Πιττάκα Χριστόδουλος ν. Γ. & Β. Χατζηδημοσθένους Λτδ. (2004) 1 ΑΑΔ 1895

(2004) 1 ΑΑΔ 1895

[*1895]9 Νοεμβρίου, 2004

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ ΝΟΜΟ, ΚΕΦ. 4

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΠΙΤΤΑΚΑ,

Εφεσείων,

ν.

Γ. & Β. ΧΑΤΖΗΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ ΛΤΔ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11852)

 

Αποφάσεις και διατάγματα ― Διάταγμα για εγγραφή και εκτέλεση διαιτητικής απόφασης στη βάση του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4 ― Κατά πόσο υπάρχει υποχρέωση για αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων στην αίτηση για χορήγηση άδειας για την εγγραφή και εκτέλεση διαιτητικής απόφασης.

Απόδειξη ― Τεκμήρια ― Παράδοση επιστολής μέσω ταχυδρομείου ― Επιστολή η οποία έχει αποδειχθεί ότι έχει ταχυδρομηθεί και δεν έχει επιστραφεί από το Ταχυδρομείο αποτελεί εκ πρώτης όψεως απόδειξη για την παράδοσή της στο πρόσωπο στο οποίο απευθυνόταν.

Διαιτησία ― Διαιτητική απόφαση ― Εγγραφή και εκτέλεση διαιτητικής απόφασης ― Άρθρο 21 του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4 ― Εφαρμοστέες αρχές.

Δικαστική απόφαση ― Αιτιολογία ― Ποία τα γνωρίσματα μιας δεόντως αιτιολογημένης δικαστικής απόφασης.

Έξοδα ― Επιδίκαση εξόδων ― Ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος Δικαστηρίου ― Τα έξοδα ακολουθούν κατά κανόνα το αποτέλεσμα της δίκης, εκτός εάν συντρέχουν λόγοι που δικαιολογούν απόκλιση από τον κανόνα.

Οι εφεσίβλητοι, εργολάβοι οικοδομών, ζήτησαν διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου που να τους παρέχει άδεια για την εγ[*1896]γραφή διαιτητικής απόφασης που είχαν εξασφαλίσει εναντίον του εφεσείοντος για ποσό Λ.Κ.37.346,55 πλέον Λ.Κ.500 δικηγορικά έξοδα, και περαιτέρω διάταγμα που να παρέχει άδεια για την εκτέλεση της εν λόγω διαιτητικής απόφασης.  Ο εφεσείων καταχώρησε ένσταση.  Νομικό βάθρο της ένστασης ήταν το αρ. 36 της εργοληπτικής συμφωνίας με την οποία οι εφεσίβλητοι ανέλαβαν την ανέγερση οικοδομής σε ακίνητο του εφεσείοντος.  Ο εφεσείων ισχυρίσθηκε πως η παραπομπή σε «διαιτησία και συνεπώς η διαιτητική διαδικασία και απόφαση ήταν άκυρες» επειδή η επιστολή των εφεσιβλήτων ημερ. 18.2.98 με την οποία κάλεσαν τον αρχιτέκτονα του έργου δυνάμει του όρου 36.04 της μεταξύ των διαδίκων εργοληπτικής συμφωνίας να εκδώσει απόφαση επί της διαφοράς που είχε προκύψει, δεν είχε ισχύ.  Η διαδικασία που ακολούθησε ήταν άκυρη επειδή οι εφεσίβλητοι απέστειλαν τέσσερις επιστολές πριν από την 18.2.98 και με τις οποίες το αρ. 36.02 είχε ενεργοποιηθεί προγενέστερα της επιστολής ημερ. 18.2.1998.  Κατά συνέπεια το αίτημα για εγγραφή της εκδοθείσας διαιτητικής απόφασης πρέπει να απορριφθεί.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι «το αρ. 36.02 ενεργοποιήθηκε με την επιστολή ημερ. 18.12.98 και μόνο» και επίσης «ότι η εκδοθείσα απόφαση του διαιτητή ημερ. 24.4.2000 ήταν τελική και δεσμευτική για τα μέρη».

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση, αμφισβητώντας, μεταξύ άλλων, την ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί των ανωτέρω θεμάτων.  Υποστήριξε ότι:

1) Η εκκαλούμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή ότι τα Δικαστήρια εφαρμόζουν, δεν παραμερίζουν τα συμφωνηθέντα, αφού δεν είχαν τηρηθεί οι συμφωνηθείσες προϋποθέσεις για την έγκυρη παραπομπή σε διαιτησία.

2) «Αποτελεί σφάλμα το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η παραπομπή σε διαιτησία δεν αντιβαίνει τις πρόνοιες του αρ. 36.12 της συμφωνίας».  Ο συνήγορος του εφεσείοντος υποστήριξε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ταύτισε την προσωρινή παραλαβή του έργου με την παράδοση της κατοχής του. Κατάταξε - κατέληξε - εσφαλμένα τη διαφορά που είχε προκύψει «ως ζήτημα που αφορούσε πιστοποιητικό πληρωμής».

3) Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επιστολή ημερ. 17.4.98 (με την οποία έγινε η παραπομπή σε διαιτησία) παραλήφθηκε από τον εφεσείοντα, ήταν προϊόν πραγματικού και νομικού λάθους.

4) Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εκδώσει «διάταγμα για την εγγραφή της διαιτητικής απόφασης» είναι αποτέλεσμα [*1897]εσφαλμένης νομικής ερμηνείας των διατάξεων του Άρθρου 20(2) του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4 και επίσης δεν είναι αιτιολογημένη.  Ο συνήγορος του εφεσείοντος υποστήριξε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν άσκησε τη διακριτική εξουσία που, κατ’ ισχυρισμό, του παρέχει η πιο πάνω νομοθετική διάταξη.

5) Το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να είχε λάβει υπόψη πως οι εφεσίβλητοι δεν αποκάλυψαν την ύπαρξη μιας επιστολής η οποία ανατρέπει τους ισχυρισμούς των εφεσιβλήτων ότι η υποβολή της διαφοράς στον αρχιτέκτονα έγινε με την επιστολή ημερ. 18.2.98 και η παραπομπή σε διαιτησία με την επιστολή ημερ. 17.4.98 και ότι σκόπιμα και κακόπιστα οι εφεσίβλητοι δεν την παρουσίασαν στο Δικαστήριο.

6) Το διάταγμα εξόδων είναι εσφαλμένο.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν είχε σημειωθεί παραβίαση του αρ. 36 της συμφωνίας είναι ορθή και στη βάση αυτής ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η διαιτητική απόφαση ήταν τελική και δεσμευτική.

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι πρόνοιες του αρ. 36.12 δεν έχουν παραβιασθεί.  Υπέδειξε ότι το γεγονός της προσωρινής παραλαβής του έργου «πριν την καταφυγή σε διαιτησία, χωρίς ωστόσο να θυμάται ημερομηνία, επιβεβαίωσε αντεξεταζόμενος ο διευθύνων σύμβουλος των αιτητών».  Ανέφερε πως ο καθ’ ου η αίτηση παρέλαβε το κτίριο, το χρησιμοιούσε και το ενοικίαζε.  Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθή και η περί του αντιθέτου εισήγηση του εφεσείοντος δεν ευσταθεί.

3.  Σύμφωνα με τη Νομολογία υφίσταται τεκμήριο ότι επιστολή η οποία έχει αποδειχθεί ότι έχει ταχυδρομηθεί και δεν έχει επιστραφεί από το Ταχυδρομείο αποτελεί εκ πρώτης όψεως απόδειξη για την παράδοση της στο πρόσωπο στο οποίο απευθυνόταν.  Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου συνάδει απόλυτα με την πιο πάνω θέση της Νομολογίας.

4.  Από το σύνολο της πρωτόδικης απόφασης προκύπτει πως το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι εφεσίβλητοι ικανοποίησαν τις προϋποθέσεις που απαιτούνται από το Νόμο για τη χορήγηση άδειας για την εγγραφή και εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης.  Τούτου δοθέντος δεν υπήρχε περιθώριο για άσκηση διακριτικής εξουσίας κα[*1898]τά της έγκρισης της αίτησης.  Προκύπτει επίσης πως η πρωτόδικη απόφαση περιέχει όλα τα γνωρίσματα μιας δεόντως αιτιολογημένης απόφασης.

5.  Η αρχή η οποία επιβάλλει την αποκάλυψη ισχύει στη διαδικασία των μονομερών αιτήσεων και έχει διαμορφωθεί κυρίως στην περίπτωση μονομερών αιτήσεων για χορήγηση προσωρινού διατάγματος.

     Στην παρούσα υπόθεση η διαδικασία άρχισε με «αίτηση διά κλήσεως» και η πιο πάνω επιστολή τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου από τον εφεσείοντα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε το περιεχόμενο της, έκρινε ότι η εν λόγω επιστολή «ήταν ανίσχυρη και δεν μπορούσε να επιφέρει οποιοδήποτε αποτέλεσμα».  Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή. Ο εφεσείων δεν μπορεί να οικοδομήσει επί της παράλειψης των εφεσιβλήτων να παρουσιάσουν την πιο πάνω επιστολή.

6.  Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε που να δικαιολογεί απόκλιση από τον κανόνα ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Surrendra Overseas Ltd v. Government of Sri Lanka [1977] 2 All E.R. 481,

Theodorou v. Abbot of Kykko Monastery (1965) 1 C.L.R. 9,

Pioneer Candy Ltd v. Tryfon and Sons (1981) 1 C.L.R. 540,

Vasiliko Cement Works Ltd v. World Tide Shipping Corporation (1996) 1 C.L.R. 389,

United Perlite Industries Ltd v. Sayakhat Air Co., Πολιτική Έφεση Αρ. 10604, ημερ. 28.6.2002,

Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248,

Δήμος Πάφου ν. Βοσκού (2001) 1 Α.Α.Δ. 1168,

Κυρισάββα κ.ά. ν. Κύζη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1245,

[*1899]Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita, Πολιτική Έφεση 11156, ημερ. 19/12/2002,

Σεβαστού ν. Σεβαστού, Πολιτική Έφεση 10945, ημερ. 19/12/2002,

Χάσικος κ.ά. ν. Χαραλαμπίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 389.

Έφεση.

Έφεση από τον καθ’ ου η αίτηση κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου που δόθηκε στις 30/9/03 (Αρ. Αίτησης 139/02) με την οποία έκρινε ότι η εκδοθείσα στις 24/4/02 απόφαση του διαιτητή για ποσό Λ.Κ.37,346,55 πλέον έξοδα ως οφειλόμενου από τον καθ’ ου η αίτηση προς τους εφεσίβλητους-εργολάβους οικοδομών οι οποίοι δυνάμει μεταξύ τους εργοληπτικής συμφωνίας ημερ. 29/9/94 για την ανέργερση κτιρίου σε ακίνητο του καθ’ ου η αίτηση ήταν τελική και δεσμευτική για τα μέρη εξέδωσε δε διάταγμα για την εγγραφή της ώστε να εκτελεστεί ως δικαστική απόφαση.

Χρ. Γεωργιάδης, για τον Εφεσείοντα.

Φ. Πελίδης, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι είναι εργολάβοι οικοδομών.  Ανέλαβαν την ανέγερση οικοδομής σε ακίνητο του εφεσείοντος δυνάμει εργοληπτικής συμφωνίας ημερ. 29.9.94. Ήταν η θέση τους πως ο αρχιτέκτονας του έργου κ. Παύλος Σιβιτανίδης παρέλειψε να εκδώσει τελικό πιστοποιητικό πληρωμής τους. Για το λόγο αυτό οι εφεσίβλητοι με επιστολή των δικηγόρων τους, ημερ. 18.2.98, τον κάλεσαν, δυνάμει του αρ. 36.04 της συμφωνίας, να εκδώσει απόφαση επί της διαφοράς που είχε προκύψει. Ήταν περαιτέρω η θέση των εφεσιβλήτων πως εν όψει της παράλειψης του αρχιτέκτονα να εκδώσει απόφαση «προς επίλυση της διαφοράς εντός 30 ημερών από τις 18.2.98» παρέπεμψαν εγγράφως τη διαφορά σε διαιτησία, δυνάμει του αρ. 36.05 της πιο πάνω συμφωνίας.  Ταυτόχρονα κάλεσαν τον εφεσείοντα σε συνάντηση για διορισμό διαιτητή σύμφωνα με το αρ. 36.07.  Τέλος ήταν η θέση των εφεσιβλήτων πως εν όψει της παράλειψης του εφεσείοντος να ανταποκριθεί, σύμφωνα με το αρ. [*1900]36.08 διόρισαν τον κ. Πέτρο Ζωγράφο ως μόνο διαιτητή, ο οποίος στις 24.4.2000 εξέδωσε απόφαση (η διαιτητική απόφαση) εναντίον του εφεσείοντος για ποσό Λ.Κ.37.346,55 πλέον Λ.Κ.500 δικηγορικά έξοδα.

Με αίτηση τους ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (το Πρωτόδικο Δικαστήριο), ημερ. 17.10.2002, οι εφεσίβλητοι ζήτησαν διάταγμα του Δικαστηρίου που να παρέχει άδεια για την εγγραφή της διαιτητικής απόφασης και περαιτέρω, διάταγμα που να παρέχει άδεια για την εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης όπως εκτελείται απόφαση του Δικαστηρίου.

Ο εφεσείων καταχώρησε ένσταση.  Ισχυρίσθηκε πως η παραπομπή σε «διαιτησία που είχε γίνει δεν πληρούσε αλλά παραβίαζε τις συμφωνηθείσες προϋποθέσεις παραπομπής σε διαιτησία και συνεπώς η διαιτητική διαδικασία και απόφαση ήταν άκυρες».

Ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος υποστήριξε πως οι συμφωνηθείσες προϋποθέσεις, διαδικασίες και προθεσμίες παραπομπής διαφοράς σε διαιτησία δεν ετηρήθησαν από τους εφεσιβλήτους.  Αυτές ήταν δεσμευτικές και η παράβαση τους κατέστησε άκυρη την παραπομπή που ακολούθησε.

Πραγματικό έρεισμα των πιο πάνω θέσεων του εφεσείοντος ήταν το περιεχόμενο 4 επιστολών των εφεσιβλήτων – ημερ. 10.7.97, 10.11.97, 20.11.97 και 4.12.97.  Νομικό βάθρο της ένστασης ήταν το αρ. 36 της πιο πάνω συμφωνίας.  Ήταν η θέση του εφεσείοντος πως με τις πιο πάνω επιστολές το αρ. 36.02 είχε ενεργοποιηθεί προγενέστερα της επιστολής 18.2.1998. Εφόσον – συνέχισε - ο αρχιτέκτονας δεν εξέδωσε απόφαση και παρήλθε η χρονική προθεσμία αξίωσης διαιτησίας τότε θεωρείται πως το αίτημα έχει τελεσίδικα απορριφθεί και δεν δικαιούνται οι εφεσίβλητοι σε οποιαδήποτε θεραπεία. Η επιστολή των εφεσιβλήτων – συμπλήρωσε - ημερ. 18.2.1998 δεν είχε ισχύ.  Η διαιτησία – κατέληξε - που ακολούθησε ήταν άκυρη, συνεπώς το αίτημα για εγγραφή της εκδοθείσης διαιτητικής απόφασης πρέπει να απορριφθεί.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αφού παρέπεμψε στα αρ. 36.02 μέχρι 36.07* της συμφωνίας εξέτασε το περιεχόμενο τριών από τις πιο πάνω επιστολές. Δεν εξέτασε την πιο πάνω επιστολή ημερ.  10.11.97 γιατί δεν είχε τεθεί ενώπιον του. Έκρινε ότι η επιστολή ημερ. 18.2.98 ήταν η πρώτη και μόνη «έγγραφη αναφορά» συμφώνως του αρ. 36.02. Το τελευταίο ενεργοποιήθηκε με την επιστολή ημερ. 18.2.1998 και μόνο.  Ακολούθως το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε διάταγ[*1902]μα ως η αίτηση.  Έθεσε το θέμα ως εξής:

«Στον καθ’ ου η αίτηση δόθηκε κάθε ευκαιρία συμφώνως των προνοιών του άρθρου 36 για να συμμετάσχει στη διαδικασία προς τη διαιτησία και την ίδια τη διαιτησία.

Ο ίδιος επέλεξε να διατηρήσει μια αρνητική προσέγγιση στο όλο ζήτημα.  Το γεγονός ότι, όπως λέει, δεν έλαβε νομική συμβουλή για τα δικαιώματά του, κατά πόσο δηλαδή θα δεσμευόταν από τη διαδικασία δεν διαφοροποιεί την κατάσταση. Είναι πρόδηλο πως  νόμιζε πως με αυτό τον τρόπο θα μπορούσε να αποποιηθεί τυχόν ευθυνών του.  Ιδιαίτερα με την εμπλοκή δικηγόρων από πλευράς αιτητών θα έπρεπε τουλάχιστον να ανησυχήσει και να διερωτηθεί μήπως οι δικηγόροι που γνωρίζουν τα νομικά θέματα ενεργούν ορθά και θα βρεθεί εκτεθειμένος αν συνεχίσει την αρνητική του στάση.

Παρευρέθηκε στην πρώτη συνάντηση με το διαιτητή στις 10.12.98 και έκτοτε δεν ξαναεμφανίσθηκε.  Η προσέγγιση του εμφαίνεται στην παράγραφο 5 της ενόρκου δηλώσεώς του, ενώ και δια ζώσης ανέφερε πως είπε στο διαιτητή πως δεν δεσμεύεται από τη διαιτησία, ότι δεν ξέρει τι σημαίνει και να μην τον ξαναενοχλήσει ο διαιτητής με επιστολές.  Ακολούθησαν όμως και άλλες πριν την έκδοση απόφασης.

Η εκδοθείσα απόφαση του διαιτητή της 24.4.2000 ήταν τελική και δεσμευτική για τα μέρη (βλ. άρθρο 36.14).

Ως εκ των ανωτέρω, η αίτηση επιτυγχάνει και εκδίδεται διάταγμα για την εγγραφή της διαιτητικής απόφασης ώστε να καταχωριστεί ως δικαστική απόφαση και να εκτελεστεί.

Τα έξοδα της αίτησης επιδικάζονται υπέρ των αιτητών και εναντίον του καθ’ ου η αίτηση, όπως τούτα θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.»

Η ορθότητα της κρίσης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου «ότι η εκδοθείσα απόφαση του διαιτητή ημερ. 24.4.2000 ήταν τελική και δεσμευτική για τα μέρη» καθώς και η ορθότητα της κρίσης ότι «το αρ. 36.02 ενεργοποιήθηκε με την επιστολή ημερ. 18.12.98 και μόνο» έχει αμφισβητηθεί με τους λόγους έφεσης 1 και 2, αντιστοίχως.

Έχει, επίσης, αμφισβητηθεί η ορθότητα της κρίσης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με διάφορα επί μέρους θέματα, με τους [*1903]λόγους έφεσης 3-8, με τους οποίους θα ασχοληθούμε στο κατάλληλο στάδιο.

Σε σχέση με τον πρώτο λόγο της έφεσης ο κ. Γεωργιάδης, εκ μέρους του εφεσείοντος, υποστήριξε ότι η εκκαλούμενη κρίση παραβιάζει την αρχή ότι τα Δικαστήρια εφαρμόζουν, δεν παραμερίζουν τα συμφωνηθέντα αφού δεν είχαν ακολουθηθεί οι συμφωνηθείσες προϋποθέσεις, διαδικασίες και προθεσμίες για την έγκυρη παραπομπή σε διαιτησία.

Σε σχέση με το δεύτερο λόγο της έφεσης ο κ. Γεωργιάδης υπέβαλε ότι η διαδικασία του αρ. 36 είχε τεθεί σε κίνηση με την προηγούμενη της 18.2.98 πολλαπλή υποβολή από τους εφεσίβλητους της διαφοράς στον επιβλέποντα μηχανικό, με την παραπομπή της διαφοράς στις 15.12.97 σε διαιτησία και την υπόδειξη διαιτητή κοινής αποδοχής.  Μετά την παρέλευση χρονικού διαστήματος πέραν των 60 ημερών – συνέχισε – από της υποβολής της διαφοράς στις 10.7.97 στον αρχιτέκτονα έπρεπε, σύμφωνα με το αρ. 33.06 των όρων, να θεωρηθεί η μη έκδοση απόφασης από τον αρχιτέκτονα, ως τελεσίδικη απόρριψη του αιτήματος των εφεσιβλήτων και ως κώλυμα για διεκδίκηση, έγερση και προώθηση οποιασδήποτε απαίτησης και οποιασδήποτε πρόσθετης διαδικασίας σχετικά με τη διαφορά περιλαμβανομένης αυτής που το Δικαστήριο θεώρησε πως άρχισε στις 18.2.98.  Η υποβολή της διαφοράς στον αρχιτέκνονα – συμπλήρωσε – στις 18.2.98 είναι χωρίς οποιαδήποτε σημασία αφού  προηγήθηκε η εγκατάλειψη της ως ανωτέρω.

Οι πιο πάνω λόγοι της έφεσης καθιστούν αναγκαία την παράθεση της πρωτόδικης κρίσης η οποία σχετίζεται με τις πιο πάνω επιστολές. Σε σχέση με την πιο πάνω επιστολή ημερ. 10.7.97 το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν πρόκειται για «έγγραφη αναφορά» συμφώνως του αρ. 36.2.  Πρόκειται – συνέχισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο – για απλή γνωστοποίηση θέσεων προς τον αρχιτέκτονα με αναφορά πως οι εφεσίβλητοι διεκδικούν από τον εφεσείοντα διάφορα χρηματικά ποσά.

Αναφορικά με την επιστολή ημερ. 20.11.87 το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι αυτή αναφέρεται σε προφορικές επαφές με τον αρχιτέκτονα και οι εφεσίβλητοι παρατηρούν μετά λύπης τους πως ο αρχιτέκτονας δεν προχώρησε στη διευθέτηση του τελικού λογαριασμού και την έκδοση του τελευταίου πιστοποιητικού πληρωμής κατά παράβαση του συμβολαίου.  Η επιστολή τελειώνει με την ελπίδα των εφεσιβλήτων πως ο αρχιτέκτονας θα ανταποκρίνετο χωρίς άλλη καθυστέρηση. Συνεπώς – κατέληξε το Πρωτόδικο Δικαστήριο – ούτε [*1904]και αυτή η επιστολή συνιστά «έγγραφη αναφορά» συμφώνως του αρ. 36.02.

Σε σχέση με την επιστολή ημερ. 4.12.97 το Πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι αυτή επιδιώκει και πάλι την ετοιμασία από μέρους του αρχιτέκτονα τελικού λογαριασμού.  Υπέδειξε, επίσης, ότι γίνεται μνεία στο αρ. 31.05 του Συμβολαίου και εφιστάται η προσοχή του αρχιτέκτονα «επί τω ότι αν μέσα σε 8 ημέρες δεν προχωρούσε στην επίλυση του θέματος οι αιτητές θα ακολουθούσαν το αρ. 36 του Συμβολαίου».

Είναι πρόδηλο – κατέληξε – πως ούτε και αυτή η επιστολή συνιστούσε «έγγραφη αναφορά».  Η χρήση της φράσης «προχωρήσετε σε επίλυση του θέματος» δεν ήταν αναφορά στη βάση του άρθρου 36.02.  Ό,τι ουσιαστικά εζητείτο ήταν η έκδοση πιστοποιητικού.  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο υπενθύμισε «πως προς ενεργοποίηση του, το αρ. 36.02 προϋπόθετε ρητή αναφορά ότι η υποβολή εγίνετο σύμφωνα με τις πρόνοιες του αρ. 36.02».  Επί του προκειμένου το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στην Surrendra Overseas Ltd v. Government of Sri Lanka [1977] 2 All E.R. 481, όπου αναφέρεται πως «η ειδοποίηση πρέπει να είναι ξεκάθαρη και όχι διφορούμενη και να περιέχει ρητή απαίτηση για διαιτησία.  Η προειδοποίηση ότι η πλευρά ενδέχεται ή θα προχωρήσει στη διαδικασία της διαιτησίας δεν αρκεί».

Αρχίζουμε με το λόγο έφεσης 2.  Έχουμε εξετάσει την εκκαλούμενη – με το λόγο έφεσης 2 – πρωτόδικη κρίση σε συνδυασμό με το περιεχόμενο των πιο πάνω επιστολών και το λεκτικό των πιο πάνω άρθρων της συμφωνίας.  Έχουμε την άποψη πως η επίδικη κρίση ήταν ορθή και δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης μας.  Έπεται πως ο λόγος έφεσης 2 δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Η εκκαλούμενη – με το λόγο έφεσης 1 – πρωτόδικη κρίση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ορθότητα της εκκαλούμενης με το λόγο έφεσης 2 κρίσης.  Η διαπιστωθείσα ήδη ορθότητα της τελευταίας σφραγίζει και την μοίρα του λόγου έφεσης 1.  Ύστερα από την ορθή διαπίστωση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν είχε σημειωθεί παραβίαση του αρ. 36 της συμφωνίας θεωρούμε ότι ορθά κρίθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η διαιτητική απόφαση ήταν τελική και δεσμευτική.

Με τον λόγο 3 της έφεσης ο εφεσείων ισχυρίσθηκε πως «αποτελεί σφάλμα το συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η παραπομπή σε διαιτησία δεν αντιβαίνει στις πρόνοιες του αρ. 36.12 της συμφωνίας». Ο κ. Γεωργιάδης υπέβαλε πως δεν προηγήθηκε προσωρινή παραλαβή του έργου ούτε τερματισμός του συμβολαίου, ούτε εγκατάλειψη των εργασιών, ούτε δόθηκε η συγκατάθεση του εφεσείοντος ή του αρχιτέκτονα για την παραπομπή, όπως απαιτείται από το αρ. 36.12.  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο – συνέχισε ο κ. Γεωργιάδης – ταύτησε την προσωρινή παραλαβή του έργου με την παράδοση της κατοχής του.  Κατάταξε – κατέληξε – εσφαλμένα τη διαφορά που είχε προκύψει ως «ζήτημα που αφορούσε πιστοποιητικό πληρωμής».

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στο αρ. 36.12* έκρινε ότι δεν έχουν παραβιασθεί οι πρόνοιες του.  Υπέδειξε ότι το γεγονός της προσωρινής παραλαβής του έργου «πριν την καταφυγή στη διαιτησία, χωρίς ωστόσο να θυμάται ημερομηνία, επιβεβαίωσε αντεξεταζόμενος ο διευθύνων σύμβουλος των αιτητών».  Ανέφερε πως ο καθ’ ου η αίτηση παρέλαβε το κτίριο, το χρησιμοποιούσε και το ενοικίαζε.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ως εξής:

«Ακόμη και αν γίνει αποδεκτό πως τυπικά και για σκοπούς του Συμβολαίου δεν έγινε προσωρινή παραλαβή του έργου και πάλιν δεν υπάρχει παραβίαση του άρθρου 36.12 αφού υπάρχει τουλάχιστον ισχυριζόμενη παραλαβή και εγκατάλειψη των εργασιών αλλά το σημαντικότερο η παραπομπή ήταν για ζήτημα που αφορούσε πιστοποιητικό πληρωμής.»

Έχουμε εξετάσει την πρωτόδικη κρίση σε συνδυασμό με το υλικό που βρισκόταν ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου και τις πρόνοιες του αρ. 36.12.  Κρίνουμε πως η πρωτόδικη κρίση ήταν ορθή και η περί του αντιθέτου εισήγηση του εφεσείοντος δεν ευσταθεί.  Ο λόγος 3 της έφεσης απορρίπτεται.

Με τον λόγο 4 της έφεσης ο εφεσείων ισχυρίσθηκε πως το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επιστολή ημερ. 17.4.98 παραλήφθηκε από τον εφεσείοντα ήταν προϊόν πραγματικού και νομικού λάθους.

[*1906]

Ο κ. Γεωργιάδης υπέβαλε, ανάμεσα σ’ άλλα, πως το συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου πως το τεκμήριο που δημιούργησε η αποστολή της επιστολής δεν ανατράπηκε είναι λανθασμένο αφού ο εφεσείων με ένορκη ομολογία του και προφορικά κατέθεσε ότι δεν την παρέλαβε.

Παραθέτουμε την επίδικη προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου:

«Η επιστολή της 17.4.98, είναι εύρημα μου, πληρεί τις προϋποθέσεις των άρθρων 36.05 και 36.07.

Ο καθ΄ ου η αίτηση στην παράγραφο 13 της ένορκης του δήλωσης αρνείται λήψη της επιστολής αυτής.

Ο καθ΄ ου η αίτηση αντεξετάστηκε επί του προκειμένου. Παραδέχθηκε πως μεταγενέστερη επιστολή ημερομηνίας 9.6.98 των δικηγόρων των αιτητών (Τεκμήριο 4 στην ένορκη δήλωση των αιτητών) παρέλαβε.  Η ρηθείσα επιστολή αναγράφει την ίδια διεύθυνση του όπως και η επιστολή της 17.4.98 μάλιστα σε αυτή που δέχεται πως παρέλαβε γίνεται ρητή αναφορά στην επιστολή της 17.4.98.

Η δικαιολογία του πως δεν διερωτήθηκε τι αφορούσε η μνημονευθείσα επιστολή της 17.4.98 δεν ήταν καθόλου πειστική, ότι δηλαδή εφόσον είχε πληρώσει στο ακέραιο δεν είχε καρδιά να κοιτάζει επιστολές.

Η συμπεριφορά του στο να αποφύγει τις διαδικασίες και τα αποτελέσματά τους φαίνεται και από τη στάση του να μην παραλάβει σε μεταγενέστερο χρόνο ασφαλισμένη επιστολή με την οποία του κοινοποιείτο η απόφαση του διαιτητή.  Δεν αποδέχομαι την μαρτυρία του σαν αληθινή.

Το τεκμήριο που δημιουργήθηκε με την ένορκη δήλωση του δικηγόρου Φοίβου Πελίδη ημερομηνίας 10.4.2003 όπου αναφέρει ότι ταχυδρομήθηκε η επιστολή της 17.4.98 από τον ίδιο κανονικά στη διεύθυνση που αναγράφεται σε αυτή, που είναι η ορθή διεύθυνση του καθ’ ου η αίτηση, όπως δια ζώσης ο ίδιος παραδέχθηκε με αναφορά στην επιστολή του της 13.1.99, και ότι αυτή δεν επιστράφηκε από το ταχυδρομείο σαν μη παραδοθείσα, δεν ανατράπηκε.  Ο καθ’ ου η αίτηση, είναι εύρημά μου, παρέλαβε τη ρηθείσα επιστολή.»

Σύμφωνα με τη Νομολογία υφίσταται τεκμήριο ότι επιστολή η οποία έχει αποδειχθεί ότι έχει ταχυδρομηθεί και δεν έχει επιστραφεί από το Ταχυδρομείο αποτελεί εκ πρώτης όψεως απόδειξη για την παράδοση της στο πρόσωπο στο οποίο απευθυνόταν (βλ. Theodorou v. Abbot of Kykko Monastery (1965) 1 C.L.R. 9, 18:  “There is a presumption that a letter shown to have been posted, and not returned by the post office, is prima facie evidence of its delivery to the person to whom it is addressed ….”).

Έχουμε την άποψη πως η επίδικη προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου συνάδει απόλυτα με την πιο πάνω θέση της Νομολογίας.  Έπεται πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Με τον λόγο 5 της έφεσης ο εφεσείων ισχυρίσθηκε πως η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να εκδώσει «διάταγμα για την εγγραφή της διαιτητικής απόφασης» είναι αποτέλεσμα εσφαλμένης νομικής ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων του αρ. 20(2)3* του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4.  Ήταν η  θέση του κ. Γεωργιάδη πως η νομοθετική διάταξη παρέχει στο Δικαστήριο διακριτική εξουσία.  Αφού – συνέχισε – το Δικαστήριο κατέληξε ότι «η εκδοθείσα απόφαση του διαιτητή της 24.4.2000 ήταν τελική και δεσμευτική για τα μέρη» προχώρησε στην έκδοση του διατάγματος χωρίς να ασχοληθεί με ή μνημονεύσει ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο αναλώσει χρόνο για τους σχετικούς αναφορικά με την άσκηση της διακριτικής εξουσίας παράγοντες.  Το Δικαστήριο – κατέληξε – φαίνεται ότι είχε την αντίληψη ότι η εξουσία του ήταν δέσμια. Στην πραγματικότητα το Δικαστήριο δεν άσκησε οποιαδήποτε διακριτική εξουσία.

Ο λόγος 6 της έφεσης ήταν συναφής με το λόγο 5.  Η εφεσείουσα ισχυρίσθηκε πως η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου – αντικείμενο του λόγου έφεσης 5 – δεν είναι αιτιολογημένη και/ή επαρκώς αιτιολογημένη.

Σύμφωνα με το αρ. 21 του περί Διαιτησίας Νόμου «διαιτητική απόφαση που εκδίδεται με βάση συνυποσχετικό δύναται, με άδεια του Δικαστηρίου, να εκτελεστεί κατά τον ίδιο τρόπο όπως δικαστι[*1908]κή απόφαση ή διάταγμα με την ίδια ισχύ και σε τέτοια περίπτωση δύναται να καταχωρηθεί δικαστική απόφαση με περιεχόμενο εκείνο της διαιτητικής απόφασης».

Το λεκτικό του αρ. 21 είναι ακριβώς το ίδιο με εκείνο του αρ. 26(1) της Αγγλικής Arbitration Act, 1950. Σύμφωνα με τους Halsbury’s Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 2, παραγ. 713 «το Δικαστήριο θα χορηγήσει άδεια για την εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης εκτός αν υπάρχει πραγματικός λόγος αμφισβήτησης της εγκυρότητας της διαιτητικής απόφασης ή εκτός αν η διαιτητική απόφαση δεν είναι σε τύπο που μπορεί να εκτελεσθεί ως απόφαση».

Αίτημα των εφεσιβλήτων στην παρούσα υπόθεση ήταν η παροχή άδειας για την εγγραφή και εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης.  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε προσεκτικά και σε βάθος όλα τα επίδικα θέματα της αίτησης, διαπίστωσε ότι υπήρχε τελική και δεσμευτική διαιτητική απόφαση. Ανάγνωση της πρωτόδικης απόφασης στο σύνολο της αποκαλύπτει πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι εφεσίβλητοι ικανοποίησαν τις προϋποθέσεις που απαιτούνται από το Νόμο για τη χορήγηση άδειας για την εγγραφή και εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης. Τούτου δοθέντος δεν υπήρχε περιθώριο για άσκηση διακριτικής εξουσίας κατά της έγκρισης της αίτησης.  Έπεται πως ο λόγος έφεσης 5  δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Αναφορικά με το λόγο έφεσης 6, ο οποίος αναφέρεται στην έλλειψη αιτιολογίας, τα γνωρίσματα της δεόντως αιτιολογημένης απόφασης είναι:

(α)   Ανάλυση της μαρτυρίας υπό το φως των επίδικων θεμάτων.

(β)   Διατύπωση συγκεκριμένων ευρημάτων.

(γ)   Σαφής δικαστική απόφανση (Pioneer Candy Ltd v. Tryfon and Sons (1981) 1 C.L.R. 540 και Vasiliko Cement Works Ltd v. World Tide Shipping Corporation (1996) 1 C.L.R. 389, 396).

Μέρος της εκκαλούμενης απόφασης έχει παρατεθεί πιο πάνω (βλ. σελ. 1902, 1905-1907, πιο πάνω).  Εξέταση της εκκαλούμενης απόφασης στο σύνολο της αποκαλύπτει ότι αυτή περιέχει όλα τα γνωρίσματα μιας δεόντως αιτιολογημένης απόφασης.  Έπεται πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Με το λόγο 7 της έφεσης ο εφεσείων ισχυρίσθηκε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να είχε λάβει υπόψη του κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας ότι οι εφεσίβλητοι δεν αποκάλυψαν [*1909]την ύπαρξη μιας επιστολής ημερ. 15.12.97.  Ήταν η θέση του κ. Γεωργιάδη πως η επιστολή αυτή ανατρέπει τους ισχυρισμούς των εφεσιβλήτων ότι η υποβολή της διαφοράς στον αρχιτέκτονα έγινε με την επιστολή ημερ. 18.2.98 και η παραπομπή σε διαιτησία με την επιστολή ημερ. 17.4.98 και ότι σκόπιμα και κακόπιστα οι εφεσίβλητοι δεν την παρουσίασαν στο Δικαστήριο.  Επί του προκειμένου ο κ. Γεωργιάδης παρέπεμψε στην United Perlite Industries Ltd v. Sayakhat Air Co., Πολιτική Έφεση 10604/28.6.2002 η οποία όπως ανέφερε «αφορά ex parte αίτηση όμως η αρχή έχει γενικότερη εφαρμογή».

Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.  Η αρχή η οποία επιβάλλει την αποκάλυψη ισχύει στη διαδικασία των μονομερών αιτήσεων και έχει διαμορφωθεί κυρίως στην  περίπτωση μονομερών αιτήσεων για χορήγηση προσωρινού διατάγματος (Βλ. Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, 264, 265, 266, Δήμος Πάφου ν. Βοσκού (2001) 1 Α.Α.Δ. 1168, Κυρισάββα κ.ά. ν. Κύζη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1245, Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita, Πολιτική Έφεση 11156/19.12.2002, Σεβαστού ν. Σεβαστού, Πολιτική Έφεση 10945/19.12.2002).

Στην παρούσα υπόθεση η διαδικασία άρχισε με «αίτηση δια κλήσεως» και η πιο πάνω επιστολή τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου από τον εφεσείοντα.  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε το περιεχόμενο της, έκρινε ότι η εν λόγω επιστολή «ήταν ανίσχυρη και δεν μπορούσε να επιφέρει οποιοδήποτε αποτέλεσμα».  Συμφωνούμε με την κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ο εφεσείων δεν μπορεί να οικοδομήσει επί της παράλειψης των εφεσιβλήτων να παρουσιάσουν την πιο πάνω επιστολή.

Με τον τελευταίο λόγο της έφεσης ο εφεσείων αμφισβήτησε την ορθότητα του διατάγματος για τα έξοδα.  Έρεισμα του σχετικού λόγου της έφεσης ήταν «τα σφάλματα» αντικείμενο των λόγων έφεσης 1-7.

Η θέση της νομολογίας επί του θέματος των εξόδων είναι σταθερή.  Τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα.  Απόκλιση από τον κανόνα δικαιολογείται οποτεδήποτε καταφαίνεται ότι διάδικος συνέβαλε αδικαιολόγητα στη διόγκωση των εξόδων της δίκης για λόγους που δε σχετίζονται με το αποτέλεσμα (Χάσικος κ.ά. ν. Χαραλαμπίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 389, 393).  Δεν υπάρχει οτιδήποτε που να δικαιολογεί απόκλιση από τον κανόνα.  Ο σχετικός λόγος της έφεσης απορρίπτεται.

[*1910]Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο