Cyber Group Ltd ν. Κυριάκου Χαραλαμπίδη και Άλλων (2004) 1 ΑΑΔ 1852

(2004) 1 ΑΑΔ 1852

[*1852]9 Νοεμβρίου, 2004

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

CYBER GROUP LTD,

Εφεσείουσα,

ν.

ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11730)

 

Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Διαγραφή δικογράφων δυνάμει της Δ.19, θ.26 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών ― Διαγραφή της περαιτέρω έκθεσης υπεράσπισης ― Η διαγραφή δικογράφου συνιστά εξαιρετικό μέτρο το οποίο δικαιολογείται μόνο όταν αδιαμφισβήτητα το δικόγραφο στερείται νομικού ή πραγματικού ερείσματος ή είναι αναντίλεκτα ανυπόστατο.

Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Καταχώρηση περαιτέρω υπεράσπισης ― Διέπεται από τη Δ.23, θ.2 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.

Οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες (οι εφεσίβλητοι) αξίωσαν με την αγωγή τους ποσά που είχαν καταβάλει στην εφεσείουσα-εναγόμενη (η εφεσείουσα) τα οποία, όπως ισχυρίζονταν, της είχαν καταβάλει δυνάμει γραπτής συμφωνίας ημερ. 19.4.2000 για την αγορά μετοχών της εφεσείουσας η οποία παρουσίαζε ότι θα εισερχόταν στο ΧΑΚ αλλά δεν εισήλθε, παραβιάζοντας τους όρους της συμφωνίας.

Στην έκθεση υπεράσπισής της η εφεσείουσα αρνήθηκε ότι υπήρξε παραβίαση των όρων της συμφωνίας και ότι προέβη σε οποιεσδήποτε παραστάσεις προς τους εφεσίβλητους.  Ισχυρίστηκε, επίσης, ότι η παρούσα περίπτωση δεν εμπίπτει στα πλαίσια των προνοιών του περί Επιστροφής Χρημάτων σε Επενδυτές Νόμου του 2002 (Ν. 168(Ι)/2002) και/ή δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του Νόμου για να δημιουργείται υποχρέωση επιστροφής των χρημάτων με βάση τις πρόνοιες του Νόμου.

Στις 19.12.2002 η εφεσείουσα καταχώρησε περαιτέρω υπεράσπιση με [*1853]την οποία ισχυρίστηκε ότι μετά την έγερση της αγωγής, και συγκεκριμένα στις 19.11.2002, οι εφεσίβλητοι υπέβαλαν αίτημα στην εφεσείουσα με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 3 του Νόμου 168(Ι)/2002 με το οποίο ζητησαν την επιστροφή των χρημάτων τους εντός 30 ημερών.  Η εφεσείουσα υποστήριξε ότι με την υποβολή του εν λόγω αιτήματος δημιουργείται νέα υπεράσπιση διότι οι εφεσίβλητοι «εγκαταλείπουν τα δικαιώματά τους κάτω από την παρούσα αγωγή καθόσον έχουν επικυρώσει την συνέχιση της σχέσης τους με τους εναγόμενους ως μετόχους της εταιρείας».

Με αίτηση τους που καταχώρησαν στις 22.1.2003 οι εφεσίβλητοι ζήτησαν «διάταγμα του Δικαστηρίου διά του οποίου να διατάσσεται η διαγραφή της περαιτέρω έκθεσης υπεράσπισης ημερ. 19.12.2002 η οποία θεωρείται μη αναγκαία ή σκανδαλώδης ή που τείνει να προκαταβάλει, περιπλέξει ή καθυστερήσει την όλη εκδίκαση της αγωγής».  Η αίτηση στηρίζεται στη Δ.19, θ.26, Δ.48, θ.1 και Δ.23, θ.2 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.

Η εφεσείουσα έφερε ένσταση υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι η επιστολή των εφεσιβλήτων δημιουργούσε επιπρόσθετα δικαιώματα υπεράσπισης.  Υποστήριξε επίσης ότι η περαιτέρω υπεράσπιση καταχωρήθηκε εντός της προθεσμίας των 15 ημερών από την ημέρα που προέκυψε ο κατ’ ισχυρισμό νέος λόγος υπεράσπισης όπως προβλέπει η Δ.23, θ.2.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού ασχολήθηκε με την ερμηνεία του θ.2 της Δ.23 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών ο οποίος διέπει το θέμα της καταχώρησης περαιτέρω υπεράσπισης, έκρινε ότι αυτός παρέχει το δικαίωμα «στον εναγόμενο να επικαλεσθεί αυτή την νέα υπεράσπιση νοουμένου ότι καταχωρήσει το νέο δικόγραφο με την νέα υπεράσπιση εντός δεκαπέντε ημερών από την γέννηση της νέας υπεράσπισης».

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι «εναγόμενοι είναι εκπρόθεσμοι και όφειλαν να αποταθούν στο Δικαστήριο για άδεια προτού καταχωρήσουν την περαιτέρω υπεράσπιση».  Το Δικαστήριο ανέφερε ότι «οι εναγόμενοι παρέλαβαν την επιστολή στις 11.12.2002.  Η περαιτέρω υπεράσπιση καταχωρήθηκε στις 19.12.2002.  Με βάση τη Δ.23 η προθεσμία για να καταχωρηθεί η περαιτέρω υπεράσπιση είναι εντός δεκαπέντε ημερών από τη γέννηση της νέας υπεράσπισης και όχι εντός δεκαπέντε ημερών από την ημέρα που οι εναγόμενοι έλαβαν γνώση αυτής της νέας υπεράσπισης».

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε και με την ουσία της νέας υπεράσπισης η οποία, καθώς υποστήριξε η εφεσείουσα, εδημιουργείτο με [*1854]την υποβολή αιτήματος από τους εφεσίβλητους προς την εφεσείουσα, με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 3 του περί Επιστροφής Χρημάτων σε Επενδυτές Νόμου του 2002 (Ν. 168(Ι)/2002), για την επιστροφή των χρημάτων τους εντός 30 ημερών.  Το Δικαστήριο έκρινε ότι η πιο πάνω αίτηση των εφεσιβλήτων δεν συνιστά νέα υπεράσπιση στην αγωγή και προχώρησε στη διαγραφή της με βάση τον θ.26 της Δ.19.

Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση και υποστήριξε ότι:

1) Η περαιτέρω υπεράσπιση καταχωρήθηκε μέσα σε 15 μέρες από τη λήψη των επιστολών και ήταν εμπρόθεσμη.  Επομένως η άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώρηση της περαιτέρω υπεράσπισης δεν ήταν απαραίτητη.

2) Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι τα θέματα που ήγειραν οι εφεσίβλητοι με την περαιτέρω υπεράσπισή τους δεν συνιστούσαν νέα υπεράσπιση στην αγωγή.

3) Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα προχώρησε στη διαγραφή της περαιτέρω υπεράσπισης.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η περαιτέρω υπεράσπιση έχει προκύψει μετά που οι εφεσίβλητοι με την επιστολή τους ημερ. 19.11.2002 απαίτησαν επιστροφή των χρημάτων τους. Η απαίτηση υποβλήθηκε κατ’ επίκληση του Άρθρου 3 του Νόμου 168(Ι)/2002.  Επομένως η προθεσμία παράδοσης της νέας υπεράσπισης η οποία βασίζεται στις πρόνοιες του Νόμου 168(Ι)/2002 αρχίζει από την ημερομηνία κατά την οποία οι εφεσίβλητοι επικαλέσθηκαν τις πρόνοιες του εν λόγω Νόμου.

2.  Η απόφαση στην υπόθεση Doleman & Sons [1912] 3 K.B. 257 από την οποία άντλησε καθοδήγηση το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αφορούσε τη διαγραφή περαιτέρω υπεράσπισης δυνάμει της Δ.23, θ.2 η οποία αντιστοιχεί με την παλαιά Αγγλική Δ.24, θ.2.

3.  Κατά την εξέταση αίτησης δυνάμει της Δ.19, θ.26 (Αγγλική Δ.19, θ.27) δεν επιχειρείται εξέταση της εγκυρότητας της υπεράσπισης.  Αυτό είναι ζήτημα που εξετάζεται δυνάμει της Δ.27, θ.3 (Αγγλική Δ.25, θ.4).  Σύμφωνα με τις αρχές που διέπουν την διαγραφή δικογράφου δυνάμει των πιο πάνω θεσμών (Δ.19, θ.26 και Δ.27, θ.3) η διαγραφή δικογράφου, συνιστά εξαιρετικό μέτρο το οποίο δικαιολογείται μόνο όταν αδιαμφισβήτητα το δικόγραφο στερείται νομικού ή πραγματικού ερείσματος ή είναι αναντίλεκτα ανυπόστατο.

[*1855]

4.  Στην προκείμενη περίπτωση, δεν μπορεί να λεχθεί ότι η περαιτέρω υπεράσπιση, με βάση τις πιο πάνω αρχές, αδιαμφισβήτητα στερείται νομικού ή πραγματικού ερείσματος ή είναι αναντίλεκτα ανυπόστατη.  Έπεται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα διέταξε τη διαγραφή της.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Doleman & Sons v. Ossett Corporation [1912] 3 K.B. 257,

Pelmako Development Ltd (1991) 1 C.L.R. 246.

Έφεση.

Έφεση από την εναγόμενη εταιρεία κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 20/6/03 (Αρ. Αγωγής 5776/01) με την οποία έκρινε ότι η καταχώριση περαιτέρω υπεράσπισης εκ μέρους της η οποία καταχωρίστηκε στις 19/12/02 ήταν εκπρόθεσμη, ότι όφειλε να αποταθεί στο Δικαστήριο για σχετική άδεια προτού καταχωρίσει την υπεράσπιση αυτή και επί της ουσίας ότι δεν προέκυπτε νέα υπεράσπιση η οποία θα μπορούσε να περιληφθεί στα δικόγραφα.

Ηβ. Καραβιώτου για Στ. Παύλου, για την Εφεσείουσα.

Α. Μάγος, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.:  Με την αγωγή τους ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) ο κάθε ένας από τους εφεσίβλητους-ενάγοντες (οι εφεσίβλητοι) αξίωσε ποσό της τάξεως των £3.000.- από την εφεσείουσα-εναγόμενη (η εφεσείουσα).  Ισχυρίστηκαν ότι το είχαν καταβάλει στην εφεσείουσα δυνάμει γραπτής συμφωνίας ημερ. 19.4.2000 για την αγορά μετοχών της εφεσείουσας. Ισχυρίστηκαν, επίσης, ότι κατέβαλαν το πιο πάνω ποσό ως αποτέλεσμα των παραστάσεων της τελευταίας ότι θα εισήρχετο στο ΧΑΚ. Περαιτέρω ισχυρίστηκαν ότι οι πιο πάνω παραστάσεις έγιναν [*1856]με δόλο και ήταν ψευδείς με σκοπό να τους παραπλανήσουν και να εισπράξουν από αυτούς τα πιο πάνω χρηματικά ποσά.  Τέλος ισχυρίστηκαν ότι η εφεσείουσα δεν εισήλθε στο ΧΑΚ «παραβιάζοντας τους όρους της πιο πάνω συμφωνίας».

Στην έκθεση υπεράσπισης η εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι ουδέποτε υπήρξε παραβίαση οποιονδήποτε όρων της συμφωνίας αλλά και ούτε έγιναν εκ μέρους της εφεσείουσας οποιεσδήποτε παραστάσεις προς τους εφεσίβλητους που δεν ανταποκρίνονταν στην αλήθεια.  Iσχυρίστηκε, επίσης, ότι η παρούσα περίπτωση δεν εμπίπτει στα πλαίσια των προνοιών του περί Επιστροφής Χρημάτων σε Επενδυτές Νόμου του 2002 (Ν. 168(Ι)/2002) και/ή δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του Νόμου για να δημιουργείται η υποχρέωση επιστροφής των χρημάτων με βάση τις πρόνοιες αυτού του Νόμου.

Στις 19 Δεκεμβρίου 2002 η εφεσείουσα καταχώρησε περαιτέρω υπεράσπιση με την οποία ισχυρίστηκε ότι μετά την έγερση της αγωγής, και συγκεκριμένα στις 19 Νοεμβρίου 2002, οι εφεσίβλητοι υπέβαλαν αίτημα στην εφεσείουσα, με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 3 του πιο πάνω Νόμου 168(Ι)/2002, με το οποίο ζήτησαν την επιστροφή των χρημάτων τους εντός 30 ημερών.  Ήταν η θέση της εφεσείουσας ότι δημιουργείται νέα υπεράσπιση με την υποβολή της εν λόγω αίτησης διότι οι εφεσίβλητοι «εγκαταλείπουν τα δικαιώματα τους κάτω από την παρούσα αγωγή καθόσον έχουν επικυρώσει την συνέχιση της σχέσης τους με τους εναγομένους ως μετόχους της εταιρείας».

Με αίτηση τους που καταχώρισαν στις 22.1.2003 οι εφεσίβλητοι ζήτησαν «διάταγμα του Δικαστηρίου δια του οποίου να διατάσσεται η διαγραφή της περαιτέρω έκθεσης υπεράσπισης ημερ. 19.12.2002 η οποία θεωρείται μη αναγκαία ή σκανδαλώδης ή που τείνει να προκαταβάλει, περιπλέξει ή καθυστερήσει την όλη εκδίκαση της αγωγής».

Νομικό στήριγμα της αίτησης ήταν οι Δ.19, θ.26, Δ.48, θ.1 και Δ.23, θ.2 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.

Η πιο πάνω αίτηση συνάντησε την ένσταση της εφεσείουσας.  Παραθέτουμε τους λόγους της ένστασης:

«1.  Η επιστολή των εναγόντων που αποστάληκε με βάση το Ν. 168(Ι)/02 δημιουργεί στα πλαίσια των γεγονότων και δεδομένων της αγωγής επιπρόσθετα δικαιώματα υπεράσπισης εναντίον του ενάγοντα.

2.   Οι ενάγοντες εμποδίζονται από το να προχωρήσουν με την παρούσα αγωγή, η οποία στηρίζεται πάνω σε νόμους προγενέστερους του Ν 168(Ι)/2002.  Από τη στιγμή που επέλεξαν να υποβάλουν το εν λόγω αίτημα αυτό σημαίνει ότι η προώθηση της αγωγής αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας.

3.   Η περαιτέρω υπεράσπιση καταχωρήθηκε εντός της χρονικής προθεσμίας που προβλέπει η Δ.23, θ.2, δηλαδή εντός 15 ημερών από την ημέρα που προέκυψε ο νέος λόγος υπεράσπισης.»

Το θέμα της καταχώρισης περαιτέρω υπεράσπισης διέπεται από το θ.2* της Δ.23 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αφού ασχολήθηκε με την ερμηνεία του εν λόγω θεσμού έκρινε ότι αυτός παρέχει το δικαίωμα «στον εναγόμενο να επικαλεσθεί αυτή την νέα υπεράσπιση νοουμένου ότι καταχωρήσει το νέο δικόγραφο με την νέα υπεράσπιση εντός δεκαπέντε ημερών από την γέννηση της νέας υπεράσπισης».

Ακολούθως το Πρωτόδικο Δικαστήριο  έκρινε ότι οι «εναγόμενοι είναι εκπρόθεσμοι και όφειλαν να αποταθούν στο Δικαστήριο για άδεια προτού καταχωρήσουν την περαιτέρω υπεράσπιση».   Έθεσε το θέμα ως εξής:

«Οι εναγόμενοι παρέλαβαν την επιστολή από το Ταχυδρομείο στις 11.12.2002.  Η περαιτέρω υπεράσπιση καταχωρήθηκε στις 19.12.2002.  Με βάση τη Δ.23 η προθεσμία για να καταχωρηθεί η περαιτέρω υπεράσπιση είναι εντός δεκαπέντε ημερών από τη γέννηση της νέας υπεράσπισης και όχι εντός δεκαπέντε ημερών από την ημέρα που οι εναγόμενοι έλαβαν γνώση αυτής της νέας υπεράσπισης.»

Παρά την πιο πάνω κατάληξη του το Πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε και με την ουσία της νέας υπεράσπισης.  Αφού ερμήνευ[*1858]σε το αρ. 3 του Νόμου 168(Ι)/2002 έκρινε ότι η πιο πάνω αίτηση των εφεσίβλητων ημερ. 19.11.2002 δεν συνιστά νέα υπεράσπιση στην αγωγή και προχώρησε στη διαγραφή της με βάση τον θ.26 της Δ.19.  Για την πιο πάνω κατάληξη του το Πρωτόδικο Δικαστήριο άντλησε καθοδήγηση από την Doleman & Sons v. Ossett Corporation [1912] 3 K.B. 257 στην οποία – σύμφωνα με το Πρωτόδικο Δικαστήριο – θεωρήθηκε ότι «η διαιτητική απόφαση που εκδόθηκε προς  όφελος του εναγόμενου μετά την έγερση της αγωγής δεν αποτελούσε εμπόδιο στην περαιτέρω προώθηση της αγωγής ούτε συνιστούσε νέα συμφωνία μεταξύ των μερών με τρόπο που να απάλλασσε τον εναγόμενο από οποιαδήποτε ευθύνη ήθελε προκύψει συνέπεια της αγωγής και ως εκ τούτου θεωρήθηκε ότι δεν προέκυψε νέα υπεράσπιση που μπορούσε να περιληφθεί στα δικόγραφα».

Η έφεση.

Η εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε εκπρόθεσμη την περαιτέρω υπεράσπιση της εφεσείουσας. Η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσείουσας υπέβαλε ότι η «εφεσείουσα νομιμοποιείται να εγείρει τον επίδικο ισχυρισμό μόνο αν και εφόσον παραλάβει την επιστολή, διαφορετικά χωρίς η απαίτηση των εφεσιβλήτων να παραληφθεί από την εφεσείουσα δεν υπάρχει εγκατάλειψη δικαιώματος από αυτούς ως ο ισχυρισμός στην περαιτέρω υπεράσπιση». Συνεπακόλουθα – συνέχισε η ευπαίδευτη συνήγορος – «από τη στιγμή που η άλλη πλευρά δεν αμφισβήτησε τον χρόνο παραλαβής των επιστολών και το Δικαστήριο αποδέχεται στη σελίδα 11 τον ισχυρισμό αυτό, η περαιτέρω υπεράσπιση καταχωρήθηκε μέσα σε 15 μέρες από τη λήψη των επιστολών και  ήταν εμπρόθεσμη.  Επομένως – κατέληξε – η άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώριση της περαιτέρω υπεράσπισης δεν ήταν απαραίτητη».

Έχουμε την άποψη πως ο πιο πάνω λόγος της έφεσης ευσταθεί.  Οι λόγοι είναι οι εξής:

Ο θ.2 της Δ.23 επιτρέπει την παράδοση περαιτέρω υπεράσπισης εντός 15 ημερών από την ημερομηνία που προκύπτουν οι λόγοι υπεράσπισης. Στην παρούσα υπόθεση η περαιτέρω υπεράσπιση έχει προκύψει μετά τη λήψη της πιο πάνω επιστολής των εφεσίβλητων από την εφεσείουσα.  Μόλις η εφεσείουσα έλαβε γνώση του περιεχομένου της εν λόγω επιστολής – στις 11.12.2002 – θεώρησε ότι αυτό εγείρει μια περαιτέρω υπεράσπιση και προχώρησε στην παράδοση της περαιτέρω υπεράσπισης εντός 8 ημερών – στις 19.12.2002 – ήτοι εντός της προθεσμίας των 15 ημερών.

[*1859]Η περαιτέρω υπεράσπιση βασιζόταν στις πρόνοιες του Νόμου 168(Ι)/2002.  Έχει προκύψει μετά που οι εφεσίβλητοι με την εν λόγω επιστολή τους – ημερ. 19.11.2002 – απαίτησαν επιστροφή των χρημάτων που κατέβαλαν στην εφεσείουσα.  Η απαίτηση υποβλήθηκε κατ’ επίκληση του αρ. 3 του Νόμου 168(Ι)/2002.  Επομένως η προθεσμία παράδοσης της νέας υπεράσπισης η οποία βασίζεται στις πρόνοιες του Νόμου 168(Ι)/2002 αρχίζει από την ημερομηνία κατά την οποία οι εφεσίβλητοι επικαλέσθηκαν τις πρόνοιες του εν λόγω Νόμου.

Με τον επόμενο λόγο της έφεσης η εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι τα θέματα που ήγειραν οι εφεσίβλητοι με την περαιτέρω υπεράσπιση τους δεν συνιστούσαν νέα υπεράσπιση στην αγωγή.

Η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσείουσας υπέβαλε, ανάμεσα σ’ άλλα, ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο «κατεύθυνε λανθασμένα τον εαυτό του και εξέτασε θέματα άσχετα με αυτά που εγείρονταν ενώπιον του και/ή προχώρησε σε εκδίκαση της ουσίας των ισχυρισμών της εφεσείουσας, ενώ δεν ήταν το σωστό στάδιο της διαδικασίας να το κάμει».

Η εφεσείουσα περαιτέρω ισχυρίστηκε ότι λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στη διαγραφή της περαιτέρω υπεράσπισης. 

Όπως έχουμε ήδη υποδείξει (βλ. σελ. 1858, πιο πάνω) για την επίδικη κατάληξη του το Πρωτόδικο Δικαστήριο άντλησε καθοδήγηση από την Doleman & Sons (πιο πάνω). Με όλο το σεβασμό προς το Πρωτόδικο Δικαστήριο η υπόθεση εκείνη δεν αφορούσε τη διαγραφή περαιτέρω υπεράσπισης δυνάμει της Δ.23, θ.2 η οποία αντιστοιχεί με την παλαιά Αγγλική Δ.24, θ.2.  Επομένως δεν αποτελούσε έρεισμα για την έγκυρη θεμελίωση της πρωτόδικης κρίσης.

Στην παρούσα υπόθεση οι εφεσίβλητοι ζήτησαν τη διαγραφή της περαιτέρω υπεράσπισης για το λόγο ότι «θεωρείται μη αναγκαία ή σκανδαλώδης ή τείνει να προκαταβάλει, περιπλέξει ή καθυστερήσει την όλη εκδίκαση της αγωγής».  Βασίσθηκαν κυρίως επί της Δ.19,  θ.26.  Η τελευταία επιτρέπει τη διαγραφή δικογράφου το οποίο είναι μη αναγκαίο ή σκανδαλώδες ή τείνει να προκαταλάβει ή επηρεάσει τη δίκαιη εκδίκαση της αγωγής. Ο αντίστοιχος θεσμός των Παλαιών Αγγλικών Διαδικαστικών Κανονισμών είναι η Δ.19, θ.27.  Επεξηγείται στις σελ. 477-479 του Annual Practice 1960.  Κύριος σκοπός του είναι η συμμόρφωση των διαδίκων με τους κανόνες σύντα[*1860]ξης δικογράφων.  Κατά την εξέταση αίτησης δυνάμει της Δ.19, θ.26 (Αγγλική Δ.19, θ.27) δεν επιχειρείται εξέταση της εγκυρότητας της υπεράσπισης. Αυτό είναι ζήτημα που εξετάζεται δυνάμει της Δ.27, θ.3 (Αγγλική Δ.25, θ.4).  Σύμφωνα με τις αρχές που διέπουν την διαγραφή δικογράφου δυνάμει των πιο πάνω θεσμών (Δ.19, θ.26 και Δ.27, θ.3) η διαγραφή δικογράφου, συνιστά εξαιρετικό μέτρο το οποίο δικαιολογείται μόνο όταν αδιαμφισβήτητα το δικόγραφο στερείται νομικού ή πραγματικού ερείσματος ή είναι αναντίλεκτα ανυπόστατο (In re Pelmako Development Ltd (1991) 1 C.L.R. 246). Εφόσον το δικόγραφο αποκαλύπτει κάποια αιτία αγωγής ή υπεράσπισης ή εγείρει κάποιο ζήτημα το οποίο είναι κατάλληλο για να αποφασισθεί από το Δικαστήριο, το απλό γεγονός ότι η υπόθεση είναι αδύνατη και δεν ενδέχεται να πετύχει δεν αποτελεί λόγο για τη διαγραφή του (Annual Practice 1960, σελ. 575). Επομένως η αίτηση για διαγραφή της περαιτέρω υπεράσπισης έπρεπε να είχε προσεγγισθεί με βάση τις πιο πάνω αρχές.  Η εξέταση σε βάθος της υπεράσπισης κρίνεται εσφαλμένη.

Αφού εξετάσαμε την περαιτέρω υπεράσπιση με βάση τις πιο πάνω αρχές θεωρούμε ότι δεν μπορεί να λεχθεί ότι αυτή αδιαμφισβήτητα στερείται νομικού ή πραγματικού ερείσματος ή είναι αναντίλεκτα ανυπόστατη.  Εγείρει κάποια ζητήματα που είναι κατάλληλα για να αποφασιστούν από το Δικαστήριο.  Έπεται πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα διέταξε τη διαγραφή της περαιτέρω υπεράσπισης.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.

Η�έφεση επιτρέπεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο