Spinneys Cyprus Ltd ν. Χριστάκη Χρίστου και Άλλων (2004) 1 ΑΑΔ 1833

(2004) 1 ΑΑΔ 1833

[*1833]9 Νοεμβρίου, 2004

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

SPINNEYS CYPRUS LTD,

Εφεσείουσα,

ν.

1. ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ,

2. ΤΑΜΕΙΟΥ ΠΛΕΟΝΑΖΟΝΤΟΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11626)

 

Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών ― Έφεση εναντίον απόφασης Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών σε υποθέσεις τερματισμού απασχολήσεως ― Δεν είναι επιτρεπτή έφεση για ανατροπή των ευρημάτων και των γεγονότων που περιβάλλουν τον τερματισμό απασχολήσεως αλλά περιορίζεται στον έλεγχο επί νομικών μόνο θεμάτων.

Έξοδα ― Επιδίκαση εξόδων ― Ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος Δικαστηρίου ― Τα έξοδα ακολουθούν κατά κανόνα το αποτέλεσμα της δίκης, εκτός εάν συντρέχουν λόγοι που δικαιολογούν απόκλιση από τον κανόνα.

Οι εφεσίβλητοι εργοδοτούντο από την εφεσείουσα εταιρεία.  Το Φεβρουάριο του 1998 η εφεσείουσα εταιρεία (η εταιρεία) αγοράσθηκε από την Εταιρεία ALKIS H. HADJIKYRIAKOS (Frou - Frou Biscuits) Ltd (η Frou - Frou), μεταστεγάστηκε στην Κοκκινοτριμιθιά και προχώρησε σε αλλαγή στη δομή της ούτως ώστε να ευθυγραμμιστεί με τη δομή της Frou - Frou.

Με τη συστέγαση και συνεργασία των δύο εταιρειών και την αλλαγή στη δομή και στον τρόπο εργασίας καταργήθηκαν οι θέσεις που υπήρχαν και προσφέρθηκαν στους ίδιους υπαλλήλους νέες θέσεις με νέους όρους εργασίας.  Οι νέες προτάσεις ήταν διαφορετικές από εκείνες που ίσχυαν με τις συλλογικές συμβάσεις και ήταν λιγότερο ευνοϊκές για τους εργοδοτούμενους.

Οι εφεσίβλητοι αποχώρησαν μετά από προειδοποίηση για τερματι[*1834]σμό της απασχόλησής τους.  Μετά τον τερματισμό της απασχόλησής τους καταχώρησαν στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών (το πρωτόδικο Δικαστήριο) ξεχωριστές αιτήσεις τις Αιτήσεις 300-309/2001 - για αποζημιώσεις λόγω παράνομου τερματισμού της απασχόλησής τους.  Οι αιτήσεις 300/01 - 307/01 συνεκδικάστηκαν και οι αιτητές εκπροσωπούνταν από τον ίδιο δικηγόρο. Όσον αφορά τις υπόλοιπες δύο αιτήσεις όπου οι εφεσίβλητοι απεβίωσαν μετά την καταχώρησή τους οι δικηγόροι τους δήλωσαν ότι δεσμεύονται με την απόφαση επί των κοινών γεγονότων με τις υπόλοιπες υποθέσεις.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στο Άρθρο 23 του Περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967 (Ν. 24/67) για να εξετάσει αν πραγματικά υπάρχει κατάργηση ή μείωση στις ανάγκες για εργοδοτουμένους για τη συγκεκριμένη εργασία την οποία ήταν υποχρεωμένοι να διεξάγουν με βάση τους όρους εργασίας τους.  Διαπίστωσε επί του προκειμένου «ότι πράγματι υπήρχε κατάργηση θέσεων και μείωση στις ανάγκες για παραγγελιολήπτες και διανομείς».

Σε σχέση με τις αιτήσεις 301-309/01 το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο τερματισμός απασχόλησης των αιτητών έγινε λόγω πλεονασμού και εφόσον απέδειξαν ότι ευλόγως αρνήθηκαν τη νέα εργασία που τους είχε προσφερθεί, αυτοί πρέπει να πληρωθούν από το Ταμείο για Πλεονάζον Προσωπικό σύμφωνα με τις πρόνοιες του Τέταρτου Πίνακα του Νόμου.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις εν λόγω αιτήσεις χωρίς διαταγή για έξοδα.

Σε σχέση με την αίτηση 300/01 το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η απόλυση ήταν αδικαιολόγητη και η εταιρεία θα πρέπει να αποζημιώσει τον αιτητή σύμφωνα με τις πρόνοιες του Πρώτου και Τέταρτου Πίνακα του Νόμου 24/67.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αποδείχθηκε ότι η θέση πλεόνασε, αλλά ότι η εταιρεία μονομερώς προσπάθησε να αλλάξει τους όρους εργασίας του αιτητή, ο οποίος δικαιολογημένα δεν τους αποδέχθηκε.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε υπέρ του αιτητή και εναντίον της εταιρείας το ποσό της τάξεως των £10.685 με έξοδα.

Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα του μέρους της πρωτόδικης απόφασης το οποίο σχετίζεται με την αίτηση 300/2001 και του μέρους της απόφασης που σχετίζεται με το θέμα των εξόδων σε όλες τις αιτήσεις.

Με τους λόγους έφεσης αμφισβητούνται τα σχετικά ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για λόγους, μεταξύ άλλων, ότι αυτά έρχονται σε αντίθεση με προηγούμενες διαπιστώσεις ή ευρήματα της πρωτόδικης [*1835]απόφασης.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Οι λόγοι έφεσης που στόχο έχουν την ανατροπή των γεγονότων και των επ’ αυτών ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου που περιβάλλουν τον τερματισμό της απασχόλησης του εφεσίβλητου στην υπόθεση 300/01 δεν θα πρέπει να εξεταστούν από το Δικαστήριο. Το Άρθρο 12(11Α) του περί Ετησίων Αδειών μετ’ Απολαβών Νόμου του 1967 (Ν. 8/67) όπως αναμορφώθηκε από το Άρθρο 2 του Ν. 110(Ι)/99, περιορίζει το δικαίωμα έφεσης κατά αποφάσεων του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών σε νομικά σημεία μόνο.

     Στην παρούσα υπόθεση οι λόγοι έφεσης απολήγουν σε αμφισβήτηση των ευρημάτων του Δικαστηρίου και των γεγονότων που περιβάλλουν τον τερματισμό απασχόλησης του εφεσίβλητου 1 και γι’ αυτό κρίνονται απαράδεκτοι.

2.  Ο εφεσίβλητος στην αίτηση 300/2001, ως επιτυχών διάδικος, δικαιούται στα έξοδά του.  Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε που να δικαιολογεί απόκλιση από τον σχετικό κανόνα.  Κάτω όμως υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, ο εφεσίβλητος δικαιούται σε όλα τα έξοδα του μέχρι το διάταγμα συνεκδίκασης και στο 1/10 των εξόδων μετά το διάταγμα συνεκδίκασης. Το διάταγμα αυτό δεν επηρεάζει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τα δικαιώματα του εφεσίβλητου 1.  Προκειμένου περί συνεκδίκασης 10 υποθέσεων είναι δίκαιο όπως τα έξοδα δικηγόρου και πελάτη τα επωμίζονται όλοι οι αιτητές.  Εδώ τα 9/10 των εξόδων θα τα επωμισθούν οι υπόλοιποι - αποτυχόντες - 9 αιτητές.

3.  Αναφορικά με τα έξοδα στις αιτήσεις 301/01 - 309/01, το πρωτόδικο Δικαστήριο στέρησε τον επιτυχόντα διάδικο ήτοι την εφεσείουσα των εξόδων της χωρίς να αιτιολογήσει την απόκλισή του από τον κανόνα.  Είναι λοιπόν δίκαιο όπως ο κάθε ένας από τους 9 αιτητές στις αιτήσεις 301/01 - 309/01, ως αποτυχόντες διάδικοι, καταβάλουν στην εφεσείουσα τα έξοδα που αφορούν την αίτηση τους μέχρι το διάταγμα της συνεκδίκασης, και όλοι οι αιτητές να καταβάλουν στην εφεσείουσα τα 9/10 των εξόδων της διαδικασίας μετά το διάταγμα συνεκδίκασης.

Η έφεση επιτράπηκε μερικώς ως ανωτέρω με το 1/4 των εξόδων της έφεσης υπέρ της εφεσείουσας.  Δεν εκδόθηκε διαταγή για τα έξοδα του Ταμείου του Πλεονάζοντος Προσωπικού.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

[*1836]

Παναγιώτης Κουντουρίδης Λτδ ν. Γεωργίου (2003) 1 Α.Α.Δ. 980,

Τουμάζου κ.ά. ν. Ταμείου Πλεονάζοντος Προσωπικού (2003) 1 Α.Α.Δ. 1078,

Hadjicostas (1984) 1 C.L.R. 513,

Χάσικος κ.ά. ν. Χαραλαμπίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 389,

Θρασυβούλου ν. Arto Estates Ltd (1993) 1 A.A.Δ. 12,

Alam v. Τουμαζίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 968,

Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954,

Λυσιώτη ν. Δημοκρατίας (2000) 1 Α.Α.Δ. 364.

Έφεση.

Έφεση από την καθ’ ης η αίτηση εταιρεία κατά της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών που δόθηκε στις 28/1/03 (Αρ. Αιτήσεων 300/01-309/01) με την οποία απέρριψε, χωρίς διαταγή για έξοδα, τις συνεκδικασθείσες αιτήσεις 301-309/01 με τις οποίες οι αιτητές ζητούσαν αποζημιώσεις για παράνομο τερματισμό της απασχόλησής τους από την εταιρεία αποδέχτηκε όμως την αίτηση 300/01 κρίνοντας παράνομο και αδικαιολόγητο τον τερματισμό, επιδίκασε εναντίον της εταιρείας αποζημιώσεις ύψους £10.685 βάσει του Πρώτου και Τέταρτου Πίνακα του Ν. 24/67 καθώς και έξοδα.

Αλ. Ταλιαδώρος, για την Εφεσείουσα.

Ν. Χαραλαμπίδη για Ζ. Νικολάου, για τους Εφεσίβλητους Αρ. 1.

Α. Χριστοφόρου, για τους Εφεσίβλητους Αρ. 2.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.:  Οι εφεσίβλητοι ήταν εργοδοτούμενοι της εφεσείουσας εταιρείας.  Αποχώρησαν μετά που τους είχε δοθεί προειδοποίηση για τερματισμό της απασχόλησης τους.  Μετά τον τερματισμό [*1837]της απασχόλησης τους καταχώρησαν στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) ξεχωριστές αιτήσεις – τις Αιτήσεις 300-309/2001 – για αποζημιώσεις λόγω παράνομου τερματισμού της απασχόλησης τους.

Με την έναρξη της ακρόασης, κατόπιν αιτήματος των διαδίκων, οι αιτήσεις 300/01 – 307/01 συνενώθηκαν και συνεκδικάστηκαν «καθότι στη μεγαλύτερη έκταση τους συνεπάγονται κοινά πραγματικά γεγονότα και νομικά σημεία».

Όσον αφορά τις αιτήσεις 308/01 και 309/01 όπου οι εφεσίβλητοι απεβίωσαν μετά την καταχώριση των αιτήσεων, οι δικηγόροι τους δήλωσαν ότι δεσμεύονται με την απόφαση επί των κοινών γεγονότων με τις υπόλοιπες υποθέσεις.

Ύστερα από αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε, ανάμεσα σ’ άλλα, τα εξής:

Η εφεσείουσα εταιρεία (η εταιρεία) το Φεβρουάριο του 1998 αγοράσθηκε από την Εταιρεία ALKIS H. HADJIKYRIAKOS (Frou-Frou Biscuits) LTD (η FROU-FROU).  Προηγουμένως η εταιρεία ήταν Αγγλική. Όταν αγοράσθηκε η εταιρεία απασχολούσε γύρω στους 40 εργοδοτούμενους.  Είχε τις αποθήκες της στην βιομηχανική περιοχή Δαλίου.  Διατήρησε δε τη δομή της και τους υπαλλήλους «ως είχε με σκοπό να ανεβάσει τον τζίρο της».

Η εταιρεία FROU-FROU ανήγειρε κτίριο στην Κοκκινοτριμιθιά.  Σκοπός της ήταν να συγκεντρώσει τόσο τα γραφεία όσο και τις αποθήκες και κέντρα διανομής των πελατών.  Κατά συνέπεια στα καινούργια κτίρια ήταν αναγκαία η μεταστέγαση και της εταιρείας SPINNEYS.  Και τούτο διότι οι αποθήκες στο Δάλι στοίχιζαν περίου £100,000 ενοίκιο το χρόνο και επίσης θα μπορούσαν οι δυο εταιρείες να συστεγαστούν και να συνεργασθούν.

Με βάση αυτή τη νέα εξέλιξη, δηλαδή τη μεταστέγαση στην Κοκκινοτριμιθιά, η εταιρεία προχώρησε σε αλλαγή στη δομή της. Άλλαξε τον τρόπο λειτουργίας του διευθυντικού προσωπικού, του γραφειακού προσωπικού καθώς επίσης και του τμήματος αποθηκών και διανομής.  Η νέα δομή στην εταιρεία SPINNEYS θα έπρεπε να ευθυγραμμιστεί με την δομή της εταιρείας FROU-FROU.  Ειδικά για το τμήμα διανομής που θα ήταν πλέον κοινό.

Με τη συστέγαση και συνεργασία των δυο εταιρειών και την συνακόλουθη αλλαγή στη δομή και στο νέο τρόπο εργασίας καταργήθηκαν οι θέσεις που υπήρχαν και προσφέρθηκαν νέες θέσεις με νέους όρους εργασίας.

Οι νέες προτάσεις στους εργοδοτούμενους ήταν διαφορετικές σε πολλά σημεία από εκείνες που ίσχυαν με τις συλλογικές συμβάσεις.  Ένα κτυπητό παράδειγμα ήταν η μείωση των ημερών άδειας οι οποίες μειώνονταν σε 10 εργάσιμες μέρες κάτω από το επιτρεπτό από τον Περί Ετησίων Αδειών Μετ’ Απολαβών Νόμο 1967 (Ν. 8/67) όπως τροποποιήθηκε από το αρ. 5(1).

Επίσης από τους οδηγούς/πωλητές (“Van Sales”) αφαιρείτο το κινητό τηλέφωνο του οποίου ο λογαριασμός πληρωνόταν από την εταιρεία.  Από δε τους διανομείς, που τους προσφέρθηκε η θέση του βοηθού αποθηκάριου, αφαιρέθηκε το αυτοκίνητο.

Η μισθοδοσία τους δεν φαίνεται να μειωνόταν, σε τελική ανάλυση θα ήταν ψηλότερη, αλλά όπως αναφέρθηκε πιο πάνω μειώθηκαν άλλα ωφελήματα τους, τα οποία βέβαια προσπάθησε η εταιρεία να καλύψει με την πληρωμή υψηλότερου μισθού.

Με τη νέα διευθέτηση η εταιρεία έπρεπε να ευθυγραμμιστεί με την FROU-FROU στην αναδιοργάνωση του τρόπου εργασίας της.

Με τη μετακίνηση στα νέα υποστατικά στην Κοκκινοτριμιθιά, τα οποία αποτέλεσαν και το νέο κέντρο διανομής έγιναν αλλαγές τόσο στο Διευθυντικό Προσωπικό - από έξι Διευθυντές παρέμειναν τρεις - καθώς επίσης στο γραφειακό προσωπικό.  Απολύθηκαν δε και άλλοι υπάλληλοι από το Λογιστήριο της εταιρεία οι οποίοι πληρώθηκαν από το Ταμείο για Πλεονάζον Προσωπικό. Το τμήμα πωλήσεων ήταν το τελευταίο στο οποίο επήλθαν οι αλλαγές.

Ακολούθως το Πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στο αρ. 23* του Περί Τερματισμού της Απασχολήσεως Νόμου του 1967 (Ν. 24/67) και σημείωσε ότι εκείνο που πρέπει να εξεταστεί είναι, αν πραγματικά υπάρχει κατάργηση ή μείωση στις ανάγκες για εργοδοτουμένους, για τη συγκεκριμένη εργασία την οποία ήταν υποχρεωμένοι να διεξάγουν με βάση τους όρους εργασίας τους, και [*1839]όχι αν η εταιρεία έχει ανάγκη από τον ίδιο αριθμό εργοδοτουμένων για να διεξάγει την επιχείρηση της με τον τρόπο που πραγματικά τη διεξάγει.

Διαπίστωσε, επί του προκειμένου, «ότι πράγματι υπήρχε κατάργηση θέσεων και μείωση στις ανάγκες για παραγγελιολήπτες και διανομείς».  Διαπίστωσε, επίσης, ότι η εταιρεία, αλλάζοντας τη δομή του τμήματος πωλήσεως και τον τρόπο εργασίας, σίγουρα είχε ανάγκη από προσωπικό για να αναλάβει τα νέα καθήκοντα.  Και ότι εφόσον υπήρχε προσωπικό στην εταιρεία, προχώρησε και πρότεινε στους ίδιους υπαλλήλους να αναλάβουν τα νέα καθήκοντα.  Αυτό έγινε στους εφεσίβλητους πριν τους δοθεί η επιστολή τερματισμού.

Σε σχέση με τις αιτήσεις 301-309/2001 το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε – για τους λόγους που εξήγησε – ότι «ο τερματισμός απασχόλησης τους έγινε λόγω πλεονασμού και εφόσον απέδειξαν ότι ευλόγως αρνήθηκαν τη νέα εργασία που τους προσφέρθηκε, αυτοί πρέπει να πληρωθούν από το Ταμείο για Πλεονάζον Προσωπικό σύμφωνα με τις πρόνοιες του Τέταρτου Πίνακα του Νόμου». Κατά συνέπεια το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις αιτήσεις 301-309/2001 χωρίς διαταγή για τα έξοδα.

Σε σχέση με την αίτηση 300/2001 το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η απόλυση ήταν αδικαιολόγητη και η εταιρεία θα πρέπει να αποζημιώσει τον αιτητή σύμφωνα με τις πρόνοιες του Πρώτου και του Τέταρτου Πίνακα του Νόμου 24/67.  Παραθέτουμε το σκεπτικό της πρωτόδικης κατάληξης:

«Ο αιτητής στην 300/01 ήταν ένας από τους τρεις επιθεωρητές πωλήσεων στην Εταιρεία.  Επέβλεπε την εργασία των πωλητών.  Εφόσον με τη νέα οργάνωση δεν θα υπήρχαν πωλητές του προτάθηκε η θέση του Key Account Manager.  Του δόθηκε γραπτή πρόταση (γραπτό συμβόλαιο) για να το μελετήσει μαζί με άλλους δυο επιθεωρητές οι οποίοι το αποδέχθηκαν.  Ο αιτητής δεν το αποδέχθηκε. Απάντησε δε μέσω της συντεχνίας του.  Όπως ο ίδιος ανάφερε το ερμήνευσε ως Key Account Salesman και όχι Manager όπως λεγόταν η θέση.

Απ’ όλη την ενώπιον μας μαρτυρία, δεν βρίσκουμε να διαφοροποιούνταν τα καθήκοντα του αιτητή σε μεγάλο βαθμό.  Η νέα θέση σε γενικές γραμμές ήταν η ίδια με την προηγούμενη.  Εκείνο όμως που φαίνεται καθαρά, είναι η μεγάλη διαφοροποίηση στους όρους, που του προσφέρθηκαν από την Εταιρεία, σύμφωνα με το κατατεθέν συμβόλαιο.

[*1840]

Εκείνο που η Εταιρεία αποφάσισε ήταν να αλλάξει βασικά τους όρους εργασίας του – με την υπογραφή συμβολαίου, το  οποίο περιείχε εκτός από διαφορετικούς και παράνομους όρους, όπως η ετήσια άδεια.

Στη συγκεκριμένη υπόθεση δεν αποδείχθηκε ότι η θέση πλεόνασε, αλλά ότι η Εταιρεία, μονομερώς, προσπάθησε να αλλάξει τους όρους εργασίας του αιτητή, ο οποίος δικαιολογημένα δεν τους αποδέχθηκε.»

Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω κατάληξης του το Πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε υπέρ του αιτητή στην αίτηση 300/2001 και εναντίον της εταιρείας ποσό της τάξεως των £10.685.- με έξοδα.

Με την παρούσα  έφεση αμφισβητείται η ορθότητα του μέρους της πρωτόδικης απόφασης το οποίο σχετίζεται με την αίτηση 300/2001 και του μέρους της απόφασης που σχετίζεται με το θέμα των εξόδων σε όλες τις αιτήσεις.

Με τον πρώτο λόγο της έφεσης η εφεσείουσα ισχυρίσθηκε πως «το Πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά παράβαση των προνοιών του άρθρου 18(γ) (i), (iii) και (vii) του Περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967 (Ν 24/67, όπως έχει τροποποιηθεί) και σε αντίθεση με την όλη μαρτυρία που είχε ενώπιόν του και τα δικά του ευρήματα που περιέχονται στην  πρωτόδικη απόφαση, εσφαλμένα απέρριψε τον ισχυρισμό της καθ’ ης οι αιτήσεις ότι ο αιτητής στην αίτηση Αρ. 300/2001 (Χριστάκης Χρίστου) είχε καταστεί πλεονάζων εν τη εννοία του Νόμου και ως εκ τούτου ο τερματισμός της απασχόλησης του ήταν απόλυτα νόμιμος και δεν είχε δικαίωμα σε αποζημίωση από τον εργοδότη του και/ή εσφαλμένα έκρινε ως αδικαιολόγητη την απόλυση του αιτητή και αποφάσισε ότι η καθ΄ ης οι αιτήσεις θα έπρεπε να πληρώσει στο συγκεκριμένο αιτητή το ποσό των Λ.Κ.10.685,00 ως αποζημιώσεις για παράνομη απόλυση, πλέον έξοδα».

Προς υποστήριξη του πιο πάνω λόγου της έφεσης η εφεσείουσα πρόβαλε την πιο κάτω αιτιολογία:

(α)  Η αδιαμφισβήτητη μαρτυρία που είχε ενώπιον του, θα έπρεπε να οδηγήσει το Πρωτόδικο Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι η απόλυση του αιτητή έγινε λόγω πλεονασμού και ως εκ τούτου ο αιτητής θα έπρεπε να πληρωθεί από το Ταμείο για Πλεονάζον Προσωπικό.

(β)  Το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, στη σελίδα 16 της [*1841]πρωτόδικης απόφασης, ότι τα καθήκοντα της νέας θέσης, που προσφέρθηκε στον αιτητή πριν την απόλυσή του, δεν διαφοροποιούνταν σε μεγάλο βαθμό και ότι η νέα θέση σε γενικές γραμμές ήταν η ίδια με την προηγούμενη, έρχεται σε καταφανή αντίθεση με την αδιαμφισβήτητη μαρτυρία που είχε ενώπιον του ότι ο αιτητής κατείχε τη θέση του Επιθεωρητή Πωλήσεων και είχε υφιστάμενους πωλητές, ενώ η νέα θέση που του προσφέρθηκε πριν την απόλυση και δεν την αποδέκτηκε, ήταν του Key Account Manager, χωρίς υφιστάμενους πωλητές, με ευθύνη εξυπηρέτησης περί τους 25 από τους 75 μεγαλύτερους πελάτες, σε διευθυντικό πλέον επίπεδο και θα ασκούσε τα καθήκοντα του κυρίως εντός των καταστημάτων των εν λόγω 25 πελατών.

(γ)  Περαιτέρω, το πιο πάνω εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου έρχεται σε καταφανή αντίθεση και αντίφαση με προηγούμενη διαπίστωση του Δικαστηρίου, και πάλιν στη σελίδα 16 της απόφασης, ότι «ο αιτητής στην 300/01 ήταν ένας από τους τρεις επιθεωρητές πωλήσεων στην εταιρεία.  Επέβλεπε την εργασία των πωλητών.  Εφόσον με τη  νέα οργάνωση δεν θα υπήρχαν πωλητές του  προτάθηκε η θέση του Key Account Manager».  Εφόσον το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το καθήκον του αιτητή, ως Επιθεωρητή Πωλήσεων, ήταν να επιβλέπει την εργασία των πωλητών (παραγγελιοληπτών) και εφόσον με την ίδια πρωτόδικη απόφαση είχε κρίνει ότι η απόλυση των πωλητών (παραγγελιοληπτών) έγινε νόμιμα  λόγω πλεονασμού και απέρριψε τις αιτήσεις τους, αναπόφευκτα θα έπρεπε να αποφασίσει ότι και η θέση του Επιθεωρητή Πωλήσεων (του επιβλέποντος την εργασία των πωλητών), που κατείχε ο αιτητής στην αίτηση αρ. 300/01, είχε επίσης καταστεί πλεονάζουσα, αφού εν πάση  περιπτώσει δεν θα υπήρχαν πλέον πωλητές.

(δ)  Το ίδιο το πιο πάνω εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου έρχεται σε αντίθεση και αντίφαση και με άλλες προηγούμενες διαπιστώσεις ή ευρήματα, που περιέχονται, μεταξύ άλλων, στις σελίδες 10 και 13 της πρωτόδικης απόφασης και αφορούν τα καθήκοντα της νεοδημιουργηθείσας θέσης του Key Account Manager, την οποία η καθ΄ ης οι αιτήσεις πρότεινε στο συγκεκριμένο αιτητή πριν την απόλυσή του.

Από την άλλη ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου 1 (Χριστάκη Χρίστου) υπέβαλε ότι τα πιο πάνω επιχειρήματα της εφεσείουσας δεν έχουν ως αντικείμενο την αναθεώρηση της απόφασης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου επί νομικού ζητήματος.

Έρεισμα της εισήγησης του ήταν το άρθρο 12(11Α) του περί Ετή[*1842]σιων Αδειών μετ’ Απολαβών Νόμου του 1967 (Ν. 8/67), όπως αναμορφώθηκε από το άρθρο 2 του Ν. 110(Ι)/99, το οποίο περιορίζει το δικαίωμα έφεσης κατά αποφάσεων του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών σε νομικά σημεία μόνον.

Με αναφορά στην Παναγιώτης Κουντουρίδης Λτδ ν. Γεωργίου (2003) 1 Α.Α.Δ. 980 και στην Τουμάζου κ.ά. ν. Ταμείου Πλεονάζοντος Προσωπικού (2003) 1 Α.Α.Δ. 1078 στην οποία λέχθηκε ότι «είναι πάγια καθιερωμένο από τη νομολογία αλλά και τον οικείο νόμο ότι δεν είναι επιτρεπτή έφεση για ανατροπή των γεγονότων και των επ’ αυτών ευρημάτων του Πρωτόδικου Δικαστηρίου», η ευπαίδευτη συνήγορος υπέβαλε ότι ο πρώτος λόγος της έφεσης στρέφεται ευθέως κατά των ευρημάτων του Πρωτόδικου Δικαστηρίου και των γεγονότων που περιβάλλουν τον τερματισμό της απασχόλησης του εφεσίβλητου στην υπόθεση 300/2001.  Ως εκ τούτου – κατέληξε – δεν θα πρέπει να εξετασθεί από το Δικαστήριο.

Η πιο πάνω εισήγηση ευσταθεί. Βρίσκει έρεισμα στην Παναγιώτης Κουντουρίδης Λτδ (πιο πάνω).  Στην υπόθεση εκείνη αφού παρατέθηκε η έννοια του όρου «νομικό σημείο» όπως είχε επεξηγηθεί στην In re HjiCostas  (1984) 1 C.L.R. 513, 519 λέχθηκαν τα εξής:

«Ο λόγος έφεσης 2 στρέφεται ευθέως κατά των ευρημάτων του Δικαστηρίου που αφορούν τα γεγονότα τα οποία περιβάλλουν τον τερματισμό της απασχόλησης του εφεσίβλητου.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι ο Αιτητής δεν αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία του και στήριξε την απόφαση του σε εσφαλμένη ερμηνεία των πραγματικών γεγονότων και/ή της ενώπιον του μαρτυρίας.

Η αιτιολογία, η οποία παρέχεται προς υποστήριξη του λόγου αυτού, απολήγει σε αμφισβήτηση των ευρημάτων του Δικαστηρίου αναφορικά με τις περιβάλλουσες τον τερματισμό της εργοδότησης του εφεσίβλητου συνθήκες αφενός, και την εξουσία του διευθυντή του εργοστασίου να προβεί στον τερματισμό της υπηρεσίας του αφετέρου, γεγονός για το οποίο το Δικαστήριο προέβη σε θετικό εύρημα, αφού αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία.»

Στην παρούσα υπόθεση ο πρώτος λόγος της έφεσης και η αιτιολογία που τον υποστηρίζει απολήγουν σε αμφισβήτηση των ευρημάτων του Δικαστηρίου και των γεγονότων που περιβάλλουν τον τερματισμό της απασχόλησης του εφεσίβλητου 1.  Για το λόγο αυτό κρί[*1843]νεται απαράδεκτος.

Με το δεύτερο λόγο της έφεσης η εφεσείουσα ισχυρίσθηκε ότι το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ήταν παράνομη η πρόταση προς τον πιο πάνω αιτητή για μείωση της ετήσιας άδειας του σε δέκα (10) εργάσιμες μέρες εφ’ όσον θα αποδεχόταν τη νέα θέση του Key Account Manager που του προσφέρθηκε, είναι εσφαλμένο, διότι ο αριθμός των δέκα (10) ημερών ήταν ο κατώτερος από το νόμο επιτρεπτός αριθμός.

Ήταν η θέση του ευπαίδευτου συνήγορου της εφεσείουσας πως το πιο πάνω εσφαλμένο εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν φαίνεται να έχει επιδράσει στην ουσία της απόφασής του ότι η θέση του συγκεκριμένου αιτητή στην αίτηση 300/2001 δεν είχε καταστεί πλεονάζουσα.  Όμως – κατέληξε – η εφεσείουσα θεώρησε σκόπιμο και επιβεβλημένο να εφεσιβάλει το συγκεκριμένο εύρημα, για να μη παραμείνει η εντύπωση ότι είχε υποβάλει πρόταση σε υπάλληλο της για ετήσια άδεια που ήταν αντίθετη προς τον τότε ισχύοντα Νόμο.

Εν όψει της πιο πάνω θέσης της εφεσείουσας - ότι το κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένο εύρημα δεν φαίνεται να έχει επιδράσει στην ουσία της απόφασης – θεωρούμε ότι η εξέταση του σχετικού λόγου της έφεσης θα αποτελούσε ακαδημαϊκό εγχείρημα.  Κατά συνέπεια δεν θα ασχοληθούμε περαιτέρω με τον πιο πάνω λόγο της έφεσης.

Ο τρίτος λόγος της έφεσης στρέφεται κατά του διατάγματος εξόδων στην αίτηση 300/2001. Ο κ. Ταλιαδώρος υπέβαλε ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο διέταξε όπως η εφεσείουσα πληρώσει στον εφεσίβλητο 1 ολόκληρο το ποσό (αντί μέρος το ποσού) των εξόδων.  Εφόσον – συνέχισε – το Πρωτόδικο Δικαστήριο είχε εκδώσει διάταγμα συνεκδίκασης και των δέκα (10) υποθέσεων, στις οποίες μάλιστα όλοι οι αιτητές εκπροσωπούνταν από τον ίδιο δικηγόρο, «ο χρόνος που καταναλώθηκε για την εκδίκαση αφορούσε και τις δέκα (10) υποθέσεις και όχι μόνο ή ξεχωριστά την αίτηση Αρ. 300/2001». Επομένως – συμπλήρωσε – το Πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε είτε το ίδιο να επιδικάσει συγκεκριμένο ποσό που θα θεωρούσε εύλογο και δίκαιο υπό τις περιστάσεις είτε να επιδικάσει ολόκληρο το ποσό των εξόδων του συγκεκριμένου αιτητή μέχρι την ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος συνεκδίκασης και το 1/10 των εξόδων που δημιουργήθηκαν μετά την έκδοση του διατάγματος συνεκδίκασης.  Με τον τρόπο που διατυπώθηκε το διάταγμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου – κατέληξε – όσον αφορά τα έξοδα του αιτητή στην αίτηση αρ. 300/01, η εφεσείουσα υποχρεούται ουσιαστικά να πληρώσει στο συγκεκριμένο αιτητή και τα έξοδα των υπολοίπων εν[*1844]νιά (9) υποθέσεων, οι οποίες όμως με την ίδια πρωτόδικη απόφαση απερρίφθησαν εναντίον της εφεσείουσας, χωρίς μάλιστα οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.

Ο τέταρτος – και τελευταίος – λόγος της έφεσης στρέφεται κατά του διατάγματος εξόδων στις αιτήσεις 301-309/2001.  Ο κ. Ταλιαδώρος υπέβαλε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν εξέδωσε οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα αναφορικά με τις εννιά (9) υποθέσεις με αρ. 301-309/2001 και/ή εσφαλμένα δεν επιδίκασε προς όφελος της εφεσείουσας και σε βάρος των αιτητών τα έξοδα στις εν λόγω εννιά (9) υποθέσεις, τις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε εναντίον της, κρίνοντας ότι οι συγκεκριμένοι εννιά (9) αιτητές είχαν απολυθεί νόμιμα λόγω πλεονασμού και ως εκ τούτου θα έπρεπε να πληρωθούν από το Ταμείο για Πλεονάζον Προσωπικό σύμφωνα με τις πρόνοιες του Τέταρτου Πίνακα του Νόμου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο – συνέχισε ο κ. Ταλιαδώρος – παρέλειψε να εφαρμόσει την καθιερωμένη από τη νομολογία αρχή ότι κατά την επιδίκαση των εξόδων «η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου θα πρέπει να ασκείται δικαστικά και όχι αυθαίρετα και ότι ο γενικός κανόνας είναι ότι αυτά ακολουθούν το αποτέλεσμα εκτός εάν υπάρχει καλός λόγος για έκδοση διαφορετικής διαταγής» ή την παρεμφερή αρχή ότι «ο αποτυχών διάδικος σε μια δικαστική διαδικασία θα πρέπει κατά κανόνα να επιβαρύνεται με τα έξοδα του επιτυχόντα διαδίκου».

Εφ’ όσον – κατέληξε – το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε να επιδικάσει σε βάρος της εφεσείουσας τα έξοδα του επιτυχόντα αιτητή στην αίτηση αρ. 300/01, οι αρχές της ισονομίας, της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης, οι οποίες διασφαλίζονται από το άρθρο 28 του Συντάγματος, επέβαλλαν την υποχρέωση στο Πρωτόδικο Δικαστήριο να επιδικάσει σε βάρος των εφεσιβλήτων τα έξοδα της επιτυχούσας διαδίκου (εφεσείουσας) στις υπόλοιπες εννιά (9) συνεκδικασθείσες υποθέσεις με αρ. 301-309/01.

Δεν υπήρξε ουσιαστικός αντίλογος από τους εφεσίβλητους.  Μάλιστα ο ευπαίδευτος συνήγορος του Ταμείου Πλεονάζοντος Προσωπικού υποστήριξε τις θέσεις της εφεσείουσας.

Αρχίζουμε με τα έξοδα της επιτυχούσας αίτησης 300/2001.  Παρατηρούμε ότι ο εφεσίβλητος 1 ήταν επιτυχών διάδικος.  Η αίτηση του συνενώθηκε και συνεκδικάσθηκε μαζί με την αίτηση των αιτητών στις αιτήσεις 301/2001 – 309/2001, ύστερα από αίτημα όλων των διαδίκων.  Ένας από τους σκοπούς της συνεκδίκασης είναι η [*1845]μείωση των εξόδων της διαδικασίας.  Σύμφωνα με τον  γενικό κανόνα τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα.  Απόκλιση από τον κανόνα δικαιολογείται οποτεδήποτε καταφαίνεται ότι διάδικος συνέβαλε αδικαιολόγητα στη διόγκωση των εξόδων της δίκης για λόγους που δε σχετίζονται με το αποτέλεσμα (Βλ. Χάσικος κ.ά. ν. Χαραλαμπίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 389, 393, Θρασυβούλου ν. Arto Estates Ltd (1993) 1 Α.Α.Δ. 12, 15 και Alam v. Τουμαζίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 968, 982, 983).

Έχουμε την άποψη πως ο εφεσίβλητος, στην αίτηση 300/2001, ως επιτυχών διάδικος, δικαιούται στα έξοδα του.  Δεν  υπάρχει οτιδήποτε στη συμπεριφορά του το οποίο να δικαιολογεί απόκλιση από τον πιο πάνω κανόνα.  Ωστόσο πρέπει να έχουμε υπόψη μας τις εξής παραμέτρους:

Όλοι οι αιτητές αντιπροσωπεύθηκαν από τον ίδιο δικηγόρο.  Επικύρωση της απόφασης για τα  έξοδα του επιτυχόντος εφεσίβλητου θα είχε σαν συνέπεια να πληρώσει η εφεσείουσα όλα τα έξοδα της δίκης που δημιουργήθηκαν μετά το διάταγμα συνεκδίκασης, στα οποία – έξοδα – περιλαμβάνονται και εκείνα των αποτυχόντων αιτητών, στην περίπτωση των οποίων δεν εκδόθηκε διαταγή για τα έξοδα.  Η μη έκδοση διαταγής για τα έξοδα στην περίπτωση τους σημαίνει ότι θα πληρώσουν οι ίδιοι τον δικηγόρο τους.  Πλην όμως με το επίδικο διάταγμα τα έξοδα των αποτυχόντων διαδίκων, που δημιουργήθηκαν μετά το διάταγμα συνεκδίκασης, δεν θα τα υποστούν οι αποτυχόντες αιτητές, θα τα υποστεί η εφεσείουσα.  Αυτός ο παράγοντας διέλαθε της προσοχής του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Ήταν ένα ουσιαστικό στοιχείο, το οποίο δεν λήφθηκε υπόψη στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του. Η μη λήψη υπόψη ενός ουσιαστικού στοιχείου στην άσκηση διακριτικής ευχέρειας επιτρέπει την επέμβαση του Εφετείου (Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954 και Λυσιώτη ν. Δημοκρατίας (2000) 1 Α.Α.Δ. 364, 379).  Κάτω από τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης θεωρούμε ότι ο εφεσίβλητος δικαιούται σε όλα τα έξοδα του μέχρι το στάδιο του διατάγματος συνεκδίκασης και στο 1/10 των εξόδων της διαδικασίας μετά το διάταγμα συνεκδίκασης.  Εκδίδουμε, επομένως, το ανάλογο διάταγμα.

Τονίζεται ότι το διάταγμα αυτό δεν επηρεάζει με οποιοδήποτε τρόπο τα δικαιώματα του εφεσίβλητου 1. Προκειμένου περί συνεκδίκασης 10 υποθέσεων είναι δίκαιο όπως τα έξοδα δικηγόρου και πελάτη τα επωμίζονται όλοι οι αιτητές.  Εδώ τα 9/10 των εξόδων θα τα υποστούν οι υπόλοιποι – αποτυχόντες – 9 αιτητές.

Αναφορικά με το παράπονο της εφεσείουσας για τη μη έκδοση [*1846]διαταγής για τα έξοδα στις αιτήσεις 301/2001 – 309/2001, παρατηρούμε ότι οι αιτητές στις εν λόγω αιτήσεις θα μπορούσαν από την αρχή είτε να υποβάλουν αίτηση για πλεονασμό είτε να υποβάλουν αίτηση στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών ζητώντας διαζευκτικά αποζημιώσεις για παράνομη απόλυση ή αποζημιώσεις λόγω πλεονασμού. Επέλεξαν να υποβάλουν αίτηση στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών για «αποζημίωση για παράνομο τερματισμό της απασχόλησης τους και/ή εξαναγκασμό σε παραίτηση».

Όπως έχει ήδη υποδειχθεί (βλ. σελ. 1839-1840, πιο πάνω) το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις αιτήσεις του. Έκρινε ότι ο τερματισμός της απασχόλησης του έγινε λόγω πλεονασμού.  Δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον μας που να δικαιολογεί απόκλιση από τον πιο πάνω γενικό Κανόνα.  Η επιλογή της δικαστικής διαδικασίας συνεπάγεται και την ανάληψη των συνεπειών της αποτυχίας της.  Ούτε και το Πρωτόδικο Δικαστήριο αιτιολόγησε την απόκλιση του από τον Κανόνα.  Θεωρούμε, λοιπόν, δίκαιο όπως ο κάθε ένας από τους 9 αιτητές στις αιτήσεις 301/2001 – 309/2001, ως αποτυχόντες διάδικοι, καταβάλουν στην εφεσείουσα τα έξοδα που αφορούν την αίτηση τους μέχρι το διάταγμα της συνεκδίκασης, και όλοι οι αιτητές  να καταβάλουν στην εφεσείουσα τα 9/10 των εξόδων της διαδικασίας μετά το διάταγμα συνεκδίκασης.

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτυγχάνει μερικώς, όπως υποδεικνύεται πιο πάνω.  Επιδικάζουμε υπέρ της εφεσείουσας το 1/4 των εξόδων της έφεσης. Καμιά διαταγή για τα έξοδα του Ταμείου Πλεονάζοντος Προσωπικού.

Η έφεση επιτρέπεται μερικώς ως ανωτέρω με το 1/4 των εξόδων της έφεσης υπέρ της εφεσείουσας. Δεν εκδίδεται διαταγή για τα έξοδα του Ταμείου του Πλεονάζοντος Προσωπικού.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο