, έγινε 6 μήνες αργότερα), γιατί έλαβε υπόψη την κατάσταση της ασφάλτου όπως αυτή ήταν στις αρχές του 1999 (δηλαδή ένα χρόνο μετά τη σύγκρουση) και γιατί έλαβε υπόψη του δεδομένα που δεν γνώριζε ποιά ήταν την ημέρα του ατυχήματος, όπως π.χ. ο συντελεστής τριβής.

Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου βασίζονται πάνω στην αξιοπιστία των μαρτύρων. Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι κατά γενικό κανόνα το Εφετείο δεν επεμβαίνει σε ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που βασίζονται πάνω στην αξιοπιστία των μαρτύρων, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο βρίσκεται πάντα σε καλύτερη θέση να αξιολογήσει τη μαρτυρία που προσφέρεται. (Γεωργίου ν. Καψού (1997) 1 Α.Α.Δ. 164)

Τα πρωτόδικα Δικαστήρια έχουν καθήκον να αξιολογούν το σύνολο της μαρτυρίας που παρουσιάζεται και να προβαίνουν σε διαπιστώσεις πάνω σε όλα τα αμφισβητούμενα γεγονότα έτσι ώστε η απόφαση τους να περιέχει την απαραίτητη δικαστική κρίση πάνω στα επίδικα θέματα. (Χριστοδούλου ν. Αριστοδήμου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 552). Το Εφετείο όμως έχει τη διακριτική ευχέρεια να επέμβει όταν το πρωτόδικο Δικαστήριο παραλείπει να προβεί σε συγκεκριμένο εύρημα σχετικά με ένα ουσιώδες θέμα της διαδικασίας (Αθανασίου ν. Loizias and Sons Contracting and Building (Overseas) Ltd (1993) 2 A.A.Δ. 529), όπως επίσης και όταν ένα εύρημα ως προς την αξιοπιστία ενός μάρτυρος δεν ήταν εύλογα επιτρεπτό. (Katsiamalis v. Republic (1980) 2 C.L.R. 107).    

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω και τους λόγους της απόρριψης της εκδοχής του εμπειρογνώμονα, έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα [*1831]ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή. Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.

(ii) Η ταχύτητα του εφεσιβλήτου.

Έχει υποβληθεί εκ μέρους του εφεσείοντος ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε σοβαρά υπόψη ότι το ατύχημα έλαβε χώρα μέσα στα δημοτικά όρια της Πόλης Χρυσοχούς, ότι υπήρχε όριο ταχύτητας 30 χλμ, ότι το δυστύχημα επεσυνέβη κατά τη διάρκεια σκότους και ότι η ταχύτητα του εφεσιβλήτου των 60 χλμ δεν ήταν η πρέπουσα.

Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι η υπερβολική ταχύτητα δεν μπορεί από μόνη της να στοιχειοθετήσει αμέλεια, εκτός αν οι υπόλοιπες λεπτομέρειες συνηγορούν στην ύπαρξη αμέλειας. (Βλέπε Quinn v. Scott [1965] 2 All E.R. 588). Στην υπόθεση Alexandrou v. Gamble (1974) 1 C.L.R. 5, στην οποία τονίστηκε ότι η υπερβολική ταχύτητα δεν είναι ικανοποιητική από μόνη της να στοιχειοθετήσει αμέλεια, τονίστηκε από τον τότε Πρόεδρο κ. Τριανταφυλλίδη ότι,

“Even if we were to proceed on the basis of the assumption that the respondent was, just before the collision, driving at a high speed, or exceeding the prescribed speed limit in a built-up area, we cannot, in any case, accept the proposition, put forward by counsel for the appellant, that doing so was, inevitably, sufficient per se, and irrespective of the circumstances of the present case, to establish negligence. That such a proposition is not correct is to be derived from, inter alia, Quinn v. Scott (Supra), and Barna v. Hudes Merchandising Corporation 1962 S.J. 194.”

Η ίδια προσέγγιση υιοθετήθηκε στην υπόθεση Demou v. Constantinou and another (1979) 1 C.L.R. 21, όπου ο Δικαστής Α. Λοϊζου σημείωσε ότι,

“High speed alone – if a speed of 45-50 m.p.h. in a non – built up area could be said to be high speed – is not evidence of negligence unless the particular conditions at the time and place preclude it.”

(Βλέπε επίσης Ioakim v. Soteriades (1984) 1 C.L.R. 175 και Παναγίδου κ.ά. ν. Κόκκινου (2001) 1 Α.Α.Δ. 122).

Έχοντας υπόψη τις πιο πάνω αρχές μέσα στα πλαίσια της μαρτυρίας που έχει δοθεί και ιδιαίτερα τη μη ύπαρξη άλλης τροχαίας κί[*1832]νησης στο δρόμο, δεν  έχουμε καμιά αμφιβολία ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθή. Δεν έχουν προβληθεί λόγοι που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την επέμβαση μας στο εύρημα ότι ο εφεσείων ήταν αποκλειστικά υπεύθυνος για το ατύχημα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο