(2004) 1 ΑΑΔ 1953
[*1953]22 Νοεμβρίου, 2004
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΑΣΚΟΥΣΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΥΠΟ ΤΗΝ ΕΓΓΕΓΡΑΜΜΕΝΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΠΩΝΥΜΙΑ
L’ EXCLUSIF NUMERO DOUZE,
Εφεσείουσα,
ν.
1. PETROS MICHAEL EXCLUSIF LTD,
2. ΠΕΤΡΟΥ ΜΙΧΑΗΛ,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11726)
Αποφάσεις και διατάγματα ― Παρεμπίπτον απαγορευτικό διάταγμα ― Το οποίο εκδόθηκε μετά από μονομερή αίτηση σε αγωγή για παραβίαση εμπορικού σήματος ― Ακύρωση του διατάγματος λόγω μη αποκάλυψης όλων των ουσιωδών γεγονότων που θα βοηθούσαν το Δικαστήριο να ασκήσει ορθά τη διακριτική του ευχέρεια.
Οι εφεσείοντες, με ex parte αίτησή τους, εξασφάλισαν παρεμπίπτον απαγορευτικό διάταγμα της χρήσης της λέξης “Exclusif” από τους εφεσίβλητους. Οι εφεσίβλητοι κατέθεσαν ένσταση υποστηρίζοντας ότι η ένορκη δήλωση που υποστήριζε την ex parte αίτηση, σε συνάρτηση και προς τις αιτούμενες θεραπείες, ήταν παραπλανητική. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατόπιν ακροάσεως ακύρωσε το διάταγμα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η παράλειψη των εφεσειόντων να αποκαλύψουν τον τρόπο χρήσης της επίδικης λέξης μαζί με το γεγονός ότι καθόλο το κείμενο της ένορκης δήλωσης τους χρησιμοποιείται η λέξη σήμα σε σχέση με τα εμπορεύματά τους, επέδρασαν στο να σχηματίσει το Δικαστήριο την πεπλανημένη εντύπωση ότι οι εφεσείοντες ήταν κάτοχοι εγγεγραμμένου σήματος και ότι το χρησιμοποιούν μαζί με τα εμπορεύματα που πωλούν. Τα πράγματα όμως δεν είναι έτσι καθόσον η λέξη χρησιμοποιείται γενικότερα σε σχέση με την επιχείρηση των εφεσειόντων.
Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση.
[*1954]Αποφασίστηκε ότι:
1. Εκείνος που επιδιώκει θεραπεία χωρίς να ακουστεί η άλλη πλευρά φέρει μεγάλη ευθύνη να θέσει από την αρχή ενώπιον του Δικαστηρίου όλα τα δεδομένα με ύψιστη καλή πίστη και πληρότητα ούτως ώστε το Δικαστήριο να δημιουργήσει την ορθή εικόνα.
2. Το Εφετείο δεν έχει ικανοποιηθεί ότι συντρέχει λόγος για επέμβασή του σε σχέση με τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για τη μη αποκάλυψη, ως αιτίας για την ακύρωση του διατάγματος.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τους ενάγοντες κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 13/6/03 (Αρ. Αγωγής 222/03) με την οποία αποδέκτηκε την ένσταση των εναγομένων και ακύρωσε το παρεμπίπτον διάταγμα το οποίο εκδόθηκε στη βάση ex-parte αίτησης των εναγόντων απαγορευτικού της χρήσης της λέξης “Exclusif” από τους εναγόμενους το οποίο οι ενάγοντες εμφάνιζαν ότι χαρακτήριζε, ως εγγεγραμμένο σήμα, τα εμπορεύματά τους.
Γ. Παπαθεοδώρου, για την Εφεσείουσα.
Η. Παπανδρέου, για τους Εφεσίβλητους.
Ex tempore
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες πέτυχαν την έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος γενικά απαγορευτικού της χρήσης της λέξης “Exclusif” από τους εφεσίβλητους, στη βάση ex parte αίτησης. Οι εφεσίβλητοι κατέθεσαν ένσταση και το πρώτο ζήτημα που απασχόλησε κατά την ακρόαση ήταν ο ισχυρισμός πως η ένορκη δήλωση που υποστήριζε την ex parte αίτηση, μάλιστα σε συνάρτηση και προς τις θεραπείες που ζητούνταν, ήταν παραπλανητική.
Το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε πως πράγματι υπήρξε παραπλάνηση με βασικό στοιχείο το γεγονός ότι η ένορκος δήλωση που υποστήριζε την αίτηση αλλά και η ίδια η έκθεση απαίτησης, σταθερά αναφέρονταν και τόνιζαν την ύπαρξη σήματος που παραβιά[*1955]στηκε, κατά τρόπο που δημιουργούσε την εντύπωση πως η αγωγή αφορούσε τουλάχιστον και σε παραβίαση σήματος εγγεγραμμένου. Eπιπρόσθετα προς αυτό, το σήμα όπως σταθερά το ονόμαζαν, εμφανιζόταν να χαρακτήριζε τα εμπορεύματά τους. Ενώ, όπως εν τέλει ξεκαθαρίστηκε, δεν υπήρχε τέτοιο εγγεγραμμένο σήμα και η λέξη Exclusif ή Exclusive δεν χαρακτήριζε κανένα από τα εμπορεύματα που οι εφεσείοντες πωλούσαν. Αυτά πωλούνταν χωρίς να φέρουν τα ίδια τέτοιο όνομα.
Οι εφεσείοντες αναπτύσσουν επιχειρήματα σύμφωνα με τα οποία μια προσεκτική ανάγνωση της ένορκης δήλωσης που συνόδευε την ex parte αίτησή τους θα αποκάλυπτε πως δεν υπάρχει ρητός ισχυρισμός για εγγραφή εμπορικού σήματος. Αυτό μπορεί να είναι έτσι αν και σημειώνουμε πως αμέσως μετά την αναφορά στην ένορκη δήλωση για εγγραφή επωνυμίας που περιλαμβάνει και τη λέξη Exclusif επαναλαμβάνεται ο ισχυρισμός για εμπορικό σήμα. Επίσης οι εφεσείοντες υποστηρίζουν πως θα μπορούσε να δικαιούνταν σε θεραπεία, εν πάση περιπτώσει, στη βάση της απομίμησης της επωνυμίας τους. Σημειώνουμε επ’ αυτού την επισήμανση του πρωτόδικου δικαστηρίου πως, ανεξάρτητα από τη γνώμη που εν τέλει εξέφρασε και επ’ αυτού του θέματος, είχε σημασία για τους σκοπούς του παρεμπίπτοντος διατάγματος το γεγονός ότι το εμφάνιζαν ως προοριζόμενο να προστατεύσει εμπορικό σήμα. Η πρωτόδικος δικαστής, αφού αναφέρθηκε στη νομολογία σε σχέση με τις επιπτώσεις από τη μη αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων, κατέληξε ως ακολούθως:
“Η παράλειψη της ενάγουσας να αποκαλύψει με ποιο τρόπο χρησιμοποιεί την λέξη Exclusive μαζί με το γεγονός ότι καθόλο το κείμενο της ένορκης δήλωσης της ενάγουσας χρησιμοποιείται η λέξη σήμα σε σχέση με εμπορεύματα που πωλεί η ενάγουσα, αναμφίβολα επέδρασαν στο να σχηματίσει το Δικαστήριο την εντύπωση ότι η ενάγουσα ήτο κάτοχος εγγεγραμμένου σήματος και ότι το χρησιμοποιεί σε σχέση με τα ίδια τα εμπορεύματα που πωλεί. Τα πράγματα όμως δεν είναι έτσι καθόσον η λέξη χρησιμοποιείται γενικότερα σε σχέση με την επιχείρηση της ενάγουσας και επομένως, αναμφίβολα η πεπλανημένη εικόνα που παρουσίασε η ενάγουσα, ήταν αρκετή για να επηρεάσει την κρίση του Δικαστηρίου”.
Έχουμε ελέγξει τα δεδομένα και δεν διακρίνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου. Θα προσθέταμε και το γεγονός ότι στην ίδια την ex parte αίτηση για την έκδοση του παρεμπίπτοντος διατάγματος γίνεται αναφορά στο όνομα με παραπομπή και στο άρθρο 6 του περί Εμπορικών Σημάτων Νόμου [*1956]Κεφ. 168 αλλά και στο επισυναπτόμενο παράρτημα Α που αφήνει την εντύπωση εγγεγραμμένου εμπορικού σήματος.
Είναι μεγάλη η ευθύνη εκείνου που επιδιώκει θεραπεία χωρίς να ακούεται η άλλη πλευρά, να θέσει όλα τα δεδομένα με ύψιστη καλή πίστη και με πληρότητα. Το ενδεχόμενο να είναι δυνατό εκ των υστέρων η γενική εικόνα που δημιουργείται να είχε αντικριστεί διαφορετικά μετά από μια εξονυχιστική έρευνα, δεν είναι ικανοποιητική απάντηση όταν, όσα ως σύνολο μεταδίδονται, σαφώς οδηγούν στο σχηματισμό άλλης εικόνας.
Δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι συντρέχει λόγος για επέμβασή μας σε σχέση με τη διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου για μη αποκάλυψη, ως αιτίας για την ακύρωση του διατάγματος. Τούτου δοθέντος, δεν χρειάζεται να επεκταθούμε στο διαζευκτικό σκέλος της πρωτόδικης απόφασης σε σχέση με την ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση και πιθανότητας επιτυχίας. Αυτά θα είναι ζητήματα που θα απασχολήσουν περαιτέρω το πρωτόδικο δικαστήριο κατά την εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης. Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο